Αβερκίου Ελπίδα ν. ΘΕΟ Κτηματική Λτδ και Άλλων (2013) 1 ΑΑΔ 222

(2013) 1 ΑΑΔ 222

[*222]31 Iανουαρίου, 2013

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

ΕΛΠΙΔΑ ΑΒΕΡΚΙΟΥ,

 

Εφεσείουσα - Ενάγουσα,

 

ν.

 

1. ΘΕΟ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΛΤΔ,

2. ΘΕΟ ΠΕΤΡΟ ΛΤΔ,

3. ΠΕΤΡΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

4. ΑΝΤΩΝΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

 

Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 85/2010)

 

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά Διατάγματα ― Η έκδοση ή μη, ενός ενδιάμεσου διατάγματος αποτελεί το επιστέγασμα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και αυτή δεν πρέπει να διαταράσσεται, στο πλαίσιο της ασκηθείσας Έφεσης, εκτός εάν το Εφετείο έχει ικανοποιηθεί ότι η διακριτική αυτή ευχέρεια ασκήθηκε λανθασμένα.

 

Αποφάσεις και Προσωρινά Διατάγματα ― Προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα ― Εξετάζεται κατά πόσο η παρουσιασθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία οδηγεί στη διαπίστωση μιας φανερής και ασυνήθιστα δυνατής υπόθεσης, έτσι ώστε να προχωρήσει στην έκδοση του αιτουμένου διατάγματος.

 

Αποφάσεις και Προσωρινά Διατάγματα ― Ταυτοσημία αιτούμενης θεραπείας σε αίτηση για προσωρινό διάταγμα  με την αιτούμενη θεραπεία στην αγωγή ― Η έκδοση προσωρινού διατάγματος με ταυτόσημη με την αγωγή θεραπεία, επιφέρει, ουσιαστικώς τον τερματισμό της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων ή του ενδιαφέροντος τους να συνεχίσουν με σπουδή στην εκδίκαση της υπόθεσης, συναρτάται άμεσα προς το ισοζύγιο της ευχέρειας και δεν πρέπει να παραχωρούνται.

 

Η εφεσείουσα, αμφισβήτησε με την έφεση πρωτόδικη απορριπτική απόφαση σε ενδιάμεση αίτηση, με την οποία επιδιώχθηκε η έκδοση προσωρινού διατάγματος για την άρση οχληρίας, που κατά [*223]τον ισχυρισμό της, προκαλείτο από τη λειτουργία του πλυντηρίου οχημάτων, δίπλα από την οικία της.

 

Με κλητήριο ειδικώς οπισθογραφημένο, διεκδίκησε επίσης την έκδοση «διηνεκούς διατάγματος Δικαστηρίου με το ίδιο περιεχόμενο.

 

Η αίτηση συνάντησε την ένσταση των εφεσιβλήτων και κατόπιν Ακρόασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφάσισε την απόρριψη της.

 

Μεταξύ άλλων, το πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτίμησε όλους τους σχετικούς παράγοντες και ιδιαίτερα, ότι για την ανέγερση του πρατηρίου πετρελαιοειδών και πλυντηρίου αυτοκινήτων, εκδόθηκαν όλες οι σχετικές  άδειες.

 

Κατέληξε, ότι η περίπτωση δεν ήταν τόσο ξεκάθαρη και ισχυρή όπου το νομικό δικαίωμα ήταν σχεδόν αδιαμφισβήτητο και το δικαίωμα σε τελεσίδικη θεραπεία δεν ήταν κρυστάλλινα καθαρό, η δε υπεράσπιση που προβαλλόταν δεν κρινόταν ως παντελώς αβάσιμη ώστε το Δικαστήριο ασκώντας την διακριτική του ευχέρεια να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα. Έκρινε επιπλέον, ότι δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να ανατραπεί η κατάσταση που υφίστατο, με την έκδοση ενός προσωρινού μέτρου.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους πιο κάτω λόγους:

 

α)  Από τη στιγμή που το Δικαστήριο είχε ικανοποιηθεί ότι υπήρχαν και οι τρεις προϋποθέσεις που τίθενται από το Άρθρο 32 του Ν.14/60, ήταν απαραίτητο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, έτσι ώστε να αρθεί η οχληρία.

 

β)  Δεν ήταν ορθό σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος δεν έπρεπε να ικανοποιηθεί από τη στιγμή που υπήρχε ταυτότητα αιτημάτων μεταξύ ενδιαμέσου και τελικού διατάγματος, καθ’ ότι δεν είναι αποτρεπτικό από του να εκδοθεί το διάταγμα. 

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.   Αποτελούσε αναμφίβολο και αποδεκτό γεγονός και από τις δυο πλευρές, ότι υπήρχε ταυτότητα αιτημάτων, μεταξύ του τελικού με την αγωγή επιδιωχθέντος διατάγματος και του αιτούμενου στο πλαίσιο της ενδιάμεσης διαδικασίας, για έκδοση του συντηρητικού διατάγματος.

 

2.  Η ανάλυση των δεδομένων που έγινε από το πρωτόδικο δικαστή[*224]ριο βασιζόμενο στις διαφορές που υπήρχαν μεταξύ των δύο ενόρκων δηλώσεων, ιδιαιτέρως των σχετιζομένων με την εμπλοκή εκάστου των εφεσιβλήτων, όπως επίσης και το γεγονός ότι το εν λόγω πρατήριο πετρελαιοειδών είχε άδεια λειτουργίας από το 2004 ή 2005, δεν ήταν ανεπαρκής.

 

3.  Ήταν ορθή η πρωτόδικη κατάληξη ότι η υπόθεση της εφεσείουσας, πάντοτε μέσα στο πλαίσιο της δυνατότητας εξέτασης της προσαχθείσας μαρτυρίας για σκοπούς συντηρητικού διατάγματος, δεν ήταν ούτε ξεκάθαρη, ούτε ισχυρή. Τα πιο πάνω επέτρεπαν στο πρωτόδικο δικαστήριο να ενεργήσει όπως ενήργησε.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Jonitexo v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263,

 

Κοσμά ν. Χ"Κυπρή κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 169,

 

Goody’ s v. Lani (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1572,

 

AKIS EXPRESS v. C. Koukkouris Trading Co. Ltd (1998) 1(A) A.A.Δ.149,

 

Τσιερκέζου ν. Dracon (2009) 1 A.A.Δ. 734.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Ενάγουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας(Γεωργίου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3172/2009), ημερομ. 26/10/2010.

 

Κυπρίζογλου για Ρ. Ερωτοκρίτου, για την Εφεσείουσα - Ενάγουσα.

 

Ν. Δαμιανού, για Δαμιανού και Λάρκου, για τους Εφεσίβλητους - Εναγόμενους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κ. Παμπαλλή, Δ.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα, με κλητήριο ειδικώς οπι[*225]σθογραφημένο, διεκδίκησε την έκδοση «διηνεκούς διατάγματος Δικαστηρίου (perpetual injunction) με το οποίο οι εναγόμενοι 1 και ή 2 και ή 3 και ή 4 να άρουν την οχληρία που προκαλούν παράνομα στην ενάγουσα και την οικογένεια της, με την παύση της λειτουργίας του πλυντηρίου οχημάτων που βρίσκεται εντός του τεμαχίου 801 Φ.Σχ.L/30 στη λεωφόρο Μακαρίου Γ΄ στο Κίτι της επαρχίας Λάρνακας».

 

Ταυτοχρόνως με την καταχώρηση της πιο πάνω αγωγής, η εφεσείουσα διεκδίκησε την έκδοση προσωρινού και/ή παρεμπίπτοντος διατάγματος για την άρση της οχληρίας, που κατά τον ισχυρισμό της, προκαλείται από τη λειτουργία του πλυντηρίου οχημάτων, όπως περιγράφεται πιο πάνω. Η αίτηση αντίκρισε την ένσταση των εφεσιβλήτων και προχώρησε σε ακρόαση. Το πρωτόδικο δικαστήριο, με απόφαση του ημερ. 26 Φεβρουαρίου, 2010, μετά από παράθεση των εκατέρωθεν θέσεων, που περιλαμβάνονται στις ένορκες δηλώσεις που κατατέθηκαν και ανάλυση της νομικής πτυχής για έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, οι τρεις προϋποθέσεις, που τίθενται από το Άρθρο 32 του Νόμου 14/60, υφίστανται. Στη συνέχεια το δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο θα ήταν δίκαιο και εύλογο να προχωρήσει και να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα.

 

Η αίτηση, εξεταζόμενη κάτω από το πρίσμα του ευλόγου ή όχι, απορρίφθηκε και θεωρούμε απαραίτητο να καταγράψουμε το σκεπτικό του δικαστηρίου, όπως καταφαίνεται στις σελ.8 και 9 της απόφασης ήτοι:

 

«14.         Συνεκτιμώντας όλους τους σχετικούς παράγοντες και ιδιαίτερα μεταξύ άλλων ότι για την ανέγερση του πρατηρίου πετρελαιοειδών και πλυντηρίου αυτοκινήτων εκδόθηκαν άδειες οικοδομής ως επίσης και πιστοποιητικό έγκρισης, το γεγονός ότι εκδόθηκε άδεια λειτουργίας του συγκεκριμένου πρατηρίου πετρελαιοειδών, το γεγονός ότι λειτουργούν από το 2004 ή και το 2005 όπως περιγράφεται πιο πάνω, κρίνω ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις όπως μη εκδοθούν τα απαιτούμενα διατάγματα καθότι με την έκδοση τους ουσιαστικά τερματίζεται η διαφορά των διαδίκων. Η περίπτωση δεν είναι τόσο ξεκάθαρη και ισχυρή όπου το νομικό δικαίωμα είναι σχεδόν αδιαμφισβήτητο και το δικαίωμα σε τελεσίδικη θεραπεία δεν είναι κρυστάλλινα καθαρό και η υπεράσπιση που προβάλλεται δεν κρίνεται ως παντελώς αβάσιμη ώστε το Δικαστήριο ασκώντας την διακριτική του ευχέρεια να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα.  Ασκώντας τη διακριτική μου ευχέρεια δεν θεωρώ ορθό και δί[*226]καιο υπό τις περιστάσεις να ανατραπεί η κατάσταση που υφίσταται με την έκδοση ενός προσωρινού μέτρου.»

 

Η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση με την οποία αμφισβητεί την ορθότητα αυτού του σκεπτικού, με ουσιαστικώς ένα μόνο λόγο έφεσης.

 

Υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας ότι, από τη στιγμή που το Δικαστήριο είχε ικανοποιηθεί ότι υπήρχαν και οι τρεις προϋποθέσεις που τίθενται από το Άρθρο 32, του Ν.14/60 ήταν απαραίτητο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, έτσι ώστε να αρθεί η οχληρία που προκαλείται παρανόμως στην εφεσείουσα και στην οικογένεια της. Υπήρχε, πρόσθεσε ο κ. Κυπρίζογλου, ένα ξεκάθαρο θέμα πρόκλησης, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, αποδεικνυόμενης μέσα από την επιστημονική μελέτη και τα πορίσματα του Δρ. Λοϊζίδη, σύμφωνα με τα οποία η χρήση του εν λόγω σταθμού πετρελαιοειδών και ιδιαιτέρως του πλυντηρίου, που υπάρχει σ’ αυτό, επηρεάζει κατά δραματικό, όπως είπε, τρόπο, την απόλαυση της ησυχίας και εύλογης άνεσης της εφεσείουσας και της οικογένειας της. 

 

Το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου, συνέχισε ο συνήγορος, ότι η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος δεν έπρεπε να ικανοποιηθεί από τη στιγμή που υπάρχει ταυτότητα αιτημάτων μεταξύ ενδιαμέσου και τελικού διατάγματος, δεν είναι αποτρεπτικό από του να εκδοθεί το διάταγμα. Η τελική κατάληξη του δικαστηρίου ήταν, όπως είπε ο συνήγορος, αποτέλεσμα λανθασμένης εφαρμογής των νομολογιακών αρχών που διέπουν την έκδοση διαταγμάτων αυτής της μορφής.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσίβλητους υπεραμύνθηκε της ορθότητας του πρωτόδικης απόφασης, αναλύοντας την εμπλοκή του καθενός από τους εφεσίβλητους, με στόχο να καταδείξει ότι το τελικό συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε ξεκάθαρο θέμα πρόκλησης, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, οχληρίας είναι ορθό. Δεν ήταν η υπόθεση τόσο ξεκάθαρη ώστε να δικαιολογείτο η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, κατέληξε επί του προκειμένου.

 

Στη συνέχεια ο κ. Δαμιανού ασχολήθηκε με το θέμα της ταυτότητας των ζητουμένων θεραπειών τόσο με την αγωγή όσο και με την ενδιάμεση αίτηση, σημειώνοντας ότι η δυνατότητα έκδοσης υπάρχει, και είναι επιτρεπτό από τη νομολογία, πλην όμως αποτελεί ένα εξαιρετικό μέτρο το οποίο πρέπει να ασκείται με φειδώ ιδι[*227]αιτέρως όταν με την έκδοση προσωρινού διατάγματος προδικάζεται, κατά την έκφραση του, η τελική θεραπεία όπως, θα συνέβαινε στην προκείμενη περίπτωση.

 

Είναι επάναγκες να παραθέσουμε με κάποια μεγαλύτερη λεπτομέρεια τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς, όπως αυτοί καταγράφονται σε έκταση, στην πρωτόδικη απόφαση, για να εξετάσουμε την ορθότητα της δικαστικής κατάληξης.

 

Η εφεσείουσα, ως ενόρκως δηλούσα προς υποστήριξη της αίτησης για έκδοση συντηρητικού διατάγματος, ανέφερε ότι είναι ιδιοκτήτρια μιας διώροφης κατοικίας, βρισκόμενης στη λεωφόρο Μακαρίου Γ΄ 37, στο Κίτι. Στην εν λόγω οικία κατοικεί με το σύζυγο και τα 4 παιδιά της. Το σπίτι της, όπως πρόσθεσε, προϋπήρχε του πρατηρίου πετρελαιοειδών και του πλυντηρίου αυτοκινήτου που γειτνιάζει με το ακίνητο της. Οι εφεσίβλητοι 1 και 2 ήταν, όπως προσθέτει, και είναι ιδιοκτήτες ή/και συνιδιοκτήτες τόσο της γης, επί της οποίας είχε ανεγερθεί το πρατήριο πετρελαιοειδών και το πλυντήριο, όσο και της ιδίας της επιχείρησης. Ο εφεσίβλητος 3, ισχυρίστηκε η εφεσείουσα, ήταν και ή συνεχίζει να είναι ιδιοκτήτης ή και κάτοχος ή και μέτοχος και διευθυντής των εφεσιβλήτων 1 και 2 και ιδιοκτήτης και κάτοχος του πρατηρίου και του πλυντηρίου. Ο εφεσίβλητος 4, καταλήγει επί του προκειμένου η εφεσείουσα, ήταν κάτοχος και/ή ενοικιαστής και/ή διαχειριστής και/ή υπεύθυνος του πλυντηρίου που βρίσκεται στο πρατήριο.

 

Μετά την έκδοση των σχετικών αδειών πολεοδομικής και οικοδομικής άρχισε, όπως αναφέρει η εφεσείουσα, η λειτουργία του πλυντηρίου των αυτοκινήτων από το 2004 ή το 2005. Έκτοτε έχασαν, όπως αναφέρει, την ηρεμία και την προσωπική τους άνεση, το δε πλυντήριο αυτοκινήτων λειτουργεί συνεχώς από το καλοκαίρι του 2009 αδιάκοπα επί καθημερινής βάσεως περιλαμβανομένων Σαββάτου και άλλων απογευμάτων. Ένεκα της λειτουργίας του πρατηρίου δημιουργούνται αφόρητες, όπως αναφέρει οσμές, οι οποίες προκαλούν εμπόδια, στο να ξεκουραστεί η οικογένεια ή να απολαύσει την οικία τους. Τα παιδιά, αναφέρει τέλος η εφεσείουσα, που φοιτούν στη μέση εκπαίδευση δεν μπορούν να συγκεντρωθούν στα μαθήματα τους λόγω της συνεχόμενης πρόκλησης θορύβων. Προς τούτο κατέθεσε και επιστημονικές μελέτες που έγιναν το 2007 και 2009 οι οποίες πιστοποιούν την ύπαρξη προβλήματος όχλησης της οικογένειας της.

 

Οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν 2 ένορκες δηλώσεις, μία εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3 και άλλη εκ μέρους του εφεσιβλήτου 4.

[*228]Με βάση τις πιο πάνω ένορκες δηλώσεις προβλήθηκε ότι οι εφεσίβλητοι 1 είναι οι ιδιοκτήτες του ακινήτου, χωρίς να έχουν οποιαδήποτε άλλη σχέση με το πρατήριο ή το πλυντήριο. Οι εναγόμενοι 2, ασκούν την επιχείρηση και τη λειτουργία του πλυντηρίου. Ο εφεσίβλητος 3 είναι διευθυντής των εναγομένων 1 και 2. Ο δε εφεσίβλητος 4 μετά από συμφωνία που έκανε με τους εφεσίβλητους 2, έχει τη χρήση του πλυντηρίου αυτοκινήτου.

 

Εκδόθηκαν προς τούτο πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής για την ανέγερση του πρατηρίου πετρελαιοειδών και του πλυντηρίου αυτοκινήτου, όπως επίσης και άδεια λειτουργίας πρατηρίου πετρελαιοειδών. Περαιτέρω, εκδόθηκε πιστοποιητικό έγκρισης για τη λειτουργία πρατηρίου πετρελαιοειδών, όπως επίσης και πιστοποιητικό καταλληλότητας και ασφάλειας, δυνάμει του Άρθρου 4(1) του περί Πετρελαιοειδών Νόμου, Κεφ. 272.

 

Το πρατήριο λειτουργεί ως επιχείρηση από τους εφεσίβλητους 2 και ο εφεσίβλητος 4 είναι ο διαχειριστής του πλυντηρίου.

 

Οι εφεσίβλητοι αρνούνται ότι προκαλείται οποιασδήποτε μορφής οχληρία και αναφέρουν ότι το 2007, η εφεσείουσα είχε προβεί σε καταγγελία εναντίον τους χωρίς να τεκμηριωθεί. Στη συνέχεια, πρόσθεσαν, τον Ιανουάριο του 2008, καταχωρήθηκε εναντίον τους ιδιωτική ποινική υπόθεση, αναφορικά με τα ανεγερθέντα κτίρια, η οποία τελικώς απεσύρθη στις 13 Απριλίου, 2009. 

 

Επανερχόμενοι στην πρωτόδικη απόφαση, σημειώνουμε ότι επισημαίνονται οι διαφορές που υπάρχουν στους δύο εκατέρωθεν ισχυρισμούς και ιδιαιτέρως ως προς τη σημασία που θα μπορούσε να προσδοθεί, έχοντας υπόψη ότι δεν θα ήταν ορθό για το δικαστήριο να προβεί σε τελικά συμπεράσματα, αφού το έργο αυτό θα πρέπει να διεξαχθεί στο στάδιο της εκδίκασης της ουσίας της υπόθεσης. (βλ. Jonitexo v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263.

 

Αποτελεί αναμφίβολο και αποδεκτό γεγονός και από τις δυο πλευρές, ότι υπάρχει ταυτότητα αιτημάτων, μεταξύ του τελικού με την αγωγή επιδιωχθέντος διατάγματος και του αιτούμενου στο πλαίσιο της ενδιάμεσης διαδικασίας, για έκδοση του συντηρητικού διατάγματος.

 

Η έκδοση ή μη, ενός ενδιαμέσου διατάγματος αποτελεί το επιστέγασμα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και αυτή δεν πρέπει να διαταράσσεται, στο πλαίσιο της ασκηθείσας έφεσης, εκτός εάν το εφετείο έχει ικανοποιηθεί ότι η διακριτι[*229]κή αυτή ευχέρεια ασκήθηκε λανθασμένα, όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Jonitexo (ανωτέρω).

 

Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Κοσμά ν. Χ"Κυπρή κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 169, από τη στιγμή που ικανοποιείται το πρωτόδικο δικαστήριο για την ύπαρξη και των τριών προϋποθέσεων, που τίθενται με το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60, δεν αυτοματοποιείται η έκδοση του αιτούμενου προστακτικού διατάγματος, αφού τούτο, ως εκ της φύσεως του δεν έχει στόχο την αποκατάσταση της τάξεως πραγμάτων, αλλά την απόδοση στην εφεσείουσα της θεραπείας και μάλιστα προς ουσιαστική ικανοποίηση της κυρίως θεραπείας που ζητείται στην αγωγή. Περαιτέρω, στην υπόθεση Goody’s v. Lani (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1572, σημειώθηκε ότι το συντηρητικό διάταγμα στοχεύει στην παροχή προσωρινής θεραπείας, λόγω της αντικειμενικής αδυναμίας άμεσης διεξαγωγής της δίκης, και όχι στην ικανοποίηση του ουσιαστικού αιτήματος της δίκης.

 

Η έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, που είναι ταυτόσημα με τα αιτούμενα διατάγματα στο πλαίσιο της αγωγής, η δε έκδοση τους επιφέρει, ουσιαστικώς τον τερματισμό της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων ή του ενδιαφέροντος τους να συνεχίσουν με σπουδή στην εκδίκασης της υπόθεσης, συναρτάται άμεσα προς το ισοζύγιο της ευχέρειας και δεν πρέπει να παραχωρούνται. Βλ. AKIS ΕΧPRESS v. C. Koukkouris Trading Co. Ltd (1998) 1(A) A.A.Δ.149.  

 

Όπως ορθώς επισημαίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, στο στάδιο έκδοσης ή μη ενός προσωρινού διατάγματος, είναι ανεπιθύμητο να εμπλέκεται ο δικαστής στην εξέταση της ουσίας της αγωγής. Έαμε αναφορά το πρωτόδικο δικαστήριο στην υπόθεση Τσιερκέζου ν. Dracon (2009) 1 A.A.Δ. 734, για να εξετάσει κατά πόσο η παρουσιασθείσα ενώπιον του μαρτυρία οδηγεί στη διαπίστωση μιας φανερής και ασυνήθιστα δυνατής υπόθεσης, έτσι ώστε να προχωρήσει στην έκδοση του αιτουμένου διατάγματος.

 

Η ανάλυση των δεδομένων που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο βασιζόμενο στις διαφορές που υπήρχαν μεταξύ των δύο ενόρκων δηλώσεων, ιδιαιτέρως των σχετιζομένων με την εμπλοκή εκάστου των εφεσιβλήτων, όπως επίσης και το γεγονός ότι το εν λόγω πρατήριο πετρελαιοειδών είχε άδεια λειτουργίας από το 2004 ή 2005, δεν ήταν ανεπαρκής. Η δε κατάληξη ότι η υπόθεση της εφεσείουσας, πάντοτε μέσα στο πλαίσιο της δυνατότητας εξέτασης της προσαχθείσας μαρτυρίας για σκοπούς συντηρητικού διατάγματος, δεν ήταν ούτε ξεκάθαρη, ούτε ισχυρή, θεωρούμε ότι ήταν [*230]ορθή. Τα πιο πάνω επέτρεπαν στο πρωτόδικο δικαστήριο να ενεργήσει όπως ενήργησε.

 

Ως αποτέλεσμα τούτου, η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ότι ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, ήταν λανθασμένος.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο