Yugos Finance BV και Άλλοι ν. Halebay Holdings Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 569

(2013) 1 ΑΑΔ 569

[*569]8 Μαρτίου, 2013

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

1. YUGOS FINANCE BV,

2. DAVID GODFREY,

3. BRUCE MISΑMORE,

 

Εφεσείoντες - Ενάγοντες,

 

ν.

 

HALEBAY HOLDINGS LIMITED,

 

Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 180/2009)

 

 

Παρακοή διατάγματος ― Κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απουσία μαρτυρίας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση που να υποστήριζε την αδυναμία συμμόρφωσης με το δικαστικό διάταγμα, κινήθηκε εξ ιδίας πρωτοβουλίας, να εξετάσει ως υπεράσπιση, την εξ αντικειμένου δυνατότητα συμμόρφωσης.

 

Καταφρόνηση Δικαστηρίου ― Εφαρμοστέες αρχές ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση σε διάταγμα του Δικαστηρίου απαιτείται να αποδειχθεί ηθελημένη ανυπακοή ―  Το ίδιο το αποτέλεσμα της ανυπακοής αφ’ εαυτού, δεν αρκεί ― Θα πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του Δικαστηρίου ― Ποια ικανοποιητική μαρτυρία πρέπει να έχει ενώπιον του το Δικαστήριο, για να προχωρήσει σε καταδίκη.

 

Παρακοή διατάγματος ― Η διαδικασία της αστικής παρακοής προσομοιάζει με την ποινική διαδικασία ― Για να είναι δυνατή, η τιμωρία του καθ’ ου, τα διατάγματα θα πρέπει να διατυπώνονται με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια, ώστε να μην εμφιλοχωρεί οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το ποιες πράξεις απαγορεύονται και κάτω υπό ποια ιδιότητα.

 

Οι εφεσείοντες είχαν καταχωρήσει ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, αίτηση εναντίον εταιρείας και του εφεσίβλητου διευθυντή της, με την οποία επιδίωκαν τη σύλληψη και φυλάκιση του τελευταίου, για θεληματική και/ή εκ προθέσεως παρακοή διατάγματος [*570]Δικαστηρίου και επιβολή προστίμου στην εταιρεία.

 

Η εταιρεία και ο εφεσίβλητος καταχώρισαν ένσταση, προβάλλοντας μεταξύ άλλων ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις που τάσσει η νομολογία σε σχέση με τον τρόπο επίδοσης του επίδικου Διατάγματος και ότι δεν διαπράχθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση οποιαδήποτε παρακοή Διατάγματος ή περιφρόνηση του Διατάγματος.

 

Την αίτηση, συνόδευε ένορκη δήλωση στην οποία υιοθετούνταν και επαναλαμβάνονταν οι εξειδικευμένοι λόγοι ένστασης, χωρίς οποιαδήποτε άλλη αναφορά σε γεγονότα.

 

Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου ακροαματική διαδικασία, ο συνήγορος του εφεσίβλητου δήλωσε ότι είχε ήδη καταχωρίσει «ένορκη δήλωση» την οποία θεωρούσε «ως συμμόρφωση προς το διάταγμα του Δικαστηρίου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση σε βάρος του εφεσίβλητου και οι λόγοι απόρριψης έγκειτο σε αμφιβολίες του Δικαστηρίου αναφορικά με το κατά πόσο υπήρχε δυνατότητα συμμόρφωσης ως επίσης και στη μη προσωπική επίδοση του οπισθογραφημένου διατάγματος στον εφεσίβλητο, κατά παράβαση της Δ.42Α των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει την επίδοση του διατάγματος προς τον Καθ’ ου η αίτηση 2, παρά την απόσυρση του δεύτερου λόγου ένστασης. Έτσι κατέληξε να απορρίψει την αίτηση εναντίον του εφεσίβλητου και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε λόγο να εκλάβει πως γινόταν επίδοση στον ίδιο προσωπικά, με το σκεπτικό ότι ούτε διάδικος ήταν στην αγωγή, ούτε στην οπισθογράφηση του διατάγματος γινόταν μνεία στο πρόσωπό του.

 

Οι ενάγοντες στην πρωτόδικη διαδικασία, καταχώρισαν έφεση και προέβαλαν τους πιο κάτω λόγους:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένως κατέληξε στο εύρημα και/ή συμπέρασμα πως η ιδιομορφία της αίτησης για παρακοή δικαστικού διατάγματος επιτρέπει ελαστικότητα σε σχέση με τις πρόνοιες της Δ.48, θ.4 έτσι που κάθε ζήτημα που άμεσα ή έμμεσα εγείρεται να μπορεί να αποφασιστεί από το Δικαστήριο.

 

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένως κατέληξε στο εύρημα και/ή συμπέρασμα ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 δεν ηδύνατο να εκλάβει πως [*571]γινόταν επίδοση στον ίδιο προσωπικά αφού δεν ήταν διάδικος στην αγωγή και δεν γινόταν αναφορά στο πρόσωπο του στην οπισθογράφηση του διατάγματος.

 

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα και/ή εύρημα ότι δεν υφίστατο εξ αντικειμένου δυνατότητα συμμόρφωσης προς το διάταγμα του Δικαστηρίου και ότι συνεπώς δεν υπήρξε παρακοή του επίδικου διατάγματος.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του διαπίστωσε ότι όπως προέκυπτε από την Ένορκη Δήλωση Αποκάλυψης, σε συμμόρφωση με το διάταγμα του Δικαστηρίου κανένα στοιχείο, από όσα το διάταγμα διέτασσε να δηλωθούν, δηλωνόταν, και κανένα έγγραφο αποκαλύπτετο, έτσι ώστε η καταχώρηση της ένορκης δήλωσης να μη συνιστούσε συμμόρφωση προς το διάταγμα του Δικαστηρίου.

 

2.  Ο τρόπος που αντίκρισε το ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οδήγησε σε εξέταση ισχυρισμών και θέσεων εκτός των λόγων ένστασης και εκτός δικογραφημένων θέσεων του εφεσίβλητου, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο.

 

3.  Στην απουσία μαρτυρίας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, που να υποστήριζε την αδυναμία συμμόρφωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε λανθασμένα και εξ ιδίας πρωτοβουλίας, να εξετάσει ως υπεράσπιση, την εξ αντικειμένου δυνατότητα συμμόρφωσης.

 

4.  Δεν ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η διαδικασία της αίτησης για παρακοή διατάγματος, λόγω της ιδιομορφίας της, επιτρέπει ελαστικότητα σε σχέση με τις πρόνοιες της Δ.48, Κ.4, «έτσι που κάθε ζήτημα που άμεσα ή έμμεσα εγείρεται», να μπορεί να αποφασιστεί από το Δικαστήριο.

 

5.  Οι λόγοι ένστασης όπως καταγράφονταν στο σώμα της αίτησης, η ουσιαστική απουσία γεγονότων στην ένορκη δήλωση περί αδυναμίας συμμόρφωσης και η απουσία μαρτυρίας εκ μέρους της εταιρείας και του εφεσίβλητου, δεν επέτρεπαν τέτοια προσέγγιση.

 

6.  Η μόνη μαρτυρία όμως που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και η μόνη που μπορούσε να ληφθεί υπ’ όψιν από το Δικαστήριο, ήταν εκείνη εκ μέρους των εφεσειόντων. Επομένως, το πρω[*572]τόδικο Δικαστήριο ενήργησε λανθασμένα κρίνοντας ότι το αποδεικτικό υλικό δεν περιοριζόταν στη μαρτυρία των εφεσειόντων και μόνο.

 

7.  Η αντίθετη εκδοχή των εφεσιβλήτων δεν τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου για να κριθεί.

 

8.  Ορθώς παραπονούνταν οι εφεσείοντες ότι το Δικαστήριο τους αποστέρησε του δικαιώματος να τοποθετηθούν, γεγονός που κρίνεται ότι οδήγησε σε δυσμενή επηρεασμό τους.

 

9.  Αναφορικά με το θέμα της επίδοσης του διατάγματος προς τον καθ’ ου η αίτηση 2, από τη στιγμή που ο δεύτερος λόγος ένστασης είχε αποσυρθεί με ρητή δήλωση του συνηγόρου του εφεσίβλητου πριν από την ακροαματική διαδικασία, το θέμα έπρεπε υπό τις περιστάσεις να είχε λήξει εκεί.

 

Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση ενώπιον άλλου αρμοδίου Δικαστηρίου.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 92,

 

Mouzouris a.o. v. Xylophaghou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287,

 

Krashias Shoe Factory Ltd v. Adidas (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 750,

 

Μιχαηλίδης ν. Μιχαηλίδου Poliakova (Αρ. 1) (2011) 1(Α) A.A. 356,

 

In re Bramblevale Ltd [1970] Ch. 18,

 

Savings and Investment Bank Ltd v. Gasco (No 2) [1988] 1 All E.R. 975,

 

Fairclough & Sons v. Manchester Ship Canal Co. (No.2) [1897] Sol Jo 225

 

Δήμος Έγκωμης ν. Πέτρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 70,

 

Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ ν. Χαρίδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 825,

 

Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 92.

 

[*573]Έφεση.

 

Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μαλαχτού, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3578/08), ημερομ. 28/5/09.

 

Ν. Πιριλλίδης και Α. Ερωτοκρίτου, για τους Εφεσείοντες.

 

Α. Χαβιαράς με Λ. Χαβιαρά, προσωπικά και για Π. Ονησιφόρου και για Επίσημο Παραλήπτη, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. : Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Στις 23.2.2009 πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εξέδωσε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας μια σειρά από διατάγματα δυνάμει των οποίων η εναγόμενη εταιρεία, καθ’ ων η αίτηση 1 στην πρωτόδικη διαδικασία («η εταιρεία»), διατασσόταν όπως μέσα σε 7 μέρες από την ημερομηνία επίδοσης του Διατάγματος, καταθέσει και παραδώσει στους δικηγόρους των εναγόντων ένορκη δήλωση δεόντως εξουσιοδοτημένου από την ίδια προσώπου, με την οποία, ανάμεσα σ’ άλλα, να δηλώνει τα στοιχεία και τις διευθύνσεις προσώπων δικαιούχων των μετοχών της και να αποκαλύπτει την ισχυριζόμενη Συμφωνία Αγοραπωλησίας Μετοχών ή άλλα έγγραφα, τα οποία βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχό της και τα οποία εκτελέστηκαν σε σχέση με την πιο πάνω συμφωνία.

 

Στις 11.3.2009, οι εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση εναντίον της εταιρείας και του διευθυντή της Πέτρου Ονησιφόρου, εδώ εφεσίβλητου, με την οποία επεδίωκαν τη σύλληψη και φυλάκιση του τελευταίου, για θεληματική και/ή εκ προθέσεως παρακοή του διατάγματος του Δικαστηρίου ημερ. 23.2.2009 και για επιβολή προστίμου στην εταιρεία.

 

Στις 11.5.2009 η εταιρεία και ο εφεσίβλητος καταχώρισαν ένσταση προβάλλοντας κάτω από τον τίτλο «Εξειδικευμένοι Λόγοι Ένστασης» τα ακόλουθα:

 

«1.       Η διατύπωση των αιτητικών της αίτησης, που θα έπρεπε να αντιστοιχούν με καταγραφή των λεπτομερειών αδικήματος ποινικής διαδικασίας γίνεται κατά τρόπο [*574]ασαφή και/ή διαζευκτικό και εν πάση περιπτώσει κατά τρόπο που αποτελεί πολλαπλότητα κατηγοριών.

 

2.  Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τάσσει η νομολογία σε σχέση με τον τρόπο επίδοσης του επίδικου Διατάγματος.

 

3.  Δεν διαπράχθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση οποιαδήποτε παρακοή Διατάγματος ή περιφρόνηση του Διατάγματος ημερομηνίας 23.2.2009».

 

Την αίτηση, συνόδευε λακωνική ένορκη δήλωση δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε την εταιρεία και τον εφεσίβλητο. Υιοθετούνταν και επαναλαμβάνονταν οι εξειδικευμένοι λόγοι ένστασης, χωρίς οποιαδήποτε άλλη αναφορά σε γεγονότα.

 

Όπως προκύπτει από τα πρακτικά, κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου ακροαματική διαδικασία, ο συνήγορος του εφεσίβλητου δήλωσε ότι είχε ήδη καταχωρίσει «ένορκη δήλωση» την οποία θεωρεί «ως συμμόρφωση προς το διάταγμα του Δικαστηρίου», ημερ. 23.2.2009, εξ ου και εγκαταλείπει το 2ο λόγο ένστασης σε σχέση με την καλή επίδοση των αιτουμένων διαταγμάτων. Μετά την ενέργεια αυτή του δικηγόρου του εφεσίβλητου, ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων, ήγειρε θέμα ουσιαστικής ανυπαρξίας ειδοποίησης πρόθεσης ένστασης: δεν καταγραφόταν στη νομική βάση της αίτησης η Δ.48, κ.4. Το Δικαστήριο με απόφασή του απέρριψε το αίτημα, καταλήγοντας ότι, «η Δ.48 θ.4, όπως και η Δ.48, θ.θ.1, 2, στην περίπτωση αίτησης δεν είναι η νομική βάση της αίτησης, είναι ο κανονισμός που προβλέπει για την καταχώρηση».  Συνεπώς, δεν είναι ανάγκη κατέληξε, να συνυπάρχει η Δ.48, θ.4, στη νομική βάση της ειδοποίησης ένστασης.

 

Το Δικαστήριο ακολούθως κάλεσε τα μέρη να ξεκινήσουν την υπόθεσή τους. Ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσε και διά ζώσης ενόρκως ο Νικόλας Μουκταρούδης, η ένορκη δήλωση του οποίου υποστηρίζει την αίτηση. Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου, δεν αντεξετάζει τον ενόρκως δηλούντα. Αξίζει όμως να παρατεθεί απόσπασμα από τα πρακτικά, ώστε να γίνει καλύτερα αντιληπτό το πλαίσιο της διαφοράς:

 

«Ε. Θα ήθελα να πείτε στο Δικαστήριο κατά πόσο οι Καθ’ ων η Αίτηση, δηλαδή ο Πέτρος Ονησιφόρου και η εταιρεία Halebay Holdings Ltd κατά πόσο έχουν καταχωρήσει στο Δι[*575]καστήριο και κατά πόσο έχουν παραδώσει αντίγραφο στους δικηγόρους των Αιτητών σε 7 μέρες από της ημερομηνίας επίδοσης αυτού του διατάγματος την ένορκη δήλωση που έχουν διαταχθεί να ετοιμάσουν με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται και περιγράφονται στο διάταγμα;

 

Α.     Απ’ όσα πολύ καλά γνωρίζω προσωπικά, αν και έχει γίνει επίδοση στους Καθ’ ων η Αίτηση, καμιά συμμόρφωση δεν υπάρχει θεληματικά και εκ προθέσεως δεν συμμορφώθηκαν με τα διατάγματα του Δικαστηρίου.

 

Ε. Σήμερα το πρωί έχετε υπόψη αν έχει δοθεί οποιαδήποτε ένορκη δήλωση από πλευράς του Καθ’ ου η Αίτηση 2 Πέτρου Ονησιφόρου;

 

Α.     Κάτι αντιλήφθηκα αλλά δεν γνωρίζω ούτε το περιεχόμενο ούτε αν ακριβώς έχει δοθεί.

 

Ε. Θέλω να δείτε αυτό το έγγραφο.

 

Α.     Μάλιστα, είναι έγγραφο που φέρει τον τίτλο «αποκάλυψη και συμμόρφωση του διατάγματος».

 

Ε. Μέχρι σήμερα οι Καθ’ ων η Αίτηση έχουν συμμορφωθεί με το διάταγμα;

 

κ. Χαβιαράς:-

 

   Ενίσταμαι ………………………………………………..

 

κ. Πιριλίδης:-

   …………………………………………………………………

 

Δικαστήριο:-

 

   Δεν θα πρέπει να επιτραπεί η ερώτηση σε μια τέτοια διαδικασία και με το επί μέρους ζήτημα. Ότι μπορεί να καταθέσει ο μάρτυρας είναι ότι δόθηκαν τα άλφα στοιχεία, έγινε η άλφα πράξη ή έγινε η βήτα παράλειψη κ.ο.κ. Όμως το ζήτημα στα περιστατικά της υπόθεσης τούτης δεν είναι αμφισβητούμενο. Πολύ περισσότερο μετά την καταχώρηση ένορκης δήλωσης ημερομηνίας 20.5.2009 στην οποία καθίσταται σαφές από πλευράς των Καθ’ ων η Αίτηση ότι ούτε τις πληροφορίες έχουν δώσει, ούτε το έγγραφο που διατάχθηκαν [*576]παρέδωσαν, είναι ζήτημα που θα εξετάσει το Δικαστήριο αλλά ως γεγονός είναι εκεί. Δεν δώσαμε τις πληροφορίες, δεν δώσαμε το έγγραφο που διέταξε το Δικαστήριο. Δεν υπάρχει επίδικο ζήτημα επί του προκειμένου.»

 

Τα μέρη προχωρούν σε αγορεύσεις και το Δικαστήριο επιφυλάσσει την απόφασή του.

 

Με την απόφασή του ημερ. 28.5.2009, το Δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση σε βάρος του εφεσίβλητου.

 

Δύο ήσαν ουσιαστικά οι λόγοι απόρριψης. Οι αμφιβολίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το κατά πόσο υπήρχε δυνατότητα συμμόρφωσης και η μη προσωπική επίδοση του οπισθογραφημένου διατάγματος στον εφεσίβλητο, κατά παράβαση της Δ.42Α των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Οι εφεσείοντες, ενάγοντες στην πρωτόδικη διαδικασία, καταχώρισαν την υπό κρίση έφεση και προβάλλουν τους πιο κάτω λόγους:

 

«Α΄ Λόγος Έφεσης.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένως κατέληξε στο εύρημα και/ή συμπέρασμα πως η ιδιομορφία της αίτησης για παρακοή δικαστικού διατάγματος επιτρέπει ελαστικότητα σε σχέση με τις πρόνοιες της Δ.48, θ.4 έτσι που κάθε ζήτημα που άμεσα ή έμμεσα εγείρεται να μπορεί να αποφασιστεί από το Δικαστήριο.

 

Β΄Λόγος Έφεσης.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένως κατέληξε στο εύρημα και/ή συμπέρασμα ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 δεν ηδύνατο να εκλάβει πως γινόταν επίδοση στον ίδιο προσωπικά αφού δεν ήταν διάδικος στην αγωγή και δεν γινόταν αναφορά στο πρόσωπο του στην οπισθογράφηση του διατάγματος ημερομηνίας 23/02/2009.

 

Γ΄ Λόγος Έφεσης.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα και/ή εύρημα ότι δεν υφίστατο εξ αντικειμένου δυνατότητα συμμόρφωσης προς το διάταγμα του Δικαστηρίου και ότι συνεπώς δεν υπήρξε παρακοή του επίδικου διατάγματος.».

 

[*577]Θα εξετάσουμε τον 1ο και 3ο λόγο έφεσης μαζί λόγω της κοινής νομικής τους ανάλυσης.

 

Είναι η θέση του κ. Πιριλλίδη ότι ο κ.4 της Δ.48, όπως τροποποιήθηκε, είναι επιτακτικού χαρακτήρα και επιβάλλει τον καθορισμό, στο σώμα της γραπτής ένστασης, των λόγων που την υποστηρίζουν και το συναφές καθήκον του συντάκτη της να τους εξειδικεύσει (Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 92).  Το Δικαστήριο, εισηγείται, αγνοώντας τον επιτακτικό χαρακτήρα της διαταγής, προχώρησε και εξέτασε εξ ιδίας πρωτοβουλίας το ζήτημα της αντικειμενικής αδυναμίας συμμόρφωσης, αντί να περιοριστεί, ως όφειλε, στην εξέταση των λόγων που εγείρονται ρητά με την ένσταση και υποστηρίζονταν από την ένορκη δήλωση.  Η πιο πάνω ενέργεια του Δικαστηρίου, να προχωρήσει εξ ιδίων και να εξετάσει το ζήτημα της αντικειμενικής αδυναμίας συμμόρφωσης, αποστέρησε από τους εφεσείοντες, σύμφωνα με το συνήγορο, το δικαίωμα να τοποθετηθούν με οποιοδήποτε τρόπο και να παρουσιάσουν μαρτυρία για τη δυνατότητα συμμόρφωσης της εταιρείας προς το διάταγμα, ενέργεια, που κατά τον κ. Πιριλλίδη, καταστρατηγεί τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. δεν επέτρεψε να ακουστεί και η πλευρά των εφεσειόντων ενώπιον του Δικαστηρίου, ώστε να αποφασίσει στη βάση των επιχειρημάτων και των δύο πλευρών, εφ’ όσον το θέμα δεν είχε εγερθεί καθόλου, παρά μόνο στην απόφαση του Δικαστηρίου.

 

Το Δικαστήριο, εισηγείται, προχώρησε και εξέτασε ανύπαρκτο λόγο ένστασης: πουθενά δεν προβλήθηκε ισχυρισμός για αδυναμία συμμόρφωσης. Το μόνο στοιχείο το οποίο βρισκόταν ενώπιον του Δικαστηρίου, ήταν η ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου, ημερ. 20.5.2009, όπως κατατέθηκε την ημέρα της δίκης, υπό τον τίτλο «Ένορκη δήλωση αποκάλυψης σε συμμόρφωση με τη διαταγή του Δικαστηρίου ημερ. 23.2.2009».

 

Για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση σε διάταγμα του Δικαστηρίου απαιτείται να αποδειχθεί ηθελημένη ανυπακοή.  Το ίδιο το αποτέλεσμα της ανυπακοής αφ’ εαυτού, δεν αρκεί.  Θα πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του Δικαστηρίου (Mouzouris a.o. v. Xylophaghou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287).

 

Το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτητής, ο οποίος και έχει την υποχρέωση να αποδείξει τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται η αίτηση του (Krashias Shoe Factory Ltd v. Adidas (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 750). Όπως τονίστηκε ιδιαιτέρως στην πιο πάνω απόφα[*578]ση, η έλλειψη μαρτυρίας που να αποδεικνύει τα αμφισβητούμενα γεγονότα, καθιστά την ετυμηγορία του Δικαστηρίου ακροσφαλή και την όποια απόφασή του υποκείμενη σε ακύρωση.

 

Η διαδικασία της αστικής παρακοής προσομοιάζει με την ποινική διαδικασία, στην έννοια ότι όλα τα τυπικά και ουσιαστικά εχέγγυα του ποινικού δικαίου πρέπει να ικανοποιούνται (Μιχαηλίδης ν. Μιχαηλίδου Poliakova (Αρ. 1) (2011) 1(Α) A.A.Δ. 356 και In re Bramblevale Ltd [1970] Ch. 18 και Savings and Investment Bank Ltd v. Gasco (No 2) [1988] 1 All E.R. 975). Το αποδεικτικό βάρος το φέρει ο αιτητής, ο οποίος πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο, στον απαιτούμενο βαθμό και στη διαπίστωση της βεβαιότητας της ενοχής του καθ’ ου, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (David Bean Injunctions, 8η έκδοση, παρ. 618 και 619). Για να είναι δυνατή, κατά συνέπεια, η τιμωρία του καθ’ ου, τα διατάγματα θα πρέπει να διατυπώνονται με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια, ώστε να μην εμφιλοχωρεί οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το ποιές πράξεις απαγορεύονται και κάτω υπό ποια ιδιότητα.

 

Το Δικαστήριο, για να προχωρήσει σε καταδίκη, θα πρέπει να έχει ενώπιόν του ικανοποιητική μαρτυρία επί των ακολούθων σημείων: (α) ότι οι όροι του διατάγματος είναι ξεκάθαροι και αδιαμφισβήτητοι, (β) να έχει τεκμηριωθεί ότι ο καθ’ ου η αίτηση έχει λάβει γνώση των όρων του διατάγματος, ζήτημα που άπτεται της νομότυπης γνωστοποίησης του διατάγματος και των όρων του στον καθ’ ου και (γ) να υπάρχει ξεκάθαρη απόδειξη ότι ο καθ’ ου έχει παραβιάσει τους όρους του διατάγματος (Borris & Lowe: The Law of Contempt, 2η έκδοση, σελ. 395).

 

Τι απαιτείται για να αποδειχθεί παρακοή αναφέρεται ευσύνοπτα στην απόφαση Μιχαηλίδης, ανωτέρω, απ’ όπου και το πιο κάτω απόσπασμα:

 

«Για να καταδειχθεί παρακοή, όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Μαύρος ν. Στυλιανού (1998) 1 Α.Α.Δ. 2389, πρέπει να ικανοποιείται και η αντικειμενική υπόσταση («actus reus»), αλλά και η υποκειμενική υπόσταση («mens rea»), του αδικήματος της αστικής καταφρόνησης όπως προδιαγράφεται στο Άρθρο 42 του Νόμου αρ. 14/60. Στη δε υπόθεση Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309, λέχθηκε με αναφορά στη Μουζούρης ν. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287, ότι:

 

[*579]«…..για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση πρέπει να αποδειχθεί η ηθελημένη ανυπακοή του καθ’ ου η αίτηση προς την απόφαση του δικαστηρίου, δηλαδή πρόθεση ανυπακοής προς το διάταγμα του δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα της ανυπακοής αφ’ εαυτού δεν αρκεί. Πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του δικαστηρίου…».

 

Τυχόν παράβαση των όρων ενός διατάγματος χωρίς πρόθεση ή κατά τυχαίο τρόπο, δεν επιφέρει βεβαίως την καταδίκη του καθ’ ου, εφ’ όσον η συμπεριφορά του δεν κατέδειξε είτε αδιαφορία προς το διάταγμα, είτε εκ προθέσεως καταστρατήγηση των όρων του (Fairclough & Sons v. Manchester Ship Canal Co. (No.2) [1897] Sol Jo 225 και Borrie & Lowe 2η έκδ. σελ. 400-1).

 

Το Δικαστήριο στην απόφασή του διαπιστώνει ότι όπως προκύπτει από την Ένορκη Δήλωση Αποκάλυψης, σε συμμόρφωση με το διάταγμα του Δικαστηρίου 23.2.2009, κανένα στοιχείο, από όσα το διάταγμα διέτασσε να δηλωθούν, δηλώνεται, και κανένα έγγραφο αποκαλύπτεται, έτσι ώστε η καταχώρηση της ένορκης δήλωσης να μη συνιστά συμμόρφωση προς το διάταγμα του Δικαστηρίου. Αντίθετα, επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενό της, πως δεν υπήρξε συμμόρφωση, καθότι κατά τον ομνύοντα υφίσταται εξ αντικειμένου αδυναμία συμμόρφωσης. Παραπέμπει το Δικαστήριο στη Δήμος Έγκωμης ν. Πέτρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 70 και Παπαχρυσοστόμου, ανωτέρω, για να τονίσει το στοιχείο του ηθελημένου, τόσο της παρακοής όσο και της μη συμμόρφωσης προς εκείνο το οποίο επιβάλλει το διάταγμα και αποτελεί συστατικό στοιχείο των αδικημάτων. Και ενώ πιο κάτω παρατηρεί ότι η αντικειμενική αδυναμία συμμόρφωσης θα αναμενόταν να εγειρόταν ρητώς ως λόγος ένστασης, στην ειδοποίηση πρόθεσης ένστασης, που καταχωρίστηκε και ενώ διαπιστώνει ότι ο λόγος ένστασης 1, με κανένα τρόπο δεν εγείρει ζήτημα αντικειμενικής αδυναμίας συμμόρφωσης, προς τη διαταγή του Δικαστηρίου και ούτε η υποστηρικτική της ένστασης ένορκης δήλωσης εγείρει ζήτημα αδυναμίας συμμόρφωσης με το επίδικο διάταγμα, παρά ταύτα προχωρεί το ίδιο να εξετάσει το ζήτημα της αντικειμενικής αδυναμίας συμμόρφωσης. Επεξηγεί την κατάληξή του στη βάση του ότι οι πρόνοιες της Δ.48, κ.4 και η ιδιομορφία της αίτησης για παρακοή, επιτρέπουν ελαστικότητα, έτσι που κάθε ζήτημα που άμεσα ή έμμεσα εγείρεται, να μπορεί να αποφασιστεί από το Δικαστήριο.

 

Διαπιστώνουμε ότι ο τρόπος που αντίκρισε το ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οδήγησε σε εξέταση ισχυρισμών και θέσε[*580]ων εκτός των λόγων ένστασης και εκτός «δικογραφημένων θέσεων» του εφεσίβλητου, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο.

 

Είναι σαφές ότι το Δικαστήριο εξέτασε υπεράσπιση η οποία δεν είχε τεθεί ενώπιόν του, εξέλαβε ως μαρτυρία τις δηλώσεις του δικηγόρου όπως εισήχθησαν κατά την αγόρευσή του και τέλος μεταχειρίστηκε την «Ένορκη Δήλωση Αποκάλυψης», η οποία καταχωρίστηκε στο Δικαστήριο τη μέρα της ακρόασης, χωρίς καν να περιέλθει σε γνώση των αιτητών, ως υποστηρικτική της ένστασης ένορκη δήλωση, ενώ επρόκειτο για «Δήλωση Αποκάλυψης» προς συμμόρφωση του εφεσίβλητου, με το διάταγμα του Δικαστηρίου 23.2.2009, ή, όπως την δέχθηκε το ίδιο το Δικαστήριο ως απόδειξη «αδυναμίας συμμόρφωσης».

 

Το μαρτυρικό υλικό, το οποίο είχε στη διάθεσή του το Δικαστήριο, δεν του επέτρεπε να προβεί σε τέτοια κατάληξη. Το βάρος απόδειξης ενός τέτοιου ισχυρισμού, το έφεραν οι καθ’ ων η αίτηση, εταιρεία και εφεσίβλητος. Ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας προς αυτή την κατεύθυνση η οποία να κριθεί και να αξιολογηθεί, αλλά ούτε και υφίστατο αυτοτελώς ως λόγος ένστασης. Στην απουσία μαρτυρίας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, που να υποστηρίζει την αδυναμία συμμόρφωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε λανθασμένα και εξ ιδίας πρωτοβουλίας, να εξετάσει ως υπεράσπιση, την εξ αντικειμένου δυνατότητα συμμόρφωσης.

 

Στην Krashias (πιο πάνω) εξετάστηκε ανάμεσα σ’ άλλα και η εισήγηση των εφεσιβλήτων ότι δεν ισχύει οποιοσδήποτε διαδικαστικός κανονισμός για την άσκηση της δικαιοδοσίας που παρέχει το Άρθρο 42 του Ν.14/60. Το Εφετείο στην απόφασή του, Πικής Δ., ανέφερε τα πιο κάτω:

 

«Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας διατηρήθηκαν σε ισχύ βάσει του Άρθρου 188 και συνεχίζουν να αποτελούν, εκτός στο βαθμό και έκταση που έχουν τροποποιηθεί, τους διαδικαστικούς θεσμούς βάσει των οποίων ασκείται η πολιτική δικαιοδοσία των δικαστηρίων. Άλλωστε οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι τους έχουν επικαλεσθεί, βασίζοντας την αίτησή τους για ανυπακοή στις πρόνοιες της Δ.48 κ.2.

 

Αν γινόταν δεκτή η θέση των εφεσιβλήτων ότι η άσκηση της δικαιοδοσίας που παρέχει το Άρθρο 42 του Περί Δικαστηρίων Νόμου δε διέπεται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, τότε το θέμα της παρακοής διατάγματος θα μπορούσε να αχθεί [*581]ενώπιον του Δικαστηρίου μόνο με κλητήριο ένταλμα που αποτελεί τον καθιερωμένο τρόπο για την έναρξη αστικής διαδικασίας ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου (βλέπε Άρθρο 2 – Ν.14/60). Πρόβλεψη για την έγερση θέματος ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου με αίτηση γίνεται στους θεσμούς, στο μέρος εκείνο που επικαλέστηκαν οι εφεσίβλητοι στη Δ.48.

 

Καταλήγουμε ότι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας τυγχάνουν εφαρμογής. .…………………………………………………….».

 

Κρίθηκε ακόμη στην ιδία απόφαση ότι ο κ.4 της Δ.48, πριν την τροποποίησή του, καθόριζε ότι, οποτεδήποτε υπάρχει αμφισβήτηση γεγονότων στη διαδικασία αίτησης με κλήση: τα αμφισβητούμενα γεγονότα αποδεικνύονται από το διάδικο που φέρει το αποδεικτικό βάρος.

 

Σύμφωνα με τις επιτακτικές πρόνοιες της Δ.48, κ.4(1), όπως τροποποιήθηκε, 23.12.1999, οι λόγοι ένστασης θα πρέπει να εξειδικεύονται και κάθε ειδοποίηση ένστασης πρέπει να είναι σύμφωνη με τον Τύπο 47. Δεν είναι απαραίτητο όμως μια ένσταση να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση. Εκεί όμως όπου καταχωρίζεται ένορκη δήλωση, παρατίθενται τα γεγονότα στα οποία  η ένσταση βασίζεται και τα οποία δεν είναι εμφανή από το φάκελο της διαδικασίας. Όμως είναι άλλο πράγμα οι λόγοι ένστασης και άλλο τα γεγονότα πάνω στα οποία αυτοί στηρίζονται. Αυτή καθ’ αυτή η παράλειψη καταχώρησης συνοδευτικής ένορκης δήλωσης δεν είναι μοιραία, πλην όμως έχει ως αποτέλεσμα να ληφθούν υπ’ όψιν κατ’ ένσταση μόνο όσα γεγονότα είναι εμφανή από το φάκελο της αγωγής (Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ ν. Χαρίδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 825).

 

Στη Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 92, όπως υιοθετήθηκε στη Χαρίδη, πιο πάνω, λέχθηκαν και τα εξής:

 

«Θα θέλαμε όμως με αυτή την ευκαιρία να θυμίσουμε τον επιτακτικό χαρακτήρα της νέας διάταξης αναφορικά με τον καθορισμό, στο σώμα της γραπτής ένστασης, των λόγων που την υποστηρίζουν και το συναφές καθήκον του συντάκτη της να τους εξειδικεύσει. Και θα προσθέταμε με την καθαρότητα, λιτότητα έκφρασης και περιεκτικότητα, που πρέπει να χαρακτηρίζουν τη νομική γραφή. Ας μη λησμονείται ότι ο συντάκτης της ένστασης δεν έχει μόνο καθήκον να πληροφορήσει τον αντίδικό του σε ποιους ακριβώς λόγους έγκειται η ένστασή του, αλλά και ανάλογη υποχρέωση απέναντι στο δικαστήριο.».

[*582]Όπως φανερώνει το πιο πάνω απόσπασμα από τα πρακτικά που παραθέσαμε πιο πάνω, το Δικαστήριο δεν επέτρεψε στους εφεσείοντες να σχολιάσουν ή να τοποθετηθούν επί της «Ένορκης Δήλωσης» που κατατέθηκε την ίδια μέρα κρίνοντας ότι δεν υπήρχε επίδικο ζήτημα: το έγγραφο «δεν ήταν» έκρινε, «ένορκη δήλωση συμμόρφωσης». Ο κ. Χαβιαράς ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστηρίου τοποθετήθηκε με την αγόρευσή του επί του ζητήματος λέγοντας πως η αδυναμία συμμόρφωσης με το διάταγμα, «είχε τεθεί από την αρχή εκ μέρους της εφεσίβλητης, με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση στην αίτηση των εφεσειόντων για την έκδοση του επίδικου διατάγματος», επομένως, δεν μπορούσε να προβληθεί η θέση ότι οι εφεσείοντες κατελήφθησαν εξαπίνης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηριζόμενο αποκλειστικά και μόνο στις αναφορές του ευπαιδεύτου συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση, όπως και πάλι διαπιστώνεται από τα πρακτικά έκρινε ότι:

 

«Είμαι εν πάση περιπτώσει της άποψης πως το ζήτημα της δυνατότητας συμμόρφωσης εγείρεται σε κάθε αίτηση παρακοής και το γεγονός ότι το Δικαστήριο που εξέδωσε το διάταγμα ασχολήθηκε με το ζήτημα και αποφάσισε προτού εκδώσει το διάταγμα, ότι υπήρχε δυνατότητα συμμόρφωσης από το πρόσωπο προς το οποίο απευθυνόταν, δεν απαλλάττει το Δικαστήριο που εξετάζει αίτηση για την παρακοή του της υποχρέωσης να διαπιστώσει ότι αποδείχθηκε ενώπιον του κατά τρόπο θετικό και πέρα από κάθε λογική αμφιβολία το συστατικό τούτο στοιχείο της παρακοής.

……………………………………

Κατά την ακρόαση της υπό κρίση αίτησης δεν παρουσιάστηκε οιαδήποτε μαρτυρία από πλευράς των Αιτητών προς αυτή την κατεύθυνση. Ενδεχομένως και γιατί το ζήτημα δεν ηγέρθηκε ρητά με τους λόγους ένστασης αλλά και στην υποστηρικτική της Ένστασης ένορκη δήλωση ουδεμία αναφορά επί του ζητήματος έγινε.».

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η κατάληξη του Δικαστηρίου, ότι η διαδικασία της αίτησης για παρακοή διατάγματος, λόγω της ιδιομορφίας της, επιτρέπει ελαστικότητα σε σχέση με τις πρόνοιες της Δ.48, κ.4, «έτσι που κάθε ζήτημα που άμεσα ή έμμεσα εγείρεται», να μπορεί να αποφασιστεί από το Δικαστήριο. Οι λόγοι ένστασης όπως καταγράφονταν στο σώμα της αίτησης, η ουσιαστική απουσία γεγονότων στην ένορκη δήλωση περί αδυναμίας συμμόρφωσης και η απουσία μαρτυρίας εκ μέρους της εταιρείας και του εφεσίβλητου, δεν επέτρεπαν τέτοια προσέγγιση.

[*583]Η μόνη μαρτυρία όμως που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και η μόνη που μπορούσε να ληφθεί υπ’ όψιν από το Δικαστήριο ήταν εκ μέρους των εφεσειόντων. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε λανθασμένα κρίνοντας ότι το αποδεικτικό υλικό δεν περιοριζόταν στη μαρτυρία των εφεσειόντων και μόνο.

 

Η αντίθετη εκδοχή των εφεσιβλήτων δεν τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου για να κριθεί.

 

Ορθώς λοιπόν παραπονούνται οι εφεσείοντες ότι το Δικαστήριο τους αποστέρησε του δικαιώματος να τοποθετηθούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο επί του ζητήματος, και να παρουσιάσουν, εάν ήθελαν, σχετική προφορική μαρτυρία, γεγονός που κρίνεται ότι οδήγησε σε δυσμενή επηρεασμό τους.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, ο 1ος και 3ος λόγος έφεσης επιτυγχάνουν.

 

Σε σχέση με τον 2ο λόγο έφεσης ο κ. Πιριλλίδης υποστηρίζει, ότι από τη στιγμή που εγκαταλείφθηκε από το δικηγόρο της εταιρείας και του εφεσίβλητου ως λόγος ένστασης, η λανθασμένη επίδοση του διατάγματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να προχωρήσει, εξ ιδίας πρωτοβουλίας, να εξετάσει το ζήτημα, ενέργεια που αποστέρησε και πάλι τους εφεσείοντες του δικαιώματος να τοποθετηθούν και να ακουστούν επί τούτου.

 

Κάτω από την ίδια αντίληψη και με την ίδια προσέγγιση, το Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει την επίδοση του διατάγματος προς τον καθ’ ου η αίτηση 2, παρά την απόσυρση του δεύτερου λόγου ένστασης. Έτσι κατέληξε να απορρίψει την αίτηση εναντίον του εφεσίβλητου και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε λόγο να εκλάβει πως γινόταν επίδοση στον ίδιο  προσωπικά, «αφού ούτε διάδικος είναι στην αγωγή, ούτε στην οπισθογράφηση του διατάγματος γινόταν μνεία στο πρόσωπό του». Κρίνουμε και πάλι την ενέργεια του Δικαστηρίου ως λανθασμένη: από τη στιγμή που ο δεύτερος λόγος ένστασης είχε αποσυρθεί με ρητή δήλωση του συνηγόρου του εφεσίβλητου πριν την ακροαματική διαδικασία, το θέμα έπρεπε υπό τας περιστάσεις να είχε λήξει εκεί.

 

Επομένως και ο 2ος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

 

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση της Αίτησης ενώπιον άλλου αρμόδιου Δικαστηρίου. Τα έξο[*584]δα της έφεσης επιδικάζονται σε βάρος των εφεσιβλήτων. Να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Ανώτατου Δικαστηρίου και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση ενώπιον άλλου αρμοδίου Δικαστηρίου.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο