Τσεσμελόγλου Κυριακή ν. Σοφοκλή Σοφοκλέους (2013) 1 ΑΑΔ 64

(2013) 1 ΑΑΔ 64

[*64]15 Ιανουαρίου, 2013

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΣΕΣΜΕΛΟΓΛΟΥ,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

ΣΟΦΟΚΛΗ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

 

Εφεσίβλητου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 205/2010)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Παραμερισμός απόφασης ληφθείσας λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης Δ.26 θ.14, Δ.17 θ.10 ― Διακρίνονται δύο περιπτώσεις: (α) όπου η ερήμην απόφαση εκδόθηκε παράνομα, ήτοι κατά παράβαση ουσιώδους τύπου ή διαδικασίας, οπότε και η απόφαση παραμερίζεται ex debito justitiae και (β) όπου η απόφαση είναι μεν νομότυπη, αλλά ο αιτούμενος τον παραμερισμό της παρουσιάζει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, ενώ επεξηγεί ταυτόχρονα το λόγο που η υπόθεση αφέθηκε να προχωρήσει.

 

Πολιτική Δικονομία ― Παραμερισμός απόφασης ληφθείσας λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης ― Η σχετική απεριόριστη εξουσία του Δικαστηρίου υπόκειται στα καλώς εγνωσμένα περιοριστικά κριτήρια, αλλά σημασία αποκτούν επίσης αφενός το χρονικό διάστημα που έχει διαρρεύσει μεταξύ της απόφασης και της αίτησης παραμερισμού και αφετέρου η χρησιμότητα του τυχόν παραμερισμού.

 

Πολιτική Δικονομία ― Παραμερισμός απόφασης ληφθείσας λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης ― Η ανάδειξη εκ πρώτης όψεως καλής και συζητήσιμης υπεράσπισης που συνιστά κυρίαρχο παράγοντα σε αιτήσεις του είδους, ουδέποτε εξετάζεται κατ’ απομόνωση ― Ανάλογα με τα περιστατικά, οι υπόλοιποι παράγοντες ή κριτήρια αποκτούν λιγότερη ή περισσότερη σημασία ― Ικανά ακόμη και να αντισταθμίσουν την καλή υπεράσπιση ― Όταν η συμπεριφορά του διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει το θεμέλιο της δικαιοσύνης, το Δικαστήριο έχει καθήκον να αρνείται την επαναφορά.

 

Πολιτική Δικονομία ― Έκθεση Απαίτησης ― Αποτελεί αυθεντία ότι [*65]πράγματι η πρακτική να επιδίδεται η έκθεση απαίτησης στον εναγόμενο, ιδιαίτερα σε υποθέσεις μη εκκαθαρισμένων απαιτήσεων, δεν εξισώνεται με δικονομικό κανόνα.

 

Η εφεσείουσα στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκδόθηκε εναντίον της απόφασης σε αγωγή που ήγειρε ο εφεσίβλητος πρώην σύζυγος της, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

 

Η απόφαση εκδόθηκε ερήμην της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου και με αυτή εκρίθη ότι η εφεσείουσα παραβίασε διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας το οποίο ρύθμιζε την επικοινωνία του ανήλικου τέκνου των διαδίκων με τον εφεσίβλητο.

 

 Επιδικάστηκε εναντίον της ποσό €10.000, πλέον τόκους, ως αποζημιώσεις για την παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του εφεσίβλητου η οποία εκρίθη ότι ήταν η συνέπεια της παραβίασης του διατάγματος επικοινωνίας.

 

Της αγωγής προηγήθηκε η Γενική Αίτηση στην οποία εκδόθηκε διάταγμα για τη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος, ενόψει του ότι η εφεσείουσα ήταν κάτοικος Γαλλίας, όπου διέμενε με τον υιό της. Περαιτέρω, στα πλαίσια της καταχωρηθείσας στο μεταξύ αγωγής, εκδόθηκε διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος δια διπλοσυστημένης επιστολής.

 

Το διάταγμα διαλάμβανε όρο ότι η εφεσείουσα δικαιούτο να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, καθώς επίσης και για τον τρόπο επίδοσης τυχόν μεταγενέστερων αιτήσεων σε περίπτωση που αυτή δεν εμφανιζόταν στην αγωγή. Αργότερα, καταχωρήθηκε έκθεση απαίτησης, καθώς και αίτηση για την έκδοση απόφασης εναντίον της, λόγω παράλειψης εμφάνισης.

 

Διεξήχθη ακρόαση με αποτέλεσμα την έκδοση της προρηθείσας απόφασης.

 

Στην αίτηση παραμερισμού που ακολούθησε, υποβλήθηκε ένσταση και κατόπιν διεξαγωγής Ακρόασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων σχετικά με τα υποβληθέντα ζητήματα, ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος ήταν καλή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στην απόρριψη της αίτησης παραμερισμού, κρίνοντας ότι αφενός δεν τίθετο ζήτημα ακύρωσης της απόφασης ex debito justitiae και αφετέρου, ότι η παρά[*66]λειψη της εφεσείουσας να εμφανισθεί στην αγωγή αποκάλυπτε περιφρονητική στάση απέναντι στις δικαστικές διαδικασίες και το ίδιο το Δικαστήριο.

 

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

 

α)  Δεν ήταν ορθή η ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να μην παραμερίσει την επίδικη απόφαση.

 

β) Πρωτοδίκως δεν απεδόθη καθόλου σημασία στην ύπαρξη καλής υπεράσπισης εκ μέρους της επί της ουσίας, ούτε σχολιάστηκαν οι αρχές παραμερισμού απόφασης.

 

γ)  Ο λόγος μη εμφάνισης ήταν το γεγονός ότι ουδέποτε η ίδια παρέλαβε στα χέρια της το δικόγραφο της αγωγής. Δικαιολογημένα λόγω της ταραχής της εφεσείουσας, αρνήθηκε να σταματήσει όταν την πλησίασε ο επιδότης, ενώ έβγαινε από το χώρο άφιξης του αεροδρομίου.

 

δ)  Το Δικαστήριο όφειλε να παραμερίσει την απόφαση ex debito justitiae, αφού η ανάρτηση της έκθεσης απαιτήσεως στο πινάκιο του Δικαστηρίου δεν ήταν σύμφωνη με το διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση, εσφαλμένα δε το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση ικανοποιηθέν ότι υπήρξε επίδοση της έκθεσης απαίτησης, χωρίς να ασχοληθεί με το σχετικό ισχυρισμό της εφεσείουσας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Όντως το Δικαστήριο δεν εισήλθε στο σκεπτικό του σε λεπτομέρειες αναφορικά με την εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση που όντως αποτελεί προεξάρχοντα λόγο παραμερισμού. Αναφέρθηκε όμως στη σχετική νομολογία και κατέληξε ότι υπήρχαν συζητήσιμα σημεία και εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση προερχόμενα από την ένορκη δήλωση της εφεσείουσας.

 

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την όλη συμπεριφορά της εφεσείουσας στο αεροδρόμιο ως ασυγχώρητη, δικαιολογούσα την άρνηση παραμερισμού. Δεν είχε τεθεί κανένας ουσιώδης λόγος που να παρείχε στο Εφετείο βάσιμη αιτία προς ανατροπή αυτής της κρίσης, η οποία ήταν το αποτέλεσμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας. Έκρινε ακόμα, για καλούς λόγους, αναξιόπιστη την εκδοχή της εφεσείουσας.

 

3.  Η χωρίς επαρκή λόγο παράλειψη εμφάνισης αποτελεί βάσιμο λόγο για απόρριψη της αίτησης παραμερισμού, διαφορετικά η όλη [*67]πορεία της δικαστικής διαδικασίας θα άφηνε αιωρούμενα τα εκατέρωθεν δικαιώματα και θα ήταν δέσμια της κρίσης του εναγόμενου σε σχέση με το χρόνο που ο ίδιος επιλέγει να καταχωρήσει την αίτηση παραμερισμού.

 

4.  Αναφορικά με την εισήγηση ότι η ανάρτηση της έκθεσης απαίτησης στο πινάκιο του Δικαστηρίου δεν ήταν σύμφωνη με το σχετικό Διάταγμα που επέτρεπε την υποκατάστατη επίδοση, γεγονός που επέβαλλε τον ex debito justitiae παραμερισμό της ερήμην απόφασης, πράγματι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε ειδικά με τον πιο πάνω ισχυρισμό και αυτό ήταν ένας λανθασμένος εκ μέρους του χειρισμός.

 

5.  Η εφεσείουσα δεν μπορούσε ταυτόχρονα να εισηγείται ότι δεν έγινε σ’ αυτήν νόμιμη επίδοση στο αεροδρόμιο Λάρνακας και από την άλλη να ισχυρίζεται ότι το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης δεν ίσχυε. Η προσωπική επίδοση, άλλωστε, όταν καθίσταται δυνατή, δεν αποκλείεται εκ της ύπαρξης του διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης.

 

6.  Κατά δεύτερο λόγο, ενώ η εφεσείουσα καταγράφει στην ένορκη δήλωση της που υποστήριζε την αίτηση παραμερισμού, το ζήτημα ότι κακώς θεωρήθηκε ότι έγινε επίδοση της έκθεσης απαίτησης με ένορκη δήλωση επίδοσης που καταχωρήθηκε την επόμενη μέρα της ανάρτησης και πριν από την πάροδο της προθεσμίας των επτά ημερών, εν τούτοις δεν υπάρχει αντίστοιχη καταγραφή στο σώμα της ίδιας της αίτησης, κατά παράβαση των προνοιών της Δ.48 θ.4(1).

 

7.  Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, είναι γεγονός ότι δεν χρειάζεται επίδοση της έκθεσης απαίτησης στον εναγόμενο, εφόσον δυνάμει της Δ.17 θ.11, εκείνο το οποίο χρειάζεται είναι σε περίπτωση παράλειψης εμφάνισης να αποδειχθεί η επίδοση του κλητηρίου και όπου αυτό δεν είναι ειδικώς οπισθογραφηθέν δυνάμει της Δ.2 θ.6, τότε με την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης, ο ενάγων δύναται να αιτηθεί ex parte τη λήψη απόφασης.

 

8.  Εδώ είχαν δοθεί οδηγίες διά του διατάγματος όπως σε περίπτωση μη καταχώρησης εμφάνισης, οποιαδήποτε μεταγενέστερη αίτηση στην αγωγή θα θεωρείτο ως επιδοθείσα εάν αναρτάτο στον πίνακα του Δικαστηρίου για περίοδο επτά ημερών, αυτές έπρεπε να τηρηθούν. Και τηρήθηκαν. Όπως αποδέχεται η εφεσείουσα, προηγήθηκε ανάρτηση της έκθεσης απαίτησης και η αίτηση για απόφαση.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

[*68]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Evans v. Bartlam [1973] 3 All E.R. 646,

 

Land Securities Plc v. Receiver for the Metropolitan Police District [1983] 1 W.L.R. 439,

 

Phylactou a.o. ν. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,

 

Λούκα ν. Cyprus Pipes Industries Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 163,

 

Λουκαΐδου ν. Γερολέμου (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 333,

 

Ανδρέου ν. Blue Green Wave Frozen Food Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 119,

 

Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 941,

 

F.P.P. Fish Processing Ltd v. Nicolaou Aqua Culture Ltd (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2054.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 6074/2008), ημερομ. 17/6/2010.

 

Λ. Βραχίμης, για την Εφεσείουσα.

 

Λ. Λουκαΐδης, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι διάδικοι μετά τη λύση του γάμου τους εξακολουθούν να αντιδικούν για σειρά ετών τόσο στα Κυπριακά, όσο και στα Γαλλικά Δικαστήρια, με αφορμή το διάταγμα επικοινωνίας για τον υιό των διαδίκων που είχε εκδοθεί από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 2.3.2004.

 

Το πιο πάνω διάταγμα ρύθμιζε την επικοινωνία του ανήλικου υιού των διαδίκων με τον εφεσίβλητο – πατέρα του. Να σημειωθεί ότι οι πρόνοιες του διατάγματος αυτού επικυρώθηκαν με απόφα[*69]ση του Οικογενειακού Δικαστηρίου της Νάντης, στη Γαλλία. Το ιστορικό που οδήγησε στην υπό κρίση έφεση αφορά την κατ’ ισχυρισμόν σκόπιμη παράλειψη της εφεσείουσας να φέρει στην Κύπρο τον υιό των διαδίκων για 40 συνεχείς ημέρες, μεταξύ 15 Ιουνίου και 15 Σεπτεμβρίου του 2008, κατά παράβαση του εν λόγω διατάγματος. Αποτέλεσμα της παράλειψης αυτής, ήταν η έγερση της αγωγής υπ’ αρ. 6074/08, από τον εφεσίβλητο εναντίον της πρώην συζύγου του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στην οποία εκδόθηκε ερήμην της εφεσείουσας απόφαση υπέρ του εφεσιβλήτου στις 28.5.2009, με την οποία διακηρύχθηκε ότι η εφεσείουσα παραβίασε το εν λόγω διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, επιδικάζοντας εναντίον της €10.000, πλέον τόκους, ως αποζημιώσεις για την παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του εφεσίβλητου.

 

Της αγωγής προηγήθηκε η Γενική Αίτηση αρ. 810/08, στην οποία εκδόθηκε διάταγμα για τη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος, ενόψει του ότι η εφεσείουσα ήταν κάτοικος της πόλης Νάντης στη Γαλλία, όπου διέμενε με τον υιό της. Περαιτέρω, στις 27.11.2008, στα πλαίσια της καταχωρηθείσας στο μεταξύ αγωγής, εκδόθηκε διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος διά διπλοσυστημένης επιστολής. Το διάταγμα διαλάμβανε όρο ότι η εφεσείουσα δικαιούτο να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, καθώς επίσης και για τον τρόπο επίδοσης τυχόν μεταγενέστερων αιτήσεων σε περίπτωση που αυτή δεν εμφανιζόταν στην αγωγή. Στις 11.2.2009, καταχωρήθηκε έκθεση απαίτησης, καθώς και αίτηση για την έκδοση απόφασης εναντίον της, λόγω παράλειψης εμφάνισης. Διεξήχθη ακρόαση με αποτέλεσμα την προρρηθείσα απόφαση ημερ. 28.5.2009. Στο φάκελο της πρωτόδικης απόφασης υπήρχε ένορκη δήλωση επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος προσωπικά στην εφεσείουσα, όταν αυτή επισκέφθηκε τη Δημοκρατία τον Δεκέμβριο του 2008, από τον ιδιώτη δικαστικό επιδότη Αρτέμη Π. Κασάπη με ημερ. 22.12.2008. Εκεί καταγράφηκε ότι το κλητήριο ένταλμα της αγωγής επεδόθη προσωπικά στην εφεσείουσα στις 20.12.2008 και ώρα 20:15 μ.μ. στην είσοδο του αεροδρομίου Λάρνακας, ενώ η εφεσείουσα αρνήθηκε να παραλάβει και να υπογράψει το κλητήριο.

 

Στις 30.6.2009 καταχωρήθηκε αίτηση από την εφεσείουσα για ακύρωση ή παραμερισμό της εναντίον της απόφασης. Η αίτηση υποστηρίχθηκε από γραπτές ένορκες δηλώσεις της Ελένης Χατζηστυλλή, δικηγόρου, της ίδιας της εφεσείουσας και της φίλης της τελευταίας, Μαρίας Φιερού. Ο εφεσίβλητος καταχώρησε ένσταση [*70]στην οποία εισηγείτο ότι η επίδοση του κλητηρίου στην εφεσείουσα ήταν καθόλα νομότυπη και ότι αυτή δεν είχε υπεράσπιση ως προς την παράλειψη της να συμμορφωθεί με το διάταγμα ημερ. 2.3.2004. Η ένσταση υποστηριζόταν από τις ένορκες δηλώσεις του ίδιου του εφεσίβλητου και του ιδιώτη επιδότη, Αρτέμη Π. Κασάπη. 

 

Διεξήχθη ακροαματική διαδικασία κατά την οποία όλοι οι προαναφερθέντες έτυχαν αντεξέτασης, πλην της Ε. Χατζηστυλλή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία τόσο του εφεσίβλητου, όσο και του ιδιώτη επιδότη, αλλά απέρριψε ως αναξιόπιστες τις μαρτυρίες της εφεσείουσας και της Μαρίας Φιερού.  Δεν σχολίασε τη μαρτυρία της Ελένης Χατζηστυλλή, η οποία κατά το Δικαστήριο δεν προσέφερε οτιδήποτε στις θέσεις των διαδίκων.

 

Ως λόγο απόρριψης της μαρτυρίας της εφεσείουσας, το Δικαστήριο είπε ότι η εικόνα της δυναμικής και διεκδικητικής γυναίκας που αυτή παρουσίασε κατά την ένορκη μαρτυρία της, δεν συνήδε με την αιτιολογία που έδωσε για την μη αντίληψη του ιδιώτη επιδότη, ότι δηλαδή αυτή ήταν φοβισμένη και δεν γύρισε καν να δει ποιος τη φώναξε με το όνομα της. Η θέση της εφεσείουσας ήταν ότι στις 20.12.2008, κατέφθασε πράγματι στην Κύπρο από τη Γαλλία για να παραδώσει τον υιό της στον εφεσίβλητο, μετά από οδηγίες του Γαλλικού Εφετείου. Αφού παρέδωσε το παιδί, κατευθύνθηκε προς το χώρο στάθμευσης του αεροδρομίου συνοδευόμενη από τη φίλη της Μαρία Φιερού και το σύζυγο αυτής. Όταν όμως αντιλήφθηκε ένα άγνωστο της πρόσωπο που βρισκόταν πίσω της να την φωνάζει με το όνομα της, φοβήθηκε γιατί είχε και στο παρελθόν παρενοχληθεί και δεχθεί επίθεση από πρόσωπο που είχε προσλάβει ο εφεσίβλητος ως φρουρό του. Συνέχισε έτσι να κατευθύνεται προς το χώρο στάθμευσης οχημάτων, αναφέροντας στο άτομο που την ακολουθούσε πως δεν ομιλεί με αγνώστους. Αρνήθηκε υποβολές ότι γνώριζε τον Αρτέμη Κασάπη από προηγούμενες επιδόσεις ή ότι το άτομο αυτό της ανέφερε την ιδιότητα του ή της παρέδωσε ή άφησε στην παρουσία της οποιαδήποτε δικαστικά έγγραφα.  Αντίθετα, σταμάτησε να την ακολουθεί.

 

Αντίθετη ήταν η θέση του ιδιώτη δικαστικού επιδότη, ο οποίος κατέθεσε ότι γύρω στις 20:00 της 20.12.2008, ανέμενε, μαζί με τον εφεσίβλητο, την εφεσείουσα να εξέλθει από το χώρο αφίξεων του αεροδρομίου. Αφού αυτή παρέδωσε το παιδί στον εφεσίβλητο, ανέπτυξε γρήγορο βηματισμό για να τον αποφύγει διότι τον γνώριζε από προηγούμενες επιδόσεις εγγράφων. Αυτός όμως την πρόλαβε, της είπε το όνομα και την ιδιότητα του, καθώς και το ότι είχε δικαστικά έγγραφα να της παραδώσει, αλλά αυτή αντέδρασε λέ[*71]γοντας ότι δεν παραλαμβάνει έγγραφα. Τότε έριξε τα έγγραφα μπροστά της, υποδεικνύοντας της ότι θα έπρεπε να τα παραλάβει.

 

Τις θέσεις της εφεσείουσας και του ιδιώτη επιδότη υποστήριξαν η Μαρία Φιερού και ο εφεσίβλητος, αντίστοιχα. Όπως προαναφέρθηκε, η μαρτυρία της Μαρίας Φιερού επίσης απερρίφθη διότι το Δικαστήριο έκρινε ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να βοηθήσει τη φίλη της και όχι για να πει την αλήθεια εφόσον ήταν συνδεδεμένη με την εφεσείουσα με μακρόχρονη και στενή φιλία. Το Δικαστήριο επίσης έκρινε ότι η μάρτυς ήταν συγκρατημένη και αμήχανη κατά την κατάθεση της. Αντίθετα το Δικαστήριο απεκόμισε θετική εικόνα για τον εφεσίβλητο, ο λόγος του οποίου υπήρξε συγκροτημένος και σταθερός, όπως θετική και αξιόπιστη εικόνα παρουσίασε και ο Αρτέμης Κασάπης με την αμεσότητα, σαφήνεια και το ανεπιτήδευτο της μαρτυρίας του.

 

Το Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη νομική πτυχή του παραμερισμού ερήμην αποφάσεων που εκδίδονται κάτω από τη Δ.26 θ.14 ή τη Δ.17 θ.10 και τη συναφή επί του θέματος νομολογία, έκρινε ότι τα ορθά και κρίσιμα γεγονότα αναφορικά με την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στις 20.12.2008, ήσαν αυτά που περιέγραψε ο ιδιώτης επιδότης. Προέβηκε συναφώς στα ανάλογα ευρήματα, με αποτέλεσμα, κατά το Δικαστήριο, η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος να ήταν καλή. Αυτή η κατάληξη του Δικαστηρίου το οδήγησε και στην απόρριψη της αίτησης παραμερισμού, εφόσον, αφενός δεν τίθετο ζήτημα ακύρωσης της απόφασης ex debito justitiae και αφετέρου, διότι η παράλειψη της εφεσείουσας να εμφανισθεί στην αγωγή αποκάλυπτε περιφρονητική στάση απέναντι στις δικαστικές διαδικασίες και το ίδιο το Δικαστήριο. Η στάση αυτή θεωρήθηκε από το Δικαστήριο «ασυγχώρητη», δικαιολογούσα την άρνηση παραμερισμού, ανεξάρτητα από την εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και των συζητήσιμων σημείων που εγείρονταν στη γραπτή ένορκη δήλωση της εφεσείουσας στην αίτηση παραμερισμού.

 

Η εφεσείουσα επιδιώκει κατ’ έφεση την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης, προωθώντας τον πρώτο και τρίτο λόγο έφεσης, εγκαταλείποντας το δεύτερο λόγο. Διά του πρώτου λόγου, αμφισβητείται η ορθή ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να παραμερίσει την επίδικη απόφαση. Με αναφορά σε σχετικές αποφάσεις Κυπριακές και Αγγλικές, εισηγείται ότι ο λόγος μη εμφάνισης ήταν το γεγονός ότι ουδέποτε η ίδια παρέλαβε στα χέρια της το δικόγραφο της αγωγής. Μη αναμένοντας τον εφεσίβλητο στο αεροδρόμιο εφόσον δεν είχε γίνει τέτοια διευθέτηση μεταξύ τους, ούτε τον είχε ενημερώσει για την πτήση, ταράχθηκε [*72]όταν τον συνάντησε και δικαιολογημένα αρνήθηκε να σταματήσει όταν την πλησίασε ο επιδότης, ενώ έβγαινε από το χώρο άφιξης του αεροδρομίου, με αποτέλεσμα ο επιδότης απλά να αφήσει τα έγγραφα στο πεζοδρόμιο.

 

Μόλις όμως αντιλήφθηκε ότι εκδόθηκε εναντίον της απόφαση, την οποία πληροφορήθηκε από σχετική δημοσίευση στον «Φιλελεύθερο» στις 3.6.2009, αμέσως επικοινώνησε με το δικηγόρο της και καταχωρήθηκε η υπό κρίση πρωτόδικη αίτηση παραμερισμού. 

 

Όσον αφορά τον τρίτο λόγο έφεσης, το Δικαστήριο όφειλε να παραμερίσει την απόφαση ex debito justitiae, αφού η ανάρτηση της έκθεσης απαιτήσεως στο πινάκιο του Δικαστηρίου δεν ήταν σύμφωνη με το διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση, εσφαλμένα δε το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση ικανοποιηθέν ότι υπήρξε επίδοση της έκθεσης απαίτησης.

 

Η αντίθετη θέση του εφεσίβλητου παραπέμπει στο καθόλα νομότυπο της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος, υιοθετώντας το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου και εισηγούμενος ότι όντως η εφεσείουσα ουδένα ενδιαφέρον επέδειξε για τη σχετική αγωγή, με αποτέλεσμα να μην καταχωρήσει εμφάνιση. Προκύπτει από την όλη στάση της εφεσείουσας, ότι περιφρόνησε ουσιαστικά τη σχετική δικαστική διαδικασία και την Κυπριακή δικαιοσύνη, ουδέποτε δε εξέφρασε τη λύπη της ή την απολογία της αναφορικά με την όλη στάση της.

 

Διαχρονικά η νομολογία έχει καθορίσει σε ποιες περιπτώσεις είναι δυνατή η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου προς ακύρωση απόφασης ληφθείσας λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης. Διακρίνονται δύο περιπτώσεις: (α) όπου η ερήμην απόφαση εκδόθηκε παράνομα, δηλαδή, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου ή διαδικασίας, οπότε και η απόφαση παραμερίζεται ex debito justitiae και (β) όπου η απόφαση είναι μεν νομότυπη, αλλά ο αιτούμενος τον παραμερισμό της παρουσιάζει διά ενόρκου δηλώσεως εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, ενώ επεξηγεί ταυτόχρονα το λόγο που η υπόθεση αφέθηκε να προχωρήσει σε έκδοση απόφασης, χωρίς τη συμμετοχή του.

 

Η απεριόριστη και ταυτόχρονα σύμφυτη ουσιαστικά εξουσία του Δικαστηρίου να παραμερίζει αποφάσεις ληφθείσες χωρίς την εξέταση της υπόθεσης επί της ουσίας, υπόκειται επομένως στα καλώς εγνωσμένα περιοριστικά κριτήρια που έχουν αναφερθεί ανωτέρω, αλλά σημασία αποκτούν επίσης αφενός το χρονικό διάστη[*73]μα που έχει διαρρεύσει μεταξύ της απόφασης και της αίτησης παραμερισμού και αφετέρου η χρησιμότητα του τυχόν παραμερισμού, από την άποψη ότι αν δεν υπάρχει κάποια υπεράσπιση, τότε ο παραμερισμός δεν εξυπηρετεί.

 

Τα πιο πάνω αντλούνται από υποθέσεις όπως οι Evans v. Bartlam [1973] 3 All E.R. 646, Land Securities Plc v. Receiver for the Metropolitan Police District [1983] 1 W.L.R. 439, Phylactou a.o. ν. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, Λούκα ν. Cyprus Pipes Industries Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 163 και Λουκαΐδου ν. Γερολέμου (2000) 1(A) Α.Α.Δ. 333.

 

Η κύρια θέση της εφεσείουσας είναι ότι πρωτοδίκως δεν απεδόθη καθόλου σημασία στην ύπαρξη καλής υπεράσπισης εκ μέρους της επί της ουσίας, ούτε σχολιάστηκαν οι αρχές παραμερισμού απόφασης. Αυτό όμως δεν είναι ορθό. Όντως το Δικαστήριο δεν εισήλθε στο σκεπτικό του σε λεπτομέρειες αναφορικά με την εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση που όντως αποτελεί προεξάρχοντα λόγο παραμερισμού, (Ανδρέου ν. Blue Green Wave Frozen Food Ltd (2010) 1(A) Α.Α.Δ. 119). Αναφέρθηκε όμως στη σχετική νομολογία και κατέληξε ότι υπήρχαν συζητήσιμα σημεία και εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση προερχόμενα από την ένορκη δήλωση της εφεσείουσας ημερ. 3.7.2009. Επομένως το ζήτημα αυτό δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό. Εκείνο όμως το οποίο το Δικαστήριο θεώρησε καταλυτικό για την απόρριψη της αίτησης, ήταν η περιφρονητική στάση που η εφεσείουσα επέδειξε έναντι της δικαστικής διαδικασίας και του ιδίου του Δικαστηρίου, με το να μην παραλάβει τα έγγραφα επίδοσης της αγωγής, παραλείποντας έτσι εσκεμμένα να εμφανιστεί στην υπόθεση. Αυτή η πτυχή, όμως, έπρεπε, κατά την εφεσείουσα, να υποχωρήσει έναντι της πλέον ουσιαστικής παραμέτρου που λαμβάνεται υπόψη σε αιτήσεις παραμερισμού, αυτή της αποκάλυψης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης.

 

Είναι όμως θεμελιακό για την έκβαση της έφεσης να παρατηρηθεί ότι η εφεσείουσα δεν αμφισβητεί την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το οποίο, υπενθυμίζεται, αφού είδε τους μάρτυρες που κατέθεσαν, έκρινε αναξιόπιστη την εφεσείουσα και την εκδοχή της. Ο κ. Βραχίμης δεν προσπαθεί με την έφεση του να εκθεμελιώσει αυτή την αξιολόγηση. Εκείνο το οποίο προβάλλει από την ανάπτυξη του πρώτου λόγου έφεσης στο περίγραμμα του, είναι ότι η όλη συμπεριφορά της εφεσείουσας δεν ήταν τέτοια που να έδειχνε περιφρόνηση στη δικαστική διαδικασία, εφόσον η εφεσείουσα δεν σταμάτησε να παραλάβει τα έγγραφα από τον επιδότη, λόγω του ότι ήταν ταραγμένη από την όλη [*74]προηγούμενη συμπεριφορά του εφεσίβλητου, τον οποίον είδε αιφνίδια στο αεροδρόμιο χωρίς προειδοποίηση. Αναπτύσσονται στο περίγραμμα οι όλες ενέργειες της εφεσείουσας σε όλες τις διαδικασίες στην Κύπρο και στη Γαλλία, για να καταδειχθεί ότι ενδιαφερόταν κατά πάντα χρόνο ενεργά για τις υποθέσεις της. Εξ ου και αμέσως μόλις πληροφορήθηκε την σε βάρος της έκδοση της απόφασης, ενήργησε προς παραμερισμό της.

 

Η ανάδειξη εκ πρώτης όψεως καλής και συζητήσιμης υπεράσπισης που συνιστά κυρίαρχο παράγοντα σε αιτήσεις του είδους, ουδέποτε εξετάζεται κατ’ απομόνωση. Ανάλογα με τα περιστατικά, οι υπόλοιποι παράγοντες ή κριτήρια αποκτούν λιγότερη ή περισσότερη σημασία. Ικανά ακόμη και να αντισταθμίσουν την καλή υπεράσπιση. Άλλωστε, είναι εξ αιτίας της μη εμφάνισης του που ένας εναγόμενος αναγκάζεται εκ των υστέρων να πείσει ότι έχει καλή υπεράσπιση, ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί επί της ουσίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την όλη συμπεριφορά της εφεσείουσας στο αεροδρόμιο ως ασυγχώρητη, δικαιολογούσα την άρνηση παραμερισμού. Δεν έχει τεθεί κανένας ουσιώδης λόγος που να παρέχει στο Εφετείο βάσιμη αιτία προς ανατροπή αυτής της κρίσης, η οποία ήταν το αποτέλεσμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας.

 

Όπως προαναφέρθηκε, το επίμαχο σημείο ήταν κατά πόσο στην εφεσείουσα έγινε ή όχι επίδοση των δικαστικών εγγράφων.  Και το ζήτημα αυτό απεφασίσθη εναντίον της. Η εφεσείουσα δεν αμφισβήτησε ότι πράγματι κάποιος της φώναξε μετά την έξοδο της από το αεροδρόμιο και την παράδοση του παιδιού στον εφεσίβλητο. Είναι τα μετέπειτα συμβάντα που αρνήθηκε. Το Δικαστήριο, όμως, έκρινε, για καλούς λόγους, αναξιόπιστη την εκδοχή της εφεσείουσας, δεχόμενο ότι όντως ο επιδότης όχι μόνο της φώναξε, αλλά και στάθηκε μπροστά της και στην άρνηση της να αποδεχθεί την επίδοση, της άφησε τα έγγραφα ρίχνοντας τα στο έδαφος, ζητώντας της να τα παραλάβει, μια καθόλα αποδεκτή πρακτική σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο Annual Practice 1958, σελ. 102, στα οποία εύστοχα παρέπεμψε το Δικαστήριο.

 

Τα όσα η ίδια η εφεσείουσα στο περίγραμμα της αναφέρει ως προς άλλες επιδόσεις που δέχθηκε στο παρελθόν στις εκκρεμούσες διαδικασίες στην Κύπρο και Γαλλία, για να δείξει ότι πάντοτε δεχόταν επιδόσεις, είναι άσχετα ως προς τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν την ημέρα της επίδικης επίδοσης.

 

Επομένως, όπως έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί (δέστε, για παρά[*75]δειγμα, Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1(B) Α.Α.Δ. 941), η χωρίς επαρκή λόγο παράλειψη εμφάνισης αποτελεί βάσιμο λόγο για απόρριψη της αίτησης παραμερισμού, διαφορετικά η όλη πορεία της δικαστικής διαδικασίας θα άφηνε αιωρούμενα τα εκατέρωθεν δικαιώματα και θα ήταν δέσμια της κρίσης του εναγόμενου σε σχέση με το χρόνο που ο ίδιος επιλέγει να καταχωρήσει την αίτηση παραμερισμού. Όταν η συμπεριφορά του διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει το θεμέλιο της δικαιοσύνης, το Δικαστήριο έχει καθήκον να αρνείται την επαναφορά, (F.P.P. Fish Processing Ltd v. Nicolaou Aqua Culture Ltd (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2054).

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά διαδικαστικό ζήτημα. Η εισήγηση εδώ είναι ότι η ανάρτηση της έκθεσης απαίτησης στο πινάκιο του Δικαστηρίου δεν ήταν σύμφωνη με το σχετικό Διάταγμα που επέτρεπε την υποκατάστατη επίδοση, γεγονός που επέβαλλε τον ex debito justitiae παραμερισμό της ερήμην απόφασης. Αυτό, διότι παρά τη σχετική ανάρτηση, η ένορκη δήλωση που βεβαίωνε την επίδοση της έκθεσης απαίτησης διά αναρτήσεως, καταχωρήθηκε την επομένη της ημερομηνίας ανάρτησης χωρίς έτσι να είχε νομότυπα διαρρεύσει το χρονικό διάστημα των επτά ημερών. Η εφεσείουσα παραπονείται επίσης ότι παρά την προβολή του ισχυρισμού αυτού, το πρωτόδικο Δικαστήριο τον αγνόησε πλήρως, προχώρησε δε να εκδώσει απόφαση ερήμην, ικανοποιηθέν ότι υπήρξε συμμόρφωση με το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης, το οποίο δεν εφαρμοζόταν καν διότι έγινε προσωπική επίδοση του γενικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου στην εφεσείουσα.

 

Πράγματι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε ειδικά με τον πιο πάνω ισχυρισμό και αυτό ήταν ένας λανθασμένος εκ μέρους του χειρισμός. Όμως, πρέπει να λεχθούν τα εξής που οδηγούν στην απόρριψη και αυτού του λόγου έφεσης: Κατ’ αρχάς, η εφεσείουσα δεν μπορεί να έχει βάσιμο παράπονο στο θέμα. Δεν μπορεί ταυτόχρονα να εισηγείται ότι δεν έγινε σ’ αυτήν νόμιμη επίδοση στο αεροδρόμιο Λάρνακας στις 20.12.2008 και από την άλλη να ισχυρίζεται ότι το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης δεν ίσχυε. Η προσωπική επίδοση, άλλωστε, όταν καθίσταται δυνατή, δεν αποκλείεται εκ της ύπαρξης του διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης. Κατά δεύτερο λόγο, ενώ η εφεσείουσα καταγράφει στην παρ. 12, της δικής της ένορκης δήλωσης που υποστήριζε την αίτηση παραμερισμού, το ζήτημα ότι κακώς θεωρήθηκε ότι έγινε επίδοση της έκθεσης απαίτησης με ένορκη δήλωση επίδοσης που καταχωρήθηκε την επόμενη μέρα της ανάρτησης και πριν την πάροδο της προθεσμίας των επτά ημερών, εν τούτοις δεν υπάρχει αντίστοιχη καταγραφή στο σώμα της ίδιας της αίτησης, κατά παράβα[*76]ση των προνοιών της Δ.48 θ.4(1), όπως τροποποιήθηκε με τον Διαδικαστικό Κανονισμό αρ. 5/1999, ημερ. 23.12.1999.

 

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, είναι γεγονός ότι δεν χρειάζεται επίδοση της έκθεσης απαίτησης στον εναγόμενο, εφόσον δυνάμει της Δ.17 θ.11, εκείνο το οποίο χρειάζεται είναι σε περίπτωση παράλειψης εμφάνισης να αποδειχθεί η επίδοση του κλητηρίου και όπου αυτό δεν είναι ειδικώς οπισθογραφηθέν δυνάμει της Δ.2 θ.6, τότε με την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης, ο ενάγων δύναται να αιτηθεί ex parte τη λήψη απόφασης. Η Δ.17 θ.11, προνοεί ειδικά για αίτηση ex parte, εφαρμοζόμενης έτσι αυτής της μονομερούς διαδικασίας εφόσον κατά τα άλλα, η Δ.48 θ.8 δεν περιλαμβάνει τη Δ.17 θ.11 στις πρόνοιες της. Η υπόθεση Λούκα ν. Cyprus Pipes Industries Ltdπιο πάνω –, αποτελεί επίσης αυθεντία ότι πράγματι η πρακτική να επιδίδεται η έκθεση απαίτησης στον εναγόμενο, ιδιαίτερα σε υποθέσεις μη εκκαθαρισμένων απαιτήσεων, δεν εξισώνεται με δικονομικό κανόνα, (ο οποίος, ας σημειωθεί, εισήχθη μεταγενέστερα στην Αγγλία – δέστε Annual Practice 1970, σελ. 113-115, O.13, r.6).

 

Βεβαίως, εφόσον εδώ είχαν δοθεί οδηγίες διά του διατάγματος ημερ. 27.11.2008, όπως σε περίπτωση μη καταχώρησης εμφάνισης, οποιαδήποτε μεταγενέστερη αίτηση στην αγωγή θα θεωρείτο ως επιδοθείσα εάν αναρτάτο στον πίνακα του Δικαστηρίου για περίοδο επτά ημερών, αυτές έπρεπε να τηρηθούν. Και τηρήθηκαν.  Όπως αποδέχεται η εφεσείουσα, προηγήθηκε ανάρτηση της έκθεσης απαίτησης. Εκείνο το οποίο συνέβη, λέγει η εφεσείουσα, ήταν η ανάρτηση να γίνει στις 11.2.2009 και ταυτόχρονα να υποβληθεί και η αίτηση για απόφαση. Τα πραγματικά γεγονότα είναι όμως διαφορετικά όπως θα αναφερθεί πιο κάτω.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως λέχθηκε ήδη, δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέμα. Κατέγραψε, όμως, τα στάδια που προηγήθηκαν της έκδοσης της απόφασης και αναφέρθηκε στα πιο πάνω. Το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι υπήρξε προηγούμενη ανάρτηση στον Πίνακα της έκθεσης απαίτησης και το ουσιώδες εδώ, δεν είναι πότε καταχωρήθηκε η ένορκη δήλωση επίδοσης διά αναρτήσεως, (που έπρεπε βεβαίως να καταχωρείτο μετά την εκπνοή των επτά ημερών), αλλά ότι το Δικαστήριο όρισε αρχικά την υπόθεση για ακρόαση-απόδειξη στις 23.2.2009, και μετέπειτα στις 27.2.2009 και 5.3.2009, όταν άκουσε τον εφεσίβλητο ενόρκως ως προς την αξίωση του, ενώ είχε καταχωρηθεί προηγουμένως ένορκη δήλωση του ίδιου στις 20.2.2009, βεβαιούσα την απαίτηση. Το Δικαστήριο έκδωσε την απόφαση του στις 28.5.2009.

[*77]Στην πραγματικότητα, όπως διαπιστώνεται από τη μελέτη του φακέλου της πρωτόδικης διαδικασίας, η έκθεση απαίτησης αναρτήθηκε στο Πινάκιο του Δικαστηρίου μόλις στις 24.2.2009, (σχετική είναι η ένορκη δήλωση επίδοσης του επιδότη Γιαννάκη Κτωρίδη, ημερ. 25.2.2009), την ίδια δε ημέρα αναρτήθηκε και η αίτηση ημερ. 11.2.2009 για απόφαση, (σχετική επίσης και πάλι άλλη ένορκη δήλωση του εν λόγω επιδότη ημερ. 25.2.2009). Προφανώς, το Δικαστήριο που εξέδωσε την ερήμην απόφαση είχε προσέξει την μη προηγούμενη ανάρτηση της έκθεσης απαίτησης και έτσι μετατόπισε την ημερομηνία ακρόασης-απόδειξης από τη 18.2.2009, που ήταν αρχικά ορισμένη η αίτηση για απόφαση, στις 27.2.2009 και τέλος στις 5.3.2009 όταν διεξήχθηκε η απόδειξη. Επομένως, η έκθεση απαίτησης παρέμεινε αναρτημένη για την πλήρη περίοδο των επτά ημερών πριν την απόδειξη και πριν την έκδοση της απόφασης και συνεπώς ποσώς δεν επηρεάστηκαν τα δικαιώματα της εφεσείουσας δεδομένης μάλιστα της μη καταχώρησης εμφάνισης.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο