Μουλαζίμης Αναστάσης Λτδ ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2013) 1 ΑΑΔ 168

(2013) 1 ΑΑΔ 168

[*168]23 Ιανουαρίου, 2013

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΜΟΥΛΑΖΙΜΗΣ ΛΤΔ,

 

Εφεσείουσα - Ενάγουσα,

v.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,

 

Εφεσίβλητη - Εναγόμενη.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 92/2009)

 

 

Τραπεζικό Δίκαιο ― Αμφισβητούμενες χρεώσεις σε λογαριασμό δανείου ― Κατά πόσον ήταν επιτρεπτό για την εφεσείουσα, να διεκδικεί από την εφεσίβλητη τράπεζα, πέντε χρόνια μετά την εξόφληση λογαριασμού δανείου, την επιστροφή ποσού το οποίο αξίωνε ως παράνομες χρεώσεις που της επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους υπό τη μορφή δανειακών συμβάσεων.

 

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε με την έφεση απορριπτική πρωτόδικη απόφαση που εξεδόθη στην αγωγή της, με την οποία αξίωνε από την εφεσίβλητη Τράπεζα επιστροφή χρηματικού ποσού το οποίο ισχυριζόταν ότι η εφεσίβλητη την είχε χρεώσει παράνομα με διάφορα ποσά κατά τη διάρκεια συνεργασίας τους υπό τη μορφή δανειακών συμβάσεων.

 

Πέντε χρόνια μετά την εξόφληση του σχετικού δανειακού λογαριασμού από την εφεσείουσα, η τελευταία καταχώρησε αγωγή με την οποία απαίτησε εναντίον της εφεσίβλητης ποσό £107.447,31, όπως και τόκους επί διαφόρων ποσών κατ’ έτος. Ήταν, η βάση της αγωγής της ότι, εφόσον οι χρεώσεις αυτές ήσαν παράνομες, μπορούσε σε εκείνο το χρονικό σημείο να διεκδικήσει την επιστροφή των ποσών τα οποία είχε με τον τρόπο αυτό παρανόμως χρεωθεί.

 

Πρωτοδίκως εκρίθη ότι δεν προέκυπτε οποιαδήποτε παρανομία, στη βάση και της μαρτυρίας η οποία είχε προσφερθεί και δεν απεδείχθη ότι οι χρεώσεις αποτελούσαν υπερχρεώσεις και κατ’ επέκταση ότι ήταν παράνομες.

 

Σημειώθηκε μεταξύ άλλων ότι όλα τα εντάλματα πληρωμής και όλες οι χρεώσεις είχαν υπογραφεί και έτσι γίνει αποδεκτές από την [*169]εφεσείουσα, με εξαίρεση ένα ποσό £7.500, που αφορούσε δικαιώματα ανανέωσης εγγυητικής επιστολής.

 

Όσον αφορούσε στο θέμα της ύπαρξης ή όχι κωλύματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε επιπλέον ότι, με βάση τη νομολογία, ένας πελάτης που αποδέχεται μια χρέωση, είναι αμφίβολο αν κωλύεται αργότερα να την αμφισβητήσει. 

 

Κατ’ έφεση η εφεσείουσα περιόρισε την απαίτησή της σε ένα ποσό £1.852.

 

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

 

α)  Το αξιούμενο ποσό, συνιστούσε ουσιαστικά τόκο στην έννοια του περί Τόκου Νόμου του 1977 και επομένως, εφ’ όσον ο τόκος ο οποίος εχρεώνετο ήταν 9%, δεν μπορούσαν να χρεωθούν και αυτά τα ποσά επιπλέον του ήδη χρεωθέντος τόκου του 9%.

 

β)  Παρά τη μη αμφισβήτηση των ποσών αυτών προηγουμένως, και την εξόφληση του λογαριασμού της που περιλάμβανε και αυτά τα ποσά, δεν κωλύετο να προωθεί την απαίτηση της, εφ’ όσον επρόκειτο για χρεωθέντα παρανόμως ποσά, κατά παράβαση του περί Τόκου Νόμου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η Εφεσείουσα φαινόταν να εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι οι χρεώσεις αυτές ήσαν μέρος της έννοιας του τόκου, όμως δεν υπήρχε ουσιαστική επιχειρηματολογία στρεφόμενη κατά της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη διαπίστωση του επί της προσφερθείσας μαρτυρίας.

 

2.  Η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορούσε αμφισβήτηση απαιτούμενου ποσού εκ μέρους της τραπέζης, αλλά επιστροφή ήδη καταβληθέντος ποσού.

 

3.  Στην περίπτωση αυτή, δεν εξεταζόταν μόνο κατά πόσο η όλη στάση της Εφεσείουσας, η οποία δεν είχε υπογράψει οποιοδήποτε έντυπο παραδοχής της οφειλής της ως προς τα διεκδικούμενα ποσά, απεκάλυπτε εκ μέρους της αποδοχή εξυπακουόμενη από τη στάση της, αλλά αφορούσε  περίπτωση στην οποία είχε ήδη διευθετηθεί η όλη συμβατική σχέση μεταξύ των μερών, με την εξόφληση του λογαριασμού που περιελάμβανε και τα διεκδικούμενα τώρα από την Εφεσείουσα ποσά.

[*170]4.      Αφήνοντας ανοικτό το τι θα μπορούσε να διεκδικηθεί σε περίπτωση που η χρέωση δεν είχε εξοφληθεί, σε συνάρτηση με την αρχή του κωλύματος και της παρανομίας, δεν ήταν δυνατό να επιτρέπεται στην Εφεσείουσα να επανέρχεται, 5 ολόκληρα χρόνια μετά από την εξόφληση στην οποία προέβη, και να απαιτεί την επιστροφή ποσών ήδη χρεωθέντων και πληρωθέντων.

 

5.  Η ασφάλεια των συναλλαγών και η βεβαιότητα των πράξεων οι οποίες μάλιστα θέτουν τέρμα σε συμβατική σχέση, θα ανατρέπετο εκ θεμελίων και η όλη ιδέα της οριστικότητας των σχέσεων θα εκθεμελιωνόταν. 

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Connochie v. British Linen Bank [1943] S.L.T. (Sh.Ct.) 27,

 

Wilson’s Trs. v. Bank of England (House of Lords, 6th July, 1926).

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Ενάγουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Καρακάννα Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 140/2004), ημερομ. 30/1/2009.

 

Α. Μαθηκολώνης, για την Εφεσείουσα.

 

Στ. Πολυβίου (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

Ex tempore.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από το Δικαστή Χατζηχαμπή.

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η συνεργασία μεταξύ της Εφεσείουσας εταιρείας και της Εφεσίβλητης Τράπεζας ανάγεται στο 1988 και είχε τη μορφή δανειακών σχέσεων. Η συνεργασία αυτή ετερματίσθη την 15.1.1999 με την εξόφληση του λογαριασμού από την Εφεσείουσα. Όμως το 2004 η Εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή με την οποία απαίτησε εναντίον της Εφεσίβλητης ποσό £107.447,31, όπως και τόκους επί διαφόρων ποσών κατ’ έτος από το 1989 έως το 1998, στη βάση ότι, μετά από την εξόφληση του λογαριασμού, η Εφεσείουσα μελέτησε τις καταστάσεις λο[*171]γαριασμών τις οποίες είχε και διαπίστωσε ότι η Εφεσίβλητη την είχε χρεώσει παράνομα με διάφορα ποσά τα οποία συμποσούντο στο προαναφερθέν ποσό των £107.447,31. Ήταν, λοιπόν, η βάση της αγωγής της ότι, εφόσον οι χρεώσεις αυτές ήσαν παράνομες, μπορούσε τώρα να διεκδικήσει την επιστροφή των ποσών τα οποία είχε έτσι παρανόμως χρεωθεί.

 

Η Εφεσίβλητη αμφισβήτησε ότι επρόκειτο για παράνομες χρεώσεις και επικαλέσθηκε περαιτέρω την αρχή του estoppel by conduct αλλά και το ότι, έχοντας εξοφλήσει το 1999 το λογαριασμό, η Εφεσείουσα όχι μόνο καθυστέρησε στην καταχώρηση της απαίτησης της αλλά και απεμπόλησε ή εγκατέλειψε οποιαδήποτε απαίτηση εναντίον της Εφεσίβλητης.

 

Πρωτοδίκως εκρίθη ότι δεν προέκυπτε οποιαδήποτε παρανομία, στη βάση και της μαρτυρίας η οποία είχε προσφερθεί, και η αγωγή απερρίφθη, οπότε και κατεχωρήθη η ενώπιον μας έφεση.  Υπάρχουν διάφορες επί μέρους καταλήξεις της ευπαιδεύτου πρωτοδίκου Δικαστού, οι οποίες αφορούν κυρίως το θέμα ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία δεν απεδείκνυε ότι οι χρεώσεις αποτελούσαν υπερχρεώσεις και κατ’ επέκταση ότι ήταν παράνομες. Επίσης ότι όλα τα εντάλματα πληρωμής και όλες οι χρεώσεις είχαν υπογραφεί και έτσι γίνει αποδεκτές από την Εφεσείουσα, με εξαίρεση ένα ποσό £7.500, που αφορούσε δικαιώματα ανανέωσης εγγυητικής επιστολής.

 

Όσον αφορά το θέμα του κωλύματος, η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής παρατήρησε ότι, εν όψει της προσέγγισης την οποία είχε στην υπόθεση, το θέμα θα ήταν πλέον ακαδημαϊκής σημασίας, ανέφερε όμως ότι, με βάση τη νομολογία, ένας πελάτης που αποδέχεται μια χρέωση, είναι αμφίβολο αν κωλύεται αργότερα να την αμφισβητήσει.

 

Στην ενώπιον μας έφεση προέκυψε ότι η Εφεσείουσα δεν θα προωθούσε τα παράπονα της σε σχέση με το μέγιστο ποσό το οποίο είχε διεκδικήσει πρωτοδίκως, αλλά περιόριζε την απαίτησή της σε ένα ποσό £1.852 που αποτελείτο από τέσσερα ποσά, έκαστον των οποίων αφορούσε τα έτη 1995 έως 1998 σε σχέση με χρεώσεις καλούμενες έξοδα υπέρβασης (excess fees). Οι χρεώσεις αυτές δεν περιλαμβάνοντο, όπως φαίνεται, στα έντυπα χρεώσεων τα οποία είχαν υπογραφεί εκ μέρους της Εφεσείουσας, αν και παρουσιάζοντο στους λογαριασμούς που αποστέλλοντο. Η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι, όσον αφορά αυτά τα ποσά, συνιστούν ουσιαστικά τόκο στην έννοια του περί Τόκου Νόμου του 1977 και [*172]επομένως, εφ’ όσον ο τόκος ο οποίος εχρεώνετο ήταν 9%, δεν μπορούσαν να χρεωθούν και αυτά τα ποσά επιπλέον του ήδη χρεωθέντος τόκου του 9%.

 

Η θέση της Εφεσείουσας είναι περαιτέρω ότι, παρά τη μη αμφισβήτηση των ποσών αυτών προηγουμένως, και την εξόφληση του λογαριασμού της που περιλάμβανε και αυτά τα ποσά, δεν κωλύεται να προωθεί την απαίτηση της για τα ποσά αυτά, εφ’ όσον πρόκειται για χρεωθέντα παρανόμως ποσά, κατά παράβαση του περί Τόκου Νόμου. Εφ’ όσον, υπεστηρίχθη, ο Νόμος καθιστά παράνομη τη χρέωση τόκου πέραν του 9%, ο πελάτης στον οποίο χρεώνεται τόκος πέραν του 9% μπορεί οποτεδήποτε και υπό οιεσδήποτε συνθήκες να αρνηθεί την καταβολή ή, όπως στην προκειμένη περίπτωση, να ζητήσει την επιστροφή του ποσού που εχρεώθη πέραν του 9%.

 

Το πρώτο θέμα βεβαίως που προκύπτει στη διαδικασία κρίσης της έφεσης, είναι η αναφορά της ευπαιδεύτου πρωτόδικου Δικαστή ότι θα πρέπει να διακριβωθεί κατά πόσο όντως πρόκειται περί τόκου ή όχι. Και ότι, αν τα εν λόγω ποσά υπό τη μορφή των εξόδων υπέρβασης δεν συνιστούσαν τόκο, τότε δεν θα έπρεπε να εξετάζετο οποιοδήποτε άλλο θέμα. Η κατάληξη της ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία δεν αποδείκνυε ότι οι χρεώσεις αυτές αποτελούσαν υπερχρεώσεις και ότι ήσαν κατ’ επέκταση παράνομες, είναι επομένως το πρώτο που θα έπρεπε να μας απασχολήσει.

 

Η Εφεσείουσα φαίνεται να εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι οι χρεώσεις αυτές ήσαν μέρος της έννοιας του τόκου, όμως δεν υπάρχει ουσιαστική επιχειρηματολογία στρεφόμενη κατά της κατάληξης της ευπαιδεύτου Δικαστού ως προς τη διαπίστωση της επί της προσφερθείσας μαρτυρίας. Δεν θα χρειαστεί όμως να επεκταθούμε στο θέμα αυτό, έχοντας υπόψη βεβαίως πάντοτε και τον ορισμό του τόκου εις τον περί Τόκου Νόμο, ως αμοιβής ή αποζημίωσης για τη χρήση του κεφαλαίου, εν όψει και των περαιτέρω λεγομένων όσον αφορά το ουσιαστικό μέρος της έφεσης αυτής, όπως προδιεγράφη ήδη.

 

Η δυνατότητα αμφισβήτησης χρεώσεων τραπέζης έχει συσχετισθεί από την Εφεσίβλητη προς την αρχή του κωλύματος και η γενική ιδέα είναι βεβαίως ότι δεν είναι υποχρεωμένος ο πελάτης να αποδεχθεί οιανδήποτε χρέωση. Έχει τη δυνατότητα να την αμφισβητήσει εάν θεωρεί ότι αυτή είναι αντισυμβατική ή παράνομη. Κατά πόσο υπάρχει στην οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση κώλυμα προς τούτο, αυτό εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε περίπτωσης [*173]τα οποία διέπουν την αντίδραση του, ώστε να μπορεί να συναχθεί κατά πόσο έχει ουσιαστικά συγκατατεθεί με τη στάση του ή όχι.

 

Η ενώπιον μας υπόθεση όμως έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι δεν αφορά αμφισβήτηση απαιτούμενου ποσού εκ μέρους της τραπέζης, αλλά επιστροφή ήδη καταβληθέντος ποσού. Στην περίπτωση αυτή επομένως, δεν εξετάζουμε μόνο κατά πόσο η όλη στάση της Εφεσείουσας, η οποία δεν είχε υπογράψει οποιοδήποτε έντυπο παραδοχής της οφειλής της ως προς τα διεκδικούμενα ποσά, απεκάλυπτε εκ μέρους της αποδοχή εξυπακουόμενη από τη στάση της, αλλά έχουμε περίπτωση στην οποία έχει ήδη διευθετηθεί η όλη συμβατική σχέση μεταξύ των μερών, με την εξόφληση του λογαριασμού που περιελάμβανε και τα διεκδικούμενα τώρα από την Εφεσείουσα ποσά.

 

Δεν θα εξετάσουμε επομένως την υπόθεση με αναφορά στην περίπτωση την οποία ο κ. Μαθηκολώνης έχει θέσει ως τη βάση της όλης του επιχειρηματολογίας, ότι δηλαδή η παράνομη χρέωση ενδεχομένως να μην αποτελεί κώλυμα στην περίπτωση κάποιου ο οποίος αντιδρά πριν εξοφλήσει τη χρέωση, αλλά με αναφορά στην περίπτωση που έχουμε ενώπιον μας, όπου η εξόφληση είναι γεγονός. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται για απλή ειδοποίηση χρέωσης, η αντίδραση στην οποία κρίνεται διαφορετικά, αλλά για συνειδητή και ανεπιφύλακτη, όπως ήταν στην προκειμένη περίπτωση, αποδοχή και εξόφληση της χρέωσης η οποία και έθεσε τέρμα στη συμβατική σχέση μεταξύ των μερών.

 

Αφήνοντας ανοικτό λοιπόν το τι θα μπορούσε να διεκδικηθεί σε περίπτωση που η χρέωση δεν έχει εξοφληθεί, σε συνάρτηση με την αρχή του κωλύματος και της παρανομίας, επισημαίνουμε ότι στην περίπτωση που έχουμε ενώπιον μας, δεν είναι δυνατό να επιτρέπεται στην Εφεσείουσα να επανέρχεται, 5 ολόκληρα χρόνια μετά από την εξόφληση στην οποία προέβη, και να απαιτεί την επιστροφή ποσών ήδη χρεωθέντων και πληρωθέντων. Η ασφάλεια των συναλλαγών και η βεβαιότητα των πράξεων οι οποίες μάλιστα θέτουν τέρμα σε συμβατική σχέση, θα ανετρέπετο εκ θεμελίων και η όλη ιδέα της οριστικότητας των σχέσεων θα εκθεμελιώνετο. 

 

Η αναφορά την οποία έχει κάνει ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα στο Halsbury’s όσον αφορά τη σχέση του κωλύματος και της παρανομίας, δεν βοηθά την υπόθεση του εφ’ όσον αυτή δεν έχει αναφορά στην περίπτωση που έχουμε ενώπιον μας σήμερα, όπου έχει γίνει εξόφληση. Είναι όμως σχετική μια απόφα[*174]ση από τη Σκωτία, Connochie v. British Linen Bank [1943] S.L.T. (Sh.Ct.) 27, όπου επεσημάνθη η διαφορά μεταξύ «current» και «settled» account και εκεί, εφ’ όσον επρόκειτο για «settled» account, απεφασίσθη ότι δεν ήταν δυνατό να επιτραπεί στον ενάγοντα να επανέλθει και να ζητήσει ανάκτηση ποσών τα οποία είχε ήδη καταβάλει. Επισημαίνουμε την αναφορά στην υπόθεση Dickson v. The Clydesdale Bank Ltd όπου ελέχθη:-

 

«Οn behalf of the bank it was contended that as the pursuer had examined and approved of the bank´s statement of her account, and granted a document under her hand to that effect, she was not entitled to reopen the matter by questioning the validity of the cheques in question. In sustaining the bank’s contention, Lord Carmont gave the following decision:

 

“In my opining the pursuer is not entitled to go back on her formal approval of the defenders debiting her account with the £10 cheque even on the assumption that it contains a forgery of the pursuer’s signature. The amount of the account was approved at a figure £10 less than she now says it should have been, but she has only herself to blame for not checking the figures properly before she signed the letter of acknowledgment of the amount.”»

 

Περαιτέρω αναφορά έγινε στην υπόθεση Wilson’s Trs. v. Bank of England (House of Lords, 6th July, 1926) όπου ελέχθη ότι:-

 

«Obviously a customer who grants a written acknowledgment of the correctness of his bank account is equally bound, or, in other words, is barred from disputing its accuracy.».

 

Εν όψει τούτου, απερρίφθη ανάλογη απαίτηση όπως η προκειμένη.

 

Για τους λόγους αυτούς λοιπόν, η έφεση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχει οποιοδήποτε έρεισμα και απορρίπτεται. Τα έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας, να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο