Five Oceans Sea Food & Aquaculture Ltd ν. Αδελφοί Τύμβιοι Λτδ (2013) 1 ΑΑΔ 284

(2013) 1 ΑΑΔ 284

[*284]13 Φεβρουαρίου, 2013

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

FIVE OCEANS SEA FOOD & AQUACULTURE LIMITED,

 

Εφεσείοντες - Εναγόμενοι,

 

ν.

 

ΑΔΕΛΦΟΙ ΤΥΜΒΙΟΙ ΛΙΜΙΤΕΔ,

 

Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 157/2009)

 

 

Αγωγή ― Πρόωρη αγωγή ― Η αγωγή την οποία έκανε δεκτή το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν πρόωρη συνεπεία της παράλειψης των εναγόντων να ενεργοποιήσουν ουσιώδους σημασίας συμβατικές πρόνοιες αναφορικά με το ενδεχόμενο δημιουργίας διαφοράς, οι οποίες προέβλεπαν την παραπομπή του θέματος σε άλλες διαδικασίες πριν από την έγερση αγωγής ― Παραμερισμός πρωτόδικης κρίσης.

 

Δικαστική απόφαση ― Κατά πόσον στην υπό κρίση υπόθεση απουσίαζε η κρίση του Δικαστηρίου επί ενός ζωτικής σημασίας επίδικου θέματος ― Αρχές που εφαρμόζονται.

 

Δικαστική απόφαση ― Η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να περιέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση πάνω σε όλα τα επίδικα θέματα τα οποία εγείρονται με βάση τα δικόγραφα και τη δοθείσα μαρτυρία.

 

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν πρωτόδικη απόφαση με την οποία εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων σε αγωγή που ήγειραν οι τελευταίοι, διεκδικώντας από τους εφεσείοντες οφειλόμενο υπόλοιπο για την εκτέλεση εργασιών που τους ανέθεσαν δυνάμει γραπτού συμβολαίου εργολαβίας, για την κατασκευή ενός εργοστασίου, με βάση αρχιτεκτονικά σχέδια με τα οποία τους είχαν εφοδιάσει.

 

Οι εφεσείοντες, με την Υπεράσπισή τους, αρνούνταν ότι όφειλαν οποιοδήποτε ποσό και με Ανταπαίτηση διεκδικούσαν από τους εφεσίβλητους την πληρωμή άλλου ποσού, λόγω κατ’ ισχυρισμόν [*285]κακότεχνης και ελλιπούς κατασκευής του έργου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων για το ποσό των €29.265,23 με νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα, ενώ απέρριψε την Ανταπαίτηση, χωρίς έξοδα.

 

Αναφορικά με την εισήγηση των εφεσιβλήτων ότι η αγωγή ήταν πρόωρη και η αξιούμενη αμοιβή μη πληρωτέα, επειδή κατά παράβαση συγκεκριμένων όρων του υπογραφέντος συμβολαίου, οι οικοδομικές εργασίες δεν είχαν συμπληρωθεί και ο επιβλέπων αρχιτέκτων δεν επιβεβαίωσε κάτι τέτοιο, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε μεταξύ άλλων ότι οι εναγόμενοι κατέβαλαν στους ενάγοντες το ποσό των Λ.Κ.21.818,19 με βάση τρία τιμολόγια, χωρίς οποιονδήποτε παραπεμπτικό από τους αρχιτέκτονες του έργου. Οι εναγόμενοι εξόφλησαν τα ποσά που ζητούντο στα τιμολόγια και ως εκ τούτου οι ενάγοντες εξέδωσαν τις αντίστοιχες αποδείξεις.

 

Έκρινε συνακόλουθα ότι ήταν βάσιμη η θέση των εναγόντων/εφεσιβλήτων ότι ουσιαστικά είχε αδρανοποιήσει το Άρθρο 20 της σχετικής συμφωνίας το οποίο προνοούσε για την έκδοση ενδιάμεσων πιστοποιητικών από τον αρχιτέκτονα – πολιτικό μηχανικό με βάση το Άρθρο 31 του ιδίου συμβολαίου αφού οι εναγόμενοι για την πληρωμή των πιο πάνω τιμολογίων δεν χρειάστηκαν την έκδοση ενδιάμεσου πιστοποιητικού.

 

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

 

Λόγος Έφεσης 1 – Οι κατ’ ισχυρισμόν λανθασμένοι αριθμητικοί υπολογισμοί του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το οφειλόμενο υπόλοιπο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Δεν διαπιστωνόταν κανένας  λανθασμένος υπολογισμός από το πρωτόδικο Δικαστήριο και ο πρώτος λόγος έφεσης δεν μπορούσε να επιτύχει.

 

Λόγος Έφεσης 2 – Λόγος Έφεσης 3:

 

Η αγωγή των εφεσιβλήτων ήταν πρόωρη και η αξιούμενη αμοιβή μη πληρωτέα, επειδή κατά παράβαση συγκεκριμένων όρων του υπογραφέντος συμβολαίου, οι οικοδομικές εργασίες δεν είχαν συμπληρωθεί και ο επιβλέπων αρχιτέκτων δεν επιβεβαίωσε κάτι τέτοιο.

 

[*286]Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ήταν παραδεκτό το γεγονός ότι έγιναν τρεις πληρωμές ποσών από τους εφεσείοντες οι οποίες λογίστηκαν έναντι του συνολικού συμφωνηθέντος ποσού, παρά το ότι δεν αντιπροσώπευαν αξία εκτελεσθείσας εργασίας η οποία να είχε πιστοποιηθεί με την έκδοση σχετικού πιστοποιητικού από τον επιβλέποντα Α/ΠΜ, παρά τις ρητές πρόνοιες του μεταξύ των διαδίκων συμβολαίου.

 

2.  Μπορούσε επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο να οδηγηθεί στο συμπέρασμα στο οποίο οδηγήθηκε, ότι αδρανοποιήθηκε το Άρθρο 20 του συμβολαίου το οποίο προνοούσε για την έκδοση από Α/ΠΜ ενδιάμεσων πιστοποιητικών προτού διενεργηθεί οποιαδήποτε ενδιάμεση πληρωμή.

 

3.  Παρ’ όλον τούτο όμως, η προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν φαίνεται να κατευθύνθηκε προς την άλλη, ουσιώδους σημασίας πρόνοια του συμβολαίου, η οποία προνοούσε για την πιστοποίηση της πλήρους συμπλήρωσης των εργασιών και πάλι από τον επιβλέποντα.

 

4.  Ο δικογραφημένος αυτός ισχυρισμός των εφεσειόντων έβρισκε έρεισμα σε σχετική πρόνοια του Συμβολαίου.

 

5.  Όπως προέκυπτε από αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, και ήταν επίσης παραδεκτό γεγονός στην Απάντηση στην Υπεράσπιση, το έργο πράγματι δεν παραλήφθηκε από τον Α/ΠΜ, και επομένως ουδέποτε αυτός πιστοποίησε ότι οι εργασίες ήσαν “έμπρακτα συμπληρωμένες”. Οι δε διαφορές των διαδίκων ως προς κατ’ ισχυρισμό κακοτεχνίες και/ή ατέλειες, παρέμειναν αιωρούμενες.

 

6.  Επ’ αυτού, του καίριας σημασίας θέματος, δεν φαινόταν να υπήρξε οποιαδήποτε ενασχόληση στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση και, επομένως, το μέρος εκείνο της υπεράσπισης των εναγομένων-εφεσειόντων παρέμεινε χωρίς δικαστική κρίση. Επρόκειτο για ένα ανεξάρτητο και κορυφαίας σημασίας θέμα.

 

7.  Περαιτέρω σύμφωνα με άλλο όρο του συμβολαίου, σε περίπτωση που αναφύετο αμφισβήτηση ή διαφορά μεταξύ των διαδίκων, επρονοούντο ειδικές ρυθμίσεις και διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες η διαφορά θα έπρεπε να παραπεμφθεί σε πρώτο στάδιο προς επίλυση στον επιβλέποντα Α/ΠΜ του έργου, του οποίου η απόφαση θα ήταν δεσμευτική και τελεσίδικη, εκτός εάν υποβαλλόταν ένσταση από ένα των συμβαλλομένων εντός καθορισθείσας [*287]προθεσμίας, οπότε η διαφορά θα παραπέμπετο σε διαιτησία.

 

8.  Αυτή η παράλειψη όπως ακολουθηθεί η προνοούμενη διαδικασία επίλυσης της διαφοράς είχε ειδικά εγερθεί από τους εφεσείοντες στην Υπεράσπιση τους. Όμως, ούτε αυτή η πτυχή της Υπεράσπισης δεν έτυχε ενασχόλησης στην πρωτόδικη απόφαση.

 

9.  Δεν μπορούσε να λεχθεί ότι αδρανοποιήθηκαν οι πιο πάνω ουσιώδεις πρόνοιες, για οποιοδήποτε λόγο και ως δεσμευτικές θα έπρεπε να είχαν ακολουθηθεί προτού παραπεμφθεί το θέμα σε διαιτησία και κινηθεί η αγωγή.

 

10.   Επομένως, η καταχώρηση της αγωγής ήταν πρόωρη εφόσον και η Απαίτηση θα έπρεπε να είχε απορριφθεί.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

 

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Δημητρίου κ.ά. ν. Αχιλλέα κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 316,

 

Βασιλείου κ.ά. ν. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125,

 

Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Δρουσιώτη, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1632/2004), ημερομ. 19/3/2009.

 

Σ. Πούγιουρος, για τους Εφεσείοντες.

 

Α. Ιωάννου για Δ. Αριστείδου, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες, δυνάμει γραπτού συμβολαίου εργολαβίας, ημερομηνίας 23.11.2001, ανέθεσαν στους εφεσίβλητους την κατασκευή ενός εργοστασίου στη βιομηχανική περιο[*288]χή Ύψωνα, με βάση αρχιτεκτονικά σχέδια με τα οποία τους είχαν εφοδιάσει.

 

Με αγωγή την οποία καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, οι εφεσίβλητοι εργολάβοι ισχυρίζονταν ότι, ενώ περάτωσαν πλήρως και επαρκώς όλες τις εργασίες οι οποίες τους είχαν ανατεθεί, εν τούτοις οι εφεσείοντες παρέλειπαν ή αρνούνταν να τους καταβάλουν το υπόλοιπο ποσό το οποίο τους οφείλετο, αφαιρουμένου ποσού το οποίο οι εφεσείοντες κατέβαλαν έναντι, οπότε και ζητούσαν την έκδοση απόφασης για το υπολοιπόμενο οφειλόμενο ποσό, πλέον τόκους και έξοδα.

 

Οι εφεσείοντες, με την Υπεράσπισή τους, αρνούνταν ότι όφειλαν οποιοδήποτε ποσό και με Ανταπαίτηση διεκδικούσαν από τους εφεσίβλητους την πληρωμή άλλου ποσού, λόγω κατ’ ισχυρισμό κακότεχνης και ελλιπούς κατασκευής του έργου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο εκδίκασε την αγωγή, εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων για το ποσό των €29.265,23 (περιλαμβανομένου ποσού €2.660,60 Φ.Π.Α. εκ 10%) με νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα, ενώ απέρριψε την Ανταπαίτηση, χωρίς έξοδα.

 

Με την παρούσα έφεσή τους, οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης επί διαφόρων σημείων, ένα από τα οποία, ως πρώτος λόγος έφεσης, είναι οι αριθμητικοί υπολογισμοί του Δικαστηρίου.

 

Λόγος Έφεσης 1 – Οι κατ’ ισχυρισμό λανθασμένοι αριθμητικοί υπολογισμοί του Δικαστηρίου ως προς το οφειλόμενο υπόλοιπο.

 

Όπως υποστηρίζουν οι εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και σε αντίθεση με τα δικόγραφα και τα παραδεκτά γεγονότα, κατέληξε ότι το πληρωτέο ποσό ήταν €29.265,23 αντί του ποσού των €22.878,17.

 

Σε σχέση με τούτο, διαφαίνεται ότι η κύρια εστία διαφωνίας των εφεσειόντων έγκειται στο θέμα κατά πόσο στο αρχικά συμφωνηθέν ποσό του όλου έργου, το οποίο σύμφωνα με το συμβόλαιο ανερχόταν σε £38.423, θα περιλαμβανόταν ή όχι Φ.Π.Α.. Όπως υποστηρίζουν οι εφεσείοντες, ούτε στην Έκθεση Απαίτησης αναφερόταν οτιδήποτε περί Φ.Π.Α., επιπρόσθετα του συμφωνηθέντος ολικού ποσού των £38.423, ούτε και στην Υπεράσπιση όπου γινόταν παραδοχή ότι το συμφωνηθέν ποσό ήταν αυτό, αναφερόταν οτιδήποτε περί Φ.Π.Α.. Το Δικαστήριο όμως, αφού [*289]προέβηκε σε αφαίρεση ενός ποσού £1.870, λόγω συμφωνηθείσας αλλαγής στο είδος των φύλλων επικάλυψης της οροφής του εργοστασίου, και, αφού πρόσθεσε και ποσό £837 για συμφωνηθείσες έξτρα εργασίες, κατέληξε σε ποσό £15.571,81, αντί £13.390, και επ’ αυτού επέβαλε και Φ.Π.Α. 10% (£1.557,18).

 

Οι εφεσείοντες δεν έχουν δίκαιο σ’ αυτές τους τις θέσεις. Όπως ορθά υποδεικνύει και ο συνήγορος των εφεσιβλήτων, ναι μεν στο Συμβόλαιο μεταξύ των διαδίκων ημερομηνίας 23.11.2011 αναφερόταν ότι θα πληρωνόταν το συνολικό ποσό των £38.423, αλλά ρητά αναφερόταν ότι αυτή η πληρωμή ήταν “εξαιρουμένου” του Φ.Π.Α..

 

Περαιτέρω, δεν είναι ορθό ότι στην Έκθεση Απαίτησης δεν γινόταν αναφορά στο Φ.Π.Α., αφού ρητά αναφερόταν στην παρα. 8 ότι οι εφεσείοντες έναντι του χρέους τους πλήρωσαν στους εφεσίβλητους “το ποσό των Λ.Κ.21.818,19 σεντ πλέον το Φ.Π.Α. και παραμένει υπόλοιπο εκ Λ.Κ.17.596 συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. εκ 13% ήτοι Λ.Κ.2.024,34 σεντ.”

 

Ενώ δε γινόταν αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης στον ισχυρισμό ότι στο οφειλόμενο ποσό εχρεώνετο και τμηματικά εισπράττετο πρόσθετα και Φ.Π.Α., στην Υπεράσπιση δεν υπήρξε ειδική αμφισβήτηση ενός τέτοιου ισχυρισμού, ούτε φαίνεται να έγινε περί τούτου ιδιαίτερη αμφισβήτηση κατά τη δίκη.

 

Το γεγονός ότι οι εφεσείοντες θα κατέβαλλαν, και πράγματι κατέβαλαν και Φ.Π.Α. επί των τμηματικών πληρωμών και επί του συνολικού ποσού του έργου, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, όπως ήταν ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων στην ανωτέρω παράγραφο της Έκθεσης Απαίτησης, καταδεικνύεται από τρεις αποδείξεις είσπραξης συνοδευόμενες από τιμολόγια των εφεσιβλήτων. Όπως εκεί διαπιστώνεται, οι εφεσίβλητοι χρέωναν ένα ποσό π.χ. για προκαταβολή ή έναντι εξόφλησης, και επί του χρεωνόμενου ποσού χρέωναν τους εφεσείοντες και Φ.Π.Α. εκ 10% και οι εφεσείοντες αποδέχονταν και πλήρωναν επιπρόσθετα και το Φ.Π.Α.. Πρόκειται για τα τεκμήρια 16, 17 και 23 εκ των οποίων μάλιστα το τελευταίο κατατέθηκε εκ συμφώνου και δηλώθηκε το περιεχόμενό του ως παραδεκτό γεγονός. Με το καθένα από τα τρία αυτά τιμολόγια και τις συνοδευτικές αποδείξεις είσπραξης, οι εφεσείοντες χρεώνονταν και κατέβαλλαν προς τους εφεσίβλητους έναντι του συνολικού ποσού του συμβολαίου, ποσά εκ £8.000, τα οποία, σύμφωνα με τα συνοδευτικά τιμολόγια, αποτελούνταν από χρέωση εκ £7.272,73 πλέον Φ.Π.Α. 10% £727,27 = £8.000. Κατ’ αυτό τον τρόπο αποδείχθηκε [*290]ότι οι εφεσείοντες είχαν καταβάλει 3 Χ 8.000 = £24.000 (περιλαμβανομένου Φ.Π.Α. 10%, δηλαδή £2.181,81). Βασιζόμενο σ’ αυτά τα στοιχεία μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στους ακόλουθους υπολογισμούς:

 

“Οι Εναγόμενοι με βάση τα τεκμήρια 16, 17 και 23 πλήρωσαν στους Ενάγοντες το ποσό των Λ.Κ.24.000.- χωρίς να εκδοθούν διατακτικά πληρωμής από τον Πολιτικό Μηχανικό του έργου. Η πρώτη πληρωμή έγινε στις 23.11.01 (Τεκμήριο 17) και αποτελεί την προκαταβολή με βάση την προσφορά Τεκμήριο 5, η δεύτερη πληρωμή έγινε στις 5.2.02 (Τεκμήριο 16), και η τρίτη πληρωμή έγινε στις 19.4.02 (Τεκμήριο 23). Με βάση τις πιο πάνω πληρωμές οι Εναγόμενοι κατέβαλαν έναντι της πιο πάνω συμφωνίας το ποσό των Λ.Κ.21.818,19 χωρίς Φ.Π.Α. και το ποσό των Λ.Κ.2.181,81 Φ.Π.Α. συνολικό ποσό Λ.Κ.24.000.- Με την αλλαγή των τραπεζοειδών λαμαρίνων από 0,8 μμ. Σε 0,5 μμ. Οι Ενάγοντες αφαίρεσαν από την αρχική συμφωνά το ποσό των Λ.Κ.1.870. Με βάση τις επιπλέον εργασίες όπως αυτές περιγράφονται στο Τεκμήριο 8, οι Ενάγοντες δικαιούνται το ποσό των Λ.Κ.837. Αφού γίνουν προσθαφαιρέσεις παραμένει το ποσό των Λ.Κ.15.571,81 πλέον το αναλογούν Φ.Π.Α. για το οποίο δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά όμως βάσει τα προηγούμενα τιμολόγια που επισυνάπτονται στα Τεκμήρια 16, 17 και 23 την περίοδο εκείνη ήταν 10%, συνεπώς θεωρώ ότι και το υπόλοιπο θα φέρει Φ.Π.Α. 10%. Εφόσον η ολοκλήρωση των εργασιών του συγκεκριμένου εργοστασίου έγινε από τους Ενάγοντες τον Ιούνιο του 2002 και με βάση τους όρους πληρωμής όπως αυτοί περιγράφονται στην προσφορά τεκμήριο 5 οι Εναγόμενοι μέχρι και τον Ιούνιο του 2002 θα έπρεπε να καταβάλλουν στους Ενάγοντες το 80% του ποσού της αρχικής προσφοράς το υπόλοιπο 10% εντός 6 μηνών και θα γίνετο εξόφληση εντός 12 μηνών. Συνεπώς σήμερα οι Ενάγοντες Δικαιούνται το ποσό των Λ.Κ.15.571.- πλέον Φ.Π.Α. 10% που ανέρχεται σε Λ.Κ. 1.557,18 Φ.Π.Α. ήτοι €26.604,63 και €2.660,60 Φ.Π.Α.”

 

Δεν βλέπουμε κανένα επομένως λανθασμένο υπολογισμό από το Δικαστήριο και ο πρώτος τούτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Λόγος Έφεσης 2 – Λόγος Έφεσης 3 – Η κατ’ ισχυρισμό πρόωρη καταχώρηση της αγωγής και η μη πληρωτέα αξιούμενη αμοιβή.

 

Σύμφωνα με τα επιχειρήματα των εφεσειόντων, τα οποία είναι κοινά στους δύο αυτούς λόγους έφεσης, η αγωγή των εφεσιβλήτων [*291]ήταν πρόωρη και η αξιούμενη αμοιβή μη πληρωτέα, επειδή κατά παράβαση συγκεκριμένων όρων του μεταξύ των διαδίκων υπογραφέντος συμβολαίου, οι οικοδομικές εργασίες δεν είχαν συμπληρωθεί και ο επιβλέπων αρχιτέκτων δεν επιβεβαίωσε κάτι τέτοιο. Οι εφεσείοντες επικαλούνται προς τούτο το Άρθρο 12(2) του Συμβολαίου σε σχέση με τα οποίο, όπως ισχυρίζονται, ελλείπει πρωτόδικη δικαστική κρίση. Ισχυρίζονται περαιτέρω οι εφεσείοντες ότι επίσης, κατά παράβαση όρων του συμβολαίου, ο επιβλέπων αρχιτέκτονας/πολιτικός μηχανικός (Α/ΠΜ) δεν παρέλαβε το έργο και δεν πιστοποίησε την αξιούμενη πληρωμή, έτσι ώστε αυτή να καταστεί πληρωτέα.

 

Σε σχέση, έμμεση τουλάχιστον με το θέμα τούτο, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής στην σελίδα 5 της Απόφασής του:

 

“Οι Εναγόμενοι κατέβαλαν στους Ενάγοντες το ποσό των Λ.Κ. 21.818,19 με βάση τρία τιμολόγια. Αυτό διαπιστώνεται από τα τεκμήρια 16, 17 και 23 που αποτελούν τις αποδείξεις εισπράξεως καθώς και τα τιμολόγια που έκδωσαν οι Ενάγοντες χωρίς οποιονδήποτε παραπεμπτικό από τους αρχιτέκτονες του έργου. Οι Εναγόμενοι εξόφλησαν τα ποσά που ζητούντο στα τιμολόγια και ως εκ τούτοι οι Ενάγοντες έκδωσαν τις αντίστοιχες αποδείξεις. Συνεπώς είναι βάσιμη η θέση του Μ.Ε.1 ότι ουσιαστικά έχει αδρανοποιήσει το Άρθρο 20 το Τεκμήριο 1 που μιλά για την έκδοση ενδιάμεσων πιστοποιητικών από τον αρχιτέκτονα – πολιτικό μηχανικό με βάση το Άρθρο 31 του ιδίου συμβολαίου αφού οι Εναγόμενοι για την πληρωμή των πιο πάνω τιμολογίων δεν χρειάστηκαν την έκδοση ενδιάμεσου πιστοποιητικού.”

 

Και αργότερα, στη σελίδα 9 της Απόφασης:

 

“………. Από τη συμπεριφορά αμφοτέρων των διαδίκων και τα τιμολόγια πληρωμής, διαπιστώνεται ότι δεν τηρήθηκαν άμεσα όλοι οι όροι του συμβολαίου άσχετα αν ήταν σε ισχύ.”

 

Η κρίση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι βέβαια ορθή και, εν πάση περιπτώσει, τυγχάνει παραδεκτό το γεγονός ότι έγιναν τρεις πληρωμές ποσών από τους εφεσείοντες οι οποίες λογίστηκαν έναντι του συνολικού συμφωνηθέντος ποσού, παρά το ότι δεν αντιπροσώπευαν αξία εκτελεσθείσας εργασίας η οποία να είχε πιστοποιηθεί με την έκδοση σχετικού πιστοποιητικού από τον επιβλέποντα Α/ΠΜ, παρά τις ρητές πρόνοιες του μεταξύ των διαδίκων συμβολαίου. Μπορούσε επομένως το Δικαστήριο να οδηγηθεί στο συμπέρασμα στο οποίο οδηγήθηκε, ότι αδρανοποιήθηκε [*292]το Άρθρο 20 του συμβολαίου – Τεκμήριο 1 – το οποίο προνοούσε για την έκδοση από Α/ΠΜ ενδιάμεσων πιστοποιητικών προτού διενεργηθεί οποιαδήποτε ενδιάμεση πληρωμή.

 

Παρόλον τούτο όμως, η προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν φαίνεται να κατευθύνθηκε προς την άλλη, ουσιώδους σημασίας πρόνοια του συμβολαίου, η οποία προνοούσε για την πιστοποίηση της πλήρους συμπλήρωσης των εργασιών και πάλι από τον επιβλέποντα Α/ΠΜ. Παρατηρούμε ότι στις παρα. 7(δ) και (ε) της Έκθεσης Υπεράσπισης των εφεσειόντων, εγειρόταν ρητός ισχυρισμός ότι δεν είχε εκδοθεί σχετικό πιστοποιητικό πληρωμής από τον Α/ΠΜ, δυνάμει του συμβολαίου, ώστε οι εφεσίβλητοι να εδικαιούντο να αξιώσουν το διεκδικούμενο ποσό και ότι “Δεν παραλήφθηκε το έργο από τον Α/ΠΜ και/ή δεν αποπερατώθηκε και επομένως δεν κατέστη πληρωτέο το αξιούμενο ποσό…”.

 

Ο δικογραφημένος αυτός ισχυρισμός των εφεσειόντων βρίσκει έρεισμα στις πρόνοιες του όρου 12(2) του Συμβολαίου οι οποίες έχουν ως ακολούθως:

 

“(2) Όταν κατά τη γνώμη του Α/ΠΜ οι Εργασίες Υπεργολαβίας είναι έμπρακτα συμπληρωμένες, ο Α/ΠΜ θα επιβεβαιώσει τούτο γραπτώς εις τον Εργολάβο με αντίγραφο προς τον Υπεργολάβο, και η έμπρακτη συμπλήρωση των Εργασιών Υπεργολαβίας θα θεωρείται προς όλους τους σκοπούς του Άρθρου 17 ή 28(ε) των Όρων Κυρίως Συμβολαίου ότι έχει πραγματοποιηθεί κατά την ημέρα η οποία καθορίζεται εις την εν λόγω γραπτή επιβεβαίωση.”

 

Το γεγονός ότι οι εφεσείοντες έλαβαν κατοχή του ανεγερθέντος εργοστασίου επειδή επείγοντο, το παραδέχθηκαν και οι ίδιοι. Όμως, όπως προκύπτει από αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, και τυγχάνει επίσης παραδεκτό γεγονός στην Απάντηση στην Υπεράσπιση, το έργο πράγματι δεν παραλήφθηκε από τον Α/ΠΜ, και επομένως ουδέποτε αυτός πιστοποίησε ότι οι εργασίες ήσαν “έμπρακτα συμπληρωμένες”. Επ’ αυτού, του καίριας σημασίας θέματος, δεν φαίνεται να υπήρξε οποιαδήποτε ενασχόληση στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση και, επομένως, το μέρος εκείνο της υπεράσπισης των εναγομένων-εφεσειόντων παρέμεινε χωρίς δικαστική κρίση. Η προαναφερθείσα δικαστική κρίση περί της αδρανοποίησης προνοιών του Άρθρου 20 του Συμβολαίου ως προς την ορθή διαδικασία διενέργειας ενδιάμεσων πληρωμών, κατ’ ουδένα λόγο δεν καλύπτει και το θέμα της μη τήρησης της πρόνοιας περί πιστοποίησης της έμπρακτης συμπλήρωσης των [*293]εργασιών από τον επιβλέποντα Α/ΠΜ. Πρόκειται για ένα ανεξάρτητο και κορυφαίας σημασίας θέμα, το οποίο άλλωστε οδήγησε και στην όλη επίδικη διαφορά, η οποία εδράζεται στη διάσταση απόψεων ως προς τη συμπλήρωση ή μη, και/ή την ορθή διεκπεραίωση όλων των εργασιών από τους εφεσίβλητους.

 

Όπως έχει επανειλημμένα και με συνέπεια νομολογηθεί, η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να περιέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση πάνω σε όλα τα επίδικα θέματα τα οποία εγείρονται με βάση τα δικόγραφα και τη δοθείσα μαρτυρία (Δημητρίου κ.ά. ν. Αχιλλέα κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 316, Βασιλείου κ.ά. ν. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125, Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552).

 

Στην υπό κρίση υπόθεση ελλείπει η κρίση του Δικαστηρίου επί ενός ζωτικής σημασίας επίδικου θέματος. Ουσιαστικά, εκείνο το οποίο θα έπρεπε να αποφασισθεί είναι το θέμα του ποιες είναι οι ενδεχόμενες επιπτώσεις από το γεγονός ότι η λήξη των οικοδομικών εργασιών δεν συνοδεύτηκε από τη διενέργεια ελέγχου και δεν επιβεβαιώθηκε γραπτώς από τον Α/ΠΜ του έργου ότι οι εργασίες ήσαν έμπρακτα συμπληρωμένες οπότε και μόνον τότε, θα θεωρείτο ως λαβούσα χώρα και η έμπρακτη συμπλήρωση των εργασιών επί τη βάσει των όρων του συμβολαίου.

 

Πρόκειται για θέμα το οποίο θα μπορούσε να εξετασθεί και αποφασισθεί από το Εφετείο, δεδομένου ότι όλα τα γεγονότα και η σχετική μαρτυρία είναι διαθέσιμα, ενώ δεν απαιτείται οποιαδήποτε αξιολόγηση μαρτυρίας και εξαγωγή ευρημάτων, έργο το οποίο θα ανήκε αποκλειστικά στο πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Σε σχέση με το θέμα τούτο, υπήρξε αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ότι οι επιβλέποντες Α/ΠΜ Χρίστος και Κατερίνα Τρύφωνος, μετά την ολοκλήρωση των κατασκευαστικών εργασιών, απέστειλαν προς τους εφεσίβλητους την επιστολή ημερομηνίας 10.6.2002 (Τεκμήριο 11), με τη οποία ανέφεραν ότι εντόπισαν επί τόπου κακοτεχνίες και ατέλειες και τους καλούσαν να διευθετήσουν άμεσα συνάντηση στο χώρο του εργοστασίου για να επιληφθούν τα μέρη του θέματος “αλλά και να ελέγξουμε την όλη μεταλλική κατασκευή για παραλαβή”. Την επιστολή αυτή παραδέχθηκε ότι την παρέλαβε ο διευθυντής των εφεσιβλήτων στην οποία και απάντησε. Έγινε δε προηγουμένως μια συνάντηση επί τόπου, αλλά όπως κατέθεσε ο ίδιος μάρτυρας, δεν διαπιστώθηκαν οποιεσδήποτε κακοτεχνίες, πλην όμως, ο αρχιτέκτοντας, κατόπιν πίεσης από τους εφεσείοντες, απέστειλε την προαναφερθείσα επιστολή. Όπως δε [*294]πρόσθεσε αργότερα ο μάρτυρας, τις εργασίες δεν τις παρέλαβε ποτέ ο αρχιτέκτοντας, παρά μόνο ο ιδιοκτήτης.

 

Όπως επομένως διαπιστώνεται από αδιαμφισβήτητη και κοινά παραδεκτή μαρτυρία, ουδέποτε έγινε παραλαβή και επιβεβαίωση έμπρακτης συμπλήρωσης των εργασιών από τους κατονομαζόμενους στο συμβόλαιο Α/ΠΜ του έργου, κατά παράβαση του προαναφερθέντος όρου 12(2), οι δε διαφορές των διαδίκων ως προς κατ’ ισχυρισμό κακοτεχνίες και/ή ατέλειες, παρέμειναν αιωρούμενες. Όπως δε περαιτέρω διαπιστώνεται, σύμφωνα με άλλο όρο του μεταξύ των διαδίκων συμβολαίου, δηλαδή του όρου 33, σε περίπτωση που αναφύετο αμφισβήτηση ή διαφορά μεταξύ των διαδίκων, επρονοούντο ειδικές ρυθμίσεις και διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες η διαφορά θα έπρεπε να παραπεμφθεί σε πρώτο στάδιο προς επίλυση στον επιβλέποντα Α/ΠΜ του έργου, του οποίου η απόφαση θα ήταν δεσμευτική και τελεσίδικη, εκτός εάν υποβαλλόταν ένσταση από ένα των συμβαλλομένων εντός καθορισθείσας προθεσμίας, οπότε η διαφορά θα παραπέμπετο σε διαιτησία.

 

Αυτή η παράλειψη όπως ακολουθηθεί η προνοούμενη διαδικασία επίλυσης της διαφοράς είχε ειδικά εγερθεί από τους εφεσείοντες στην παρα. 7(στ) της Υπεράσπισης τους στην οποία αναφερόταν ότι:

 

“(στ) Οι εναγόμενοι όφειλαν όπως παραπέμψουν τη διαφορά των με τους εναγομένους (σημ. προφανώς εκ λάθους αναφέρεται ότι όφειλαν “οι εναγόμενοι” αντί “οι ενάγοντες”) δυνάμει του Άρθρου 33 για επίλυση στον Α/ΠΜ πριν προχωρήσουν στην διεκδίκηση του αξιούμενου ποσού, και επομένως, η παρούσα αγωγή είναι πρόωρη.”

 

Όμως, ούτε αυτή η πτυχή της Υπεράσπισης δεν έτυχε ενασχόλησης στην πρωτόδικη απόφαση, στην οποία αναφορά γίνεται μόνο σε θέμα ενδεχόμενου παραπομπής της διαφοράς σε διαιτησία, που θα ήταν το υστερώτερο στη διαδικασία στάδιο.

 

Κατά την άποψή μας οι δύο αυτές ουσιώδους σημασίας πρόνοιες στο συμβόλαιο των διαδίκων που αφορούσαν στη διαδικασία βεβαίωσης έμπρακτης συμπλήρωσης των εργασιών την οποία όφειλαν να υποκινήσουν οι εφεσίβλητοι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 12(1) του Συμβολαίου, καθώς επίσης και η παραπομπή της διαφοράς προς επίλυση στον Α/ΠΜ του έργου, δεν μπορεί να λεχθεί ότι αδρανοποιήθηκαν για οποιοδήποτε λόγο και ως δεσμευτικές θα έπρεπε να είχαν ακολουθηθεί προτού παραπεμφθεί το θέμα σε διαιτησία και κινηθεί η αγωγή.

[*295]Επομένως, συμφωνούμε με τους εφεσείοντες ότι η καταχώρηση της αγωγής ήταν πρόωρη εφόσον δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες στο Συμβόλαιο προϋποθέσεις και επομένως η Απαίτηση θα έπρεπε να είχε απορριφθεί.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και δεν τίθεται θέμα εξέτασης άλλων λόγων έφεσης. Η Απαίτηση στην αγωγή απορρίπτεται και τα έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων-εναγομένων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο