Μarfin Popular Bank Public Co Ltd ν. Δήμου Χατζηνεοκλέους και Άλλων (2013) 1 ΑΑΔ 595

(2013) 1 ΑΑΔ 595

[*595]12 Μαρτίου, 2013

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD,

 

Εφεσείοντες - Ενάγοντες,

 

ν.

 

1. ΔΗΜΟΣ ΧΑΤΖΗΝΕΟΚΛΕΟΥΣ,

2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΙΜΩΝΟΣ,

3. ΚΥΠΡΟΣ ΚΟΥΡΟΥΣΙΗΣ,

4. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΥ,

5. ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΤΖΗΛΟΥΚΑΣ,

 

Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 110/2007)

 

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση Ενοικιαγοράς ― Εικονικότητα Ενοικιαγοράς ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά οδηγήθηκε σε απόφαση ότι επρόκειτο για εικονική σύμβαση ― Παραμερίστηκε κατ’ έφεση επί τω ότι υπό τις δοσμένες συνθήκες, δεν μπορούσε η σύμβαση να θεωρηθεί ως εικονική και άκυρη, έστω και αν έγινε τεχνηέντως προς εξυπηρέτηση απώτερου σκοπού.

 

Συμβάσεις ― Ερμηνεία σύμβασης ― Το κριτήριο είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο ― Για το σκοπό αυτό μπορεί να εμπλουτισθεί η γνώση με την αποκάλυψη του υπόβαθρου της συμφωνίας, εξαιρουμένων πάντοτε των διαπραγματεύσεων, καθώς και μονομερών δηλώσεων και υποκειμενικών προθέσεων των συμβαλλομένων.

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση Ενοικιαγοράς ― Σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Εφετείου, επικροτήθηκε το επιτρεπτό της αποδοχής εξωγενούς μαρτυρίας σε περιπτώσεις όπου ήταν η βασική υπεράσπιση των εναγομένων ότι η επίδικη συναλλαγή, αν και έφερε τα εξωτερικά χαρακτηριστικά σύμβασης ενοικιαγοράς, ήταν στην πραγματικότητα μια εικονική συναλλαγή.

 

Χρηματοδοτικός οργανισμός διεκδικούσε πρωτοδίκως την απόδοση σ’ αυτόν χρηματικών και άλλων θεραπειών, επικαλούμενος [*596]παράβαση όρων συναφθείσας συμφωνίας ενοικιαγοράς, ενώ οι εναγόμενοι-ενοικιαγοραστές αντέτειναν ότι η συμφωνία ήταν εικονική και δεν συνιστούσε τίποτε άλλο, παρά μια παράνομη σύμβαση δανειοδότησης.

 

Μεταξύ του εφεσίβλητου 1 και των εφεσειόντων είχε συναφθεί συμφωνία ενοικιαγοράς δυνάμει της οποίας, ο εφεσίβλητος 1 συμφώνησε όπως ενοικιάσει με δικαίωμα αγοράς τα μηχανήματα-οχήματα, αντί του τιμήματος των £110.000, πλέον δικαιώματα ενοικιαγοράς για ποσό £29.227,24.

 

Οι εφεσίβλητοι 2 και 3 εγγυήθηκαν τις υποχρεώσεις του εφεσίβλητου 1, βάσει του ίδιου εγγράφου, οι δε εφεσίβλητοι 4 και 5 παρείχαν εγγύηση, δυνάμει ξεχωριστού εγγράφου.

 

Λόγω της παράλειψης του εφεσείοντα 1 να πληρώσει οποιαδήποτε δόση, η σύμβαση τερματίστηκε από τους εφεσείοντες οι οποίοι και καταχώρησαν αγωγή.

 

Όλοι οι εφεσίβλητοι είχαν προβάλει ως κύριο σημείο της υπεράσπισής τους την εικονικότητα του επίδικου συμβολαίου, ισχυριζόμενοι ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς καταρτίστηκε με πρόθεση και σκοπό από πλευράς των εφεσειόντων να δανείσουν τον εφεσίβλητο 1 το ποσό της χρηματοδότησης, με τόκο παράνομο και ότι τα επιβληθέντα δικαιώματα ενοικιαγοράς αποτελούσαν στην πραγματικότητα, κεφαλαιοποιημένους τόκους.

 

Σύμφωνα με τα κύρια ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παρά τη φαινόμενη πώληση των αντικειμένων, εν τούτοις αυτά παρέμειναν και μετά τη χρηματοδότηση στην κατοχή και χρήση της ιδιοκτήτριας, ενώ οι εφεσείοντες ενεγράφησαν ως ιδιοκτήτες για μόνο δύο από τα τρία μηχανήματα, το δε τρίτο διεγράφη από το μητρώο του Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων.

 

Στη βάση των ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή των εφεσίβλητων ως ορθή και συμπέρανε ότι η επίδικη σύμβαση ενοικιαγοράς δεν ήταν γνήσια, αλλ’ επρόκειτο περί συγκεκαλυμμένης σύμβασης δανείου. Η εικονικότητά της δε, την καθιστούσε άκυρη.

 

Απαίτηση και η Ανταπαίτηση απορρίφθηκαν.

 

Με την έφεση προβλήθηκαν οι κάτωθι λόγοι:

 

[*597]Λόγος Έφεσης.

 

Η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

Παρά το γεγονός ότι ο απώτερος σκοπός της συναλλαγής ήταν η χρηματοδότηση του ιδιοκτήτη των μηχανημάτων, εν τούτοις, με δεδομένο ότι τα μηχανήματα ήσαν υπαρκτά και ήσαν ικανής αξίας και με δεδομένο ότι έλαβε χώρα πώλησή τους, το εύρημα της εικονικότητας και η κατάληξη της ακυρότητας δεν εδικαιολογούντο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Υπό το φως της νομολογίας που οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν, δεν ήταν ορθή η θέση  τους ότι από εκείνη τη νομολογία εξάγεται η αρχή ότι η προσαγωγή εξωγενούς μαρτυρίας σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, επιτρέπεται μόνο προς το σκοπό ερμηνείας εγγράφου λόγω της ύπαρξης ασάφειας.

 

2.  Εξωγενής μαρτυρία επιτρέπεται ώστε να ριφθεί φως στο ζητούμενο, που είναι η αληθής φύση της συναλλαγής, αφού βέβαια ληφθούν υπόψη και οι όροι της σύμβασης, όπως και η περιγραφή της, χωρίς όμως αυτά να έχουν αποφασιστική σημασία.

 

3.  Δε ήταν ορθή η θέση ότι αυτή επιτρέπεται μόνο εφόσον ειδικά εγείρονται στην υπεράσπιση θέματα non est factum και κωλύματος (estoppel).

 

4.  Παρ’ όλον ότι οι «διευκολυντικές συναλλαγές» του τύπου «πώληση και ενοικίαση πίσω» πρέπει να αποφεύγονται από εταιρείες χρηματοδότησης, αυτό δεν σημαίνει ότι μια γνησία αγορά αντικειμένων από ένα ιδιοκτήτη συνοδευόμενη από μια γνήσια και ανεξάρτητη ενοικίαση πίσω, των ίδιων αντικειμένων, αντιβαίνει τη νομοθεσία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν έχει σημασία ότι ο ενοικιαστής στην πραγματικότητα επιθυμεί να εξασφαλίσει δάνειο, νοουμένου ότι η συναλλαγή γίνεται μέσω μιας πραγματικής πώλησης και μιας αληθινής ενοικίασης.

 

5.  Στην υπό εξέταση περίπτωση, τα ενοικιαγορασθέντα μηχανήματα ήσαν υπαρκτά, η αξία τους, έστω και με διιστάμενη μαρτυρία, δεν ήταν καθόλου μηδαμινή ή ευτελής, φαίνεται να έγινε πραγματική πώληση και μεταβίβαση του τίτλου των δύο από τα τρία μηχανήματα, αυτών δηλαδή που ήταν εφικτό να γίνει, στο όνομα του αγοραστή και συνυπήρχαν και τα άλλα στοιχεία ενοικιαγοράς.

[*598]6.      Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορούσε η σύμβαση να θεωρηθεί εικονική και άκυρη, έστω και αν έγινε τεχνηέντως προς εξυπηρέτηση απώτερου σκοπού.

 

Παρά την επιτυχία του πρώτου λόγου έφεσης, το Εφετείο εξέτασε και τον εναπομείναντα 3ο λόγο έφεσης.

 

Λόγος Έφεσης.

 

Ήταν λανθασμένη η μη επιδίκαση ποσών εναντίον των εφεσιβλήτων 2, 3, 4 και 5, παρά τις υποχρεώσεις τους κάτω από το υπογραφέν έγγραφο Εγγύησης και Αποζημίωσης, εφόσον η υποχρέωση τους ήταν πρωτογενής και ανεξάρτητη και αυτοί υπέγραψαν συμφωνία εγγύησης και κάλυψης (indemnity).

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το ζήτημα αυτό, δεν είχε εγερθεί ούτε και συνακόλουθα εξετασθεί πρωτόδικα.

 

2.  Επομένως, ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν μπορούσε να εγερθεί και εξετασθεί κατ’ έφεση.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Εκδόθηκε σχετική απόφαση υπέρ των εφεσειόντων.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αλεξάνδρου ν. Κωμοδρόμος κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 576,

 

T.J.S. Enterprises Ltd κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 108,

 

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2067,

 

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Χίνη (2008) 1  (Β) Α.Α.Δ. 818,

 

Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Μιχαήλ (2012) 1 Α.Α.Δ. 41,

 

Ιωάννου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1522,

 

[*599]Thomas Liobay Developments Ltd κ.ά. ν. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd (2011) 1 A.A. 1749,

 

Olds Discount Co. Ltd. v. John Playfair Ltd. [1938] 3 All E.R. 275.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Σωκράτους, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2297/02), ημερομ. 2/4/2007.

 

Α. Ζαχαρίου με Π. Ευθυμίου, για τους Εφεσείοντες.

 

Λ. Διομήδους για Κ. Καλλή, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.

 

Λ. Διομήδους για Ε. Κορακίδη, για τον Εφεσίβλητο 3.

 

Δ. Βάκης, για τους Εφεσίβλητους 4 και 5.

 

Cur. adv. vult.

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η πρωτόδικη διαδικασία, η οποία είναι αντικείμενο ελέγχου στην παρούσα έφεση, αναφέρεται σε μια από πολυάριθμες αγωγές οι οποίες ηγέρθηκαν σε Επαρχιακά Δικαστήρια και στις οποίες χρηματοδοτικός οργανισμός διεκδικούσε την απόδοση σ’ αυτόν χρηματικών και άλλων θεραπειών, επικαλούμενος παράβαση όρων συναφθείσας συμφωνίας ενοικιαγοράς, ενώ οι εναγόμενοι-ενοικιαγοραστές αντέτειναν ότι η συμφωνία ήταν εικονική και δε συνιστούσε τίποτε άλλο παρά μια παράνομη σύμβαση δανειοδότησης. Στην υπό εξέταση περίπτωση είχε συναφθεί μεταξύ του εφεσίβλητου 1 και των εφεσειόντων συμφωνία ενοικιαγοράς ημερομηνίας 3.1.2002. Δυνάμει αυτής, ο εφεσίβλητος 1 συμφώνησε όπως ενοικιάσει με δικαίωμα αγοράς τα μηχανήματα-οχήματα υπ’ αρ. εγγραφής DAD351, CAZ967 και CAZ966 αντί του τιμήματος των £110.000, πλέον δικαιώματα ενοικιαγοράς για ποσό £29.227,24. Το τίμημα θα ήταν πληρωτέο με 60 μηνιαίες δόσεις εκ £2.320,45 η καθεμιά, αρχής γενομένης από την 24.2.2002. Οι εφεσίβλητοι 2 και 3 εγγυήθηκαν τις υποχρεώσεις του εφεσίβλητου 1 αυθημερόν, βάσει του ίδιου εγγράφου, οι δε εφεσίβλητοι 4 και 5 παρέσχαν εγγύηση, δυνάμει ξεχωριστού εγγράφου ημερομηνίας 4.1.2002. Λόγω της παράλειψης [*600]του εφεσείοντα 1 να πληρώσει οποιαδήποτε δόση, η σύμβαση τερματίστηκε από τους εφεσείοντες στις 25.6.2002, οι οποίοι και καταχώρησαν αγωγή με την οποία διεκδίκησαν το ποσό των £11.602,25 ως καθυστερημένες δόσεις και το ποσό των £127.624,99 ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και τόκο.

 

Όλοι οι εφεσίβλητοι είχαν προβάλει ως κύριο σημείο της υπεράσπισής τους την εικονικότητα του επίδικου συμβολαίου, ισχυριζόμενοι ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς καταρτίστηκε με πρόθεση και σκοπό από πλευράς των εφεσειόντων να δανείσουν τον εφεσίβλητο 1 το ποσό της χρηματοδότησης, με τόκο παράνομο και ότι τα επιβληθέντα δικαιώματα ενοικιαγοράς αποτελούσαν στην πραγματικότητα, κεφαλαιοποιημένους τόκους.

 

Πέραν της προαναφερθείσας υπεράσπισης, ο εφεσίβλητος 3 πρόβαλε και άλλη βάση υπεράσπισης, σύμφωνα με την οποία είχε παραπλανηθεί και εξαπατηθεί από τους εφεσείοντες και από τον εφεσίβλητο 1 και υπέγραψε εν λευκώ ως εγγυητής. Την ίδια υπεράσπιση πρόβαλαν και οι εφεσίβλητοι 4 και 5 ως προς εν λευκώ υπογραφή της εγγύησης, ισχυριζόμενοι ότι πίστευαν ότι η εγγύησή τους εδίδετο για την εταιρεία Westside Enterprises Ltd και/ή την C & A Simonos Ltd, για σκοπούς χρηματοδότησης των εταιρειών αυτών για την αγορά μηχανημάτων.

 

Σημειώνεται ότι το ποσό της σύμβασης, το ύψος του διεκδικούμενου υπολοίπου και γενικότερα τα αξιούμενα από τους εφεσείοντες ποσά, δεν αμφισβητήθηκαν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του ασχολήθηκε κατά προτεραιότητα με το εγερθέν ζήτημα της εικονικότητας της σύμβασης.

 

Σύμφωνα με τα κύρια ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της εκατέρωθεν προσαχθείσας μαρτυρίας, στην κρινόμενη περίπτωση η συναφθείσα σύμβαση ενοικιαγοράς παρουσιαζόταν να είναι μια τριμερής συμφωνία κατά την οποία ο έμπορος C & A Simonos Ltd, ως ιδιοκτήτρια των αντικειμένων, πωλούσε στους εφεσείοντες τα αντικείμενα και αυτοί με τη σειρά τους τα διέθεταν με τη μέθοδο της ενοικιαγοράς στον εφεσίβλητο 1 έναντι ποσού £110.000. Ο εφεσίβλητος 1, με την υπογραφή του στο συμβόλαιο ενοικιαγοράς, βεβαίωσε ότι παρέλαβε τα αντικείμενα και ότι ήταν της αρεσκείας του, ενώ με γραπτή εντολή του δικαιούχου του ποσού της χρηματοδότησης, δηλαδή την C & A Simonos Ltd η οποία εξουσιοδοτούσε τους ενά[*601]γοντες να πάρουν το εν λόγω ποσό και σε αντάλλαγμά του, τους μεταβίβασαν μετοχές ίσης τότε αξίας. Οι εφεσείοντες κατείχαν 280.000 μετοχές της εταιρείας Westside Enterprises Ltd στην οποία ανήκε η C & A Simonos Ltd και στην οποία διευθυντές ήσαν οι εφεσίβλητοι, όπως και στην Westside Enterprises Ltd που η Westside επιθυμούσε όπως αγοράσει τις μετοχές της από τους εφεσείοντες. Λόγω του νομικού κωλύματος στο να αγοράσει μια εταιρεία τις δικές της μετοχές, προτάθηκε από τους εφεσείοντες η χρηματοδότηση του εφεσίβλητου 1 με τη μέθοδο της ενοικιαγοράς και την εγγύηση των λοιπών εφεσιβλήτων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε σημασία στο γεγονός ότι, παρά τη φαινόμενη πώληση των αντικειμένων, εν τούτοις αυτά παρέμειναν και μετά τη χρηματοδότηση στην κατοχή και χρήση της ιδιοκτήτριας C & A Simonos Ltd, ενώ οι εφεσείοντες ενεγράφησαν ως ιδιοκτήτες για μόνο δύο από τα τρία μηχανήματα, το δε τρίτο διεγράφη από το μητρώο του Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων. Όπως συμπέρανε το Δικαστήριο, αυτό έδειχνε ότι το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η πώληση των μετοχών που κατείχαν έναντι του ποσού των £110.000, το οποίο και εξασφάλισαν με την ενεχυρίασή τους. Περαιτέρω, ενώ έμπορος των μηχανημάτων και δικαιούχος επομένως της αξίας τους και του ποσού της χρηματοδότησης ήταν η C & A Simonos Ltd, οι μετοχές εγγράφονται επ’ ονόματι του εφεσίβλητου 1, αποκτώντας έτσι ο ίδιος όφελος αντί οφειλή.

 

Στη βάση των ανωτέρω κύριων ευρημάτων της, η πρωτόδικος Δικαστής δέχθηκε την εκδοχή των εφεσίβλητων ως ορθή και συμπέρανε ότι η επίδικη σύμβαση ενοικιαγοράς δεν ήταν γνήσια, αλλ’ επρόκειτο περί συγκεκαλυμμένης σύμβασης δανείου. Η εικονικότητά της δε, την καθιστούσε άκυρη.

 

Παρά την τελική κατάληξή του ως προς την εικονικότητα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε εν τούτοις και εξέτασε και τις άλλες υπερασπίσεις τις οποίες ήγειραν μερικοί από τους εφεσίβλητους, οι οποίες κατά την κρίση του και για τους εμπεριστατωμένους λόγους που εξήγησε, δεν ευσταθούσαν και, επίσης, εξέτασε και διακρίβωσε το ακριβές ποσό οφειλής και τόκων στο οποίο θα εδικαιούντο οι εφεσείοντες σε περίπτωση κατά την οποία εσφαλμένα κρίθηκε το θέμα της εικονικότητας. Έκρινε επίσης ότι, δεδομένης της κατάληξης στην Απαίτηση περί ακυρότητας της σύμβασης, δεν συνέτρεχε λόγος για έκδοση διατάγματος, κηρύσσοντας τη σύμβαση άκυρη, όπως εζητείτο στις Ανταπαιτήσεις των εφεσιβλήτων.

[*602]Τελικά, τόσο η Απαίτηση όσο και η Ανταπαίτηση απορρίφθηκαν, η μεν πρώτη με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και η δεύτερη χωρίς έξοδα.

 

Τρεις συνολικά λόγους έφεσης πρόβαλαν οι εφεσείοντες. Κατά την ενώπιον του Εφετείου ακρόαση όμως, απέσυραν το 2ο λόγο έφεσης, ενόψει πρόσφατης απόφασης της πλήρους Ολομέλειας στην οποία θα αναφερθούμε αργότερα.

 

Παραμένουν, επομένως, προς εξέταση οι λόγοι έφεσης αρ. 1 και 3, τους οποίους και θα εξετάσουμε στη συνέχεια.

 

Λόγος Έφεσης 1 – Η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Επικαλούμενοι σχετική επί του θέματος νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι εφεσείοντες υποβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επέτρεψε την παρουσίαση εξωγενούς μαρτυρίας από την πλευρά των εφεσίβλητων η οποία στόχευε όχι σε ερμηνεία ή αποσαφήνιση κάποιων σημείων του εγγράφου της ενοικιαγοράς, αλλά σκοπό είχε την αντιπαράθεση με το ίδιο το έγγραφο και τους όρους του. Μαρτυρία ως προς το ειδικότερο θέμα της εικονικότητας μπορεί μόνο να γίνει δεκτή αφού εξετασθεί η εφαρμογή της αρχής του κωλύματος (estoppel) και του non est factum, εάν τις επικαλούνται οι διάδικοι και δεν πρέπει χωρίς να αιτιολογείται πειστικά η μη εφαρμογή αυτών των αρχών να γίνεται αποδεκτή εξωγενής προφορική μαρτυρία κατ’ αντίθεση προς τα έγγραφα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, αποδέχθηκε την αντίθετη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1, αποκλείοντας πλήρως την εφαρμογή των ως άνω αρχών, τις οποίες και αγνόησε.

 

Οι δύο αποφάσεις του  Ανωτάτου Δικαστηρίου, τις οποίες επικαλούνται οι εφεσείοντες είναι η Αλεξάνδρου ν. Κωμοδρόμος κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 576 και T.J.S. Enterprises Ltd κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 108.

 

Οι εφεσίβλητοι αντικρούουν αυτές τις θέσεις των εφεσειόντων, απορρίπτοντας αφενός το ότι οι αποφάσεις στις οποίες παραπέμπουν, έθεσαν τις αρχές με τον τρόπο που εισηγούνται οι εφεσείοντες και αφετέρου, οι εφεσίβλητοι παραπέμπουν σε άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες έγινε επιτρεπτή ή επικροτήθηκε η αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας προς θεμελίωση ισχυρισμών περί εικονικότητας.

[*603]Εγκύπτοντας στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης Αλεξάνδρου (ανωτέρω), την οποία επικαλούνται οι εφεσείοντες, παρατηρούμε τα ακόλουθα:

 

Στις συνεκδικασθείσες εκείνες εφέσεις, η επίμαχη σύμβαση προνοούσε για την πώληση ενός διαμερίσματος, τριών καταστημάτων, και χωραφιών έναντι συμφωνηθέντος τιμήματος πώλησης υπό κάποιους ασυνήθιστους όρους. Ήταν η θέση των εναγομένων και υπεράσπισή τους ότι, παρά την περιγραφή τους εγγράφου και παρά την ύπαρξη ορισμένων προνοιών του, στην πραγματικότητα επρόκειτο για συγκεκαλυμμένο δάνειο, περιβεβλημένο με τα εξωτερικά γνωρίσματα συμφωνίας πώλησης, προς παράκαμψη της νομοθεσίας ως προς το τότε επιτρεπόμενο μέγιστο όριο επιτοκίου. Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, είχε επιτραπεί από το Δικαστήριο που εξεδίκασε τη μια υπόθεση, η προσκόμιση εξωγενούς μαρτυρίας και εφεσιβλήθηκε ο τρόπος αξιολόγησής της, ενώ στην άλλη υπόθεση δεν επιτράπηκε η προσκόμιση εξωγενούς μαρτυρίας και εφεσιβλήθηκε και αυτή η κρίση του. Τα εκδικάσαντα τις δύο υποθέσεις Δικαστήρια, δεν ασχολήθηκαν με την ανάλυση του περιεχομένου της πιο σημαντικής παραγράφου της σύμβασης που προνοούσε για τη δυνατότητα του πωλητή να επιστρέψει το συμφωνηθέν τίμημα αγοράς των ακινήτων με ένα επιπλέον ποσό σε μηνιαίες δόσεις και έκριναν τις ενώπιόν τους υποθέσεις υπέρ των εναγόντων στη βάση άσκησης κρίσης ως προς την αξιοπιστία των διαδίκων. Το Εφετείο ανέτρεψε τις δύο πρωτόδικες αποφάσεις, τονίζοντας ότι η ερμηνεία σύμβασης είναι ζήτημα νομικό και δεν ανήκει στους διαδίκους ή τους μάρτυρές τους ο προσδιορισμός της έννοιας ή της φύσης της. Το θέμα προσαγωγής προφορικής μαρτυρίας τέθηκε όχι για να αποτελέσει ερμηνευτικό οδηγό αυτό καθ’ αυτό, αλλ’ επειδή συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις. Η αμφισβήτηση, πρόσθεσε το Εφετείο, αφορούσε στη φύση της συναλλαγής δεδομένης της παραγράφου 4 της σύμβασης και επιτράπηκε η προσαγωγή εξωγενούς μαρτυρίας προς τούτο. Και παρατήρησε ότι:

 

“Σε τέτοιες περιπτώσεις η προφορική μαρτυρία προσάγεται όχι για να αντιπαραταχθεί άποψη ως προς το νόημα του εγγράφου, αλλά για να ενταχθούν στην εικόνα στοιχεία ώστε να ριφθεί φως στο ζητούμενο. Που εν προκειμένω ήταν η αληθής φύση της συναλλαγής ενόψει του περιεχομένου του εγγράφου, ανεξάρτητα από την περιγραφή που της δόθηκε. Η απόρριψη αυτή της μαρτυρίας ως αναξιόπιστης επειδή αντιστρατευόταν την περιγραφή, δημιούργησε κύκλο και εμφάνισε ως εκ προϊμίου μάταιο το εγχείρημα.”

 

[*604]Υπό το φως του πιο πάνω αποσπάσματος, αδυνατούμε να συμμεριστούμε τη θέση των εφεσειόντων ότι από την απόφαση εκείνη εξάγεται η αρχή ότι η προσαγωγή εξωγενούς μαρτυρίας σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, επιτρέπεται μόνο προς το σκοπό ερμηνείας εγγράφου λόγω της ύπαρξης ασάφειας. Εξωγενής μαρτυρία επιτρέπεται ώστε να ριφθεί φως στο ζητούμενο, που είναι η αληθής φύση της συναλλαγής, αφού βέβαια ληφθούν υπόψη και οι όροι της σύμβασης, όπως και η περιγραφή της, χωρίς όμως αυτά να έχουν αποφασιστική σημασία.

 

Ως προς την αναφορά στην υπόθεση T.J.S. Enterprises Ltd (ανωτέρω) παρατηρούμε τα εξής: Και σ’ εκείνη την υπόθεση επιβεβαιώθηκε ότι μπορεί να γίνει αποδεκτή η προσκόμιση εξωγενούς μαρτυρίας για το σκοπό της διακρίβωσης της αληθινής φύσης της συναλλαγής. Δε συμφωνούμε όμως με τη θέση των εδώ εφεσειόντων ότι αυτή επιτρέπεται μόνο εφόσον ειδικά εγείρονται στην υπεράσπιση θέματα non est factum και κωλύματος (estoppel). Εκείνο το οποίο αποφασίστηκε στην υπόθεση εκείνη ήταν ότι, αν και η υπεράσπιση είχε θέσει ρητά θέμα εικονικότητας, με αποτέλεσμα να μπορούσε να επιτραπεί μαρτυρία ως προς την αληθινή φύση της συναλλαγής, ο εναγόμενος 3 δεν μπορούσε χωρίς επαρκή στοιχεία να αποφύγει τις συνέπειες της υπογραφής του στο Τεκμήριο Α σύμφωνα με το οποίο, αυτός ήταν ο ιδιοκτήτης και πωλητής-έμπορος των οχημάτων, χωρίς να εγείρεται ειδικό θέμα και non est factum.

 

Εξάλλου, σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Εφετείου, επικροτήθηκε το επιτρεπτό της αποδοχής εξωγενούς μαρτυρίας σε περιπτώσεις όπου ήταν η βασική υπεράσπιση των εναγομένων ότι η επίδικη συναλλαγή, αν και έφερε τα εξωτερικά χαρακτηριστικά σύμβασης ενοικιαγοράς, ήταν στην πραγματικότητα μια εικονική συναλλαγή. Μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2067, αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα:

 

“Τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς το υπόβαθρο της συμφωνίας, το κείμενο της οποίας ήταν όντως ασαφές, συναρτώνται κατά πρώτο λόγο, με το παραδεχτό εξωγενούς μαρτυρίας προς τους όρους της σύμβασης. Όπως υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στην Polykarpou v. Polykarpou (1982) 1 C.L.R. 182 και στη Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, (ανωτέρω), η μαρτυρία ήταν παραδεκτή ενόψει του ισχυρισμού ότι η συμφωνία ήταν πλασματική και όχι αποκαλυπτική της συναλλαγής.

[*605]Χαρακτηριστική της σημασίας αποκάλυψης του υπόβαθρου συμφωνίας είναι η απόφασή μας στη Θεολόγου κ.ά. ν. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 407, όπου επισημάναμε ότι:

 

«Το κριτήριο είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο. Για το σκοπό αυτό μπορεί να εμπλουτισθεί η γνώση με την αποκάλυψη του υπόβαθρου της συμφωνίας, εξαιρουμένων πάντοτε των διαπραγματεύσεων, καθώς και μονομερών δηλώσεων και υποκειμενικών προθέσεων των συμβαλλομένων.»”

 

Εξάλλου, στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Χίνη (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 818, το Εφετείο επιβεβαίωσε τα ακόλουθα:

 

“Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά επέτρεψε εξωγενή μαρτυρία εκ μέρους του εφεσίβλητου εφόσον εκείνο που επιζητείτο να καταδείξει η εξωγενής μαρτυρία ήταν η πραγματική φύση της συναλλαγής, που δεν ήταν αληθινή και γνήσια ενοικιαγορά, πράγμα επιτρεπτό. Αυτή η αρχή έγινε δεκτή και στις αποφάσεις στις υποθέσεις Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1432 και Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2067 (ανωτέρω). Η παρούσα υπόθεση διαχωρίζεται, επί των γεγονότων, από την απόφαση στην υπόθεση T.J.S. Enterprises Ltd κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 108, στην οποίαν κρίθηκε πως πρόσωπο που είχε παρουσιάσει τον εαυτό του ως τον πωλητή των αντικειμένων της ενοικιαγοράς, κωλύετο από του να το αρνηθεί μεταγενέστερα.”

 

Αυτή η προσέγγιση του Εφετείου επιβεβαιώθηκε πρόσφατα με την απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Μιχαήλ (2012) 1 A.A. 41.

 

Ένα άλλο θέμα, το οποίο οι εφεσείοντες εγείρουν κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, είναι ότι, ενώ οι εφεσίβλητοι είχαν υπογράψει με τη θέλησή τους όλα τα σχετικά έγγραφα ενοικιαγοράς, ισχυρίστηκαν στο Δικαστήριο και έγιναν πιστευτοί, ότι τα έγγραφα τα υπέγραψαν για να πάρουν χρήματα, και ότι όλες οι δηλώσεις τους ήσαν ψεύτικες και δεν εφάρμοσε το Δικαστήριο την αρχή του κωλύματος, όπως αυτό εφαρμόστηκε στην υπόθεση Ιωάννου ν. Οργα[*606]νισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1522.

 

Στην υπόθεση Ιωάννου (ανωτέρω), παρά την υπογραφή και παρουσίαση στο Δικαστήριο όλων των εγγράφων σε σχέση με τη χρηματοδότηση ενοικιαγοράς επίπλων, ο εφεσείων, ο οποίος είχε υπογράψει ως εγγυητής του ενοικιαστή, ήγειρε στην υπεράσπισή του θέμα ότι τα έπιπλα δεν είχαν παραδοθεί από την κατασκευάστρια εταιρεία στον χρηματοδοτικό οργανισμό και είχε εξαπατηθεί να υπογράψει ως εγγυητής. Όπως κρίθηκε πρωτόδικα και επικυρώθηκε κατ’ έφεση, κατ’ αρχάς δεν ήταν ορθή η θέση του εφεσείοντα ότι αποτελούσε όρο-προϋπόθεση της σύμβασης ότι τα έπιπλα θα έπρεπε να παραδοθούν από την κατασκευάστρια εταιρεία στον εφεσίβλητο οργανισμό χρηματοδότησης και, ακολούθως, στον αγοραστή. Ανεξάρτητα όμως από τούτο, ο ενοικιαστής (άλλος εναγόμενος) σε σχετική γραπτή δήλωσή του δεχόταν ότι παρέλαβε ήδη τα εμπορεύματα και τα εξέτασε και πιο κάτω υπέγραφε ο εφεσείων ως εγγυητής. Όπως τόνισε το Εφετείο, ο εφεσείων ήταν ένας από τους συμβαλλομένους και δεν μπορούσε να διαψεύδει τον ενοικιαστή ότι δεν υπήρξε παράδοση των επίπλων, τη στιγμή που ο ίδιος ο ενοικιαστής παραδέχεται ότι είχε ήδη παραλάβει τα έπιπλα. Η συμπεριφορά του εφεσείοντα οδήγησε τον εφεσίβλητο να αποδεχθεί την εισήγηση για τη χρηματοδότηση της συναλλαγής σε βαθμό που θα ήταν άδικο να επιτραπεί στον εφεσείοντα να ενεργήσει κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς τη συμπεριφορά του, εφαρμοζομένου του κανόνα του κωλύματος λόγω παραστάσεων.

 

Είναι πρόδηλο ότι στην υπό εξέταση υπόθεση τα γεγονότα είναι διαφορετικά και θέμα όπως το ανωτέρω δεν είχε εγερθεί.

 

Κάτω από αυτό όμως το λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται περαιτέρω ότι με τα γεγονότα τα οποία είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο, η επίδικη σύμβαση ήταν νόμιμη και πραγματική, έστω και αν ο απώτερος σκοπός της ήταν η χρηματοδότηση προς το σκοπό αγοράς μετοχών εταιρείας. Σε σχέση με τούτο, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προβεί στις ακόλουθες διαπιστώσεις, ως αποτέλεσμα αξιολόγησης της μαρτυρίας:

 

Ότι δεν είναι γενικά μεμπτό να χρηματοδοτούνται αντικείμενα, ακόμα και από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη τους, με σκοπό να πάρει χρήματα.

 

Ότι τα τρία οχήματα – μηχανήματα αντικείμενο της σύμβασης ήσαν υπαρκτά και παρουσιάζονταν να πωλούνται από την C & [*607]A Simonos Ltd στην Τράπεζα και, ακολούθως, να τα αγοράζει ο εφεσίβλητος 1.

 

Ότι η αξία των επίδικων μηχανημάτων υπολογίστηκε από τους εφεσείοντες σε £110.000, ενώ οι εφεσίβλητοι την υπολόγισαν σε περίπου £50.000. Ότι οι εφεσείοντες ενεγράφησαν ως ιδιοκτήτες των δύο οχημάτων τα οποία παρουσιάζονταν να είχαν αγοράσει από την εταιρεία C & A Simonos Ltd, ενώ του τρίτου οχήματος η εγγραφή του είχε διαγραφεί από τον Έφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων. Παράλληλα, ενώ έμπορος-πωλητής και επομένως δικαιούχος της αξίας των μηχανημάτων ήταν η C & A Simonos Ltd, οι μετοχές εγγράφηκαν επ’ ονόματι του εφεσίβλητου 1.

 

Βασιζόμενο στα κύρια ευρήματά του, το πρωτόδικο Δικαστήριο συμφώνησε με την εκδοχή των εφεσίβλητων ότι, επειδή η Westside Enterprises Ltd δεν μπορούσε να αγοράσει τις δικές της μετοχές, αυτές ενεγράφησαν στο όνομα του εφεσίβλητου 1, εκ των διευθυντών της Westside και συνάμα της Simonos.

 

Κατέληξε δε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τα πιο πάνω ευρήματα και συμπεράσματα, ότι η εμφανιζόμενη ως σύμβαση ενοικιαγοράς δεν ήταν γνήσια, αλλ’ αποτελούσε συγκεκαλυμμένο δάνειο και επομένως η εικονικότητά της την καθιστούσε άκυρη.

 

Οι εφεσείοντες διαφωνούν με το εύρημα περί εικονικότητας και ισχυρίζονται ότι, παρά το γεγονός ότι ο απώτερος σκοπός της συναλλαγής ήταν η χρηματοδότηση του ιδιοκτήτη των μηχανημάτων, εν τούτοις, με δεδομένο ότι τα μηχανήματα ήσαν υπαρκτά και ήσαν ικανής αξίας και με δεδομένο ότι έλαβε χώρα πώλησή τους, το εύρημα της εικονικότητας και η κατάληξη της ακυρότητας δεν εδικαιολογούντο. Προς υποστήριξη αυτής της θέσης, ο συνήγορος των εφεσειόντων παρέπεμψε στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Thomas Liobay Developments Ltd κ.ά. ν. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd, (2011) 1 Α.Α.Δ. 1749. Στην υπόθεση εκείνη είχαν πρωτόδικα αναφερθεί και τα ακόλουθα:

 

«“Επομένως, το μόνο ερώτημα που πρέπει να εξετασθεί έγκειται στο κατά πόσο η επίδικη συναλλαγή ήταν μια πραγματική σύμβαση ενοικιαγοράς ή αντίθετα μια ψεύτικη συμφωνία συγκεκαλυμμένης δανειοδότησης.

 

Έχω παραθέσει προηγουμένως τις βασικές νομολογιακές αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα. Με βάση εκείνες τις αρχές, αδυνατώ πραγματικά να καταλήξω σε συμπέρασμα ότι η επίδικη συναλ[*608]λαγή ενοικιαγοράς ήταν είτε στους τύπους είτε στην ουσία πλασματική και ψεύτικη. Και τα αντικείμενα στα οποία η σύμβαση αναφερόταν ήταν υπαρκτά με βάση στοιχεία τα οποία έδωσαν οι ίδιοι οι εναγόμενοι ότι τους ανήκαν και πλήρης ταύτιση βούλησης ως προς τη φύση και το αντικείμενο της συναλλαγής ενυπήρχε μεταξύ των συμβαλλομένων. Δεν έχω αμφιβολία βέβαια ότι οι εναγόμενοι χρησιμοποίησαν εκείνη τη μέθοδο χρηματοδότησης υστερόβουλα και με τη γνώση των εναγόντων, για να επιτύχουν την εξασφάλιση χρημάτων που ήταν ο πρώτος και ο απώτερος σκοπός τους. Όμως για την κατάρτιση και την υλοποίηση της συναλλαγής τηρήθησαν όλες οι νόμιμες διαδικασίες που προβλέπονταν από τη σχετική νομοθεσία και καμιά αρχή του περί Συμβάσεων νόμου είχε παραβιασθεί. Και τα αντικείμενα ήσαν υπαρκτά και κάποιας σημαντικής αξίας. Το εάν η ενάγουσα για να αποδεχθεί να χρηματοδοτήσει τη συναλλαγή με ποσό που δεν βεβαιώθηκε πως ήταν τουλάχιστο ισάξιο της αξίας των αντικειμένων που αγόραζε, δεν είναι γεγονός το οποίο μιαίνει τη συναλλαγή ούτε αλλοιώνει τη φύση της το ότι για εξασφάλιση της καταβολής των ενοικίων η ενάγουσα ζήτησε και πήρε περαιτέρω εξασφαλίσεις. Οι δε επαχθείς όροι της συναλλαγής, όπως τους αποκαλούν οι εναγόμενοι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα συνήθη δικαιώματα τα οποία χρεώνονται σε ενοικιαγορές και τα οποία χωρίς κανένα αθέμιτο εξαναγκασμό ευχαρίστως φαίνεται να είχαν αποδεχθεί οι εναγόμενοι. Όλα αυτά καταδεικνύουν την σύμπτωση βούλησης των συμβαλλομένων να αξιοποιήσουν τις παρεχόμενες από τη νομοθεσία διαδικασίες σαν εναλλακτικές της δανειοδότησης λύσεις. Και δεν μπορεί αργότερα ο ένας από τους συμβαλλόμενους, ο οποίος επωφελήθηκε από αυτή τη σύμπραξη να επικαλείται παρανομία και πλασματικότητα για να μη επιστρέψει τα χρήματα που πήρε και χρησιμοποίησε επειδή οι οικονομικοί του σχεδιασμοί απέτυχαν. Άλλη μπορεί να ήταν η περίπτωση εάν τα υπό ενοικιαγορά τεθέντα αντικείμενα ήσαν ανύπαρκτα ή τελείως ευτελούς αξίας.

 

Ως προς τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποτε να ενεργούν οργανισμοί χρηματοδότησης και τη λεπτή διαφορά μεταξύ δανείου και ενοικιαγοράς πολύ χρήσιμο είναι πιστεύω το ακόλουθο απόσπασμα από την Αγγλική απόφαση Olds Discount Co. Ltd. v. John Playfair Ltd. [1938] 3 All E.R. 275 at p. 281.

 

“... On the other hand, the defendants say that in fact there was no such sale at all that this so-called sale was merely a sham, and that this transaction was merely a method of borrowing money by Messrs Brights from the plaintiffs, and that therefore, the [*609]plaintiffs were moneylenders, and, not being registered as such, they cannot recover the money. There is something to be said for that argument, but what one has to remember – and I think that this might be said of almost all bodies which finance hire-purchase agreements (and they are very numerous at the present time) – is that their real function is the lending of money and it must necessarily be so. Although that may be the object and the intention for which they exist, the question is not with what object they employ their money, but the method they have of employing it. If the method employed constitutes a sale, then the transaction is not only the lending of the money but also a purchase of the goods, even although it is only for the purpose of lending money that it is being done in that way. Therefore it seems to me that the question to be decided in this case is whether the plaintiffs have succeeded, by means of the form they adopted, in making a real, though technical, purchase of the goods, or whether they have merely had a security on the goods, the goods always remaining the property of Messrs Bright’s Furniture Depositories, and never having passed to Messrs Olds Discount Co. Ltd. ....”

 

Όπως πολύ σωστά εντοπίζεται στην πιο πάνω απόφαση, εάν η μέθοδος που ακολουθήθηκε από χρηματοδοτικό οργανισμό συνιστά πώληση, τότε η συναλλαγή δεν αποτελείται μόνο από το δανεισμό χρημάτων αλλά και την αγορά αντικειμένων, έστω και αν ο μόνος σκοπός για τον οποίο η συναλλαγή έγινε κατ’ εκείνο τον τρόπο δεν ήταν άλλος παρά ο δανεισμός χρημάτων. Ακόμα δηλαδή και αν οι συμβαλλόμενοι τεχνηέντως χρησιμοποίησαν τη μέθοδο ενοικιαγοράς για να επιτύχουν το σκοπό τους, που δεν είναι άλλος παρά η χρηματοδότηση, δεν επηρεάζεται η φύση της συναλλαγής ενόσω σ’ αυτήν εμπλέκεται και συμφωνηθείσα αγορά υπαρκτών αντικειμένων.”»

 

Επικροτώντας την πιο πάνω προσέγγιση, το Εφετείο τόνισε και τα ακόλουθα:

 

«“Όπως προκύπτει από την επίδικη απόφαση, το θέμα της εικονικότητας εξετάστηκε μέσα στο ορθό, εκτιμούμε, νομολογιακό πλαίσιο το οποίο ο ευπαίδευτος Πρόεδρος σκιαγράφησε με αναφορά, μεταξύ άλλων, και στο σύγγραμμα The Law of Hire Purchase, A.G. Guest, The Law of Hire Purchase 1966 para. 120-121, ως εξής:

 

«Όπως εκεί διευκρινίζεται, παρ’ όλον ότι οι «διευκολυντι[*610]κές συναλλαγές» του τύπου «πώληση και ενοικίαση πίσω» πρέπει να αποφεύγονται από εταιρείες χρηματοδότησης, αυτό δεν σημαίνει ότι μια γνησία αγορά αντικειμένων από ένα ιδιοκτήτη συνοδευόμενη από μια γνήσια και ανεξάρτητη ενοικίαση πίσω των ίδιων αντικειμένων, αντιβαίνει τη νομοθεσία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως προστίθεται, δεν έχει σημασία ότι ο ενοικιαστής στην πραγματικότητα επιθυμεί να εξασφαλίσει δάνειο, νοουμένου ότι η συναλλαγή γίνεται μέσω μιας πραγματικής πώλησης και μιας αληθινής ενοικίασης. Σχετικοί δε παράγοντες οι οποίοι συνήθως δημιουργούν υποψία στα Δικαστήρια είναι και οι ακόλουθοι:

 

— Το ότι ο αγοραστής τυγχάνει δανειστής χρημάτων.

— Η έκδηλη ή σημαντική διαφορά μεταξύ της πραγματικής αξίας των αντικειμένων και του ποσού που παραχωρείται με την εξασφάλιση τους.

— Η ύπαρξη ασυνήθιστων όρων εναντίον του ενοικιαγοραστή.

— Η ακριβής απεικόνιση της συναλλαγής μέσα από τα καταρτισθέντα έγγραφα.”»

 

Ακολούθως δε, το Εφετείο στην ίδια υπόθεση (Thomas Liobay Developments Ltd), πρόσθεσε και τα εξής:

 

“Προτού στραφούμε στο 19ο και τελευταίο λόγο έφεσης, θεωρούμε σκόπιμο να ασχοληθούμε με την πτυχή της σχετικής με την εικονικότητα της επίδικης συναλλαγής επιχειρηματολογία του κ. Μαθηκολώνη, της οποίας κεντρικό άξονα συνιστά η απόφαση στην υπόθεση, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. ν. Χίνη (2008) 1 Α.Α.Δ. 818, στην οποία ο κ. Μαθηκολώνης έδωσε ιδιαίτερη έμφαση. Κατ’ αρχήν θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η απόφαση στην υπόθεση Χίνη δεν είχε εκδοθεί όταν δόθηκε η πρωτόδικη απόφαση στην παρούσα υπόθεση. Αναφορικά με την ουσία της επί του προκειμένου επιχειρηματολογίας του κ. Μαθηκολώνη, παρατηρούμε τα εξής. Οι δύο υποθέσεις διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους ως προς τα γεγονότα. Είναι πιστεύουμε αρκετό να επισημάνουμε ότι, σε αντίθεση με την παρούσα περίπτωση όπου η εκδοχή των εφεσιβλήτων κρίθηκε αξιόπιστη και αποτέλεσε τη βάση για εξαγωγή ευρημάτων/ συμπερασμάτων, στην υπόθεση Χίνη τα γεγονότα που συνηγορούσαν υπέρ της εικονικότητας της συμφωνίας «βοούσαν», σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου οι οποίες και επικροτήθηκαν κατ’ έφεση. Ενδεικτικό της εικόνας που αναδύεται μέσα από τα γεγονότα της υπόθεσης Χίνη συνιστά και το γεγονός ότι, σε αντίθεση με την παρούσα περίπτωση στην οποία τα εμπορεύμα[*611]τα, αντικείμενο της ενοικιαγοράς, ήταν υπαρκτά, στην υπόθεση Χίνη τα εμπορεύματα ήταν ανύπαρκτα, στοιχείο το οποίο διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην κατάληξη του δικαστηρίου ότι πρόκειται για εικονική συναλλαγή. Επομένως, η υπόθεση Χίνη διακρίνεται ουσιωδώς από την παρούσα υπόθεση και συνεπώς δεν τυγχάνει εφαρμογής.”

 

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας και των αρχών που παρατέθηκαν σ’ αυτήν, καταλήγουμε ότι πράγματι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα της από τη σειρά υποθέσεων με κορυφαίες τις αποφάσεις στη Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Χίνη (ανωτέρω) και Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Μιχαήλ (ανωτέρω).

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, τα ενοικιαγορασθέντα μηχανήματα ήσαν υπαρκτά, η αξία τους, έστω και με διιστάμενη μαρτυρία, δεν ήταν καθόλου μηδαμινή ή ευτελής, φαίνεται να έγινε πραγματική πώληση και μεταβίβαση του τίτλου των δύο από τα τρία μηχανήματα, αυτών δηλαδή που ήταν εφικτό να γίνει, στο όνομα του αγοραστή και συνυπήρχαν και τα άλλα στοιχεία ενοικιαγοράς.

 

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν μπορούσε η σύμβαση να θεωρηθεί ως εικονική και άκυρη, έστω και αν έγινε τεχνηέντως προς εξυπηρέτηση απώτερου σκοπού.

 

Επομένως, αυτός ο λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

 

Παρά την επιτυχία του λόγου τούτου έφεσης, ο οποίος σφραγίζει και την επιτυχία της έφεσης, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε και τον εναπομείναντα 3ο λόγο έφεσης.

 

Λόγος Έφεσης 3 – Ισχυρισμός περί λανθασμένης μη επιδίκασης ποσών εναντίον των Eφεσιβλήτων 2, 3, 4 και 5.

 

Όπως περαιτέρω ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εντελώς λανθασμένα, δεν επεδίκασε τα αξιούμενα ποσά εναντίον των εφεσιβλήτων 2, 3, 4 και 5, παρά τις υποχρεώσεις τους κάτω από το υπογραφέν έγγραφο Εγγύησης και Αποζημίωσης.

 

Σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, είναι φανερό από το λεκτικό του εγγράφου ότι η υποχρέωση των εφεσιβλήτων 2-5 είναι πρωτογενής και ανεξάρτητη και αυτοί υπέγραψαν συμφωνία εγγύησης και κάλυψης (indemnity).

 

[*612]Από την άλλη, οι εφεσίβλητοι υποβάλλουν ότι η δεδηλωμένη ακυρότητα της συμφωνίας ενοικιαγοράς συμπαρασύρει σε ακυρότητα και τη συμφωνία εγγύησης. Ότι η σύμβαση εγγύησης είναι μολυσμένη με ψευδείς παραστάσεις και απόκρυψη του ουσιώδους γεγονότος ότι επρόκειτο για εικονική πράξη, οπότε η σύμβαση εγγύησης είναι άκυρη. Όπως δε προσθέτει ο εφεσίβλητος 3, σύμφωνα με το Άρθρο 86 του περί Συμβάσεων Νόμου, εκτός αν προνοείται διαφορετικά στη σύμβαση, ο εγγυητής ευθύνεται στην έκταση που ευθύνεται ο πρωτοφειλέτης.

 

Το ακριβές κείμενο του εγγράφου “Εγγύηση και Αποζημίωση”, το οποίο υπογράφηκε από τους εφεσίβλητους είχε ως ακολούθως:

 

“ΚΑΙ ΕΓΩ/ΕΜΕΙΣ αναλαμβάνω/ουμε από κοινού και χωριστά να σας αποζημιώσουμε και να σας κρατώ/ούμε καλυμμένους ανεξάρτητα από την πιο πάνω εγγύηση μου/μας για οποιαδήποτε συμφωνία που απορρέει από΄την συμφωνία ενοικιαγοράς και μόλις τελειώσει η συμφωνία αυτή η μίσθωση που δημιουργείται σύμφωνα με την συμφωνία αυτή ΕΓΩ/ΕΜΕΙΣ θα πληρώσω/ουμε το ποσό της ζημιάς αυτής ανεξάρτητα από την ακυρότητα ή εγκυρότητα της συμφωνίας και ανεξάρτητα από το αν έχετε ενασκήσει οποιοδήποτε ή οποιαδήποτε δικαίωμα/τα εναντίον του μισθωτή ή σχετικά με την αγωγή.”

 

Εξετάσαμε με προσοχή τη θέση αυτή των εφεσειόντων υπό το φως των δικογράφων και των θέσεων τις οποίες πρόβαλε και προώθησε η κάθε πλευρά στην πρωτόδικη δικαστική διαδικασία. Διαπιστώνουμε ότι ένα τέτοιο ζήτημα όπως αυτό, το οποίο εγείρεται κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, δεν είχε εγερθεί ούτε και συνακόλουθα είχε εξετασθεί πρωτόδικα. Σε κανένα μέρος της Έκθεσης Απαίτησης και σε κανένα σημείο της διαδικασίας οι εφεσείοντες έθεσαν οποιοδήποτε θέμα ευθύνης των εφεσιβλήτων-εγγυητών παρά, ή ανεξάρτητα από, την εγκυρότητα της κυρίως σύμβασής τους με τους εφεσίβλητους 1. Αντίθετα, όπως ρητά αναφέρουν στις παραγράφους 6 και 7 της τροποποιηθείσας Έκθεσης Απαίτησής τους, είναι οι εφεσίβλητοι που εγγυήθηκαν, άλλοι στο ίδιο έγγραφο της σύμβασης και άλλοι με ξεχωριστό έγγραφο εγγύησης, “τις υποχρεώσεις του εναγομένου 1 προς τους ενάγοντες δυνάμει της αναφερομένης συμφωνίας ενοικιαγοράς”. Αυτές τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις ήταν που εγγυήθηκαν οι εφεσίβλητοι, όπως οι ίδιοι οι εφεσείοντες υποστήριζαν, με βάση την “συμφωνία ενοικιαγοράς” και όχι ανεξάρτητα από αυτήν ή από την εγκυρότητά τους. Προώθησαν δε καθόλη τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας τη θέση ότι η μεταξύ των εφεσειόντων και εφεσίβλητων 1 συμφωνία, [*613]ήταν μια έγκυρη και γνήσια συμφωνία ενοικιαγοράς και δεν έθεσαν ποτέ οποιοδήποτε θέμα ανάληψης υποχρέωσης πληρωμής από τους εφεσίβλητους-εγγυητές σε περίπτωση ακυρότητας ή ανυπαρξίας της κυρίως σύμβασης.

 

Επομένως, ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν μπορεί να εγερθεί και εξετασθεί κατ’ έφεση.

 

Λόγω όμως της επιτυχίας των εφεσειόντων στον 1ο λόγο έφεσης, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Δεδομένου ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε ως προς τον υπολογισμό των ποσών, τόκων και άλλων θεραπειών στις οποίες θα εδικαιούντο οι εφεσίβλητοι, θα τα επιδικάσουμε ως είχαν υπολογιστεί πρωτόδικα.

 

Επομένως, εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων αλληλέγγυα και/ή προσωπικά ως ακολούθως:

 

Για ποσό £11.602,25 (€19.823,62), που αντιπροσωπεύει πέντε καθυστερημένες δόσεις προ του τερματισμού της σύμβασης.

 

Για ποσό £100.989,13 (€172.550,17), ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας (ήτοι £127.624,99 ποσό που κατέστη πληρωτέο μετά τον τερματισμό, μείον ποσό £26.635,86 αναφορικά με δικαιώματα ενοικιαγοράς που ενσωματώνονται στις μετά τον τερματισμό οφειλόμενες δόσεις).

 

Τόκο προς 6% ετήσια επί του ποσού των πέντε καθυστερημένων δόσεων από της ημερομηνίας κατά την οποία εκάστη κατέστη πληρωτέα, μέχρι εξόφλησης.

 

Τόκο προς 6% ετήσια επί του ποσού των £100.989,13 (€172.550,17) από την ημερομηνία τερματισμού, ήτοι από την 25.6.2002, μέχρι εξόφλησης.

 

Τα έξοδα τόσο της έφεσης όσο και της αγωγής επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων όπως αυτά θα υπολογισθούν τα μεν πρώτα από τον οικείο Πρωτοκολλητή, τα δε δεύτερα από τον Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Εκδίδεται σχετική απόφαση υπέρ των εφεσειόντων.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο