Επενδυτικό Συγκρότημα Συνεργατικών Εταιρειών "Λευκόνοικο" Λτδ ν. Εμπορική Κεφαλαίου και Συμμετοχών Α.Ε. και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 2691

(2012) 1 ΑΑΔ 2691

[*2691]3 Δεκεμβρίου, 2012

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ

ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ «ΛΕΥΚΟΝOΙΚΟ» ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

v.

1.          ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ Α.Ε.,

2.          ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2009)

 

Συμβάσεις ― Συμφωνία πώλησης και επαναγοράς μετοχών ― Κατά πόσον οι εφεσίβλητοι οι οποίοι επένδυσαν μεγάλα ποσά στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρείας των εφεσειόντων είχαν δικαίωμα με βάση συγκεκριμένο όρο της συμφωνίας, να απαιτήσουν από τους εφεσείοντες   να αγοράσουν μέρος ή το σύνολο των πωληθέντων μετοχών στην εταιρεία σε τιμή ανά μετοχή που θα αντιπροσώπευε για την εφεσίβλητη 1, ένα δείκτη εσωτερικής απόδοσης ανερχόμενο σε 10% ― Απόρριψη εισήγησης περί ακυρότητας της συμφωνίας ― Κατά πόσον αποτελούσε συμφωνία υπό αίρεση.

Συμβάσεις ― Παράβαση σύμβασης ― Το αναίτιο μέρος μιας συμφωνίας έχει την επιλογή είτε να θεωρήσει την παράβαση από το υπαίτιο μέρος ως τερματίζουσα τη σύμβαση, να αποδεχθεί τον τερματισμό εκ μέρους του υπαιτίου μέρους και να εγείρει αγωγή για αποζημιώσεις, οπότε και οι δύο πλευρές απαλλάσσονται από την περαιτέρω εκτέλεση των προνοιών της σύμβασης, είτε να ζητήσει ειδική εκτέλεση της συμφωνίας και επιπλέον αποζημιώσεις για τυχόν ζημιά που προέκυψε από αργοπορία στην εκτέλεση της συμφωνίας.

Συμβάσεις ― Σύμβαση υπό αίρεση ― Σύμβαση η οποία υπόκειται σε διαλυτική αίρεση, παύει να υπάρχει με την εκπλήρωση της.

Λέξεις και Φράσεις ― «Δικαιοπραξία που καταρτίζεται χρηματιστηριακώς» στο Άρθρο 21(1), του περί Αξιών και Χρηματιστηρίων Αξιών Κύπρου Νόμου αρ. 14(Ι)/1993, ως τροποποιήθηκε.

[*2692]Λέξεις και Φράσεις ― «Πράξεις με αντικείμενο χρηματιστηριακά πράγματα» στο Άρθρο 23 (1) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίων Αξιών Κύπρου Νόμου αρ. 14(Ι)/1993.

Η εφεσίβλητη 1, αρχικά θυγατρική της εφεσίβλητης 2 τράπεζας,   και αργότερα συγχωνευθείσα με την εφεσίβλητη 2, αναζητούσε τη συμμετοχή-επένδυση σε επιχειρήσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Αμφότερες οι εφεσίβλητες δραστηριοποιούνταν στον τομέα των επενδύσεων επιχειρηματικού κεφαλαίου. Στο πλαίσιο αυτό προσεγγίστηκαν από τον τότε γενικό διευθυντή της εφεσείουσας, με πρόταση για επένδυση στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας A & P (Andreou & Paraskevaides) Enterprises Ltd, για την αγορά μετοχών σε αυτή, ενόψει της επικείμενης εισαγωγής της στο Χ.Α.Κ.. Υπεγράφη σχετική  συμφωνία στις 15.2.2002, με βάση την οποία οι εφεσείοντες πώλησαν στην εφεσίβλητη 1, 3.921.568 μετοχές της εταιρείας έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος των ΛΚ 0.51 σεντ ανά μετοχή.

Στη συμφωνία περιελήφθη σχετικός όρος, με βάση τον οποίο η εφεσίβλητη 1 είχε δικαίωμα («put option»), να ζητήσει από τους εφεσείοντες να αγοράσουν μέρος ή το σύνολο των πωληθέντων μετοχών στην εταιρεία σε τιμή ανά μετοχή που θα αντιπροσώπευε για την εφεσίβλητη 1, ένα δείκτη εσωτερικής απόδοσης ανερχόμενο σε 10%. Αυτό το δικαίωμα μπορούσε να ασκηθεί από την εφεσίβλητη 1, κατά την περίοδο 15.2.2004 έως 15.8.2005.

Οι εφεσείοντες με την ενάσκηση του πιο πάνω δικαιώματος από πλευράς της εφεσίβλητης 1, είχαν υποχρέωση να αποδεχθούν μεταβίβαση των μετοχών στο όνομα τους, καταβάλλοντας προς την εφεσίβλητη 1 το προβλεπόμενο τίμημα μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη λήψη της γραπτής ειδοποίησης με  την οποία η εφεσίβλητη 1 θα ασκούσε το δικαίωμα της για την πώληση των μετοχών στους εφεσείοντες.

Στη βάση της υπογραφείσας συμφωνίας, οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν το σύνολο του ποσού των ΛΚ1.999.999,60 σεντ στους εφεσείοντες για την αγορά των μετοχών της εταιρείας, οι οποίες μετοχές ενεγράφησαν στο όνομα της εφεσίβλητης 1.

Οι εφεσίβλητοι άσκησαν το δικαίωμα πώλησης των μετοχών με σχετική επιστολή τους ημερ. 23.3.2004 προς τους εφεσείοντες, ζητώντας από αυτούς να εξαγοράσουν το σύνολο των μετοχών των εφεσιβλήτων στην εταιρεία, έναντι του τιμήματος των ΛΚ2.418.200.  Το ποσό αυτό υπολογίσθηκε σύμφωνα με τον σχετικό προβλεπόμενο μαθηματικό τύπο.

[*2693]Οι εφεσείοντες δεν ανταποκρίθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο καθ’ οιονδήποτε χρόνο μεταξύ 15.2.2004-15-8.2005 και δεν ανταποκρίθηκαν ούτε στις διάφορες οχλήσεις των εφεσιβλήτων μέσω των δικηγόρων τους. Κατά την 3.5.2004, ημερομηνία λήξης της προθεσμίας που καθόρισαν οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων στην τελευταία επιστολή τους, η συμφωνηθείσα αξία των επιδίκων μετοχών με αναφορά πάντα στον τύπο του όρου 6 της συμφωνίας, ανερχόταν στις ΛΚ2.443.900.

Οι εφεσίβλητες ήγειραν την πρωτόδικη αγωγή ζητώντας την απόδοση σ’ αυτούς του ως άνω ποσού, ως συμφωνηθέν τίμημα πώλησης των μετοχών της εταιρείας και/ή ως αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας ημερ. 15.2.2002.

Οι εφεσείοντες προέβαλαν σχετική υπεράσπιση και ανταπαιτητικά επιδίωξαν  διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία ήταν άκυρη ή και ακυρώσιμη για τους λόγους που αναφέρθηκαν προηγουμένως, αλλά και γιατί η συμφωνηθείσα συναλλαγή δεν έτυχε της δέουσας ανακοίνωσης στο Χ.Α.Κ..

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την αξίωση και απέρριψε ως αβάσιμη την ανταπαίτηση.

Η δε ανταπαίτηση περί ακυρότητας της συμφωνίας απορρίφθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ακόμη και αν οι εφεσείοντες είχαν κατά νουν την παράνομη ή επιλήψιμη ρύθμιση της τιμής των μετοχών της εταιρείας, τέτοια πρόθεση δεν είχαν κατ’ ανάγκην και οι εφεσίβλητες εταιρείες.

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η μαρτυρία της μάρτυρα των εφεσιβλήτων - εναγόντων έδειξε ότι μοναδικός σκοπός της εφεσίβλητης 1, ήταν η επένδυση και η διασφάλιση της και βεβαίως η αναμενόμενη νόμιμη απόδοση και τίποτε άλλο.

Όσον αφορούσε την ισχυριζόμενη υποχρέωση των ιδίων να ανακοινώσουν τη συναλλαγή στο Χ.Α.Κ., το Δικαστήριο θεώρησε ότι το Άρθρο 23(1) της σχετικής περί Χ.Α.Κ. νομοθεσίας, επέβαλλε υποχρέωση ανακοίνωσης, αλλά η συμφωνία δεν ήταν χρηματιστηριακή συναλλαγή εφόσον κατά το χρόνο κατάρτισης της, οι μετοχές της εταιρείας δεν ήταν εισηγμένες στο Χ.Α.Κ..

Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία είχε ολοκληρωθεί πριν από την εισαγωγή των μετοχών της [*2694]εταιρείας στο Χ.Α.Κ. και ότι οι μετοχές δεν είχαν την αξία που εισηγούνταν οι εφεσείοντες εφόσον δεν είχαν εισαχθεί στο Χ.Α.Κ..

β) Η συμφωνία ήταν μια χρηματιστηριακή συναλλαγή και έπρεπε την επομένη της εισαγωγής των μετοχών στο Χ.Α.Κ., στις 27.3.2002, να ανακοινωνόταν. Εφόσον αυτό δεν έγινε, ήταν άκυρη ως προς το υπαίτιο μέρος, το οποίο ήταν εξ ολοκλήρου οι εφεσίβλητες.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Σε καμιά περίπτωση η συμφωνία δεν θα μπορούσε να κριθεί, ως εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες, ως συμφωνία υπό αίρεση.

2.  Το επιχείρημα των εφεσειόντων περί συμβάσεως υπό αίρεση, αντιστρατευόταν τη λογική των πραγμάτων εφόσον εάν η σύμβαση ήταν υπό αίρεση, τότε αυτή δεν ήταν νομικά εκτελεστή κατά το Άρθρο 32 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και επομένως οι εφεσείοντες δεν θα έπρεπε να λάμβαναν τα χρήματα των εφεσιβλήτων ή εφόσον τα έλαβαν, θα έπρεπε να τα επιστρέψουν.

3.  Η συμφωνία ήταν σαφής ως προς τους όρους της και με κανένα τρόπο δεν εξαγόταν σύμβαση υπό αίρεση.

4.  Όσον αφορούσε στη θέση ότι η συμφωνία ενέπιπτε στην έννοια της χρηματιστηριακής συναλλαγής, η ουσία του πράγματος ήταν ότι οι μετοχές τόσο κατά το χρόνο κατάρτισης της συμφωνίας, όσο και κατά το χρόνο μεταβίβασης των μετοχών στις εφεσίβλητες, δεν είχαν καμιά χρηματιστηριακή αξία εφόσον οι μετοχές δεν είχαν εισαχθεί, ούτε και διαπραγματεύονταν στο Χ.Α.Κ..

5.  Ήταν ορθή η θέση των εφεσιβλήτων ότι από τη στιγμή που οι μετοχές της εταιρείας είχαν ήδη μεταβιβαστεί στις εφεσίβλητες πριν την εισαγωγή της  εταιρείας στο Χρηματιστήριο, δεν ήταν δυνατό, όσον ελαστικά και να ερμηνεύονταν οι νομοθετικές πρόνοιες, να θεωρούνταν οι μετοχές ως έχουσες χρηματιστηριακή αξία και, επομένως, δεν τίθετo ούτε ζήτημα ανακοίνωσης της συναλλαγής ή της πράξης μέσα στην προθεσμία που ορίζει το Άρθρο 23(2) του Νόμου.

6.  Έτσι δεν θεωρούνταν οι εφεσίβλητες ως «δικαιοδόχοι», εντός της εννοίας του Κανονισμού 47(2)(γ) των περί Αξιών και Χρηματιστηριακών Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 και 1997, Κ.Δ.Π. 214/95 και Κ.Δ.Π. 342/97.

7.  Συναγόταν από τα πιο πάνω ότι η καταρτισθείσα συμφωνία δεν [*2695]ήταν άκυρη εφόσον δεν καταρτίστηκε κατά παράβαση των διατάξεων του Νόμου.

8.  Οι εφεσίβλητες επέλεξαν, να εφαρμόσουν τη σύμβαση και να μην αποδεχθούν την παράβαση της από πλευράς των εφεσειόντων προς ακύρωση της. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν μια απόλυτα θεμιτή επιλογή και ορθώς πρωτοδίκως διατάχθηκαν στη βάση της συμφωνίας οι εφεσείοντες να επαναγοράσουν τις μετοχές και να καταβάλουν στην εφεσίβλητη 2, η οποία ανέλαβε τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της εφεσίβλητης 1, το τίμημα επαναγοράς το οποίο θα προέκυπτε χρησιμοποιώντας το συμφωνηθέντα μαθηματικό τύπο στον όρο 6 της συμφωνίας.

9.  Ακόμη και αν η σύμβαση ήθελε θεωρηθεί άκυρη με βάση τις θέσεις των εφεσειόντων, το Δικαστήριο όφειλε να επιστρέψει το τίμημα αγοράς στις εφεσίβλητες διότι από άκυρη συμφωνία δεν θα ήταν δυνατό για τους εφεσείοντες να κατακρατήσουν, ανεπιεικώς, τα δύο σχεδόν εκατομμύρια λίρες που εισέπραξαν.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

D. Nicolaou & Sons (Landowners) Ltd ν. Χατζηαντώνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 273,

Total Gas Marketing Ltd v. Arco British Ltd (1998) 2 Α.Α.Δ. 1275,

Στιβαδώρου κ.ά. ν. Χατζηκώστα κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 497,

Metaxas Loizides Syrimis & Co κ.ά. ν. LK Globalsoft Com. Limited (2007) 1 Α.Α.Δ. 54.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 6033/04), ημερομηνίας 24/6/2009.

Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Λοΐζου για Γ. Τριανταφυλλίδη, για τις Εφεσίβλητες.

Cur. adv. vult.

[*2696]ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η Ιωάννα Πολυκράτη, υπεύθυνη των εφεσιβλήτων κατά πάντα ουσιώδη χρόνο για τις επενδύσεις τους, έθεσε το πλαίσιο συνεργασίας των εφεσιβλήτων με τους εφεσείοντες, τόσο μέσα από τη γραπτή δήλωση της που αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης της, όσο και μέσω της ένορκης μαρτυρίας της.

Η εφεσίβλητη 1, αρχικά θυγατρική της εφεσίβλητης 2 τράπεζας,  η οποία εφεσίβλητη 1 απορροφήθηκε αργότερα στις 10.12.2004 με συγχώνευση της με την τράπεζα εφεσίβλητη 2, αναζητούσε τη συμμετοχή-επένδυση σε επιχειρήσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό οι οποίες αναμένονταν να ήταν κερδοφόρες και με προοπτική περαιτέρω ανάπτυξης. Αμφότερες οι εφεσίβλητες δραστηροποιούνταν στον τομέα των επενδύσεων επιχειρηματικού κεφαλαίου («private equity – venture capital»). Σε αυτά τα πλαίσια προσεγγίστηκαν από τον τότε γενικό διευθυντή της εφεσείουσας, με πρόταση για επένδυση στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας A & P (Andreou & Paraskevaides) Enterprises Ltd, (εφεξής «η εταιρεία»), για την αγορά μετοχών σε αυτή, ενόψει της επικείμενης εισαγωγής της στο Χ.Α.Κ. Έχοντας υπόψη ότι οι εφεσείοντες ήταν συγκρότημα επενδυτικών εταιρειών με βασικούς μετόχους μεγάλα συνεργατικά ιδρύματα, η πρόταση μελετήθηκε δεόντως με αποτέλεσμα να υπογραφεί σχετική συμφωνία στις 15.2.2002, με βάση την οποία οι εφεσείοντες πώλησαν στην εφεσίβλητη 1, 3.921.568 μετοχές της εταιρείας έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος των ΛΚ 0.51 σεντ ανά μετοχή.

Η εφεσίβλητη 1, ως εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου, ως η πάγια τακτική τέτοιων εταιρειών, επενδύει με τη συμμετοχή της σε άλλες εταιρείες με πρόνοια για έξοδο της ιδίας από τη σχετική επένδυση μετά την εξασφάλιση ελάχιστης ικανοποιητικής απόδοσης. Ως αποτέλεσμα αυτής της πάγιας ακολουθητέας τακτικής, συμπεριελήφθη στην υπογραφείσα συμφωνία και ο όρος 6, με βάση τον οποίο η εφεσίβλητη 1 είχε δικαίωμα («put option»), να ζητήσει από τους εφεσείοντες να αγοράσουν μέρος ή το σύνολο των πωληθέντων μετοχών στην εταιρεία σε τιμή ανά μετοχή που θα αντιπροσώπευε για την εφεσίβλητη 1, ένα δείκτη εσωτερικής απόδοσης ανερχόμενο σε 10%. Αυτό το δικαίωμα μπορούσε να ασκηθεί από την εφεσίβλητη 1, κατά την περίοδο 15.2.2004 έως 15.8.2005. Οι εφεσείοντες με την ενάσκηση του πιο πάνω δικαιώματος από πλευράς της εφεσίβλητης 1, είχαν υποχρέωση να αποδεχθούν μεταβίβαση των μετοχών στο όνομα τους, καταβάλλοντας προς την εφεσίβλητη 1 το προβλεπόμενο [*2697]τίμημα μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη λήψη της γραπτής ειδοποίησης με την οποία η εφεσίβλητη 1 θα ασκούσε το δικαίωμα της για την πώληση των μετοχών στους εφεσείοντες.

Στη βάση της υπογραφείσας συμφωνίας, οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν το σύνολο του ποσού των ΛΚ1.999.999,60 σεντ στους εφεσείοντες για την αγορά των μετοχών της εταιρείας, οι οποίες μετοχές ενεγράφησαν στο όνομα της εφεσίβλητης 1. Ως υπαγόρευαν άλλοι όροι των συμφωνηθέντων, το πιο πάνω τίμημα κατατέθηκε σε δεσμευμένο λογαριασμό του ορισθέντος θεματοφύλακα κ. Στέλιου Τριανταφυλλίδη, ο οποίος και το αποδέσμευσε προς όφελος των εφεσειόντων μετά από σχετική εντολή της εφεσίβλητης 1 στις 27.3.2002, όταν η εταιρεία εισήχθη στο Χ.Α.Κ.

Οι εφεσίβλητοι εξάσκησαν το δικαίωμα πώλησης των μετοχών με σχετική επιστολή τους ημερ. 23.3.2004 προς τους εφεσείοντες, ζητώντας από αυτούς να εξαγοράσουν το σύνολο των μετοχών των εφεσιβλήτων στην εταιρεία, δηλαδή, 3.921.568 μετοχές έναντι του τιμήματος των ΛΚ2.418.200. Το ποσό αυτό υπολογίσθηκε σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο που περιεχόταν στον όρο 6 της συμφωνίας.

Οι εφεσείοντες δεν ανταποκρίθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο στην εξάσκηση του δικαιώματος των εφεσιβλήτων καθ΄ οιονδήποτε χρόνο μεταξύ 15.2.2004-15-8.2005 και δεν ανταποκρίθηκαν ούτε στις διάφορες οχλήσεις των εφεσιβλήτων μέσω των δικηγόρων τους. Κατά την 3.5.2004, ημερομηνία λήξης της προθεσμίας που καθόρισαν οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων στην τελευταία επιστολή τους, η συμφωνηθείσα αξία των επιδίκων μετοχών με αναφορά πάντα στον τύπο του όρου 6 της συμφωνίας, ανερχόταν στις ΛΚ2.443.900.

Η μάρτυρας εξήγησε περαιτέρω ότι οι εφεσίβλητες αποφάσισαν να επιμείνουν στην ειδική εκτέλεση της συμφωνίας ενόψει του ότι η μετοχή της εταιρείας διαπραγματευόταν με πάρα πολύ χαμηλούς όγκους και σε τιμή μικρότερη της αξίας στην οποία απεκτήθη και επομένως τυχόν προσπάθεια τους να πωλήσουν τις μετοχές σ’ εκείνο το στάδιο, θα επηρέαζε ακόμη πιο αρνητικά την τιμή διότι θα προσφερόταν στην αγορά ένας πολύ μεγάλος αριθμός μετοχών, με βέβαιη τη ζημία τόσο των ιδίων των εφεσιβλήτων, όσο και της εταιρείας.

Οι εφεσίβλητες ήγειραν επομένως την πρωτόδικη αγωγή ζητώντας την απόδοση σ΄ αυτούς του ποσού των ΛΚ2.443.90 ή [*2698]οποιουδήποτε άλλου ποσού θα υπολογιζόταν με βάση τον μαθηματικό τύπο του όρου 6 της συμφωνίας, ως συμφωνηθέν τίμημα πώλησης των μετοχών της εταιρείας και/ή ως αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας ημερ. 15.2.2002. Οι εφεσείοντες αντέδρασαν με την καταχώρηση υπεράσπισης, αλλά και ανταπαίτησης. Με την πρώτη, οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι με βάση τους όρους της συμφωνίας, οι εφεσίβλητοι δεν είχαν δικαίωμα να πωλήσουν τις μετοχές σε τρίτους κατά την περίοδο 15.2.2002-14.2.2004 και εφόσον μεταβίβασαν μέρος των μετοχών σε τρίτους, οι εφεσείοντες είχαν απαλλαγεί από την υποχρέωση επαναγοράς των μετοχών. Περαιτέρω, ότι δεν υφίστατο έγκυρη και νόμιμη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ή οιουδήποτε εξ αυτών, ενώ η συμφωνία ήταν εν πάση περιπτώσει παράνομη διότι οι διάδικοι συνομώτησαν μεταξύ τους προς επηρεασμό των μετοχών της εταιρείας και χειραγώγηση της αγοράς. Ακόμη, ο Ανδρέας Χατζηξενοφώντος, τότε γενικός διευθυντής των εφεσειόντων, ενήργησε έξω και κατά παράβαση του ιδρυτικού εγγράφου και του καταστατικού των εφεσειόντων, ενώ για τη συνομολόγηση της επίδικης συμφωνίας διώχθηκε αργότερα ποινικώς στην υπ’ αρ. 11062/05 υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Αρνήθηκαν, τέλος, ότι οι εφεσίβλητοι υπέστησαν την αξιούμενη ή οποιαδήποτε ζημιά, ενώ απέτυχαν να λάβουν τα αναγκαία εκείνα μέτρα προς μείωση της κατ΄ ισχυρισμόν απώλειας τους.

Ανταπαιτητικώς, οι εφεσείοντες επεδίωξαν διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία ήταν άκυρη ή και ακυρώσιμη για τους λόγους που αναφέρθηκαν προηγουμένως, αλλά και γιατί η συμφωνηθείσα συναλλαγή δεν έτυχε της δέουσας ανακοίνωσης στο Χ.Α.Κ..

Η δίκη διεξήχθη στη βάση της μαρτυρίας της Ιωάννας Πολυκράτη, μοναδικής μάρτυρας για τους εφεσίβλητους και των νομικών σημείων που πρόβαλαν αντιστοίχως οι συνήγοροι των διαδίκων, εφόσον οι εφεσείοντες επέλεξαν να  μην προσφέρουν οποιαδήποτε μαρτυρία. Το Δικαστήριο δέχθηκε την αξίωση και απέρριψε ως αβάσιμη την ανταπαίτηση. Τα γεγονότα, ως εξήγησε ήταν, κατ’ ουσίαν, μέσα από τη μαρτυρία της Ι. Πολυκράτη «αμοιβαίως αποδεκτά» και όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκαν από τους εφεσείοντες, αλλά στηρίχθηκαν σ’ αυτά για να θεμελιώσουν την κατ’ ανταπαίτηση παρανομία και ακυρότητα της συμφωνίας. Εισήγηση όμως που δεν αποδέχθηκε το Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι ακόμη και αν οι εφεσείοντες είχαν κατά νουν την παράνομη ή επιλήψιμη ρύθμιση της τιμής των μετοχών της εταιρείας, τέτοια πρόθεση δεν είχαν κατ’ ανάγκην και οι εφεσίβλητες εταιρείες. Και πράγ[*2699]ματι, σύμφωνα με το Δικαστήριο, η μαρτυρία της Ι. Πολυκράτη έδειξε ότι μοναδικός σκοπός της εφεσίβλητης 1, ήταν η επένδυση και η διασφάλιση της και βεβαίως η αναμενόμενη νόμιμη απόδοση και τίποτε άλλο. Η κοινώς καθορισθείσα τιμή αγοράς των μετοχών και ο μαθηματικός τύπος προς καθορισμό της τιμής επαναγοράς ουδόλως έδειχναν,, πόσο μάλλον απεδείκνυαν, καιροσκοπισμό ή προσπορισμό αθέμιτου οφέλους.

Πρόσθετα, το Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση περί αντίθεσης της συμφωνίας με τα χρηστά ήθη και τη δημόσια πολιτική, εφόσον η εφεσίβλητη 1 είχε αποδεχθεί τη σύναψη της συμφωνίας στη βάση της υπόσχεσης και εγγύησης των εφεσειόντων, ενώ δεν είχε διαμορφωθεί ποτέ δημόσια πολιτική αποτρέπουσα τη σύναψη παρομοίας φύσεως συμφωνιών. Όσον αφορά την υποχρέωση των ιδίων να ανακοινώσουν τη συναλλαγή στο Χ.Α.Κ., το  Δικαστήριο θεώρησε ότι το Άρθρο 23(1) της σχετικής περί Χ.Α.Κ. νομοθεσίας, επέβαλλε υποχρέωση ανακοίνωσης, αλλά η συμφωνία δεν ήταν χρηματιστηριακή συναλλαγή εφόσον κατά το χρόνο κατάρτισης της, οι μετοχές της εταιρείας δεν ήταν εισηγμένες στο Χ.Α.Κ. Ούτε και κατηρτίσθη χρηματιστηριακή συναλλαγή την ημέρα εισαγωγής των μετοχών στο Χ.Α.Κ., διότι η συμφωνία προέβλεπε τη μεταβίβαση των μετοχών επ’ ονόματι της εφεσίβλητης 1 πριν την εισαγωγή της εταιρείας στο Χ.Α.Κ., ενώ διασφαλίστηκε και η πληρωμή των μετοχών ταυτόχρονα με την εισαγωγή.

Οι δύο λόγοι έφεσης, όπως περιορίστηκαν από το περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων, αφορούν το ζήτημα της παρανομίας λόγω μη ανακοίνωσης της συναλλαγής στο Χ.Α.Κ. Πλήττεται ως εσφαλμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία είχε ολοκληρωθεί πριν την εισαγωγή των μετοχών της εταιρείας στο Χ.Α.Κ. και ότι οι μετοχές δεν είχαν την αξία που εισηγούνταν οι εφεσείοντες εφόσον δεν είχαν εισαχθεί στο Χ.Α.Κ. Κατά τους εφεσείοντες, η διατύπωση της συμφωνίας ήταν σαφέστατη στο ότι οι μετοχές θα μεταβιβάζονταν από τους εφεσείοντες στις εφεσίβλητες κατά την εισαγωγή τους στο Χ.Α.Κ., με ταυτόχρονη καταβολή του τιμήματος αγοράς. Αυτή η μεταβίβαση συνετελέσθη στις 27.3.2002 και η συμφωνία ημερ. 15.2.2002, ήταν στην πραγματικότητα σύμβαση υπό αίρεση κατά τα διαλαμβανόμενα στα Άρθρα 31 και 32 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Η συμφωνία, κατά τον κ. Παπαθεοδώρου, θα έπαυε να ισχύει σε περίπτωση που δεν επέρχετο το μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός της εισαγωγής των μετοχών στο Χ.Α.Κ.  Η συνομολογηθείσα συμφωνία σκόπευε μόνο να ρυθμίσει τους όρους και προϋποθέσεις της ολοκλήρωσης της συμφωνίας.  Το εύρημα συνεπώς του Δικαστηρίου ότι η συ[*2700]ναλλαγή ολοκληρώθηκε με τη μεταβίβαση των μετοχών στο όνομα της εφεσίβλητης 1, πριν την εισαγωγή τους στο Χ.Α.Κ., είναι προδήλως λανθασμένο και ενάντια στα κοινώς αποδεκτά τεκμήρια και τη μαρτυρία.

Πρόσθετα, η συναλλαγή ενέπιπτε εντός των παραμέτρων που καθορίζει το Άρθρο 22 του Νόμου υπ’ αρ. 14(Ι)/1993, ως τροποποιήθηκε, ως προς την έννοια της χρηματιστηριακής συναλλαγής που καλύπτει οποιαδήποτε αγορά και πώληση κινητών αξιών τοις μετρητοίς ή επί προθεσμία, καθώς και σύμβαση μεταβίβασης κινητών αξιών, και παρεπόμενες με τα πιο πάνω, δικαιοπραξίες. Ο Νόμος, κατά το συνήγορο, δεν περιορίζει ή θέτει ως προϋπόθεση το εισηγμένο στο Χ.Α.Κ. των μετοχών, ως κινητών αξιών. Έπεται, σύμφωνα με την εισήγηση, ότι η συμφωνία ήταν μια χρηματιστηριακή συναλλαγή και έπρεπε την επομένη της εισαγωγής των μετοχών στο Χ.Α.Κ., στις 27.3.2002, να ανακοινωνόταν.  Εφόσον αυτό δεν έγινε, η συμφωνία είναι, σύμφωνα με το Άρθρο 23, άκυρη ως προς το υπαίτιο μέρος, το οποίο είναι εξ ολοκλήρου οι εφεσίβλητες.

Αντίθετη είναι βεβαίως η θέση των εφεσιβλήτων. Η δική τους εισήγηση είναι ότι ουδεμία παρανομία έχει προκύψει ως εκ της συνομολόγησης της συμφωνίας, η οποία δεν είναι χρηματιστηριακή συναλλαγή. Κατά το χρόνο κατάρτισης της συμφωνίας, οι μετοχές της εταιρείας δεν ήταν εισηγμένες στο Χ.Α.Κ. Η σχετική νομοθεσία, ορθά ερμηνευόμενη, ουδόλως καλύπτει την υπό κρίση περίπτωση εφόσον σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί η συμφωνία να θεωρηθεί χρηματιστηριακή συναλλαγή. Οι μετοχές κατά το χρόνο κατάρτισης της συμφωνίας δεν ήταν διαπραγματεύσιμες στο Χ.Α.Κ. και συνεπώς ούτε αξία εντός του χρηματιστηρίου είχαν, ούτε και η όλη συναλλαγή αποτελεούσε χρηματιστηριακή συναλλαγή. Οι πωλούμενες μετοχές είχαν εγγραφεί επ’ ονόματι των εφεσιβλήτων πριν καν την εισαγωγή τους στο Χ.Α.Κ., ουσιώδης δε χρόνος προς εξέταση της συμφωνίας είναι η ημερομηνία κατάρτισης της και όχι πότε καταβλήθηκε το τίμημα αγοράς.

Με βάση τα ανωτέρω, καμιά υποχρέωση ενημέρωσης του Χ.Α.Κ. δεν είχαν οι εφεσίβλητες. Αντίθετα, αν υπήρχε τέτοια υποχρέωση, αυτή βάρυνε τους ίδιους τους εφεσείοντες, η παράλειψη των οποίων και δεν τους δικαιώνει να εκμεταλλευτούν την όλη κατάσταση προς ίδιον όφελος. Εφόσον υπαίτιοι για την όποια παράλειψη ήταν οι ίδιοι οι εφεσείοντες, η συμφωνία είναι σε ισχύ διότι δεν είναι δυνατόν να εισπράττουν από τη μια το τίμημα πώλησης και από την άλλη να αρνούνται να εφαρμόσουν τον όρο 6 [*2701]της συμφωνίας, επιστρέφοντας τα χρήματα που εισέπραξαν. Αν από την άλλη, οι εφεσίβλητες ήσαν ένοχες λόγω παράλειψης τους να ενημερώσουν το Χ.Α.Κ. για τη συμφωνία, τότε οι εφεσείοντες μπορούσαν, αν ήθελαν, να προβούν σε ακύρωση της, κάτι που ουδέποτε έπραξαν.

Έχοντας με τη δέουσα προσοχή εξετάσει τη διαφορά των διαδίκων υπό το φως και της πρωτόδικης απόφασης και του σκεπτικού της, κρίνεται ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν δίκαιο στις τοποθετήσεις τους. Κατ ‘ αρχάς να καταγραφεί το σαφές της συμφωνίας και των όρων της. Σε καμιά περίπτωση η συμφωνία δεν θα μπορούσε να κριθεί, ως εισηγούνται οι εφεσείοντες, ως συμφωνία υπό αίρεση. Ο μόνος όρος που έπρεπε να εκπληρωθεί για την ισχύ της συμφωνίας ήταν αυτός της παρ. 9, που έθετε ως προϋπόθεση την έγκριση των όρων της συμφωνίας από το Διοικητικό Συμβούλιο του αγοραστή, δηλαδή, των εφεσιβλήτων, το οποίο θα έπρεπε να συνεδριάσει εντός 15 ημερών από την υπογραφή της συμφωνίας στις 15.2.2002. Αυτό επιτεύχθη με τη σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου ημερ. 1.3.2002, Τεκμ. 2, πρωτοδίκως. Άλλωστε, το επιχείρημα των εφεσειόντων περί συμβάσεως υπό αίρεση, αντιστρατεύεται τη λογική των πραγμάτων εφόσον εάν η σύμβαση ήταν υπό αίρεση τότε αυτή δεν ήταν νομικά εκτελεστή κατά το Άρθρο 32 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και επομένως οι εφεσείοντες δεν θα έπρεπε να λάμβαναν τα χρήματα των εφεσιβλήτων ή εφόσον τα έλαβαν, θα έπρεπε να τα επιστρέψουν.

Η συμφωνία ήταν σαφής ως προς τους όρους της. Η παρ. 2 καθόριζε ότι:

«Η παράδοση των εγγράφων μεταβίβασης και η μεταβίβαση και εγγραφή των Μετοχών επ’ ονόματι του Αγοραστή θα λάβει χώρα οποτεδήποτε μετά την ολοκλήρωση της έκδοσης των νέων μετοχών της Εταιρείας ….. και πάντως, εν πάση περιπτώσει, πριν την εισαγωγή των μετοχών της Εταιρείας στο ΧΑΚ, οι οποίες μετοχές, προς αποφυγή παρεξηγήσεως, θα περιλαμβάνουν και τις Μετοχές. Η καταβολή του τιμήματος θα γίνει ταυτόχρονα με την παράδοση των εγγράφων μεταβίβασης και την μεταβίβαση και εγγραφή των Μετοχών επ’ ονόματι του Αγοραστή σύμφωνα με τους όρους της επόμενης παραγράφου.»

Η επόμενη παρ. 3 προνοούσε ότι:

«Με την επιφύλαξη της παρ. 9 κατωτέρω, συμφωνείται ότι [*2702]το Τίμημα θα κατατεθεί σε δεσμευμένο λογαριασμό (escrow account), που θα τηρεί ο κ. Στέλιος Τριανταφυλλίδης ως θεματοφύλακας (escrow agent) μέχρι την εισαγωγή των μετοχών της Εταιρείας στο ΧΑΚ.  Σε περίπτωση  που οι μετοχές δεν εισαχθούν στο ΧΑΚ μέχρι και την 31/3/2012, τότε ο θεματοφύλακας υποχρεούται να επιστρέψει το τίμημα και τους καρπούς αυτού στον Αγοραστή αμελλητί και ο τελευταίος θα επιστρέψει στον Πωλητή τυχόν έγγραφα που καθιστούν τον Αγοραστή κύριο των μετοχών. Σε περίπτωση που οι μετοχές της Εταιρείας εισαχθούν στο ΧΑΚ μέχρι και την ανωτέρω ημερομηνία, ο θεματοφύλακας θα αποδώσει το τίμημα στον Πωλητή συγχρόνως με την εισαγωγή των μετοχών της Εταιρείας στο ΧΑΚ.»

Η συμφωνία λοιπόν προνοούσε δύο στάδια: το πρώτο ήταν η ρητή και απερίφραστη δέσμευση ότι οι μετοχές θα μεταβιβάζονταν πριν την εισαγωγή των μετοχών της εταιρείας στο Χ.Α.Κ.. Προνοήθηκε δε και η λεπτομέρεια ότι οι επίδικες μετοχές περιλαμβάνονταν στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας που θα εισαγόταν στο Χ.Α.Κ.. Η δεύτερη ότι το τίμημα της αγοράς θα καταβαλλόταν ταυτόχρονα με την παράδοση των εγγράφων μεταβίβασης και τη μεταβίβαση και εγγραφή των μετοχών επ’ ονόματι των εφεσιβλήτων. Με κανένα τρόπο δεν εξάγεται από τα ανωτέρω σύμβαση υπό αίρεση. Το διαλαμβανόμενο γεγονός είτε το ένα, δηλαδή, η μεταβίβαση των μετοχών, είτε το άλλο, δηλαδή, η καταβολή του τιμήματος, δεν ήταν ένα αβέβαια μελλοντικό γεγονός, όπως ισχυρίζονται οι εφεσείοντες με αναφορά στο Άρθρο 32 του Κεφ. 149. Η συμφωνία δεν ρύθμιζε απλά τη διαδικασία ή τους όρους και προϋποθέσεις ολοκλήρωσης της συναλλαγής. Η συμφωνία ήταν η ίδια αυτοτελής και παρείχε δικαιώματα και υποχρεώσεις από την υπογραφή της στις 15.2.2002. Αυτό είναι σαφές και από το γεγονός ότι σύμφωνα με την παρ. 3, ανωτέρω, ο θεματοφύλακας θα ήταν υπόχρεος να επιστρέψει το τίμημα πώλησης, το οποίο ήταν ήδη κατατεθειμένο σε δεσμευμένο λογαριασμό, αν οι μετοχές δεν εισάγονταν στο Χ.Α.Κ. μέχρι τις 31.3.2002.

Η παρούσα συμφωνία πολύ διαφέρει από τα δεδομένα της D. Nicolaou & Sons (Landowners) Ltd ν. Νίκου Κ. Χατζηαντώνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 273, στην οποία παρέπεμψε ο κ. Παπαθεοδώρου.  Εκεί υπήρχε όρος σε συμφωνία αγοράς καταστήματος ότι η συμφωνία θα ακυρωνόταν αν το κατάστημα κατά την αποπεράτωση του δεν ενοικιαζόταν πέραν των £250-£300 μηνιαίως, οι δε πληρωθείσες δόσεις του τιμήματος αγοράς θα επιστρέφονταν με τόκο 9% από την ημερομηνία πληρωμής. Να σημειωθεί ότι οι αγοραστές ήταν ανδρόγυνο εγκατεστημένο στη Βρεττανία και προφανώς [*2703]συμφωνήθηκε ο όρος αυτός ως τρόπος διασφάλισης της επένδυσης τους με το να αγοράσουν υποστατικό στην Κύπρο. Το Εφετείο έκρινε ότι με το περιεχόμενο του σχετικού όρου, οι διάδικοι δεν συμφώνησαν για τον τρόπο εκτέλεσης της σύμβασης, αλλά για αυτή καθ’ αυτή την υποχρέωση εκτέλεσης της συμφωνίας.

Δεν υπάρχει αντιστοιχία με τα εδώ συμφωνηθέντα. Όπως λέχθηκε και πριν, ο μόνος όρος που τέθηκε ρητά ως προϋπόθεση για την εγκυρότητα της συναλλαγής ήταν η ρητή έγκριση των όρων και συμφωνιών από το διοικητικό συμβούλιο του αγοραστή. Τα αντίστοιχα Άρθρα 31 και 32 του Indian Contract Law, όπως αναλύονται και επεξηγούνται στους Pollock & Mulla: Indian Contract and Specific Relief Acts, 11η έκδ., τόμος 1, σελ. 489-496, δείχνουν ακριβώς την ορθή διάσταση του όλου θέματος. Ότι, δηλαδή, συμφωνία για εκτέλεση ή καταβολή του τιμήματος σε καθορισμένο χρόνο μετά την υπογραφή της, δεν την καθιστά σύμβαση υπό αίρεση, εφόσον είναι μόνο η εκτέλεση που αναβάλλεται για μελλοντικό χρόνο.

Κατά το Αγγλικό κοινοδίκαιο, σύμβαση η οποία υπόκειται σε «condition subsequent», δηλαδή, διαλυτική αίρεση, παύει να υπάρχει με την εκπλήρωση της. Ως αναφέρεται στο σύγγραμμα των Koffman & Macdonald: The Law of Contract, 6η έκδ., σελ. 138, παρ. 8.12:

«A condition subsequent is a condition upon the fulfilment of which an existing contract is extinquished – Head v. Tattersall (1871) ......»

Μεταγενέστερα στην Total Gas Marketing Ltd v. Arco British Ltd (1998) 2 Α.Α.Δ. 1275, λέχθηκε από τον Lord Steyn, ότι:

«a fact is a condition precedent to a contract for the creation of which it is necessary, and . . . a fact is a condition subsequent to a contract that it extinguishes. On the other hand, “condition precedent” is sometimes used in the sense of a condition subsequent. That is not so surprising. The question is condition precedent to what? And in this case the question can only receive the answer: the operation of the contract.»

Όσον αφορά τη θέση ότι η συμφωνία ενέπιπτε στην έννοια της χρηματιστηριακής συναλλαγής, στην οποία ο συνήγορος των εφεσειόντων έδινε ιδιαίτερη έμφαση, παρατηρείται ότι η ουσία του πράγματος ήταν ότι οι μετοχές τόσο κατά το χρόνο κατάρτισης της συμφωνίας, όσο και κατά το χρόνο μεταβίβασης των μετοχών στις [*2704]εφεσίβλητες, δεν είχαν καμιά χρηματιστηριακή αξία εφόσον οι μετοχές δεν είχαν εισαχθεί, ούτε και διαπραγματεύονταν στο Χ.Α.Κ.

Η αναφορά και έμφαση από τον κ. Παπαθεοδώρου στο Άρθρο 22 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίων Αξιών Κύπρου Νόμου αρ. 14(Ι)/1993, ως τροποποιήθηκε, είναι αποσπασματική. Πρέπει να ιδωθεί και να αναγνωσθεί με τα συναφή Άρθρα 21 και 23, καθώς και με τους ορισμούς που δίδονται στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου. Είναι σαφές ότι σύμφωνα με το Άρθρο 21(1), χρηματιστηριακή συναλλαγή είναι «η δικαιοπραξία που καταρτίζεται χρηματιστηριακώς και έχει ως αντικείμενο τη μεταβίβαση της κυριότητας χρηματιστηριακών πραγμάτων».

Δεν υπάρχει ορισμός των «χρηματιστηριακών πραγμάτων» στο Άρθρο 2, αλλά είναι πρόδηλο από το συνδυασμό των Άρθρων 21, 22 και 23, ότι εννοούνται τα έχοντα χρηματιστηριακή αξία αντικείμενα. Το Άρθρο 23(1), καθορίζει ως πράξεις με «αντικείμενο χρηματιστηριακά πράγματα» μια σειρά πράξεων που αναφέρονται σε «αξίες», οι οποίες στο Άρθρο 2 καθορίζονται να σημαίνουν, «δημόσια χρεόγραφα και εταιρικούς τίτλους». Μεταξύ αυτών είναι η παρ. (ζ), που αναφέρεται σε συναλλαγή με αντικείμενο «κινητές αξίες» (ταυτόσημη έννοια με τις «αξίες» κατά το Άρθρο 2), μιας κατηγορίας «χρηματιστηριακής αξίας εκατόν χιλιάδων τουλάχιστον λιρών». Και είναι εδώ που οι εφεσείοντες εστιάζουν την προσοχή τους. Αλλά η πρόνοια αυτή συναρτάται και πάλι με «χρηματιστηριακή αξία». Και τέτοια αξία δεν είχαν οι μετοχές της εταιρείας ούτε κατά τη συνομολόγηση της συμφωνίας, ούτε κατά την πληρωμή του τιμήματος.

Είναι ορθή η θέση των εφεσιβλήτων ότι από τη στιγμή που οι μετοχές της εταιρείας είχαν ήδη μεταβιβαστεί στις εφεσίβλητες πριν την εισαγωγή της εταιρείας στο Χρηματιστήριο, δεν είναι δυνατό, όσον ελαστικά και να ερμηνευθούν οι νομοθετικές πρόνοιες να θεωρηθούν οι μετοχές ως έχουσες χρηματιστηριακή αξία και, επομένως, δεν τίθεται ούτε ζήτημα ανακοίνωσης της συναλλαγής ή της πράξης μέσα στην προθεσμία που ορίζει το Άρθρο 23(2) του Νόμου. Έτσι δεν θεωρούνται οι εφεσίβλητες ως «δικαιοδόχοι», εντός της εννοίας του Κανονισμού 47(2)(γ) των περί Αξιών και Χρηματιστηριακών Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 και 1997, Κ.Δ.Π. 214/95 και Κ.Δ.Π. 342/97.

Συνάγεται από τα πιο πάνω ότι η καταρτισθείσα συμφωνία δεν είναι άκυρη  εφόσον δεν καταρτίστηκε κατά παράβαση των διατάξεων του Νόμου. Η μεταβίβαση των μετοχών είναι στοιχείο [*2705]που ολοκληρώνει την πώληση των μετοχών σύμφωνα και με την υπόθεση Στιβαδώρου ως διαχειριστής της περιουσίας της Ελένης Στιβαδώρου κ.ά. ν. Χατζηκώστα κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 497. Εκεί, έγινε αναφορά και στην υπόθεση De Waal v. Adler  12 App. Cas. 141, 145 (1886 – P.C.), όπου η παράδοση των τίτλων μετοχών κρίθηκε απαραίτητη για την ολοκλήρωση της σύμβασης για πώληση τους, (δέστε και Pennington Company Law 3η έκδ. σελ. 306). Από το κείμενο της συμφωνίας, ως έχει ήδη καταγραφεί ανωτέρω, ήταν σαφές ότι η παράδοση των εγγράφων μεταβίβασης, αλλά και η ίδια η μεταβίβαση και εγγραφή των μετοχών επ’ ονόματι των εφεσιβλήτων θα λάμβανε χώραν πριν από την εισαγωγή των μετοχών της εταιρείας στο Χ.Α.Κ.  Αυτό έγινε, όπως πιστοποίησε η Ιωάννα Πολυκράτη στη μαρτυρία της και επιβεβαιώθηκε με το κατατεθέν πρωτοδίκως έγγραφο μεταβίβασης, ημερ. 25.2.2002, Τεκμ. 12. Το τι παρέμενε με βάση την παρ. 3 της συμφωνίας ήταν η καταβολή του τιμήματος αγοράς των μετοχών, το οποίο τίμημα ουσιαστικά πληρώθηκε στους εφεσείοντες με την κατάθεση του στο δεσμευμένο λογαριασμό που συμφωνήθηκε να τηρείται από τον θεματοφύλακα και όπου θα παρέμενε μέχρι την εισαγωγή των μετοχών της εταιρείας στο Χ.Α.Κ.  Το ίδιο το τίμημα αγοράς απελευθερώθηκε και δόθηκε στους εφεσείοντες με την επιστολή ημερ. 22.3.2002, Τεκμ. 4, με την οποία η εφεσίβλητη 1 εξουσιοδότησε το θεματοφύλακα να μεταφέρει το τίμημα ύψους ΛΚ1.999.999,68 από τον δεσμευμένο λογαριασμό, σε λογαριασμό που θα υποδεικνυόταν από τους εφεσείοντες.

Των πιο πάνω θεμάτων λυθέντων υπέρ των εφεσιβλήτων, δεν παραμένει οτιδήποτε άλλο προς εξέταση εφόσον ο κ. Παπαθεοδώρου δεν αμφισβήτησε την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για επιστροφή του πληρωθέντος ποσού στις εφεσίβλητες στη βάση της απόφασης Metaxas Loizides Syrimis & Co κ.ά. ν. LK Globalsoft Com. Limited (2007) 1 Α.Α.Δ. 54. Η αυθεντία αυτή επιβεβαίωσε τον κανόνα στο δίκαιο των συμβάσεων ότι το αναίτιο μέρος μιας συμφωνίας έχει την επιλογή είτε να θεωρήσει την παράβαση από το υπαίτιο μέρος ως τερματίζουσα τη σύμβαση, να αποδεχθεί τον τερματισμό εκ μέρους του υπαιτίου μέρους και να εγείρει αγωγή για αποζημιώσεις, οπότε και οι δύο πλευρές απαλλάσσονται από την περαιτέρω εκτέλεση των προνοιών της σύμβασης, είτε να ζητήσει ειδική εκτέλεση της συμφωνίας και επιπλέον αποζημιώσεις για τυχόν ζημιά που προέκυψε από αργοπορία στην εκτέλεση της συμφωνίας.

Οι εφεσίβλητες εδώ επέλεξαν, όπως ανεφέρθη στην αρχή, να εφαρμόσουν τη σύμβαση και να μην αποδεχθούν την παράβαση [*2706]της από πλευράς των εφεσειόντων προς ακύρωση της. Στη βάση αυτή που ήταν μια απόλυτα θεμιτή επιλογή, όπως εύστοχα παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθώς πρωτοδίκως διατάχθηκαν στη βάση της συμφωνίας οι εφεσείοντες να επαναγοράσουν τις μετοχές και να καταβάλουν στην εφεσίβλητη 2, η οποία ανέλαβε τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της εφεσίβλητης 1, το τίμημα επαναγοράς το οποίο θα προέκυπτε χρησιμοποιώντας το συμφωνηθέντα μαθηματικό τύπο στον όρο 6 της συμφωνίας.

Προστίθεται ότι ακόμη και αν η σύμβαση ήθελε θεωρηθεί άκυρη με βάση τις θέσεις των εφεσειόντων το Δικαστήριο όφειλε να επιστρέψει το τίμημα αγοράς στις εφεσίβλητες διότι από άκυρη συμφωνία δεν θα ήταν δυνατό για τους εφεσείοντες να κατακρατήσουν, ανεπιεικώς, τα δύο σχεδόν εκατομμύρια λίρες που εισέπραξαν.

Υπό το φως των ανωτέρω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο