Κυριάκου Κώστας ν. Θεράποντα Αναστασίου (2013) 1 ΑΑΔ 148

(2013) 1 ΑΑΔ 148

[*148]22 Ιανουαρίου, 2013

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΚΩΣΤΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΘΕΡΑΠΟΝΤΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 230/2009)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για συνοπτική απόφαση ― Διάταξη 18 ― Αποτελεί εξαιρετικό μέτρο ― Ασκείται με φειδώ και όπου εμφανώς τα γεγονότα που η πλευρά του εναγομένου παραθέτει μέσα από την ένσταση της, δεν αφήνουν περιθώρια για νόμιμη υπεράσπιση.

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για συνοπτική απόφαση ― Διάταξη 18 ― Το τι αναμένεται από ένα εναγόμενο όταν αντιμετωπίζει αίτηση για συνοπτική απόφαση έχει διαχρονικά επιβεβαιωθεί από τη φράση «condescend upon particulars».

 

Αγωγή ― Καθυστέρηση στην έγερση αγωγής ― Εγκατάλειψη δικαιώματος ― Υπεράσπιση του laches ― Έχει εφαρμογή μόνο στο δίκαιο της επιείκειας και όχι όταν προνοείται νομοθετική περίοδος παραγραφής.

 

Συμβάσεις ― Γραμμάτιο ― Ποιες οι μόνες δυνατές υπερασπίσεις με βάση το Άρθρο 80 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία έγινε αποδεκτή αίτηση των εφεσιβλήτων - εναγόντων, για έκδοση συνοπτικής απόφασης θεμελιωμένης στη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε και εξέτασε τις εκατέρωθεν θέσεις που προβλήθηκαν από τους διαδίκους, (δεν ζητήθηκε η αντεξέταση οποιουδήποτε ενόρκως δηλούντος), εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα και εναντίον του εφεσείοντος-[*149]εναγόμενου, για το αιτούμενο ποσό.

 

Μεταξύ άλλων, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε ούτε την υπογραφή του στο γραμμάτιο στο οποίο αφορούσε η αγωγή, ούτε το χρέος του προς τον εφεσίβλητο, ενώ απουσίαζε οποιαδήποτε υποστηρικτική μαρτυρία που να έτεινε να θεμελιώσει έστω εκ πρώτης όψεως τον προβληθέντα από τον εναγόμενο ισχυρισμό, ότι το χρέος είχε εξοφληθεί.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο συζήτησε, την υπόθεση στη βάση του ότι, το έγγραφο ήταν γραμμάτιο συνήθους τύπου και ότι αυτό αποτελεί αμάχητη απόδειξη και δεν μπορεί το Δικαστήριο να υπεισέλθει στη δεδηλωμένη στο ίδιο το γραμμάτιο αντιπαροχή.

 

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

 

α)  Λανθασμένα δεν έγινε αποδεκτή η υπεράσπιση του laches.

 

β)  Δεν επισυνάφθηκε αντίγραφο του γραμματίου στην επιδοθείσα στον εναγόμενο αίτηση, παρόλο που αναφερόταν ως στη συνημμένη ένορκη δήλωση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ορθά το Δικαστήριο διέκρινε ότι η υπεράσπιση του laches, έχει εφαρμογή μόνο στο δίκαιο της επιείκειας και όχι όταν προνοείται νομοθετική περίοδος παραγραφής. Αφορά δε, την εγκατάλειψη δικαιώματος λόγω παρόδου υπερβολικού χρόνου διεκδίκησης αξίωσης όταν από την απραξία αυτή έχουν επηρεαστεί τα δικαιώματα του αντιδίκου, με την απώλεια μαρτυρίας έγγραφης ή ζώσης.

 

2.  Εδώ δεν μπορούσε καν να συζητηθεί τέτοιο ζήτημα. Το γραμμάτιο υπήρχε, ο εφεσείων δεν απώλεσε οποιαδήποτε μαρτυρία ή δυσκολεύτηκε να την παρουσιάσει.

 

3.  Και να μην υπήρχε στην προκειμένη, εκ του νόμου αναστολή της προβλεπόμενης περιόδου παραγραφής, η επίδικη αγωγή ηγέρθη εντός της προβλεπόμενης περιόδου.

 

4.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε το σημείο ότι ο εφεσείων παρά τη μη επισύναψη του γραμματίου στην επιδοθείσα σ’ αυτόν αίτηση, παρέλειψε να το ζητήσει. Η μη επισύναψη του ήταν μια θεραπεύσιμη παρατυπία.

[*150]5.      Η απλή επιβεβαίωση της ίδιας της αξίωσης με αναφορά στην απαίτηση κατά τις επιταγές της Δ.18 θ. 1(α), εξυπακούει τη μη αναγκαιότητα επισύναψης οποιωνδήποτε εγγράφων.

 

6.  Το πρωτότυπο του εγγράφου βρισκόταν στον πρωτόδικο φάκελο, τον οποίο το ίδιο το Εφετείο εξέτασε για σκοπούς μελέτης της υπόθεσης.

 

7.  Εδώ, επιχειρήθηκε η ανάδειξη της υπεράσπισης της εξόφλησης με ένα έγγραφο ενοικίασης κάποιας γης, το ενοίκιο από το οποίο θα προσμετρούσε έναντι του οφειλόμενου εκ του γραμματίου ποσού.

 

8.  Το οπίσθιο μέρος του γραμματίου παρέπεμπε σε ό,τι πιθανώς θα μπορούσε να συσχετισθεί ευλόγως με τα όσα ο εφεσείων διατεινόταν στην ένσταση του, στην οποία προέβαλλε την πιο πάνω υπεράσπιση εξόφλησης του.

 

9.  Η ύπαρξη των ιδιοχείρων σημειώσεων στο πίσω μέρος του γραμματίου διέλαθε προφανώς της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά και αμφοτέρων των συνηγόρων.

 

10.   Έδιδαν το στίγμα μιας ενδεχόμενης υπεράσπισης την οποία ο εφεσείων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να προβάλει και να τύχει αξιολόγησης.

 

Η έφεση επέτυχε χωρίς έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Μάρκος Νικολάου Λτδ ν. Adamko Constructions Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 376,

 

N.V. Caterchef Ltd v. P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1912,

 

Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 408,

 

Raif v. Dervish (1971) 1 Α.Α.Δ. 158,

 

Κανναουρίδης ν. Οικοδομικής Εταιρείας Τακτικών Κυβερνητικών Εργατών Κύπρου «Η Μέριμνα» Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 1390.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρ[*151]χιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Βλάμης, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1401/2008), ημερομ. 5/6/2009.

 

Λ. Χατζηλοΐζου (κα), για τον Εφεσείοντα.

 

Ν. Δημητρίου (κα), για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε αίτηση για συνοπτική απόφαση θεμελιωμένη στη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και, αφού άκουσε και εξέτασε τα εκατέρωθεν νομικά επιχειρήματα που προβλήθηκαν από τους διαδίκους, (δεν ζητήθηκε η αντεξέταση οποιουδήποτε ενόρκως δηλούντος), εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα και εναντίον του εφεσείοντος-εναγόμενου, για το ποσό των €18.367,46 με τόκο 8,5% ετησίως από 11.11.1996 μέχρι εξόφλησης πλέον έξοδα.

 

Η πρωτόδικη αγωγή αφορούσε αξίωση του εφεσίβλητου για Λ.Κ.10.750, ποσό το οποίο δόθηκε στον εφεσείοντα δυνάμει γραμματίου και ή συναλλαγματικής και ή γραπτής αναγνώρισης χρέους και ή ως δάνειο που ο εφεσείων αναγνώρισε, αποδέχθηκε και υπέγραψε στις 11.11.1996, με αποπληρωμή του ποσού στον εφεσίβλητο στις 31.12.1997. Το εν λόγω ποσό έφερε και συμφωνημένους τόκους 8,5% ετησίως μέχρι εξόφλησης.

 

Μετά την καταχώρηση σημειώματος εμφανίσεως εισήχθηκε αίτηση για συνοπτική απόφαση υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση του ιδίου του εφεσίβλητου, ο οποίος επιβεβαίωσε το περιεχόμενο του ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, προσθέτοντας ότι ο εφεσείων καταχώρησε εμφάνιση μόνο και μόνο για σκοπούς καθυστέρησης της διαδικασίας, καθότι δεν είχε οποιαδήποτε υπεράσπιση στην αγωγή.

 

Ακολούθησε η καταχώρηση ένστασης στην οποία ο εφεσείων διά ενόρκου δηλώσεως του υπεστήριξε ότι το εν λόγω ποσό εξοφλήθη με διευθέτηση που είχε γίνει μεταξύ των διαδίκων στη βάση του γεγονότος ότι κατά ή περί το 1997, ο εφεσείων ενοικίασε στον εφεσίβλητο ένα περιβόλι έναντι του ετησίου ποσού των €3.417,20 το οποίο θα αφαιρείτο από το οφειλόμενο προς τον εφεσίβλητο χρέος του. Το περιβόλι εκμεταλλευόταν ο εφεσίβλητος μέχρι και το [*152]έτος 2007. Πέραν αυτών, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι η συμπεριφορά του εφεσίβλητου δημιούργησε υπεράσπιση περί εγκατάλειψης απαίτησης διότι ο εφεσίβλητος ήγειρε την αγωγή 10 χρόνια μετά τη λήξη του επιδίκου χρέους. Πρόσθετα, ήταν ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι θα ήταν άδικο και ανεπιεικές για τον εφεσίβλητο να επιμένει στην εν λόγω αξίωση του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκτεταμένη απόφαση του ανέλυσε τη νομική πτυχή της αξίωσης για συνοπτική απόφαση με ιδιαίτερη αναφορά στις υπερασπίσεις που μπορούν να προωθηθούν σε αξίωση επί γραμματίου συνήθους τύπου, έχοντας υπόψη ότι αυτή ήταν η βάση στην οποία προωθήθηκε η καταχωρηθείσα πρωτοδίκως γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του εφεσιβλήτου, βάση που δεν αμφισβητήθηκε ούτε από τους συνηγόρους του εφεσείοντος στη δική τους αγόρευση παρά το γεγονός ότι το κλητήριο ένταλμα αναφερόταν σε γραμμάτιο γενικώς και όχι γραμμάτιο συνήθους τύπου. Με δεδομένο ότι ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε ούτε την υπογραφή του στο γραμμάτιο, ούτε το χρέος του προς τον εφεσίβλητο, το Δικαστήριο έκρινε ότι απουσίαζε οποιαδήποτε υποστηρικτική μαρτυρία που να έτεινε να θεμελιώσει έστω εκ πρώτης όψεως τον ισχυρισμό ότι το χρέος είχε εξοφληθεί.

 

Το Δικαστήριο ανέφερε στο σκεπτικό του ότι η ένορκη δήλωση του εφεσείοντος προς υποστήριξη της ένστασης μαζί με τα έγγραφα που επισύναψε σε αυτή ως τεκμήρια, δεν αποδείκνυε οποιαδήποτε ουσιαστική υπεράσπιση, σημειώνοντας ότι από το έγγραφο που παρουσιαζόταν να ήταν η γραπτή συμφωνία ενοικίασης ακινήτου ημερ. 4.3.2003, δεν σημειωνόταν ότι θα αφαιρείτο το ποσό του ενοικίου από το χρέος, ούτε προέκυπτε οποιοσδήποτε συμψηφισμός των ποσών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων παρέλειψε να εξειδικεύσει λεπτομέρειες και γεγονότα σύμφωνα με τη νομολογία, όπως αποδείξεις πληρωμών χρημάτων ή άλλων σχετικών εγγράφων, που να τείνουν να θεμελιώσουν τον ισχυρισμό περί εξόφλησης. Θεώρησε, καταληκτικά ως προς αυτό το σημείο, ότι τα κατ’ ισχυρισμόν πολλά εγειρόμενα νομικά σημεία που ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι έπρεπε να εξεταστούν αφού δοθεί η απαιτούμενη μαρτυρία, ήταν γενικά και αόριστα, χωρίς οποιαδήποτε ουσιαστική υφή.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό για την καθυστερημένη έγερση της απαίτησης κατά τρόπο που να ενεργοποιείται η υπεράσπιση του laches, έκρινε ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί κάτι τέτοιο, αφενός διότι ο εφεσείων δεν ισχυρίστηκε ότι είχε παραγραφεί η αξίωση για το επίδικο χρέος και αφετέρου διότι ο εφεσίβλητος δεν [*153]συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο που να υποδήλωνε αναμφισβήτητη εγκατάλειψη του δικαιώματος του.

 

Επαναφέρονται κατ’ έφεση τα ίδια ουσιαστικώς θέματα με αυτά που προωθήθηκαν πρωτοδίκως προς ανατροπή της απόφασης του Δικαστηρίου. Μέσα από οκτώ λόγους έφεσης, επιδιώκεται η συζήτηση κάθε μέρους του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης σε μια προσπάθεια εκθεμελίωσης της.

 

Αρχίζοντας την εξέταση των λόγων έφεσης από την υπεράσπιση του laches, (προερχόμενη η λέξη από τη Νορμανδική Γαλλική «lasches» ήτοι οκνηρία, αμέλεια), κρίνεται ότι ορθά το Δικαστήριο διέκρινε ότι η υπεράσπιση αυτή έχει εφαρμογή μόνο στο δίκαιο της επιείκειας και όχι όταν προνοείται νομοθετική περίοδος παραγραφής, αφορά δε την εγκατάλειψη δικαιώματος λόγω παρόδου υπερβολικού χρόνου διεκδίκησης αξίωσης όταν από την απραξία αυτή έχουν επηρεαστεί τα δικαιώματα του αντιδίκου, με την απώλεια μαρτυρίας έγγραφης ή ζώσης.

 

Εδώ δεν μπορεί καν να συζητηθεί τέτοιο ζήτημα. Το γραμμάτιο υπάρχει, ο εφεσείων δεν απώλεσε οποιαδήποτε μαρτυρία ή δυσκολεύτηκε να την παρουσιάσει, (αντίθετα κατέθεσε το κατ’ ισχυρισμόν σχετικό ενοικιαστήριο), και βεβαίως ο εφεσίβλητος ήγειρε την αξίωση του στις 12.5.2008, σε περίοδο που δεν ίσχυε οποιαδήποτε περίοδος παραγραφής εφόσον με τους τροποποιητικούς περί Παραγραφής Νόμους αρ. 41(Ι)/2011 και αρ. 159(Ι)/2011, η παραγραφή γενικώς είχε ανασταλεί αρχικά μέχρι 31.12.2011 και μετά μέχρι τις 30.6.2012. Παρατηρείται δε ότι με τον υφιστάμενο τότε Νόμο, Κεφ. 15, (πριν αντικατασταθεί εξ ολοκλήρου με τον περί Παραγραφής Αγωγίμων Δικαιωμάτων Νόμο αρ. 66(Ι)/2012), η περίοδος έγερσης αγωγής επί γραμματίου συνήθους τύπου ήταν, δυνάμει του Άρθρου 3(1)(α), δεκαπέντε έτη, που και να μην υπήρχε αναστολή της περιόδου παραγραφής, η επίδικη αγωγή ηγέρθη εντός της περιόδου.

 

Όσον αφορά την ουσία του θέματος, είναι γνωστό ότι η δυνατότητα που παρέχεται από τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προς έκδοση συνοπτικής απόφασης, αποτελεί τον επιτρεπόμενο δικονομικά τρόπο παράκαμψης της συνήθους διεξαγωγής της δίκης και κατά συνέπεια αποτελεί από αυτή την άποψη ένα εξαιρετικό μέτρο. Προσφέρεται στα πλαίσια όσο το δυνατόν γρήγορης απονομής της δικαιοσύνης εκεί όπου ο ενάγων συμμορφούμενος με τις διατάξεις της Δ.18 θ.1, μετατοπίζει το βάρος στους ώμους του εναγομένου για να αποκαλύψει καλή υπεράσπιση. Ο [*154]εναγόμενος θα πρέπει σύμφωνα με σαφή και καθιερωμένη νομολογία, να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου για να του δοθεί άδεια να υπερασπιστεί την υπόθεση.  Αναμφίβολα η εξουσία του Δικαστηρίου κάτω από τη Δ.18 ασκείται με φειδώ και όπου εμφανώς τα γεγονότα που η πλευρά του εναγομένου παραθέτει μέσα από την ένσταση της, δεν αφήνουν περιθώρια για νόμιμη υπεράσπιση, (δέστε Μάρκος Νικολάου Λτδ ν. Adamko Constructions Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 376). 

 

Έχει υποδειχθεί στη N.V. Caterchef Ltd v. P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1912 και έχει επιβεβαιωθεί εκ νέου στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 408, ότι το δικαίωμα υπεράσπισης χωρίς όρους δεν «…. ικανοποιείται χωρίς την παροχή λεπτομερειών σε λογική έκταση διαφορετικά, θα ήταν εύκολο σε σχεδόν κάθε περίπτωση να εξασφαλίζεται άδεια με γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς με αποτέλεσμα την αχρήστευση του.». Το τι αναμένεται από ένα εναγόμενο όταν αντιμετωπίζει αίτηση για συνοπτική απόφαση έχει διαχρονικά επιβεβαιωθεί από τη φράση «condescend upon particulars». Στο Annual Practice 1970 σελ. 127, παρ. 14/3-4/4, αναφέρονται τα εξής: 

 

      «The defendants affidavit must “condescend upon particulars”, and  should, as far as possible, deal specifically with the plaintiffs claim and affidavit, and state clearly and concisely what the defence is, and what facts are relied on as supporting it. It should also state whether the defence goes to the whole or part of the claim, and in the latter case it should specify the part.

 

      ……. if a legal objection is raised, the facts and the point of law arising thereon must be clearly stated.

 

      Indeed, in all cases, sufficient facts and particulars must be given to show that there is a bona fide defence.»

 

Ένα δικονομικό σημείο το οποίο ο εφεσείων ανέδειξε σε ουσιαστικό θέμα πρωτοδίκως, αλλά και κατ’ έφεση, ήταν η μη επισύναψη του αντιγράφου του γραμματίου στην επιδοθείσα σ’ αυτόν αίτηση, παρόλο που αναφερόταν ως επισυναπτόμενο τεκμήριο στην παρ. 2 της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντος. Αυτό διασυνδέθηκε με την κατ’ ισχυρισμόν πιθανή άρνηση ύπαρξης αυτού καθαυτού του γραμματίου ή ότι η παραδοχή του ότι δανείστηκε χρήματα, ισοδυναμούσε με παραδοχή υπογραφής γραμματίου συνήθους τύπου κατά το λόγο της παρ. 2(β) της έφεσης. Τέτοιες θέσεις [*155]όμως δεν προβλήθηκαν καν στην ένσταση. Απλώς εκεί αναφέρθηκε με γενικότητα στην παρ. 8 της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντος, ότι στη βάση των γεγονότων που ακολουθούσαν στις επόμενες παραγράφους που αφορούσαν την ενοικίαση του περιβολιού, υπήρχε «καλή, ουσιαστική και γνήσια υπεράσπιση», επισημαινόταν δε απλώς ότι στην αίτηση που είδε, δεν υπήρχε επισυνημμένο τεκμήριο. Ούτε αμφισβητήθηκε η ύπαρξη του γραμματίου ή η υπογραφή του εφεσείοντος σ’ αυτή ή η λήψη του εκεί αναφερόμενου ποσού.

 

Ορθά επομένως το Δικαστήριο εντόπισε το σημείο ότι ο εφεσείων παρά τη μη επισύναψη του γραμματίου στην επιδοθείσα σ’ αυτόν αίτηση, παρέλειψε να το ζητήσει. Η μη επισύναψη του ήταν μια θεραπεύσιμη παρατυπία υπό το φως του γεγονότος ότι το πρωτότυπο γραμμάτιο ήταν όντως επισυνημμένο στην ίδια την καταχωρηθείσα στο φάκελο του Δικαστηρίου αίτηση.

 

Η συνήγορος του εφεσείοντος τόνισε το επιτακτικό της αυστηρής τήρησης των δικονομικών προϋποθέσεων ως μια δικονομική διάταξη που, κατ’ εξαίρεση της συνήθους διαδικασίας, δίδει το δικαίωμα στον ενάγοντα να αιτηθεί την ταχεία προς όφελος του έκδοση απόφασης. Υπενθυμίζεται όμως ότι το μόνο ουσιαστικό που έχει να κάμει ο αιτητής είναι να επιβεβαιώσει την απαίτηση με αναφορά στα γεγονότα, που εκτίθενται στο κλητήριο ένταλμα και ότι ο καθ’ ου εξακολουθεί να οφείλει το ποσό και δεν έχει ουσιαστική υπεράσπιση, (δέστε Annual Practice 1959 σελ. 258-260 και Annual Practice 1970, σελ. 124, παρ. 14-2-5). Κατ’ επέκταση, η αίτηση για συνοπτική απόφαση δεν είναι αναγκαίο να συνοδεύεται από όλα τα έγγραφα που θα υποστήριζαν την αγωγή εάν διεξαγόταν κανονική δίκη. Η απλή επιβεβαίωση της ίδιας της αξίωσης με αναφορά στην απαίτηση κατά τις επιταγές της Δ.18 θ.1(α), εξυπακούει τη μη αναγκαιότητα επισύναψης οποιωνδήποτε εγγράφων. Αν όμως ο ίδιος ο ενάγων-αιτητής  επιλέξει να αναφερθεί στην ένορκη του δήλωση σε έγγραφα, τότε σύμφωνα με τη Δ.18 θ.2, αυτά θα πρέπει να επισυνάπτονται. Εδώ επελέγη να επισυναφθεί το γραμμάτιο στην αίτηση και σημειώνεται ότι εφόσον η αξίωση αφορά αξιόγραφο, εκδιδομένης της απόφασης, ο χρεώστης δικαιούται με την εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους να λάβει στην κατοχή του το πρωτότυπο έγγραφο, (δέστε Annual Practice 1970 σελ. 133 και Άρθρο 52(4) του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262).

 

Εκείνο όμως που τελικώς προκύπτει από τα ενώπιον του Εφετείου δεδομένα, είναι ότι στην αίτηση, το επισυναφθέν έγγραφο, σε φωτοτυπημένη μορφή, έδειχνε μόνο την πρώτη σελίδα. Το πρωτό[*156]τυπο όμως του εγγράφου που βρίσκεται στον πρωτόδικο φάκελο, τον οποίο το ίδιο το Εφετείο εξέτασε για σκοπούς μελέτης της υπόθεσης – μαρτυρικό υλικό ενώπιον του μη δυνάμενο να παραγνωριστεί – αποκαλύπτει ότι η οπίσθια σελίδα του φέρει έντεκα χειρόγραφες σημειώσεις, δεξιότερα της ένδειξης «ΠΕΡΙΒΟΛΙ», σε σχέση με φάρμακα, εργατικά, λιπάσματα κατά τα έτη 1996, 1997, 1998, 1999 και 2000, έναντι δε αυτών αναγράφονται διάφορα ποσά σε Λίρες Κύπρου. Δεν υπάρχει καμιά υπογραφή, ούτε και προκύπτει ποιος τα έγραψε, αλλά με δεδομένο ότι το πρωτότυπο γραμμάτιο ήταν στην κατοχή του εφεσίβλητου, ο οποίος και το επισύναψε στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης για συνοπτική απόφαση, θα ήταν εύλογο το εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα ότι η γραφή ανήκει σ’ αυτόν.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο συζήτησε, όπως ήδη λέχθηκε, την υπόθεση στη βάση του ότι το έγγραφο ήταν γραμμάτιο συνήθους τύπου και βέβαια η σχετική νομολογία είναι ότι ένα γραμμάτιο συνήθους τύπου αποτελεί αμάχητη απόδειξη και δεν μπορεί το Δικαστήριο να υπεισέλθει στη δεδηλωμένη στο ίδιο το γραμμάτιο αντιπαροχή, (Raif v. Dervish (1971) 1 Α.Α.Δ. 158). Δυνατότητα αμφισβήτησης παρέχεται μόνο στις περιπτώσεις όπου προβάλλεται ισχυρισμός ότι το έγγραφο δεν φέρει τη δική του υπογραφή ή ότι η έκδοση του ήταν αποτέλεσμα εξαναγκασμού, ή  απάτης. Αυτές είναι οι μόνες δυνατές υπερασπίσεις δυνάμει του Άρθρου 80 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Επιτρέπεται όμως και η προβολή της υπεράσπισης της εξόφλησης του χρέους, (Κανναουρίδης ν. Οικοδομικής Εταιρείας Τακτικών Κυβερνητικών Εργατών Κύπρου «Η Μέριμνα» Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 1390), εφόσον η εξόφληση αποσβένει την οφειλή.

 

Εδώ, επιχειρήθηκε η ανάδειξη αυτής της υπεράσπισης με ένα έγγραφο ενοικίασης κάποιας γης, το ενοίκιο από το οποίο θα προσμετρούσε έναντι του οφειλόμενου εκ του γραμματίου ποσού. Παρατηρείται ότι παρά το ότι το ενοικιαστήριο αυτό έγγραφο φέρει ημερομηνία 4.4.2003, πολύ μεταγενέστερα δηλαδή της  κατάρτισης  του γραμματίου, ο εφεσείων δηλώνει στην παρ. 11(β) της ένορκης δήλωσης του, ότι ήταν από το 1997 που παραχώρησε το περιβόλι στον εφεσίβλητο για εκμετάλλευση στη βάση και προφορικής συμφωνίας. Ταυτόχρονα, παρόλο που ουδέν αναφέρεται ως προς το ότι το ενοίκιο αυτό θα χρησιμοποιείτο προς εξόφληση του χρέους, ούτε καθορίζεται συγκεκριμένο ποσό, αλλά αναφέρεται μόνο ότι το ενοίκιο θα είναι το ½ της παραγωγής που θα αποφέρει η εκμετάλλευση του περιβολιού («αγρόκτημα» όπως αναφέρεται στον όρο 2), αφού αφαιρεθούν τα έξοδα παραγωγής, το οπίσθιο μέρος [*157]του γραμματίου παραπέμπει σε ό,τι πιθανώς θα μπορούσε να συσχετισθεί ευλόγως με τα όσα ο εφεσείων διατείνεται στην ένσταση του, στην οποία προβάλλει την ύπαρξη και προφορικής συμφωνίας και την καταβολή των ενοικίων έναντι του χρέους του στο γραμμάτιο και την εν τέλει εξόφληση του.

 

Η ύπαρξη των ιδιοχείρων σημειώσεων στο οπίσθιο μέρος του γραμματίου διέλαθε προφανώς της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά και αμφοτέρων των συνηγόρων. Δίδουν όμως το στίγμα μιας ενδεχόμενης υπεράσπισης την οποία ο εφεσείων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να προβάλει και να τύχει αξιολόγησης.

 

Η έφεση συνεπώς υπό το φως των ανωτέρω, επιτρέπεται και η πρωτόδικη απόφαση μαζί με τα έξοδα ακυρώνεται. Δίδεται άδεια στον εφεσείοντα όπως καταχωρήσει την υπεράσπιση του εντός 30 ημερών από σήμερα.

 

Ενόψει του λόγου επιτυχίας της έφεσης, δεν επιδικάζονται έξοδα κατ’ έφεση. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα λογίζονται ως έξοδα στην πορεία της εκδίκασης της αγωγής, ακολουθούντα το αποτέλεσμα αυτής.

 

Η έφεση επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο