Μ. Π. Δικηγόρος (2012) 1 ΑΑΔ 2598

(2012) 1 ΑΑΔ 2598

[*2598]23 Νοεμβρίου 2012

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 17(4) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 2,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ Μ. Π. ΔΙΚΗΓΟΡΟ.

(Πειθαρχική Έφεση Αρ. 2/2010)

 

Δικηγόροι ― Πειθαρχική διαδικασία εναντίον δικηγόρου ― Η αδυναμία διαπίστωσης του σκεπτικού του Πειθαρχικού Συμβουλίου η οποία εμπόδιζε το Εφετείο να ελέγξει το βάσιμο ή όχι των εισηγήσεων του Συμβουλίου επί της ουσίας της καταδικαστικής απόφασης που εξέδωσε, οδήγησε στον παραμερισμό της από το Εφετείο ― Απόφανση Εφετείου ότι δεν ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία από το Πειθαρχικό Συμβούλιο.

 

Δικηγόροι ― Πειθαρχική διαδικασία εναντίον δικηγόρου ― Αρχές που εφαρμόζονται ― Η ακρόαση της υπόθεσης ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, διεξάγεται κατά το  δυνατό με τον ίδιο τρόπο όπως και η ακρόαση ποινικής υπόθεσης που εκδικάζεται συνοπτικά ― Η σχετική αναφορά στον Κανονισμό καταδεικνύει ότι η ακρόαση διεξάγεται με τον ίδιο τρόπο όπως και η ακρόαση ποινικής υπόθεσης.

Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με μεγάλη καθυστέρηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου για ολοκλήρωση πειθαρχικής διαδικασίας.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με πειθαρχική έφεση απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου με την οποία εκρίθη ένοχος για τη διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος.

Στην απόφαση αναφερόταν ως σκεπτικό ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποδέχθηκε πλήρως τη μαρτυρία που έδωσε ο καταγγέλλων η οποία ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε, και ότι έβρισκε τον εγκαλούμενο δικηγόρο ένοχο σύμφωνα με το κατηγορητήριο.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

α) Δεν είχε ακολουθηθεί η ορθή διαδικασία εκ μέρους του Πειθαρχι[*2599]κού Συμβουλίου αφού, ενώ αποφάσισε τη διεξαγωγή έρευνας, εν τούτοις, στη συνέχεια, δεν διεξήγαγε τέτοια έρευνα παρά μόνο καταχώρησε ευθέως το κατηγορητήριο.

β) Ήταν εσφαλμένη η διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου ως προς το ρόλο τον οποίο διαδραμάτισε το ίδιο το Πειθαρχικό Συμβούλιο και την εμπλοκή του καταγγέλλοντος στην όλη διαδικασία.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στην προκείμενη περίπτωση, πέραν της συνέπειας προς την απόφασή του αλλά και της υποχρέωσης προς τον Κανονισμό, το Πειθαρχικό Συμβούλιο όφειλε να είχε προχωρήσει στη διεξαγωγή έρευνας η οποία εξυπακούει, όπως προνοείται από τον Κανονισμό 5(3) που δεν έχει τροποποιηθεί, να ακούονται μάρτυρες και να λαμβάνονται καταθέσεις για τα γεγονότα της υπόθεσης, οι δε καταθέσεις αυτές να τίθενται υπόψη του υπό διερεύνηση δικηγόρου ούτως ώστε να προβεί και αυτός σε κατάθεση μέσα σε τακτή προθεσμία.

2.  Αυτά δεν είχαν γίνει και συνιστούσαν θεμελιακή παραβίαση προς τις υποχρεώσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

3.  Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν έκανε οποιαδήποτε αναφορά σε διαπιστώσεις γεγονότων, σε νομική ανάλυση και σε καταλήξεις με σκεπτικό το οποίο να επιδέχεται δικαστικό έλεγχο. Η δε ακρόαση διεξάγεται με τον ίδιο τρόπο όπως και η ακρόαση ποινικής υπόθεσης.

4.  Η πειθαρχική διαδικασία εναντίον δικηγόρου, και μάλιστα για αδίκημα που αφορούσε τον τρόπο χειρισμού υπόθεσης του με αντανάκλαση στην επαγγελματική του αρτιότητα, οφείλει κατ' εξοχήν να εμπεριέχει τις διασφαλίσεις εκείνες οι οποίες θα εγγυώνται την ορθότητα της κρίσης του Πειθαρχικού Συμβουλίου και τη δυνατότητα ελέγχου της.

5.  Η αδυναμία διαπίστωσης του σκεπτικού του Πειθαρχικού Συμβουλίου εμπόδιζε το Εφετείο να ελέγξει και το βάσιμο ή όχι των εισηγήσεων του επί της ουσίας.

Η έφεση επιτράπηκε χωρίς έξοδα.

Πειθαρχική Έφεση.

[*2600]Σ. Δράκος, για τον Eφεσείοντα.

Αν. Ανδρέου, για τους Eφεσίβλητους.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Ex tempore

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Υπήρξε έγγραφη καταγγελία εναντίον του εφεσείοντα προς τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο για ενέργειες που του αποδίδοντο, υπό την ιδιότητά του ως δικηγόρου, ενεργούντος εκ μέρους του πεθερού του καταγγέλλοντος.  Αντίγραφο του παραπόνου διεβιβάσθη στον εφεσείοντα, γνωστοποιώντας του ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο θα εξέταζε το ενδεχόμενο για  έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του, ούτως ώστε να εκφράσει τις απόψεις του. Οι απόψεις αυτές διεβιβάσθησαν τελικώς γραπτώς και, στη συνέχεια, το Πειθαρχικό Συμβούλιο απεφάσισε ότι από τα ενώπιόν του στοιχεία εδικαιολογείτο η διεξαγωγή έρευνας δυνάμει του Κανονισμού 5(1) των Κανονισμών του 2005. Απεστάλη προς τούτο σχετική επιστολή στον εφεσείοντα αμέσως μετά, στις 14.5.08, κοινοποιώντας του την απόφασή του.  Το επόμενο βήμα στην υπόθεση ήταν η καταχώρηση κατηγορητηρίου, όπως φαίνεται αρκετούς μήνες μετά, εφόσον τούτο έγινε τον Αύγουστο 2009. Ακολούθησε διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, εφόσον δεν υπήρξε παραδοχή, η οποία και κατέληξε στην απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου την οποία και διαβάζουμε: «Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποδέχεται πλήρως τη μαρτυρία που έδωσε ο κ. Ζαντής, [που ήταν ο καταγγέλλοντας] η οποία ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε, και βρίσκει τον εγκαλούμενο δικηγόρο ένοχο σύμφωνα με το κατηγορητήριο». Είναι κατά της απόφασης αυτής που στρέφεται ο εφεσείων.

Η έφεση έχει πέραν της μιας κατευθύνσεις. Υποδείξαμε προ της ακροάσεως ότι ενδεχομένως να μην επιθυμούσε ο ευπαίδευτος συνήγορος για το Πειθαρχικό Συμβούλιο να υποστηρίξει την ορθότητα της απόφασης, με την έννοια ότι στην όψη της η απόφαση αυτή φαίνεται να μην περιέχει οποιαδήποτε νοητική διεργασία εκ μέρους του Πειθαρχικού Συμβουλίου προς διαπίστωση γεγονότων και εφαρμογή της σχετικής νομικής πρόνοιας, και τούτο, ώστε να διαπιστωθεί το πλήρες σκεπτικό και η αιτιολογία της απόφασης. Υπεστηρίχθη όμως ενώπιόν μας ότι, προκειμένου περί του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων, δεν απαιτείται να γίνεται εκείνη η διεργασία η οποία θα αναμένετο να εγίνετο άλλως πως, ακόμα και ενώπιον άλλων πειθαρχικών συμβουλίων τα οποία υπόκεινται μά[*2601]λιστα σε αναθεωρητικό έλεγχο, και ότι η διαδικασία είναι τέτοιας συνοπτικής φύσεως ώστε η απλή διαπίστωση εκ μέρους του Πειθαρχικού Συμβουλίου της κρίσεως των γεγονότων, τα οποία αναποφεύκτως οδηγούσαν στην απόφασή του, να είναι επαρκής.

Προς την επάρκεια της αιτιολογίας της απόφασης συναρτώνται όμως και άλλες πτυχές της υπόθεσης οι οποίες έχουν προωθηθεί και συγκεκριμένα η εισήγηση ότι δεν έχει ακολουθηθεί η ορθή διαδικασία εκ μέρους του Πειθαρχικού Συμβουλίου αφού, ενώ αποφάσισε τη διεξαγωγή έρευνας, εν τούτοις, στη συνέχεια, δεν διεξήγαγε τέτοια έρευνα παρά μόνο καταχώρησε ευθέως το κατηγορητήριο. Άλλη πτυχή της έφεσης αφορά τη διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου ως προς το ρόλο τον οποίο διαδραμάτισε το ίδιο το Πειθαρχικό Συμβούλιο και την εμπλοκή του καταγγέλλοντος στην όλη διαδικασία.

Ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάσισε τη διεξαγωγή έρευνας είναι δεδομένο. Αυτό, μάλιστα, έγινε στις 8.5.2008 οπότε και ακολούθησε η επιστολή του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για το Πειθαρχικό Συμβούλιο μας έχει παραπέμψει σε τροποποίηση του Κανονισμού 6(1), δυνάμει του οποίου ελήφθη η απόφαση για διεξαγωγή έρευνας, με την ΚΔΠ 159/2008 η οποία εθεσπίσθη την 24.4.2008, ώστε να είναι πρόδηλο ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο ενεργούσε υπό το πρίσμα του Κανονισμού ως ετροποποιήθη και όχι υπό το πρίσμα του Κανονισμού πριν τροποποιηθεί. Δεν είμεθα βέβαιοι κατά πόσο το Πειθαρχικό Συμβούλιο είχε υπόψη του την τροποποίηση ή όχι αλλά, εν πάση περιπτώσει, ουδεμία διαφοροποίηση έγινε με την τροποποίηση η οποία έχει επέλθει εφόσον και στην περίπτωση του νέου Κανονισμού 5(1) το Πειθαρχικό Συμβούλιο δικαιούται να διορίσει πρόσωπο με σκοπό τη διεξαγωγή έρευνας και σε περίπτωση που, λέγει ο Κανονισμός 5(1), το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίσει τη διεξαγωγή έρευνας, η έρευνα διεξάγεται από το ερευνών πρόσωπο το ταχύτερο και συμπληρώνεται μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημερομηνία της εντολής για έρευνα.

Στην προκείμενη περίπτωση, λοιπόν, πέραν της συνέπειας προς την απόφασή του αλλά και της υποχρέωσης προς τον Κανονισμό, το Πειθαρχικό Συμβούλιο όφειλε να είχε προχωρήσει στη διεξαγωγή έρευνας η οποία εξυπακούει, όπως προνοείται από τον Κανονισμό 5(3) που δεν έχει τροποποιηθεί, να ακούονται μάρτυρες και να λαμβάνονται καταθέσεις για τα γεγονότα της υπόθεσης, οι δε καταθέσεις αυτές τίθενται υπόψη του υπό διερεύνηση δικηγόρου ούτως ώστε να προβεί και αυτός σε κατάθεση μέσα σε τακτή προθεσμία. Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, το ερευνών πρόσωπο [*2602]υποβάλλει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, μέσα σε τριάντα μέρες, έκθεση στην οποία να συνοψίζεται η συλλεγείσα μαρτυρία. Αυτά δεν έχουν γίνει και συνιστούν θεμελιακή παραβίαση προς τις υποχρεώσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η αποτυχία δε συμμόρφωσης με τους Κανονισμούς έχει και τις προεκτάσεις της εφόσον σε περίπτωση κατά την οποία το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίσει την παραπομπή σε δίκη ενώπιον του με βάση την έκθεση η οποία του υποβάλλεται, τότε είναι που καταρτίζεται το κατηγορητήριο και τότε το ερευνών πρόσωπο καταθέτει όλες τις καταθέσεις, στοιχεία και πληροφορίες που έχουν συλλεγεί και, αφού ακουστεί ο εγκαλούμενος δικηγόρος, εκδίδεται η απόφασή του.  Περαιτέρω, ο Κανονισμός 6(6) προνοεί ότι κατά την ακρόαση, το Πειθαρχικό Συμβούλιο καλεί τους μάρτυρες οι οποίοι έχουν προβεί σε καταθέσεις και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και οι μάρτυρες ακούονται με όρκο ή βεβαίωση δίδοντας μαρτυρία που εισάγεται με ερωτήσεις που υποβάλλονται από τον Πρόεδρο. Η αποτυχία, λοιπόν, να ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπεται από τους Κανονισμούς ως προς την έρευνα,  έχει ευρύτερες διαστάσεις και επιπτώσεις στη διαδικασία η οποία διεξάγεται στη συνέχεια και η οποία διεξήχθη, στην προκείμενη περίπτωση, χωρίς να υπάρχει και πάλιν συμμόρφωση με τις περαιτέρω πρόνοιες των Κανονισμών.

Προς τις διαπιστώσεις μας αυτές συναρτώνται και άλλες εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον εφεσείοντα που αφορούν την ουσία της υπόθεσης εφόσον αυτές ανάγονται στον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας. Πρωτίστως όμως οι εισηγήσεις εκείνες αφορούν την άλλη και σοβαρότερη πτυχή του θέματος στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν κάμνει οποιαδήποτε αναφορά σε διαπιστώσεις γεγονότων, σε νομική ανάλυση και σε καταλήξεις με σκεπτικό το οποίο να επιδέχεται δικαστικό έλεγχο. Δεν θα μπορούσαμε να απορρίψουμε με πιο εμφαντικό τρόπο την εισήγηση ότι τέτοια διεργασία δικαστικής φύσης δεν απαιτείται στην περίπτωση του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων. Ούτε η φύση της διαδικασίας ως αφορώσα δικηγόρους ούτε και η ευρύτερη διάσταση του πράγματος δικαιολογούν τέτοια εισήγηση. Η διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου μπορεί να είναι συνοπτική με την έννοια ότι, όπως προνοείται στον Κανονισμό 6(5), η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται κατά το δυνατό με τον ίδιο τρόπο όπως και η ακρόαση ποινικής υπόθεσης που εκδικάζεται συνοπτικά. Η αναφορά, όμως, στην οποία έχουμε προβεί δείχνει ότι η ακρόαση διεξάγεται με τον ίδιο τρόπο όπως και η ακρόαση ποινικής υπόθεσης.  Και δεν θα μπορούσε να ήταν άλλως, εφόσον η πει[*2603]θαρχική διαδικασία εναντίον δικηγόρου, και μάλιστα για αδίκημα που αφορούσε τον τρόπο χειρισμού υπόθεσης του με αντανάκλαση στην επαγγελματική του αρτιότητα, οφείλει κατ’ εξοχήν να εμπεριέχει τις διασφαλίσεις εκείνες οι οποίες θα εγγυώνται την ορθότητα της κρίσης του Πειθαρχικού Συμβουλίου και τη δυνατότητα ελέγχου της. Υπάρχουν περαιτέρω επιπτώσεις σε περίπτωση καταδίκης και επιβολής ποινής, που επηρεάζουν ευρύτερα και το καλό όνομα αλλά και, ενδεχομένως, τις δυνατότητες του δικηγόρου να ασκήσει περαιτέρω το λειτούργημά του.  Λειτούργημα παραδοσιακά και διαχρονικά συνδεδεμένο με την έντιμη συμπεριφορά.

Για τους λόγους που έχει εισηγηθεί και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα, ως προς τη διαδικασία της υπόθεσης, τονίζουμε ότι η αδυναμία διαπίστωσης του σκεπτικού του Πειθαρχικού Συμβουλίου ακριβώς εμποδίζει το Εφετείο να ελέγξει και το βάσιμο ή όχι των εισηγήσεων του επί της ουσίας.

Για όλους τους λόγους που έχουμε αναφέρει θεωρούμε ότι επιβάλλεται η ανατροπή και η ακύρωση της εφεσιβαλλόμενης απόφασης.

Θέλουμε όμως να αναφέρουμε ότι στην προκείμενη περίπτωση έχει παρατηρηθεί και μεγάλη καθυστέρηση εκ μέρους του Πειθαρχικού Συμβουλίου αφού η επιστολή η οποία εστάλη στον εφεσείοντα και η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου για  διεξαγωγή έρευνας, ήταν το Μάϊο 2008 και το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε 15 ολόκληρους μήνες μετά. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε εξήγηση για την καθυστέρηση αυτή, η οποία οπωσδήποτε βαρύνει όχι τον εφεσείοντα αλλά το Πειθαρχικό Συμβούλιο.  Εν πάση περιπτώσει δε, για  όλους τους λόγους που διέπουν την υπόθεση αυτή, σαφέστατα δεν θα διατάζαμε επανεκδίκαση.

Υπάρχουν έξοδα;

Ανδρέου - Είχαν εκδοθεί διατάγματα τα οποία θα πρέπει να παραμεριστούν.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ - Παραμερίζονται εκείνα οπωσδήποτε.

Εφεσείων - Υπό τις περιστάσεις δεν υπάρχει καμιά απαίτηση για έξοδα.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ - Καμιά διαταγή για έξοδα.

Η έφεση επιτρέπεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο