Kayat Trading Ltd ν. Genzyme Corporation (Αρ. 1) (2013) 1 ΑΑΔ 438

(2013) 1 ΑΑΔ 438

[*438]21 Φεβρουαρίου, 2013

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

ΚΑΥΑΤ TRADING LIMITED,

 

Εφεσείοντες - Ενάγοντες,

 

ν.

 

GENZYME CORPORATION (ΑΡ. 1),

 

Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 316/2010)

 

 

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Εμπειρογνώμονες ― Το κατά πόσο ένας μάρτυρας έχει τα απαιτούμενα προσόντα να κριθεί εμπειρογνώμονας, είναι ζήτημα που εμπίπτει στη σφαίρα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία μάρτυρας δεν έγινε δεκτός να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας σε συγκεκριμένο θέμα και επιπρόσθετα δεν του επιτράπηκε να καταθέσει   τεκμήριο έκθεσης, που δεν είχε ο ίδιος υπογράψει.

 

Απόδειξη ― Έγγραφα ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκρίθη ότι το γεγονός της υπογραφής του εγγράφου έκθεσης από κάποιο άλλο πρόσωπο, δεν άφηνε περιθώρια κατάθεσής του από πρόσωπο διαφορετικό.

 

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Εμπειρογνώμονες ― Ένας πραγματογνώμονας είναι επιτρεπτό να εκφέρει γνώμη και ανάλογα να ετοιμάσει σχετική έκθεση, εφόσον τα προσόντα που προηγουμένως στοιχειοθετείται ότι έχει, του δίδουν αυτή τη δυνατότητα ― Η έλλειψη των προσόντων τα οποία συσχετίζονται με την έκφραση συγκεκριμένης γνώμης, του αφαιρούν και την ευχέρεια εκφοράς τέτοιας γνώμης ― Νομολογιακή επισκόπηση.

 

Λέξεις και Φράσεις ― «αρχική δήλωση», στο Άρθρο 23 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτόδικης ενδιάμεσης απόφασης με την οποία δεν έγινε αποδεκτό όπως συγκεκριμένος μάρτυρας καταθέσει ως εμπειρογνώμονας και δεν επιτράπηκε η κατάθεση τεκ[*439]μηρίου έκθεσης που παρουσίασε ο μάρτυρας, με το σκεπτικό ότι  μόνο το πρόσωπο που είχε υπογράψει την έκθεση, μπορούσε να την παρουσιάσει στο Δικαστήριο.

 

Οι λόγοι που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε την παρουσίαση της εν λόγω έκθεσης ως τεκμηρίου, ήταν διότι δεν κρίθηκε ο μάρτυρας ως εμπειρογνώμονας και η έκθεση υπογράφετο από άλλο πρόσωπο και όχι από τον μάρτυρα.

 

Όπως αναλύθηκε πρωτοδίκως το περιεχόμενο της σχετικής έκθεσης, δεν μπορούσε να στηρίξει τη θέση που προβλήθηκε από τον ενάγοντα, ότι ενέπιπτε στην ειδικότητα του μάρτυρα.

 

Εκρίθη περαιτέρω πως το γεγονός ότι το έγγραφο υπογραφόταν  από κάποιο άλλο πρόσωπο, δεν άφηνε περιθώρια κατάθεσής του από πρόσωπο διαφορετικό.

 

Το εν λόγω έγγραφο ζητήθηκε από τους εφεσείοντες όπως κατατεθεί ως «αρχική δήλωση και μαρτυρία από πρόσωπο το οποίο ισχυρίζετο ότι είχε πρωτεύοντα ρόλο στην ετοιμασία του.

 

Πρόκειτο περί επιστολής όπου αναφερόταν ότι είχε ολοκληρωθεί έρευνα, που στηρίχθηκε αυτή, ποία ήταν τα αποτελέσματα της, οι προοπτικές πώλησης ενός φαρμάκου και ακόμη προτάσεις για διαφήμιση του.

 

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβλήθηκε για δυο λόγους:

 

1.  Πρόωρα και/ή λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας δεν ήταν εμπειρογνώμονας ώστε να μπορούσε να καταθέσει στο Δικαστήριο ως πλήρες τεκμήριο τη σχετική έκθεση.

 

2.  Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι μόνο το πρόσωπο που είχε υπογράψει την έκθεση, μπορούσε να την παρουσιάσει στο δικαστήριο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ήταν παραδεκτό ότι ο μάρτυρας σπούδασε ιατρική, απέκτησε ειδικότητα στην εσωτερική παθολογία και διδάσκει το αντικείμενο της γνώσης του, σε πανεπιστήμιο. Η «έκθεση» την οποία προσπάθησε ο μάρτυρας ανεπιτυχώς να παρουσιάσει στο Δικαστήριο [*440]αναφερόταν σε έρευνα της αξιολόγησης των προοπτικών πώλησης του σκευάσματος φαρμάκου.

 

2.  Ήταν ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι οι σπουδές στην ιατρική και η ειδικότητα στην παθολογία  ως επίσης και τα ακαδημαϊκά προσόντα και πείρα στη διδασκαλία της ιατρικής, δεν του προσέδιδαν αυτόματα την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα επί του εξεταζόμενου θέματος που αφορούσε στις προοπτικές πώλησης του συγκεκριμένου φαρμάκου στη συγκεκριμένη αγορά.

 

3.  Ασφαλώς η εν λόγω επιστολή δεν μπορούσε να ενταχθεί στο νομοθετικό ορισμό της «αρχικής δήλωσης». Περαιτέρω, υπογραφόταν από άλλο πρόσωπο και όχι από τον συγκεκριμένο μάρτυρα.  Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά έκρινε τη μη αποδοχή της και δεν χωρούσε παρέμβαση του Εφετείου.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

1345 Anonymous Lib. Ass. 28 pl.5 (28 Ed. 11),

 

Folkes v. Chadd [1782] 3 Douglas 157,

 

R. v. Ferrers [1760] 19 Howell, State Trials 1126-1135,

 

Seven, King and Company v. Imperial Ins. Company, The Times Ap. 14, 1820,

 

Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1,

 

Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 746,

 

Davie v. Edinburgh Magistrates [1953] S.C. 34,

 

National Justice Company Naviera v. Prudential Ass. Co. Ltd (Ikaria Reefer) [1993] 37 E.G. 158, [1993] 2 LLR 68,

 

National Justice Company Naviera v. Prudential Ass. Co. Ltd (Ikaria Reefer) [1993] 2 LLR 68,

 

XYZ a.ο. v, Shering Health Care Ltd a.ο. [2002] EWHC 1420 (QB)

 

R. v. Silverlock [1894] 2 QB 766,

[*441]Evangelou a.o.. v. Ambizas a.o. (1982) 1 C.L.R. 41,

 

Θεοσκέπαστη Φαρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 934,

 

R. v. Robb [1991] 93 Cr. App.R. 61.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιάτσος, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 7462/2002), ημερομ. 7/10/2010.

 

A. Λαδάς με Γ. Γεωργιάδη, για τους Εφεσείοντες.

 

Π. Πολυβίου με Στ. Πολυβίου (κα), για τους Εφεσιβλήτους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π:  Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Λ. Παρπαρίνος Δ.  

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Μέσα στα πλαίσια ακροαματικής διαδικασίας το πρωτόδικο δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 7/10/10 δεν επέτρεψε την κατάθεση ως τεκμηρίου, «έκθεσης» της Ουκρανικής Επιστημονικής Θεραπευτικής Εταιρείας ημερ. 25/2/98 που παρουσίασε ο Μ.Ε.5, Sergiy M. Tkach. Οι λόγοι που το δικαστήριο δεν επέτρεψε την παρουσίαση της άνω «έκθεσης» ως τεκμηρίου ήταν διότι δεν κρίθηκε ο μάρτυρας ως εμπειρογνώμονας και η «έκθεση» υπογράφετο από άλλο πρόσωπο και όχι από τον μάρτυρα. Το σχετικό μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης έχει ως ακολούθως:

 

«Ξεκινώντας από το δεύτερο αυτό ζήτημα και προκειμένου να καταλήξει το Δικαστήριο, θα πρέπει να εξεταστεί η μαρτυρία που δόθηκε από το μάρτυρα, προκειμένου να στοιχειοθετήσει τα προσόντα, με βάση τα οποία επικαλείται την ειδικότητα ετοιμασίας της έκθεσης και το περιεχόμενο βεβαίως της έκθεσης αυτής, για να συσχετιστεί με τα προσόντα που τέθηκαν.

 

Στην παράγραφο 2 της γραπτής κατάθεσης του μάρτυρα, Τεκμ. «Γ1», τίθεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι σπούδασε ιατρική, απέκτησε ειδικότητα στη εσωτερική παθολογία και διδάσκει το αντικείμενο της γνώσης του, την ιατρική, σε πανεπιστήμιο.  Αυτά είναι τα προσόντα του μάρτυρα. Η έκθεση, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαμάχης σε αυτό το στάδιο, ετοιμά[*442]στηκε από την Ουκρανική Επιστημονική Θεραπευτική Εταιρεία, της οποίας είναι μέλος ο Μ.Ε.5 και σκοπό είχε, όπως αναγράφεται στο προοίμιό της, τη διενέργεια έρευνας αξιολόγησης των προοπτικών πώλησης του σκευάσματος μελατονίνης MelaPure. Είναι δε κατάληξη αυτής της έκθεσης ότι οι γενικές ανάγκες στη συγκεκριμένη χώρα εκτιμούνται σε ένα αριθμό εκατομμυρίων συσκευασιών.

 

Όπως και να εξεταστεί το περιεχόμενο αυτής της έκθεσης, δεν μπορεί να στηρίξει τη θέση που ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγόντων προέβαλε, ότι εμπίπτει στην ειδικότητα του μάρτυρα. Ένας πραγματογνώμονας είναι επιτρεπτό να εκφέρει γνώμη και ανάλογα να ετοιμάσει σχετική έκθεση, εφόσον τα προσόντα που προηγουμένως στοιχειοθετείται ότι έχει, του δίδουν αυτή τη δυνατότητα. Συνεπώς, η έλλειψη των προσόντων τα οποία συσχετίζονται με την έκφραση συγκεκριμένης γνώμης, του αφαιρούν και την ευχέρεια εκφοράς τέτοιας γνώμης και παρουσίασής της ως μαρτυρίας στο Δικαστήριο.

 

Ως αποτέλεσμα, δεν είναι επιτρεπτό στο μάρτυρα να προχωρήσει στην κατάθεση της συγκεκριμένης έκθεσης.

 

Το δεύτερο ζήτημα είναι το ζήτημα της υπογραφής αυτής της έκθεσης. Υπογράφεται από άλλο πρόσωπο και, όπως αναφέρθηκε, επιζητείται να παρουσιαστεί ως αρχική δήλωση και μαρτυρία από πρόσωπο το οποίο ισχυρίζεται ότι είχε πρωτεύοντα ρόλο στην ετοιμασία της. Το γεγονός ότι ένα έγγραφο υπογράφεται από κάποιο άλλο, δεν αφήνει περιθώρια κατάθεσής του από πρόσωπο διαφορετικό, πάντα για τους λόγους που η πλευρά των εναγόντων ζητά.»

 

Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου προσβάλλεται για δυο λόγους:

 

1. Πρόωρα και/ή λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εκρινε ότι ο Μ.Ε.5 Sergiy M. Tkach δεν ήταν εμπειρογνώμονας ώστε να μπορεί να καταθέσει στο δικαστήριο ως πλήρες τεκμήριο την έκθεση ημερ. 25/2/98.

 

2. Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι μόνο το πρόσωπο που είχε υπογράψει την έκθεση μπορούσε να την παρουσιάσει στο δικαστήριο.

 

Ενώπιον μας ο συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι η [*443]καθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν λανθασμένη αναφορικά με το στάδιο αποδεκτότητας του Μ.Ε.5 ως εμπειρογνώμονα. Η ορθή αρχή, σύμφωνα με το συνήγορο, είναι ότι ένας μάρτυρας κρίνεται ως εμπειρογνώμονας ή όχι, στο στάδιο της αποδεκτότητας της μαρτυρίας μόνο στις περιπτώσεις που ξεκάθαρα αυτός δεν είναι εμπειρογνώμονας. Αντίθετα στις περιπτώσεις όπου υπάρχει αμφιβολία η εξέταση του θέματος μετατίθεται στο στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας όταν πλέον το δικαστήριο θα έχει ενώπιον του τα πλήρη στοιχεία που θα έχουν προκύψει από την αντεξέταση του και άλλη μαρτυρία που τυχόν θα προσαχθεί. Επίσης ήταν η εισήγηση του ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τον Μ.Ε.5 ως μη εμπειρογνώμονα λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο επί του οποίου θα κατέθετε.

 

Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο εισηγήθηκε ότι σύμφωνα με τη δοθείσα μαρτυρία ο Μ.Ε.5 είναι ο συντάκτης της έκθεσης ημερ. 25/2/98 ενώ το πρόσωπο που την υπογράφει έπραξε αυτό υπό την ιδιότητα του ως Προέδρου της Ουκρανικής Επιστημονικής Θεραπευτικής Εταιρείας και όχι υπό την προσωπική του ιδιότητα. Με τα δεδομένα αυτά ο Μ.Ε.5 ήταν, σύμφωνα με την εισήγηση, το καταλληλότερο πρόσωπο για να την παρουσιάσει.

 

Αντίθετα ο συνήγορος των εφεσιβλήτων υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.

 

Το κοινοδίκαιο ασχολήθηκε από τον Μεσαίωνα με θέματα που αφορούσαν το πότε και πώς θα χρησιμοποιείτο η εμπειρογνωμοσύνη σε βοήθεια επίλυσης διαφορών. Το 1345 εντοπίζεται υπόθεση όπου το δικαστήριο κλήτευσε χειρούργους για να καταθέσουν κατά πόσο τραύμα ήταν φρέσκο ή όχι. (βλ. 1345 Anonymous Lib. Ass. 28 pl.5 (28 Ed. 11). Η κλήτευση αυτού του είδους μαρτύρων από το δικαστήριο σταμάτησε περί το τέλος του 18ου αιώνα λόγω των μεταρυθμίσεων που επήλθαν με αποτέλεσμα υπεύθυνοι ν’ αποδείξουν ενώπιον του δικαστηρίου την υπόθεση τους, ήταν πλέον οι διάδικοι. Αυτό οδήγησε να έχουν περισσότερο έλεγχο στην προσαγωγή μαρτυρίας και εξέταση των μαρτύρων ενώπιον του δικαστηρίου. Αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν η ανάπτυξη σε μεγάλο βαθμό του περί Αποδείξεως Νόμου. Ο περιορισμός έκφρασης γνώμης από μάρτυρες γεγονότων συνοδεύτηκε με εξαίρεση στο κανόνα προς όφελος των μαρτύρων-εμπειρογνωμόνων.  Αυτοί μετατράπηκαν σε ξεχωριστή νομική οντότητα από τους άλλους μάρτυρες και επιτρέπετο σ’ αυτούς να καταθέτουν στα δικαστήρια τα συμπεράσματα τους. Η Folkes v. Chadd [1782] 3 Douglas 157  θεωρείται ως η υπόθεση που καθιέρωσε την αποδεκτότητα της μαρτυρίας εμπειρογνώμονα και [*444]επιβεβαίωσε ότι οι εμπειρογνώμονες μπορούν να καταθέσουν απ’ ευθείας στους ενόρκους ως μάρτυρες του ενός ή άλλου διαδίκου.

 

Η ανάπτυξη του «opinion rule» έδωσε ώθηση σ’ ένα παρεμφερή κανόνα αποδείξεως, τον «hypothetical question requirement” όπου ο εμπειρογνώμονας δεν έχει προσωπική αντίληψη των επιδίκων γεγονότων αλλά προμηθεύει τα μέσα στους ενόρκους για να εξετάσουν το συμπέρασμα και εξηγεί τους λόγους επί τους οποίους εδράζεται το συμπέρασμα του. (βλ. R. v. Ferrers [1760] 19 Howell, State Trials 1126-1135).

 

Όπως προχωρούσε ο 19ος αιώνας, η ανάπτυξη και η εξάπλωση της βιομηχανίας είχε ως αποτέλεσμα ο αριθμός και το είδος των εμπειρογνωμόνων που παρουσιάζοντο στις δίκες ν’ αυξάνεται ραγδαία. Τότε διεφάνησαν και τα πρώτα προβλήματα σχετικά με τους μάρτυρες αυτούς, με ανάλογη κριτική από τα δικαστήρια αναφορικά με την ποιότητα της μαρτυρίας, (βλ. Seven, King and Company v. Imperial Ins. Company, The Times Ap. 14, 1820).  Στο σύγγραμμα Golan “The History of Scientific Expert Testimony in the English Courtroom [1999] 12 Science in Context 7, 20, αναφέρονται χαρακτηριστικά:

 

«……… their conduct was seen as the corruption of their science, of selling its credibility to the higher bidder.”

 

Στο τέλος του 19ου αιώνα, οι εμπειρογνώμονες, με τη σύγχρονη έννοια, έγιναν «βασικοί παίκτες» στις δικαστικές διαδικασίες.  Με το χρόνο όμως τέθηκαν φραγμοί και δικλείδες ασφαλείας στην παρουσίαση τέτοιας μαρτυρίας που βοήθησαν στην μείωση της δυνατότητας τυχόν κατάχρησης. Το όλο ζήτημα στην Μεγάλη Βρετανία διέπεται πλέον από νομοθετική ρύθμιση (βλ. Civil Evidence Act [1972] s.3(1)).

 

Η αποδεκτότητα μαρτυρίας εμπειρογνώμονα είναι εξαίρεση στο κανόνα ότι ο μάρτυρας δεν εκφέρει γνώμη επί του επιδίκου θέματος. Ο σκοπός της εξαίρεσης είναι, ο μάρτυρας εμπειρογνώμονας:

 

«……… να δώσει στο δικαστήριο τ’ αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για να μπορεί να ελέγξει την ακρίβεια των συμπερασμάτων του ώστε να καταστεί δυνατό για το δικαστήριο να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί με τη μαρτυρία».

 

(βλ. Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1, Νικολάου ν. [*445]Σταύρου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 746, Davie v. Edinburgh Magistrates [1953] S.C. 34).

 

Στη National Justice Company Naviera v. Prudential Ass. Co. Ltd (Ikaria Reefer) [1993] 37 E.G. 158, [1993] 2 LLR 68 αναφέρονται με καθαρότητα τα καθήκοντα του εμπειρογνώμονα μάρτυρα προς το δικαστήριο. Όσον αφορά το καθήκον του δικαστηρίου προς αυτής της φύσεως μαρτυρία βλ. την XYZ a.o. v. Shering Health Care Ltd a.o. [2002] EWHC 1420 (QB).

 

Προκειμένου ένας διάδικος να μπορέσει να προσφέρει μαρτυρία εμπειρογνώμονα θα πρέπει να καταδειχθεί ότι η μαρτυρία αυτή είναι αναγκαία στα περιστατικά της υπόθεσης και ότι ο προτιθέμενος να καταθέσει «εμπειρογνώμονας» έχει τα προσόντα που χρειάζονται ώστε να δώσει μαρτυρία. Το βάρος είναι επί των ώμων εκείνου που επιθυμεί να προσάξει τέτοιους είδους μαρτυρία. Τελικά είναι το δικαστήριο που θα κρίνει κατά πόσο θα επιτρέψει την προσαγωγή τέτοιας μαρτυρίας.

 

Στην R. v. Silverlock [1894] 2 QB 766, επί της οποίας στηρίχθηκε ο συνήγορος των εφεσειόντων, ο Vaughan-Williams J aναφέρει:

 

«No one should be allowed to give evidence as an expert unless his profession or course of study gives him more opportunity of judging than other people.”

 

Στην Evangelou a.o. v. Ambizas a.o. (1982) 1 C.L.R. 41, 57, η αποδοχή από το πρωτόδικο δικαστήριο μαρτυρίας εμπειρογνώμονα χωρίς να είναι αυτό επιτρεπτό και δικαιολογημένο κρίθηκε εσφαλμένη.

 

«…….. Nor was there any admissible evidence as to the value of the property of the company. Mr. Ambizas was, without justification, allowed to give expert testimony on the value of land. There was nothing before the Court to justify the reception of his opinion on the subject. To qualify as an expert, it must first be established that a witness, on account of his knowledge and experience in a given field of knowledge, is qualified to the extent that it is safe to admit his opinion as evidence of the fact in issue. There is nothing on record to suggest that Mr. Ambizas possessed such expertise, on the contrary, judging from his own evidence, he possessed no such qualifications. For, when asked to give his opinion as to the value of the immovable property of his wife at Nicosia, he disclaimed knowledge and refused to opine on the subject.

[*446]The opinion of Mr. Ambizas was, for similar reasons, wrongly admitted with regard to property he acquired prior to the Turkish invasion in the Famagusta district, at Yialoussa, notably one third share in ten donums of land, for which he paid about £500.- The loss of Mr. Ambizas in this respect, is appreciable but there is no satisfactory evidence as to its extent, and, certainly, the Judge wrongly admitted opinion evidence from a non expert in the field of land valuation.»

 

Στη Θεοσκέπαστη Φάρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 934 λέχθηκε ότι:

 

«Το κατά πόσο ένας μάρτυρας έχει τα απαιτούμενα προσόντα να κριθεί εμπειρογνώμονας είναι ζήτημα που εμπίπτει στη σφαίρα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου…..»

 

Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης είναι παραδεκτό ότι ο Μ.Ε.5 «σπούδασε ιατρική, απέκτησε ειδικότητα στην εσωτερική παθολογία και διδάσκει το αντικείμενο της γνώσης του, την ιατρική σε πανεπιστήμιο.» Η «έκθεση» την οποία προσπάθησε ο μάρτυρας ανεπιτυχώς να παρουσιάσει στο δικαστήριο και η οποία είναι ενώπιον μας, αναφέρεται σε «έρευνα της αξιολόγησης των προοπτικών πώλησης του σκευάσματος μελατονίνης «MelaPure» το οποίο κατασκευάζεται από την εταιρεία «Genzyme» στην αγορά της Ουκρανίας. Συνεπώς εκείνο που ήθελε ο διάδικος να αποδείξει στο δικαστήριο ήταν οι προοπτικές πώλησης του συγκεκριμένου φαρμάκου στη συγκεκριμένη αγορά της Ουκρανίας.  Εξετάζοντας το υπόβαθρο που τέθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο προκειμένου να καταδειχθεί ότι ο Μ.Ε.5 είναι ειδικός, εμπειρογνώμονας επί του θέματος, συμφωνούμε με την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ο Μ.Ε.5 πράγματι είναι σπουδασμένος ιατρός με ειδικότητα στην παθολογία και διδάσκει ιατρική σε πανεπιστήμιο, πραγματικά σημαντικά ακαδημαϊκά προσόντα και πείρα στη διδασκαλία της ιατρικής. Αυτά όμως δεν του προσδίδουν αυτόματα την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα επι του εξεταζόμενου θέματος που αφορούσε τις προοπτικές πώλησης του συγκεκριμένου φαρμάκου στη συγκεκριμένη αγορά. Το θέμα που πάντοτε εξετάζεται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι: «Για ποιο θέμα παρουσιάζεται ο μάρτυρας ως εμπειρογνώμονας» («In what field is this witness being offered as an expert?») Αυτό καθιέρωσε η R. v. Silverlock (άνω) και επιβεβαιώθηκε στην R. v. Robb [1991] 93 Cr. App.R. 61. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά έκρινε τόσο το στάδιο εξέτασης του θέματος όσο και την έλλειψη εμπειρογνωμοσύνης του Μ.Ε.5 επί του εξεταζόμενου θέματος.

[*447]Όσον αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης παρατηρούμε τ’ ακόλουθα: Το έγγραφο που ήθελε να παρουσιάσει ο Μ.Ε.5 είναι όπως φαίνεται από το έγγραφο μια επιστολή πάνω σε επιστολόχαρτο της Ουκρανικής Επιστημονικής Θεραπευτικής εταιρείας ημερ. 25/2/98 υπογεγραμμένο από κάποιο Peredery Β.Γ. ως Πρόεδρο της ΟΔΚΘΜ Δόκτωρ Ιατρικής, Καθηγητή, προς τον Διευθυντή της ΕΠΕ «ΑΝΙΤ» κ. Κοντρασκιν Α.Ν. Όπως φαίνεται περαιτέρω από τα πρακτικά, τo ως άνω έγγραφο δόθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία από το δικηγόρο των εφεσειόντων στο μάρτυρα και του ζητήθηκε να το παρουσιάσει ως αντίγραφο έκθεσης που έκαμε ο μάρτυρας.

 

Από απλή ανάγνωση του εγγράφου διαπιστώνεται ότι δεν πρόκειται περί έρευνας ως ήθελαν να παρουσιάσουν, μάρτυρας και συνήγορος. Πρόκειται περί επιστολής όπου αναφέρεται ότι έχει ολοκληρωθεί η έρευνα, που στηρίχθηκε αυτή, ποία ήταν τα αποτελέσματα της, οι προοπτικές πώλησης του φαρμάκου και ακόμη προτάσεις για διαφήμιση του.

 

Όπως φαίνεται από την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου το ως άνω έγγραφο ζητήθηκε από τους εφεσείοντες όπως κατατεθεί ως «αρχική δήλωση και μαρτυρία από πρόσωπο το οποίο ισχυρίζεται ότι είχε πρωτεύοντα ρόλο στην ετοιμασία της».

 

Στο Άρθρο 23 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, καθορίζεται ως «αρχική δήλωση», «δήλωση προσώπου που έχει εκφράσει ως ειδήμων γνώμη, όταν η δήλωση περιέχει γνώμη».

 

Ασφαλώς η ως άνω επιστολή δεν μπορεί να ενταχθεί στο άνω ορισμό της «αρχικής δήλωσης». Περαιτέρω, ως έχει λεχθεί, αυτή υπεγράφετο από άλλο πρόσωπο και όχι από τον Μ.Ε.5. Με δεδομένα αυτά, αλλά λαμβάνοντας υπόψη και τον τρόπο με το οποίο έγινε προσπάθεια να εισαχθεί αυτή ως τεκμήριο κρίνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά έκρινε την μη αποδοχή της και δεν χωρεί παρέμβαση μας στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων, τα οποία να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο