Erin Resources S.A. (2013) 1 ΑΑΔ 391

(2013) 1 ΑΑΔ 391

[*391]18 Φεβρουαρίου, 2013

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33 ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ERIN RESOURCES S.A. (ΑΙΤΗΤΩΝ) ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ Ή/ΚΑΙ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ HMEΡΟΜΗΝΙΑΣ 5.10.2012 TOY ΕΠΑΡΧΙΑΚΟY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟY ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΗ

ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΤΗΚΕ ΕΚ

ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ PRIME INTERNATIONAL ALLIANCE INC.

ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ 799/12 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 170/12)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Απορρίφθηκε αίτηση για την έκδοση εντάλματος της φύσεως Certiorari προς ακύρωση προσωρινού συντηρητικού διατάγματος το οποίο εκδόθηκε πρωτοδίκως με διαταγή που επέτρεπε τη δυνατότητα παροχής εγγύησης για την έκδοση του, υπό ή εκ μέρους των δικηγορικών γραφείων που εκπροσωπούσαν τους ενάγοντες ― Δεδομένου του επιτρεπτού από τη νομολογία, το θέμα τίθετο εκτός της δικαιοδοσίας εξέτασης  με τη διαδικασία του προνομιακού εντάλματος ― Από τη στιγμή που υπάρχει δυνατότητα άσκησης διακριτικής ευχέρειας δεν χωρεί έκδοση διατάγματος certiorari επ’ αυτού.

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά Διατάγματα ― Παρέχεται η δυνατότητα στο Επαρχιακό Δικαστήριο να επιλέξει, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, εναλλακτικούς τρόπους παροχής εγγύησης για την έκδοση προσωρινού διατάγματος.

[*392]Οι Αιτητές είχαν εξασφαλίσει άδεια προς καταχώρηση αίτησης για την έκδοση εντάλματος της φύσεως Certiorari για την ακύρωση προσωρινού συντηρητικού διατάγματος που οι οι Καθ’ ων η Αίτηση εξασφάλισαν στο πλαίσιο αγωγής ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Το εν λόγω διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου προέβλεπε την παροχή εγγύησης ύψους €80.000 υπό ή εκ μέρους των δικηγορικών γραφείων που εκπροσωπούσαν τους ενάγοντες και ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι τους στην Κύπρο.

 

Προς υποστήριξη της αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari, οι Αιτητές προέβαλαν τα εξής:

 

α)  Η παραχώρηση εγγύησης από άλλο πρόσωπο, παρά τον αιτητή, προς όφελος του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα, αποτελούσε παράβαση της παρ. (2) του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6.

 

β)  Το εκδοθέν πρωτοδίκως συντηρητικό διάταγμα, ερχόταν σε αντίθεση και ήταν κατά παράβαση των απαγορεύσεων του Καν. ΕΚ765/2006, αναφορικά με περιοριστικά μέτρα που αφορούν τη Λευκορωσία και τα περιουσιακά στοιχεία του ιδρυτή της εταιρείας, που ήταν δεσμευμένα.

 

Οι Καθ’ ων η Αίτηση καταχώρησαν ένσταση παραπέμποντας σε σχετική νομολογία.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι μέχρι και το 2007, η νομολογία και η αντίκριση θεμάτων που άπτονταν της απουσίας παραχώρησης εγγύησης από τον αιτητή, για την έκδοση ενός συντηρητικού διατάγματος, ήταν απόλυτη.

 

2.  Διαπιστωνόταν μια διαφοροποίηση με την απόφαση Seamark Consultancy Servises LTD ν. Lasala (2007) 1(A) A.A.Δ. 162.

 

3.  Aποφασίστηκε εκεί με καθαρότητα ότι η από το πρωτόδικο δικαστήριο απόκλιση από την υποχρέωση του αιτητή να υπογράψει ο ίδιος εγγύηση, συνακόλουθα και η έκδοση διαταγής για υπαλλακτικό τρόπο εγγύησης, είναι εφικτή. Η νομολογία όπως καθορίζεται πλέον με την υπόθεση Seamark που αποτελεί απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είναι δεσμευτική.

[*393]4.      Παρέχεται πλέον η δυνατότητα στο Επαρχιακό Δικαστήριο να επιλέξει, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, εναλλακτικούς τρόπους παροχής εγγύησης. Τούτου δοθέντος από τη στιγμή που υπάρχει δυνατότητα άσκησης διακριτικής ευχέρειας δεν χωρεί έκδοση διατάγματος certiorari επ’ αυτού.

 

5.  Το θέμα της εφαρμογής ή όχι του εν λόγω Κανονισμού που επικαλέστηκαν οι αιτητές, και των επιπτώσεων του, αποτελούσε θέμα ουσίας της διαφοράς των διαδίκων, κάτι το οποίο εκφεύγει της δικαιοδοσίας εξέτασης του με τη διαδικασία του προνομιακού διατάγματος.

 

6.  Με τη διαδικασία Certiorari, ελέγχεται η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου και όχι η αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων του.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Seamark Consultancy Services LTD ν. Lasala (2007) 1(A) A.A.Δ. 162,

 

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (Αρ. 2) (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1178,

 

ΚΜ Technologies (Overseas Ltd) (2008) 1(A) A.A.Δ. 263,

 

Λυσιώτης (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066,

 

In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250.

 

Αίτηση.

 

Μ. Κυριακίδης, για τους Αιτητές.

 

Κ. Κακουλλή, (κα), για τους Καθ’ ων η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στο πλαίσιο Γενικής Αίτησης με αριθ. 799/12, η οποία καταχωρήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, βασιζόμενη στον περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμο του 1977 (Ν.107(Ι)/97), η εταιρεία Prime International Alliance Inc. από τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, εξα[*394]σφάλισε στις 5 Οκτωβρίου, 2012, μετά από μονομερή αίτηση, προσωρινό διάταγμα με το οποίο εμποδίζονταν οι τότε καθ’ ων η αίτηση 1 και 2 να προχωρήσουν σε προσδιοριστέες ενέργειες μέχρι την αποπεράτωση διαιτησίας ενώπιον του Αγγλικού δικαστηρίου.

 

Το εν λόγω διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου προέβλεπε την παροχή εγγύησης ύψους €80.000 «υπό ή εκ μέρους των δικηγορικών γραφείων που εκπροσωπεί τους ενάγοντες και ενεργούν ως αντιπρόσωποι τους στην Κύπρο…..»

 

Μετά από αίτηση, για παραχώρηση αδείας με στόχο την καταχώρηση αιτήσεως για έκδοση διατάγματος certiorari, χορήγησα σχετική άδεια με απόφαση ημερ. 29 Οκτωβρίου, 2012. Είχα, μεταξύ άλλων, τότε θεωρήσει ότι η παραχώρηση εγγύησης από άλλο πρόσωπο, παρά τον αιτητή, προς όφελος του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα, αποτελούσε παράβαση της παρ. (2) του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6.

 

Η αίτηση για έκδοση διατάγματος certiorari καταχωρήθηκε και οι καθ’ ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση.

 

Είχα την ευκαιρία να έχω ενώπιον μου τις εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις αμφοτέρων των ευπαιδεύτων συνηγόρων, κάτι το οποίο ήταν βοηθητικό για την αντίκριση των εγειρομένων θεμάτων.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση πρόβαλε, μέσα από την καταχωρηθείσα ένσταση, ένα προδικαστικό, αν μπορώ να το ονομάσω έτσι, θέμα που άπτεται της διαδικασίας και συγκεκριμένα ότι η αίτηση για παραχώρηση αδείας, που υποβλήθηκε από τους αιτητές, δεν συνοδευόταν με πιστοποιημένο αντίγραφο του εκδοθέντος διατάγματος.

 

Έχω μελετήσει το φάκελο της Πολιτικής Αίτησης 157/12, που όπως σημείωσα αποτελεί την αίτηση για χορήγηση αδείας και διαπιστώνω ότι το συνταχθέν διάταγμα, που εκδόθηκε στις 5 Οκτωβρίου, 2012, είναι μεν φωτοτυπία, πλην, όμως, έχει σφραγίδα ως «πιστόν αντίγραφο» από την Άννα Στυλιανού, πρωτοκολλητή, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Συνακόλουθα, η εισήγηση περί αντικανονικότητας δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Το κύριο και σημαντικό θέμα που καλούμαι σήμερα να απαντήσω άπτεται της αναγκαιότητας συμμόρφωσης με τις πρόνοιες της παρ. (2) του Άρθρου 9 του Κεφ.6. Η συνήγορος των καθ’ ων η αί[*395]τηση με την αγόρευση της εισηγήθηκε ότι μετά την έκδοση διαφόρων αποφάσεων από Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε πρωτόδικη δικαιοδοσία, σύμφωνα με τις οποίες η υποχρέωση παροχής εγγύησης από το πρόσωπο προς όφελος του οποίου εκδόθηκε ένα διάταγμα, υπήρχε, εκδόθηκε η απόφαση στην υπόθεση Seamark Consultancy Services Ltd ν. Lasala (2007) 1(A) A.A.Δ.162.

 

Σύμφωνα με το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης, σε εκδοθέν συντηρητικό διάταγμα, το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε διατάξει τους αιτητές να καταθέσουν τραπεζική εγγύηση και θεωρήθηκε ότι δεν ερχόταν σε σύγκρουση με τις πρόνοιες της παρ. (2) του Άρθρου 9 του Κεφ.6. Επιπρόσθετα, το δικαστήριο χαρακτήρισε τη δοθείσα τραπεζική εγγύηση ως προδήλως υπέρτερη εκείνης που είχε υπόψη του ο νομοθέτης όταν θέσπιζε τη συγκεκριμένη υποχρέωση, με βάση το πιο πάνω άρθρο.

 

Ο συνήγορος των αιτητών παρέθεσε την μέχρι τώρα νομολογία, όπως αυτή εξάγεται από τις πρωτόδικες, όντως, αποφάσεις, Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και εισηγήθηκε ότι στην υπόθεση Seamark το Δικαστήριο έκαμε ειδική μνεία για την υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (Αρ. 2) (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1178, σημειώνοντας ότι τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης ήταν διαφορετικά από τα δεδομένα της υπόθεσης Seamark και συνεπώς, πρόσθεσε ο κ. Κυριακίδης, η νομολογία δεν έχει διαφοροποιηθεί. 

 

Παράλληλα η κα. Κακουλλή έκαμε αναφορά και στην υπόθεση ΚΜ Technologies (Overseas Ltd) (2008) 1(A) A.A.Δ.263 που το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι η παροχή εγγύησης μέσω των δικηγόρων των αιτητών, ερχόταν σε αντίθεση με τις πρόνοιες του Άρθρου 9(2) του Κεφ.6. 

 

Έχω μελετήσει με προσοχή τη νομολογία που έθεσαν ενώπιον μου οι συνήγοροι.

 

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μέχρι και το 2007 η νομολογία και η αντίκριση θεμάτων που άπτοντο της απουσίας παραχώρησης εγγύησης από τον αιτητή ενός συντηρητικού διατάγματος, ήταν απόλυτη. Διαπιστώνω μια διαφοροποίηση με την απόφαση Seamark, στην οποία το θέμα της εγγύησης και η ενδεχόμενη παραβίαση των προνοιών του Άρθρου 9(2) του Κεφ.6 συζητήθηκε καθότι αποτελούσε λόγο έφεσης. Δεν είναι, με όλο το σεβασμό προς το συνάδελφο μου, εντελώς ξεκάθαρο το σκεπτικό για το θέμα, πλην, όμως, αποφασίστηκε με καθαρότητα ότι η από το πρω[*396]τόδικο δικαστήριο απόκλιση από την υποχρέωση του αιτητή να υπογράψει ο ίδιος εγγύηση, συνακόλουθα η έκδοση διαταγής, για υπαλλακτικό τρόπο εγγύησης, είναι εφικτό. Η νομολογία όπως καθορίζεται πλέον με την υπόθεση Seamark που αποτελεί απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είναι δεσμευτική.

 

Συνακόλουθα, θεωρώ ότι παρέχεται πλέον η δυνατότητα στο Επαρχιακό Δικαστήριο να επιλέξει, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, εναλλακτικούς τρόπους παροχής εγγύησης. Τούτου δοθέντος από τη στιγμή που υπάρχει δυνατότητα άσκησης διακριτικής ευχέρειας δεν χωρεί έκδοση διατάγματος certiorari επ’ αυτού.  Βλ. Λυσιώτης (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066. Επομένως, αυτό το σκέλος της ενστάσεως επιτυγχάνει.

 

Ο αιτητής υπέβαλε περαιτέρω ότι, το εκδοθέν πρωτοδίκως συντηρητικό διάταγμα, ημερ. 5 Οκτωβρίου, 2012, έρχεται σε αντίθεση και είναι κατά παράβαση των απαγορεύσεων του Καν. ΕΚ765/2006, αναφορικά με περιοριστικά μέτρα που αφορούν τη Λευκορωσία και τα περιουσιακά στοιχεία του ιδρυτή της εταιρείας Prime, κ. Αnatoly Ternavsky, που ήταν δεσμευμένα. 

 

Υπήρχε, εισηγήθηκε ο κ. Κυριακίδης, διαδικασία η οποία θα επέτρεπε τη δυνατότητα αποδέσμευσης, κάτι το οποίο οι καθ’ ων η αίτηση δεν έχουν εφαρμόσει, υιοθετώντας την παροχή εγγύησης μέσω των δικηγόρων τους.

 

Η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση αποδέχτηκε ότι εκ πρώτης όψεως υπάρχει μεν ο σχετικός Κανονισμός, έδωσε όμως μια διαφορετική ερμηνεία του θέματος, κάτι το οποίο δεν θα με απασχολήσει περαιτέρω, γιατί αποτελεί την ουσία της διαφοράς η οποία θα επιλυθεί στο πρωτόδικο δικαστήριο. Υποστήριξε όμως η κα. Κακουλλή ότι εάν εφαρμοζόταν ο εν λόγω Κανονισμός και επιδιωκόταν η εξασφάλιση της έγκρισης των χωρών μελών για την αποδέσμευση χρημάτων για την εγγύηση, θα χρειαζόταν μεγάλο χρονικό διάστημα που θα ήταν καταστροφικό για τα δικαιώματα των καθ’ ων η αίτηση. Ακόμα περαιτέρω είπε, η συνήγορος, θα στερούντο οι αιτητές της δυνατότητας προσφυγής στο Δικαστήριο. 

 

Όπως έχω σημειώσει, το θέμα της εφαρμογής ή όχι του εν λόγω κανονισμού, και των επιπτώσεων του, αποτελεί θέμα ουσίας της διαφοράς των διαδίκων, κάτι το οποίο εκφεύγει της δικαιοδοσίας εξέτασης του με τη διαδικασία του προνομιακού διατάγματος. Με τη διαδικασία certiorari, ελέγχεται η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου και όχι η αναθε[*397]ώρηση της ορθότητας των αποφάσεων του. (In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο