Μοhammed Marta Ayredin (2013) 1 ΑΑΔ 236

(2013) 1 ΑΑΔ 236

[*236]1 Φεβρουαρίου, 2013

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ

ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ MARTA AYREDIN MOHAMMED ΥΠΗΚΟΟΣ ΑΙΘΙΟΠΙΑΣ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΗ ΜΕ ΕΥΡΩΠΑΙΟ ΥΠΗΚΟΟ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΑ ΧΩΡΙΟΥ ΝΗΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 5 ΚΑΙ 6 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 30, 34 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2004/38/ΕΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ ΤΟΥΣ ΝΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΑΜΕΝΟΥΝ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ, ΤΙΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2004/38/ΕΚ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 2/7/2009 ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 115/2008/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 16ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΔΙΑΜΕΝΟΝΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

 

1) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2) ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

3) ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

4) ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜHΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

[*237]ΚΑΙ

 

ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΣΤΑΘΜΟ ΤΟΥ ΠΕΡΑ ΧΩΡΙΟΥ ΝΗΣΟΥ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΗΝ MARTA AYREDIN MOHAMMED ΥΠΗΚΟΟ ΑΙΘΙΟΠΙΑΣ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΗ ΜΕ ΕΥΡΩΠΑΙΟ ΥΠΗΚΟΟ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5 ΚΑΙ 6 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11, 30, 34 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2004/38/ΕΚ.

 

(Πολιτική Αíτηση Αρ. 190/2012)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ―  Habeas Corpus ― Κράτηση για σκοπούς απέλασης ― Επιτρεπτός ο έλεγχος της διάρκειας κράτησης με αίτηση Habeas Corpus ― Εκδόθηκε ένταλμα Habeas Corpus για την απελευθέρωση της αιτήτριας επί τω ότι, από το χρονικό σημείο όπου το διάταγμα κράτησης της ανανεώθηκε για ακόμα έξι μήνες, είχαν παρέλθει σχεδόν πέντε μήνες και παρέμενε άγνωστο το κατά πόσο οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε οποιεσδήποτε πρόσθετες ενέργειες για επαναπατρισμό.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Η αμφισβήτηση της νομιμότητας διαταγμάτων κράτησης και απέλασης μόνο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος μπορεί, να εξεταστεί, εφόσον τέτοια διατάγματα ανήκουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.

 

Η αιτήτρια αμφισβήτησε με την αίτηση Habeas Corpus τη νομιμότητα της κράτησης της για σκοπούς απέλασης.

 

Παρά τις προσπάθειες των καθ’ ων η αίτηση, η απέλαση της δεν κατέστη άμεσα δυνατή καθ’ ότι δεν είχε στην κατοχή της το πρωτότυπο του διαβατηρίου της ή άλλων αναγκαίων ταξιδιωτικών εγγράφων. Εν αναμονή τέτοιων εγγράφων από τη χώρα της αιτήτριας, οι καθ’ ων η αίτηση παρέτειναν την περίοδο κράτησης της για ακόμα έξι μήνες.

 

Με την ένσταση των καθ’ ων η αίτηση υποβλήθηκε μεταξύ άλλων, ότι η αιτήτρια κρατείτο με βάση διατάγματα κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν με βάση το Άρθρο 6(1)(δ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 και της επιδόθηκαν   αλλά αρνήθηκε να τα παραλάβει.

[*238]Με την ένσταση υποστηρίχθηκε περαιτέρω, ότι το εν λόγω διάταγμα απέλασης ουδέποτε ανακλήθηκε, ούτε ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια προσφυγής που είχε προωθήσει η αιτήτρια, ενώ απορρίφθηκε και αίτηση της ιδίας για Habeas Corpus και αίτημα αναστολής της απέλασης και κράτησής της στα πλαίσια της προσφυγής που προώθησε.

 

Επιπροσθέτως ηγέρθησαν προδικαστικές ενστάσεις από τους καθ’ ων η αίτηση, όπου μεταξύ άλλων προβλήθηκε, ότι η υπόθεση καλύπτετο από δεδικασμένο, καθότι η υπόθεση της αιτήτριας, κρίθηκε για το ίδιο θέμα και τα ίδια γεγονότα στην Αίτηση Habeas Corpus, η οποία δεν εφεσιβλήθηκε, όπως επίσης και στην ενδιάμεση αίτηση στα πλαίσια της ως άνω ρηθείσας προσφυγής.

 

Η παρούσα αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Πρώτος λόγος:

 

Η ποινή που επιβλήθηκε στην αιτήτρια από το Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν παράνομη επειδή αντίκειται, στην Οδηγία 2008/115/ΕΚ.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Η ίδια θέση η οποία προβλήθηκε και στα πλαίσια της προηγηθείσας Αίτησης για Habeas Corpus, όπως και της ρηθείσας προσφυγής, απορρίφθηκε με σχετικές αποφάσεις. Και με τις δύο αποφάσεις κρίθηκε ότι η συγκεκριμένη εισήγηση της αιτήτριας δεν μπορούσε να ευσταθήσει εφόσον η ορθότητα της ποινής που της είχε επιβληθεί δεν αμφισβητήθηκε ούτε με έφεση ούτε με άλλο ένδικο μέσο.

 

Δεύτερος λόγος:

 

Ουδέποτε η αιτήτρια αποποιήθηκε της ιδιότητας της αιτήτριας ασύλου, ούτε και ποτέ έπαυσε να θεωρείται αιτήτρια ασύλου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Στις ρηθείσες προηγηθείσες αποφάσεις επισημάνθηκε, ότι ο σχετικός φάκελος της Υπηρεσίας Ασύλου, έκλεισε λόγω παράλειψης της αιτήτριας να εμφανιστεί στην προκαθορισμένη συνέντευξη. Η δε ορθότητα της απόφασης για να κλείσει ο σχετικός φάκελος δεν αμφισβητήθηκε από την αιτήτρια.

 

[*239]Αναφορικά με τις προδικαστικές ενστάσεις:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Στην παρούσα περίπτωση η αιτήτρια δεν επεδίωξε την εξέταση            της νομιμότητας των αρχικών διαταγμάτων κράτησης και απέλασης της, όπως επιχείρησε να πράξει στις προηγούμενες διαδικασίες.

 

Εκείνο που επιδίωκε, ήταν να ελεγχθεί η νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης της. Και αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με αίτηση Habeas Corpus.

 

Δεν ήταν ορθή η θέση ότι τύγχαναν  εφαρμογής οι αρχές του δεδικασμένου.

 

Εκείνες οι διαδικασίες αφορούσαν στον έλεγχο της νομιμότητας των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης με τα γεγονότα που τις περιέβαλλαν να ήταν διαφορετικά από τα γεγονότα από τα επίδικα. Οι προδικαστικές ενστάσεις απορρίφθησαν.

 

Τρίτος λόγος:

 

Η αιτήτρια κρατείτο πολύ πέραν των 6 μηνών που ορίζει ως ανώτατο όριο κράτησης το άρθρο 15 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 115/2008 και το άρθρο 18ΠΣΤ του νόμου περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης και  δεν υφίστατο λογική προοπτική απομάκρυνσης της.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Για πέντε περίπου συνεχείς μήνες σε κανένα διάβημα ή ενέργεια δεν προέβησαν οι καθ’ων η αίτηση  προς την κατεύθυνση υλοποίησης του σκοπού για τον οποίο η αιτήτρια κρατείτο, που ήταν ο επαναπατρισμός της, παρά το γεγονός ότι από την αρχή γνώριζαν ότι δεν είχε στην κατοχή της τα απαιτούμενα για το σκοπό αυτό, ταξιδιωτικά έγγραφα.

 

2.  Σε κανένα άλλο διάβημα δεν φαινόταν να είχαν προβεί οι αρμόδιοι, εκτός από την υποβολή εισήγησης για παράταση της κράτησης της αιτήτριας. Σε ποιες ενέργειες είχαν προβεί, αν όντως είχαν προβεί, παρέμενε άγνωστο.

 

3.  Παρέμεναν άγνωστοι και οι λόγοι που επέβαλαν την κράτηση της αιτήτριας για ακόμα έξι μήνες και όχι για λιγότερη περίοδο.

 

[*240]4.      Οι καθ’ ων η αίτηση δεν ενήργησαν στην παρούσα περίπτωση με τη δέουσα επιμέλεια, όπως είχαν υποχρέωση δυνάμει του Νόμου να ενεργήσουν.

 

Η αίτηση επιτράπηκε. Εκδόθηκε ένταλμα Habeas Corpus για την απελευθέρωση της αιτήτριας.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Bondar (Αρ. 2) (2004) 1 Α.Α.Δ. 2075,

 

Shuying v. Δημοκρατίας (2012) 1 Α.Α.Δ. 2725.

 

Αίτηση.

 

Μιχ. Παρασκευάς, για την Αιτήτρια.

 

Γ. Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση της, αίτηση Habeas Corpus, η αιτήτρια αμφισβητεί τη νομιμότητα της κράτησης της. Τα γεγονότα που περιβάλλουν το αίτημα και τα οποία συνιστούν κοινή και για τις δυο πλευρές βάση έχουν περιληπτικά ως εξής.

 

Η αιτήτρια, η οποία κατάγεται από την Αιθιοπία, ήλθε στην Κύπρο νόμιμα στις 9/7/2006 με σκοπό να εργαστεί ως οικιακή βοηθός σε συγκεκριμένο εργοδότη. Στις 24/10/2007 και μετά που ο μέχρι τότε εργοδότης της υπέγραψε συμφωνία απαλλαγής (release agreement), παραχωρήθηκε στην αιτήτρια άδεια παραμονής και εργασίας ως οικιακή βοηθός σε άλλη εργοδότρια μέχρι 9/7/2010.

 

Στο μεταξύ και συγκεκριμένα στις 24/8/2007, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση ασύλου και δύο μήνες αργότερα, στις 12/10/2007, υπέβαλε αίτηση για να της παραχωρηθεί προσωρινή άδεια παραμονής ως αιτήτρια ασύλου, άδεια η οποία και της παραχωρήθηκε μέχρι τις 15/10/2008. Ο σχετικός φάκελος όμως, έκλεισε στις 30/4/2008, δηλαδή πριν την εκπνοή της εν λόγω άδειας γιατί η αιτήτρια παρέλειψε να εμφανιστεί στην προκαθορισμένη συνέντευξη.

 

[*241]Στις 7/5/2008 η αιτήτρια τέλεσε πολιτικό γάμο με ευρωπαίο υπήκοο από την Ρουμανία και στις 19/3/2009 υπέβαλε αίτηση για να της χορηγηθεί δελτίο διαμονής λόγω του γάμου της, το οποίο και της χορηγήθηκε με ισχύ μέχρι τις 16/10/2010. Έκτοτε, η αιτήτρια, δεν ανανέωσε το δελτίο διαμονής της.

 

Στις 14/3/2012 η αιτήτρια μετέβη στα γραφεία της ΥΑΜ για να υποβάλει αίτηση για ανανέωση του δελτίου διαμονής της, οπότε και συνελήφθη για παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον της, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε 20 μέρες φυλάκιση.

 

Στις 2/4/2012 εναντίον της αιτήτριας, η οποία λόγω της καταδίκης της σε ποινή φυλάκισης θεωρήθηκε ως ανεπιθύμητη μετανάστης με βάση την παράγραφο (δ) του Άρθρου 6.1 του Κεφ. 105, εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης. Με τη λήξη της ποινής της η αιτήτρια μεταφέρθηκε σε άλλο τμήμα των φυλακών, όπου κρατείται μέχρι σήμερα. Η περίοδος της αρχικής κράτησης της αιτήτριας παρατάθηκε με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, ημερομηνίας 25/9/2012, για ακόμα έξι μήνες. Η εν λόγω περίοδος παράτασης δεν έχει εκπνεύσει. Η παρούσα αίτηση, όπως έχω ήδη αναφέρει, στρέφεται κατά της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης.

 

Στις 17/5/2012 η αιτήτρια αποτάθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο με αίτηση Habeas Corpus (Αίτηση 79/12), με την οποία αμφισβητούσε τη νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης της, η οποία όμως απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 28/5/2012.

 

Στις 29/5/2012, την επομένη δηλαδή της απόρριψης της αίτησης της για Habeas Corpus, η αιτήτρια καταχώρισε την Προσφυγή 848/12, με την οποία αμφισβητούσε τη νομιμότητα της απόφασης με την οποία κρίθηκε ανεπιθύμητος μετανάστης. Στα πλαίσια της εν λόγω προσφυγής καταχώρισε ενδιάμεση αίτηση με στόχο την αναστολή των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης της, ημερομηνίας 2/4/2012. Η εν λόγω ενδιάμεση αίτηση της απορρίφθηκε στις 12/7/2012. Το δικαστήριο έκρινε ότι, καμιά από τις απαιτούμενες για την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων δύο προϋποθέσεις – αυτή της έκδηλης παρανομίας και αυτή της πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς – συνέτρεχε στη δική της περίπτωση.

 

Σ’ αυτό το στάδιο θεωρώ σκόπιμο να παρεμβάλω και τις πιο κάτω θέσεις των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίες προκύπτουν από την [*242]ένσταση και την ένορκη δήλωση που την συνοδεύει:

 

Στις 3/4/2012 έγινε προσπάθεια να επιδοθεί στην αιτήτρια επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών με την οποία το Υπουργείο την πληροφορούσε ότι είχε κηρυχθεί ανεπιθύμητη μετανάστης και ότι εναντίον της είχαν εκδοθεί διατάγματα κράτησης και απέλασης, αυτή όμως αρνήθηκε να τα παραλάβει. Παρόμοιες προσπάθειες καταβλήθηκαν και για σκοπούς επίδοσης στην αιτήτρια της επιστολής του Υπουργού Εσωτερικών, με την οποία η τελευταία πληροφορείτο για την απόφαση για παράταση της περιόδου κράτησης της. Και σ’ αυτή την περίπτωση, η αιτήτρια αρνήθηκε να παραλάβει την επιστολή. Σχετική με την εν λόγω θέση των καθ’ ων η αίτηση είναι η χειρόγραφη σημείωση στο κάτω μέρος μίας εκάστης των επιστολών, των αστυφυλάκων οι οποίοι προσπάθησαν να επιδώσουν τις επιστολές στην αιτήτρια. Σε τηλεφωνική επικοινωνία που η υπηρεσία της ΥΑΜ είχε με το σύζυγο της αιτήτριας μετά τη φυλάκιση της, ο σύζυγος της ανέφερε ότι το ανδρόγυνο βρίσκεται σε διάσταση και ότι ο ίδιος επιθυμεί να υποβάλει αίτηση διαζυγίου, δεν είχε όμως την οικονομική άνεση να το πράξει. Η απέλαση της αιτήτριας, παρά τις προσπάθειες των καθ’ ων η αίτηση, δεν κατέστη άμεσα δυνατή διότι η αιτήτρια δεν είχε στην κατοχή της το πρωτότυπο του διαβατηρίου της ή άλλων αναγκαίων ταξιδιωτικών εγγράφων. Εν αναμονή από τη χώρα της αιτήτριας τέτοιων εγγράφων, για την εξασφάλιση των οποίων η αρμόδια υπηρεσία αποτάθηκε έγκαιρα, κατέστη αναγκαία η παράταση της περιόδου κράτησης της αιτήτριας για ακόμα έξι μήνες.

 

Η πιο πάνω αίτηση της αιτήτριας αντιμετώπισε την ένσταση της άλλης πλευράς, οι θέσεις της οποίας συνοψίζονται στην παράγραφο 23 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση. Σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο:

 

“α.  Η αιτήτρια κρατείται με βάση διατάγματα κράτησης και απέλασης.

 

β. Τα εν λόγω διατάγματα εκδόθηκαν νόμιμα με βάση το Άρθρο 6(1)(δ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105.

 

γ. Τα εν λόγω διατάγματα επιδόθηκαν στην αιτήτρια αλλά αρνήθηκε να τα παραλάβει.

 

δ.   Το εν λόγω διάταγμα απέλασης ουδέποτε ανακλήθηκε, ούτε ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια προ[*243]σφυγής 848/12 με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος, αλλά αντίθετα κρίθηκε ότι δεν υπάρχει έκδηλη παρανομία και/ή ανεπανόρθωτη ζημιά στην αιτήτρια από την έκδοση των διαταγμάτων.

 

ε. Απορρίφθηκε η αίτηση habeas corpus αρ. 79/12 και η αναστολή της απέλασης και κράτησής της στα πλαίσια της προσφυγής 848/12.”

 

Πρόσθετα των ενστάσεων τους επί της ουσίας του αιτήματος της αιτήτριας, οι καθ’ ων η αίτηση εγείρουν και αριθμό προδικαστικών ενστάσεων. Τις παραθέτω, όπως αυτές εκτίθενται στο κύριο σώμα της ένστασης:

 

“α)  Εγείρεται προδικαστική ένσταση ότι η παρούσα υπόθεση καλύπτεται από το δεδικασμένο, καθότι η υπόθεση της αιτήτριας κρίθηκε για το ίδιο θέμα και τα ίδια γεγονότα στην Πολιτική Αίτηση (Habeas Corpus) αρ. 79/2012, η οποία δεν εφεσιβλήθηκε, όπως επίσης και στην Ενδιάμεση Αίτηση στα πλαίσια της Προσφυγής 848/12.

 

β) Εγείρεται προδικαστική ένσταση ότι η Αιτήτρια κωλύεται από του να αιτηθεί την έκδοση εντάλματος φύσεως Habeas Corpus καθ’ ότι κρατείται δυνάμει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και δη διοικητικών πράξεων, τη νομιμότητα των οποίων έχει προσβάλει με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (Προσφυγή 848/2012), η δε προσβολή των εν λόγω διαταγμάτων δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος αποτελεί το ορθό και/ή μόνο ένδικο μέσο για έλεγχο της νομιμότητας των υπό αναφορά διαταγμάτων κράτησης και απέλασης καθότι τα διατάγματα εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και όχι στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Περαιτέρω, στην ενδιάμεση αίτηση στα πλαίσια της Προσφυγής 848/12 κρίθηκε ότι δεν υπάρχει έκδηλη παρανομία και/ή ανεπανόρθωτη ζημιά από την ύπαρξη των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης.

 

γ) Εγείρεται περαιτέρω προδικαστική ένσταση ότι το αιτούμενο ένταλμα Habeas Corpus δεν μπορεί να εκδοθεί καθότι παρέχεται στην Αιτήτρια υπαλλακτική θεραπεία, ήτοι δικαίωμα καταχώρισης προσφυγής κατά των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

[*244]δ)    Εγείρεται περαιτέρω προδικαστική ένσταση ότι η αιτήτρια δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ καθότι έχει τελέσει γάμο με Ρουμάνο υπήκοο και εξαιρείται ρητά από το Άρθρο 180Ε(2) του Κεφ. 105, ως έχει τροποποιηθεί και συνεπώς η βάση και οι ισχυρισμοί επί της αίτησής και ένορκης δήλωσής της στερούνται πραγματικού και νομικού υπόβαθρου.”

 

Διεξήλθα προσεκτικά τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα αίτηση, όπως και τις εισηγήσεις των δύο συνηγόρων, έχοντας συνέχεια κατά νου την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία.

 

Κατ’ αρχή θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω τα εξής. Η αιτήτρια στην ουσία δεν αμφισβητεί ότι έλαβε επαρκή γνώση τόσο της έκδοσης των αρχικών διαταγμάτων κράτησης και απέλασης της ημερομηνίας 2/4/2012, όσο και του διατάγματος με το οποίο η κράτηση της παρατάθηκε για ακόμα έξι μήνες. Επομένως, στο βαθμό και την έκταση που οι προδικαστικές ενστάσεις αφορούν στη συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης, οι εν λόγω ενστάσεις και γενικά τα ζητήματα που εγείρονται στα πλαίσια τους, θα εξεταστούν υπό το φως και αυτού του δεδομένου.

 

Αναφορικά με τη θέση της αιτήτριας ότι η ποινή που της επιβλήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ήταν παράνομη επειδή αντίκειται, σύμφωνα με το συνήγορο της, στην Οδηγία 2008/115/ΕΚ, θα περιοριστώ στην υιοθέτηση του λόγου για τον οποίο η ίδια θέση η οποία προβλήθηκε και στα πλαίσια της Πολιτικής Αίτησης (Habeas Corpus) 79/2012, όπως και της Προσφυγής 848/2012, απορρίφθηκε από τους αδελφούς Δικαστές Γ. Ερωτοκρίτου και Κ. Παμπαλλή, αντίστοιχα. Και οι δύο Δικαστές έκριναν, θέση με την οποία και συμφωνώ, ότι η συγκεκριμένη εισήγηση της αιτήτριας δεν μπορούσε να ευσταθήσει εφόσον η ορθότητα της ποινής που της είχε επιβληθεί δεν αμφισβητήθηκε είτε με έφεση είτε με άλλο ένδικο μέσο. Επομένως, η συγκεκριμένη θέση της αιτήτριας απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τη θέση της αιτήτριας ότι ουδέποτε αποποιήθηκε της ιδιότητας του αιτητή ασύλου, ούτε και ποτέ έπαυσε να θεωρείται αιτητής ασύλου, περιορίζομαι στην επισήμανση, επισήμανση στην οποία έχουν επίσης προβεί και οι Δικαστές Γ. Ερωτοκρίτου και Κ. Παμπαλλής στις αντίστοιχες αποφάσεις τους, ότι ο σχετικός φάκελος της Υπηρεσίας Ασύλου έκλεισε λόγω παράλειψης της αιτήτριας να εμφανιστεί στην προκαθορισμένη συνέντευξη και πως σχετικά με την εξέλιξη αυτή ενημερώθηκε το Τμήμα Αλλοδαπών και Μετανάστευσης. Θα πρέπει να λεχθεί ότι η ορθότητα της απόφασης για να κλείσει ο σχετικός φάκελος δεν αμφισβητήθηκε από την αιτήτρια. Συνεπώς, ούτε η εν λόγω θέση της αιτήτριας με βρίσκει σύμφωνο.

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω τις προδικαστικές ενστάσεις των καθ’ ων η αίτηση.

 

Είναι αλήθεια πως ζητήματα που εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου μπορούν, σύμφωνα με πάγια αρχή της νομολογίας μας, να τύχουν εξέτασης μόνο στα πλαίσια του Άρθρου 146 του Συντάγματος και της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και πως η αμφισβήτηση της νομιμότητας των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης μόνο δυνάμει του Άρθρου 146 μπορεί, σύμφωνα με την ίδια αρχή, να εξεταστεί, εφόσον τέτοια διατάγματα ανήκουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.                (Βλ. Bondar (Αρ. 2) (2004) 1 Α.Α.Δ. 2075, 2081-2 και το σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα του Π. Αρτέμη, σελ. 316).

 

Στην παρούσα περίπτωση όμως, η αιτήτρια δεν επιδιώκει την εξέταση της νομιμότητας των αρχικών διαταγμάτων κράτησης και απέλασης της ημερομηνίας 2/4/2012, όπως επιχείρησε να πράξει στις προηγούμενες διαδικασίες (Πολιτική Αίτηση (Habeas Corpus) 79/2012 και Προσφυγή 848/2012). Δεν επιδιώκει καν την εξέταση της νομιμότητας του διατάγματος με το οποίο παρατάθηκε για περαιτέρω περίοδο έξι μηνών η κράτησή της. Εκείνο που επιδιώκει είναι να ελεγχθεί η νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης της. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με αίτηση Habeas Corpus σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου 5(α) του Άρθρου 18ΠΣΤ* του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου. (Βλ. Shuying v. Δημοκρατίας, (2012) 1 Α.Α.Δ. 2725). Επομένως η θέση της κας Χατζηχάννα, γύρω από την οποία περιστρέφεται βασικά η ουσία των πρώτων δύο από τις τέσσερις πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις της και που είναι η θέση ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει των αποφάσεων στην Πολιτική Αίτηση 79/2012 και την ενδιάμεση απόφαση στην Προσφυγή 848/2012, τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές του δεδικασμένου, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Εκείνες οι διαδικασίες αφορούσαν στον έλεγχο της νομιμότητας των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης με τα γεγονότα που τις περιβάλλουν να είναι διαφορετικά από τα γεγονότα που περιβάλλουν τα επίδικα θέματα στην παρούσα διαδικασία. Συνακόλουθα οι υπό στοιχεία (α) και (β) προδικαστικές ενστάσεις απορρίπτονται.

Η πιο πάνω κατάληξη μου σφραγίζει και τη μοίρα της υπό στοιχείο (γ) προδικαστικής ένστασης, η οποία επίσης απορρίπτεται.

 

Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται, προφανώς για να στηρίξουν τη θέση τους ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 18ΠΣΤ του Νόμου, ότι η αιτήτρια δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες της Οδηγίας, καθότι η περίπτωση της εμπίπτει στις προβλεπόμενες από το Άρθρο 18ΟΕ του Νόμου, εξαιρέσεις. Στην ένσταση τους οι καθ’ων η αίτηση περιορίζονται στην προβλεπόμενη από τις πρόνοιες του εδαφίου (3) του εν λόγω άρθρου εξαίρεση, ενώ στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση τους επικαλούνται και την εξαίρεση που προβλέπεται από το εδάφιο (2)(β) του ίδιου άρθρου*. Σημειώνεται ότι η αιτήτρια θεωρήθηκε ως ανεπιθύμητος μετανάστης με αποτέλεσμα να εκδοθούν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης λόγω της καταδίκης της σε φυλάκιση.

 

Έχω την άποψη ότι τα στενά πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, δεν προσφέρονται για σκοπούς επίλυσης του νομικού ζητήματος που εγείρεται με τη συγκεκριμένη εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση. Με δοσμένο το γεγονός ότι οι καθ’ ων η αίτηση επέλεξαν να παρατείνουν την κράτηση της αιτήτριας για ακόμα έξι μήνες, επικαλούμενοι τις πρόνοιες του εδαφίου 8(β) του Άρθρου 18ΠΣΤ** του [*247]Νόμου (σχετικές είναι οι πανομοιότυπες ουσιαστικά πρόνοιες των εδαφίων (5) και (6) του Άρθρου 15 της Οδηγίας), δηλαδή οι ίδιοι από μόνοι τους επέλεξαν τη συγκεκριμένη νομική βάση επί της οποίας να στηρίξουν την απόφαση τους για παράταση της κράτησης, το κατά πόσο στην περίπτωση της αιτήτριας τυγχάνουν ή όχι εφαρμογής οι πρόνοιες της Οδηγίας, άπτεται, είναι άρρηκτα θα έλεγα συνυφασμένο, με τη νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης της, θέματα που εμπίπτουν αποκλειστικά στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Έχω την άποψη ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο έλεγχος της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης της αιτήτριας που είναι ζήτημα διαφορετικό από το ζήτημα του ελέγχου της νομιμότητας των διαταγμάτων κράτησης, θα πρέπει να γίνει στη βάση ότι οι πρόνοιες της εν λόγω Οδηγίας τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση της αιτήτριας, εφόσον οι ίδιοι οι καθ’ ων η αίτηση επέλεξαν να επικαλεστούν τις πρόνοιες της εν λόγω Οδηγίας για να παρατείνουν την περίοδο κράτησης της. Οι καθ’ ων η αίτηση είχαν παρατείνει τη διάρκεια της κράτησης κατ’ επίκληση της εν λόγω Οδηγίας. Θεωρώ ότι κωλύονται από του να την αποκηρύττουν ή να την αποδοκιμάζουν. Αυτή η πορεία παραβιάζει το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, το οποίο συνιστά αρχή του κωλύματος. Επομένως, και η υπό στοιχείο (δ) προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Στρέφομαι τώρα στην ουσία του αιτήματος της αιτήτριας. Είναι ή όχι νόμιμη η περίοδος κράτησης της αιτήτριας ενόψει και της παράτασης της κράτησης; Αυτό είναι το ερώτημα, ουσιαστικά το μόνο ερώτημα που εγείρεται και στο οποίο καλείται το Δικαστήριο να απαντήσει. Οι επί του προκειμένου θέσεις της αιτήτριας συνοψίζονται στο τελικό στάδιο της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου της. Παραθέτω αυτούσια τη σχετική παράγραφο:

 

“Η θέση μου Εντιμότατε κύριε Πρόεδρε είναι αυτή που τέθηκε στο σώμα της αίτησης και από την ένορκη δήλωση της αιτήτριας ότι δηλαδή η αιτήτρια κρατείται πολύ πέραν των 6 μηνών που ορίζει ως ανώτατο όριο κράτησης το Άρθρο 15 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 115/2008 και το Άρθρο 18ΠΣΤ του νόμου περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης στην παράγραφο 7 και είναι ξεκάθαρο ότι δεν υφίσταται λογική προοπτική απομάκρυνσης της καθότι ήδη από τις 7/8/2012 που στάληκε επιστολή προς τον δικηγόρο της αιτήτριας ότι δήθεν δεν θα σταματήσει η απέλαση έχουν περάσει 4 μήνες κάτι που σε συνάρτηση με τις διαδικασίες ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προφανώς και οι διαδικασίες απέλασης έχουν σταματήσει και ως εκ τούτου δεν υφίσταται λογική προοπτική απομάκρυνσης αφού η κράτηση δικαιολογείται μόνο όταν η διαδικασία απέλασης συνεχίζεται με πάσα επιμέλεια και επί της ουσίας όπως ορίζει το Άρθρο 15 παράγραφος 4 της οδηγίας 115/2008.”

 

Σημειώνεται ότι οι πρόνοιες του εδαφίου (4) του Άρθρου 15 της Οδηγίας, είναι ουσιαστικά οι ίδιες με τις πρόνοιες του εδαφίου (6) του Άρθρου 18ΠΣΤ του Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες «Οσάκις καθίσταται πρόδηλο ότι δεν υφίσταται πλέον λογικά προοπτική απομάκρυνσης για νομικούς ή άλλους λόγους ή όταν παύουν να ισχύουν οι όροι του εδαφίου (1)*, η κράτηση παύει να δικαιολογείται και το συγκεκριμένο πρόσωπο απολύεται αμέσως».

 

Η επί του προκειμένου επιχειρηματολογία της κας Χατζηχάννα περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι η απέλαση της αιτήτριας ποτέ δεν σταμάτησε, όπως ισχυρίζεται ο κ. Παρασκευά, αλλά βρίσκεται σε εξέλιξη εν αναμονή των ταξιδιωτικών εγγράφων της από τρίτη χώρα και συγκεκριμένα από την Αιθιοπία. Οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν, σύμφωνα με την κα Χατζηχάννα, με τη δέουσα επιμέλεια και η μη απομάκρυνση της αιτήτριας μέχρι σήμερα από τη Δημοκρατία οφείλεται αποκλειστικά στην καθυστέρηση που παρατηρείται στην αποστολή των αναγκαίων εγγράφων από τη χώρα της, καθυστέρηση η οποία αναγκαστικά οδήγησε στην παράταση της κράτησης της, για ακόμα έξι μήνες.

 

Με όλο το σέβας προς την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, η θέση της ότι οι καθ’ ων η αίτηση λειτούργησαν στην παρούσα περίπτωση με τη δέουσα επιμέλεια και συνεπώς η συνέχιση της κράτησης της αιτήτριας επιβαλλόταν, εφόσον η δια[*249]δικασία απομάκρυνσης της βρίσκεται σε εξέλιξη, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Μπορεί η συγκεκριμένη διαδικασία να βρίσκεται σε εξέλιξη, τα αδιαμφισβήτητα όμως γεγονότα, διαψεύδουν πανηγυρικά τον ισχυρισμό των καθ’ ων η αίτηση ότι λειτούργησαν με τη δέουσα επιμέλεια. Η αιτήτρια τέθηκε για πρώτη φορά υπό κράτηση για σκοπούς απέλασης δυνάμει διατάγματος κράτησης στις 2/4/2012. Έκτοτε και για πέντε περίπου συνεχείς μήνες οι καθ’ ων η αίτηση σε κανένα διάβημα ή ενέργεια δεν προέβησαν προς την κατεύθυνση υλοποίησης του σκοπού για τον οποίο η αιτήτρια κρατείτο, που είναι ο επαναπατρισμός της, παρά το γεγονός ότι από την αρχή γνώριζαν ότι η αιτήτρια δεν είχε στην κατοχή της τα απαιτούμενα για το σκοπό αυτό ταξιδιωτικά έγγραφα. Για πρώτη φορά η Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ευαισθητοποιήθηκε προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, αρχές Σεπτεμβρίου του 2012, ελάχιστο δηλαδή χρόνο πριν την εκπνοή της εξάμηνης περιόδου κράτησης της αιτήτριας, όταν, ενόψει της επικείμενης εκπνοής της περιόδου κράτησης της, η εν λόγω Υπηρεσία απευθυνόμενη με επιστολές της προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης ζήτησε, αρχικά οδηγίες ως προς τον περαιτέρω χειρισμό του θέματος και ακολούθως τη λήψη διαβημάτων προς την Πρεσβεία της Αιθιοπίας στη Ρώμη για σκοπούς εξασφάλισης των απαιτούμενων ταξιδιωτικών εγγράφων (βλ. επιστολές 6/9/2012 και 7/9/2012). Αλλά, ακόμα και τότε, σε κανένα άλλο διάβημα δεν φαίνεται να έχουν προβεί οι αρμόδιοι, εκτός από την υποβολή εισήγησης για παράταση της κράτησης της αιτήτριας «επειδή αναμενόταν η εξασφάλιση των αναγκαίων εγγράφων από τρίτη χώρα». Σε τι ενέργειες όμως οι καθ’ ων η αίτηση έχουν προβεί, αν όντως έχουν προβεί σε οποιεσδήποτε ενέργειες με στόχο την εξασφάλιση των απαιτούμενων ταξιδιωτικών εγγράφων, παραμένει άγνωστο. Από τις αρχές Οκτωβρίου που το διάταγμα κράτησης της αιτήτριας ανανεώθηκε για ακόμα έξι μήνες μέχρι σήμερα, παρήλθαν σχεδόν πέντε μήνες και παραμένει άγνωστο το κατά πόσο οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε οποιεσδήποτε πρόσθετες ενέργειες ή αν επαναπαυόμενοι στις οποιεσδήποτε ενέργειες είχαν ήδη προβεί δεν ενδιαφέρθηκαν να διερευνήσουν το θέμα περαιτέρω. Τέλος, παραμένουν άγνωστοι οι λόγοι που επέβαλαν την κράτηση της αιτήτριας για ακόμα έξι μήνες και όχι για λιγότερη περίοδο.

 

Ενόψει των πιο πάνω, θεωρώ ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν ενήργησαν στην παρούσα περίπτωση με τη δέουσα επιμέλεια, όπως είχαν υποχρέωση δυνάμει του Νόμου να ενεργήσουν. Ως αποτέλεσμα κρίνω ότι η αίτηση θα πρέπει να πετύχει και η αιτήτρια να αφεθεί αμέσως ελεύθερη. Εκδίδεται ανάλογο διάταγμα. [*250]Τα έξοδα της αίτησης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

Η αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται ένταλμα Habeas Corpus για την απελευθέρωση της αιτήτριας.

 

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο