Fotiou Bros Shipping Ltd και Άλλοι (2013) 1 ΑΑΔ 95

(2013) 1 ΑΑΔ 95

[*95]15 Ιανουαρίου, 2013

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, Ν. 33 ΤΟΥ 1964,

 

- ΚΑΙ -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ FOTIOU BROS SHIPPING LTD, ΦΩΤΙΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΦΩΤΙΟΥ ΧΑΡΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ CERTIORARI, PROHIBITION ΚΑΙ MANDAMUS,

 

- ΚΑΙ -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 12 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 4 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΤΟΥ 7ου ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 35 ΚΑΙ 69 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1Β ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ

ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ,

 

- ΚΑΙ -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 19/12/2012 ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ 27459/2008 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΟΤΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 4/2013)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Απορρίφθηκε αίτηση για παραχώρηση άδειας προς το σκοπό ακύρωσης ενδιάμεσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία εκρίθη στο εκ πρώτης όψεως στάδιο ποινικής διαδικασίας ότι δεν υπήρχε κατάχρηση διαδικασίας ― Ύπαρξη εναλλακτικού ένδικού μέσου και έλλειψη σχετικών προϋποθέσεων για την παραχώρηση άδειας.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Aκόμη και αν υπάρχει εκ [*96]πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα ― Η πάροδος δε μεγάλου χρονικού διαστήματος ή η ύπαρξη αλλότριου σκοπού στην επιδίωξη λήψης άδειας, αποτελούν πρόσθετους λόγους για μη χορήγηση της άδειας ― Σε πολύ σπάνιες και εξαιρετικές περιστάσεις θα δοθεί άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος ή θα χορηγηθεί η έκδοση τέτοιου εντάλματος εκεί όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο.

 

Κατάχρηση διαδικασίας ― Δυνατόν να υπάρχει όταν επιδιώκεται ο ίδιος σκοπός με διαφορετικά ένδικα μέσα ― Νομολογιακή επισκόπηση.

 

Οι αιτητές επιδίωξαν την παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, προς το σκοπό της ακύρωσης πρωτόδικης απόφασης με την οποία οι αιτητές κλήθηκαν σε απολογία από πρωτόδικο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου κατηγορούνταν σε ιδιωτική ποινική υπόθεση σχετικά με πρόκληση μη εξόφλησης  επιταγής.

 

Το Επαρχιακό  Δικαστήριο απέρριψε με την ενδιάμεση αυτή του απόφαση, εισηγήσεις που προέβαλαν οι αιτητές αναφορικά με ύπαρξη δεδικασμένου από προηγούμενη ιδιωτική υπόθεση που είχαν εγείρει οι ίδιοι παραπονούμενοι εναντίον των αιτητών και στην οποία οι τελευταίοι είχαν αθωωθεί.

 

Απέρριψε συνακόλουθα τη σχετική εισήγηση στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως και κάλεσε τους κατηγορουμένους σε σχετική απολογία.

 

Στο σκεπτικό του το Δικαστήριο αναφέρθηκε διεξοδικά στη σχετική νομολογία αναφορικά με την κατάχρηση διαδικασίας, αλλά και στα γεγονότα της ενώπιον του υπόθεσης για να καταλήξει ότι δεν στοιχειοθετείτο τέτοια κατάχρηση, η οποία να δικαιολογούσε την αναστολή της περαιτέρω διαδικασίας.

 

Σε σχέση με το δεδικασμένο, το Δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων ότι η αθώωση των κατηγορουμένων σε άλλη ποινική υπόθεση, πέραν του ότι δεν δέσμευε το Δικαστήριο.

 

Με την αίτηση υποστηρίχθηκε ότι:

 

α)  Η απορριπτική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ως προς το ότι δεν υφίστατο δεδικασμένο, αλλά ούτε και κατάχρηση, ήταν παράνομη και αντισυνταγματική, κατά παράβαση της νομολογίας [*97]του Ανωτάτου Δικαστηρίου, παραβλέποντας εντελώς το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε επί των ιδίων γεγονότων από την προηγούμενη απόφαση.

 

 β) Η συνέχιση της διαδικασίας υπό τις συνθήκες αυτές, συνιστούσε πλήγμα στο σύστημα δικαίου.

 

γ)  Συνέτρεχαν οι εξαιρετικές εκείνες περιστάσεις που θα έπρεπε να παρακαμφθεί ο κανόνας ότι με διαθέσιμο άλλο ένδικο μέσο δεν χωρεί η επιδίωξη λήψης άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Υπό το φως της νομολογίας δεν δικαιολογείτο η παροχή άδειας ως η θέση των αιτητών. Ήταν πρόδηλο ότι πέραν της ύπαρξης του εναλλακτικού μέσου θεραπείας διά της εφέσεως σε περίπτωση καταδίκης, δεν μπορούσε να συναχθεί από τα γεγονότα οποιαδήποτε ένδειξη για κατάχρηση διαδικασίας.

 

2.  Το ζήτημα τόσο της κατάχρησης, όσο και του δεδικασμένου τέθηκαν ενώπιον του κατωτέρου Δικαστηρίου, το οποίο με επιμέλεια εξέτασε τις εισηγήσεις των αιτητών και εκεί κατηγορουμένων με εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία, αλλά και με την εφαρμογή αυτής της νομολογίας στα ενώπιον του δεδομένα.

 

3.  Δεν τεκμαιρόταν αλλότριος σκοπός ή κίνητρο, ούτε και η απόσυρση, προηγούμενης παρόμοιας αίτησης, αποτελούσε ένδειξη μεμπτής ή άλλης παρόμοιας διάθεσης εναντίον του χρεώστη ώστε να εξαγόταν κατάχρηση διαδικασίας.

 

4.  Με βάση τη νομολογία, δεν συναγόταν κατάχρηση, όπως δεν θα συναγόταν ούτε και αν υπήρχε παράλληλη αστική αγωγή, ένα γεγονός που δεν φαινόταν να υφίσταται εφόσον ουδέν ανεφέρθη.

 

5.  Εκ του πιο πάνω μείζονος δεδομένου, δεν μπορούσε να εξαχθεί κατάχρηση εκ του ελάσσονος γεγονότος της καταχώρησης ποινικών και μόνο διώξεων, έστω και αν ήταν πέντε τον αριθμό.

 

6.  Επί του ιδιαίτερου δεδομένου που αντιμετώπιζε το κατώτερο Δικαστήριο, η συνύπαρξη στο ίδιο κατηγορητήριο τριών κατηγοριών για επιταγές δεν οδηγούσε σε συμπέρασμα κατάχρησης διαδικασίας έστω και εάν οι δύο εκ των τριών κατηγοριών προστέθηκαν μεταγενέστερα στο κατηγορητήριο με απόσυρση των αντί[*98]στοιχων εκκρεμουσών ποινικών διώξεων.

 

7.  Με βάση τα παραδεκτά γεγονότα κατά το χρόνο καταχώρησης των δύο πρώτων ποινικών διώξεων, οι επιταγές που αποτελούσαν το αντικείμενο των κατηγοριών ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είχαν ακόμη καταστεί πληρωτέες. Επομένως, δεν κινδύνευαν οι αιτητές ως κατηγορούμενοι κατά την εκδίκαση των πρώτων υποθέσεων να καταδικαστούν και για αδικήματα μεταγενέστερου χρόνου.

 

8.  Το κατώτερο Δικαστήριο άσκησε εύλογη δικαστική κρίση, χωρίς να είχε υποδειχθεί οποιαδήποτε υπέρβαση δικαιοδοσίας και χωρίς να είχε υποδειχθεί εμφανής πλάνη επί του πρακτικού.

 

9.  Η διαφορετική αντίληψη των νομικών θέσεων που προώθησαν οι αιτητές ή ο τρόπος εφαρμογής τους, δεν αποτελούσαν λόγο για παραχώρηση άδειας.

 

10.   Το δε res judicata, ενεργοποιείται κατά την έναρξη νέας κατηγορίας, όταν ήδη υπήρξε προηγούμενη αθώωση ή καταδίκη. Εδώ τα δεδομένα των ποινικών διώξεων διέφεραν ως προς το χρόνο δημιουργίας και στοιχειοθέτησης εκάστης κατηγορίας.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Global Consolidator Public Ltd (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 464,

 

Perella (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

 

Κωνσταντινίδης (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1298,

 

Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535,

 

Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,

 

Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552,

 

Μικρού (1997) 1 Α.Α.Δ. 609,

 

Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853,

 

[*99]Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109,

 

Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522,

 

Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646,

 

Χατζηγαβριήλ ν. NCR (Cyprus Ltd) Staff Profident Fund, (2012) 1 Α.Α.Δ. 2743,

 

N.C.P. Diamonds Co Ltd v. Τάκη Ιωαννίδη Λτδ κ.ά. (2003) 2 Α.Α.Δ. 162,

 

Εταιρεία Τ & Μ Οικονόμου και Υιός (2011) 1 Α.Α.Δ. 140,

 

Ε.Χ. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1554

 

Χρίστου (2011) 1 Α.Α.Δ. 2085,

 

Hunter v. Chief Constable of West Midlands [1981] 3 All E.R. 727,

 

Case of Sergey Zolotukhin v. Russia, (ECHR), Application no 14939/03, ημερ. 10.2.2009.

 

Αίτηση.

 

Α. Αλεξάνδρου, για τους Αιτητές.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με αφορμή σύμβαση κατασκευής θαλάσσιου σκάφους, οι κατηγορούμενοι στην ιδιωτική ποινική υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας υπ’ αρ. 27459/08, εξέδωσαν προς όφελος της κατασκευάστριας εταιρείας στις 7.7.2008, πέντε διαφορετικές επιταγές για διάφορα ποσά. Οι πέντε αυτές επιταγές ήσαν πληρωτέες σε διαφορετικό χρόνο, η κάθε μια. Η πληρωμή τους εν τέλει απαγορεύθηκε με διαταγή της εκδότριας εταιρείας, κατηγορουμένης 1, προς την εκδότρια τράπεζα στις 21.8.2008.

 

Ενόψει της ανάκλησης της πληρωμής, καταχωρήθηκε στις 25.8.2008 ιδιωτική ποινική δίωξη με αριθμό 16981/2008 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η οποία αφορούσε την πρώτη εκδοθείσα επιταγή που ήταν πληρωτέα στις 25.8.2008. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε καταδικαστική απόφαση κρίνοντας ενόχους τόσο την κατηγορουμένη 1 εταιρεία, όσο και τους κα[*100]τηγορουμένους 2 και 3, τους μετόχους και αξιωματούχους αυτής. Εναντίον της καταδικαστικής αυτής απόφαση καταχωρήθηκαν οι Ποινικές Εφέσεις αρ. 38/2010, 39/2010 και 40/2010, οι οποίες όμως απερρίφθησαν με απόφαση του Εφετείου ημερ. 31.10.2012.

 

Είχε στο μεταξύ καταχωρηθεί και η ιδιωτική ποινική υπόθεση υπ΄ αρ. 19531/08 και πάλι στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για τη δεύτερη εκδοθείσα επιταγή, στην οποία το Δικαστήριο αποφάσισε στις 11.7.11, ότι υπήρχε κατάχρηση διαδικασίας ενόψει του γεγονότος ότι είχαν καταχωρηθεί χωριστές ποινικές διώξεις για έκαστη των πέντε επιταγών.  Το Δικαστήριο εκεί έκρινε ότι παρόλο που από την αντικειμενική θεώρηση της μαρτυρίας είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ενυπήρχε καθήκον στο Δικαστήριο να παρεμποδίσει την κατάχρηση της διαδικασίας, αποφεύγοντας την έντονη ταλαιπωρία και καταπίεση των κατηγορουμένων με την αναστολή της περαιτέρω διαδικασίας, (το θέμα της κατάχρησης τέθηκε στο εκ πρώτης όψεως στάδιο), με αποτέλεσμα οι τρεις κατηγορούμενοι να απαλλαγούν από τη σχετική κατηγορία.

 

Είχε επίσης καταχωρηθεί για την τρίτη επιταγή, η ιδιωτική ποινική υπόθεση υπ’ αρ. 27459/08 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στην οποία μετά από άδεια του Δικαστηρίου προστέθηκαν άλλες δύο κατηγορίες που αφορούσαν την τέταρτη και πέμπτη επιταγή για τις οποίες είχαν καταχωρηθεί ξέχωρες ποινικές υποθέσεις και συγκεκριμένα η υπ’ αρ. 1365/2010 και 1422/2010, οι οποίες όμως αποσύρθηκαν τον Οκτώβριο του 2011, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η προσθήκη τους στην ποινική υπόθεση αρ. 27459/08.

 

Η ποινική υπόθεση αρ. 27459/09, προχώρησε σε ακρόαση. Στο τέλος της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής τέθηκε ζήτημα ότι η παραπονούμενη εταιρεία, Exantas Marine Enterprises Ltd, προς όφελος της οποίας είχαν εκδοθεί οι πέντε επιταγές, είχε καταχραστεί τη διαδικασία με την καταχώρηση διαφορετικών ποινικών διώξεων παρά το γεγονός ότι οι επιταγές είχαν εκδοθεί με βάση την ίδια συμφωνία και είχαν ανακληθεί για τον ίδιο λόγο, με μια και μοναδική πράξη. Η εισήγηση των κατηγορουμένων και εδώ αιτητών, ήταν ότι η πολλαπλή δίωξη τους από την παραπονούμενη εταιρεία παραβίαζε το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος, καθώς και το δεδικασμένο που είχε δημιουργηθεί από την αθωωτική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, υπό άλλη σύνθεση, στην υπόθεση αρ. 19531/08, αλλά και διότι παραβιάζονταν οι γενικότερες αρχές του δεδικασμένου και της κατάχρησης διαδικασίας, κατάχρηση που κατά την εισήγηση δεν αίρετο λόγω της τροποποίησης εκ των υστέρων του κατηγορητηρίου και της ενσωμάτωσης σ’  [*101]αυτό και των δύο τελευταίων ποινικών διώξεων αναφορικά με τις δύο τελευταίες επιταγές.

 

Το εκδικάζον την υπόθεση Δικαστήριο, απέρριψε τη σχετική εισήγηση με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 19.12.2012, κάλεσε δε τους κατηγορουμένους σε σχετική απολογία. Στο σκεπτικό του το Δικαστήριο αναφέρθηκε διεξοδικά στη σχετική νομολογία αναφορικά με την κατάχρηση διαδικασίας, αλλά και στα γεγονότα της ενώπιον του υπόθεσης για να καταλήξει ότι δεν στοιχειοθετείτο τέτοια κατάχρηση, η οποία να δικαιολογούσε την αναστολή της περαιτέρω διαδικασίας. Σε σχέση με το δεδικασμένο, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αθώωση των κατηγορουμένων στην ποινική υπόθεση 19531/08, πέραν του ότι δεν δέσμευε το Δικαστήριο, αφορούσε και διαφορετικά δεδομένα από την άποψη ότι ενώπιον εκείνου του Δικαστηρίου εκκρεμούσαν τέσσερις υποθέσεις, η δε παραπονούμενη εταιρεία, ενώ είχε την ευκαιρία πριν την έναρξη της δίκης να τροποποιήσει το κατηγορητήριο, συμπεριλαμβάνοντας και τις τρεις άλλες μεταγενέστερες επιταγές, δεν το έπραξε.

 

Είναι υπό το φως των πιο πάνω γεγονότων που οι αιτητές και κατηγορούμενοι στην ποινική υπόθεση αρ. 27459/08, καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση με την οποία επιδιώκεται η λήψη άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari, prohibition και mandamus. Οι λόγοι για τους οποίους οι αιτητές θεωρούν ότι πρέπει να λάβουν την αιτούμενη άδεια αναφέρονται στην παρ. Γ της έκθεσης που συνοδεύει την αίτηση και στα όσα συναφή καταγράφονται στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση του Χάρη Φωτίου, ενός των αιτητών. Συνοψίζονται στο ότι η απορριπτική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ως προς το ότι δεν υφίστατο δεδικασμένο, αλλά ούτε και κατάχρηση είναι παράνομη και αντισυνταγματική, κατά παράβαση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, παραβλέποντας εντελώς το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε επί των ιδίων γεγονότων από την απόφαση στην υπ’ αρ. 19531/2008 υπόθεση, παραγνωρίζοντας τον κίνδυνο να εκδοθεί αντιφατική απόφαση, ακόμη και ως προς τα συμπεράσματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί των Ποινικών Εφέσεων υπ’ αρ. 38/10, 39/20 και 40/10, αλλά και ως προς την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην υπ’ αρ. 19531/08 υπόθεση, η οποία δεν εφεσιβλήθη. Τα ίδια προώθησε και προφορικώς κατά την αγόρευση του ο κ. Αλεξάνδρου, παραθέτοντας αριθμό αυθεντιών όσον αφορά τόσο το δεδικασμένο, όσο και την κατάχρηση της διαδικασίας. Κατά το συνήγορο, η συνέχιση της διαδικασίας υπό τις πιο πάνω συνθήκες, συνιστά πλήγμα στο σύστημα δικαίου, το οποίο πρέπει να παρέχει ασφάλεια, αλλά και να διατηρεί και να [*102]διαφυλάττει το ενιαίο της δικαστικής κρίσης.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο κ. Αλεξάνδρου δέχθηκε ότι υπάρχει διαθέσιμο το εναλλακτικό μέσο θεραπείας της έφεσης, σε περίπτωση καταδίκης των αιτητών. Υποστήριξε όμως ότι συντρέχουν οι εξαιρετικές εκείνες περιστάσεις που θα έπρεπε να παρακαμφθεί ο κανόνας ότι με διαθέσιμο άλλο ένδικο μέσο δεν χωρεί η επιδίωξη λήψης άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, επειδή υπό το φως της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι προδιαγεγραμμένη η πορεία που θα ακολουθήσει το Επαρχιακό Δικαστήριο, εφόσον ήδη το Ανώτατο Δικαστήριο, ως Εφετείο, αποφάσισε ότι δεν συνέτρεχε εύλογη αιτία για ακύρωση των επιταγών.

 

Σε ερώτηση του Δικαστηρίου γιατί οι αιτητές δεν προέβηκαν σε αλλαγή απάντησης στις τρεις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν στην εκκρεμούσα ποινική υπόθεση υπ’ αρ. 27459/08, συμμορφούμενοι έτσι με το αποτέλεσμα της έφεσης, ο συνήγορος απάντησε ότι οι αιτητές δεν αποδέχονται την απόφαση του Εφετείου και γι’ αυτό επιμένουν στην προώθηση της υπεράσπισης τους. Στην περαιτέρω θέση του Δικαστηρίου ότι με την προώθηση της υπεράσπισης τους, είναι οι ίδιοι οι αιτητές που επιδιώκουν απόφαση από το Επαρχιακό Δικαστήριο, ο συνήγορος διατύπωσε τη θέση ότι κακώς το κατώτερο Δικαστήριο προχωρεί με την εκδίκαση της υπόθεσης έχοντας απορρίψει την εισήγηση για αναστολή της διαδικασίας ενόψει δεδικασμένου και κατάχρησης διαδικασίας. Σε άλλη συναφή ερώτηση, ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι οι αιτητές θα υποστούν μεγάλη ταλαιπωρία με την τυχόν καταδίκη τους σε φυλάκιση, μέχρι να εκδικαστεί η έφεση που θα ασκηθεί. 

 

Είναι γνωστό ότι όλα τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ’ εξαίρεση εφόσον αποτελούν προνόμιο και αντλούν την υπόσταση τους από το κατάλοιπο της εξουσίας για έλεγχο των κατωτέρων Δικαστηρίων, εκεί όπου από το πρακτικό της σχετικής απόφασης διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Τα προνομιακά εντάλματα δεν είχαν ποτέ και ούτε έχουν σκοπό να υποκαταστήσουν το ένδικο μέσο της έφεσης, (Αναφορικά με την αίτηση της Global Consolidator Public Ltd (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 464). Περαιτέρω, ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα, [*103](δέστε σχετικά τις υποθέσεις Αναφορικά με τον Perella (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1298, Base Metal Trading Ltd ν. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965 και Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552.). Η πάροδος δε μεγάλου χρονικού διαστήματος ή η ύπαρξη αλλότριου σκοπού στην επιδίωξη λήψης άδειας, αποτελούν πρόσθετους λόγους για μη χορήγηση της άδειας, (δέστε Αναφορικά με την Αίτηση Μικρού  (1997) 1 Α.Α.Δ. 609).

 

Ακόμη και σε θέματα ελέγχου της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου, που αποτελούν κατ’ εξοχήν λόγο χορήγησης άδειας, θα πρέπει να καταδειχθεί ότι η ύπαρξη άλλου προσφερόμενου ένδικου μέσου δεν επαρκεί υπό τις περιστάσεις για να χορηγηθεί, κατ’ εξαίρεση, η άδεια ή για να εκδοθεί ένταλμα certiorari. Έχει αναφερθεί στην υπόθεση Αναφορικά με τις Αιτήσεις της Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853 και στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) Certiorari (1995) 1 Α.Α.Δ. 109, ότι σε πολύ σπάνιες και εξαιρετικές περιστάσεις θα δοθεί άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος ή θα χορηγηθεί η έκδοση τέτοιου εντάλματος εκεί όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο.

 

Υπό το φως των πιο πάνω δεν δικαιολογείται η παροχή άδειας ως η θέση των αιτητών. Είναι πρόδηλο ότι πέραν της ύπαρξης του εναλλακτικού μέσου θεραπείας διά της εφέσεως σε περίπτωση καταδίκης, δεν μπορεί να συναχθεί από τα γεγονότα οποιαδήποτε ένδειξη για κατάχρηση διαδικασίας. Όπως ήδη αναφέρθηκε προηγουμένως στο σκεπτικό, το ζήτημα τόσο της κατάχρησης, όσο και του δεδικασμένου τέθηκαν ενώπιον του κατωτέρου Δικαστηρίου, το οποίο με επιμέλεια εξέτασε τις εισηγήσεις των αιτητών και εκεί κατηγορουμένων με εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία, αλλά και με την εφαρμογή αυτής της νομολογίας στα ενώπιον του δεδομένα. Έχει καθιερωθεί από την απόφαση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522, ότι κατάχρηση διαδικασίας δυνατόν να υπάρχει όταν επιδιώκεται ο ίδιος σκοπός με διαφορετικά ένδικα μέσα. Στη μεταγενέστερη υπόθεση Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646 λέχθηκαν τα εξής σχετικά στις σελ. 665-666:

 

«Στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522, έχει αναλυθεί η έννοια της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας όταν επιδιώκεται ο ίδιος σκοπός με διαφορετικά ένδικα μέσα. Είχε εκεί αποφασιστεί, κατά πλειοψηφία, από την Πλήρη Ολομέλεια, ότι δεν πετυχαίνουν οι σκοποί του δικαίου με το να μένει ατιμώρητος ο παραβάτης, επειδή έχει ληφθεί [*104]απόφαση υπέρ του παραπονουμένου για το οφειλόμενο από τον παραβάτη ποσό. Στην υπόθεση εκείνη καταγράφηκε ρητά με αναφορά και στην Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363, ότι το ελατήριο του παθόντος να καταγγείλει ή μη μια υπόθεση δεν σχετίζεται με το ταυτόχρονο δικαίωμα του να προβεί σε δίωξη. Και περαιτέρω, ότι η τυχόν επιδιωκόμενη τιμωρία και ο φόβος που ενυπάρχει στο ενδεχόμενο της, συνυφασμένος με τη σωφρονιστική πολιτική του ποινικού δικαίου, δεν συνιστά κατάχρηση όταν υπάρχει ή προωθείται παράλληλα και  αστική διαδικασία είσπραξης του ποσού.

 

Να σημειωθεί ότι ο λόγος της Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (ανωτέρω), ως προς το στίγμα του τι συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, δόθηκε σε υπόθεση που αφορούσε ιδιωτική ποινική δίωξη, όπου ενδεχομένως το κίνητρο του ιδιώτη κατήγορου είναι πλέον δυσδιάκριτο από την ταυτόχρονη επιδίωξη είσπραξης του λαβείν του. Σε υποθέσεις όμως όπου η ποινική δίωξη άρχεται από τον Γενικό Εισαγγελέα, είτε ως νομική υπηρεσία, είτε μέσω της αστυνομίας, ο σκοπός είναι ιδιαίτερα ευδιάκριτος, στοχεύοντας στην τιμωρία του δράστη, άσχετα από την οποιαδήποτε παράλληλη προσπάθεια εξώδικης αποπληρωμής του ποσού, όπως στην παρούσα υπόθεση.»

 

Στην πλέον πρόσφατη επί των υποθέσεων κατάχρησης διαδικασίας, απόφαση στην Χατζηγαβριήλ ν. NCR (Cyprus Ltd) Staff Profident Fund, (2012) 1 A.A.Δ. 2743, επιβεβαιώθηκε ότι η προώθηση των συμφερόντων ενός πιστωτή με αίτηση παραλαβής της περιουσίας του χρεώστη, δεν σήμαινε ταυτόχρονα ότι επιδιωκόταν σκοπός άλλος από την έκδοση ενός διατάγματος που εκ της φύσης του είχε σκοπό την παραλαβή της περιουσίας του χρεώστη με τη διαφύλαξη της προς όφελος όλων των πιστωτών. Δεν τεκμαίρεται, επομένως, εξ αυτών αλλότριος σκοπός ή κίνητρο, ούτε και η απόσυρση, όπως λέχθηκε, προηγούμενης παρόμοιας αίτησης, αποτελούσε ένδειξη μεμπτής ή άλλης παρόμοιας διάθεσης εναντίον του χρεώστη ώστε να εξάγεται κατάχρηση διαδικασίας.

 

Κατά ανάλογο προς τα ανωτέρω τρόπο, υπενθυμίζεται πρώτιστα ότι οι εδώ ποινικές διώξεις είναι ιδιωτικής φύσεως. Η τιμωρία των τυχόν υπαιτίων για την μη πληρωμή των επιταγών, συνυπάρχει και με τη νόμιμη επιδίωξη είσπραξης του λαβείν της παραπονούμενης εταιρείας. Με βάση το λόγο των πιο πάνω αυθεντιών, δεν συνάγεται κατάχρηση, όπως δεν θα συναγόταν ούτε και αν υπήρχε παράλληλη αστική αγωγή, ένα γεγονός που δεν φαίνεται [*105]να υφίσταται εφόσον ουδέν ανεφέρθη. Εκ του πιο πάνω μείζονος δεδομένου, δεν μπορεί να εξαχθεί κατάχρηση εκ του ελάσσονος γεγονότος της καταχώρησης ποινικών και μόνο διώξεων, έστω και αν ήταν πέντε τον αριθμό. Επί του ιδιαίτερου δεδομένου που αντιμετώπιζε το κατώτερο Δικαστήριο, η συνύπαρξη στο ίδιο κατηγορητήριο τριών κατηγοριών για επιταγές δεν οδηγεί σε συμπέρασμα κατάχρησης διαδικασίας έστω και εάν οι δύο εκ των τριών κατηγοριών προστέθηκαν μεταγενέστερα στο κατηγορητήριο με απόσυρση των αντίστοιχων εκκρεμουσών ποινικών διώξεων. Ορθά δε το Δικαστήριο ανεφέρθη και στην υπόθεση N.C.P. Diamonds Co Ltd v. Τάκη Ιωαννίδη Λτδ κ.ά. (2003) 2 Α.Α.Δ. 162, αναφορικά με το γεγονός ότι η καταχώρηση δύο υποθέσεων για δύο διαφορετικές επιταγές δεν συνιστά εκ προοιμίου κατάχρηση διαδικασίας ή ακυρότητα δίκης, προστέθηκε δε ότι το Δικαστήριο διαθέτει επαρκή μέτρα θεραπείας, εάν διαπιστώσει ότι δημιουργείται διαδικαστική ταλαιπωρία στον κατηγορούμενο.

 

Όπως υπέδειξε επίσης στην υπό κρίση απόφαση του το Δικαστήριο με βάση τα παραδεκτά γεγονότα κατά το χρόνο καταχώρησης των δύο πρώτων ποινικών διώξεων, οι επιταγές που αποτελούσαν το αντικείμενο των κατηγοριών ενώπιον του Δικαστηρίου δεν είχαν ακόμη καταστεί πληρωτέες. Επομένως, δεν κινδύνευαν οι αιτητές ως κατηγορούμενοι κατά την εκδίκαση των πρώτων υποθέσεων να καταδικαστούν και για αδικήματα μεταγενέστερου χρόνου.

 

Το κατώτερο Δικαστήριο άσκησε εύλογη δικαστική κρίση. Και όσο και αν έχουν διαφορετική επ’ αυτής άποψη οι αιτητές, δεν παύει να αποτελεί μια κρίση ασκηθείσα δικαστικά χωρίς να έχει υποδειχθεί οποιαδήποτε υπέρβαση δικαιοδοσίας και χωρίς να έχει υποδειχθεί εμφανής πλάνη επί του πρακτικού. Η διαφορετική αντίληψη των νομικών θέσεων που προώθησαν οι αιτητές ή ο τρόπος εφαρμογής τους, δεν αποτελούν λόγο για παραχώρηση άδειας, (δέστε Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Τ & Μ Οικονόμου και Υιός για Certiorari, (2011) 1 Α.Α.Δ. 140 και Αναφορικά με την Αίτηση της Ε.Χ. για Certiorari (2011) 1 Α.Α.Δ.1554 – επικυρώθηκε κατ’ έφεση με τη Χρίστου (2011) 1 Α.Α.Δ. 2085). Το Δικαστήριο εξήγησε με ικανούς λόγους ότι δεν υπήρχε κατά την άποψη του μια τέτοια «….. ξεκάθαρη κατάχρηση της διαδικασίας από μέρους της παραπονουμένης, σε βαθμό που να επιβάλλεται η αναστολή της παρούσας διαδικασίας …..». Όσον αφορά το δεδικασμένο, ορθώς το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η απόφαση στην ποινική υπόθεση αρ. 19531/08, αφενός δεν δέσμευε το Δικαστήριο και αφετέρου τα δεδομένα που το Δικαστήριο είχε υπόψη του ήταν ουσιωδώς διαφορετικά από αυτά που βρίσκονταν ενώπιον του Δι[*106]καστηρίου του οποίου η απόφαση ελέγχεται εδώ, με δεδομένο ότι τα τρία διαφορετικά κατηγορητήρια ενοποιήθηκαν σε ένα, ώστε να εκκρεμεί μια και μόνο υπόθεση εναντίον των αιτητών. Όπως υποδεικνύει και η απόφαση στην Hunter v. Chief Constable of West Midlands [1981] 3 All E.R. 727, (μια εκ των υποθέσεων στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος), η σύμφυτη εξουσία για ενεργοποίηση του καθήκοντος του Δικαστηρίου να διακόψει δίκη γίνεται όταν είναι «…. manifestly unfair to a party to litigation before it, or would otherwise bring the administration of justice into direspute among right-thinking people.», κάτι που δεν κρίνεται ότι υφίσταται εδώ. Η υπόθεση Hunter, άλλωστε, αφορούσε ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα, αυτό της επιδίωξης μέσω πολιτικής υπόθεσης που καταχωρείται εκ των υστέρων, να καταδειχθεί ότι η ομολογία του κατηγορούμενου στην ποινική υπόθεση στην οποία και καταδικάστηκε, λήφθηκε υπό καταπιεστικές συνθήκες.

 

Ούτε η υπόθεση της Μείζονος Σύνθεσης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Sergey Zolotukhin v. Russia, (ΕCHR), Application no 14939/03, ημερ. 10.2.2009, συσχετίζεται με τα εδώ δεδομένα. Ως υπεδείχθη στη σκέψη 82, το Άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 7, τυγχάνει εφαρμογής ως απαγορευτικό της ποινικής δίωξης ή δίκης για ένα δεύτερο αδίκημα στο βαθμό που αυτό εγείρεται από «…. identical facts or facts which are substantially the same.». Το δε res judicata, κατά τη σκέψη 83, ενεργοποιείται κατά την έναρξη νέας κατηγορίας, όταν ήδη υπήρξε προηγούμενη αθώωση ή καταδίκη. Εδώ τα δεδομένα των ποινικών διώξεων διέφεραν ως προς το χρόνο δημιουργίας και στοιχειοθέτησης εκάστης κατηγορίας. Η δε αθώωση από το Δικαστήριο στην υπόθεση αρ. 19531/08, σαφώς κρίθηκε στη βάση διαφορετικών δεδομένων και επί του δικού του τρόπου εφαρμογής της θεωρίας περί κατάχρησης παρά το ότι, ως ανέφερε, υπήρχε κατά τα άλλα εκ πρώτης όψεως υπόθεση.

 

Οι αιτητές επέλεξαν οι ίδιοι να ακολουθήσουν την πορεία αυτή αμφισβητώντας δηλαδή και το κατηγορητήριο, (όπως αυτό τροποποιήθηκε), στην υπόθεση που εδώ κρίνεται, μη αποδεχόμενοι να συμμορφωθούν κατ’ ουσίαν με την απόφαση του Εφετείου, το οποίο ρητώς απέρριψε την εισήγηση των αιτητών ότι υπήρχε εύλογη αιτία για αναστολή της πληρωμής της συγκεκριμένης επιταγής. Όπως ο κ. Αλεξάνδρου αποδέχθηκε και μάλιστα τόνισε στη σχετική επιχειρηματολογία του στην προσπάθεια του να δείξει κατάχρηση, μια ήταν η πράξη της ακύρωσης της πληρωμής των πέντε επιταγών. Εάν οι αιτητές επιθυμούν να προωθούν ανάλογη υπεράσπιση ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου αναφορικά με τις [*107]τρεις εναπομείνασες επιταγές, θα πρέπει να είναι διατεθειμένοι να υποστούν και την ανάλογη ταλαιπωρία και να επωμισθούν και τον ανάλογο κίνδυνο. Εάν, από την άλλη, προωθείται άλλη υπεράσπιση ή επιχειρείται διαφοροποίηση επί των γεγονότων και της σχετικής μαρτυρίας, τότε βέβαια αποτελεί επιλογή τους να θέσουν τη θέση τους στο κατώτερο Δικαστήριο, προς απόφαση.

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η αίτηση απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο