Aνδρέου Αντώνης ν. C. Ataliotis Niche Advertising Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 653

(2013) 1 ΑΑΔ 653

[*653]15 Μαρτίου, 2013

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,

 

Ενάγων,

ν.

 

C. ATALIOTIS NICHE ADVERTISING LTD.,

 

Εναγομένου.

 

(Αγωγή Ευρεσιτεχνίας Αρ. 2/2011)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση τροποποίησης δικογράφων ― Διαταγή 25 ― Επιτράπηκε αίτηση τροποποίησης Έκθεσης Απαίτησης δεδομένου ότι, αφορούσε στα ήδη προσδιορισθέντα επίδικα θέματα ― Ανασκόπηση νομολογίας ― Υπομνήστηκε η αρχή ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου σε αιτήσεις τροποποίησης, δεν διέπεται από άκαμπτους κανόνες αλλά από αριθμό παραγόντων, η βαρύτητα των οποίων ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση τροποποίησης δικογράφων ― Διαταγή 25 ― Η σύγχρονη τάση είναι να επιτρέπουν τα δικαστήρια τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις, ακόμα και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα.

 

Πολιτική Δικονομία ― Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη τροποποίησης δικογράφων, όμως η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου στο στάδιο αυτό, ασκείται με φειδώ ― H εισαγωγή ενός νέου θέματος δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και την απόρριψη της αίτησης, νοουμένου όμως ότι δεν έχει καταλυτικές συνέπειες για την αντίδικη πλευρά.

 

O ενάγων καταχώρησε στα πλαίσια αγωγής ευρεσιτεχνίας που είχε εγείρει, ενδιάμεση αίτηση με την οποία επεδίωκε τροποποίηση των παραγράφων της οπισθογραφημένης στο κλητήριο ένταλμα έκθεσης απαίτησης, η οποία είχε ως κεντρικό άξονα  αξιώσεων, τη θέση ότι οι εναγόμενοι-καθ’ ων η αίτηση παραβίαζαν τα δικαιώματα του τα οποία πηγάζουν από συγκεκριμένο δικαίωμα ευρεσιτεχνίας.

[*654]Με την αιτούμενη τροποποίηση επιδιωκόταν συγκεκριμένα η διαφοροποίηση φράσης που αναφερόταν σε κατασκευή πινακίδων που αντέγραφαν το επίδικο δικαίωμα και η αντικατάσταση της με φράση που αναφερόταν σε χρήση τέτοιων πινακίδων.

 

Μα τη δεύτερη αιτούμενη τροποποίηση, ο ενάγων επιδίωκε την τροποποίηση παραγράφων που αναφέρονταν στις ειδικές ζημιές του ενάγοντα.

 

Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση στην οποία αναφερόταν μεταξύ άλλων, ότι κατόπιν συνεννόησης του ενάγοντα με τους δικηγόρους του εφάνη ότι λανθασμένα διατυπώθηκε στην αγωγή ότι οι εναγόμενοι κατασκεύαζαν και πωλούσαν τις επίδικες ταμπέλες ενώ στην πραγματικότητα τις χρησιμοποιούσαν, παραβιάζοντας με αυτό τον τρόπο τα δικαιώματα του ενάγοντος.

 

Υποβλήθηκε ένσταση με την οποία υποστηρίχθηκε, ότι με την αίτηση ουσιαστικά επιδιωκόταν η εισαγωγή νέας βάσης αγωγής εντελώς διαφορετικής από την υφιστάμενη και ότι η αίτηση  τροποποίησης καταχωρήθηκε με υπερβολική καθυστέρηση, ήτοι 14 μήνες μετά την καταχώριση της αγωγής και αφού προηγουμένως έγιναν παραδεκτά, γραπτώς και κατόπιν αιτήσεως του ενάγοντα, κάποια γεγονότα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις, στην ουσία αφορούσαν σε γεγονότα που περιέβαλλαν τα επίδικα θέματα, τα οποία είχαν ήδη προσδιοριστεί με την υφιστάμενη έκθεση απαίτησης και δεν εισήγαγαν νέα βάση αγωγής, ούτε και επεδίωκαν επαναπροσδιορισμό των επίδικων θεμάτων όπως ήταν η θέση των εναγομένων.

 

2.  Δεν ήταν ξένες ούτε άσχετες με τα επίδικα θέματα. Έστω όμως και αν εκείνο που επιδιωκόταν με την αιτούμενη τροποποίηση ήταν η εισαγωγή νέων θεμάτων, αυτό δεν θα συνεπαγόταν κατ’ ανάγκη και την απόρριψη της αίτησης.

 

3.  Ο λόγος της καθυστέρησης από μόνος του δεν συνιστά πάντοτε αιτία για απόρριψη της αίτησης για τροποποίηση, ούτε και το γεγονός της καθυστέρησης εξισούται κατ’ ανάγκη με κακοπιστία.

 

4.  Η σχετική διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν διέπεται από άκαμπτους κανόνες αλλά από αριθμό παραγόντων, η βαρύτητα των οποίων ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

 

[*655]5.      Στην προκείμενη περίπτωση η παρέλευση του κάπως μακρού χρόνου από την καταχώριση της αγωγής, δεν μπορούσε υπό τις περιστάσεις να θεωρηθεί ως κακόπιστη. Σε καμιά περίπτωση τα γεγονότα δεν δικαιολογούσαν διαπίστωση για πρόθεση κωλυσιεργίας εκ μέρους των αιτητών.

 

Η αίτηση επιτράπηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Kayat Trading Ltd. v. Genzyme Corporation (2013) 1 Α.Α.Δ. 543,

 

Preece κ.ά. ν. Ρωσσίδου (2011) 1 Α.Α.Δ. 2138

 

Παπαχρυσοστόμου ν. Κώστας Γρηγοριάδης και Συνεταίροι (2012) 1 Α.Α.Δ. 817,

 

Astor Manufacturing and Exporting Ltd κ.ά. ν. A. & G. Leventis κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726.

 

Αγωγή Ευρεσιτεχνίας - Αίτηση.

 

Γ. Λουκαΐδης για Α. Ποιητή, για τον Αιτητή-Ενάγοντα.

 

Χρ. Μαυρονικόλα (κα) για Δημητρίου & Μαυρονικόλα ΔΕΠΕ, για τον Καθ’ ου η αίτηση-Εναγόμενο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αγωγή, στα πλαίσια της οποίας καταχωρήθηκε η παρούσα ενδιάμεση αίτηση με την οποία επιδιώκεται η τροποποίηση των παραγράφων 4 και 6 της οπισθογραφημένης στο κλητήριο ένταλμα έκθεσης απαίτησης, έχει σαν κεντρικό άξονα των αξιώσεων του ενάγοντα-αιτητή, τη θέση ότι οι εναγόμενοι-καθ’ων η αίτηση παραβιάζουν τα δικαιώματα του τα οποία πηγάζουν από συγκεκριμένο δικαίωμα ευρεσιτεχνίας.

 

Με την αιτούμενη τροποποίηση επιδιώκεται συγκεκριμένα,

 

(α)  η αντικατάσταση της φράσης στην παράγραφο 4 της έκθεσης απαίτησης, «άρχισαν και συνεχίζουν να κατασκευάζουν πινακίδες τις οποίες πωλούν και διαθέτουν σε ολόκληρη την Κύπρο περιλαμβανομένης και της πόλης και επαρχίας Λάρνακας και οι οποίες αποτελούν αντιγραφή ή/και απομίμηση των πινακίδων που [*656]καλύπτονται από το πιο πάνω δικαίωμα του ενάγοντος», με τη φράση «άρχισαν και συνεχίζουν να χρησιμοποιούν πινακίδες που αντιγράφουν ή/και προσβάλλουν το πιο πάνω δικαίωμα ευρεσιτεχνίας του ενάγοντος»,

 

και

 

(β) τη διαγραφή των φράσεων στην παράγραφο 6 της έκθεσης απαίτησης στην οποία δικογραφούνται οι κατ’ ισχυρισμό ειδικές ζημιές του ενάγοντα, «(α) £1.000 για κάθε πινακίδα, (β) 15% από το ενοίκιο χρήσης κάθε πινακίδας το οποίο ανέρχεται στο ποσό των £1.500 ετησίως για κάθε πινακίδα» και η αντικατάσταση τους με τη φράση «15% από το ενοίκιο χρήσης κάθε πινακίδας το οποίο ανέρχεται στο ποσό των £1.500 ετησίως για κάθε πινακίδα. Η πιο πάνω χρήση γίνεται τουλάχιστον από το 2008».

 

Τη νομική βάση της αίτησης συνιστούν οι πρόνοιες της Δ.25, θ. 1-6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Πραγματικό υπόβαθρο της συνιστά η θέση η οποία διατυπώνεται στην παράγραφο 3 της ένορκης δήλωσης που τη  συνοδεύει, την οποία και παραθέτω:

 

“Κατόπιν συνεννόησης με τον ενάγοντα, ο οποίος προσήλθε στο γραφείο μας για συζήτηση της υποθέσεως στις 2/1/2013 εφάνη ότι λανθασμένα διετυπώθη στην αγωγή ότι οι εναγόμενοι κατασκεύαζαν και πωλούσαν τις επίδικες ταμπέλες ενώ στην πραγματικότητα τις χρησιμοποιούσαν, παραβιάζοντας με αυτό τον τρόπο τα δικαιώματα του ενάγοντος.”

 

Το αίτημα του ενάγοντα για τροποποίηση, αντιμετώπισε την ένσταση της άλλης πλευράς, η οποία εστιάζεται σε δύο βασικά θέσεις. Πρώτον, ότι με την αίτηση ουσιαστικά επιδιώκεται η εισαγωγή νέας βάσης αγωγής εντελώς διαφορετικής από την υφιστάμενη, καθότι, ενώ με την υφιστάμενη έκθεση απαίτησης ο ενάγων καταλογίζει στους εναγομένους ότι «κατασκευάζουν πινακίδες τις οποίες πωλούν και διαθέτουν», με την αιτούμενη τροποποίηση καταλογίζει στους εναγομένους ότι «άρχισαν και συνεχίζουν να χρησιμοποιούν». (Η έμφαση είναι του κειμένου). Δεύτερον, ότι η αίτηση για τροποποίηση καταχωρήθηκε με υπερβολική καθυστέρηση εφόσον «η αναγκαιότητα για την τροποποίηση διεφάνη τουλάχιστον από την καταχώριση της υπεράσπισης πλην όμως ουδένα διάβημα έγινε για τροποποίηση μέχρι την 7/1/2013, ήτοι 14 μήνες μετά την καταχώριση της αγωγής και αφού προηγουμένως έγιναν παραδεκτά γραπτώς και κατόπιν αιτήσεως του ενάγοντα κάποια γεγονότα». Σημειώνεται ότι δεν έχει ακόμα αρχίσει η ακρο[*657]αματική διαδικασία της αγωγής και ότι οι δύο πλευρές έχουν προβεί γραπτώς σε παραδεκτά γεγονότα.

 

Στα πλαίσια της ενώπιον μου επιχειρηματολογίας τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των δύο πλευρών υποστήριξαν τις προβαλλόμενες στα πλαίσια της αίτησης και της ένστασης, αντίστοιχα, θέσεις τους. Πρόσθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενάγοντα υποστηρίζοντας ότι εκείνο που στην ουσία οι εναγόμενοι στοχεύουν με την ένσταση τους, είναι να αυξηθούν τα έξοδα που αναπόφευκτα θα δημιουργηθούν από την έγκριση της αίτησης, τα οποία και ευελπιστούν, ενόψει της φύσης της αίτησης, να επιδικαστούν υπέρ τους, εισηγήθηκε όπως σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης, τα έξοδα της αίτησης να μην επιδικαστούν υπέρ των εναγομένων.

 

Οι αρχές που διέπουν αιτήσεις, όπως η παρούσα, έχουν διατυπωθεί σε σωρεία υποθέσεων με πιο πρόσφατη την υπόθεση Kayat Trading Ltd. v. Genzyme Corporation (2013) 1 A.A.Δ. 543.  Στην εν λόγω υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, συνόψισε τις εν λόγω αρχές με αναφορά στα πιο κάτω αποσπάσματα από τις υποθέσεις Preece κ.ά. ν. Ρωσσίδου (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2138, και Παπαχρυσοστόμου ν. Κώστας Γρηγοριάδης και Συνεταίροι (2012) 1 Α.Α.Δ. 817:

 

“Αίτηση για τροποποίηση δικογράφου μπορεί να εγκριθεί σε κάθε στάδιο της διαδικασίας εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις οι οποίες καθιστούν την τροποποίηση απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Το συμφέρον της δικαιοσύνης αποτιμάται ύστερα από συνεκτίμηση όλων των παραγόντων της κάθε υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων και των επιπτώσεων που ενδεχομένως θα προκληθούν στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Βλ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. κ.ά. ν. Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 237.

 

Στη Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 934 έχει ειπωθεί ότι η σύγχρονη τάση είναι να επιτρέπουν τα δικαστήρια τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμα και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα.”

 

(Απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Preece κ.ά.)

 

“Στις περιπτώσεις όπου ο προσδιορισμός της ουσίας της δια[*658]φοράς μεταξύ των διαδίκων και η αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών επιβάλλουν την τροποποίηση των δικογράφων, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται υπέρ της έγκρισης της αίτησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί βλάβη ή αδικία στην άλλη πλευρά η οποία δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα ή ο αιτητής δεν ενεργεί κακόπιστα. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της οποιασδήποτε καθυστέρησης στη διατύπωση των θέσεων του αιτητή, ποικίλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη τροποποίησης δικογράφων, όμως η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου στο στάδιο αυτό, ασκείται με φειδώ. Τέλος μπορεί να λεχθεί ότι η εισαγωγή ενός νέου θέματος δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και την απόρριψη της αίτησης, νοουμένου όμως ότι δεν έχει καταλυτικές συνέπειες για την αντίδικη πλευρά.”

 

(Απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Παπαχρυσοστόμου).

 

Οι ισχυρισμοί τους οποίους ο ενάγων επιχειρεί να εισάξει με την αιτούμενη τροποποίηση, στην ουσία αφορούν σε γεγονότα που περιβάλλουν τα επίδικα θέματα τα οποία έχουν ήδη προσδιοριστεί με την υφιστάμενη έκθεση απαίτησης και δεν εισάγουν νέα βάση αγωγής, ούτε και επιδιώκουν επαναπροσδιορισμό των επίδικων θεμάτων όπως είναι η θέση των εναγομένων. Έχω ήδη παραθέσει αυτούσιες τις αιτούμενες τροποποιήσεις, όπως και τα αποσπάσματα της έκθεσης απαίτησης, των οποίων η τροποποίηση επιδιώκεται. Είναι πιστεύω αρκετό να τα διεξέλθει ένας για να διαπιστώσει ότι οι επιδιωκόμενες τροποποιήσεις δεν αλλοιώνουν με οποιοδήποτε τρόπο, είτε τις αιτίες αγωγής οι οποίες παραμένουν οι ίδιες, είτε τις βάσεις της αγωγής οι οποίες επίσης παραμένουν αναλλοίωτες. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις δεν είναι ξένες ούτε άσχετες με τα επίδικα θέματα, όπως η ευπαίδευτη συνήγορος των εναγομένων εισηγείται. Έστω όμως και αν εκείνο που επιδιωκόταν με την αιτούμενη τροποποίηση ήταν η εισαγωγή νέων θεμάτων, αυτό δεν θα συνεπαγόταν κατ’ ανάγκη και την απόρριψη της αίτησης. Το κριτήριο του τι αποτελεί νέα απαράδεκτη βάση αγωγής διατυπώνεται με σαφήνεια στο πιο κάτω απόσπασμα από το Annual Practice 1959, σελ. 625:

 

“The Court will not refuse to allow an amendment simply because it introduces a new case (Budding v. Murdoch 1 Ch.D. 42, Hubbick v. Helms 56 L.J. Ch. P. 539) But it will do so where the amendment would change the action one of a substantially [*659]different character which would more conveniently be the subject of a fresh action (Releigh v. Goshen [1898] 1 Ch. 81).”

 

Επομένως, η υπό στοιχείο (α) πιο πάνω πτυχή της ένστασης των εναγομένων απορρίπτεται.

 

Είναι επίσης η θέση των εναγομένων ότι στην προκείμενη περίπτωση οι αιτητές επέδειξαν αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη λήψη μέτρων για τροποποίηση των δικογράφων τους. Είναι αλήθεια ότι από την καταχώριση της αγωγής έχουν παρέλθει 14 περίπου μήνες, ενώ στο διάστημα που μεσολάβησε καταρτίστηκαν παραδεκτά γεγονότα. Όμως, ο λόγος της καθυστέρησης από μόνος του δεν συνιστά πάντοτε αιτία για απόρριψη της αίτησης για τροποποίηση, ούτε και το γεγονός της καθυστέρησης εξισούται κατ’ ανάγκη με κακοπιστία. Ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός και συνιστά ένα από τους πολλούς παράγοντες που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας συνεκτιμάται δε σαν λογική απόρροια του Άρθρου 30(2) του Συντάγματος. (Astor Manufacturing and Exporting Ltd. κ.ά. ν. A. & G. Leventis κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726).

 

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου σε αιτήσεις όπως η παρούσα αίτηση δεν διέπεται από άκαμπτους κανόνες αλλά από αριθμό παραγόντων, η βαρύτητα των οποίων ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Υπενθυμίζω ότι σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη, εκεί όπου ο προσδιορισμός της ουσίας της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων και η αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών επιβάλλουν την τροποποίηση των δικογράφων, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε καθυστέρηση, αμέλεια ή απροσεξία που τυχόν έχουν επιδειχθεί, ασκείται υπέρ της έγκρισης της αίτησης, νοουμένου βέβαια πάντοτε ότι η βλάβη ή η αδικία η οποία θα προκληθεί στην άλλη πλευρά μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα και ο αιτητής δεν ενεργεί κακόπιστα. Στην προκείμενη περίπτωση κρίνω ότι η παρέλευση του κάπως μακρού χρόνου από την καταχώριση της αγωγής, δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις να θεωρηθεί ως κακόπιστη. Σε καμιά περίπτωση τα γεγονότα δεν δικαιολογούν διαπίστωση για πρόθεση κωλυσιεργίας εκ μέρους των αιτητών. Σαν αποτέλεσμα και η υπό στοιχείο (β) πιο πάνω θέση της κας Μαυρονικόλα μπορεί να γίνει δεκτή και απορρίπτεται.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η αίτηση εγκρίνεται. Εκδίδεται διάταγμα ως η παράγραφος [*660](1) της αίτησης. Τροποποιημένη έκθεση απαίτησης να καταχωρηθεί εντός 21 ημερών και αντίγραφο της να δοθεί στη συνήγορο των εναγομένων, η οποία, αν επιθυμεί, να καταχωρίσει τροποποιημένη υπεράσπιση εντός 21 ημερών μετά που θα δοθεί στη συνήγορο τους αντίγραφο της τροποποιημένης έκθεσης απαίτησης.

 

Αναφορικά με τα έξοδα της αίτησης τροποποίησης, όπως και όλα τα διαφυγόντα έξοδα που θα προκύψουν λόγω της τροποποίησης, δεν διαπιστώνω, οποιοδήποτε λόγο που να δικαιολογεί απόκλιση από τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο σε τέτοιες περιπτώσεις τα έξοδα αυτά επιδικάζονται υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Οι επί του προκειμένου θέσεις του κ. Λουκαΐδη δεν με βρίσκουν σύμφωνο. Δεν έχω διαπιστώσει οτιδήποτε που να συνηγορεί υπέρ τους. Ως εκ τούτου, κρίνω όπως τα έξοδα της αίτησης, όπως και όλα τα έξοδα που θα προκύψουν ως αποτέλεσμα της τροποποίησης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, αλλά θα καταβληθούν στο τέλος της υπόθεσης, επιδικαστούν και επιδικάζονται υπέρ των εναγομένων και εναντίον του ενάγοντα.

 

Η αίτηση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο