Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 1 ΑΑΔ 2499

(2012) 1 ΑΑΔ 2499

[*2499]13 Νοεμβρίου, 2012

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΝΟΙΕΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 113.2 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 3, 9, 11 ΚΑΙ 15 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΚΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΑΡ. 3 ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ, ΑΡ. 14/60,

ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΝΟΙΕΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 4, 5, 6,

 73-81 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 6,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 1221/11, ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,

ΜΕΤΑΞΥ:

ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,

Ενάγοντα,

v.

1. ΒΑΣΟΣ ΒΑΡΩΣΙΩΤΗΣ ΛΤΔ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ

    ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

    Κ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

2. ΣΟΛΩΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

3. ΒΑΣΟΥ ΧΑΜΠΗ,

4. ΑΝΤΡΟΥ ΧΑΜΠΗ,

5. ΠΑΜΠΟΥ ΧΑΜΠΗ ΒΑΡΩΣΙΩΤΗΣ,

Εναγομένων,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 22/08/2012 ΓΙΑ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΕΙΣ ΧΕΙΡΑΣ ΤΡΙΤΟΥ, ΗΤΟΙ (Α) ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ [*2500]ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ (Β) ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΜΕΣΕΓΓΥΟΥΧΟΙ ΑΡ. 2 ΚΑΙ 3, ΠΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΑΡ. 1) ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ (Α) ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ (Β) ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΜΕΣΕΓΓΥΟΥΧΩΝ ΑΡ. 2 ΚΑΙ 3, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 154/2012)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Απορρίφθηκε αίτηση υποβληθείσα από το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα για λήψη άδειας για υποβολή αίτησης Certiorari, προς ακύρωση με προνομιακό ένταλμα, διατάγματος κατάσχεσης στα χέρια τρίτου το οποίο εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο ύστερα από μονομερή αίτηση Τράπεζας, ως επίσης και για υποβολή αίτησης για έκδοση εντάλματος Prohibition για απαγόρευση της συνέχισης της εκεί διαδικασίας.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Προνομιακά εντάλματα εκδίδονται ή πρέπει να εκδίδονται, με εξαιρετική φειδώ, ως κατ’ εξοχήν θεραπεία που δεν είναι δικαιωματική, αλλά, αντίθετα, προνομιακή.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Εκδίδονται εκεί όπου από το πρακτικό της σχετικής απόφασης διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης ― Άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα ― Η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος ή η ύπαρξη αλλότριου σκοπού στην επιδίωξη λήψης άδειας, αποτελούν πρόσθετους λόγους για μη χορήγηση της άδειας.

Με την αίτηση, επιδιώχθηκε από το Γραφείο του   Γενικού Εισαγγελέα η λήψη άδειας για ακύρωση με προνομιακό ένταλμα certiorari,  για ακύρωση διατάγματος κατάσχεσης στα χέρια τρίτου το οποίο εκ[*2501]δόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο ύστερα από μονομερή αίτηση,  της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, η οποία ήταν εξ αποφάσεως πιστωτής υπό εκκαθάριση εταιρείας.

Επιδιώχθηκε επίσης η παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης prohibition και για απαγόρευση της συνέχισης της εκεί διαδικασίας, με ανάλογο προνομιακό ένταλμα.

Η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, είχε ζητήσει και πέτυχε με μονομερή αίτηση την έκδοση εντάλματος κατάσχεσης περιουσίας στα χέρια τρίτου από τρεις μεσεγγυούχους, ήτοι, τον Δήμο Λάρνακας, τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τον Υπουργό Εσωτερικών διά του Επάρχου Λάρνακας.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, επεδίωξε τη λήψη της άδειας τόσο όσον αφορά τον ίδιο, όσο και σε ό,τι αφορούσε το Υπουργείο Εσωτερικών, δηλαδή, τους μεσεγγυούχους 2 και 3, στο εκδοθέν ένταλμα.

Προς υποστήριξη της αίτησης υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Δεν ζητήθηκε προηγουμένως η εκ του Άρθρου 77 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, απαιτούμενη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα.

β) Υπό νομική πλάνη και με εμφανές το σφάλμα στα ίδια τα πρακτικά, προχώρησε,  το Επαρχιακό Δικαστήριο να εκδώσει το εν λόγω ένταλμα χωρίς να ικανοποιηθεί ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της νομοθεσίας.

Αποφασίστηκε ότι:

           

1.  Σε πολύ σπάνιες και εξαιρετικές περιστάσεις θα δοθεί άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος ή θα χορηγηθεί η έκδοση τέτοιου εντάλματος εκεί όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο.

2.  Υπό το φως των ανωτέρω δεδομένων, αλλά και της νομολογίας, δεν ήταν δυνατό να χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari ή και prohibition.

3.  Ήταν εμφανές ότι προσφερόταν άλλο ένδικο μέσο εφόσον η διαδικασία ήταν σε εξέλιξη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, με αποτέλεσμα να δύνατο ο Γενικός Εισαγγελέας να προβάλει λόγους με την καταχώρηση σχετικής ένστασης, προς ακύρωση του [*2502]εντάλματος κατάσχεσης στα χέρια τρίτου.

4.  Από τη στιγμή που εντέλλεται ο Γενικός Εισαγγελέας, ως κατ’ ισχυρισμόν μεσεγγυούχος, να εμφανισθεί στο Δικαστήριο που εξέδωσε ένταλμα nisi, οφείλει να εμφανισθεί όπως κάθε άλλος διάδικος και βεβαίως να εγείρει όποια θέματα θεωρεί ορθό προς ακύρωση του εντάλματος, περιλαμβανομένου και του ισχυρισμού ότι δεν προηγήθηκε η συναίνεση του δυνάμει του Άρθρου 77 του Κεφ. 6.

5.  Δεν είχε καταδειχθεί εδώ ότι το προσφερόμενο μέσο της αμφισβήτησης της έκδοσης του εντάλματος πρωτοδίκως, έπρεπε να παρακαμφθεί ως μη επαρκές.

6.  Περαιτέρω, ουδόλως εξηγήθηκε ο λόγος της καθυστέρησης στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης. Η δε καθυστέρηση αποτελούσε ένδειξη  της ασάφειας από πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα ως προς το ορθό μέτρο που θα έπρεπε εξ αρχής να ακολουθήσει.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1999) 1 Α.Α.Δ. 711,

Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464,

Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298,

Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,

Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,

Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552,

Μικρός (1997) 1 Α.Α.Δ. 609,

Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853,

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109,

R. v. Herrod [1976] 1 All E.R. 273,

[*2503]Αναφορικά με την Αίτηση της Ε.Χ. (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1554,

Χρίστου (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2085.

Αίτηση.

Δ. Παπαμιλτιάδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.

Cur. adv. vult.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Επιδίωξη του Γενικού Εισαγγελέα είναι η λήψη άδειας προς μεταφορά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερ. 28.8.2012, στο Ανώτατο Δικαστήριο για έλεγχο και ενδεχόμενη ακύρωση με προνομιακό ένταλμα certiorari, αλλά και για απαγόρευση της συνέχισης της εκεί διαδικασίας, με προνομιακό ένταλμα prohibition.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε κατά την πιο πάνω ημερομηνία διάταγμα κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μετά από μονομερή αίτηση, ημερ. 28.8.2012, της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, η οποία είναι εξ αποφάσεως πιστωτής για το ποσό των €19.454 ευρώ πλέον τόκο προς 14½% ετήσια από 8.2.2011, πλέον έξοδα. Οι εξ αποφάσεως οφειλέτες είναι η εταιρεία Βάσος Βαρωσιώτης Λτδ (C60560), η οποία τελεί υπό εκκαθάριση, καθώς και ο Σόλων Χαραλάμπους.

Η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, ζήτησε με μονομερή αίτηση την έκδοση εντάλματος κατάσχεσης περιουσίας στα χέρια τρίτου για το ποσό των €24.227,74, πλέον τόκους, πλέον έξοδα, από τρεις μεσεγγυούχους, ήτοι, τον Δήμο Λάρνακας, τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τον Υπουργό Εσωτερικών διά του Επάρχου Λάρνακας. Η έκδοση του εντάλματος κατάσχεσης ζητήθηκε στη βάση του ότι δυνάμει πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν στον τύπο στις 18.8.2012, ο εξ αποφάσεως οφειλέτης Βάσος Βαρωσιώτης Λτδ, είχε να λαμβάνει αποζημιώσεις ύψους €250.000 προς αποκατάσταση της οικονομικής ζημιάς που προϋπολογίστηκε ότι η εταιρεία αυτή θα υποστεί από τη μη λειτουργία του εστιατορίου της για περίοδο 18 μηνών λόγω της αναδιαμόρφωσης και αναβάθμισης της οδού Πιαλέ Πασά στη Λάρνακα, εφόσον το εστιατόριο πρέπει να κατεδαφιστεί.

Ως ήδη ανεφέρθη, το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε το αιτηθέν ένταλμα κατάσχεσης το οποίο επηρεάζει, μεταξύ άλλων, και τον παρόντα αιτητή, Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποί[*2504]ος και επιδιώκει τώρα τη λήψη της άδειας με σκοπό την ακύρωση του διατάγματος τόσο όσον αφορά τον ίδιο, όσο και σε ό,τι αφορά το Υπουργείο Εσωτερικών, δηλαδή, τους μεσεγγυούχους 2 και 3, στο εκδοθέν ένταλμα. Ο λόγος που τίθεται προς ακύρωση (και βέβαια σ’ αυτό το στάδιο για λήψη άδειας), συναρτάται προς το γεγονός ότι δεν ζητήθηκε προηγουμένως η εκ του Άρθρου 77 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, προνοούμενη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, ιδιοκτησία στα χέρια ή στον έλεγχο δημόσιου λειτουργού, δεν υπόκειται σε κατάσχεση στα χέρια τρίτου εκτός και εάν προηγηθεί η συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Επομένως, υπό νομική πλάνη και με εμφανές το σφάλμα στα ίδια τα πρακτικά, προχώρησε, κατά την εισήγηση του αιτητή, το Επαρχιακό Δικαστήριο να εκδώσει το εν λόγω ένταλμα χωρίς να ικανοποιηθεί ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της νομοθεσίας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στις 24.10.2012, τέθηκαν δύο ζητήματα από αυτό το Δικαστήριο αναφορικά με την όλη διαδικασία και για τα οποία ζητήθηκε η άποψη της δικηγόρου της Δημοκρατίας. Το πρώτο αφορούσε την καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης, ενόψει του ότι το ένταλμα κατάσχεσης εκδόθηκε στις 28.8.2012, ενώ η αίτηση καταχωρήθηκε μόλις στις 19.10.2012, με πρώτη εμφάνιση στις 24.10.2012. Το δεύτερο, αφορούσε τη δυνατότητα της επιδίωξης ακύρωσης του εντάλματος μέσα από διαδικασία ένστασης στο ίδιο το Επαρχιακό Δικαστήριο που το εξέδωσε. Η κα Παπαμιλτιάδου, ζήτησε χρόνο προς καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, η οποία και καταχωρήθηκε στις 29.10.2012. Σε αυτήν επισυνάφθηκαν, όπως είχε ζητηθεί από το Δικαστήριο, τα τηρηθέντα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας πρακτικά, σε σχέση με την όλη διαδικασία.

Κατά την επόμενη συζήτηση, η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι είναι κατάλληλη η περίπτωση για χορήγηση άδειας, αφενός διότι  η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα δεν εξασφαλίστηκε πριν από την έκδοση του εντάλματος κατάσχεσης και, αφετέρου, διότι η διαδικασία προνομιακού εντάλματος προσφέρεται στη βάση του σκεπτικού της απόφασης στην Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1999) 1 Α.Α.Δ. 711, σύμφωνα με την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας δεν υπέχει το ρόλο διαδίκου, δεδομένου ότι με βάση το Άρθρο 77 του Κεφ. 6, ενεργεί έξω από αυτή και επομένως, κατά την εισήγηση, «….. δεν θα πρέπει να αφεθεί να αναζητήσει την αποκατάσταση της τάξης στα πλαίσια της διαδικασίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο ως διάδικος.».

[*2505]Οι εμφανίσεις του Γενικού Εισαγγελέα στο Επαρχιακό Δικαστήριο στα πλαίσια της εκεί διαδικασίας δεν θα πρέπει, κατά τη συνήγορο, να θεωρηθούν ότι εξομοιώνονται με την προώθηση παράλληλων ένδικων μέσων, διότι δεν κατεχωρήθη εκεί ένσταση, ούτε ολοκληρώθηκε η ακροαματική διαδικασία. Η όποια εμπλοκή του Γενικού Εισαγγελέα ήταν αναγκαστική, εφόσον του επεδόθη επιστρεπτέο διάταγμα για εμφάνιση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκλείεται από του να προωθήσει το μόνο ορθό ένδικο μέσο, αυτό της αίτησης για άδεια προς καταχώρηση προνομιακού εντάλματος.

Είναι γνωστό ότι όλα τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ’ εξαίρεση εφόσον αποτελούν προνόμιο και αντλούν την υπόσταση τους από το κατάλοιπο της εξουσίας για έλεγχο των κατωτέρων Δικαστηρίων, εκεί όπου από το πρακτικό της σχετικής απόφασης διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Τα προνομιακά εντάλματα δεν έχουν σκοπό να υποκαταστήσουν το ένδικο μέσο της έφεσης, (Αναφορικά με την αίτηση της Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).  Περαιτέρω, ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα (δέστε σχετικά τις υποθέσεις Αναφορικά με τον Genaro Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965 και Σ. Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552.). Η πάροδος δε μεγάλου χρονικού διαστήματος ή η ύπαρξη αλλότριου σκοπού στην επιδίωξη λήψης άδειας, αποτελούν πρόσθετους λόγους για μη χορήγηση της άδειας (δέστε Αναφορικά με την Αίτηση Νικήτα Μικρού για Certiorari (1997) 1 Α.Α.Δ. 609).

Ακόμη και σε θέματα ελέγχου της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου, που αποτελούν κατ’ εξοχήν λόγο χορήγησης άδειας, θα πρέπει να καταδειχθεί ότι η ύπαρξη άλλου προσφερόμενου ένδικου μέσου δεν επαρκεί υπό τις περιστάσεις για να χορηγηθεί, κατ’ εξαίρεση, η άδεια ή για να εκδοθεί ένταλμα certiorari. Έχει αναφερθεί στην υπόθεση Αναφορικά με τις Αιτήσεις της Αυγής Ι. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853 και στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) για έκδοση Certiorari (1995) 1 Α.Α.Δ. 109, ότι σε πολύ σπάνιες και εξαιρετικές περιστάσεις θα δοθεί άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος ή θα χορηγηθεί η έκδοση [*2506]τέτοιου εντάλματος εκεί όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο.

Υπό το φως των ανωτέρω δεδομένων, αλλά και της νομολογίας, δεν είναι δυνατό να χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari ή και prohibition. Τούτο διότι είναι εμφανές ότι προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο εφόσον η διαδικασία είναι σε εξέλιξη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, με αποτέλεσμα να δύναται ο Γενικός Εισαγγελέας να προβάλει λόγους με την καταχώρηση σχετικής ένστασης, προς ακύρωση του εντάλματος κατάσχεσης στα χέρια τρίτου.

Από τα πρακτικά που έχουν επισυναφθεί στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση, παρατηρείται ότι στις 3.9.2012, δικηγόρος της Δημοκρατίας εμφανίσθηκε στη διαδικασία κατά το επιστρεπτέο στάδιο του εντάλματος κατάσχεσης και ζήτησε χρόνο για καταχώρηση ένστασης. Το Επαρχιακό Δικαστήριο όρισε στη συνέχεια την υπόθεση για τις 17.9.2012, με οδηγίες να καταχωρηθούν ενστάσεις  μέχρι τότε, του εντάλματος κατάσχεσης παραμένοντος σε ισχύ.  Κατά την επόμενη εμφάνιση στις 17.9.2012, η τοποθέτηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας ήταν ότι «υπήρχαν θέματα για ένσταση», αλλά δεν είχαν ληφθεί ακόμη τα πραγματικά γεγονότα από το αρμόδιο Υπουργείο. Η αίτηση αναβλήθηκε και πάλι για τις 8.10.2012, με οδηγίες να καταχωρηθεί ένσταση μέχρι τότε. Μόνο κατά την εμφάνιση της 8.10.2012, εμφανισθείσα τώρα η κα Παπαμιλτιάδου, πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι προωθήθηκαν μέτρα για certiorari διότι αυτό το μέτρο, κατά την άποψη της Δημοκρατίας, επέβαλλε η φύση της υπόθεσης. Στη συνέχεια, όμως, στο ίδιο πρακτικό δήλωσε ότι ζητούσε μια ημερομηνία για καταχώρηση ένστασης. Το ίδιο ζήτησαν και οι υπόλοιποι συνήγοροι, το δε Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 10.12.2012, με νέες οδηγίες όπως οι ενστάσεις καταχωρηθούν μέχρι τις 20.11.2012.

Η κα Παπαμιλτιάδου κατά την εδώ αγόρευση της, εξήγησε ότι στη διαδικασία μελέτης της υπόθεσης εντόπισε την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) – πιο πάνω – η οποία, κατά την άποψη της, καθορίζει ότι η ορθή διαδικασία όταν δεν έχει ληφθεί συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα με βάση το Άρθρο 77, είναι η προώθηση προνομιακού εντάλματος. Ο Γενικός Εισαγγελέας, κατά την άποψη της δικηγόρου, δεν θα πρέπει να αφεθεί να εμπλακεί στη διαδικασία στο Επαρχιακό Δικαστήριο διότι δεν πρέπει καν να είναι διάδικος σε τέτοια υπόθεση.

Με κάθε σεβασμό προς την άποψη που διατυπώθηκε στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) – πιο πάνω –, από τη στιγμή που [*2507]εντέλλεται ο Γενικός Εισαγγελέας, ως κατ’ ισχυρισμόν μεσεγγυούχος, να εμφανισθεί στο Δικαστήριο που εξέδωσε ένταλμα nisi,  οφείλει να εμφανισθεί όπως κάθε άλλος διάδικος και βεβαίως να εγείρει όποια θέματα θεωρεί ορθό προς ακύρωση του εντάλματος, περιλαμβανομένου και του ισχυρισμού ότι δεν προηγήθηκε η συναίνεση του δυνάμει του Άρθρου 77 του Κεφ. 6. Η διαδικασία μεσεγγύησης δύναται να απευθυνθεί σε οιονδήποτε μεσεγγυούχο,  πρόσωπο δηλαδή, που κρατεί στα χέρια του χρήματα προς όφελος εξ αποφάσεως οφειλέτη-εναγομένου, τα οποία και ζητά ο εξ αποφάσεως πιστωτής-ενάγων, να αποδοθούν σ’ αυτόν και περιλαμβάνει όταν, κατ’ ισχυρισμόν, μεσεγγυούχος είναι υπηρεσία του κράτους ή δημόσιος λειτουργός, τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Το Άρθρο 77, που περιλαμβάνεται στο Μέρος VII του Κεφ. 6, που καλύπτει τη διαδικασία κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, δεν καθιστά μη διάδικο τον Γενικό Εισαγγελέα, αλλά ρυθμίζει τη διαδικασία κατάσχεσης χρημάτων όταν αυτά βρίσκονται στα χέρια δημοσίων λειτουργών για την οποία κατάσχεση χρειάζεται η συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα. Αν η συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα παρασχεθεί και μεταφερθεί αυτή η συναίνεση στο Δικαστήριο με τη μονομερή αίτηση που υποβάλλεται για έκδοση του σχετικού εντάλματος, τότε βέβαια δεν τίθεται θέμα οποιασδήποτε ένστασης στο στάδιο του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Αν, όμως, ο Γενικός Εισαγγελέας δεν συναινεί στην έκδοση του εντάλματος κατάσχεσης σε τελική βεβαίως μορφή, τότε θα πρέπει ως αναγκαστικά εμπλεκόμενος διάδικος, να εμφανισθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο και να εξηγήσει ότι εφόσον δεν έχει εκ των προτέρων συναινέσει, τότε θα πρέπει να ακυρωθεί το εκδοθέν ένταλμα nisi.

Κρίνεται, σε αντίθεση με το σκεπτικό της Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) – ανωτέρω –, ότι δεν μπορεί αιτητής να αποκλεισθεί εντελώς από τη διεκδίκηση νόμιμης αξίωσης για απόδοση σ’ αυτόν ποσού που κατά μεσεγγύηση κρατείται από τρίτο προς όφελος εξ αποφάσεως οφειλέτη εναντίον του οποίου ο αιτητής έχει υπέρ του δικαστική απόφαση. Το στάδιο της έκδοσης εντάλματος κατάσχεσης τύπου nisi, δηλαδή προκαταρκτικού, προσφέρεται για αυτόν ακριβώς το σκοπό. Προς αυτή την ερμηνεία συντείνει και η πρόνοια του Άρθρου 81 του Κεφ. 6, που ακολουθεί και το οποίο παρέχει το δικαίωμα στο Δικαστήριο να αναστείλει τη διαδικασία σε οποιαδήποτε αγωγή η οποία άρχισε εναντίον οποιουδήποτε προσώπου αναφορικά με κατασχεθείσα περιουσία, υπό τέτοιους όρους ως το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει πρέπον.

Ακριβώς η δυνατότητα εμφάνισης του Γενικού Εισαγγελέα [*2508]στην πρωτόδικη διαδικασία, όπως και έπραξε, δίνει την ευκαιρία σ’ αυτόν να αμφισβητήσει τη νόμιμη έκδοση του εντάλματος σ’ ό,τι αφορά τον ίδιο και σαφώς με τον τρόπο αυτό προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, ώστε να αποκλείεται η θεραπεία μέσω προνομιακού  εντάλματος. Και δεν είναι δυνατόν για τον Γενικό Εισαγγελέα από τη μια να εμφανίζεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο ζητώντας χρόνο για καταχώρηση ένστασης και από την άλλη να επιδιώκει τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος. Δεν έχει λοιπόν καταδειχθεί εδώ ότι το προσφερόμενο μέσο της αμφισβήτησης της έκδοσης του εντάλματος πρωτοδίκως, πρέπει να παρακαμφθεί ως μη επαρκές.

Πρέπει να υποδειχθεί επίσης ότι στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση ουδόλως εξηγείται ο λόγος της καθυστέρησης στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης. Όταν μάλιστα ευθέως αναφέρεται στην παρ. 5 της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης ότι το ένταλμα κατάσχεσης επεδόθη στο Υπουργείο Εσωτερικών στις 28.8.2012 και στο Γενικό Εισαγγελέα στις 30.8.2012. Ο χρόνος ενέχει τη δική του σημασία εφόσον ακόμη και όταν η αίτηση καταχωρείται εντός της προνοούμενης στην Αγγλία περίοδο των τριών μηνών, (δέστε το σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» σελ. 68-70, παρ. 2-40-2.42), αυτή υπόκειται στο γενικότερο κανόνα ότι η επιδιωκόμενη θεραπεία εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου (R. v. Herrod [1976] 1 All E.R. 273 και Αναφορικά με την Αίτηση της Ε.Χ. (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1554, η οποία και επικυρώθηκε κατ’ έφεση με την Χρίστου (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2085, χωρίς όμως να εξεταστεί το ζήτημα του χρόνου).

Περαιτέρω, η καθυστέρηση αποτελεί ένδειξη της ασάφειας από πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα ως προς το ορθό μέτρο που θα έπρεπε εξ αρχής να ακολουθήσει. Αυτό υπό το φως της πάγιας νομολογίας ότι προνομιακά εντάλματα εκδίδονται ή πρέπει να εκδίδονται με εξαιρετική φειδώ, ως κατ’ εξοχήν θεραπεία που δεν είναι δικαιωματική, αλλά, αντίθετα, προνομιακή.

Η αίτηση απορρίπτεται.

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο