Evelthon Developments Ltd και άλλος ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ και άλλος (2012) 1 ΑΑΔ 2486

(2012) 1 ΑΑΔ 2486

[*2486]12 Νοεμβρίου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

1.  EVELTHON DEVELOPMENTS LTD,

2.  ΕΥΕΛΘΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΗ,

Εφεσείοντες,

v.

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 281/2008)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση τραπεζικού δανείου ― Κατά πόσον η κατάργηση του προηγουμένως ισχύσαντος περί Τόκου Νόμου 1977 από την 1.1.2001 δεν επηρέασε την υποχρέωση ή την ευθύνη των εναγομένων για πληρωμή τόκου όπως καθοριζόταν τόσο δυνάμει του παλαιού νόμου όσο και από τη μεταξύ των μερών συμβατική σχέση κατά το χρόνο δημιουργίας της υποχρέωσης και υπογραφής της σχετικής σύμβασης ― Κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε την πληρωμή τόκου σε ποσό 9% ετησίως επί του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού των εφεσειόντων ως μορφή αποζημίωσης προς την εφεσίβλητη Τράπεζα.

Συμβάσεις ― Παράβαση σύμβασης ― Άρθρα 73-75 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 ― Το λογικά προβλεπτό της ζημιάς, όπως διαγράφεται από τη σύμβαση είναι το μέτρο της αποζημίωσης ο δε κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό της είναι κατά κανόνα ο χρόνος της παράβασης.

Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι αμφισβήτησαν με την έφεση  την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης με την οποία επιδικάστηκε εναντίον τους και προς όφελος του Τραπεζικού Οργανισμού των εφεσιβλήτων/εναγόντων ποσό €403.311,95 (ΛΚ 236.048) πλέον τόκο προς 9% ετησίως από 6.10.2000 μέχρι εξοφλήσεως και έξοδα.

Οι εφεσείοντες προέβαλαν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το νόμο που διέπει το θέμα του τόκου με αποτέλεσμα να πάσχει νομικά και πραγματικά το τελικό συμπέρασμα.

Σύμφωνα με την πρωτόδικη κατάληξη η κατάργηση του προηγου[*2487]μένως ισχύσαντος περί Τόκου Νόμου 1977 από 1.1.2001, δεν επηρέασε την υποχρέωση ή την ευθύνη των εναγομένων για πληρωμή τόκου όπως καθορίζετο τόσο δυνάμει του παλαιού νόμου όσο και από τη μεταξύ των μερών συμβατική σχέση κατά το χρόνο δημιουργίας της υποχρέωσης και υπογραφής της σχετικής σύμβασης, αυξάνοντας έτσι το επιτόκιο από 8,5% συμφωνηθέν – 9% ανώτατο όριο δυνάμει του παλαιού νόμου σε 12% δυνάμει των προνοιών του νέου νόμου, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ μετά τον τερματισμό της συμφωνίας.

Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του προκειμένου ήταν ότι οι πρόνοιες του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999 δεν ετύγχαναν εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε κατά κύριο λόγο ότι δικαστήριο κατά παράβαση της νομοθεσίας που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση για ποσό στο οποίο συμπεριέλαβε τόκο πέραν του επιτρεπόμενου από το νόμο και/ή του συμφωνημένου και/ή τόκους επί τόκων και/ή ποσά που ήταν προϊόν παράνομου ανατοκισμού και/ή δεν αφαίρεσε από τα ποσά των τόκων τις πληρωμές που έγιναν έναντι του χρέους.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι ισχυρισμοί που πρόβαλαν οι εφεσείοντες στην έκθεση υπεράσπισης τους για αυθαίρετες, παράνομες και αντισυμβατικές χρεώσεις τόκων, εξόδων, δικαιωμάτων κλπ ήταν γενικοί και αόριστοι και χωρίς, στοιχειώδη έστω, εξειδίκευση. Δεν προσκόμισαν μαρτυρία για να αντικρούσουν τη μαρτυρία των Εναγόντων. Ενόψει τούτου ήταν ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού.

2.  Στην πρωτόδικη απόφαση ορθά αναφέρεται ότι με τον τερματισμό της Σύμβασης Δανείου λόγω της παράλειψης των εφεσειόντων να τηρήσουν τις πρόνοιες της Σύμβασης για έγκαιρη πληρωμή των δόσεων του δανείου, το αναίτιο μέρος, η Τράπεζα, δικαιούτο σε αποζημιώσεις.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατ’ εφαρμογή της βασικής αρχής δικαίου σύμφωνα με την οποία το αθώο μέρος πρέπει να τεθεί, στο βαθμό που μπορεί τούτο να επιτευχθεί με το χρήμα, στην ίδια θέση στην οποία θα ήταν ως εάν η Σύμβαση να είχε εκτελεστεί, ορθά καθόρισε την πληρωμή τόκου σε ποσό 9% ετησίως επί του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού των εφεσειόντων [*2488]ως μορφή αποζημίωσης.

4.  Το εν λόγω ποσοστό αποτελούσε το ανώτατο επιτρεπτό ποσοστό νομίμου τόκου που μπορούσε να επιβληθεί τόσο με βάση συγκεκριμένο όρο της Σύμβασης Δανείου όσο και με βάση τον ισχύοντα νόμο κατά τη σύναψη της Σύμβασης Δανείου την οποία οι εφεσείοντες υπαιτίως διέρρηξαν.

5.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού καθόρισε κατά τα ανωτέρω το ακριβές ποσό του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού των εφεσειόντων και την αποζημίωση στην οποία δικαιούται η Τράπεζα υπό μορφή τόκου, δεν ασχολήθηκε με άλλες αριθμητικές ή λογιστικές πράξεις εφόσον οι πληρωμές ήταν εξ αρχής συμφωνημένες με βάση τα παραδεκτά γεγονότα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κολακίδης & Συνεταίροι ν. Μ. Θεοδοσίου Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 1671,

Καλησπέρας ν. Δρυάδη κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 867,

Θωμά ν. Μέζου κ.ά. (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2359.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μιχαηλίδου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3711/02), ημερομηνίας 17/6/2008.

Χρ. Νικολάου και Ι. Σαμαρά για Π. Παύλου και Ζ. Νικολαΐδης για Α. Νεοκλέους, για τους Εφεσείοντες.

Χρ. Στυλιανίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες/εναγόμενοι αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην αγωγή αρ. 3711/2002 με την οποία επι[*2489]δικάστηκε εναντίον τους και προς όφελος των εφεσιβλήτων/εναγόντων Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (στο εξής «η Τράπεζα») το ποσό των €403.311,95 (ΛΚ 236.048) πλέον τόκο προς 9% ετησίως από 6.10.2000 μέχρι εξοφλήσεως και έξοδα.

Πρωτοδίκως, η διαδικασία προχώρησε στη βάση των παραδεκτών γεγονότων και εγγράφων που τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου και αποτέλεσαν το πραγματικό υπόβαθρο της εκκαλούμενης απόφασης. Οι εφεσείοντες θεωρούν ότι η ευπαίδευτη Πρόεδρος του δικαστηρίου ερμήνευσε λανθασμένα το νόμο που διέπει το θέμα του τόκου με αποτέλεσμα να πάσχει νομικά και πραγματικά το τελικό συμπέρασμα.

Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των επίδικων ζητημάτων, παραθέτουμε στη συνέχεια τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης με την ίδια περίπου σειρά που καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση.

Στις 17.2.1995, η Τράπεζα παραχώρησε δάνειο εκ Λ.Κ.150.000 στους εφεσείοντες 1 υπό τους όρους που αναφέρονται στη Συμφωνία Δανείου ημερομηνίας 17.2.1995 τεκμ. 2, («η Συμφωνία Δανείου»).

Ο εφεσείων 2 και η εναγόμενη 3 εγγυήθηκαν τις υποχρεώσεις των εφεσειόντων 1 που πηγάζουν από τη Συμφωνία Δανείου δυνάμει του Εγγράφου Εγγυήσεως και Αποζημιώσεως ημερομηνίας 17.2.1995 που είναι ενσωματωμένο στη Συμφωνία Δανείου. Για το δάνειο αυτό ανοίχθηκε ο λογαριασμός με αριθμό 541-337164 («ο Λογαριασμός Συμφωνίας Δανείου»).

Στις 17.2.1995, η Τράπεζα παραχώρησε δεύτερο και ξεχωριστό δάνειο εκ Λ.Κ.150.000 στους εφεσείοντες 1 με ενυπόθηκη εξασφάλιση και υπό τους όρους που περιέχονται στη Σύμβαση και Δήλωση Υποθηκεύσεως Ακινήτου και το Συμπληρωματικό Εγγραφο τα οποία φέρουν ημερομηνία 17.2.1995, [τεκμήρια 4 και 4(α)]. Η σχετική υποθήκη ενεγράφη στις 17.2.1995 στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού με αριθμό Υ. 1172/95.

Ο εφεσείων 2 και η εναγόμενη 3 εγγυήθηκαν τις υποχρεώσεις των εφεσειόντων 1 που πηγάζουν από την προαναφερόμενη Σύμβαση και Δήλωση Υποθηκεύσεως Ακινήτου και το Συμπληρωματικό Εγγραφο. Για το δάνειο αυτό, ανοίχθηκε ο λογαριασμός με αριθμό 541-420483 («ο Λογαριασμός Ενυπόθηκου Δανείου»).

Οι εφεσείοντες 1 στις 17.2.1995 κατέθεσαν στην Τράπεζα το ποσό των Λ.Κ. 150.000 ως εξασφάλιση υπό τη μορφή δεσμευμένης [*2490]κατάθεσης βάσει των όρων επιστολής των εφεσειόντων 1 ημερομηνίας 17.2.1995 (τεκμ. 7). Για τη δεσμευμένη αυτή κατάθεση ανοίχθηκε ο λογαριασμός με αριθμό 541-720483 («ο Λογαριασμός Δεσμευμένης Κατάθεσης»).

Η Συμφωνία Δανείου προνοούσε ότι το δάνειο των ΛΚ150.000 που χορηγήθηκε, πλέον οι τόκοι και τα έξοδα, θα αποπληρώνονταν από τους εφεσείοντες 1 σε ίσες συνεχείς μηνιαίες δόσεις εκ ΛΚ3.500 εκάστης, της πρώτης πληρωτέας την 1.11.1996. Οι μόνες πληρωμές στις οποίες προέβησαν οι εφεσείοντες 1 στο λογαριασμό Συμφωνίας Δανείου ήταν αυτές που φαίνονται στην κατάσταση λογαριασμού ημερομηνίας 31.5.1996 – τεκμ. 9 και ανέρχονται στο συνολικό ποσό ΛΚ6.698,45. Το εν λόγω ποσό λογίστηκε έναντι των οφειλόμενων τόκων του δανείου.

Λόγω της παράλειψης των εφεσειόντων 1 να καταβάλουν τις συμφωνηθείσες μηνιαίες δόσεις στο λογαριασμό Συμφωνίας Δανείου, όπως προβλεπόταν στην εν λόγω συμφωνία, η Τράπεζα με επιστολές προς τους εφεσείοντες ημερομηνίας 18.2.1997 και 20.9.1999 αξίωσε την καταβολή των καθυστερημένων δόσεων πλην όμως οι εφεσείοντες παρέλειψαν να συμμορφωθούν.

Λόγω της συνεχιζόμενης παράλειψης των εφεσειόντων 1 να πληρώσουν οιανδήποτε των μηναίων δόσεων στο λογαριασμό Συμφωνίας Δανείου, η Τράπεζα στις 6.10.2000 ανακάλεσε τη χορηγηθείσα πίστωση δυνάμει της Συμφωνίας Δανείου, έκλεισε το λογαριασμό και μετέφερε το υπόλοιπο στις Οριστικές Καθυστερήσεις με νέο αριθμό 541-397016 – 7 («ο Λογαριασμός Καθυστερήσεων Συμφωνίας Δανείου»). Η Τράπεζα αυθημερόν απέστειλε επιστολή προς τους εφεσείοντες 1, με κοινοποίηση προς τον εφεσείοντα 2 και την εναγόμενη 3 με την οποία τους γνωστοποίησε τις πιο πάνω ενέργειες της. Η επιστολή αυτή παρελήφθη από όλους.

Η Τράπεζα με επιστολή της ημερ. 11.4.2001 προς τους εφεσείοντες 1 πληροφόρησε τους τελευταίους ότι από 1.1.2001 δικαιούται σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Ελευθεροποιήσεως του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999 (Ν. 160(1)/1999) όπως προβαίνει σε ανατοκισμό δύο φορές το χρόνο. Πληροφόρησε επίσης τους εφεσείοντες ότι η Τράπεζα την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου θα προβαίνει σε κεφαλαιοποίηση του τόκου της εξαμηνίας. Στις 26.4.2001 η Τράπεζα  απέστειλε προς τους εφεσείοντες 1 νέα επιστολή με την οποία, μεταξύ άλλων, επιβεβαίωσε το υπόλοιπο του λογαριασμού των εφεσειόντων που βρισκόταν ήδη στις οριστικές καθυστερήσεις και το οποίο στις 31.12.2000 [*2491]ανερχόταν στις ΛΚ 241.123,96 επιβαρυνόμενο με αυξημένο επιτόκιο όπως καθορίζεται στην επιστολή. Η εν λόγω επιστολή κοινοποιήθηκε και προς τους εγγυητές των εφεσειόντων 1.

Στις 8.3.2002 ο λογαριασμός Δεσμευμένης Κατάθεσης παρουσίαζε πιστωτικό υπόλοιπο προς όφελος των εφεσειόντων 1 εκ ΛΚ246.525 (βλ. κατάσταση λογαριασμού τεκμ. 17). Το εν λόγω υπόλοιπο προέκυψε από την προσθήκη στο αρχικό κεφάλαιο (ΛΚ150.000) των τόκων προς 9% ετησίως της περιόδου 17.2.1995 – 8.3.2002. Δεν επιβλήθηκαν οποιεσδήποτε χρεώσεις στο λογαριασμό αυτό.

Στις 8.3.2002 ο Λογαριασμός Ενυπόθηκου Δανείου παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο εκ ΛΚ246.525 οφειλόμενο από τους εναγόμενους 1 προς την Τράπεζα ως εμφαίνεται στη σχετική κατάσταση λογαριασμού τεκμ. 19. Το εν λόγω υπόλοιπο προέκυψε από την προσθήκη στο αρχικό κεφάλαιο των ΛΚ150.000 των τόκων προς 9% ετησίως της περιόδου 17.2.1995-8.3.2002. Δεν επεβλήθη καμιά χρέωση και δεν έγινε ανατοκισμός στο λογαριασμό αυτό μέχρι τις 8.3.2002. Το ποσό αυτό αποτελεί την αξίωση υπό στοιχείο (Α) στο παρακλητικό μέρος της Εκθεσης Απαίτησης των εναγόντων.

Στις 8.3.2002, η Τράπεζα, νόμιμα και δικαιωματικά, χρησιμοποίησε το πιστωτικό υπόλοιπο του λογαριασμού Δεσμευμένης Κατάθεσης εκ ΛΚ246.525 μεταφέροντας το για σκοπούς συμψηφισμού υποχρεώσεων των εφεσειόντων 1 στο λογαριασμό Καθυστερήσεων Συμφωνίας Δανείου.

Στις 8.3.2002, η Τράπεζα απέστειλε προς τους εφεσείοντες 1 και 2 και την εναγόμενη 3 την επιστολή ημερομηνίας 8.3.2002, τεκμ. 21 η οποία και παρελήφθη.

Στις 29.5.2002, η Τράπεζα καταχώρησε εναντίον των εφεσειόντων και της εναγόμενης 3 την προαναφερθείσα αγωγή αρ. 3711/2002 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία, κατόπιν σχετικής τροποποίησης, αξίωσε από αυτούς αλληλέγγυα και/ή ξεχωριστά, τις πιο κάτω θεραπείες:

«Α) ΛΚ246.525 ενυπόθηκη οφειλή δυνάμει της Σύμβασης και Δήλωσης Υποθηκεύσεως Ακινήτου με αριθμό Υ.1172/95 ημερομηνίας 17.2.1995 και Συμπληρωματικού Εγγράφου Σημειούμενου «Α» ημερ. 17.2.1995 ως λεπτομερώς αναφέρεται πιο πάνω.

[*2492]  Β) Τόκους προς 12% το χρόνο πάνω στο πιο πάνω ποσό των ΛΚ246.525,00 από 8.3.2002 ως λεπτομερώς αναφέρεται πιο πάνω, κεφαλαιοποιούμενους την 30 Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου μέχρι πλήρους αποπληρωμής και εξόφλησης.

  Γ) ΛΚ30.337,33 δυνάμει της Σύμβασης Δανείου αρ. 541/337164-1/397025-8 ημερ. 17.2.95.

  Δ) Τόκους προς 12% το χρόνο πάνω στο πιο πάνω ποσό των ΛΚ30.337,33 από 8.3.2002 ως λεπτομερώς αναφέρεται πιο πάνω, κεφαλαιοποιούμενους την 30 Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου μέχρι πλήρους αποπληρωμής και εξόφλησης.

  Ε) Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε θεωρήσει ορθή και δίκαιη το Δικαστήριο.

Εναντίον των Εναγομένων 1:

Στ) Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει την πώληση των ενυπόθηκων κτημάτων των Εναγομένων 1 με δημόσιο πλειστηριασμό όπως αυτά περιγράφονται στην Υποθήκη με αρ. Υ.1172/95 ημερομηνίας 17.2.1995 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού και όπως το προϊόν της τέτοιας πώλησης καταλογιστεί προς εξόφληση και/ή έναντι των αξιώσεων των Εναγόντων οποιοδήποτε παραμένον υπόλοιπο θα διατεθεί προς όφελος των Εναγομένων 1.»

Μετά την καταχώρηση της αγωγής και συγκεκριμένα στις 17.10.2006, υπεγράφη ενδιάμεση, όπως τιτλοφορείται, συμφωνία διαδίκων δυνάμει της οποίας, με την άμεση καταβολή του ποσού των ΛΚ300,000 εκ μέρους των εναγομένων, η Τράπεζα αποδέχθηκε να προχωρήσει στην εξάλειψη της υποθήκης, με αποτέλεσμα οι άλλες απαιτήσεις της, δυνάμει της Συμφωνίας Δανείου, να παραμείνουν χωρίς ενυπόθηκη εξασφάλιση.

Οι εναγόμενοι, κατ’ επίκληση της Συμφωνίας Δανείου ημερομηνίας 17.2.1995 τεκμ. 2, ισχυρίστηκαν ότι μέχρι τις 8.3.2002 η Τράπεζα δεν μπορούσε να επιβάλει τόκο με επιτόκιο πέραν του 8,5% ετησίως στο λογαριασμό Συμφωνίας Δανείου και μετά στο λογαριασμό Καθυστερήσεων Συμφωνίας Δανείου ούτε είχε δικαίωμα να προβαίνει σε ανατοκισμό καθ’ οιονδήποτε χρόνο στους λογαριασμούς αυτούς. Συνεπώς, αφαιρουμένων των πληρωμών [*2493]συνολικού ύψους ΛΚ6.698,45 που έκαμαν οι εναγόμενοι 1 το Μάϊο του 1996 και οι οποίες φαίνονται στην κατάσταση λογαριασμού ημερομηνίας 31.5.1996 που περιλαμβάνεται στη δέσμη καταστάσεων λογαριασμού τεκμ. 9, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι το οφειλόμενο ποσό στο Λογαριασμό Καθυστερήσεων Συμφωνίας Δανείου στις 8.3.2002 ήταν ΛΚ233.401,05, δηλαδή μικρότερο του πιστωτικού υπολοίπου του Λογαριασμού Δεσμευμένης Κατάθεσης. Ως εκ τούτου, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι με τη μεταφορά του υπολοίπου του Λογαριασμού Δεσμευμένης Κατάθεσης στο Λογαριασμό Καθυστερήσεων Συμφωνίας Δανείου στις 8.3.2002, ο Λογαριασμός Καθυστερήσεων Συμφωνίας Δανείου, ξοφλήθηκε πλήρως και παρέμεινε προς όφελος των εναγομένων 1 και πιστωτικό υπόλοιπο εκ ΛΚ13.123,95 το οποίο πρέπει να λογιστεί έναντι του οφειλόμενου ποσού των ΛΚ246.525 στο λογαριασμό ενυπόθηκου δανείου κατά την 8.3.2002 και συνεπώς να αφαιρεθεί από την αξίωση υπό στοιχείο (Α) του παρακλητικού μέρους της Εκθεσης Απαίτησης.

Η πρωτόδικος Δικαστής προσδιόρισε την επίδικη διαφορά ως εξής:

«Το Δικαστήριο καλείται ουσιαστικά να αποφασίσει κατά πόσο οι ενάγοντες δικαιούνται σε επιτόκιο 12% ετησίως από 8.3.02 μέχρι εξόφλησης στο υπόλοιπο του λογαριασμού ενυπόθηκου δανείου καθώς και εξάμηνο ανατοκισμό με κεφαλοποίηση του τόκου δύο φορές κάθε χρόνο.»

Η πρωτόδικος δικαστής παρέθεσε το νομικό πλαίσιο που γενικά διέπει το θέμα του τόκου και με αναφορά στις πρόνοιες του Άρθρου 10(1) του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1, ερμήνευσε τις σχετικές διατάξεις του περί Τόκου Νόμου του 1977, Ν. 2/77 ο οποίος, καταργήθηκε από τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999, Ν. 160(1)/1999 που τέθηκε σε ισχύ από 1.1.2001.

Κατά την κρίση της δικαστού, η κατάργηση του προηγουμένως ισχύσαντος περί Τόκου Νόμου 1977 από 1.1.2001 δεν επηρέασε την υποχρέωση ή την ευθύνη των εναγομένων για πληρωμή τόκου «όπως καθορίζετο  τόσο δυνάμει του παλαιού νόμου όσο και από τη μεταξύ των μερών συμβατική σχέση κατά το χρόνο δημιουργίας της υποχρέωσης και υπογραφής της σχετικής σύμβασης, αυξάνοντας έτσι το επιτόκιο από 8,5% συμφωνηθέν – 9% ανώτατο όριο δυνάμει του παλαιού νόμου σε 12% δυνάμει των προνοιών του νέου νόμου, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ μετά τον τερματισμό της συμφωνίας.»

[*2494]Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του προκειμένου είναι ότι οι πρόνοιες του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999 δεν τυγχάνουν εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Ενόψει τούτου η ευπαίδευτη Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε τα εξής:

«Οι εναγόμενοι σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης τους ήσαν και γνώριζαν ότι ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν τόκο 8,5% ετησίως. Το γεγονός ότι υπήρχε στον όρο (1) της σύμβασης η επιφύλαξη υποκατάστασης του ανώτατου επιτοκίου σε περίπτωση τροποποίησης του νόμου ή αποφάσεως της Κεντρικής Τράπεζας δεν καθιστούσε βρίσκω τη χρέωση τόκου σε 12% όπως εισήχθη με το νέο Νόμο Περί Ελευθεροποίησης των επιτοκίων ως προβλεπτή ζημιά ή εν πάση περιπτώσει ως προβλεπτή ζημιά θα συνιστούσε το ανώτατο όριο, 9% που καθόριζε ο παλαιός νόμος.

Οι υποχρεώσεις των εναγομένων και τα δικαιώματα των εναγόντων αποκρυσταλλώθηκαν βρίσκω στις 6.10.00 με τη συστημένη επιστολή τερματισμού προς τους εναγόμενους Τεκμ. 13 με την οποία καλούνταν μέσα σε επτά ημέρες να εξοφλήσουν το υπόλοιπο του λογαριασμού που ανερχόταν την ημέρα εκείνη σε ΛΚ236,048 έντοκα προς 9%. Οι ενάγοντες παρά τον τερματισμό δεν λαμβάνουν μέτρα για καταχώρηση αγωγής, αλλά προχωρούν στις 11.4.2001 σε ειδοποίηση γνωστοποίησης για το δικαίωμα τους σε ανατοκισμό δύο φορές το χρόνο Τεκμ. 15. Με νέα επιστολή τους 26.4.01 Τεκμ. 14 πληροφορούν τους εναγόμενους ότι ο λογαριασμός που ανερχόταν σε ΛΚ241.123.96 επιβαρύνεται από 1.1.2001 με αυξημένο επιτόκιο, καθορίζοντας το σύνολο του επιτοκίου 12%. Οι ενάγοντες καταχωρούν εν τέλει την αγωγή τους στις 29.5.02 αξιώνοντας πλέον ανάμεσα στ’ άλλα £246.525 από 8.3.02 ημερομηνία κατά την οποία γνωστοποιούν στους εναγόμενους ότι προέβηκαν σε συμψηφισμό των υποχρεώσεων τους προς την τράπεζα (Τεκμ. 21). Στην παρούσα επιστολή σημειώνω πως δεν γίνεται καμία αναφορά στο ύψος του τόκου.

…………………………………………………………………….…………………………………………………………………….

Με όλα όσα έχω εξηγήσει πιο πάνω και με το δοσμένο νομικό πλαίσιο, αλλά και με τα γεγονότα όπως έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των μερών και αποτελούν κοινό έδαφος, καταλήγω ότι οι ενάγοντες δικαιούνται σε απόφαση για τα οφειλόμενα ποσά [*2495]των ΛΚ236.048 πλέον νόμιμο τόκο προς 9% από 6.10.2000. Οι οποιοιδήποτε άλλοι υπολογισμοί του δικηγόροι των εναγόντων όπως εμφαίνονται στη γραπτή του αγόρευση παρ. 42 – (η) δεν έχουν πλέον θέση στην απόφασή μου.

Νοουμένου ότι οι εναγόμενοι προέβηκαν σε πληρωμή στις 18.10.06 σε ΛΚ300,000 υπό τους όρους της ενδιάμεσης συμφωνίας διαδίκων Τεκμ. Α., αυτό δεν θα απασχολήσει το Δικαστήριο. Αν το υπόλοιπο είναι μικρότερο θα επιστραφεί η διαφορά στους εναγόμενους, αν είναι μεγαλύτερο θα καταβληθεί η διαφορά στους ενάγοντες όπως άλλωστε δέχεται και ο δικηγόρος των εναγόντων.

Εκδίδεται απόφαση υπέρ της ενάγουσας εταιρείας και εναντίον των εναγομένων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως:

Για το ποσό των €403.311,95 ως υπόλοιπο λογαριασμού του ενυπόθηκου δανείου κατά την 6.10.2000 με τόκο προς 9% από τη εν λόγω ημερομηνία.

Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα της αγωγής.»

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και εισηγούνται ότι το δικαστήριο κατά παράβαση της νομοθεσίας που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση για ποσό στο οποίο συμπεριέλαβε τόκο πέραν του επιτρεπόμενου από το νόμο και/ή του συμφωνημένου και/ή τόκους επί τόκων και/ή ποσά που ήταν προϊόν παράνομου ανατοκισμού και/ή δεν αφαίρεσε από τα ποσά των τόκων τις πληρωμές που έγιναν έναντι του χρέους. Εξ αρχής παρατηρούμε ότι όλες οι πιο πάνω εισηγήσεις οι οποίες διατυπώνονται στην ειδοποίηση έφεσης με τρόπο διαζευκτικό είτε δεν αιτιολογούνται καθόλου είτε η αιτιολογία είναι ανεπαρκής και χωρίς τη δέουσα τεκμηρίωση των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν.

Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι η συμφωνία δανείου τερματίστηκε με διπλοσυστημένη επιστολή της Τράπεζας ημερ. 6.10.2000 (τεκμ. 13) προς τους εφεσείοντες. Κατά την εν λόγω ημερομηνία βρισκόταν ακόμη σε ισχύ ο περί Τόκου Νόμος του 1977. Σύμφωνα με την εν λόγω επιστολή τερματισμού ο λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος των εφεσειόντων ύψους ΛΚ236.048 (συμπεριλαμβανομένων των δεδουλευμένων τόκων), την πληρωμή [*2496]του οποίου η Τράπεζα αξίωσε εντόκως προς 9% ετησίως από 6.10.2000 μέχρι εξοφλήσεως.

Η Τράπεζα στην έκθεση απαίτησης (παρ. 13) αναφέρεται στον προαναφερόμενο τερματισμό της συμφωνίας δανείου ημερ. 6.10.2000 και στο χρεωστικό υπόλοιπο των ΛΚ236.048. Οι εφεσείοντες όχι μόνο δεν αρνήθηκαν το συγκεκριμένο χρεωστικό υπόλοιπο αλλά, καθώς προκύπτει από τα συμφραζόμενα στην παράγραφο 5(α) της έκθεσης υπεράσπισης, φαίνεται να παραδέχονται ότι το χρεωστικό τους υπόλοιπο δυνάμει της προαναφερόμενης συμφωνίας δανείου στις 6.10.2000 ήταν όντως ΛΚ236.048. Οι ισχυρισμοί που πρόβαλαν οι εφεσείοντες στην έκθεση υπεράσπισης τους για αυθαίρετες, παράνομες και αντισυμβατικές χρεώσεις τόκων, εξόδων, δικαιωμάτων κλπ είναι γενικοί και αόριστοι και χωρίς, στοιχειώδη έστω, εξειδίκευση. Το χειρότερο όμως είναι ότι δεν προσκόμισαν μαρτυρία για να αντικρούσουν τη μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα της Τράπεζας κ. Θ. Καλλασίδη (ΜΕ1) η οποία παρέμεινε αλώβητη από την αντεξέταση ή για να εξηγήσουν με τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ποια κονδύλια συνιστούσαν αυθαίρετες και/ή παράνομες χρεώσεις με αναφορά βεβαίως στα κοινώς παραδεκτά γεγονότα και στα έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια.

Ενόψει των πιο πάνω θεωρούμε ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού στις 6.10.2000 ήταν ΛΚ236.048, στηρίχθηκε βάσιμα στο αδιαμφισβήτητο γεγονός που περιέχεται στην επιστολή τερματισμού ημερ. 6.10.2000 και το οποίο οι εφεσείοντες δεν μπορούν να αμφισβητούν εκ των υστέρων. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού απέρριψε ως ανεδαφικές τις όποιες άλλες αξιώσεις της Τράπεζας εναντίον των εφεσειόντων αποφάνθηκε ότι η Τράπεζα δικαιούται απόφασης για το προαναφερόμενο υπόλοιπο εκ ΛΚ236.048 πλέον νόμιμο τόκο προς 9% από 6.10.2000 μέχρι εξοφλήσεως. Το επίδικο θέμα προς εξέταση είναι κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά επιδίκασε τόκο προς 9% ετησίως επί του χρεωστικού υπολοίπου των ΛΚ236.048 από 6.10.2000 μέχρι εξοφλήσεως δηλαδή για τη χρονική περίοδο που άρχιζε αμέσως μετά τον τερματισμό.

Στην πρωτόδικη απόφαση ορθά αναφέρεται ότι με τον τερματισμό της Σύμβασης Δανείου λόγω της παράλειψης των εφεσειόντων να τηρήσουν τις πρόνοιες της Σύμβασης για έγκαιρη πληρωμή των δόσεων του δανείου, το αναίτιο μέρος, εδώ η Τράπεζα, δικαιούται σε αποζημιώσεις. Εύστοχα σημειώνεται ότι η συμφωνία για πληρωμή τόκου μέχρι την ημερομηνία της αποπληρωμής δεν συνεπάγεται απαραιτήτως και συμφωνία για πληρωμή τόκου πέ[*2497]ραν αυτής της ημερομηνίας σε περίπτωση παράλειψης αποπληρωμής παρόλο ότι κάτω από ανάλογες περιστάσεις, μπορεί να επιδικαστεί τόκος υπό μορφή αποζημίωσης (όχι κατ’ ανάγκη στο ποσοστό  που καθορίζεται στη Σύμβαση). Σχετικό επί του προκειμένου είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Chitty on Contracts (Specific Contracts), 24η Εκδοση, παρ. 3198, το οποίο παρατίθεται στην εκκαλούμενη απόφαση:

«A contract to pay interest up to the date of repayment of the debt does not necessarily imply an agreement to pay interest beyond that date in the event of default in repayment, but in the situation interest (though not necessarily at the contract rate) can be awarded by way of damages.»

Το Μέρος VII – Άρθρα 73-75 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 αφορά στις συνέπειες που προκύπτουν από την παράβαση σύμβασης και διέπει το θέμα των αποζημιώσεων στις οποίες δικαιούται το αναίτιο μέρος σε κάθε περίπτωση που υφίσταται ζημιά λόγω παράβασης κλπ της σύμβασης από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 73 του Νόμου το λογικά προβλεπτό της ζημιάς, όπως διαγράφεται από τη σύμβαση είναι το μέτρο της αποζημίωσης ο δε κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό της είναι κατά κανόνα ο χρόνος της παράβασης. Η πρωτόδικος δικαστής προσέγγισε το θέμα του υπολογισμού της αποζημίωσης στην οποία δικαιούται η Τράπεζα έχοντας υπόψη την πιο πάνω αρχή δικαίου λέγοντας ότι ο τόκος δεν αποτελεί προβλεπτή ζημιά η οποία ανακύπτει από τη διάρρηξη της Σύμβασης εκτός αν αυτό ρητά προνοείται στη Σύμβαση ή εξυπακούεται από τη φύση της υποχρέωσης. (Βλ. Κολακίδης & Συνεταίροι ν. Μ. Θεοδοσίου Λτδ (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1671, Καλησπέρας ν. Δρυάδη κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 867 και Θωμά ν. Μέζου κ.ά. (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2359.) Η πρωτόδικος δικαστής κατ’ εφαρμογή της βασικής αρχής δικαίου σύμφωνα με την οποία το αθώο μέρος πρέπει να τεθεί, στο βαθμό που μπορεί τούτο να επιτευχθεί με το χρήμα, στην ίδια θέση στην οποία θα ήταν ως εάν η Σύμβαση να είχε εκτελεστεί, ορθά καθόρισε την πληρωμή τόκου σε ποσό 9% ετησίως επί του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού των εφεσειόντων ως μορφή αποζημίωσης. Το εν λόγω ποσοστό αποτελούσε το ανώτατο επιτρεπτό ποσοστό νομίμου τόκου που μπορούσε να επιβληθεί τόσο με βάση συγκεκριμένο όρο της Σύμβασης Δανείου όσο και με βάση τον ισχύοντα νόμο κατά τη σύναψη της Σύμβασης Δανείου την οποία οι εφεσείοντες υπαιτίως διέρρηξαν. Η πρωτόδικος δικαστής αφού καθόρισε κατά τα ανωτέρω το ακριβές ποσό του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού των εφεσειόντων και την αποζημίωση στην οποία δικαιούται η Τράπεζα υπό [*2498]μορφή τόκου, ορθά δεν ασχολήθηκε με άλλες αριθμητικές ή λογιστικές πράξεις εφόσον οι πληρωμές ήταν εξ αρχής συμφωνημένες με βάση τα παραδεκτά γεγονότα.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης Τράπεζας και εναντίον των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο