Πουργούρη Μιχάλης (2012) 1 ΑΑΔ 2604

(2012) 1 ΑΑΔ 2604

[*2604]27 Noεμβρίου, 2012

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΡΓΟΥΡΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ENTAΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 19.2.2012

(Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ) ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΙΑ Ή ΚΑΙ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 66/2012)

 

Προνομιακά Εντάλματα ― Certiorari ― Επιτράπηκε αίτηση για έκδοση εντάλαμτος της φύσεως Certiorari και ακυρώθηκε ένταλμα έρευνας επειδή απουσίαζε από το σκεπτικό του Επαρχιακού Δικαστηρίου που το εξέδωσε, η διαπίστωση από το ίδιο το δικαστήριο περί της ύπαρξης ευλόγου υπόνοιας ότι εντός των υποστατικών του αιτητή υπήρχαν αντικείμενα που θα βοηθούσαν στη διερεύνηση της συγκεκριμένης υπόθεσης.

Ένταλμα έρευνας ― Εύλογη υποψία ― Αρχές που εφαρμόζονται ― Η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας είναι απαραίτητο για να στοιχειοθετηθεί, και, ο δικαστής, ο οποίος εκδίδει το ένταλμα, οφείλει να ικανοποιηθεί, από την ενώπιον του μαρτυρία, ότι αποκαλύπτεται τέτοια εύλογη υπόνοια και περαιτέρω, ο ίδιος οφείλει να εξάγει το δικό του συμπέρασμα επί του προκειμένου.

Με την αίτηση επιδιώχθηκε ύστερα από την εξασφάλιση σχετικής άδειας η ακύρωση εντάλματος έρευνας στα υποστατικά του αιτητή που εκδόθηκε στις 19/2/2012 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

Από στοιχεία τα οποία είχε στη διάθεση της η Αστυνομία αναφορι[*2605]κά με υπό διερεύνηση υπόθεση σχετικά με στημένα παιχνίδια και με στοιχεία που εστάλησαν από την UEFA, ένας εκ των λογαριασμών προσώπων (master account), που χρησιμοποιήθηκε για την σχετική έντονη στοιχηματική δραστηριότητα που παρατηρήθηκε, ανήκε στον αιτητή.

Στις 24 Ιανουαρίου 2012, εξασφαλίστηκε διάταγμα άρσης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων και μεταξύ των διευθύνσεων πρωτοκόλλου, που χρησιμοποιήθηκαν για σκοπούς στοιχήματος, ανήκε στον αιτητή.

Στα πλαίσια διερεύνησης αδικημάτων προς καταδολίευση ζητήθηκε η έκδοση του διατάγματος έρευνας στα υποστατικά του αιτητή για εντοπισμό ηλεκτρονικών υπολογιστών ή άλλων γραπτών ή ηλεκτρονικών μέσων.

Με την αίτηση υποστηρίχθηκε ότι:

(α)   Με το εκδοθέν ένταλμα παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 17 του Συντάγματος, που προστατεύει το δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας και παραβιάστηκε το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή που προστατεύει το Άρθρο 15 του Συντάγματος.

(β)   Το ένταλμα εκδόθηκε στηριζόμενο σε παρανόμως ή αντισυνταγματικώς ληφθείσα μαρτυρία.

(γ)   Δεν στοιχειοθετήθηκε εύλογος αιτία που να δικαιολογούσε την έκδοση του πιο πάνω διατάγματος.

(ε) Τα γεγονότα που παρουσιάστηκαν ήταν ανεπαρκή για τη δημιουργία εύλογης υπόνοιας διάπραξης των εξεταζομένων αδικημάτων από τον αιτητή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν ήταν δυνατό να αμφισβητηθεί η νομιμότητα του διατάγματος αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, δια μέσου της εκδίκασης της παρούσας αίτησης, με την οποία αμφισβητείτο η νομιμότητα του εντάλματος έρευνας.

2.  Ούτε ήταν βάσιμο να επιχειρείτο η προώθηση επιχειρήματος για ύπαρξη παρανόμως ληφθείσας μαρτυρίας, όταν αυτό έγινε στη βάση νομίμως εκδοθέντος, και μη ακυρωθέντος, τουλάχιστο σ’ εκείνο το στάδιο, εντάλματος άρσης των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων.

3.  Με βάση το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, [*2606]Κεφ.155, για να εκδοθεί ένταλμα έρευνας θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας, συναρτημένης προς τα αντικείμενα για τα οποία επιδιώκεται η ανεύρεση, έτσι ώστε να τεκμηριώνεται η απαραίτητη προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσεως.

4.  Στην προκείμενη υπόθεση το εκδοθέν ένταλμα έρευνας ήταν τεκμήριο «Γ» επί της αιτήσεως. Το κρίσιμο ζήτημα ήταν, κατά πόσο υπήρχε, ικανοποιητικό εύρημα του δικαστηρίου για ύπαρξη ευλόγου υπόνοιας διασύνδεσης της αναγκαιότητας έκδοσης του εντάλματος και τέτοιου συμπεράσματος από το δικαστήριο. Βασίστηκε δε το δικαστήριο στο περιεχόμενο του όρκου που κατατέθηκε από  αστυφύλακα, πλην, όμως, η εύλογη υπόνοια ότι εντός των υποστατικών του αιτητή υπήρχαν αντικείμενα που θα βοηθούσαν στη διερεύνηση της συγκεκριμένης υπόθεσης, αποτελούσε υπόνοια που εκδηλώνετο από τον αστυφύλακα.

5.  Με βάση τη νομολογία, είναι απαραίτητη προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσεως η διαπίστωση από το ίδιο το δικαστήριο περί της ύπαρξης ευλόγου υπόνοιας. Τέτοια διεργασία και συμπέρασμα, στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπήρχε.

6.  Τούτου δοθέντος δεν ήταν αναγκαία η ανάλυση των υπολοίπων λόγων, δεδομένης της επιτυχίας του λόγου αυτού.

Το εκδοθέν ένταλμα ακυρώθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Μάτσιας κ.ά. (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 152,

Σιάμισιη ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 308,

Παναγιώτου (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1957,

K. C. Saveriades & Co. (2010) 1(B) A.A.Δ. 1401.

Αίτηση.

Α. Aιμιλιανίδης, Ηλ. Στεφάνου και Ξ. Ξενοφώντος, για τον Aιτητή.

Α. Μαππουρίδης, με Ειρ. Ιωάννου, (κα), για την Kαθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

[*2607]ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 19 Φεβρουαρίου 2012 εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ένταλμα έρευνας στα υποστατικά του αιτητή στην οδό Στασίνου 1, διαμ. 25, Λευκωσία.

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε η αίτηση της αστυνομίας είχαν ως εξής:

Στον αγώνα ποδοσφαίρου που είχε διεξαχθεί στο Γ.Σ.Π. στις 7 Δεκεμβρίου 2011, στο πλαίσιο του θεσμού του κυπέλλου Κύπρου, μεταξύ του Ολυμπιακού-Λευκωσίας και Δόξας Κατωκοπιάς, με τελικό αποτέλεσμα ήταν 3-2 υπέρ του Ολυμπιακού, ενώ στο ημίχρονο το σκορ ήταν 0-2 υπέρ της Δόξας. Ενόψει της μεγάλης στοιχηματικής δραστηριότητας που παρατηρήθηκε για τον εν λόγω αγώνα, που έγινε μέσω διαδικτύου, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένη διεύθυνση πρωτοκόλλου διαδικτύου, γνωστής ως internet protocol address (I.P.Address) και μέσω της εταιρείας Betfair, που λειτουργεί ως ανταλλακτήριο, ηγέρθησαν υποψίες ότι το παιγνίδι ήταν στημένο. Τα στοιχεία αναλύθηκαν από την υπηρεσία Betting Fraud Detection System της UΕFA και το παιγνίδι χαρακτηρίστηκε ως Στημένο/Κόκκινος Φάκελος. Τα στοιχεία στάληκαν από την UEFA στην ΚΟΠ, που με τη σειρά της προέβη στις 9 Φεβρουαρίου 2012, σε καταγγελία προς την Αστυνομία.

Από τα εν λόγω στοιχεία της UEFA, ένας εκ των λογαριασμών προσώπων (master account), που χρησιμοποιήθηκε για την πιο πάνω έντονη στοιχηματική δραστηριότητα, ανήκει στον αιτητή.

Στις 24 Ιανουαρίου 2012, εξασφαλίστηκε διάταγμα άρσης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων και μεταξύ των διευθύνσεων πρωτοκόλλου, που χρησιμοποιήθηκαν για σκοπούς στοιχήματος, ανήκε στον αιτητή.

Στα πλαίσια διερεύνησης αδικημάτων προς καταδολίευση ζητήθηκε η έκδοση του διατάγματος έρευνας για εντοπισμό ηλεκτρονικών υπολογιστών ή άλλων γραπτών ή ηλεκτρονικών μέσων.

Στις 20 Μαρτίου 2012, έγινε η έρευνα στο υποστατικό του αιτητή και εξετάστηκαν, μεταξύ άλλων, έγγραφα και το περιεχόμενο των ηλεκτρονικών υπολογιστών που υπήρχαν εκεί. Κατακρατήθηκαν οι σκληροί δίσκοι εννέα τελικώς ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Η ακύρωση του Διατάγματος Έρευνας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 19 Φεβρουαρίου 2012, επιδιώκεται με την παρούσα αίτηση, για τους ακόλουθους λόγους:

[*2608](α) Με το εκδοθέν ένταλμα παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 17 του Συντάγματος, που προστατεύει το δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας.

(β) Το ένταλμα εκδόθηκε στηριζόμενο σε παρανόμως ή αντισυνταγματικώς ληφθείσα μαρτυρία.

(γ) Παραβιάστηκε το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή που προστατεύει το Άρθρο 15 του Συντάγματος.

(δ) Δεν στοιχειοθετήθηκε εύλογος αιτία που να δικαιολογούσε την έκδοση του πιο πάνω διατάγματος και,

(ε) Τα γεγονότα που παρουσιάστηκαν ήταν ανεπαρκή για τη δημιουργία εύλογης υπόνοιας διάπραξης των εξεταζομένων αδικημάτων από τον αιτητή.

Μετά την εξασφάλιση αδείας καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση με την οποία, προβλήθηκε από πλευράς αιτητή, ότι με το εκδοθέν ένταλμα επιδιώκετο ο εντοπισμός των επικοινωνιών στις οποίες είχε προβεί ο αιτητής, μέσω διαδικτύου και τούτο κατά παράβαση της προστατευμένης, από το Άρθρο 17 του Συντάγματος, επικοινωνίας. Το Άρθρο 17(2)(Β), καθορίζει πότε επιτρέπεται η επέμβαση στο εσωτερικό περιεχόμενο της επικοινωνίας προσδιορίζοντας επί τούτου συγκεκριμένα αδικήματα. Ταυτοχρόνως, είναι απαραίτητο να υπάρχει ασφαλιστική δικλίδα, αναφορικά με τη δυνατότητα επέμβασης στο εσωτερικό περιεχόμενο τέτοιας επικοινωνίας. Είναι συνεπώς η τηλεφωνική επικοινωνία, όπως υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, βασιζόμενος στην Μάτσιας κ.ά. (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 152, μέρος του δικαιώματος επικοινωνίας. Η έκδοση διαταγμάτων επέμβασης έγινε καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Αναφορά, επίσης έγινε στην Σιάμισιη ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 308, για να καταδειχθεί ότι, το I.P.Address αποτελεί στοιχείο του απορρήτου της επικοινωνίας του αιτητή. Από την ένορκη δήλωση που κατατέθηκε εκ μέρους της αστυνομίας, ο αστυφύλακας Αγαθαγγέλου, εξεταστής της υπόθεσης, τόνισε ότι σκοπός της έρευνας ήταν, όπως είπε o συνήγορος, η παραλαβή των ηλεκτρονικών υπολογιστών, με στόχο την επέμβαση στο απόρρητο της επικοινωνίας του αιτητή.

Και αν ακόμη στοιχειοθετείτο η δυνατότητα έκδοσης του εντάλματος έρευνας ο συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε, βασιζόμενος στο δεύτερο λόγο ακυρώσεως ότι θα έπρεπε να υπάρχουν, με βάση το διάταγμα, ασφαλιστικές δικλίδες για ενδεχόμενη αστυνομική [*2609]αυθαιρεσία, όπως, η ύπαρξη ανεξάρτητου παρατηρητή με σκοπό την προστασία των προσωπικών δεδομένων του αιτητή, συμμορφούμενος με την αρχή της αναλογικότητας. Στην προκείμενη περίπτωση η αστυνομία ενήργησε απροκάλυπτα, αυθαίρετα και καταχρηστικά, όπως είπε.

Το έτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων του αιτητή (3ος λόγος), εδράζεται στην εισήγηση ότι το ένταλμα έρευνας στηρίχθηκε σε παρανόμως ληφθείσα μαρτυρία. Τα στοιχεία των λογαριασμών (master accounts), των προσώπων που ενήργησαν μέσω διαδικτύου, συνεπώς προστατευόμενη επικοινωνία, εξασφαλίστηκε χωρίς δικαστικό διάταγμα, συνεπώς παράνομη. Αυτή η ενέργεια είναι διακριτή, όπως τονίστηκε, προς το διάταγμα αποκάλυψης προσωπικών δεδομένων. Τα δεδομένα που δόθηκαν από την UEFA προς την Αστυνομία δεν έγιναν μετά από έκδοση δικαστικού διατάγματος.

Το ένταλμα στην όψη του, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο κ. Αιμιλιανίδης, χαρακτηρίζεται από ασάφεια, αοριστία και δεν προσδιορίζει τα συγκεκριμένα αδικήματα, έτσι ώστε να ικανοποιηθεί η αναγκαιότητα ύπαρξης ευλόγου υπόνοιας ότι ο αιτητής εμπλέκεται στα συγκεκριμένα αδικήματα. Ούτε υπάρχει η δέουσα αιτιολογία έτσι ώστε να επιτρεπόταν στο δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία και κρίση.

Ούτε περαιτέρω εισηγήθηκαν οι συνήγοροι υπάρχει ή στοιχειοθετείται εύλογη υπόνοια, από τα στοιχεία τα οποία τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου, για να τεκμηριωθεί η ύπαρξη ευλόγου υπόνοιας απαραίτητης με βάση το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155. Ούτε υπάρχει περαιτέρω αναφορά σε υποψία ότι ο αιτητής είχε συμμετοχή στο στημένο παιγνίδι. Το Άρθρο 24(1)(Α) του περί ΚΟΑ Νόμου 41/69, ποινικοποιεί το δώρο. Στην προκείμενη περίπτωση υπάρχει υποψία ότι ο αιτητής στοιχημάτισε. Για να τεκμηριωθεί η εισήγηση για στοιχειοθέτηση του αδικήματος της συνωμοσίας, όπως ορίζει το Άρθρο 302 του Ποινικού Κώδικα θα έπρεπε να υπάρχει ισχυρισμός για συνωμοσία του αιτητή με τρίτο πρόσωπο, κάτι που ελλείπει παντελώς. Τα αδικήματα που στηρίζονται στον περί Συγκάλυψης Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων Νόμου (118(Ι)/2007) είναι εξειδικευμένα και ούτε γι’ αυτό υπάρχει μαρτυρία. Τέλος, δεν στοιχειοθετείται κατά την εισήγηση του αιτητή αδίκημα βασιζόμενο στον περί Συλλογικών Στοιχημάτων Νόμου 75(Ι)/1997.

Η τελευταία εισήγηση του αιτητή είναι ότι η αστυνομία συνει[*2610]δητά, κατά τον ισχυρισμό του, παραπλάνησε το δικαστήριο ότι ο αιτητής ήταν εμπλεκόμενος σε στημένα παιγνίδια στην Ελλάδα.  Παρόλο τον ισχυρισμό αυτό, καμία δίωξη δεν ασκήθηκε εναντίον του από τον Ιούνιο του 2011, όταν ο ίδιος με επιστολή των δικηγόρων του ζήτησε να καταθέσει στην αστυνομία, χωρίς να κληθεί για τούτο. Είναι απαραίτητη η πλήρης αποκάλυψη, ανέφερε ο συνήγορος, κάτι το οποίο στην προκείμενη περίπτωση δεν έγινε. Τέλος, είναι αποδεκτό από πλευράς αιτητή ότι το διάταγμα για άρση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ημερ. 7 Σεπτεμβρίου 2011, που είχε εκδοθεί, αποτελεί αντικείμενο άλλης αίτησης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Από πλευράς καθ’ ων η αίτηση υποστηρίχθηκε ότι η διασύνδεση, που έγινε από πλευράς αιτητή, της νομιμότητας του εντάλματος αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων με τη νομιμότητα του εντάλματος έρευνας, είναι λανθασμένη.

Αναφορικά με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του δικαστή που έκδωσε το αμφισβητούμενο ένταλμα, ήταν, όπως εισηγούνται οι καθ΄ων η αίτηση, νομίμως ληφθείσα προσδιορίζουσα με λεπτομέρεια τα διαβήματα που έγιναν για τη συλλογή των στοιχείων που οδήγησαν στην έκδοση του σχετικού εντάλματος. Η αναφορά στο Νόμο 92(Ι)/1996 είναι άσχετη με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, αφού όπως εισηγήθηκε ο κ. Μαππουρίδης με την έρευνα δεν επιδιωκόταν η αποκάλυψη του περιεχομένου της αλληλογραφίας, αλλά η συλλογή στοιχείων μεταξύ των οποίων ήταν και οι σκληροί δίσκοι των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Η προστασία που παρέχεται με βάση το Άρθρο 17 του Συντάγματος, ήτοι του δικαιώματος επικοινωνίας, δεν απαγορεύει την κατάσχεση ηλεκτρονικών υπολογιστών, αφού η πρόσβαση στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του αιτητή, ρυθμιζόταν από άλλο διάταγμα το οποίο είχε, στο μεταξύ, εκδοθεί κατά το στάδιο της έρευνας και ήταν σε ισχύ. Ο λογαριασμός που ο αιτητής δημιούργησε σε εταιρεία στοιχημάτων, ήταν σε δημόσια χρήση και είναι απ’ εκεί που η Αστυνομία οδηγήθηκε στον αιτητή. Και από τη στιγμή που, αυτό το master account του αιτητή, χρησιμοποιήθηκε για τα στημένα παιγνίδια, ήταν στοιχείο αρκετό, όπως είπε ο συνήγορος, για τη δημιουργία εύλογης υποψίας. Περαιτέρω, συνέχισε, το Άρθρο 17 του Συντάγματος όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 51(Ι)/2010 δημιουργεί σαφή διαχωρισμό μεταξύ εξωτερικού και εσωτερικού περιεχόμενου επικοινωνίας (Άρθρα 17(2)(Β) και 17(2)(Γ)). Ο τρόπος επέμβασης στο εσωτερικό περιεχόμενο επικοινωνίας ρυθμίζεται από τις πρόνοιες του Νόμου 92(Ι)/1996.  Στην προκείμενη πε[*2611]ρίπτωση, συνέχισε ο συνήγορος, δεν παραβιάστηκε το απόρρητο της επικοινωνίας, έγινε επιβεβαίωση της επικοινωνίας, όχι του περιεχόμενου της, το οποίο κατέστη γνωστό από τα στοιχεία που η εταιρεία στοιχημάτων μέσω της UEFA έθεσε στη διάθεση της ΚΟΠ.

Υπάρχει το στοιχείο της αναλογικότητας, πρόσθεσε ο συνήγορος και τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής εύλογα μπορεί να διαφοροποιηθούν από την υπόθεση Stefanov που επικαλέστηκε ο αιτητής για την αναγκαιότητα ύπαρξης ανεξαρτήτου παρατηρητή, εφόσον καθορίστηκε ο τρόπος εκτέλεσης του εντάλματος.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας συμφώνησε με την εισήγηση του αιτητή ότι είναι υποχρέωση του δικαστηρίου να εξάξει το δικό του συμπέρασμα αναφορικά με την ύπαρξη ευλόγου αιτίας και ο συνήγορος έκαμε αναφορά στα στοιχεία εκείνα που τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου αναφορικά με τα εξεταζόμενα αδικήματα. Τα στοιχεία ήταν αρκετά έτσι ώστε να μπορεί να εξαχθεί αυτό το συμπέρασμα.

Πρέπει κατ’ αρχήν να σημειωθεί ότι υπάρχει μια προσπάθεια διασύνδεσης, του εκδοθέντος εντάλματος έρευνας με το εκδοθέν διάταγμα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων. Όπως φαίνεται από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μου, στις 24 Ιανουαρίου 2012, μετά από σχετική αίτηση το δικαστήριο έδωσε άδεια βασιζόμενο στο Άρθρο 4(4) και 4(1) του Νόμου 183(Ι)/2007 για την παροχή δεδομένων, αναφορικά με το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση συνδρομητή ή εγγεγραμμένου χρήστη, που συνδέονται με τη διεύθυνση πρωτοκόλλου διαδικτύου (I.P.Address). Την ίδια ημέρα, δηλαδή 24 Ιανουαρίου 2012 εκδόθηκε διάταγμα αποκάλυψης των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων των κατόχων ή χρηστών των προσδιοριστέων, στο διάταγμα, I.P.Adresses. Έχοντας υλοποιήσει τη δυνατότητα που παρείχαν τα πιο πάνω διατάγματα η αστυνομία απευθύνθηκε σε επαρχιακό δικαστή ζητώντας την έκδοση του εντάλματος έρευνας. Τούτο έγινε, όπως έχει σημειωθεί, στις 19 Φεβρουαρίου 2012.

Έχοντας αυτό σαν δεδομένο και το γεγονός ότι το διάταγμα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων είναι σε ισχύ ή ήταν σε ισχύ, κατά το στάδιο έκδοσης του εντάλματος έρευνας, δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί η νομιμότητα του διατάγματος αποκάλυψης, δια μέσου της εκδίκασης της παρούσας αίτησης, με την οποία αμφισβητείται η νομιμότητα του εντάλματος έρευνας. Ούτε είναι βάσιμο να επιχειρείται η προώθηση επιχειρήματος για ύπαρξη παρανόμως ληφθείσας μαρτυρίας, όταν αυτό έγινε στη βάση νομίμως εκδοθέντος, και μη ακυρωθέντος, τουλάχιστο σ’ αυτό το [*2612]στάδιο, εντάλματος άρσης των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων.

Έχοντας αυτά υπόψη, θα εξετάσω μια πτυχή της υπόθεσης, η οποία κατά την άποψη μου, είναι σημαντική για τη συμπλήρωση αυτής της υπόθεσης. Με βάση το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, για να εκδοθεί ένταλμα έρευνας θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας, συναρτημένης προς τα αντικείμενα για τα οποία επιδιώκεται η ανεύρεση, έτσι ώστε να τεκμηριώνεται η απαραίτητη προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσεως. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Παναγιώτου (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1957, η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας είναι απαραίτητο για να στοιχειοθετηθεί, και, ο δικαστής, ο οποίος εκδίδει το ένταλμα, οφείλει να ικανοποιηθεί, από την ενώπιον του μαρτυρία, ότι αποκαλύπτεται τέτοια εύλογη υπόνοια και περαιτέρω, ο ίδιος οφείλει να εξάξει το δικό του συμπέρασμα επί του προκειμένου. Ανάλογο θέμα εξετάστηκε και στην υπόθεση K.C.Saveriades & Co. (2010) 1(B) A.A.Δ.1401.

Στην προκείμενη υπόθεση το εκδοθέν ένταλμα έρευνας είναι τεκμήριο «Γ» επί της αιτήσεως και στο οποίο αναφέρεται το εξής: 

«Επειδή φαίνεται στη γραπτή ένορκη δήλωση του Α/Αστ.1538 Χ. Αγαθοκλέους από ΤΑΕ (ε) Αρχηγείου ότι υπάρχει εύλογος αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία και υποστατικά του Μιχάλη Πουργούρη, Δτ:646116, οδός Στασίνου 1, διαμ. 25, 1060, Λευκωσία καθώς και στ οχήματα του με αριθμούς εγγραφής ΚΜF574-KNF228, αποκρύπτονται ηλεκτρονικοί υπολογιστές, servers, πρόχειρες σημειώσεις, κατάλογοι πελατών, κωδικοί της ιστοσελίδας BETFAIR ή και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο ή ηλεκτρονικό μέσο, τα οποία σχετίζονται με υπόθεση που αφορά στα αδικήματα της: 1. Συνωμοσίας προς καταδολίευση, 2. Ο περί Κυπριακού Αθλητισμού Νόμος 41/1969, Άρθρο 24(1)(α)(β), 3. Αδικήματα κατά παράβαση του Περί Συγκάλυψης Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από ορισμένες εγκληματικές πράξεις Νόμος 118(Ι)/2007 και 58(Ι)/2010, Άρθρα 3, 4, 5, (β) και Κεφ.154, Άρθρο 20 και 4. Αδικήματα κατά παράβαση του Νόμου 75(Ι) του 1997, Άρθρο 9(α)(β)(γ)(δ) που αφορά την ρύθμιση στην άσκηση επαγγέλματος του αποδέκτη συλλογικών στοιχημάτων, αδικήματα που διαπράχθηκαν κατά/ή περί της 07.12.2011 και κατά ή περί της 21.01.2012 στις επαρχίες Λευκωσίας, Λεμεσού και Αμμοχώστου»

Καταλήγει δε ο δικαστής με το εξής:

«Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη ανάγκης έκδοσης [*2613]του εντάλματος σύμφωνα με το περιεχόμενο του όρκου.»

Το κρίσιμο ζήτημα είναι, κατά πόσο υπάρχει, ικανοποιητικό εύρημα του δικαστηρίου για ύπαρξη ευλόγου υπόνοιας διασύνδεσης της αναγκαιότητας έκδοσης του εντάλματος και τέτοιου συμπεράσματος από το δικαστήριο. Βασίζεται δε το δικαστήριο στο περιεχόμενο του όρκου που κατατέθηκε από τον αστυφύλακα Αγαθοκλέους, πλην, όμως, η εύλογη αιτία ότι εντός των υποστατικών του αιτητή υπάρχουν αντικείμενα που θα βοηθήσουν στη διερεύνηση της συγκεκριμένης υπόθεσης, αποτελεί υπόνοια που εκδηλώνεται από τον αστυφύλακα. Είναι αυτό αρκετό; Με βάση τη νομολογία, την οποία ανέφερα πιο πάνω, είναι απαραίτητη προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσεως η διαπίστωση από το ίδιο το δικαστήριο περί της ύπαρξης ευλόγου υπόνοιας. Τέτοια διεργασία και συμπέρασμα, στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει.

Τούτου δοθέντος δεν χρειάζεται προχωρήσω στην ανάλυση των υπολοίπων λόγων και η αίτηση, ως εκ τούτου, επιτυγχάνει. Το εκδοθέν ένταλμα ακυρούται.

Η αίτηση επιτυγχάνει.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο