Γαληνιώτης Ελευθέριος ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2012) 1 ΑΑΔ 2572

(2012) 1 ΑΑΔ 2572

[*2572]22 Νοεμβρίου, 2012

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΓΑΛΗΝΙΩΤΗΣ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2009)

 

Αστικά Αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αγωγή για ισχυριζόμενη δυσφήμηση αναφορικά με δημοσίευμα το οποίο αποτελούσε αναφορά περί του τι διημείφθη σε δικαστική διαδικασία προσωποκράτησης υπόπτου.

Αστικά Αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Απόλυτο προνόμιο ― Έχει αναγνωριστεί ως αναγκαία υπεράσπιση για λόγους δημόσιας πολιτικής, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ελευθερία του λόγου έχοντας υπόψη ότι τα Δικαστήρια στελεχώνονται από άτομα, ο έντιμος χαρακτήρας των οποίων δεν θα θέσει σε κίνδυνο ή κατάχρηση αυτό το προνόμιο.

Αστικά Αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Απόλυτο προνόμιο ― Δημοσιεύσεις περί δικαστικών διαδικασιών ― Κατά το Κοινοδίκαιο πιθανόν να εντάσσονται και στην κατηγορία του περιορισμένου προνομίου, οι δικαστικές δε αυτές διαδικασίες είναι διάφορες ή έχουν διευρυμένη έκταση από αυτές που ελκύουν το απόλυτο προνόμιο.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε αγωγή που είχε εγείρει ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου εναντίον των εφεσιβλήτων, αξιώνοντας γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις για δυσφήμιση και/ή λίβελο και/ή συκοφαντία και/ή για ψευδείς και/ή ανακριβείς ειδήσεις ή δημοσίευμα σε βάρος του.

Το επίδικο δημοσίευμα μεταδόθηκε από τους εφεσίβλητους στα πλαίσια του κύριου δελτίου ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού ΡΙΚ 1, του οποίου ήταν ιδιοκτήτες και τον οποίο λειτουργούσαν.

[*2573]Συγκεκριμένα, το όνομα του εφεσείοντα αναφέρθηκε στο επίδικο δημοσίευμα να εμπλέκεται σε υπόθεση πλαστογραφίας και πώλησης με πλαστά πληρεξούσια έγγραφα 15 τεμαχίων γης την οποία διερευνούσε η αστυνομία.

Στο πλαίσιο των ερευνών ο εφεσείων είχε, μαζί με ένα άλλο πρόσωπο που θεωρήθηκε επίσης ύποπτο, τεθεί υπό κράτηση κατόπιν έκδοσης σχετικού διατάγματος προσωποκράτησης.

 

Ο εφεσείων ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο 56 ετών και ασκούσε την εργασία του πιστοποιούντος υπαλλήλου. Παράλληλα ασκούσε το επάγγελμα του συμβούλου επί κτηματολογικών διαδικασιών.

Τελικώς διώχθηκε μόνο το άλλο πρόσωπο  που είχε επίσης θεωρηθεί ύποπτο και όχι  ο εφεσείων.

Ήταν η θέση του εφεσείοντα πρωτοδίκως ότι με το επίδικο δημοσίευμα οι εφεσίβλητοι σκόπευαν να τον βλάψουν επαγγελματικά και κοινωνικά και να πλήξουν σοβαρά τη φήμη, το ήθος και την υπόληψη του, εφόσον με αυτό μπορούσε να εκληφθεί ως εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου και πλαστογράφος.

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε μεταξύ άλλων την υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου και της αλήθειας, οι οποίες προβλήθηκαν από τους εφεσιβλήτους.

Κατέληξε ότι το επίδικο δημοσίευμα αποτελούσε σύνοψη των όσων ανέφερε ο εξεταστής της υπόθεσης κατά την διαδικασία προσωποκράτησης των δυο υπόπτων.

Ήταν ακόμα πρόδηλο, ότι στο δημοσίευμα δεν γινόταν αναφορά ότι κατηγορήθηκε ο ενάγοντας για τα διερευνώμενα αδικήματα όπως και ο ίδιος επανειλημμένα ανέφερε κατά την μαρτυρία του.

Έκρινε δε περαιτέρω ότι δεν ήταν ορθή η εισήγηση ότι το με δημοσίευμα καταστρατηγείτο το τεκμήριο της αθωότητας καθότι δεν αποδόθηκε ενοχή στον ενάγοντα, δεδομένου ότι ήταν σαφές από αυτό ότι η Αστυνομία διερευνούσε την υπόθεση.

Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, ακόμη και αν μπορούσε να θεωρηθεί δυσφημιστικό, αποτελούσε ακριβοδίκαιη και ακριβή αλλά και σύγχρονη αναφορά των λεχθέντων ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την διαδικασία προσωποκράτησης εναντίον του ενάγοντα που διεξήχθη κατά την ίδια ημέρα. Συνακόλουθα το πρωτόδικο Δικαστήριο [*2574]αποφάσισε ότι είχε επιτύχει η υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου και η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Δεν ήταν ορθό το εύρημα περί ακριβοδίκαιης και ακριβούς αναφορά των λεχθέντων και η επιτυχία της υπεράσπισης του απόλυτου προνομίου αποτελούσε λανθασμένη αξιολόγηση του τεθέντος μαρτυρικού υλικού.

β) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε εύρημα αναφορικά με το κατά πόσον το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό ή όχι.

γ)  Ήταν εσφαλμένη  λανθασμένη η κατάληξη ότι με το δημοσίευμα δεν καταστρατηγήθηκε το τεκμήριο της αθωότητας του εφεσείοντα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η απόφαση κρίνεται στο σύνολο της και όχι αποσπασματικά. Όντως το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε εύρημα κατά πόσο το επίδικο δημοσίευμα ήταν ή όχι δυσφημιστικό.

2.  Έχοντας διαπιστώσει τη συγκεκριμένη παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου η εισήγηση για επανεκδίκαση της υπόθεσης, δεν μπορούσε να γίνει δεκτή.

3.  Στην υπό κρίση υπόθεση το επίδικο δημοσίευμα ήταν ενώπιον του Εφετείου και το κατά πόσο ήταν δυσφημιστικού ή όχι περιεχομένου μπορούσε να κριθεί από το Εφετείο, καθότι δεν παρίστατο προς τούτο οποιαδήποτε αξιολόγηση μαρτυρίας.

4.  Επρόκειτο για δημοσίευμα δυσφημιστικού για τον εφεσείοντα περιεχομένου, εφόσον  απέδιδε στον τελευταίο τη διάπραξη αδικημάτων τα οποία έτειναν να τον επηρεάσουν στην υπόληψη του ως επαγγελματία και ως άνθρωπο.

5.  Ήταν ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι  το επίδικο δημοσίευμα αποτελούσε ακριβοδίκαιη, ακριβή αλλά και σύγχρονη αναφορά των λεχθέντων ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου στα πλαίσια της διαδικασίας προσωποκράτησης του εφεσείοντα, η οποία έλαβε χώραν το πρωΐ της ίδιας μέρας.

6.  Επομένως, ήταν ορθή η κρίση ότι στην παρούσα περίπτωση ετύγχανε εφαρμογής η υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου.

[*2575]7.    Με το επίδικο δημοσίευμα ουδόλως αποδιδόταν ενοχή στον εφεσείοντα για τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Αντίθετα, εκείνο που με ασφάλεια προέκυπτε ήταν πως η αστυνομία στα πλαίσια διερεύνησης της σχετικής καταγγελίας συνέλεγε μαρτυρία, η δε μαρτυρία του ανακριτή αφορούσε στη μαρτυρία που είχε ήδη εξασφαλιστεί από την αστυνομία.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κουτσού ν. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ. κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1198,

Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ. ν. Παπαευσταθίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 856,

Barford v. Denmark, App. No. 11508/85, Ser. A. Vol. 149 (1991) 13 E.H.R.R. 493,

Εταιρεία Δημοσιογράφων Χ.Λ.Σ Λτδ. κ.ά. ν. Χρ. (Τάκη) Φιλίππου άλλως Φαλκονέττι (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 958,

Τραγγόλα ν. Παπαλεοντίου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1009,

Θεοδώρου ν. Χρ. Αντωνίου Ξυλουργικές Εργασίες Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1492,

Γαληνιώτης ν. Εκδοτικού Οίκου Δίας Λτδ κ.ά. (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 474.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Καουτζάνη, Α.Ε.Δ.) (Αγωγή Αρ. 11624/03), ημερομηνίας 19/12/2008.

Γ. Παπαθεοδώρου, για τον Εφεσείοντα.

Π. Πολυβίου, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι [*2576]απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (η εκκαλούμενη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή την οποία ήγειρε ο εφεσείων εναντίον των εφεσιβλήτων, αξιώνοντας γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις για δυσφήμιση και/ή λίβελο και/ή συκοφαντία και/ή για ψευδείς και/ή ανακριβείς ειδήσεις ή δημοσίευμα σε βάρος του, που οι εφεσίβλητοι δημοσίευσαν και/ή μετέδωσαν κακόβουλα και/ή εσφαλμένα στις 14/3/2003 το βράδυ, στα πλαίσια του κύριου δελτίου ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού ΡΙΚ 1, του οποίου ήταν ιδιοκτήτες και τον οποίο λειτουργούσαν. Παράλληλα ο εφεσείων επεδίωκε την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος με το οποίο να παρεμποδίζονταν οι εφεσίβλητοι από του να τον δυσφημούν.

Παραθέτουμε αυτούσιο το επίμαχο δημοσίευμα όπως αυτό μεταδόθηκε από την τηλεόραση των εφεσιβλήτων το συγκεκριμένο βράδυ:

“Νέα υπόθεση πλαστογραφίας και πώλησης με πλαστά πληρεξούσια έγγραφα 15 τεμαχίων γης διερευνά η αστυνομία.

Υπό κράτηση τέθησαν δύο άτομα.

Νέα υπόθεση πλαστογραφίας κατάγγειλε στην αστυνομία ο Χαράλαμπος Κύπρου ο οποίος είχε ορισθεί διαχειριστής της περιουσίας της μητέρας του Ελέγκως μετά τον θάνατό της το 1994. Είχε ανακαλύψει ότι άγνωστοι πλαστογράφησαν την υπογραφή της από το 1984 μέχρι το 1987 σε 14 πληρεξούσια έγγραφα που αφορούσαν ακίνητη περιουσία. Τα ακίνητα βρίσκονταν στα χωριά Κόρνο, Δάλι, Πυργά, Σιά και Πέρα Χωρίο και ανήκουν κατά 1/6 στην Ελέγκω.

Για την υπόθεση τέθησαν ήδη υπό εξαήμερη κράτηση ο Χριστάκης Γεωργίου 58 χρόνων από την Μοσφιλωτή και ο Ελευθέριος Γαλινιώτης 56 χρόνων από το Τσέρι. Αντιμετωπίζουν μεταξύ άλλων κατηγορίες απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και απάτης κατά την πώληση περιουσίας.

Από μαρτυρία προκύπτει ότι οι δύο ύποπτοι εν γνώση τους ότι η Ελέγκω ουδέποτε υπόγραψε τα έγγραφα προχώρησαν και πώλησαν 15 τεμάχια η αξία των οποίων ανερχόταν σε £26.400.- στην περίοδο που αναφέρεται να διαπράχθησαν τα αδικήματα.

Σύμφωνα με την Αστυνομία στην κατάθεσή του ο Γεωργίου παραδέχθηκε ότι πλαστογράφησε την υπογραφή της.”

[*2577]Έχοντας παραθέσει το επίμαχο δημοσίευμα, στρεφόμαστε στον εφεσείοντα και στη θέση που πρόβαλε στα δικόγραφα του και προώθησε κατά την πρωτόδικη διαδικασία, όπως και στα γεγονότα, γενικά, που περιβάλλουν τα επίδικα θέματα και τα οποία στην ουσία δεν αμφισβητούνται, όπως αυτά προκύπτουν από την αποδεκτή μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Ο εφεσείων ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο 56 ετών και ασκούσε την εργασία του πιστοποιούντος υπαλλήλου. Παράλληλα ασκούσε το επάγγελμα του συμβούλου επί κτηματολογικών διαδικασιών και αναλάμβανε τη διεκπεραίωση υποθέσεων που αφορούσαν αγορά, μεταβίβαση και υποθήκευση ακίνητης περιουσίας, όπως και άλλες συναφείς εργασίες.

Στα πλαίσια διερεύνησης υποθέσεων πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, απάτης κατά την πώληση περιουσίας, εξασφάλισης εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις και δόλιας διάθεσης περιουσίας από επίτροπο εμπιστεύματος, οι οποίες προέκυψαν κατόπιν σχετικής καταγγελίας που υποβλήθηκε από τον υιό της Ελέγκως Χωματένου στην αστυνομία, μετά το θάνατο της τελευταίας, συνελήφθη ο εφεσείων και ακόμα ένα πρόσωπο, ο Χριστάκης Γεωργίου. 

Ο εφεσείων συνελήφθη στις 13/3/2003 δυνάμει δικαστικού εντάλματος και μαζί με τον Χριστάκη Γεωργίου, του οποίου η σύλληψη είχε προηγηθεί, παρουσιάστηκαν από την αστυνομία στο Δικαστήριο όπου και ζητήθηκε διάταγμα προσωποκράτησης τους. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης, που δόθηκε στα πλαίσια της διαδικασίας προσωποκράτησης, οι διερευνώμενες πλαστογραφίες αφορούσαν την υπογραφή της Ελέγκως Χωματένου σε 13 πληρεξούσια έγγραφα που εντοπίστηκαν σε φακέλους του Κτηματολογίου, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για σκοπούς μεταβίβασης αριθμού ακινήτων, των οποίων νόμιμη ιδιοκτήτρια ήταν η Χωματένου. Η γνησιότητα της υπογραφής της φερόμενης ως πληρεξουσιοδότησης στα 13 πληρεξούσια, πιστοποιήθηκε από τον εφεσείοντα, ο οποίος στα πλαίσια θεληματικής κατάθεσης που είχε δώσει στην αστυνομία, εκτός από την πιστοποίηση των υπογραφών της εφεσείουσας παραδέχθηκε επίσης ότι η Χωματένου δεν υπέγραψε τα έγγραφα στην παρουσία του. Σύμφωνα πάντα με τον εξεταστή της υπόθεσης, ο Χριστάκης Γεωργίου, επίσης στα πλαίσια θεληματικής κατάθεσης που έδωσε στην αστυνομία, παραδέχθηκε ότι πλαστογράφησε την υπογραφή της Χωματένου ο ίδιος και ότι αυτός ήταν και το πρόσωπο που είσπραξε τα χρήματα από τις πωλήσεις των κτημάτων. Στη βάση [*2578]των 13 πληρεξουσίων οι δύο τότε ύποπτοι προχώρησαν, σύμφωνα με τον εξεταστή της υπόθεσης, στην πώληση 15 τεμαχίων συνολικής αξίας Λ.Κ.26.400.

Για σκοπούς συμπλήρωσης της εικόνας που αναδύεται μέσα από τα γεγονότα θα πρέπει να λεχθεί ότι εναντίον του εφεσείοντα και του Χριστάκη Γεωργίου εξεδόθη τελικά διάταγμα προσωποκράτησης 6 ημερών, ενώ ποινικά διώχθηκε τελικά ο Γεωργίου, όχι όμως ο εφεσείων.

Για μεν τον εφεσείοντα κατέθεσε κατά την πρωτόδικη διαδικασία μόνο ο ίδιος, ενώ οι εφεσίβλητοι επέλεξαν να μην καλέσουν μάρτυρες.

Ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι με το επίδικο δημοσίευμα οι εφεσίβλητοι σκόπευαν να τον βλάψουν επαγγελματικά και κοινωνικά και να πλήξουν σοβαρά τη φήμη, το ήθος και την υπόληψη του, εφόσον με αυτό μπορούσε να εκληφθεί ως εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου και πλαστογράφος. Οι αναφορές στο δημοσίευμα ότι αυτός γνώριζε ότι η Χωματένου ουδέποτε υπέγραψε τα πληρεξούσια έγγραφα ήταν ψευδείς και κακόβουλες, όπως ψευδείς και κακόβουλες ήταν και οι αναφορές ότι αυτός πώλησε 15 τεμάχια γης αξίας Λ.Κ.26.400. Ήταν επίσης η θέση του ότι συνεπεία των πράξεων και ενεργειών των εφεσιβλήτων τέθηκε σε κοινή περιφρόνηση, αποστροφή, δημόσια απέχθεια και δημόσιο σκάνδαλο, ενώ ο διορισμός του ως πιστοποιούντος υπαλλήλου ανακλήθηκε στις 7/1/2004 και δεν αποκαταστάθηκε παρά μόνο στις 5/10/2004.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού συνόψισε την ενώπιον του μαρτυρία, στη συνέχεια και με αναφορά σε νομολογία (βλ. Κουτσού ν. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ. κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1198, Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ. ν. Παπαευσταθίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 856, Barford v. Denmark, App. No. 11508/85, Ser. A. Vol. 149 (1991) 13 E.H.R.R. 493, παρ. 29), ασχολήθηκε με τη νομική πτυχή του θέματος και συγκεκριμένα με τη νομική πτυχή της έννοιας της δυσφήμισης, όπως αυτή απαντάται στο σχετικό Νόμο (βλ. Άρθρα 17-24 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148). Ακολούθως και με αναφορά σε νομολογία και συγγράμματα (βλ. Εταιρεία Δημοσιογράφων Χ.Λ.Σ Λτδ. κ.ά. ν. Χρ. (Τάκη) Φιλίππου άλλως Φαλκονέττι (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 958 και Gatley on Libel and Slander, 8η Έκδοση, παρ. 604-605, σελ. 257-258 και παρ. 705 επ. σελ. 297 επ., όπως και στην 9η έκδοση του ιδίου συγγράμματος παρ. 13.13 σελ. 312) το πρωτόδικο δικαστήριο καταπιάνεται με το νομικό πλαίσιο που διέπει την υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου (Άρθρο 20(1)(ζ) του Κεφ. 148)* και της αλήθειας (Άρθρο 19(α) του ιδίου Κεφαλαίου)**, οι οποίες προβλήθηκαν από τους εφεσιβλήτους.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού στη συνέχεια αξιολογεί τη μαρτυρία και καταλήγει σε διαπιστώσεις τις οποίες και παραθέτει, ακολούθως απορρίπτει την αγωγή με έξοδα. Ενόψει των λόγων έφεσης και των αντίστοιχων θέσεων που προβάλλονται στα πλαίσια τους, όπως και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο τόσο το σκεπτικό με βάση το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, όσο και τους λόγους έφεσης μαζί με την αιτιολογία τους.

Παραθέτουμε το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου:

“Όπως διαφαίνεται στο επίδικο δημοσίευμα που παρατέθηκε αυτούσιο στις σελίδες 2 και 3 της παρούσας απόφασης, αυτό αποτελεί σύνοψη των όσων ανέφερε ο εξεταστής της υπόθεσης κατά την διαδικασία προσωποκράτησης των δυο υπόπτων, βάσει του Τεκμηρίου 1, που διεξήχθη σε δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου. Αυτό συνάγεται από την απλή αντιπαραβολή των δυο κειμένων. Η θέση του ενάγοντα κατά την αντεξέταση του ότι δεν είναι η πραγματικότητα όσα λέχθηκαν από την Αστυνομία προφανώς δεν αφορά το περιεχόμενο του επίδικου δημοσιεύματος αλλά κατά την δική του αντίληψη τους ισχυρισμούς που τέθηκαν από τον ανακριτή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την διαδικασία της προσωποκράτησης και αφορούν τον ίδιο. Είναι πρόδηλο, επίσης, ότι στο δημοσίευμα δεν γίνε[*2580]ται αναφορά ότι κατηγορήθηκε ο ενάγοντας για τα διερευνώμενα αδικήματα όπως και ο ίδιος επανειλημμένα ανέφερε κατά την μαρτυρία του. Αναφέρθηκε όμως σαφώς ότι ο ενάγοντας τέθηκε υπό κράτηση, όπως και ο Χριστάκης Γεωργίου, ο οποίος παραδέχθηκε ότι πλαστογράφησε την υπογραφή της Ελέγκως. Στο υπό κρίση δημοσίευμα αναφέρθηκε ξεκάθαρα ότι ο ενάγοντας ήταν ύποπτος σε σχέση με τα διερευνώμενα αδικήματα και δεν μπορούσε να δημιουργηθεί οποιαδήποτε άλλη εντύπωση στο συνηθισμένο άνθρωπο, όπως εισηγήθηκε ο κ. Παπαθεοδώρου. Δεν θα συμφωνήσω, ακόμη, με την εισήγηση του κ. Παπαθεοδώρου ότι με το επίδικο δημοσίευμα καταστρατηγείται το τεκμήριο της αθωότητας καθότι δεν αποδόθηκε ενοχή στον ενάγοντα δεδομένου ότι ήταν σαφές από αυτό ότι η Αστυνομία διερευνούσε την υπόθεση συλλέγοντας μαρτυρία κατόπιν της καταγγελίας του γιου της Ελέγκως, ο δε ανακριτής είχε αναφερθεί στην υπάρχουσα μαρτυρία, όπως και στο δημοσίευμα αναφέρθηκε. Συνεπώς και με δεδομένο ότι ο ενάγοντας έχει αποδεχθεί ότι διεξήχθη η διαδικασία προσωποκράτησης εναντίον του και ό,τι ελέχθη σ’ αυτήν περιλαμβάνεται στο Τεκμήριο 1, οι ισχυρισμοί του ότι το επίδικο δημοσίευμα περιείχε ψευδείς και ή κακόβουλες ή κακή τη πίστει αναφορές των εναγομένων με πρόθεση να τον βλάψουν επαγγελματικά και κοινωνικά δεν μπορούν να ευσταθήσουν. Η ιδιότητα των εναγομένων ως λειτουργούντων τηλεοπτικό σταθμό με μεγάλη ακροαματικότητα στην Κύπρο και στο εξωτερικό και η μετάδοση από αυτούς ειδήσεων δημοσίου ενδιαφέροντος είναι αναμφισβήτητη. Την ιδιαίτερη δε σημασία των εγγράφων που λόγω των καθηκόντων του ο ενάγοντας πιστοποιούσε, την δέχθηκε και ο ίδιος συμφωνώντας ότι ο πιστοποιών υπάλληλος πρέπει να είναι έντιμος και προσεκτικός εφόσον πιστοποιεί υπογραφές σε έγγραφα που σχετίζονται με ζητήματα μεγάλης σημασίας και ειδικότερα αγοραπωλησίες γης που αφορούν αρκετά χρήματα.

Αναμφίβολα, όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, το επίδικο δημοσίευμα, ακόμη και αν μπορούσε να θεωρηθεί δυσφημιστικό, αποτελούσε ακριβοδίκαιη και ακριβή αλλά και σύγχρονη αναφορά των λεχθέντων ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την διαδικασία προσωποκράτησης εναντίον του ενάγοντα που διεξήχθη κατά την ίδια ημέρα. Συνεπώς η υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου επιτυγχάνει και η αγωγή πρέπει να απορριφθεί συνεπεία αυτού.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης του Δικαστηρίου δεν τίθεται θέμα εξέτασης της απαίτησης αποζημιώσεων του ενάγοντα ούτε και θα μπορούσε να κριθεί θέμα βλάβης του ενάγοντα υπό [*2581]τα προαναφερθέντα δεδομένα. Επισημαίνεται σ’ αυτό το σημείο ότι όπως περιήλθε σε γνώση του Δικαστηρίου από τις δικαστικές αποφάσεις, στις οποίες παρέπεμψε η κα Πολυβίου, είχαν γίνει και άλλα παρόμοια δημοσιεύματα για τα οποία ο ενάγοντας κατεχώρησε αγωγές, γεγονός που δεν αποκάλυψε κατά την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης. Αποδυναμώνεται ως εκ τούτου η θέση του ενάγοντα για βλάβη και ζημιές που υπέστη από την επίδικη δημοσίευση του ΡΙΚ, όπως ισχυρίστηκε, ενόσω μάλιστα είναι πρόδηλο ότι διετέλεσε κρατούμενος συνεπεία της έκδοσης του διατάγματος προσωποκράτησης και όχι λόγω του υπό κρίση δημοσιεύματος.”

Λόγοι έφεσης μαζί με την αιτιολογία τους:

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 1

Η απόφαση, εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία προέβη στην απόρριψη της αγωγής και την άρνηση ή παράλειψή του όπως επιδικάσει αποζημιώσεις υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον των Εφεσιβλήτων – Εναγομένων επί το ότι το επίδικο δημοσίευμα το οποίο μεταδόθηκε στις 13.3.2003 στο κύριο δελτίο ειδήσεων της τηλεόρασης του προγράμματος ΡΙΚ 1 περί τις 8.15 μ.μ. στο εξής «ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ» αποτελούσε ακριβοδίκαιη και ακριβή αναφορά των λεχθέντων ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεχόμενο ότι η υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου επιτυγχάνει, δεν είναι ορθό και αποτελεί λανθασμένη αξιολόγηση του ενώπιόν του τεθέντος μαρτυρικού υλικού.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

α.  Το Δικαστήριο λανθασμένα δεν κατέληξε ούτε προέβη σε εύρημα ή συμπέρασμα ότι το «ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ» ήταν δυσφημιστικό για τον Ενάγοντα λόγω του ότι απέδιδε στον Ενάγοντα εγκληματικές και παράνομες πράξεις και του απέδιδε την διάπραξη αδικημάτων για πρόκληση απώλειας ξένης περιουσίας, πλαστογραφίας. Απέδιδε δε το ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ στον Ενάγοντα αδικήματα τα οποία έτειναν να βλάψουν και/ή επηρεάσουν μεταξύ άλλων και το επάγγελμά του ως πιστοποιών υπάλληλου.

β.  Λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, αξιολόγησε το περιεχόμενο του ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ «1» που αποτελούσε την κατάθεση του αστυνομικού ανακριτή στην υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου και του «ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΟΣ» με αποτέ[*2582]λεσμα να καταλήξει στο αντιφατικό και λανθασμένο αποτέλεσμα – συμπέρασμα ότι το ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ αποτελούσε ακριβοδίκαιη, ακριβή και σύγχρονη αναφορά των λεχθέντων στην διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας.

γ.  Δεν είναι ορθή η θέση – κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το «ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ» αποτελούσε σύνοψη της μαρτυρίας η οποία περιείχετο στο Τεκμήριο 1 και ότι δεν περιείχε ανακρίβειες ή λανθασμένες αναφορές ή ότι αυτό αποτελούσε δίκαιη και αντιπροσωπευτική σύνοψη των όσων κατατέθηκαν στο Δικαστήριο και τα οποία περιείχοντο στο Τεκμήριο 1.

δ.  Το μόνο λογικό και ασφαλές συμπέρασμα – κατάληξη το οποίο θα μπορούσε να εξαχθεί από την Δικαστική διαδικασία της 13.3.03 η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο του «ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΟΣ» ήταν ότι αποκλειστική ευθύνη για όλα τα υπό διερεύνηση αδικήματα ανέλαβε ο δεύτερος ύποπτος Χριστάκης Γεωργίου αποκλείοντας οποιασδήποτε ευθύνης τον πρώτον ύποπτο – Ενάγοντα – Εφεσείοντα ο οποίος καμιά κατηγορία που να αφορούσε αξιόποινη πράξη δεν αντιμετώπιζε.

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 2

Το Σεβ. Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε εύρημα αναφορικά με την θέση του Ενάγοντα κατά πόσον το ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ήταν δυσφημιστικό ή όχι.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

1.  Το Δικαστήριο στην απόφασή του προέβηκε στην παράθεση της θέσης των Εναγομένων οι οποίοι επικαλούντο την αλήθεια (justification) του «ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΟΣ» και προέβη σε παράθεση των αρχών που διέπουν το θέμα με σχετική αναφορά στην νομολογία. Παρέλειψε όμως να προβεί σε κατάληξη απευθείας/συγκεκριμένο εύρημα/κατάληξη σχετικά και να αποφασίσει κατά πόσο το ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ήταν δυσφημιστικό ή όχι.

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 3

Είναι λανθασμένη η κατάληξη του Σεβ. Δικαστηρίου ότι με το ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ δεν καταστρατηγήθηκε το τεκμήριο της αθω[*2583]ότητας του Ενάγοντα με την απόδοση σ’ αυτόν ενοχής.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

1.  Το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε το ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ σε σχέση με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου «1» που περιείχε, του τι ελέχθη στην επίδικη Δικαστική διαδικασία αλλά λανθασμένα προέβη και σε ευρήματα από την εξέταση και αντεξέταση του Ενάγοντα όσον αφορά το θέμα της κρίσης του Δικαστηρίου σχετικά με το αν το ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ήταν ή όχι ακριβοδίκαιο. Αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας ήταν η εξαγωγή λανθασμένων συμπερασμάτων από το Δικαστήριο.

2.  Λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπ’ όψη του κατά την εξέταση του θέματος του ακριβοδίκαιου ή όχι του ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΟΣ την άποψη του Ενάγοντα όπως την διαμόρφωσε από την μαρτυρία του σε σχέση με την εξέταση του θέματος αν το ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ήταν ακριβοδίκαιο. Το Δικαστήριο θα έπρεπε να προβεί σε σύγκριση του Τεκμηρίου 1 με το ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ μόνο και όχι να εμπλέξει και την μαρτυρία του Ενάγοντα κατά την εξέταση του θέματος του ακριβοδίκαιου ή όχι του δημοσιεύματος.

3.  Η μαρτυρία του Ενάγοντα – Εφεσείοντα θα έπρεπε να αξιολογηθεί και εκτιμηθεί μόνο σε σχέση με την εξέταση του θέματος της απόδοσης αποζημιώσεων ως και του ύψους τους.”

Προτού ασχοληθούμε με την ουσία των λόγων έφεσης θα πρέπει να πούμε ότι σε σχέση με τη διαδικασία έκδοσης του διατάγματος προσωποκράτησης του εφεσείοντα και τα όσα λέχθηκαν με τη μορφή μαρτυρίας από τον εξεταστή της υπόθεσης στα πλαίσια της εν λόγω διαδικασίας, είδαν το φως της δημοσιότητας και δημοσιεύματα στον ημερήσιο τύπο και συγκεκριμένα στις εφημερίδες «Φιλελεύθερος», «Σημερινή» και «Πολίτης». Αναφορικά με τα εν λόγω δημοσιεύματα κινήθηκαν αγωγές από τον εφεσείοντα εναντίον των εν λόγω εφημερίδων, οι οποίες όμως απορρίφθηκαν τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση. Ειδικότερα, αναφορικά με την αγωγή που αφορούσε το δημοσίευμα στην εφημερίδα «Σημερινή» υπενθυμίσαμε το συνήγορο, ο οποίος να σημειωθεί ήταν και ο συνήγορος που εκπροσωπούσε τον εφεσείοντα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση σε εκείνη την περίπτωση, ότι η απορριπτική πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε από το Εφετείο, η σύνθεση του οποίου ήταν η ίδια με τη σύνθεση του παρόντος Εφετείου. Παράλ[*2584]ληλα, επισύροντας την προσοχή του ευπαίδευτου συνηγόρου στις πρόνοιες του Άρθρου 21(1)(ζ) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, υποδείξαμε στο συνήγορο τους λόγους για τους οποίους η πρωτόδικη απόφαση σε εκείνη την περίπτωση, επικυρώθηκε και συγκεκριμένα ότι η περίπτωση καλυπτόταν από απόλυτο προνόμιο και του ζητήσαμε τα σχόλιά του.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, επιμένοντας στην έφεση, αφού επικαλέστηκε την απουσία από το επίδικο δημοσίευμα αναφοράς ότι το πρόσωπο που σύμφωνα με τη μαρτυρία του εξεταστή παραδέχθηκε ότι πλαστογράφησε την υπογραφή της Χωματένου, ήταν το ίδιο πρόσωπο που είσπραξε τα έσοδα από τις πωλήσεις κτημάτων που ήταν ο Χρ. Γεωργίου και όχι ο εφεσείων, υπέβαλε ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα της από την περίπτωση της εφημερίδας «Σημερινή», με αποτέλεσμα αυτή να μην εμπίπτει εντός της εμβέλειας του συγκεκριμένου άρθρου.

Επανερχόμενοι στους λόγους έφεσης, παρατηρούμε ότι με το λόγο έφεσης 2, τον οποίο ως εκ της φύσης του προτιθέμεθα να εξετάσουμε πρώτα, συμπίπτει απόλυτα και η υπό στοιχείο (α) πτυχή της αιτιολογίας του λόγου έφεσης 1, την οποία και θα εξετάσουμε μαζί με το λόγο έφεσης 2.

Είναι η θέση του εφεσείοντα, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, παρέλειψε να αποφανθεί επί του χαρακτήρα του επίδικου δημοσιεύματος και συγκεκριμένα παρέλειψε να προβεί στην εξαγωγή συμπεράσματος ως προς το δυσφημιστικό ή όχι του κειμένου, παράλειψη η οποία δικαιολογεί, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, την επέμβαση του Εφετείου. Με αναφορά στις υποθέσεις Ανδρούλλα Τραγγόλα ν. Ζαχαρία Παπαλεοντίου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1009 και Θεόδωρος Θεοδώρου ν. Χρ. Αντωνίου Ξυλουργικές Εργασίες Λτδ. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1492, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, εμμέσως πλην σαφώς, εισηγήθηκε την επανεκδίκαση της υπόθεσης.

Διεξήλθαμε προσεκτικά την πρωτόδικη απόφαση έχοντας συνέχεια κατά νου την αρχή ότι η απόφαση κρίνεται στο σύνολο της και όχι αποσπασματικά. Είναι η διαπίστωση μας ότι όντως το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε εύρημα κατά πόσο το επίδικο δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημιστικό. Η θέση που οι εφεσίβλητοι προβάλλουν στα πλαίσια του περιγράμματος τους,      ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το επίδικο δημοσίευμα αποτελούσε σύνοψη των όσων ανάφερε ο εξεταστής της [*2585]υπόθεσης κατά τη διαδικασία προσωποκράτησης, όπως και η ρητή αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση ότι «το επίδικο δημοσίευμα ακόμα και αν μπορούσε να θεωρηθεί δυσφημιστικό, αποτελούσε ακριβοδίκαιη και ακριβή, αλλά και σύγχρονη αναφορά των λεχθέντων ενώπιον δικαστηρίου ....», αποτελούν απόδειξη ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στη διαπίστωση ότι το επίδικο δημοσίευμα δεν ήταν δυσφημιστικό, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Τόσο η συγκεκριμένη κατάληξη, όσο και η συγκεκριμένη αναφορά, αφορούν θέματα που άπτονται αποκλειστικά των προβαλλόμενων υπερασπίσεων, οι οποίες όμως δεν έρχονται στο προσκήνιο παρά μόνο όταν και εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο καταλήξει ότι το δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό. Αν το πρωτόδικο δικαστήριο καταλήξει ότι το δημοσίευμα δεν είναι δυσφημιστικό, το θέμα λήγει εκεί και η οποιαδήποτε ενασχόληση με τις προβαλλόμενες υπερασπίσεις, παρέλκει.

Έχοντας διαπιστώσει τη συγκεκριμένη παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου προχωρούμε να εξετάσουμε την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, όπως παρέμβουμε και διατάξουμε επανεκδίκαση της υπόθεσης. Η εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Τόσο η υπόθεση Τραγγόλα (πιο πάνω) όσο και η υπόθεση Θεοδώρου (πιο πάνω) αφορούσαν αποκλειστικά θέματα αξιοπιστίας μαρτύρων και συγκεκριμένα παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να αξιολογήσει μαρτυρία. Στην υπό κρίση υπόθεση το επίδικο δημοσίευμα είναι ενώπιον μας και το κατά πόσο είναι δυσφημιστικού ή όχι περιεχομένου μπορεί να κριθεί από το Εφετείο, καθότι δεν παρίσταται προς τούτο οποιαδήποτε αξιολόγηση μαρτυρίας.

Διεξήλθαμε το εν λόγω δημοσίευμα. Είναι η διαπίστωση μας ότι πρόκειται για δημοσίευμα δυσφημιστικού για τον εφεσείοντα περιεχομένου, εφόσον αποδίδει στον τελευταίο τη διάπραξη αδικημάτων τα οποία έτειναν να τον επηρεάσουν στην υπόληψη του ως επαγγελματία και ως άνθρωπο.

Η πιο πάνω κατάληξη μας αναπόφευκτα οδηγεί στους υπόλοιπους λόγους έφεσης, την ουσία των οποίων προχωρούμε να εξετάσουμε.

Πυρήνα του λόγου έφεσης 2 συνιστά η θέση ότι το περί «ακριβοδίκαιης και ακριβούς αλλά και σύγχρονης αναφοράς των λεχθέντων ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία προσωποκράτησης ....» συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι εσφαλμένο και συνεπώς η υπό κρίση περίπτωση δεν καλύπτεται από απόλυτο προνόμιο. Βρίσκεται, σύμφωνα με τον κ. Παπαθεοδώ[*2586]ρου, εκτός εμβέλειας των προνοιών του Άρθρου 21(1)(ζ) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

Η υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου μας απασχόλησε σχετικά πρόσφατα και συγκεκριμένα στα πλαίσια της Γαληνιώτης ν. Εκδοτικού Οίκου Δίας Λτδ. κ.ά. (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 474. Με την εν λόγω έφεση ο εφεσείων αμφισβητούσε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή που είχε εγείρει σχετικά με δημοσίευμα που είδε το φως της δημοσιότητας στην εφημερίδα Σημερινή, αναφορικά με τη διαδικασία προσωποκράτησης του. Οι αρχές που διέπουν το θέμα και οι οποίες τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση, συνοψίζονται στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση μας στην πιο πάνω υπόθεση:

“Κατά τα άλλα, υπήρξαν οι διαζευκτικές υπερασπίσεις του απόλυτου προνομίου, της αλήθειας του κειμένου και του εντίμου σχολιασμού. Το προνόμιο, γενικώς, αποτελεί υπεράσπιση, διαχωρίζεται δε σε απόλυτο («absolute privilege») και περιορισμένο («conditionally» ή «qualified privilege»). Οι κατηγορίες που εμπίπτουν στην υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου εμπεριέχονται στο Άρθρο 20(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, μεταξύ των οποίων είναι και η υποπαράγραφος (ζ), που καλύπτει την περίπτωση το δημοσίευμα να είναι «…. στην πραγματικότητα ακριβοδίκαιο, ακριβής και σύγχρονη αναφορά των όσων έχουν λεχθεί, πραχθεί η επιδειχθεί σε δικαστική διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου, και το Δικαστήριο δεν απαγόρευσε τη δημοσίευση αυτή·» Το εδάφιο (2) του Άρθρου 20, προνοεί επίσης ότι όταν η δημοσίευση δυσφημιστικού, κατά τα άλλα, δημοσιεύματος κρίνεται απόλυτα προνομιούχος, τότε «…. είναι αδιάφορο κατά πόσο το δημοσίευμα ήταν αληθές ή αναληθές, και κατά πόσο ο εναγόμενος εγνώριζε ή όχι το αναληθές του δημοσιεύματος και κατά πόσο η δημοσίευση έγινε καλή τη πίστει ή όχι.». Αυτή η σαφέστατη νομοθετική πρόνοια προσφέρει και τον οδηγό για το Δικαστήριο ως προς την αντιμετώπιση των διαφόρων υπερασπίσεων, όπως θα εξηγηθεί κατωτέρω.

Όπως καταγράφεται στο σύγγραμμα Salmond on the Law of  Torts – πιο πάνω – σελ. 163-164, το απόλυτο προνόμιο έχει αναγνωριστεί ως αναγκαία υπεράσπιση για λόγους δημόσιας πολιτικής, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ελευθερία του λόγου έχοντας υπόψη ότι τα Δικαστήρια στελεχώνονται από άτομα, ο έντιμος χαρακτήρας των οποίων δεν θα θέσει σε κίνδυνο ή κα[*2587]τάχρηση αυτό το προνόμιο. Αλλά και ό,τι λέγεται στη δικαστική διαδικασία, με την προϋπόθεση ότι μεταφέρεται σε δημοσίευμα ακριβοδίκαια, θεωρείται επίσης καλυπτόμενο από το απόλυτο προνόμιο. Όπως εξηγείται στο πιο πάνω σύγγραμμα στις σελ. 164-165, το δημοσίευμα δεν είναι ανάγκη να είναι verbatim αναδημοσίευση του τι λέχθηκε, αλλά είναι αρκετό εάν στη βάση του αποτελεί μια ακριβοδίκαιη αναφορά των όσων έχουν λεχθεί («a fair account of what took place»). Παραλείψεις ή ανακρίβειες ήσσονος σημασίας θεωρούνται ότι δεν εξαλείφουν ή αναιρούν το προνόμιο. Η δε εφημερίδα δεν υποχρεούται να επαληθεύσει ότι οτιδήποτε ελέχθη από ένα συνήγορο ή ένα μάρτυρα είναι ακριβές.

Να διευκρινιστεί εδώ ότι κατά το κοινοδίκαιο, δημοσιεύσεις περί δικαστικών διαδικασιών, πιθανόν να εντάσσονται και στην κατηγορία του περιορισμένου προνομίου, οι δικαστικές δε αυτές διαδικασίες είναι διάφορες ή έχουν διευρυμένη έκταση από αυτές που ελκύουν το απόλυτο προνόμιο (δέστε Salmond on the Law of Torts – ανωτέρω – σελ. 171-172 και Street on Torts – ανωτέρω – σελ. 519-520). Παρατηρείται λοιπόν  ουσιώδης διαφορά με το Κεφ. 148, όπου νομοθετικά καλύπτεται μόνο η περίπτωση του απόλυτου προνομίου με το Άρθρο 20(1)(ζ), ενώ το Άρθρο 21(1)(ε), που αφορά το υπό επιφύλαξη προνομιούχο δημοσίευμα, καλύπτει μόνο την ακριβοδίκαιη και ακριβή αναφορά σε σχέση με οτιδήποτε έχει λεχθεί σε οποιοδήποτε νομοθετικό σώμα.”

Παραθέσαμε πιο πάνω συνοπτικά τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης που δόθηκε στα πλαίσια της διαδικασίας προσωποκράτησης του εφεσείοντα και του Χρ. Γεωργίου, η οποία ας σημειωθεί ήταν δημόσια και ανοικτή. Παραθέσαμε επίσης το περιεχόμενο της τηλεοπτικής είδησης (το επίδικο δημοσίευμα), αυτούσιο. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι το επίδικο δημοσίευμα αποτελεί ακριβοδίκαιη, ακριβή αλλά και σύγχρονη αναφορά των λεχθέντων ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου στα πλαίσια της διαδικασίας προσωποκράτησης του εφεσείοντα, η οποία θα πρέπει να επισημάνουμε έλαβε χώραν το πρωΐ της ίδιας μέρας. Επομένως, συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι στην παρούσα περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής η υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου.

Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μας ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν, κι’ αυτή είναι η μόνη παράλειψη που τους καταλογίζεται, [*2588]να κάμουν αναφορά στο δημοσίευμα τους, στο γεγονός ότι στα πλαίσια της διαδικασίας λέχθηκε από τον εξεταστή της υπόθεσης ότι ο Χρ. Γεωργίου είχε παραδεχθεί ότι αυτός ήταν που πλαστογράφησε την υπογραφή της Χωματένου στα πωλητήρια έγγραφα και ότι αυτός ήταν που είσπραξε τα χρήματα από τις πωλήσεις. Έχουμε την άποψη ότι η συγκεκριμένη παράλειψη ουδόλως επηρεάζει την περί ακριβοδίκαιης και ακριβούς αναφοράς των λεχθέντων ενώπιον του Δικαστηρίου, πιο πάνω κατάληξη μας. Είναι αρκετό να επισημάνουμε ότι στο επίδικο δημοσίευμα δεν γίνεται αναφορά ότι κατηγορήθηκε ο εφεσείοντας για τα υπό διερεύνηση αδικήματα, ενώ γίνεται σαφής αναφορά ότι ο Χρ. Γεωργίου παραδέχθηκε ότι αυτός πλαστογράφησε την υπογραφή της Χωματένου.

Αναφορικά με το λόγο έφεσης 3 περιοριζόμαστε στην επισήμανση ότι με το επίδικο δημοσίευμα ουδόλως αποδίδεται ενοχή στον εφεσείοντα για τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Αντίθετα, εκείνο που με ασφάλεια προκύπτει είναι πως η αστυνομία στα πλαίσια διερεύνησης της σχετικής καταγγελίας συνέλεγε μαρτυρία, η δε μαρτυρία του ανακριτή αφορούσε τη μαρτυρία που είχε ήδη εξασφαλιστεί από την αστυνομία.

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο