Μιχαήλ Γαβριέλλα Βαλεντίνα (2013) 1 ΑΑΔ 260

(2013) 1 ΑΑΔ 260

[*260]8 Φεβρουαρίου, 2013

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

- ΚΑΙ -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21/01/13 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ 18/12, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 02/02/2012, ΓΙΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΣΤΕΓΗΣ,

 

- ΚΑΙ -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΓΑΒΡΙΕΛΛΑΣ ΒΑΛΕΝΤΙΝΑΣ ΜΙΧΑΗΛ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (κ. Γ. Α. ΣΕΡΓΙΔΗ,  ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ) ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21/01/2013 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ 18/12, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 02/02/12, ΓΙΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΣΤΕΓΗΣ.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 19/2013)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Απόρριψη αίτησης για την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης Certiorari προς ακύρωση απορριπτικής ενδιάμεσης απόφασης Οικογενειακού Δικαστηρίου σε αίτηση αποκλειστικής χρήσης οικογενειακής στέγης ― Ο έλεγχος των κατώτερων Δικαστηρίων με εντάλματα της φύσεως certiorari η mandamus, δεν συμπεριλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις, ή λανθασμένη ερμηνεία νόμου. 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Χορηγούνται κατ’ εξαίρεση, όπου από το πρακτικό της σχετικής απόφασης διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή πα[*261]ραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης ― Άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις ― Η πάροδος  μεγάλου χρονικού διαστήματος ή η ύπαρξη αλλότριου σκοπού, αποτελούν πρόσθετους λόγους για μη χορήγηση άδειας ― Σε πολύ σπάνιες και εξαιρετικές περιστάσεις θα δοθεί άδεια ή θα χορηγηθεί η έκδοση τέτοιου εντάλματος, εκεί όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο.

 

Η αιτήτρια επιδίωξε την εξασφάλιση άδειας για την καταχώρηση αίτησης Certiorari προς ακύρωση απορριπτικής ενδιάμεσης απόφασης Οικογενειακού Δικαστηρίου σε αίτηση αποκλειστικής χρήσης οικογενειακής στέγης.

 

Η απόφαση στηρίχθηκε σε ερμηνεία του Άρθρου 17(1) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου αρ. 23/1990, στην οποία προέβη το Οικογενειακό Δικαστήριο το οποίο δίνει τη δυνατότητα σε ένα από τους συζύγους να αιτηθεί από το Δικαστήριο την παραχώρηση της αποκλειστικής χρήσης ολοκλήρου ή μέρους της οικογενειακής στέγης στις προβλεπόμενες σε αυτό περιπτώσεις.

 

Η πρωτόδικη κατάληξη ήταν ότι δεν είχε γεννηθεί ακόμη οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα, διότι η συμβίωση του ζεύγους δεν είχε διακοπεί κατά την ημέρα της καταχώρησης της αίτησης, αλλά πολύ αργότερα.

 

Με την αίτηση υποστηρίχθηκε ότι:

 

α)  Η ερμηνεία που το Οικογενειακό Δικαστήριο έδωσε στο Άρθρο 17(1) του Νόμου αρ. 23/1990, παρερμήνευσε τόσο τον ίδιο το Νόμο προβαίνοντας σε νομοθετική κριτική και αναμορφώνοντας το  απλό γραμματικό λεκτικό του.

 

β)  Από τη σχετική απόφαση διαπιστωνόταν έκδηλη πλάνη νόμου, έκδηλη παρανομία, υπέρβαση δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας και κατάφωρη παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεδομένου ότι προσφερόταν το ένδικο μέσο της έφεσης έπρεπε να καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για να παρακαμφθεί το ένδικο μέσο της έφεσης.

 

2.  Δεν διαπιστωνόταν οποιαδήποτε υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έλλειψη αρμοδιότητας. Η δε εισήγηση ότι υπήρχε έκδηλη παρανομία [*262]απορρέουσα από το πρακτικό, δεν ευσταθούσε.

 

3.  Η ερμηνευτική άσκηση στην οποία προέβη το Οικογενειακό Δικαστήριο δυνατόν να ήταν λανθασμένη, αλλά αυτό θα πρέπει να ελεγχθεί με έφεση και όχι με προνομιακό ένταλμα.

 

4.  Ούτε το ζήτημα ήταν κατάδηλο από το πρακτικό. Η δε επιθυμία για εξασφάλιση σύντομης εκδίκασης ενός θέματος στα πλαίσια μιας διαδικασίας που κατά την άποψη του αιτητή είναι ταχύτερη, δεν εμπίπτει στις εξαιρετικές περιστάσεις.

 

5.  Περαιτέρω, η επιδιωκόμενη άδεια ήταν και αλυσιτελής διότι το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης για παραχώρηση αποκλειστικής χρήσης, αποκλειστικά και μόνο με βάση την ερμηνεία που έδωσε στο Άρθρο 17(1). Η ερμηνεία αυτή αποτελούσε μόνο μέρος του σκεπτικού.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:   

 

Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464,

 

Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

 

Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298,

 

Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,

 

Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,

 

Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552,

 

Μικρού  (1997) 1 Α.Α.Δ. 609,

 

Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853,

 

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109,

 

Τ & Μ Οικονόμου και Υιός (2011) 1 Α.Α.Δ. 140,

 

Fotiou Bros Shipping Ltd κ.ά., (2013) 1 Α.Α.Δ. 95,

 

[*263]Ε.Χ. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1554,

 

Χρίστου (2011) 1  Α.Α.Δ. 2085,

 

R. v. London Borough of Hillingdon, ex parte Royco Homes Ltd [1974] 2 All E.R. 643,

 

Αργυρού (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 567,

 

Άνθιμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,

 

Κυπριανού (2006) 1 Α.Α.Δ. 176,

 

Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464,

 

Starport Nominees Ltd κ.ά., (2010) 1(Β) Α.Α.Δ 1370.

 

Αίτηση.

 

Π. Μιχαήλ, για την Αιτήτρια.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αιτήτρια υπέβαλε στις 2.2.2012 αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία επιδιωκόταν η παραχώρηση σ’ αυτήν και των ανηλίκων τέκνων της, του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης της οικογενειακής στέγης της ιδίας και του συζύγου της στο Στρόβολο. Ταυτόχρονα, ζητείτο διάταγμα ώστε ο σύζυγος της αιτήτριας να εγκαταλείψει την οικογενειακή αυτή στέγη, αλλά και διάταγμα με το οποίο να εμποδιζόταν ο σύζυγος να επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο στην οικογενειακή στέγη ή να παρενοχλεί και να εμποδίζει την αιτήτρια σ’ ό,τι αφορούσε την ελεύθερη και ανενόχλητη χρήση της.

 

Ο Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξέδωσε απορριπτική απόφαση στις 21.1.2013. Μεταξύ άλλων εξήγησε στο σκεπτικό του ότι η αίτηση στηριζόταν στις διατάξεις του Άρθρου 17(1) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου αρ. 23/1990, το οποίο δίνει τη δυνατότητα σε ένα από τους συζύγους να αιτηθεί από το Δικαστήριο την παραχώρηση της αποκλειστικής χρήσης ολοκλήρου ή μέρους της οικογενειακής στέγης,

 

«σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης ή σε περίπτωση που δίνεται γνωστοποίηση στον Επίσκοπο σύμφωνα με το Άρθρο [*264]3 του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου ή σε περίπτωση που καταχωρείται αίτηση διαζυγίου …..».

 

Ο Πρόεδρος κατέγραψε στην απόφαση του ότι, κατά την άποψη του, οι δύο τελευταίες «δικονομικές», όπως το έθεσε, προϋποθέσεις για την έγερση αίτησης παραχώρησης αποκλειστικής χρήσης της οικογενειακής στέγης, δηλαδή, η αποστολή γνωστοποίησης στον Επίσκοπο και η καταχώρηση αίτησης διαζυγίου «… προφανώς τίθενται εκ του περισσού, γιατί αμφότερες προϋποθέτουν την ύπαρξη διακοπής συμβίωσης, η οποία από μόνη της θα αρκούσε.». Συνέχιζε το Δικαστήριο με ανάλυση του αντίστοιχου Άρθρου 1393 του Ελληνικού Αστικού Δικαίου, καθώς και με ανάλυση και ερμηνεία της λέξης «συμβίωση». Η κατάληξη του Προέδρου ήταν ότι δεν είχε γεννηθεί ακόμη οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα διότι η συμβίωση του ζεύγους δεν είχε διακοπεί κατά την ημέρα της καταχώρησης της αίτησης, αλλά πολύ αργότερα στις 15.5.2012, όταν από τα γεγονότα και την απάντηση της αιτήτριας στην υπεράσπιση, εκεί τοποθετείτο χρονικά από την ίδια, η διακοπή της συμβίωσης.

 

Η αιτήτρια επιδιώκει τώρα τη λήψη άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος της φύσης certiorari και/ή prohibition διότι, κατά την άποψη της, η ερμηνεία που το Οικογενειακό Δικαστήριο έδωσε στο Άρθρο 17(1) του Νόμου αρ. 23/1990, παρερμήνευσε τόσο τον ίδιο το Νόμο προβαίνοντας σε νομοθετική κριτική και αναμορφώνοντας το απλό γραμματικό λεκτικό του εν λόγω άρθρου, όσο και τα ενώπιον του γεγονότα εφόσον στην παρ. 18 της αίτησης για παραχώρηση αποκλειστικής χρήσης, η αιτήτρια σαφώς κατέγραψε ότι απέστειλε κατά ή περί τις 27.1.2012, συστημένη επιστολή προς την Ιερά Αρχιεπισκοπή δυνάμει του Άρθρου 3 του Νόμου αρ. 22/1990, με την οποία γνωστοποιούσε την πρόθεση της να εγείρει αγωγή διαζυγίου εναντίον του συζύγου της λόγω ισχυρού κλονισμού του γάμου. Λέγει περαιτέρω η αιτήτρια στην έκθεση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση για παραχώρηση άδειας, καθώς και στην αντίστοιχη παρ. 6 της ενόρκου δηλώσεως της, ότι αυτή η γνωστοποίηση είχε κατατεθεί ως Τεκμήριο 1 κατά την κυρίως εξέταση της αιτήτριας κατά την ακρόαση που διεξήχθη στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Τη γνωστοποίηση αυτή επισύναψε και ως Τεκμήριο 5 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει  την υπό κρίση αίτηση.

 

Ο κ. Μιχαήλ, αγορεύοντας προς υποστήριξη της αίτησης του, εισηγήθηκε, σε συμφωνία και με τα όσα αναφέρονται στην έκθεση [*265]και την ένορκη δήλωση της αιτήτριας, ότι από το πρακτικό που τηρήθηκε από το Δικαστήριο, δηλαδή, τη σχετική απόφαση του Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου, διαπιστώνεται έκδηλη πλάνη νόμου, έκδηλη παρανομία, υπέρβαση δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας και κατάφωρη παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Η θέση εξηγείται με το σκεπτικό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, αλλά και το Άρθρο 6(1) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, εφόσον ο Πρόεδρος περιφρόνησε την υφιστάμενη νομοθεσία εμπλέκοντας τη δική του δικαστική εξουσία αποφασίζοντας να μην εφαρμόσει το Άρθρο 17(1), εφόσον κατά την κρίση του Προέδρου, αυτό περιείχε διατάξεις «εκ του περισσού».

 

Ο κ. Μιχαήλ αναγνώρισε κατά τη συζήτηση της αίτησης, όπως άλλωστε και η ίδια η αιτήτρια αναγνωρίζει και στην παρ. 9 της ένορκης δήλωσης της, ότι  προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, αυτό δηλαδή της έφεσης, αλλά εισηγήθηκε ότι είναι άνευ αντικειμένου εφόσον η αίτηση δεν θα ήταν δυνατό να εκδικαστεί σε σύντομο χρόνο, αλλά και διότι στο μεταξύ μέχρι τότε, πολύ πιθανό να εκδοθεί και διάταγμα λύσης του γάμου στην αίτηση υπ’ αρ. 332/12, η οποία είναι ήδη ορισμένη για ακρόαση στις 3.6.2013. Ο συνήγορος τόνισε στην αγόρευση του, όπως άλλωστε αναφέρεται και στην απόφαση του Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ότι η αιτήτρια διαμένει με το σύζυγο της σε ιδιόκτητο σπίτι το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο όνομα του, σε περίπτωση δε λύσης του γάμου, ο σύζυγος της θα είναι σε θέση να την εκδιώξει από αυτό. 

 

Είναι γνωστό ότι όλα τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ’ εξαίρεση εφόσον αποτελούν προνόμιο και αντλούν την υπόσταση τους από το κατάλοιπο της εξουσίας για έλεγχο των κατωτέρων Δικαστηρίων, εκεί όπου από το πρακτικό της σχετικής απόφασης διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Τα προνομιακά εντάλματα δεν είχαν ποτέ και ούτε έχουν σκοπό να υποκαταστήσουν το ένδικο μέσο της έφεσης, (Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464). Περαιτέρω, ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα, (δέστε σχετικά τις υποθέσεις Perella (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments [*266]Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965 και Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552.). Η πάροδος δε μεγάλου χρονικού διαστήματος ή η ύπαρξη αλλότριου σκοπού στην επιδίωξη λήψης άδειας, αποτελούν πρόσθετους λόγους για μη χορήγηση της άδειας, (δέστε Μικρού (1997) 1 Α.Α.Δ. 609).

 

Ακόμη και σε θέματα ελέγχου της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου, που αποτελούν κατ’ εξοχήν το λόγο χορήγησης άδειας, θα πρέπει να καταδειχθεί ότι η ύπαρξη άλλου προσφερόμενου ένδικου μέσου δεν επαρκεί υπό τις περιστάσεις για να χορηγηθεί, κατ’ εξαίρεση, η άδεια ή για να εκδοθεί ένταλμα certiorari. Έχει αναφερθεί στην υπόθεση Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853 και στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109, ότι σε πολύ σπάνιες και εξαιρετικές περιστάσεις θα δοθεί άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος ή θα χορηγηθεί η έκδοση τέτοιου εντάλματος εκεί όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο.

 

Έχει αναφερθεί πιο πάνω ότι είναι δεκτό και από τον συνήγορο της αιτήτριας ότι προσφέρεται το ορθόδοξο ένδικο μέσο ελέγχου της απόφασης του Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου με την καταχώρηση έφεσης. Πρέπει επομένως να καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για να παρακαμφθεί το ένδικο μέσο της έφεσης. Κατ’ αρχάς, δεν διαπιστώνεται εδώ οποιαδήποτε υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έλλειψη αρμοδιότητας  από το δικάσαν την υπόθεση Δικαστήριο. Το Δικαστήριο ενήργησε νομίμως και εντός της εξουσίας του. Δεν ενήργησε χωρίς δικαιοδοσία ή καθ’ υπέρβαση αρμοδιότητας. Αντίθετα, ενήργησε εντός της αρμοδιότητας του.

 

Η εισήγηση από την άλλη, ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία απορρέουσα από το πρακτικό, επίσης δεν ευσταθεί. Η ερμηνεία η οποία δόθηκε από τον Πρόεδρο του Οικογενειακού Δικαστηρίου στο Άρθρο 17(1) και η διαφορετική αντίληψη επί του θέματος είτε από την αιτήτρια, είτε ακόμη και από το παρόν Δικαστήριο εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, δεν αποτελεί λόγο για παραχώρηση άδειας, (δέστε Τ & Μ Οικονόμου και Υιός (2011) 1 Α.Α.Δ. 140, Fotiou Bros Shipping Ltd κ.ά. (2013) 1 A.A.Δ. 95 και Ε.Χ. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1554) – επικυρώθηκε κατ’ έφεση με τη Χρίστου (2011) 1 Α.Α.Δ. 2085.

 

Η ερμηνευτική άσκηση στην οποία προέβη ο Πρόεδρος δυνατόν να είναι λανθασμένη, αλλά αυτό θα πρέπει να ελεγχθεί με έφεση και όχι με προνομιακό ένταλμα. Όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα, σελ. [*267]127-128, παρ. 4.26, 4.27 και 4.28, ο έλεγχος των κατώτερων Δικαστηρίων με εντάλματα της φύσεως certiorari η mandamus, δεν συμπεριλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις, ή, λανθασμένη ερμηνεία νόμου. Όπου το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει ζήτημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι «…. υπερέβη ή έκανε κατάχρηση της δικαιοδοσίας του, απλά και μόνο γιατί παρεμπιπτόντως ερμήνευσε λανθασμένα νομοθέτημα …..». Ούτε το ζήτημα είναι κατάδηλο από το πρακτικό, ως εισηγείται ο κ. Μιχαήλ, γεγονός που θα ίσχυε σε περίπτωση αυτόδηλης επί του πρακτικού υπέρβασης εξουσίας ή άσκησης αυτής χωρίς αρμοδιότητα.

 

Τέθηκε ζήτημα επιδίωξης επίλυσης του εγερθέντος θέματος με τη διαδικασία του προνομιακού εντάλματος που θεωρείται ότι παρέχει ένα προσφορότερο, αποτελεσματικότερο και ταχύτερο μέσο, παρά αν ακολουθηθεί η διαδικασία της έφεσης, (R. v. London Borough of Hillingdon, ex parte Royco Homes Ltd [1974] 2 All E.R. 643, 648). Έχει λεχθεί, όμως, κατ’ επανάληψη ότι η επιθυμία για εξασφάλιση σύντομης εκδίκασης ενός θέματος στα πλαίσια μιας διαδικασίας που κατά την άποψη του αιτητή είναι ταχύτερη, δεν εμπίπτει στις εξαιρετικές περιστάσεις, (δέστε Αργυρού (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 567, με αναφορά και στην Άνθιμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41). Επίσης αναγνωρίστηκε στην απόφαση Κυπριανού (2006) 1 Α.Α.Δ. 176, ότι εφόσον παρέχεται η δυνατότητα έφεσης, ο χρόνος της εκδίκασης της από μόνος του δεν θεωρείται εξαιρετική περίσταση, ώστε να ενεργοποιείται η προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς χορήγηση άδειας. Όπως κατ’ επανάληψη έχει λεχθεί, τα προνομιακά διατάγματα δεν καθίστανται υποκατάστατα της έφεσης, ενώ, πάντοτε βεβαίως, για καλό λόγο μια έφεση μπορεί να επισπευσθεί αν ο χρόνος αποτελεί πρόβλημα, (δέστε Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464, καθώς και την Starport Nominees Ltd κ.ά., (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. .1370).

 

Τέλος, να λεχθεί ότι η επιδιωκόμενη άδεια είναι και αλυσιτελής διότι το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης για παραχώρηση αποκλειστικής χρήσης, αποκλειστικά και μόνο με βάση την ερμηνεία που έδωσε στο Άρθρο 17(1). Η ερμηνεία αυτή αποτελούσε μόνο μέρος του σκεπτικού. Το Δικαστήριο προχώρησε να επιλύσει και ζητήματα που προέκυπταν από τη δικογραφία και την ενώπιον του δοθείσα μαρτυρία και να κρίνει αξιολογικά τις θέσεις που προβλήθηκαν ως προς το πότε επήλθε η διακοπή της συμβίωσης των διαδίκων, με αναφορά, κυρίως στον τερματισμό των μεταξύ τους σεξουαλικών σχέσεων.  Εξέτασε επίσης την κατ’ επιείκεια έγκριση της αίτησης, αποφασίζοντας εναντίον, εφόσον η διακοπή της συμβίωσης κρίθηκε να εί[*268]χε επέλθει πολύ μεταγενέστερα της καταχώρησης της αίτησης.  Αναφέρθηκε περαιτέρω σε επεισόδια βίας που ασκήθηκε εναντίον της, στην καταχώρηση ποινικής δίωξης εναντίον του συζύγου της και στην αναστολή αυτής από τον Γενικό Εισαγγελέα κατόπιν δικής της εισήγησης. Έκρινε τέλος ότι και αν ακόμη εκδιδόταν το διάταγμα αποκλειστικής χρήσης της συζυγικής οικίας, αυτό θα είχε διάρκεια μόνο μέχρι τη λύση του γάμου, και επομένως προσωρινή χρησιμότητα θα είχε το μέτρο αυτό.

 

Επομένως, το Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του στη βάση μιας συλλογιστικής που δεν εξαντλείτο μόνο στην ερμηνεία που έδωσε στο Άρθρο 17(1).

 

Συνεπώς, η αίτηση για άδεια, για όλους τους πιο πάνω λόγους, απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο