(2013) 1 ΑΑΔ 158
[*158]22 Ιανουαρίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες - Ενάγοντες,
ν.
ΑΝΤΩΝΗ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ,
Εφεσιβλήτου - Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 260/2009)
Αγωγή ― Καθυστέρηση στην έγερση αγωγής ― Το δόγμα του Laches ― Παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αγωγή λόγω καθυστέρησης στην αναζήτηση θεραπείας ― Απόφανση Εφετείου ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν επιδιώξει θεραπεία στη βάση του δικαίου της επιείκειας για να τυγχάνει εφαρμογής το δόγμα του Laches.
Δίκαιο επιείκειας ― Αρχή του Laches ― Καθυστέρηση στην επιδίωξη θεραπείας η οποία προβλέπεται από το δίκαιο της επιείκειας ― Μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στη χορήγηση της επιδιωκόμενης θεραπείας ― Συνιστά θέμα που ανάγεται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου ― Εξαρτάται από το κατά πόσο θα ήταν ή όχι πρακτικά άδικο να δοθεί η αιτούμενη θεραπεία ― Δεν παρέχεται εκεί και όπου τυγχάνουν εφαρμογής ρητοί νομοθετικοί χρονικοί περιορισμοί στη διεκδίκηση αστικών δικαιωμάτων, έστω και αν η θεραπεία που επιδιώκεται είναι θεραπεία που προβλέπεται με βάση το δίκαιο της επιείκειας.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε αγωγή που είχαν εγείρει εναντίον του εφεσίβλητου για αποζημιώσεις που προκλήθηκαν σε πάσσαλο και κατανεμητή τηλεφώνων, περιουσία των εφεσιβλήτων, συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος που ο τελευταίος είχε προκαλέσει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε απορρίψει την αγωγή παρά την ανάληψη αποκλειστικής ευθύνης από τον εφεσίβλητο, κρίνοντας ότι ετύγχανε εφαρμογής στην προκειμένη, η αρχή του δικαίου της [*159]επιείκειας γνωστής ως laches, λόγω της μεγάλης καθυστέρησης των εναγόντων – εφεσειόντων στην έγερση της αγωγής, την οποία δεν καταχώρησαν παρά μόνο ύστερα από την πάροδο εννέα περίπου χρόνων από το δυστύχημα.
Σημείωσε δε και την απουσία δικαιολόγησης της εν λόγω καθυστέρησης.
Παραπέμποντας, σε σχετική νομολογία, κατέληξε «ότι η απαίτηση των εναγόντων (εφεσείοντες) δεν δικαιολογείτο λόγω ολιγωρίας (laches).
Παρά την πιο πάνω κατάληξη του, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε και το ζήτημα κατά πόσο οι εφεσείοντες είχαν αποδείξει τις ζημιές που αξίωναν με τη μορφή ειδικών αποζημιώσεων, για την περίπτωση παραμερισμού της απόφασης κατ’ έφεση.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
Πρώτος λόγος έφεσης:
Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κατάληξη ότι η απαίτηση της ενάγουσας Αρχής δεν δικαιολογείτο λόγω ολιγωρίας (laches).
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο λόγος έφεσης ήταν βάσιμος. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η συγκεκριμένη πτυχή της υπεράσπισης δεν προωθήθηκε πέρα από το στάδιο της δικογράφησης της και συνεπώς το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα ασχολήθηκε με αυτή, εκείνο που οι εφεσείοντες με την αγωγή τους επιδίωκαν, ήταν αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστηκαν λόγω της αποκλειστικής αμέλειας του εφεσίβλητου.
2. Δεν επεδίωκαν τη χορήγηση οποιασδήποτε θεραπείας με βάση το Δίκαιο της Επιείκειας, έτσι ώστε να εγείρεται θέμα εφαρμογής της αρχής της ολιγωρίας (laches), με την έννοια που το δίκαιο της επιείκειας αποδίδει στον εν λόγω όρο και που είναι η έννοια με την οποία, το πρωτόδικο δικαστήριο πραγματεύθηκε το συγκεκριμένο όρο.
Δεύτερος λόγος έφεσης:
Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι [*160]δεν απεδείχθη το μέρος της απαίτησης των εφεσειόντων που αφορούσε εργατικά και άλλα συναφή έξοδα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η μόνη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με τη συγκεκριμένη πτυχή της αξίωσης για αποζημιώσεις, ήταν εκείνη που τέθηκε από τους εφεσείοντες, η οποία δεν είχε αμφισβητηθεί από τον εφεσίβλητο με άλλη μαρτυρία.
2. Η εν λόγω μαρτυρία αποτιμούμενη στα πλαίσια που διέπουν τη στάθμιση μαρτυρίας σε αστικές υποθέσεις, συνιστούσε επαρκές και ικανοποιητικό υπόβαθρο για σκοπούς εξαγωγής συμπεράσματος αναφορικά με το συνολικό ύψος του ποσού που δαπανήθηκε από τους εφεσείοντες με τη μορφή εργατικών, μεταφορικών και εκσκαφών, όχι όμως και για σκοπούς κάλυψης διοικητικών εξόδων. Ο σχετικός λόγος έφεσης είχε επιτυχή κατάληξη.
Η έφεση επέτυχε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γιωργαλλά ν. Χατζηχριστοδούλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 2060,
Nelson v. Rye a.ο. [1996] 2 All E.R. 186,
Παπαϊωάννου ν. Κωνσταντίνου (2008) 1 Α.Α.Δ. 1083,
Fisher v. Brooker [2009] 1 W.L.R. 1764,
Fisher v. Brooker [2009] 4 All E.R. 789.
Έφεση.
Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαδοπούλου Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4397/2005), ημερομ. 17/7/2009.
Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Εφεσείοντες.
Για τον Εφεσίβλητο καμία εμφάνιση.
Εφεσίβλητος απών.
Cur. adv. vult.
[*161]ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος, για την πρόκληση του οποίου την αποκλειστική ευθύνη ανέλαβε ο εφεσίβλητος, κατεστράφη ολοσχερώς ένας πάσσαλος των εφεσειόντων και υπέστη ζημιές ένας κατανεμητής τηλεφώνων, επίσης περιουσία των εφεσειόντων.
Τα γεγονότα όπως αυτά διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο και τα οποία συνιστούν κοινό έδαφος, είναι σε συντομία τα εξής.
Στις 25/9/1996 ενώ ο εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής SY193 στο δρόμο Γερακιών – Καλοπαναγιώτη, προσέκρουσε σε πάσσαλο και κατανεμητή τηλεφώνων των εφεσειόντων, με αποτέλεσμα ο μεν πάσσαλος να μοιραστεί στα δύο, ο δε κατανεμητής να υποστεί ζημιές. Συνεργεία των εφεσειόντων προέβησαν σε αποκατάσταση των ζημιών. Ο φάκελος για το ατύχημα συμπληρώθηκε από την αρμόδια υπηρεσία των εφεσειόντων εντός του 1996 και απεστάλη στο νομικό τους τμήμα, εντός του ίδιου έτους. Η αγωγή στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση πρωτόδικη απόφαση, καταχωρήθηκε στις 31/5/2005. Στο διάστημα που μεσολάβησε από τη συμπλήρωση του φακέλου μέχρι την καταχώριση της αγωγής, δεν λήφθηκαν οποιαδήποτε μέτρα εναντίον του εφεσιβλήτου για σκοπούς αποζημίωσης. Κατά το χρόνο που επεσυνέβη το ατύχημα, υπήρχε σε ισχύ ασφαλιστική κάλυψη του εφεσιβλήτου σε σχέση με τις ζημιές.
Με δήλωση του ευπαίδευτου συνηγόρου του στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος ανέλαβε την αποκλειστική ευθύνη για το συγκεκριμένο δυστύχημα.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατέθεσαν δέκα συνολικά μάρτυρες, όλοι για τους εφεσείοντες. Ο εφεσίβλητος δεν κατέθεσε, ούτε και κάλεσε οποιοδήποτε μάρτυρα. Περιορίστηκε σε αντεξέταση των μαρτύρων των εφεσειόντων.
Στην υπό έφεση απόφαση του, το πρωτόδικο δικαστήριο, κατ’ αρχάς επεσήμανε το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος απεδέχθη πλήρη ευθύνη για το ατύχημα και συνεπώς καθίστατο περιττή η εξέταση της συγκεκριμένης πτυχής της υπόθεσης, όπως και το γεγονός ότι, εφόσον ζήτημα παραγραφής δεν εγειρόταν στην υπεράσπιση, περιττή [*162]καθίστατο και η εξέταση της υπόθεσης από τη σκοπιά του Άρθρου 68 του Κεφ. 148. Στη συνέχεια και με αφορμή αποκλειστικά το γεγονός ότι στο δικόγραφο του ο εφεσίβλητος ήγειρε ζήτημα ολιγωρίας στην έγερση της αγωγής, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση τύγχανε εφαρμογής η αρχή του δικαίου της επιείκειας γνωστής ως laches. Αφού έλαβε υπόψη ότι η αγωγή καταχωρίστηκε με «υπέρμετρη», όπως την χαρακτήρισε, καθυστέρηση εννέα χρόνων, σε συνδυασμό με την απουσία δικαιολόγησης της εν λόγω καθυστέρησης, το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στις υποθέσεις Γιωργαλλά ν. Χατζηχριστοδούλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 2060 και Nelson v. Rye a.ο. [1996] 2 All E.R. 186, αφού έκρινε «ότι η απαίτηση της ενάγουσας Αρχής (εφεσείοντες) δεν δικαιολογείται λόγω ολιγωρίας (laches)», απέρριψε την αγωγή.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη του, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε και το ζήτημα κατά πόσο οι εφεσείοντες είχαν αποδείξει τις ζημιές που αξίωναν από τον εφεσίβλητο με τη μορφή ειδικών αποζημιώσεων. Με αναφορά σε νομολογία και βασικά στην υπόθεση Παπαϊωάννου ν. Κωνσταντίνου (2008) 1 Α.Α.Δ. 1083, έκρινε ότι, σε περίπτωση που δεν θα απέρριπτε την αγωγή «λόγω ολιγωρίας», οι εφεσείοντες θα δικαιούντο στο ποσό το οποίο κατέβαλαν για την αγορά των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν για την αποκατάσταση των ζημιών, το οποίο και καθόρισε σε Λ.Κ.11.920,56 (€20.370,06), δεν θα δικαιούντο όμως και τούτο γιατί δεν απέδειξαν τη σχετική αξίωση τους για αποζημιώσεις σε σχέση με το ποσό που δαπάνησαν με τη μορφή εργατικών, μεταφορικών, εκσκαφών και διοικητικών εξόδων, συνολικού ύψους Λ.Κ.5.842,78. Επί του δεύτερου σημείου των αποζημιώσεων, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι υπολογισμοί με βάση τους οποίους οι εφεσείοντες υπολόγισαν τις συγκεκριμένες ζημιές τους «δεν αποτελούν απόδειξη ειδικής ζημιάς στο βαθμό που απαιτείται, αφού δεν πρόκειται για υπολογισμό της συγκεκριμένης ζημιάς που η ενάγουσα υπέστη συνεπεία του επίδικου ατυχήματος αλλά για ένα τρόπο υπολογισμού ο οποίος χρησιμοποιείται από την Α.ΤΗ.Κ. γενικά κατόπιν δικών της εσωτερικών αποφάσεων».
Η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι «η απαίτηση της ενάγουσας Αρχής δεν δικαιολογείται λόγω ολιγωρίας (laches) και τούτου δεδομένου, η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί», αμφισβητείται με τον πρώτο λόγο έφεσης, κεντρικό άξονα της αιτιολογίας του οποίου συνιστά η θέση ότι «η υπεράσπιση της ολιγωρίας (laches) έχει εφαρμογή μόνο όπου επιδιώκεται θεραπεία της επιείκειας (equitable remedy), η οποία δεν καλύπτεται από τον περί Παραγραφής Νόμο .......».
[*163]Είναι επίσης η θέση των εφεσειόντων ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πρωτόδικο δικαστήριο, ενήργησε από μόνο του χωρίς ο εφεσίβλητος να επιδιώξει με μαρτυρία την επί του προκειμένου κρίση του δικαστηρίου και συνεπώς ενήργησε αυθαίρετα. Ναι μεν η υπεράσπιση της ολιγωρίας (laches) εγείρεται στο δικόγραφο της Υπεράσπισης, κατά την ακροαματική διαδικασία όμως, ο εφεσίβλητος δεν κατέθεσε ως μάρτυρας, ούτε και έθεσε ενώπιον του δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία, επιλέγοντας έτσι να μην προωθήσει, σύμφωνα με τον κ. Χατζηϊωάννου, τη συγκεκριμένη πτυχή της υπεράσπισης του. Ως αποτέλεσμα, η επί του προκειμένου κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου έχει παραμείνει, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων, ατεκμηρίωτη και συνεπώς μετέωρη και η κατάληξη του χωρίς πραγματικό υπόβαθρο. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι ο εφεσίβλητος, παρά το γεγονός ότι η παρούσα έφεση του επιδόθηκε δεόντως, επέλεξε να μην εμφανιστεί ενώπιον μας, αφήνοντας έτσι ελεύθερο το πεδίο για τους εφεσείοντες.
Ο τεχνικός όρος laches, γιατί περί τεχνικού ουσιαστικά όρου πρόκειται, έλκει την προέλευση του από το λατινικό δόγμα vigilantibus non dormintibus, jure subveniunt (delay, defeats, equities or equity, aids, the vigilant and not the indolent). Πρόκειται για αρχή του δικαίου της επιείκειας, σύμφωνα με την οποία, καθυστέρηση στην επιδίωξη θεραπείας η οποία προβλέπεται από το δίκαιο της επιείκειας, μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στη χορήγηση της επιδιωκόμενης θεραπείας. Με άλλα λόγια, οι αρχές της επιείκειας δεν προστρέχουν προς βοήθεια του διάδικου ο οποίος, επαναπαυόμενος στα δικαιώματα του, επιδεικνύει αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη λήψη μέτρων για σκοπούς διασφάλισης τους. Όμως, περιθώριο για εφαρμογή της εν λόγω αρχής, δεν παρέχεται εκεί και όπου τυγχάνουν εφαρμογής ρητοί νομοθετικοί χρονικοί περιορισμοί στη διεκδίκηση αστικών δικαιωμάτων, έστω και αν η θεραπεία που επιδιώκεται είναι θεραπεία που προβλέπεται με βάση το δίκαιο της επιείκειας.
Το κατά πόσο η συγκεκριμένη αρχή του δικαίου της επιείκειας τυγχάνει εφαρμογής σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, συνιστά θέμα που ανάγεται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, εξουσία η οποία ασκείται με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης και σε ουσιαστικό βαθμό εξαρτάται από το κατά πόσο θα ήταν ή όχι πρακτικά άδικο να δοθεί η αιτούμενη θεραπεία. Ο εναγόμενος, πέραν της καθυστέρησης, θα πρέπει να επιδείξει και τέτοιες ενέργειες στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την έγερση της αγωγής, ώστε το συμφέρον της δικαιοσύνης να εξυπηρετείται με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου υπέρ της [*164]απόρριψης της αιτούμενης θεραπείας.
Ενδεικτικό της εικόνας που αναδύεται μέσα από τη νομολογία και γενικά μέσα από τον τρόπο προσέγγισης του συγκεκριμένου δόγματος, συνιστούν τα πιο κάτω αποσπάσματα, τα οποία και υιοθετούμε, από τη σχετικά πρόσφατη απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Fisher v. Brooker [2009] 1 W.L.R. 1764, 1780, 1781, 1784 (4 All E.R. 789), στην οποία ο Δικαστής, Λόρδος Neuberger of Abbotsbury, έθεσε το θέμα ως εξής:
“64. Fifthly, laches is an equitable doctrine, under which delay can bar a claim to equitable relief. In the Court of Appeal, Mummery LJ said that there was “no requirement of detrimental reliance for the application of acquiescence or laches” [2008] Bus L.R. 1123, para 85. Although I would not suggest that it is an immutable requirement, some sort of detrimental reliance is usually an essential ingredient of laches, in my opinion. In Lindsay Petroleum Co v Hurd [1874] L.R. 5 PC 221, 239-240, Lord Selborne LC, giving the opinion of the Board, said that laches applied where “it would be practically unjust to give a remedy”, and that, in every case where a defence “is founded upon mere delay ..... the validity of that defence must be tried upon principles substantially equitable”. He went on to state that what had to be considered were “the length of the delay and the nature of the acts done during the interval, which might affect either party, and cause a balance of justice or injustice in taking the one course or the other, so far as relates to the remedy.
.................................................................................................
79. The argument based on laches faces two problems. The first is that, as pointed out by David Richards J, laches only can bar equitable relief, and a declaration as to the existence of a long-term property right, recognised as such by statute, is not equitable relief. It is arguable that a declaration should be refused on the ground of laches if it was sought solely for the purpose of seeking an injunction or other purely equitable relief. However, as already mentioned, that argument does not apply in this case. Secondly, in order to defeat Mr Fisher’s claims on the ground of laches, the respondents must demonstrate some “acts” during the course of the delay period which result in “a balance of justice” justifying the refusal of the relief to which Mr Fisher would otherwise be entitled. For reasons already discussed, the respondents are unable to do that. They cannot show any prejudice resulting from the de[*165]lay, and, even if they could have done so, they have no answer to the judge’s finding at para 81, that the benefit they obtained from the delay would outweigh any such prejudice.”
Επανερχόμενοι στην παρούσα έφεση επισημαίνουμε το καθοριστικό υπό τις περιστάσεις για την επιτυχία του πρώτου λόγου έφεσης, γεγονός∙ αυτό της φύσης της επιδιωκόμενης από τους εφεσείοντες με την αγωγή, θεραπείας. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η συγκεκριμένη πτυχή της υπεράσπισης δεν προωθήθηκε πέρα από το στάδιο της δικογράφησης της και συνεπώς το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα ασχολήθηκε με αυτή, εκείνο που οι εφεσείοντες με την αγωγή τους επιδίωκαν ήταν αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστηκαν λόγω της αποκλειστικής αμέλειας του εφεσιβλήτου. Δεν επεδίωκαν τη χορήγηση οποιασδήποτε θεραπείας με βάση το Δίκαιο της Επιείκειας, έτσι ώστε να εγείρεται θέμα εφαρμογής της αρχής της ολιγωρίας (laches), με την έννοια που το δίκαιο της επιείκειας αποδίδει στον εν λόγω όρο και που είναι η έννοια με την οποία, το πρωτόδικο δικαστήριο πραγματεύθηκε το συγκεκριμένο όρο.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Η πιο πάνω κατάληξη μας αναπόφευκτα μας οδηγεί στο δεύτερο λόγο έφεσης, με τον οποίο αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν απεδείχθη το μέρος της απαίτησης των εφεσειόντων που αφορούσε εργατικά και άλλα συναφή έξοδα. Το σκεπτικό με βάση το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε στην αμφισβητούμενη κατάληξη του, έχει ως εξής:
“Σε σχέση με τα εργατικά, από την μαρτυρία προέκυψε ότι αυτά υπολογίζονται αφού προστεθεί ο μέσος όρος των ημερομισθίων πλέον τα ωφελήματα των υπαλλήλων, και ο αριθμός αυτός πολλαπλασιαστεί με τον αριθμό των ωρών που αναλώθηκαν. Για δε τα μεταφορικά λαμβάνεται υπ’ όψιν ο μέσος όρος κόστους των αυτοκινήτων που χρησιμοποιεί η Α.ΤΗ.Κ. κατά χιλιόμετρο, στο οποίο κόστος λαμβάνονται υπ’ όψιν και ποσά τα οποία καταβάλλει η Α.ΤΗ.Κ. για ασφάλειες, άδειες κυκλοφορίας, συντήρηση καθώς και το κεφαλαιουχικό κόστος. Τα διοικητικά έξοδα που έχουν χρεωθεί υπολογίστηκαν στο 25% επί του κόστους των υλικών, εργατικών και μεταφορικών, σύμφωνα με τις οδηγίες που δόθησαν στους υπαλλήλους της Α.ΤΗ.Κ. με τις εσωτερικές εγκυκλίους Τεκμήρια 11 και 12.
Της πιο πάνω Νομολογίας δεδομένης, δεν μπορώ να δεκτώ ότι οι υπολογισμοί αυτοί αποτελούν απόδειξη ειδικής ζημιάς στον [*166]βαθμό που απαιτείται, αφού δεν πρόκειται για υπολογισμό της συγκεκριμένης ζημιάς που η Ενάγουσα υπέστη συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, αλλά για ένα τρόπο υπολογισμού ο οποίος χρησιμοποιείται από την Α.ΤΗ.Κ. γενικά κατόπιν δικών της εσωτερικών αποφάσεων.”
Ούτε αυτή η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου μας βρίσκει σύμφωνους. Η μόνη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με τη συγκεκριμένη πτυχή της αξίωσης για αποζημιώσεις, είναι αυτή που τέθηκε από τους εφεσείοντες, η οποία δεν έχει αμφισβητηθεί από τον εφεσίβλητο με άλλη μαρτυρία. Υπενθυμίζουμε ότι ο τελευταίος περιορίστηκε στην προβολή θέσεων αντεξετάζοντας τους μάρτυρες των εφεσειόντων, χωρίς ο ίδιος να καταθέσει ή να καλέσει μάρτυρες. Σύμφωνα με την εν λόγω μαρτυρία, οι δαπάνες που απαιτήθηκαν για σκοπούς αποκατάστασης των ζημιών υπολογίστηκαν από τους εφεσείοντες με βάση το μέσο όρο των μισθών εκείνων από τα μέλη του τεχνικού προσωπικού τους που ασχολήθηκαν με την αποκατάσταση των ζημιών, μέθοδος η οποία έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο. Διεξήλθαμε προσεκτικά την εν λόγω μαρτυρία, προφορική και έγγραφη. Έχουμε την άποψη ότι η εν λόγω μαρτυρία αποτιμούμενη στα πλαίσια που διέπουν τη στάθμιση μαρτυρίας σε αστικές υποθέσεις, συνιστά επαρκές και ικανοποιητικό υπόβαθρο για σκοπούς εξαγωγής συμπεράσματος αναφορικά με το συνολικό ύψος του ποσού που δαπανήθηκε από τους εφεσείοντες με τη μορφή εργατικών, μεταφορικών και εκσκαφών Λ.Κ.2.370,11 (€4.049,57), όχι όμως και για σκοπούς κάλυψης διοικητικών εξόδων, το σύνολο των οποίων καθορίζεται στην έκθεση απαίτησης σε Λ.Κ.3.572,67 (€6.104,27).
Ενόψει των πιο πάνω και ο λόγος έφεσης 2, στο βαθμό και την έκταση που με αυτόν αμφισβητείται η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξίωση για τα ποσά που δαπανήθηκαν με τη μορφή εργατικών, μεταφορών και εκσκαφών, επιτυγχάνει.
Αναφορικά με τον τρίτο και τελευταίο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο, «το πρωτόδικο δικαστήριο καθόλη τη διάρκεια της δίκης τήρησε αρνητική στάση εναντίον της υπόθεσης των εναγόντων, γεγονός που οδήγησε σε επηρεασμό της κρίσης του», περιοριζόμαστε στην επισήμανση ότι οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων που εγείρονται στα πλαίσια του είναι γενικοί, ασαφείς και αόριστοι, εν πάση δε περιπτώσει έχουν παραμείνει ατεκμηρίωτοι. Ως εκ τούτου ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
[*167]Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση όπως και η απόφαση για τα έξοδα παραμερίζονται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου για €24.417,06 (Λ.Κ.14.290,67) πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώριση της έκθεσης απαίτησης, μέχρι εξόφλησης. Υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσιβλήτου επιδικάζονται επίσης τόσο τα πρωτόδικα έξοδα όσο και τα έξοδα της παρούσας έφεσης όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο