Δημητρίου Χρυσούλλης ν. Αχιλλέα Νικολάου (2012) 1 ΑΑΔ 2714

(2012) 1 ΑΑΔ 2714

[*2714]7 Δεκεμβρίου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΥΣΟΥΛΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΑΧΙΛΛΕΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 325/2008)

 

Συμβάσεις ― Υπόλοιπο εκ συμβάσεως ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αγωγή για οφειλόμενο υπόλοιπο εκ συμβάσεως ― Δεν αποδείχθηκαν συναλλαγές εταιρικού επιπέδου και οι συναφθείσες συναλλαγές εκρίθη ότι έγιναν επί προσωπικού.

Πρακτικά ― Πρακτικά δίκης ― Το Εφετείο δεν έχει εξουσία ανάπλασης του πρακτικού και επίλυσης διαφοράς μεταξύ προβαλλόμενης από τη μια πλευρά εκδοχής και των καταγραφομένων στο πρακτικό ― Δεν αποτελεί βήμα για διόρθωση των πρακτικών.

Αντικείμενο της έφεσης ήταν η απορριφθείσα πρωτοδίκως απαίτηση του εφεσείοντα-ενάγοντα σε αγωγή για το συνολικό ποσό των €164.880,04, το οποίο διεκδικούσε ως υπόλοιπο αξίας πωληθέντων και παραδοθέντων υποδημάτων, αξίας προσφερθεισών υπηρεσιών,  υπόλοιπο συμφωνηθείσας αμοιβής για εισαγωγές υποδημάτων, και  αξίας μεριδίου σε πωληθείσα κοινή επιχείρηση.

Η αγωγή απορρίφθηκε πρωτόδικα και η απόφαση στηρίχθηκε αποκλειστικά στην αξιοπιστία των διαδίκων και άλλων μαρτύρων και την αξιολόγηση κάποιων από τα κατατεθέντα τεκμήρια.

Ήταν δε η τελική κατάληξη του Δικαστηρίου ότι, ενώ πράγματι είχε αποδειχθεί ότι οι διάδικοι συνεργάζονταν μεταξύ τους από το 1993 επί εταιρικού επιπέδου στον κλάδο των εισαγωγών και εξαγωγών υποδημάτων, εν τούτοις, η απαίτηση στηριζόταν αποκλειστικά σε συναλλαγές των διαδίκων επί προσωπικού και όχι επί εταιρικού επιπέδου.

[*2715]Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

Λόγος έφεσης 1:

Η ακολουθηθείσα διαδικασία και ο επιλήψιμος τρόπος λήψης των πρακτικών της δίκης.

Αποφασίστηκε ότι:

Κατά την αντεξέταση του εφεσείοντα στην πρωτόδικη διαδικασία, λόγω έλλειψης στενογράφου, τα πρακτικά της δίκης τηρήθηκαν από το ίδιο το Δικαστήριο. Τα πρακτικά επίσης τηρήθηκαν από το Δικαστήριο και κατά τη διάρκεια της εξέτασης και αντεξέτασης του ΜΕ2 και του εφεσίβλητου.

Στην παρούσα περίπτωση, ετύγχανε εφαρμογής η αρχή σύμφωνα με την οποία το Εφετείο στο στάδιο εκδίκασης μιας έφεσης δεν είναι το κατάλληλο βήμα επίλυσης διαφορών ως προς την επάρκεια των πρακτικών πρωτόδικης διαδικασίας ή εν πάση περιπτώσει, δεν είναι το βήμα για διόρθωσή τους. Ούτε τα όσα είχε προτάξει ο εφεσείων  δικαιολογούσαν με οποιονδήποτε τρόπο τη διεξαγωγή επανεκδίκασης.

Λόγος έφεσης 2:

Η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας μαρτύρων η οποία συγκρουόταν με τα κατατεθειμένα τεκμήρια.

Αποφασίστηκε ότι:

Η θέση του εφεσείοντα δε φαίνεται να έβρισκε έρεισμα στο κείμενο της πρωτόδικης απόφασης. Στην απόφαση γινόταν  εκτενής ενασχόληση από το Δικαστήριο αποκλειστικά και μόνο με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, και στο πλαίσιο της αξιολόγησης εκείνης γινόταν από το Δικαστήριο πλήρης και συγκεκριμένη αναφορά και σύγκριση μεταξύ μερών της μαρτυρίας του εφεσείοντα και του περιεχομένου των τεκμηρίων τα οποία επικαλείτο ο εφεσείων. Εξίσου εμπεριστατωμένη και λεπτομερής ήταν και η αξιολόγηση της μαρτυρίας και του ΜΕ2 που ακολουθούσε, καθώς και του εφεσίβλητου.

Λόγος έφεσης 3:

Η κατ’ ισχυρισμό μη διεξαγωγή δίκαιης δίκης λόγω προηγούμενης συμμετοχής του εκδικάσαντος δικαστού σε άλλη διαδικασία όπου [*2716]κρίθηκε η αναξιοπιστία του εφεσείοντα ως διάδικου.

Αποφασίστηκε ότι:

Αναφορικά με την ουσία του λόγου τούτου έφεσης, σε καμιά αυθεντία δεν έγινε παραπομπή από τον εφεσείοντα σύμφωνα με την οποία το γεγονός ότι ένας Δικαστής είχε αποφανθεί επί της αξιοπιστίας της μαρτυρίας ενός διαδίκου σε κάποια υπόθεση με άλλο αντικείμενο και αιτία αγωγής και σε σχέση με άλλο αντίδικο, αυτό συνιστά κώλυμα και λόγο εξαίρεσής του από την εκδίκαση άλλης υπόθεσης στην οποία εμπλέκεται ο ίδιος διάδικος.

Δεδομένου δε ότι η απόφαση στην προηγούμενη αγωγή στην οποία τόσο ο ενάγων όσο και ο εναγόμενος (εδώ εφεσείων) είχαν κριθεί αναξιόπιστοι από τον ίδιο Δικαστή, είχε εκδοθεί από το 1997, εύλογα εγειρόταν το ερώτημα γιατί δεν έθεσε, εξ αρχής οποιοδήποτε θέμα εξαίρεσης Δικαστή η πλευρά του εφεσείοντα αν πίστευε ότι δε διασφαλίζονταν τα εχέγγυα της αμεροληψίας, παρά μόνο παραμόνευε να θέσει ένα τέτοιο θέμα κατ΄ έφεση, μετά που δεν πέτυχε στην αγωγή του.

Λόγος έφεσης 7:

Ισχυρισμός ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε μεταξύ των διαδίκων οποιαδήποτε συναλλαγή σε προσωπική βάση, δεν υποστηριζόταν από τη μαρτυρία.

Αποφασίστηκε ότι:

Προς υποστήριξη του τελευταίου τούτου λόγου έφεσης, ο εφεσείων παραπέμπει σε όλους τους προηγούμενους λόγους έφεσης. Μετά την απόφανση, ότι κανένας από τους λόγους έφεσης τους οποίους ήδη είχαν εξεταστεί ευσταθούσε, έπετο ότι και αυτός ο λόγος έφεσης είχε την ίδια τύχη.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ματθαίου ν. Θεμιστοκλέους (1998) 1 Α.Α.Δ. 1372,

Ματθαίου ν. Νικολάου κ.ά. (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 354,

Αδαμίδης & Συνεργάτες ν. Δ. Κυθρεώτης & Συνεργάτες κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1829,

[*2717]Μιχαήλ κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1320,

Α/φοί Αναστασίου Λτδ ν. Μυλωνά (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1280,

Ιωάννου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 244,

Deux L. Designs Ltd (2000) 1(B) Α.Α.Δ. 828.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σάντης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4403/08), ημερομηνίας 31/7/2008.

Κ. Χατζηιωάννου, για τον Εφεσείοντα.

Χ. Κυριακίδης με Αλ. Θεοδότου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Οι συναλλαγές στον επιχειρηματικό τομέα της εισαγωγής, εξαγωγής και πώλησης υποδημάτων μεταξύ των διαδίκων και/ή εταιρειών τους, προκάλεσαν διαφορές, μία από τις οποίες εκδικάστηκε από Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή στο πλαίσιο της αγωγής αρ. 4403/2005 του Ε.Δ. Λευκωσίας. Η απαίτηση του εφεσείοντα ως ενάγοντα στην αγωγή εκείνη ήταν για το συνολικό ποσό των £96.500 (€164.880,04), το οποίο αντιπροσώπευε ποσό £27.000, ως υπόλοιπο αξίας πωληθέντων και παραδοθέντων υποδημάτων, ποσό £12.000, ως αξία προσφερθεισών υπηρεσιών, ποσό £7.500, ως υπόλοιπο συμφωνηθείσας αμοιβής για εισαγωγές υποδημάτων, και ποσό εκ £50.000, ως αξία μεριδίου σε πωληθείσα κοινή επιχείρηση. Η αγωγή απορρίφθηκε πρωτόδικα και η απόφαση παρουσιάζεται να στηρίχτηκε αποκλειστικά στην αξιοπιστία των διαδίκων και άλλων μαρτύρων και την αξιολόγηση κάποιων από τα κατατεθέντα τεκμήρια. Ήταν δε η τελική κατάληξη του Δικαστηρίου ότι, ενώ πράγματι είχε αποδειχθεί ότι οι διάδικοι συνεργάζονταν μεταξύ τους από το 1993 επί εταιρικού επιπέδου στον κλάδο των εισαγωγών και εξαγωγών υποδημάτων, εν τούτοις, η απαίτηση στηριζόταν αποκλειστικά σε συναλλαγές των διαδίκων επί προσωπικού και όχι επί εταιρικού επιπέδου, χωρίς αναφορά ότι οποιοσδήποτε από αυτούς ενεργούσε κατά τους ουσιώ[*2718]δεις χρόνους ως αντιπρόσωπος της εταιρείας του, με τρόπο που να τον καθιστά και προσωπικά υπόλογο, βάσει των σχετικών προνοιών του Μέρους ΧΙΙ του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Με την παρούσα έφεσή του, ο εφεσείων ήγειρε και προώθησε επτά συνολικά λόγους έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε στη συνέχεια.

Λόγος έφεσης 1 – Η ακολουθηθείσα διαδικασία και ο επιλήψιμος τρόπος λήψης των πρακτικών της δίκης.

Κατά την αντεξέταση του εφεσείοντα στην πρωτόδικη διαδικασία, λόγω έλλειψης στενογράφου, τα πρακτικά της δίκης τηρήθηκαν από το ίδιο το Δικαστήριο. Τα πρακτικά επίσης τηρήθηκαν από το Δικαστήριο και κατά τη διάρκεια της εξέτασης και αντεξέτασης του ΜΕ2 και του εφεσίβλητου.

Όπως υποστηρίζει ο εφεσείων, εντοπίζονται μεγάλες ελλείψεις και αντινομία στα πρακτικά. Παραθέτει δε, ή παραπέμπει σε αποσπάσματα από τα τηρηθέντα πρακτικά για να υποστηρίξει αυτή του τη θέση, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι σημειώσεις του Δικαστηρίου τις οποίες χρησιμοποίησε για τον καταρτισμό των πρακτικών και για την ετοιμασία της απόφασης ήταν λανθασμένες. Ως αποτέλεσμα, επηρεάστηκε η διαδικασία και δεν διεξήχθη δίκαιη δίκη.

Διαφωνώντας με τις θέσεις αυτές, η πλευρά του εφεσίβλητου υποστηρίζει ότι η όλη διαδικασία διεξήχθη κανονικά και δεν παρατηρείται οτιδήποτε το μεμπτό, το οποίο επηρεάζει τη δικαιότητα της δίκης.

Με θέμα το οποίο αφορούσε σοβαρές ελλείψεις και κενά, τα οποία κατ’ ισχυρισμό παρατηρούνταν σε πρακτικά, ασχολήθηκε το Εφετείο, μεταξύ άλλων, και στις υποθέσεις Ματθαίου ν. Θεμιστοκλέους (1998) 1 Α.Α.Δ. 1372 και Ματθαίου ν. Νικολάου κ.ά. (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 354. Στην πρώτη, παρατηρήθηκε παντελής αδυναμία αποστενογράφησης μέρους των πρακτικών και, δεδομένης της διαπίστωσης και των δύο μερών ότι η απουσία ολοκληρωμένων πρακτικών καθιστούσε αδύνατη την εξέταση των επίδικων θεμάτων της έφεσης, διατάχθηκε από το Εφετείο επανεκδίκαση. Στη δεύτερη κρίθηκε ότι η σημείωση δικηγόρου αναφορικά με τα πρακτικά της δίκης δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για συμπλήρωση οποιωνδήποτε κενών στα τηρηθέντα πρακτικά, εκτός βέβαια και αν συναινούσαν και οι δύο πλευρές. Όπως δε τονίστηκε από το Εφετείο, αποτελεί ευθύνη του εφεσείοντα να [*2719]διασφαλίσει ότι τα πρακτικά που θα χρησιμοποιηθούν στην έφεση είναι συμπληρωμένα.

Σε πιο πρόσφατη απόφαση του το Εφετείο στην υπόθεση Μ. Αδαμίδης & Συνεργάτες ν. Δ. Κυθρεώτης & Συνεργάτες κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1829, είχε υποβληθεί αίτημα για αναβολή της εκδίκασης της έφεσης με σκοπό την καταχώρηση αίτησης για διόρθωση των πρακτικών της πρωτόδικης διαδικασίας. Το θέμα της διάστασης στα πρακτικά, μεταξύ του τι ακριβώς είχε διαμειφθεί κατά την ακροαματική διαδικασία και του τι είχε καταγραφεί, εγειρόταν εμμέσως σε λόγο έφεσης. Η πλειοψηφία του Εφετείου αποδέχτηκε το αίτημα για αναβολή, ώστε να διεξαχθεί διαδικασία διόρθωσης των πρακτικών. Με την απόφαση της μειοψηφίας, το αίτημα απορριπτόταν, επειδή το θέμα της διάστασης μεταξύ του περιεχομένου των πρακτικών και της αντίληψης του συνηγόρου ως προς το τι είχε ακριβώς λεχθεί, είχε έγκαιρα διαπιστωθεί και πρωτόδικα και αυτό θα έπρεπε να είχε οδηγήσει στη διατύπωση αιτήματος για διόρθωση των πρακτικών, έτσι ώστε αυτά, όταν άγονταν ενώπιον του Εφετείου, να ήσαν στη σωστή τους βάση.

Όπως περαιτέρω υποδεικνύεται στη νομολογία, η διόρθωση πρακτικών είναι πάντα εφικτή υπό όρους. [Μιχαήλ κ.ά. (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1320 και Α/φοί Αναστασίου Λτδ ν. Μυλωνά (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1280, Ιωάννου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 244].

Υπό το φως των πιο πάνω αρχών, συνάγεται ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται κατ’ αρχάς από την περίπτωση στη Ματθαίου ν. Θεμιστοκλέους (ανωτέρω), αφού στη Ματθαίου παρατηρείτο παντελής έλλειψη μέρους των τηρηθέντων πρακτικών, λόγω αδυναμίας αποστενογράφησής τους. Περαιτέρω, στην παρούσα περίπτωση, εφαρμόζεται η προαναφερθείσα αρχή σύμφωνα με την οποία το Εφετείο στο στάδιο εκδίκασης μιας έφεσης δεν είναι το κατάλληλο βήμα επίλυσης διαφορών ως προς την επάρκεια των πρακτικών πρωτόδικης διαδικασίας ή, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι το βήμα για διόρθωσή τους. Ούτε βέβαια τα όσα έχει προτάξει εδώ ο εφεσείων θα δικαιολογούσαν με οποιονδήποτε τρόπο τη διεξαγωγή επανεκδίκασης.

Επιβεβαιώνουμε, επομένως, για ακόμα μια φορά ότι το Δικαστήριο τούτο δεν έχει εξουσία ανάπλασης του πρακτικού και επίλυσης διαφοράς μεταξύ προβαλλόμενης από τη μια πλευρά εκδοχής και των καταγραφομένων στο πρακτικό. [Deux L. Designs Ltd (2000) 1(B) Α.Α.Δ. 828].

[*2720]Επομένως, αυτός ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

Λόγος έφεσης 2 – Η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί την αξιοπιστία μαρτύρων.

Όπως υποστηρίζει ο εφεσείων, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του ίδιου του εφεσείοντα και του μάρτυρά του, αλλά και του εφεσίβλητου, είναι εσφαλμένη και συγκρούεται με τα τεκμήρια που ήσαν κατατεθειμένα ενώπιον του Δικαστηρίου. Πιο συγκεκριμένα, ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο παρέλειψε ή απέτυχε να συγκρίνει το περιεχόμενο των τεκμηρίων με την ενώπιόν του τεθείσα μαρτυρία. Στο περίγραμμα αγόρευσής του, ο εφεσείων παραθέτει αποσπάσματα από τα τεκμήρια 1-12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 22 ή προβαίνει σε αναφορές σε κάποια από αυτά τα τεκμήρια για να ισχυρισθεί ότι, ενώ αυτά τα τεκμήρια υποστήριζαν και/ή ενίσχυαν τις θέσεις και την εκδοχή του εφεσείοντα, εν τούτοις παραγνωρίστηκαν από το Δικαστήριο.

Αυτή όμως η θέση του εφεσείοντα δε φαίνεται να βρίσκει έρεισμα στο κείμενο της πρωτόδικης απόφασης. Στην απόφαση γίνεται εκτενής ενασχόληση από το Δικαστήριο (στις σελίδες 5-11), αποκλειστικά και μόνο με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, και στο πλαίσιο της αξιολόγησης εκείνης γίνεται από το Δικαστήριο πλήρης και συγκεκριμένη αναφορά και σύγκριση μεταξύ μερών της μαρτυρίας του εφεσείοντα και του περιεχομένου των τεκμηρίων τα οποία επικαλείται ο εφεσείων. Για παράδειγμα, γίνεται αναφορά από το Δικαστήριο στο τεκμήριο 1 το οποίο, όπως το χαρακτήρισε, ”αποτελείται από αυτοενισχυτικές, αναληθείς και πλασματικές καταχωρήσεις του ενάγοντα που έγιναν, όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος, πολύ μεταγενέστερα από τα γεγονότα στα οποία υποτίθεται ότι αναφέρονται στο εν λόγω τεκμήριο και λίγο πριν την καταχώρηση της αγωγής με σκοπό την επίρρωση των ισχυρισμών του και την προοπτική παρουσίασης τους στο Δικαστήριο σε περίπτωση που ο εναγόμενος αρνούνταν την καταβολή των ποσών που θα ζητούσε ο ενάγων, όπως και έγινε.” Τα ίδια δε τούτα σχόλια ισχύουν, πρόσθεσε το Δικαστήριο, και για τα τεκμήρια 14 και 21, το περιεχόμενο των οποίων δεν επεξηγήθηκε ή διευκρινίστηκε επαρκώς και δε συνδέθηκε επακριβώς με τις απαιτήσεις του εφεσείοντα. Στη σελίδα 10 της πρωτόδικης απόφασης, το Δικαστήριο, σχολιάζοντας κάποιο μέρος της μαρτυρίας του εφεσείοντα και την παραπομπή στην οποία αυτός προέβηκε στα τεκμήρια 1-10, 14, 16 και 21, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εφεσείων δεν ήταν σε θέση να υποδείξει με επάρκεια σε τι κατ’ ελάχιστον αναφερόταν και να τα συνδέσει με το [*2721]αξιούμενο ποσό, ενώ τα έγγραφα εκείνα, πρόσθεσε, αφορούσαν δοσοληψία μεταξύ της εταιρείας Blue Seal Shoes Ltd και της Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ και όχι μεταξύ του ιδίου προσωπικά και του εναγομένου. Ακολουθεί δε ειδική αναφορά από το Δικαστήριο, στο τεκμήριο 11, με τα σχόλια του Δικαστηρίου ως προς τη μαρτυρία του εφεσείοντα, και με αναφορά στη συνέχεια στο τεκμήριο 13, το περιεχόμενο του οποίου ανέτρεπε ισχυρισμούς του εφεσείοντα, αφού το έγγραφο εκείνο αναφερόταν σαφώς ότι η αγοραπωλησία θα γινόταν επί εταιρικού επιπέδου και όχι επί προσωπικού, όπως ισχυρίστηκε ο εφεσείων.

Εξίσου εμπεριστατωμένη και λεπτομερής είναι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και του ΜΕ2 που ακολουθεί, καθώς και του εφεσίβλητου. (σελίδες 11-13 της πρωτόδικης απόφασης).

Κατόπιν προσεκτικής μελέτης της πρωτόδικης απόφασης, αδυνατούμε να συμφωνήσουμε με την πλευρά του εφεσείοντα, ότι στοιχειοθετείται αυτός ο λόγος έφεσης.

Λόγος έφεσης 3 – Η κατ’ ισχυρισμό μη διεξαγωγή δίκαιης δίκης λόγω προηγούμενης συμμετοχής του εκδικάσαντος δικαστού σε άλλη διαδικασία όπου κρίθηκε η αναξιοπιστία του εφεσείοντα ως διάδικου.

Έρεισμα γι’ αυτό το λόγο έφεσης παρέχεται από το γεγονός ότι ο πρωτόδικος Δικαστής συμμετέσχε ως πάρεδρος στη σύνθεση του τότε ισχύοντος Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που είχε εκδικάσει την αγωγή αρ. 779/1991 Ε.Δ. Αμμοχώστου μεταξύ Α. Παφίτη και Χρυσούλη Δημητρίου κ.ά. (εδώ εφεσείοντα) και μάλιστα ήταν ο Δικαστής ο οποίος συνέταξε την απόφαση του Δικαστηρίου που είχε εκδοθεί κατά την 11.12.1997. Στην υπόθεση εκείνη, απερρίφθη μεν η αγωγή, αλλά δεν επιδικάστηκαν έξοδα διότι και ο εναγόμενος (εδώ εφεσείων) κρίθηκε αναξιόπιστος. Όπως υποστηρίζει ο εφεσείων, η κρίση της αξιοπιστίας του εφεσείοντα από τον ίδιο Δικαστή, στην προηγούμενη υπόθεση, επηρέασαν αρνητικά την κρίση και άποψη του Δικαστηρίου για τον εφεσείοντα. Όπως δε προσθέτει, αναφορικά με την εδώ εφεσιβαλλόμενη απόφαση, “η απόφαση αυτή συνιστά μια ανελέητη επίθεση κατά του εφεσείοντα και του μάρτυρα του.…” από το Δικαστήριο το οποίο ήταν προδήλως επηρεασμένο από την προηγούμενη ενώπιόν του διαδικασία.

Σε σχέση με τον τελευταίο αυτό χαρακτηρισμό θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί η χρήση του και [*2722]ότι, εν πάση περιπτώσει, ο τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας που προσήχθη από την πλευρά του εφεσείοντα δεν υπερέβαινε καθόλου τα επιτρεπτά όρια και δε συνιστούσε επίθεση εναντίον του, πολύ δε περισσότερο δε συνιστούσε “ανελέητη επίθεση”.

Αναφορικά με την ουσία του λόγου τούτου έφεσης, σε καμιά αυθεντία δεν έγινε παραπομπή από τον εφεσείοντα σύμφωνα με την οποία το γεγονός ότι ένας Δικαστής είχε αποφανθεί επί της αξιοπιστίας της μαρτυρίας ενός διαδίκου σε κάποια υπόθεση με άλλο αντικείμενο και αιτία αγωγής και σε σχέση με άλλο αντίδικο, αυτό συνιστά κώλυμα και λόγο εξαίρεσής του από την εκδίκαση άλλης υπόθεσης στην οποία εμπλέκεται ο ίδιος διάδικος.

Δεδομένου δε ότι η απόφαση στην προηγούμενη αγωγή στην οποία τόσο ο ενάγων όσο και ο εναγόμενος (εδώ εφεσείων) είχαν κριθεί αναξιόπιστοι από τον ίδιο Δικαστή, είχε εκδοθεί από το 1997, εύλογα εγείρεται το ερώτημα γιατί δεν έθεσε, εξ αρχής οποιοδήποτε θέμα εξαίρεσης Δικαστή η πλευρά του εφεσείοντα αν πίστευε ότι δε διασφαλίζονταν τα εχέγγυα της αμεροληψίας, παρά μόνο παραμόνευε να θέσει ένα τέτοιο θέμα κατ’ έφεση, μετά που δεν πέτυχε στην αγωγή του.

Καταλήγουμε ότι ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να ευσταθήσει.

Λόγος έφεσης 4 – Ισχυρισμός ότι ο πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε οποιαδήποτε ή τη δέουσα βαρύτητα σε προσαχθείσα εξ ακοής μαρτυρία.

Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, το Δικαστήριο αγνόησε παντελώς το τεκμήριο 17 που ήσαν οι λογαριασμοί της εταιρείας ΟΝΕΚ Λτδ, όπως ετοιμάστηκαν από τους λογιστές/ελεγκτές της, με τη δικαιολογία ότι θα ήταν καταπελτικοί αν παρουσιάζονταν ως μαρτυρία και ότι δεν ήσαν υπογεγραμμένοι, παρόλον ότι αυτοί έφεραν τη σφραγίδα των λογιστών/ελεγκτών, ενώ δε ζητήθηκε η αντεξέταση των συντακτών του εγγράφου.

Η μελέτη των τηρηθέντων πρακτικών αποκαλύπτει τα ακόλουθα, τα οποία σχετίζονται με το εγειρόμενο τούτο θέμα:

Κατά την κύρια εξέταση του εφεσείοντα, ο ίδιος ζήτησε να καταθέσει λογαριασμούς της ΟΝΕΚ Λτδ για την περίοδο 1.10.1995 μέχρι 31.3.1997 “οι οποίοι είναι καμένοι” (λόγω πυρκαϊάς)(σελίδα 28 των πρακτικών). Ο συνήγορος της άλλης πλευράς ανέφερε ότι οι λογαριασμοί εκείνοι δε θα εισήγοντο “για την αλήθεια του πε[*2723]ριεχομένου τους και ούτε για το γεγονός ότι είναι εν πάση περιπτώσει συμπληρωμένοι”. Έναντι αυτής της δήλωσης, ο συνήγορος του εφεσείοντα απάντησε “Συμφωνώ”, οπότε το επηρεασμένο από τη φωτιά έγγραφο κατατέθηκε και σημειώθηκε ως τεκμήριο 17, για τον όποιο περιορισμένο σκοπό έγινε αποδεκτό από την πλευρά του εφεσίβλητου.

Σχολιάζοντας αυτό το έγγραφο στην προσβαλλόμενη απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι για να αποδείξει τη συνεισφορά του ποσού των £50.000 στο κεφάλαιο και τα έξοδα της ΟΝΕΚ Λτδ, ο εφεσείων, “στηρίχθηκε σε μισοκαμένες και ανυπόγραφες δηλώσεις ελεγκτών που είχαν μερικώς καταστραφεί, όπως είπε, κατά την πυρκαγιά στο εργοστάσιο και ήσαν αληθείς. Άλλες σχετικές ελεγκτικές δηλώσεις είχαν πλήρως καταστραφεί κατά τη φωτιά. Όταν ρωτήθηκε πώς μπορούσε να εκφέρει άποψη ως προς το ακριβές και αληθές των λογαριασμών και δηλώσεων αυτών είπε ότι δε μπορούσε, σε αντίθεση με το τι ισχυρίστηκε πριν, μπορούσαν όμως να το πράξουν οι ελεγκτές που τις συνέταξαν και για αυτό το λόγο είναι που, όπως είπε, θα τους παρουσίαζε ως μάρτυρες κατά τη δίκη. Δεν το έπραξε. Δεν είχε βεβαίως υποχρέωση να τους κλητεύσει, καθίσταται όμως αντιληπτό ότι η παρουσία τους και δυνητικώς η μαρτυρία που θα έδιναν, θα μπορούσε να πληρώσει κενά στην εκδοχή του και να βοηθήσει στη δικαιότερη επίλυση της διαφοράς για όλους τους εμπλεκόμενους”.

Αδυνατούμε να δούμε οτιδήποτε το μεμπτό στην προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου. Αρκεί μόνο, πέραν των άλλων, να υπομνησθεί ότι ήταν με τη σύμφωνο γνώμη του συνηγόρου του εφεσείοντα που οι ανυπόγραφοι και ατελείς εκείνοι λογαριασμοί είχαν παρουσιαστεί στο Δικαστήριο όχι για την αλήθεια του περιεχομένου τους και με παραδοχή ότι δεν ήσαν πλήρεις.

Λόγος έφεσης 5 – Ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε το σύνολο των τεκμηρίων τα οποία και απέφυγε να αξιολογήσει και συγκρίνει με την προφορική μαρτυρία.

Με το θέμα τούτο σε σχέση με άλλα, τεκμήρια στα οποία ο εφεσείων αναφέρεται κάτω από αυτό το λόγο έφεσης ότι αγνοήθηκαν, ασχοληθήκαμε κατά την εξέταση του 2ου λόγου έφεσης.

Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα ότι κάποια τεκμήρια, τα οποία κατονομάζει εδώ ότι αγνοήθηκαν, ή δεν αξιολογήθηκαν επαρκώς ή δεν συγκρίθηκαν με προφορική μαρτυρία, είναι εξίσου ανεδαφικός. Παίρνουμε για παράδειγμα το τεκμήριο 13. Όπως υποβάλλει ο εφε[*2724]σείων, κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε παντελώς και/ή δεν αξιολόγησε σωστά το τεκμήριο 13 και δεν το συνέκρινε με το τεκμήριο 17. Για το τεκμήριο 17 που είναι οι επηρεασθέντες από την πυρκαϊά λογαριασμοί, έχουμε αποφανθεί προηγουμένως και δεν υπήρχε επομένως οποιοσδήποτε λόγος να συγκριθεί το τεκμήριο αυτό με προφορική μαρτυρία ή με το τεκμήριο 13. Ειδικά δε για το τεκμήριο 13 που ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι αγνοήθηκε, γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στη σελίδα 13 της πρωτόδικης απόφασης, ότι αυτό είναι το πρακτικό ημερομηνίας 4.2.1998 της ΟΝΕΚ Λτδ, στο οποίο αναφέρεται σαφώς ότι η αγοραπωλησία θα γινόταν επί εταιρικού επιπέδου και όχι επί προσωπικού, όπως ισχυρίστηκε ο ενάγων. Παρέλκει επομένως άλλη ενασχόληση.

Επειδή δε παρόμοια ισχύουν και για άλλα τεκμήρια στα οποία αναφέρεται ο εφεσείων, δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω.

Λόγος έφεσης 6 – Ισχυρισμός ότι η εφεσιβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη και ότι είναι απόφαση στην οποία κανένα λογικό Δικαστήριο δε θα κατέληγε.

Κάτω από αυτό το λόγο έφεσης ο εφεσείων, είτε αναφέρεται γενικά και αόριστα σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία δεν δικαιολογούνται από τα κατατεθέντα τεκμήρια, είτε προβαίνει σε ειδικές αναφορές σε συγκεκριμένα τεκμήρια των οποίων το περιεχόμενο δε δικαιολογούσε κάποιο εύρημα του Δικαστηρίου, θέμα όμως σε σχέση με το οποίο ασχοληθήκαμε προηγουμένως κάτω από άλλους λόγους έφεσης, τους οποίους απορρίψαμε.

Λόγος έφεσης 7 – Ισχυρισμός ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε μεταξύ των διαδίκων οποιαδήποτε συναλλαγή σε προσωπική βάση, δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία.

Προς υποστήριξη του τελευταίου τούτου λόγου έφεσης, ο εφεσείων παραπέμπει σε όλους τους προηγούμενους λόγους έφεσης. Μετά την απόφανσή μας επομένως, ότι κανένας από τους λόγους έφεσης τους οποίους ήδη εξετάσαμε ευσταθεί, έπεται ότι και αυτός ο λόγος έφεσης έχει την ίδια τύχη.

Ως αποτέλεσμα, η έφεση απορρίπτεται και, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον του εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο