Κοντού Φοίβος-Απόλλωνας, κληρονόμος στην περιουσία του αποβιώσαντος Ιωάννη Κοντού, διά της μητρός ασκούσης τη γονική μέριμνά του, Λητώς Ρόδα ν. Global Capital Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 192

(2013) 1 ΑΑΔ 192

[*192]29 Ιανουαρίου, 2013

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΣΕ Ο,ΤΙ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΚ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 17.5.2007 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡ. 78/02 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ

 

ΚΑΙ

 

ΣΕ Ο,ΤΙ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΝΤΟΥ

 

ΦΟΙΒΟΣ-ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ ΚΟΝΤΟΥ, ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΝΤΟΥ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΑΣΚΟΥΣΗΣ ΤΗ ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΤΟΥ, ΛΗΤΩΣ ΡΟΔΑ,

 

Εφεσείων,

ν.

 

GLOBAL CAPITAL LTD,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 187/2009)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Ακύρωση και παραμερισμός εντάλματος κατάσχεσης και εκποίησης κινητής περιουσίας ― Η ορθή ερμηνεία του πρακτικού πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με τα οφειλόμενα  ποσά, οδήγησε στον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης ακύρωσης του εντάλματος κατάσχεσης η οποία είχε στηριχθεί σε διάφορη ερμηνεία του πρακτικού.

 

Δικαιοδοσία Επαρχιακών Δικαστηρίων ― Κατά τόπον αρμοδιότητα ― Ένταλμα εκποίησης κινητών ― Από το λεκτικό της Διάταξης 40 Θ.17 σαφέστατα προκύπτει ότι το ένταλμα εκποίησης κινητών το οποίο εκδίδεται για σκοπούς εκτέλεσης της απόφασης σε επαρχία άλλη από αυτήν του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, θεωρείται για όλους τους σκοπούς ως ένταλμα που έχει εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας στην οποία σκοπείται να εκτελεστεί.

 

Λέξεις και Φράσεις ― «…shall for all purposes be deemed to be a writ [*193]issued out of the last mentioned Court …» στη Διάταξη 40 θ.17.

 

Πρακτικά ― Παρέχουν τη μόνη αυθεντική εικόνα της διαδικασίας και αποτελούν τη μόνη αξιόπιστη βάση επί της οποίας πρέπει να ερείδονται οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του δικαστηρίου.

 

Ο εφεσείων επιδίωξε τον παραμερισμό απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία διατάχθηκε η ακύρωση και ο παραμερισμός του εντάλματος κατάσχεσης και εκποίησης κινητής περιουσίας που είχε προωθήσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στα πλαίσια εκδοθείσας απόφασης σε αγωγή, στο μέρος εκείνο και σε ό,τι αφορούσε τους εφεσίβλητους Global Capital Ltd.

 

Ο εφεσείων με το επίδικο ένταλμα, είχε προχωρήσει στην εκτέλεση της απόφασης στοχεύοντας στην κατάσχεση και εκποίηση της κινητής περιουσίας των εφεσιβλήτων Global Capital Ltd, επειδή, καθώς προέβαλε, δεν υπήρξε πλήρης συμμόρφωση από πλευράς των εξ αποφάσεως οφειλετών με τους όρους πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους και αναστολής της εκτέλεσης της ρηθείσας εκ συμφώνου απόφασης.

 

Η θέση των εφεσιβλήτων αναφορικά με το εξ αποφάσεως χρέος ήταν ότι αυτό είχε εξοφληθεί εξ ολοκλήρου εντός των εκ συμφώνου καθορισμένων στην απόφαση χρονικών ορίων και ότι ουδέν ποσόν όφειλαν.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στο θέμα που ήγειρε η πλευρά του εφεσείοντα ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ήταν κατά τόπο αναρμόδιο να επιληφθεί της αίτησης, υπέδειξε αρχικά ότι η σχετική αίτηση, αφορούσε στην αναστολή/ακύρωση μέτρου εκτέλεσης, δικονομικού διαβήματος που ουδόλως συνεπαγόταν την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης. Συνακόλουθα έκρινε ότι η έκδοση διατάγματος εκποίησης κινητών, αποτελούσε, σύμφωνα με το Άρθρο 14 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, ένα μέτρο εκτέλεσης της απόφασης, η αναστολή και/ή η ακύρωση του οποίου δεν ταυτίζεται με την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης.

 

Ως εκ τούτου, ανέλαβε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης των εφεσιβλήτων.

 

Αναφορικά με την ερμηνεία της εκδοθείσας απόφασης και τη θέση των αιτητών-εφεσίβλητων ότι δεν υπήρχε οφειλόμενο υπόλοιπο με τους δικούς τους αριθμητικούς υπολογισμούς, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν ορθή η θέση, ότι η περίοδος αναστολής μέ[*194]χρι 31.12.07 καθόριζε μόνο την ημερομηνία κατά την οποία το ποσό της απόφασης γινόταν τοκοφόρο.

 

Συνακόλουθα έκρινε ότι δεν υπήρχε μέρος της απόφασης εναντίον της Εναγόμενης 3 προς εκτέλεση. Εκείνο που τυχόν απέμενε, όπως έκρινε ήταν το θέμα των τόκων στην απόφαση που αφορούσε, όμως, τους Εναγόμενους 1 και 2. Σε ό,τι αφορούσε στους Αιτητές Global Capital Ltd, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση έπρεπε να επιτύχει και εκδόθηκε σχετικό διάταγμα ακύρωσης του μέτρου εκτέλεσης.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους πιο κάτω λόγους:

 

Πρώτος λόγος έφεσης.

 

Η φράση «αναστολή και/ή ακύρωση μέτρου εκτέλεσης δεν εξυπακούει ούτε συνεπάγεται την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης», που απαντάται στη σελίδα 10 της εκκαλούμενης απόφασης, είναι λανθασμένη και αντιφατική.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης ερείδετο σε παρερμηνεία της εκκαλούμενης απόφασης και ειδικά της επίδικης φράσης η οποία ουδόλως διΐστατο προς ότι αποτελεί ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου επί των γεγονότων της υπόθεσης από το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Δεύτερος λόγος έφεσης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία και ήταν αναρμόδιο να επιληφθεί και να αποφασίσει θέμα ακύρωσης και/ή παραμερισμού του εντάλματος εκποίησης κινητών ενεργώντας με βάση τη νομική θεμελίωση της αίτησης η οποία αφορούσε μόνο στην αναστολή του εν λόγω εντάλματος.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Από το λεκτικό της Διάταξης 40 Θ.17 σαφέστατα προκύπτει ότι το ένταλμα εκποίησης κινητών το οποίο με βάση τη διαδικασία που με λεπτομέρεια εκτίθεται στην Δ.40 θ.16 εκδίδεται για σκοπούς εκτέλεσης της απόφασης σε επαρχία άλλη από αυτήν του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, τότε για όλους τους σκοπούς θεωρείται ως ένταλμα που έχει εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας στην οποία σκοπείται να εκτελεστεί, στη συγκεκριμένη πε[*195]ρίπτωση από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

 

2.  Για οποιοδήποτε ζήτημα αφορά στο εν λόγω ένταλμα το οποίο συμπεριλαμβάνει και την έκδοση του, αρμόδιο Δικαστήριο να εξετάσει είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο στο οποίο σκοπείται να εκτελεστεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

 

Τρίτος λόγος έφεσης.

 

Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση ότι:

 

(α) η αίτηση βρισκόταν εντός του πεδίου εφαρμογής της Δ.55,

 

(β) ο τύπος της αίτησης συνήδε προς τον αντίστοιχο τύπο,

 

(γ) η διαδικασία διασωζόταν με βάση τις πρόνοιες της Δ.64 θ.1(1)(3) και αν ακόμη ο τύπος της αίτησης είναι λανθασμένος.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Προδήλως, οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν τις πρόνοιες της Δ.55 επικουρικά, ίσως εκ του περισσού, εφόσον το ζητούμενο ήταν ο παραμερισμός ή/και η ακύρωση του εντάλματος, θεραπεία υποστηριζόμενη στην αίτηση από την Δ.40 θ.θ. 16,17.

 

2.  Ο εφεσείων δεν ισχυρίστηκε ότι προκλήθηκε οποιαδήποτε σύγχυση, βλάβη ή δυσμενής επηρεασμός της υπόθεσης του εξαιτίας του τύπου της αίτησης που χρησιμοποιήθηκε ή της νομικής θεμελίωσης της αίτησης.

 

Τέταρτος λόγος έφεσης.

 

Η Επαρχιακός Δικαστής του Δικαστηρίου Λευκωσίας δεν μπορούσε λόγω της κλίμακας της αγωγής να επιληφθεί της αίτησης η οποία είχε ως αντικείμενο απόφαση που εκδόθηκε από δικαστή ανώτερης βαθμίδας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Επρόκειτο για δύο διακριτές μεταξύ τους δικαιοδοσίες εκ των οποίων, αυτή που αφορούσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, παρείχε το αναγκαίο δικαιοδοτικό έρεισμα.

 

[*196]Πέμπτος λόγος έφεσης.

 

Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Το ιστορικό της υπόθεσης δεν υποστήριζε τη θέση του εφεσείοντα.

 

Έκτος λόγος έφεσης.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα συμπέρανε από το σχετικό πρακτικό της απόφασης στην αγωγή ότι το συνολικό ποσό που θα έπαιρνε ο εφεσείοντας δεν θα μπορούσε να ήταν πέραν των Λ.Κ.125.000.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι «Όμως, σε καμιά περίπτωση στο κείμενο του πρακτικού, δεν γινόταν καμιά νύξη ούτε αφηνόταν ως ενδεχόμενο ότι το συνολικό ποσό του κεφαλαίου που θα έπαιρνε ο Ενάγοντας 2 θα ήταν οποιοδήποτε ποσό πέραν των Λ.Κ.125.000», συνιστούσε λανθασμένη ερμηνεία.

 

2.  Αν αυτή ήταν η συμφωνία των διαδίκων όπως ερμηνεύθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σίγουρα δεν θα υπήρχε αποχρών λόγος να εκδοθεί η απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων για το ποσό των Λ.Κ.15.000 αφού εν πάση περιπτώσει, ο εφεσείων σε καμιά περίπτωση θα δικαιούτο να εισπράξει οποιοδήποτε άλλο ποσό πέραν των Λ.Κ.125.000, όπως αποφάσισε το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

3.  Δοθέντος ότι η πληρωμή του ποσού των €230.666 έγινε στις 7.1.2008 δηλαδή, μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής, το εξ αποφάσεως χρέος που αφορούσε στο ποσό των Λ.Κ.15.000 παρέμεινε οφειλόμενο από τους εφεσίβλητους και απαιτητό από τον εξ αποφάσεως δανειστή εφεσείοντα και συνεπώς ορθά εκδόθηκε εναντίον των εφεσιβλήτων το επίδικο ένταλμα κατάσχεσης και εκποίησης κινητής περιουσίας.

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323,

[*197]Σκάρου ν. Χριστοδούλου κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 1333,

 

Κουλέρμος ν. Κουμπαρίδου (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 493,

 

Σωτηριάδης ν. Βασιλείου (1992) 1 Α.Α.Δ. 801,

 

Μορφίτης ν. Δήμος Λεμεσού (2002) 2 Α.Α.Δ. 375,

 

Κατσούρη ν. Χατζηνικόλα (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1634.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Ενάγοντα 2 εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 878/2008), ημερομ. 25/6/2009.

 

Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Χρ. Νικολάου για Π. Παύλου, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ.

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων επιδιώκει τον παραμερισμό «Ενδιάμεσης Απόφασης» του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία διατάχθηκε η ακύρωση και ο παραμερισμός του εντάλματος κατάσχεσης και εκποίησης κινητής περιουσίας υπ’ αριθμ. 4691/08 και αριθμό διπλότυπου εντάλματος 009657, που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στα πλαίσια της αγωγής με αριθμό 78/02, στο μέρος εκείνο και σε ό,τι αφορά τους αιτητές και εδώ εφεσίβλητους Global Capital Ltd.

 

Ο εφεσείων, Φοίβος-Απόλλωνας Κοντού, ήταν ο ενάγων αρ. 2 στην αγωγή αρ. 78/02 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Οι εφεσίβλητοι, Global Capital Ltd, ήταν οι εναγόμενοι αρ. 3 στην πιο πάνω αγωγή. Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, η διαφορά διευθετήθηκε και στις 17.5.2007 το δικαστήριο Πάφου με βάση τις σχετικές δηλώσεις των δικηγόρων των διαδίκων, έκδοσε εκ συμφώνου απόφαση, το συντεταγμένο κείμενο της οποίας παρατίθεται:

 

«ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΟΠΩΣ:

[*198]1.   Οι εναγόμενοι αρ. 1 + 2 αλληλέγγυα και κεχωρισμένα πληρώσουν στον ενάγοντα αρ. 2 το ποσό των £125.000,00, πλέον τόκο προς 8% τον χρόνο από 1/1/08 μέχρι εξόφλησης.

 

2. Η εναγόμενη αρ. 3 πληρώσει στον ενάγοντα αρ. 2 το ποσό των Λ.Κ.15.000,00, πλέον τόκους προς 8% ετησίως από 1/1/08.

 

Οι εναγόμενοι αρ. 1, 2 + 3 αλληλέγγυα και κεχωρισμένα πληρώσουν στους ενάγοντες το ποσό των Λ.Κ.10.034,50σ. έξοδα της αγωγής και έκδοσης της απόφασης αυτής, πλέον τόκο προς 8% τον χρόνο από 1/1/08 μέχρι εξόφλησης, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α..

 

Ολες οι προηγούμενες διαταγές για έξοδα ακυρώνονται.

 

Περαιτέρω θα υπάρχει αναστολή εκτέλεσης των ποσών της απόφασης και των εξόδων μέχρι 31/12/07.

 

Νοείται ότι σε περίπτωση κατά την οποία πληρωθεί το ποσό των Λ.Κ.125.000,00 δηλαδή το ποσό της απόφασης εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 τότε το ποσό της απόφασης εναντίον της εναγόμενης αρ. 3 για Λ.Κ.15.000,00 θα θεωρείται ότι έχει εξοφληθεί.

 

Η αγωγή της ενάγουσας 1 και ενάγουσας 3 απορρίπτεται ως εξωδίκως διευθετηθείσα.

 

Δόθηκε την 17/5/07

 

Συντάχτηκε την 4/7/07»

 

Ο εφεσείων με το επίδικο ένταλμα, προχώρησε στην εκτέλεση της απόφασης στοχεύοντας στην κατάσχεση και εκποίηση της κινητής περιουσίας των εφεσιβλήτων Global Capital Ltd, επειδή, καθώς ισχυρίστηκε, δεν υπήρξε πλήρης συμμόρφωση από πλευράς των εξ αποφάσεως οφειλετών με τους όρους πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους και αναστολής της εκτέλεσης της παραπάνω εκ συμφώνου απόφασης. Λέγει συναφώς ότι η απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων για το ποσό των Λ.Κ.15.000 (€25.650) πλέον τόκοι θα θεωρείτο ως εξοφληθείσα νοουμένου ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 θα πλήρωναν το ποσό των Λ.Κ.125.000 (€213.575) πλέον τόκους και έξοδα μέχρι 31.12.2007. Οι εναγόμενοι 1 και 2, κατά πα[*199]ράβαση των όρων της απόφασης, κατέβαλαν το ποσό των €230.661,19 στις 7.1.2008 δηλαδή, μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής. Εκ τούτου προκύπτει ότι δεν έχουν συμμορφωθεί πλήρως με την απόφαση καθότι παραμένει απλήρωτο ποσό τόκων από 1.1.2008 μέχρι 7.1.2008 καθώς και το ποσό των Λ.Κ.15.000 (€25.650), πλέον οι τόκοι, το οποίο κατέστη και αυτό πληρωτέο από τους εφεσίβλητους με βάση τον σχετικό περί αναστολής όρο της απόφασης.

 

Το προαναφερόμενο ένταλμα κατάσχεσης και εκποίησης κινητής περιουσίας παραδόθηκε στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας προς εκτέλεση κατά το μέρος της απόφασης που αφορούσε στους εφεσίβλητους.

 

Η θέση των εφεσιβλήτων αναφορικά με το εξ αποφάσεως χρέος είναι ότι αυτό έχει εξοφληθεί εξ ολοκλήρου εντός των εκ συμφώνου καθορισμένων στην απόφαση χρονικών ορίων και συνεπώς ουδέν ποσόν οφείλουν στον εφεσείοντα. Η θέση αυτή των εφεσιβλήτων αποτέλεσε τη βάση της αίτησης που καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία ζήτησαν την ακύρωση και/ή παραμερισμό του προαναφερόμενου εντάλματος κατάσχεσης και εκποίησης κινητής περιουσίας τους που εκδόθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και παραδόθηκε στο Πρωτοκολλητείο Λευκωσίας για σκοπούς εκτέλεσης. Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, οι εφεσίβλητοι αναφέρθηκαν στο ποσό που πληρώθηκε και στο χρόνο πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους, ερμηνεύοντας με το δικό τους τρόπο ότι με τις πληρωμές που έγιναν, υπήρξε πλήρης συμμόρφωση προς τους σχετικούς όρους της εκ συμφώνου απόφασης του Δικαστηρίου Πάφου στην προαναφερόμενη αγωγή. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι παράλληλα με την προαναφερόμενη αίτηση, οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν μονομερή αίτηση στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε παρεμπίπτον διάταγμα αναστολής εκτέλεσης του εντάλματος κατάσχεσης κινητών μέχρι την τελική εκδίκαση της κύριας αίτησης.

 

Τη νομική βάση της αίτησης των εφεσιβλήτων αποτέλεσαν οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί Δ.40, θ. 7, 11, 16 και 17, Δ.41, θ. 1-3, Δ.55 θ. 1-4, Δ.48 θ. 2, 3, 4, 6 και 7 και το Άρθρο 9 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 6.

 

Ο εφεσείων καταχώρησε ένσταση βασισμένη στην ίδια νομική βάση όπως και η αίτηση και επιπλέον στο Άρθρο 30 του Συντάγματος και στο Άρθρο 76 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι λόγοι της ένστασης είναι ότι το Επαρχιακό Δι[*200]καστήριο Λευκωσίας στερείται κατά τόπον αρμοδιότητας να εκδικάσει την αίτηση καθότι αρμόδιο προς τούτο δικαστήριο είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου που έκδοσε το επίδικο ένταλμα κατάσχεσης κινητών. Προβλήθηκε επίσης ισχυρισμός ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι για άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής εκτέλεσης της απόφασης και ότι η τυχόν έκδοση διατάγματος αναστολής θα συνιστούσε παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσείοντα.

 

Το δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης, αποφάσισε υπέρ της έγκρισης του αιτήματος και διέταξε την ακύρωση του εντάλματος κατάσχεσης και εκποίησης κινητών των εφεσιβλήτων. Ο εφεσείων θεωρεί λανθασμένη την απόφαση και με την παρούσα έφεση επιδιώκει τον παραμερισμό της.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων υποβάλλει ότι η φράση «αναστολή και/ή ακύρωση μέτρου εκτέλεσης δεν εξυπακούει ούτε συνεπάγεται την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης», που απαντάται στη σελίδα 10 της εκκαλούμενης απόφασης, είναι λανθασμένη και αντιφατική «εφόσον η αίτηση στηριζόταν στις πρόνοιες για αναστολή μεταξύ άλλων και/ή ζητούσε αναστολή και/ή ακύρωση μέτρου εκτέλεσης, διαζευκτικά μόνο το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ζήτημα για το οποίο, μπορούσε να επιληφθεί του θέματος με βάση τη ρητή πρόνοια του Άρθρου 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου».

 

Ο εφεσείων εισηγείται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία και ήταν αναρμόδιο να επιληφθεί και να αποφασίσει θέμα ακύρωσης και/ή παραμερισμού του εντάλματος εκποίησης κινητών ενεργώντας με βάση τη νομική θεμελίωση της αίτησης η οποία αφορούσε μόνο στην αναστολή του εν λόγω εντάλματος.

 

Πρώτα πρέπει να δούμε ποια είναι η νομική βάση η οποία διέπει τη διαδικασία εκτέλεσης ενός διατάγματος εντός της επαρχίας του δικαστηρίου που έκδοσε την απόφαση ή το διάταγμα. Σχετικές επί του προκειμένου είναι οι πιο κάτω δικονομικές πρόνοιες της Δ.40, θ.θ. 16 και 17 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

 

«16. Where any judgment or order is sought to be executed out of the District of the Court by which such judgment or order is given, the writ shall be prepared by a Registrar of such Court in the same manner as any writ of execution to be executed within the District within which the writ is to be executed. Such writ shall [*201]be delivered by a Registrar to the party applying for the same, and shall be presented by him to the Registrar of the Court within the District of which it is to be executed. On presentation thereof by him the same shall be signed by one of the Judges of such last-mentioned Court, and shall then be passed to the Sheriff for execution.

 

17. Such writ when so signed shall for all purposes be deemed to be a writ issued out of such last-mentioned Court, and all questions arising in the course of, or consequent on the execution of such writ, shall be disposed of by such last-mentioned Court.»

 

και σε μετάφραση όπως στην πρωτόδικη απόφαση,

 

«16.  Όπου οιαδήποτε απόφαση ή διάταγμα πρόκειται να εκτελεσθεί εκτός της επαρχίας του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή διάταγμα το ένταλμα θα προετοιμάζεται από τον Πρωτοκολλητήν του τοιούτου Δικαστηρίου κατά τον ίδιο τρόπο όπως οιονδήποτε ένταλμα εκτελέσεως που θα εκτελεσθεί εντός της επαρχίας του Δικαστηρίου που το προετοιμάζει με την διαφορά ότι θα απευθύνεται στο εντεταλμένο επί της εκτέλεσης ενταλμάτων της Επαρχίας εντός της οποίας το ένταλμα θα εκτελεσθεί. Το τοιούτο ένταλμα θα πρέπει να παραδίδεται από τον Πρωτοκολλητή στο διάδικο που αποτείνεται και ο διάδικος αυτός θα το παρουσιάζει στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου εντός της Επαρχίας που θα εκτελεσθεί. Κατά την παρουσίαση του εντάλματος στον Πρωτοκολλητή θα πρέπει να υπογραφεί από ένα των Δικαστών του τελευταίου αναφερόμενου Δικαστηρίου και να δοθεί στον Πρωτοκολλητή για εκτέλεση.

 

17. Τοιούτο ένταλμα όταν υπογραφεί θα θεωρείται για όλους τους σκοπούς σαν ένταλμα που εξεδόθη από το τελευταίο αναφερόμενο Δικαστήριο και για όλα τα ερωτήματα που θα προκύψουν σχετικά με την εκτέλεση θα διεκπεραιώνονται από το τελευταίο αναφερόμενο Δικαστήριο.»

 

Η πρωτόδικος δικαστής αναφερόμενη στο θέμα που ήγειρε ο δικηγόρος του εφεσείοντα ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είναι κατά τόπο αναρμόδιο να επιληφθεί της αίτησης ορθά προσδιόρισε ότι το θέμα, σύμφωνα με την εισήγηση, είχε δύο πτυχές ήτοι,

[*202](α)   εμμέσως αυτό που επιδιώκεται με την αίτηση είναι η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης και ότι για το σκοπό αυτό, είναι, δυνάμει του Άρθρου 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου, αποκλειστικά αρμόδιο το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, εν προκειμένω το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου.

 

(β)  Το λεκτικό της Δ.40 θ. 17 σαφώς προνοεί ότι το Δικαστήριο της επαρχίας στην οποία σκοπείται να εκτελεστεί το ένταλμα έχει δικαιοδοσία να εξετάσει μόνο τα ερωτήματα που προκύπτουν σχετικά με την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος και όχι ζητήματα που άπτονται άλλων θεμάτων όπως εδώ όπου το αντικείμενο της αίτησης αφορά στην έκδοση του εντάλματος.

 

Σε σχέση με τα ανωτέρω, η πρωτόδικος δικαστής ορθά επισημαίνει ότι η ένσταση του εφεσείοντα δεν στηρίζεται στο Άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου αλλά ούτε στους λόγους της ένστασης εμπεριέχεται ανάλογη εξειδίκευση όπως ρητά προβλέπεται στη Δ.48 θ.1. Επισημαίνει επίσης ότι τέτοια παράλειψη δεν μπορούσε να διορθωθεί κατ’ επίκληση της Δ.64. Σχετική επί τούτου αναφορά γίνεται στις Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323, Σκάρου ν. Χριστοδούλου κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 1333, Κουλέρμος ν. Κουμπαρίδου (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 493.

 

Παρά τα πιο πάνω, η ευπαίδευτη δικαστής έκρινε ότι το θέμα της αρμοδιότητας του δικαστηρίου έπρεπε, ως θέμα δημόσιας τάξης, να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Αναγνώρισε πως αν η περίπτωση αφορούσε αποκλειστικά στην αναστολή εκτέλεσης της απόφασης τότε, το μόνο αρμόδιο δικαστήριο που θα μπορούσε να αναλάβει δικαιοδοσία και να επιληφθεί της αίτησης θα ήταν, σύμφωνα με το Άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου, το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου. Ωστόσο, καθώς διέκρινε, η υπό εξέταση αίτηση αφορούσε στην αναστολή/ακύρωση μέτρου εκτέλεσης, δικονομικού διαβήματος που ουδόλως συνεπαγόταν την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης. Επί τούτου, το δικαστήριο έκρινε ότι η έκδοση διατάγματος εκποίησης κινητών, όπως στην παρούσα υπόθεση, αποτελεί, σύμφωνα με το Άρθρο 14 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, ένα μέτρο εκτέλεσης της απόφασης, η αναστολή και/ή η ακύρωση του οποίου δεν ταυτίζεται με την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε, όπως επίσης ορθά αναφέρεται στην εκκαλούμενη απόφαση, ότι η ισχύς μιας δικαστικής απόφασης μπορεί να ανασταλεί για σωρεία λόγων και από οποιοδήποτε δικαστήριο, πράγμα αντίθετο με το νόμο που [*203]προνοεί για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ανέλαβε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης των εφεσιβλήτων με την οποία οι τελευταίοι σαφώς ζητούσαν την αναστολή και/ή ακύρωση του συγκεκριμένου μέτρου εκτέλεσης και όχι την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης.

 

Επανερχόμενοι τώρα στον πρώτο λόγο έφεσης σύμφωνα με τον οποίο η αναφορά στη σελίδα 10 της πρωτόδικης απόφασης ότι «αναστολή και/ή ακύρωση μέτρου εκτέλεσης δεν εξυπακούει ούτε και συνεπάγεται την αναστολή εκτέλεσης απόφασης» είναι λανθασμένη και αντιφατική, θεωρούμε ότι ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης ερείδεται σε παρερμηνεία της εκκαλούμενης απόφασης και ειδικά της επίδικης φράσης η οποία ουδόλως διΐσταται προς ό,τι προηγουμένως αναλυτικά αναφέραμε ότι αποτελεί ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου επί των γεγονότων της υπόθεσης από το πρωτόδικο δικαστήριο. Ενόψει των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και τον απορρίπτουμε.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι με βάση τις πρόνοιες της Δ.17 (ανωτέρω) παρέχεται αρμοδιότητα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να εξετάσει θέματα ακύρωσης ή παραμερισμού του εντάλματος κινητών. Η θέση του εφεσείοντα επί αυτού είναι ότι η ορθή ερμηνεία της διάταξης Δ.40 θ. 17 σε συνδυασμό με τη Δ.40 θ. 16 είναι ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είχε εν προκειμένω αρμοδιότητα να επιληφθεί θεμάτων «που προκύπτουν κατά την εκτέλεση και/ή σαν αποτέλεσμα αυτής» και όχι επί θεμάτων που αφορούν στην ακύρωση και/ή τον παραμερισμό του εντάλματος.

 

Ο πάρα πάνω λόγος έφεσης σχετίζεται με τον προηγούμενο στα πλαίσια του οποίου, διατυπώθηκε και η δική μας κρίση. Ωστόσο για σκοπούς πληρότητας και καλύτερης κατανόησης του θέματος θα παραθέσουμε εκτενές απόσπασμα της απόφασης μέσα από το οποίο αναδύεται το σκεπτικό της νομικής ερμηνείας των προαναφερόμενων δικονομικών διατάξεων καθώς και της ορθής εφαρμογής τους επί των γεγονότων της υπόθεσης.

 

«Η δεύτερη πτυχή είναι αυτή που αναφέρεται στο ίδιο το λεκτικό της Δ.40 θ. 17 που κατά την άποψη μου είναι και ο σοβαρότερος λόγος ένστασης που εγείρεται. Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι το Δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφαση του για το θέμα της αναστολής εκτέλεσης του εντάλματος μέχρι [*204]εκδίκασης της υπό εξέταση αίτησης έχει αποφασίσει, θέση την οποία βεβαίως υιοθετώ και για σκοπούς της παρούσας αίτησης, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας έχει κατά τόπον αρμοδιότητα να επιληφθεί της αίτησης. Σαφέστατα το Δικαστήριο θα πρέπει να ερμηνεύσει το λεκτικό της Δ.40 θ.17 όπως έχει παρατεθεί πιο πάνω. Σύμφωνα, λοιπόν, με την εν λόγω πρόνοια όταν το ένταλμα υπογράφεται από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου στο οποίο αποστέλλεται για σκοπούς εκτέλεσης «…shall (δική μου υπογράμμιση) for all purposes (δική μου υπογράμμιση) be deemed to be a writ issued out of the last mentioned Court …». Είναι η θέση μου ότι από το πιο πάνω λεκτικό σαφέστατα προκύπτει ότι το ένταλμα εκποίησης κινητών το οποίο με βάση τη διαδικασία που με λεπτομέρεια εκτίθεται στην Δ.40 θ. 16 εκδίδεται για σκοπούς εκτέλεσης της απόφασης σε επαρχία άλλη από αυτήν του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, τότε για όλους τους σκοπούς θεωρείται ως ένταλμα που έχει εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας στην οποία σκοπείται να εκτελεστεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Λογική προέκταση του πιο πάνω επιχειρήματος είναι ότι για οποιοδήποτε ζήτημα αφορά το εν λόγω ένταλμα το οποίο κατά την άποψη μου συμπεριλαμβάνει και την έκδοση του αρμόδιο Δικαστήριο να εξετάσει είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο στο οποίο σκοπείται να εκτελεστεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Για να καταλήξω στην πιο πάνω θέση έχω, βέβαια, λάβει υπόψη μου και το υπόλοιπο λεκτικό της Δ.40 θ.17 και το επιχείρημα του ευπαίδευτου συνηγόρου του Καθ’ ου η Αίτηση που ουσιαστικά είναι ότι με το λεκτικό που έπεται των πιο πάνω προνοιών ουσιαστικά η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου στο οποίο σκοπείται να εκτελεστεί το ένταλμα περιορίζεται μόνο σε θέματα που αφορούν την εκτέλεση του εντάλματος. Συγκεκριμένα στην Δ.40 θ. 17 προνοείται ότι «… all questions arising in the course of, or consequent on the execution (δική μου υπογράμμιση) of such writ …».

 

Κατ’ αρχήν θεωρώ ότι η πιο πάνω ερμηνεία, δηλαδή ότι η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου στο οποίο σκοπείται να εκτελεστεί το ένταλμα, στη συγκεκριμένη περίπτωση το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, περιορίζεται μόνο στα θέματα εκτέλεσης του εντάλματος και στα οποία η ακύρωση του δεν εμπίπτει, έρχεται σε αντίφαση και αντίθεση με την πρόνοια που διέπει τον εν λόγω κανονισμό σύμφωνα με την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο στο οποίο σκοπείται να εκτελεστεί το ένταλμα θεωρείται ότι είναι το αρμόδιο Δικαστήριο για όλους [*205]τους σκοπούς του εντάλματος. Περαιτέρω, έστω και εάν αυτή η θέση ήταν ορθή έχω περαιτέρω την άποψη ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας θα είχε εν πάση περιπτώσει δικαιοδοσία καθότι ο λόγος που σκοπείται η ακύρωση του εντάλματος έχει σχέση με την εκτέλεση του αφού η θέση των Αιτητών είναι ότι η επίδικη απόφαση έχει πλήρως εξοφληθεί και δεν οφείλεται κανένα ποσό στον Καθ’ ου η Αίτηση.»

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα των διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι,

 

(α) η αίτηση βρίσκεται εντός του πεδίου εφαρμογής της Δ.55,

 

(β) ο τύπος της αίτησης συνάδει προς τον αντίστοιχο τύπο (form 50) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

 

(γ) η διαδικασία διασώζεται με βάση τις πρόνοιες της Δ.64 θ. 1(1)(3) και αν ακόμη ο τύπος της αίτησης είναι λανθασμένος.

 

Τα επίμαχα σημεία που αφορούν στον υπό εξέταση λόγο έφεσης βρίσκονται στο πιο κάτω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης:

 

«Από το λεκτικό της Δ.55 προκύπτει ότι η εν λόγω πρόνοια και η διαδικασία που την διέπει αφορά τον καθορισμό οποιασδήποτε ερώτησης, ερμηνείας που πηγάζει κάτω από ένα έγγραφο και για διάγνωση των δικαιωμάτων των προσώπων που ενδιαφέρονται σ’ αυτό. Είναι η θέση μου ότι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον Καθ’ ου η Αίτηση είναι λανθασμένη εφόσον με την παρούσα αίτηση το Δικαστήριο ουσιαστικά καλείται να ανατρέξει στην απόφαση και το πρακτικό του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου για να αποφασίσει κατά πόσο με τον τρόπο που θα το ερμηνεύσει υπάρχει απόφαση υπέρ του Καθ’ ου η Αίτηση και εναντίον των Αιτητών η οποία δεν έχει ικανοποιηθεί και επομένως κατά πόσο ορθά ή όχι έχει εκδοθεί το ένταλμα κατάσχεσης κινητών. Θεωρώ ότι το θέμα όπως τίθεται βρίσκεται εντός του πεδίου εφαρμογής της Δ.55 και επομένως, η θέση ότι ο τύπος της αίτησης είναι λανθασμένος δεν με βρίσκει σύμφωνη. Αναφέρω περαιτέρω ότι σύμφωνα με δη Δ.64 θ.1(1) και (3) ένα Δικαστήριο δεν παραμερίζει εξολοκλήρου οποιαδήποτε διαδικασία ή το κλητήριο ένταλμα ή άλλο εναρκτήριο μέσο με το οποίο έχει αρχίσει η διαδικασία για το λόγο ότι έχει χρησιμοποιηθεί διαφορετικό εναρκτήριο μέσο για την έναρξη της διαδικασίας από εκείνο που απαιτεί οποιοσδήποτε [*206]από τους παρόντες κανονισμούς.»

 

Η Δ.55 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών προνοεί ότι:

 

«Any person claiming to be interested under a deed, will, or other written instrument, may apply to the Court by originating summons (Forms 50 and 51) for the determination of any question of construction arising under the instrument, and for a declaration of the rights of the persons interested.»

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε πρωτοδίκως και κατά την ακρόαση της έφεσης ότι με την αίτηση δεν ζητήθηκε η ερμηνεία εγγράφων αλλά η ακύρωση ή ο παραμερισμός του εντάλματος κατάσχεσης περιουσίας και επομένως οι αιτητές (εφεσίβλητοι) λανθασμένα επέλεξαν να προωθήσουν το εν λόγω αίτημα με πρωτογενή αίτηση κατ’ επίκληση των προνοιών της Δ.55.

 

Προδήλως, οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν τις πρόνοιες της Δ.55 επικουρικά, ίσως εκ του περισσού, εφόσον το ζητούμενο ήταν ο παραμερισμός ή/και η ακύρωση του εντάλματος, θεραπεία υποστηριζόμενη στην αίτηση από την Δ.40 θ.θ. 16, 17. Το δικαστήριο όφειλε πρώτα να διαπιστώσει κατά πόσο το εξ αποφάσεως χρέος είχε εξοφληθεί σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονταν στην εκ συμφώνου απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Για να καταλήξει στην αναγκαία προς τούτο διαπίστωση, απαραιτήτως έπρεπε να ανατρέξει τόσο στο κείμενο της εκ συμφώνου απόφασης όσο και στα στοιχεία που είχε ενώπιόν του αναφορικά με τις ημερομηνίες των πληρωμών, τα ποσά που αντιστοίχως καταβλήθηκαν κλπ.. Καθώς είναι αυτονόητο, η επίλυση του προηγούμενου ζητήματος θα ήταν καθοριστική του αποτελέσματος. Η πιο πάνω διαδικασία είχε ως έρεισμα τις πρόνοιες της Δ.40 θ.θ. 16 και 17, η οποία αποτέλεσε μέρος της νομικής βάσης της αίτησης. Σημειώνουμε επίσης ότι ο εφεσείων δεν ισχυρίστηκε ότι προκλήθηκε οποιαδήποτε σύγχυση, βλάβη ή δυσμενής επηρεασμός της υπόθεσης του εξαιτίας του τύπου της αίτησης που χρησιμοποιήθηκε ή της νομικής θεμελίωσης της αίτησης. Ενόψει των πιο πάνω, ο τρίτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Η θέση του εφεσείοντα ότι η Επαρχιακός Δικαστής του δικαστηρίου Λευκωσίας δεν μπορούσε λόγω της κλίμακας της αγωγής να επιληφθεί της αίτησης η οποία είχε ως αντικείμενο απόφαση που εκδόθηκε από δικαστή ανώτερης βαθμίδας ήτοι της Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, κρίνεται αβάσιμη καθότι [*207]επρόκειτο για δύο διακριτές μεταξύ τους δικαιοδοσίες εκ των οποίων, αυτή που αφορούσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, παρείχε το αναγκαίο δικαιοδοτικό έρεισμα. Ενόψει τούτου, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει και ως αβάσιμος απορρίπτεται.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης ο εφεσείων εισηγείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης. Λέγει συναφώς ότι από το ιστορικό της υπόθεσης προκύπτει ότι υπήρξε καθυστέρηση 10 μηνών και συνεπώς το δικαστήριο δεν έπρεπε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ των εφεσιβλήτων. Το ιστορικό της υπόθεσης δεν υποστηρίζει τη θέση του εφεσείοντα. Οι εφεσίβλητοι μόλις έλαβαν γνώση ότι εκδόθηκε εναντίον τους το ένταλμα κατάσχεσης κινητής περιουσίας αντέδρασαν άμεσα με την καταχώρηση της υπό αναφορά αίτησης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποβάλλει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα συμπέρανε από το πρακτικό (του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ημερ. 17.5.07) ότι το συνολικό ποσό που θα έπαιρνε ο εφεσείοντας δεν θα μπορούσε να ήταν πέραν των Λ.Κ.125.000.

 

Η πρωτόδικος δικαστής αφού αποφάσισε επί όλων των επίδικων δικονομικών ζητημάτων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μπορούσε να αναλάβει δικαιοδοσία, προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της αίτησης με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο ορθά ή λανθασμένα εκδόθηκε το ένταλμα κατάσχεσης και εκποίησης της κινητής περιουσίας των εφεσιβλήτων. Για το σκοπό αυτό, η δικαστής ορθά ανέτρεξε και στο πρακτικό του δικαστηρίου στο οποίο καταγράφονται οι δηλώσεις των δικηγόρων των διαδίκων στη βάση των οποίων εκδόθηκε η εκ συμφώνου απόφαση. Είναι γνωστό ότι τα πρακτικά του δικαστηρίου παρέχουν τη μόνη αυθεντική εικόνα της διαδικασίας και αποτελούν τη μόνη αξιόπιστη βάση επί της οποίας πρέπει να ερείδονται οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του δικαστηρίου. Βλ. Σωτηριάδης ν. Βασιλείου (1992) 1 Α.Α.Δ. 801, Μορφίτης ν. Δήμος Λεμεσού (2002) 2 Α.Α.Δ. 375 και Κατσούρη ν. Χατζηνικόλα (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1634.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των διαδίκων ουδέποτε αμφισβήτησαν είτε την ακρίβεια των δηλώσεων τους στο πρακτικό του δικαστηρίου είτε την ορθότητα του κειμένου της συνταχθείσας απόφασης. Εξάλλου, ουδείς εκ των διαδίκων επεδίωξε [*208]τη διόρθωση κλπ του ενός ή του άλλου εγγράφου. Η διαφορά που προέκυψε αφορά αποκλειστικά στην ερμηνεία του πρακτικού και της απόφασης.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο ερμηνεύοντας τις δηλώσεις των δικηγόρων των διαδίκων στη βάση των οποίων εκδόθηκε η εκ συμφώνου απόφαση αποφάσισε ως εξής:

 

«Επομένως, φαίνεται εκ πρώτης όψει η ερμηνεία του Καθ’ ου η Αίτηση αναφορικά με την εξόφληση της απόφασης και για την Εναγόμενη αρ. 3, ότι δηλαδή θα θεωρείται ως εξοφληθείσα εφόσον και εάν η απόφαση εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 και τα έξοδα πληρώνονταν μέχρι 31.12.07 να είναι σωστή γι’ αυτό και δικαιολογημένα υπέβαλε την απαίτηση του σύμφωνα με το τεκμήριο Γ.

 

Όμως, η δήλωση του κ. Κληρίδη στο πρακτικό λίγο πιο κάτω και συγκεκριμένα στην 3η σελίδα ότι «από το συνολικό εισπραχθεισόμενο ποσό των Λ.Κ.125.000 πλέον τυχόν τόκοι ….» δημιουργεί όντως προβληματισμό για την ερμηνεία της απόφασης γιατί με βάση την προηγούμενη δήλωση του αν θα άρχιζαν να έτρεχαν τόκοι επί του ποσού της απόφασης, πράγμα το οποίο εξυπακούει ότι δεν θα πληρωνόταν η απόφαση μέχρι 31.12.07 τότε το κεφάλαιο δεν θα ήταν Λ.Κ.125.000 πλέον τόκοι αλλά θα ενεργοποιείτο και το μέρος της απόφασης εναντίον της Εναγόμενης 3 για ποσό Λ.Κ.15.000 πλέον τόκοι. Όμως, σε καμία περίπτωση στο κείμενο του πρακτικού, το οποίο έχω διεξέλθει προσεκτικά, δεν γίνεται καμία νύξη ούτε αφήνεται ως ενδεχόμενο ότι το συνολικό ποσό του κεφαλαίου που θα έπαιρνε ο Ενάγοντας 2 θα ήταν οποιονδήποτε ποσό πέραν των Λ.Κ.125.000. Εκείνο που έχει διαφορά είναι το κατά πόσο θα υπολογίζονταν τόκοι ή όχι και καθαρά εάν το ποσό πληρωνόταν μέχρι 31.12.07 τότε δεν θα υπολογίζονταν τόκοι, σε αντίθετη περίπτωση, όμως, οι τόκοι υπολογίζονται. Επομένως, φαίνεται ότι η θέση των Αιτητών όπως αναφέρεται στο Τεκμήριο Δ της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση ότι η περίοδος αναστολής μέχρι 31.12.07 καθόριζε μόνο την ημερομηνία κατά την οποία το ποσό της απόφασης γίνεται τοκοφόρο είναι ορθή.

 

Επομένως, κρίνω ότι δεν υπάρχει μέρος της απόφασης εναντίον της Εναγόμενης 3 προς εκτέλεση. Εκείνο που τυχόν απομένει είναι το θέμα των τόκων στην απόφαση που αφορά, όμως, τους Εναγόμενους 1 και 2. Η παρούσα αίτηση αφορά διάταγμα για ακύρωση και/ή παραμερισμό του εντάλματος κα[*209]τάσχεσης και εκποίησης κινητής περιουσίας υπ’ αριθμό 4691/08 και με αριθμό διπλοτύπου του εντάλματος 0096578 που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου σε ό,τι αφορά τους Αιτητές Global Capital Ltd και θεωρώ ότι η Αίτηση πρέπει να επιτύχει και εκδίδεται, επομένως, τέτοιο διάταγμα.»

 

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε την ακύρωση και παραμερισμό του επίδικου εντάλματος κατάσχεσης και εκποίησης κινητής περιουσίας των εφεσιβλήτων. Όπως έχει ειπωθεί, η ορθότητα της ερμηνείας του πρακτικού του δικαστηρίου αμφισβητείται και συνεπώς παρίσταται ανάγκη ελέγχου της ορθότητας της ερμηνείας που το πρωτόδικο δικαστήριο απέδωσε στις δηλώσεις των δικηγόρων των διαδίκων, όπως αυτές καταγράφονται στο πρακτικό του δικαστηρίου.

 

Διαβάσαμε με προσοχή τις δηλώσεις των δικηγόρων προκειμένου να καταλήξουμε στο δικό μας συμπέρασμα. Η διαπίστωση μας είναι ότι από το πρακτικό του δικαστηρίου προκύπτει ότι,

 

(α) υπήρξε σύμπτωση βουλήσεως ων διαδίκων όπως εκδοθεί απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εναγομένων 1 και 2 προσωπικά και αλληλέγγυα για το ποσό των Λ.Κ.125.000,

 

(β) υπήρξε σύμπτωση βουλήσεως των διαδίκων όπως εκδοθεί απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων, εναγομένων 3, για το ποσό των Λ.Κ.15.000,

 

(γ) υπήρξε σύμπτωση βουλήσεως των διαδίκων ότι η απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων για το ποσό των Λ.Κ.15.000 θα θεωρείται ως εξοφληθείσα εφόσον εξοφληθεί η απόφαση,  υπό (α) ανωτέρω, κατά των εναγομένων 1 και 2 διά της πληρωμής του ποσού των Λ.Κ.125.000 πλέον Λ.Κ.10.000 έξοδα μέχρι την 31.12.2007 και ότι, σε περίπτωση μη πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους μέχρι την 31.12.2007, θα καταβαλλόταν και επί των δύο κονδυλίων ήτοι, επί του ποσού των Λ.Κ.125.000 και επί του ποσού των Λ.Κ.15.000, τόκος προς 8% ετησίως από 1.1.2008 μέχρι εξοφλήσεως.

 

(δ) η τελευταία δήλωση του κ. Χρ. Κληρίδη αναφερόταν αποκλειστικά σε διευθέτηση που έγινε μεταξύ των εναγόντων και αφορούσε στη μεταξύ των εναγόντων 2 και 3 ίση διανομή του ποσού που θα εισέπραττε τελικά ο εφεσείων (ενάγοντας 2) αφού για το σκοπό αυτό θα λαμβανόταν υπόψη στον [*210]υπολογισμό και το ποσό των Λ.Κ.40.000 που η ενάγουσα 3 εισέπραξε περί τον Οκτώβρη του 2005.

 

Η αναφορά του κ. Κληρίδη «….. από το συνολικό εισπραχθεισόμενο ποσό των Λ.Κ.125.000 πλέον τυχόν τόκοι ….» δεν αναιρεί το μέρος της εκ συμφώνου απόφασης που αφορά στο ποσό των Λ.Κ.15.000 που οι εφεσίβλητοι συμφώνησαν να καταβάλουν στον εφεσείοντα ούτε και εξουδετερώνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον όρο της απόφασης περί εξόφλησης του εν λόγω ποσού (των Λ.Κ.15.000) σε περίπτωση πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους των εναγομένων 1 και 2 προς τον εφεσείοντα εκ Λ.Κ.125.000 κλπ μέχρι την 31.12.2007.

 

Η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι «Όμως, σε καμιά περίπτωση στο κείμενο του πρακτικού, το οποίο έχω διεξέλθει προσεκτικά, δεν γίνεται καμιά νύξη ούτε αφήνεται ως ενδεχόμενο ότι το συνολικό ποσό του κεφαλαίου που θα έπαιρνε ο Ενάγοντας 2 θα ήταν οποιοδήποτε ποσό πέραν των Λ.Κ.125.000.» με κάθε εκτίμηση, θεωρούμε ότι συνιστά λανθασμένη ερμηνεία. Αν αυτή ήταν η συμφωνία των διαδίκων όπως ερμηνεύθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, σίγουρα δεν θα υπήρχε αποχρών λόγος να εκδοθεί η απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων για το ποσό των Λ.Κ.15.000 αφού εν πάση περιπτώσει, ο εφεσείων σε καμιά περίπτωση θα δικαιούτο να εισπράξει οποιοδήποτε άλλο ποσό πέραν των Λ.Κ.125.000, όπως αποφάσισε το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Δοθέντος ότι η πληρωμή του ποσού των €230.666 έγινε στις 7.1.2008 δηλαδή, μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής, θεωρούμε ότι το εξ αποφάσεως χρέος που αφορούσε στο ποσό των Λ.Κ.15.000 παρέμεινε οφειλόμενο από τους εφεσίβλητους και απαιτητό από τον εξ αποφάσεως δανειστή εφεσείοντα και συνεπώς ορθά εκδόθηκε εναντίον των εφεσιβλήτων το επίδικο ένταλμα κατάσχεσης και εκποίησης κινητής περιουσίας.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα πρωτόδικα και κατ’ έφεση επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο