Χατζηγαβριήλ Μιχάλης ν. Ellinas Finance Public Company Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 668

(2013) 1 ΑΑΔ 668

[*668]20 Μαρτίου 2013

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΒΡΙΗΛ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LIMITED,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 209/2009)

 

 

Συμβάσεις ― Χρηματιστήριο ― Σύμβαση παραχώρησης διευκολύνσεων πιστωτικής φύσεως και/ή δανείων ώστε να αγοράζονταν διάφορες χρηματιστηριακές αξίες, εισηγμένων ή προς εισαγωγή, στο Χ.Α.Κ. ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης ότι οι εφεσίβλητοι δεν υπείχαν θέση διαχειριστή ή εμπιστευματοδόχου αναφορικά με το λογαριασμό ή την περιουσία του εφεσείοντος, ότι δεν ασκούσαν παρανόμως τραπεζιτικές εργασίες και ότι δεν είχαν ενεργήσει ενάντια στις εγκυκλίους του Χ.Α.Κ. ― Επιπλέον δεν συνέτρεχε λόγος για άρση του εταιρικού πέπλου.

 

Εταιρείες ― Άρση εταιρικού πέπλου ― Είναι με μεγάλη δυσκολία που τα Αγγλικά Δικαστήρια δέχονται την άρση του εταιρικού πέπλου στη βάση της θεωρίας της ενιαίας μονάδας ενός ομίλου εταιρειών. 

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση δανείου ― Ο πιστωτής δεν έχει καμία ευθύνη προς τον οφειλέτη ή ακόμη και προς τον εγγυητή, όταν ο οφειλέτης δεν ενεργεί προς ίδιον όφελος του, αλλά αναμένει από τον πιστωτή να ενεργήσει προς μείωση του δικού του υπολοίπου ― Ο πιστωτής δεν είναι ούτε ενεργεί ως εγγυητής των υποχρεώσεων του οφειλέτη ή εμπιστευματοδόχος των όποιων δεσμευμένων ή υποθηκευμένων εξασφαλίσεων ― Υπέχει θέση εμπιστευματοδόχου μόνο όταν ο οφειλέτης εξοφλήσει πλήρως τον πιστωτή, οπότε και ο τελευταίος παραμένει υπεύθυνος για την επιστροφή στον οφειλέτη οποιουδήποτε πλεονάσματος που προκύπτει από την πώληση των εξασφαλίσεων.

 

Οι εφεσείων επιδίωξε με την έφεση τον παραμερισμό πρωτόδι[*669]κης απόφασης η οποία εξεδόθη υπέρ των εφεσιβλήτων-εναγόντων και εναντίον του εφεσείοντος-εναγομένου για το ποσό των €32.019,48 πλέον τόκο και έξοδα, απορρίπτοντας ταυτόχρονα και την ανταπαίτηση του.

 

Οι εφεσίβλητοι, εγγεγραμμένοι ως εταιρεία προς διεξαγωγή και εργασιών χρηματοδότησης για επενδύσεις στο Χ.Α.Κ., συμφώνησαν όπως παραχωρήσουν στον εφεσείοντα διευκολύνσεις πιστωτικής φύσεως και/ή δάνεια ώστε να αγοράζονταν διάφορες χρηματιστηριακές αξίες, εισηγμένων ή προς εισαγωγή, στο Χ.Α.Κ. 

 

Οι εφεσίβλητοι ως οι δανειστές, κατ’ ουσίαν, του εφεσείοντος, διατηρούσαν μεταξύ άλλων δικαίωμα πώλησης των αξιών χαρτοφυλακίου ή και τερματισμού της συμφωνίας, εάν ο εφεσείων δεν ανταποκρινόταν στις προειδοποιήσεις τους ή και να τερματίσουν τη συμφωνία οποτεδήποτε το επιθυμούσαν άνευ προηγούμενης ειδοποίησης.

 

Λόγω του ότι ο εφεσείων αρνήθηκε ή παρέλειψε επανειλημμένα να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του, παρά τις υποδείξεις των εφεσιβλήτων ώστε να εξαλειφθεί η υπέρβαση ορίου, η συμφωνία τερματίστηκε μετά από προειδοποιητική επιστολή, ενώ οι εφεσίβλητοι προέβηκαν και σε πώληση των αξιών χαρτοφυλακίου και πίστωση του προϊόντος στο λογαριασμό. 

 

Δεν κατέστη δυνατή η πώληση των μετοχών του εφεσείοντος σε τρεις εταιρείες και παρέμεινε οφειλόμενο το αξιωθέν ποσό το οποίο και απαιτήθηκε διά της αγωγής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε τις σχετικές υπερασπίσεις που ηγέρθησαν, μεταξύ άλλων απέρριψε τη θέση ότι οι εφεσίβλητοι παρανόμως ασκούσαν τραπεζικές εργασίες, ως επίσης απέρριψε και την εισήγηση ότι οι εφεσίβλητοι είχαν ενεργήσει ενάντια στις εγκυκλίους του Χ.Α.Κ.. Απέρριψε δε σχετική εισήγηση αναφορικά με αίτημα για άρση του εταιρικού πέπλου των εφεσιβλήτων.

 

Ερμηνεύοντας στη συνέχεια τη σχετική συμφωνία, με βάση τις αρχές της νομολογίας, απέρριψε τη θέση ότι οι εφεσίβλητοι ήταν σε θέση διαχειριστή ή εμπιστευματοδόχου αναφορικά με το λογαριασμό ή την περιουσία του εφεσείοντος, απορρίπτοντας ταυτόχρονα και τη θέση ότι τερματιζόταν οποιαδήποτε υποχρέωση του εφεσείοντος με την πώληση των ενεχυριασμένων αξιών από τους εφεσίβλητους.

 

Η έφεση στηρίχθηκε μεταξύ άλλων στους κάτωθι ομαδοποιημένους λόγους:

[*670]Λόγοι έφεσης.

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αυθαίρετα στην ουσία αποφάσισε την ύπαρξη του οφειλόμενου χρέους αγνοώντας ότι ουδέποτε οι εφεσίβλητοι παρουσίασαν τις εντολές του εφεσείοντος ώστε να στοιχειοθετηθεί η απαίτηση.

 

β)  Λανθασμένα απεδέχθη τις καταστάσεις λογαριασμού χωρίς τη συνοδεία πιστοποιητικού κατ’ απαίτηση του Άρθρου 35(3) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, ως τροποποιήθηκε, ενώ αγνόησε και τις εγκυκλίους του Χ.Α.Κ., οι οποίες καθορίζουν τον τρόπο λήψης των εντολών για διενέργεια χρηματιστηριακών πράξεων.

 

γ)  Λανθασμένα δεν διετάχθη η αιτούμενη άρση του εταιρικού πέπλου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το επίδικο χρέος, είχε δεόντως αποδειχθεί. Προς τούτο κατατέθηκε ο σχετικός λογαριασμός, αλλά και δέσμη πινακιδίων συναλλαγής, κ.ά.

 

2.  Σχετικό τεκμήριο κατατέθηκε ως έγγραφο στην κατοχή του μάρτυρα και δεν αποκλειόταν η κατάθεση του ως εξ ακοής και μόνο, δυνάμει του Άρθρου 24(1) του Κεφ. 9, εφόσον ο μάρτυρας δέχθηκε στην αντεξέταση του ότι δεν ήταν ο ίδιος που περνούσε τα επί μέρους στοιχεία στο λογαριασμό.

 

3.  Όσον αφορούσε στη θέση ότι οι εφεσίβλητοι δεν προσκόμισαν καμιά εντολή του εφεσείοντος ώστε να υποστηριχθεί η κατάσταση λογαριασμού, ήταν ορθή η τοποθέτηση των εφεσιβλήτων ότι παρανοήθηκε η όλη υπόσταση των ιδίων των εφεσίβλητων, οι οποίοι ήταν εν τέλει απλώς οι δανειστές του εφεσείοντος και όχι οι εντολοδόχοι της διαβίβασης εντολών για την αγοραπωλησία των μετοχών και αξιών, εργασία που εκτελείτο από τον χρηματιστή, όπως ακριβώς συμφωνήθηκε με την υπογραφή της συμφωνίας.

 

4.  Στη βάση αυτής της συμφωνίας, η οποία συνάφθηκε όχι μόνο με τους εφεσίβλητους, αλλά και με την Custodian και τη Share Link, το μόνο που ανέλαβαν οι εφεσίβλητοι ήταν την παροχή στον εφεσείοντα πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή δανείων, διευκολύνσεις που θα παρέχονταν στο λογαριασμό που θα ανοιγόταν από τους εφεσίβλητους στο όνομα του εφεσείοντος.

 

5.  Ούτε είχαν θέση οι αιτιάσεις του εφεσείοντος περί μη εφαρμογής των εγκυκλίων του Χ.Α.Κ., οι οποίες αφορούν στη σχέση μεταξύ [*671]χρηματιστή, εδώ της Share Link, και του εντολοδόχου, εδώ του εφεσείοντος, και το ίδιο το Χ.Α.Κ.

 

6.  Στην παρούσα υπόθεση, δεν διαπιστωνόταν βάσιμος λόγος επέμβασης στα πρωτόδικα ευρήματα, τα οποία ήταν εύλογα και επιτρεπτά στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας.

 

Λόγοι έφεσης.

 

Κατά πόσον οι εφεσίβλητοι υπείχαν θέση διαχειριστή της συμφωνίας και του λογαριασμού του εφεσείοντος, και κατ’ επέκταση της περιουσίας του εφεσίβλητου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η επίδικη συμφωνία, περιείχε ολόκληρη τη συμφωνία των διαδίκων και ότι ο εφεσείων παραγνώρισε το γεγονός ότι οι μετοχές ήταν εγγεγραμμένες επ’ ονόματι της Custodian. Αυτή ουσιαστικά ήταν και η απλή απάντηση στους σχετικούς λόγους έφεσης. Οι όροι δεν άφηναν περιθώριο ερμηνείας άλλης από τα όσα ευλόγως κρίθηκαν πρωτοδίκως.

 

2.  Στην ουσία ολόκληρη η συμφωνία, ήταν διατυπωμένη κατά παρόμοιο τρόπο και δεν χωρούσε βάσιμη περί του αντιθέτου συζήτηση  επί του θέματος ως οι σχετικοί λόγοι έφεσης.

 

3.  Οι εφεσίβλητοι δεν ήσαν και ουδέποτε έγιναν διαχειριστές του λογαριασμού του εφεσείοντος, ακόμη και μετά την ανατροπή του ορίου ασφαλείας, υπό την έννοια που απέδιδε σ’ αυτούς ο εφεσείων.

 

4.  Πέραν του γεγονότος ότι η αγωγή και συνακόλουθα η διαφορά μεταξύ των διαδίκων κατά αυστηρό νομικό τρόπο αφορούσε τον εφεσείοντα ως επενδυτή, με τους εφεσίβλητους ως δανειστές-χρηματοδότες, η ευρύτερη ύπαρξη ενός ομίλου εταιρειών δεν δίνει κατά ανάγκη το δικαίωμα άρσης εταιρικού πέπλου ώστε να θεωρείται ότι οι ενέργειες μιας των εταιρειών δεσμεύουν ολόκληρο τον όμιλο ή τη μητρική εταιρεία.

 

5.  Ήταν ορθή, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην άρει το εταιρικό πέπλο εφόσον δεν υπήρχε κανένας λόγος δημοσίου συμφέροντος, ενώ ούτε η Share Link, ούτε η Custodian, συνενώθηκαν στην αγωγή με οποιοδήποτε τρόπο ώστε δικογραφικά, αλλά και ουσιαστικά, να εξετάζονταν ευρύτερα και με την αναγκαία δι[*672]κογραφία η νομική σχέση τους με την επίδικη διαφορά.

 

Λόγοι έφεσης.

 

Κατά πόσον υπήρξε οποιαδήποτε σχέση καταπιστεύματος ή εμπιστευματοδόχου των εφεσιβλήτων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Για να δημιουργείτο εμπίστευμα στην ευρύτερη έννοια που διαγράφει το δίκαιο της επιείκειας, θα έπρεπε να συνέτρεχαν λόγοι πέραν της συμβατικής οριοθέτησης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων. Η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων καταγράφηκε εξαντλητικά και δεν εντοπιζόταν οτιδήποτε σε αυτήν που να έδειχνε ότι οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν οποιοδήποτε καθήκον επένδυσης ή συμβουλής ή παροχής πληροφοριών ή άλλως πως, προς τον εφεσείοντα.

 

2.  Δεν παρεχόταν ούτε έδαφος για την επίκληση οποιασδήποτε αμέλειας εκ μέρους των τελευταίων έναντι του εφεσείοντος.

 

Λόγος έφεσης.

 

Ότι οι εφεσίβλητοι όφειλαν να πωλήσουν τις μετοχές ή αξίες προς μείωση της ζημίας τους.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η πιο πάνω θέση παραγνώριζε ότι είχε δημιουργηθεί συγκεκριμένο χρέος στη βάση της συμφωνίας, το οποίο δεν ήταν δυνατό να αποκρυσταλλωθεί πριν από τον τερματισμό της συμφωνίας.

 

2.  Επομένως, δεν μπορούσε και να γίνει οποιαδήποτε κίνηση εκ μέρους των εφεσιβλήτων οποτεδήποτε προηγουμένως, ούτε και ο εφεσείων εξειδίκευε ή εισηγείτο συγκεκριμένο προς τούτο χρονικό σημείο. Οι εφεσίβλητοι δεν είχαν άλλωστε καμιά υποχρέωση, ούτε και μπορούσαν να πωλήσουν μετοχές και αξίες οποτεδήποτε, αφού η δική τους εμπλοκή ήταν η παροχή των χρημάτων και τίποτε άλλο.

 

3.  Λανθασμένα γινόταν λόγος από τον εφεσείοντα για καταχρηστικές ρήτρες στη συμφωνία, η οποία υπεγράφη αυτοβούλως από τον εφεσείοντα με δική του αίτηση και ό,τι επακολούθησε έγινε στη βάση του πληρεξουσίου εγγράφου που ο ίδιος έδωσε [*673]στην Share Link.

 

4.  Ούτε και βάσιμα μπορούσε να λεχθεί ότι οι εφεσίβλητοι διενεργούσαν τραπεζικές εργασίες.

 

5.  Η παροχή δανείων δεν απαγορεύεται στα πλαίσια μιας συμφωνίας επενδυτικού σχεδίου, όπως, εδώ. Η όλη διευθέτηση μεταξύ των διαδίκων είχε αναγωγή στην επίδικη συμφωνία και μόνο σε περίπτωση πιστωτικού προς όφελος του εφεσείοντος ποσού, που θα προέκυπτε από τις χρεοπιστώσεις στο λογαριασμό στη βάση των αγορών και των πωλήσεων αξιών που διενεργούνται, θα είχαν οι εφεσίβλητοι υποχρέωση επιστροφής του και για το οποίο ποσό, είχαν θέση εμπιστευματοδόχου.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Αποφάσεις.

 

Έλληνας Χρηματοδοτήσεις Λτδ ν. Γιάλλουρου (2006) 1 Α.Α.Δ. 120,

 

Γιάλλουρου ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1635,

 

Suphire (Finance) Ltd v. Παπαμιχαήλ (2011) 1 Α.Α.Δ. 1649,

 

Marketrends Finance Ltd v. Πέρδικου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1042,

 

Salomon v. Salomon & Co Ltd [1897] A.C. 22,

 

Adams v. Cape Industries plc [1990] BCLC 479,

 

Ord v. Belhaven Pubs Ltd [1998] 2 BCLC 447,

 

 Re: Southard Ltd [1979] 3 All E.R. 556,

 

Donoghue v. Stevenson [1932] 1 A.C. 562,

 

Α.Τ.Η.Κ. ν. Κλεάνθους (2013) 1 Α.Α.Δ. 158,

 

China and South Sea Bank v. Tan [1989] 3 All E.R. 839,

 

Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238,

 

Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance (2011) 1 Α.Α.Δ. 2229.

 

[*674]Έφεση.

 

Έφεση από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαδοπούλου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 7417/2004), ημερομ. 28/5/2009.

 

Α. Παπαντωνίου, για τον Εφεσείοντα.

 

Λ. Παπαχαραλάμπους, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε στις 28.5.2009, μετά από πλήρη ακροαματική διαδικασία, απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων-εναγόντων και εναντίον του εφεσείοντος-εναγομένου για το ποσό των €32.019,48 πλέον τόκο και έξοδα, απορρίπτοντας ταυτόχρονα και την ανταπαίτηση του την οποία το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν προωθήθηκε ουσιαστικά εφόσον δεν είχε προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία προς απόδειξη της κατ’ ισχυρισμόν ζημιάς αυτού κατά την ουσιώδη ημερομηνία.

 

Οι εφεσίβλητοι είχαν εναγάγει τον εφεσείοντα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ισχυριζόμενοι ότι είχαν δώσει σ’ αυτόν δυνάμει εγγράφου συμφωνίας χρηματοδοτήσεως πιστωτικές διευκολύνσεις ύψους £20.000, με σκοπό την αγορά εισηγμένων στο Χ.Α.Κ. μετοχών, ομολόγων, χρεογράφων ή άλλων αξιών. Οι εφεσίβλητοι, σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς τους, απέστελλαν σε τακτικά διαστήματα στον εφεσείοντα κατάσταση του λογαριασμού του χαρτοφυλακίου του, αλλά επειδή αυτός παρέλειπε να συμμορφωθεί πλήρως προς τις συμβατικές του υποχρεώσεις, οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν στις 29.6.2004 τη συμφωνία και πώλησαν την αξία του χαρτοφυλακίου. Αξίωσαν, επομένως, με την αγωγή τους το ποσό των £18.756,67 πλέον τόκους.

 

Ο εφεσείων, υπερασπιζόμενος την αγωγή, προέβη στην καταγραφή σωρείας υπερασπίσεων που περιελάμβαναν τη θέση ότι οι εφεσίβλητοι ασκούσαν τραπεζικές εργασίες χωρίς άδεια από την Κεντρική Τράπεζα, ότι τον εξώθησαν και ή τον επηρέασαν να υποβάλει αίτηση για συμμετοχή στο επενδυτικό τους σχέδιο, το οποίο θεώρησε εκ των υστέρων ως άκυρο, εφόσον η συμφωνία χρηματοδότησης του υπεγράφη κάτω από πίεση και/ή παραπλά[*675]νηση των εφεσιβλήτων. Περαιτέρω, οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να επιδείξουν τη δέουσα επιμέλεια σε σχέση με τις ενεχυριασμένες μετοχές του, παραλείποντας να τις πωλήσουν προς εξόφληση του χρέους με αποτέλεσμα να εμποδίζονται να απαιτούν οτιδήποτε από αυτόν. Στην υπεράσπιση δόθηκαν λεπτομέρειες απάτης και ψευδών παραστάσεων, καθώς και παράβασης εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων, ενώ ο εφεσείων ανταπαίτησε διάταγμα του Δικαστηρίου προς ακύρωση της συμφωνίας με ταυτόχρονη επιστροφή του ποσού των Λ.Κ. 21.483,62.

 

Το Δικαστήριο αξιολόγησε θετικά τον μοναδικό μάρτυρα Αιμίλιο Έλληνα, εκ των διευθυνόντων συμβούλων των εφεσιβλήτων, εκτιμώντας ότι η μαρτυρία του ήταν σταθερή, περιορισθείσα στα όσα ο ίδιος είχε προσωπική γνώση και χωρίς να κλονισθεί σε οποιοδήποτε σημείο κατά την αντεξέταση. Άλλωστε, κατά το Δικαστήριο, τα ουσιώδη γεγονότα που περιέβαλλαν τη μαρτυρία του δεν είχαν αμφισβητηθεί, της υπεράσπισης εστιασθείσας κυρίως σε νομικά επιχειρήματα. Από την άλλη, ο εφεσείων, επίσης μοναδικός μάρτυρας για την πλευρά του, δεν ικανοποίησε το Δικαστήριο ως μάρτυρας έχοντας δώσει την εντύπωση ότι προσπαθούσε να αποφύγει τις ευθύνες του με εκ των υστέρων σκέψεις και την προβολή αριθμού υπερασπίσεων. Το Δικαστήριο προχώρησε να εξηγήσει σε τρεις συναπτές σελίδες, τους λόγους που υποστήριζαν αυτή την κρίση.

 

Αφού προέβηκε στα ανάλογα ευρήματα στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης, εξέτασε τις υπερασπίσεις που ηγέρθησαν, τις οποίες και απέρριψε. Πρωταρχικά έκρινε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας κέκτητο δικαιοδοσίας εκδίκασης της αγωγής, απορρίπτοντας τον προς το αντίθετο ισχυρισμό. Στη συνέχεια απέρριψε τη θέση ότι οι εφεσίβλητοι παρανόμως ασκούσαν τραπεζικές εργασίες, θεωρώντας μάλιστα ότι η περίπτωση καλυπτόταν πλήρως από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Έλληνας Χρηματοδοτήσεις Λτδ ν. Γιάλλουρου (2006) 1 Α.Α.Δ. 120. Το Δικαστήριο εξήγησε, αφού παρέθεσε εκτενές απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση, ότι και στην υπό εκδίκαση ενώπιον του υπόθεση τα γεγονότα ήσαν παρόμοια, ενώ υπήρχαν και πανομοιότυποι όροι στην επίδικη συμφωνία όπως και στην προαναφερθείσα απόφαση. Απέρριψε ταυτόχρονα και την εισήγηση ότι οι εφεσίβλητοι είχαν ενεργήσει ενάντια στις εγκυκλίους του Χ.Α.Κ., αρνούμενο ταυτόχρονα να άρει το εταιρικό πέπλο των εφεσιβλήτων, ιδιαιτέρως υπό το φως του ότι ο εφεσείων συμβλήθηκε με τους εφεσίβλητους και οποιεσδήποτε άλλες παραστάσεις ή παράπονα είχε με άλλες εταιρείες του ομίλου εται[*676]ρειών των εφεσιβλήτων, δεν μπορούσαν να επηρεάσουν την αξίωση των εφεσιβλήτων.

 

Ερμηνεύοντας στη συνέχεια τη σχετική συμφωνία, με βάση τις αρχές της νομολογίας, απέρριψε τη θέση ότι οι εφεσίβλητοι ήταν σε θέση διαχειριστή ή εμπιστευματοδόχου αναφορικά με το λογαριασμό ή την περιουσία του εφεσείοντος, απορρίπτοντας ταυτόχρονα και τη θέση ότι τερματιζόταν οποιαδήποτε υποχρέωση του εφεσείοντος με την πώληση των ενεχυριασμένων αξιών από τους εφεσίβλητους.

 

Με εκτεταμένους λόγους έφεσης, 24 τον αριθμό, επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης επί όλων των θεμάτων. Να σημειωθεί ότι ο κάθε λόγος έφεσης διαχωρίζεται και  αιτιολογείται με ιδιαίτερη λεπτομέρεια ώστε να εγείρονται πλείστα όσα θέματα προς εξέταση. Ο κ. Παπαντωνίου κατά τη συζήτηση της έφεσης και μετά από υπόδειξη του Εφετείου να παραμείνει η έφεση εστιασμένη στα ουσιώδη ζητήματα, απέσυρε τους λόγους έφεσης υπ’ αρ. 8, (περί συντρέχουσας αμέλειας), 11, (περί αποτυχίας παροχής εύλογων διευκολύνσεων στον εφεσείοντα προς αποπληρωμή του χρέους του), 14, (περί σχέσης εμπιστοσύνης, και της αρχής του πλησίον), 18, (περί αντιπροσωπείας), 20 (περί άσκησης παρανόμων τραπεζικών εργασιών) και 23, (που αφορούσε την κατά τόπο αρμοδιότητα του Δικαστηρίου). Στη συνέχεια ομαδοποίησε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης σε τέσσερεις διαφορετικές ομάδες, χάριν ευκολίας, και υιοθέτησε κατά τα άλλα το εκτεταμένο περίγραμμα του αποτελούμενο από 103 σελίδες, παραθέτοντας και σωρεία σχετικών αποφάσεων. Από την άλλη, ο κ. Παπαχαραλάμπους με τη σειρά του υιοθέτησε το δικό του περίγραμμα, εκτεινόμενο σε 50 σελίδες, και παρέθεσε επίσης ικανό αριθμό αυθεντιών για κάθε ομάδα των λόγων έφεσης.

 

Οι ομαδοποιημένοι  λόγοι έφεσης ως ανωτέρω, αφορούν (i) τη δημιουργία εμπιστεύματος (λόγοι υπ’ αρ. 1, 3, 17 και 24), (ii) τους όρους λειτουργίας του επενδυτικού σχεδίου (λόγοι υπ’ αρ. 2, 4, 5, 6, 15, 19 και 21), (iii) την υποχρέωση των εφεσιβλήτων να πωλήσουν τις μετοχές και την επαγγελματική αμέλεια αυτών λόγω μη έγκαιρης πώλησης (λόγοι υπ’ αρ. 7, 9, 16 και 24) και (iv) τη μη απόδειξη του χρέους (λόγοι υπ’ αρ. 10, 12, 13 και 22).

 

Παρά την προσπάθεια απλοποίησης, εν τούτοις το όλο περίγραμμα παραμένει υπερμεγέθες με μικροσκοπική ανάλυση επαλλήλων θεμάτων, ώστε να χάνεται η συνοχή και η ουσία της έφεσης.  Είναι λυπηρό, αλλά είναι οφειλόμενη η παρατήρηση, ότι δεν είναι [*677]ορθός ο τρόπος παρουσίασης της έφεσης δυσχεραίνοντας έτσι κατά πολύ την παρακολούθηση της. Είναι ατελέσφορο σε κάθε λόγο έφεσης να εγείρονται άλλα τόσα σημεία που παραπέμπουν το κάθε ένα σε άλλο λόγο ή και σε άλλα ασύνδετα θέματα. Για παράδειγμα, ενώ αποσύρθηκε ο λόγος περί σχέσης εμπιστοσύνης, ο ίδιος λόγος απαντάται αλλού. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλους λόγους έφεσης. Συνεπώς θα συζητηθούν και απαντηθούν κατωτέρω το τι το Εφετείο διαγιγνώσκει ως το θεμέλιο κάθε ομάδας.

 

Είναι βέβαια πρόσφορο η εξέταση των λόγων έφεσης να αρχίσει από την τελευταία ομάδα ενόψει του ότι μη θεμελίωση του ίδιου του χρέους ως η πρωτόδικη απαίτηση στην αγωγή, εκθεμελιώνει όλο το υπόβαθρο της απόφασης και καθιστά άνευ σημασίας τους υπόλοιπους λόγους. Εισηγείται λοιπόν ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αυθαίρετα στην ουσία αποφάσισε την ύπαρξη του οφειλόμενου χρέους αγνοώντας ότι ουδέποτε οι εφεσίβλητοι παρουσίασαν τις εντολές («contract notes»), του εφεσείοντος ώστε να στοιχειοθετηθεί η απαίτηση, λανθασμένα απεδέχθη τις καταστάσεις λογαριασμού χωρίς τη συνοδεία πιστοποιητικού κατ’ απαίτηση του Άρθρου 35(3) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, ως τροποποιήθηκε, ενώ αγνόησε και τις εγκυκλίους του Χ.Α.Κ., οι οποίες καθορίζουν τον τρόπο λήψης των εντολών για διενέργεια χρηματιστηριακών πράξεων.

 

Είναι αναγκαίο να τεθεί συνοπτικά το όλο πλαίσιο λειτουργίας του επενδυτικού σχεδίου ημερ. 2.6.2000, στη βάση του οποίου ηγέρθηκε η αγωγή. Οι εφεσίβλητοι, εγγεγραμμένοι ως εταιρεία προς διεξαγωγή και εργασιών χρηματοδότησης για επενδύσεις στο Χ.Α.Κ., συμφώνησαν όπως παραχωρήσουν στον εφεσείοντα διευκολύνσεις πιστωτικής φύσεως και/ή δάνεια ώστε να αγοράζονταν διάφορες χρηματιστηριακές αξίες, εισηγμένων ή προς εισαγωγή, στο Χ.Α.Κ. Ο τρόπος παροχής των πιστωτικών αυτών διευκολύνσεων γινόταν ως εξής: στη βάση πληρεξουσίου εγγράφου ίδιας ημερομηνίας με τη συμφωνία, ο εφεσείων υπέγραψε εξουσιοδότηση προς την εταιρεία Share Link Securities Ltd, ως χρηματιστή, να αγοράζει και πωλεί εκ μέρους του χρηματιστηριακές αξίες, εκπροσωπώντας τον έναντι των εφεσιβλήτων. Άλλη εταιρεία, η Ellinas Finance (Custodian) Ltd, ανέλαβε την επ’ ονόματι της εγγραφή των αγοραζομένων αξιών ώστε αυτή να λειτουργεί ως εγγύηση των υποχρεώσεων του εφεσείοντος προς τους εφεσίβλητος. Υπήρχε ανώτατο όριο παροχής διευκολύνσεων στις £20.000, κατάθεση εκ μέρους του εφεσείοντος ποσού μετρητών και ή μεταβίβαση αξιών στην Custodian ως περιθώριο ασφαλείας, το οποίο ήταν υποχρεωμένος ο εφεσείων να αυξάνει οποτεδήπο[*678]τε οι εφεσίβλητοι του έδιδαν προς τούτο σχετική ειδοποίηση 24 ωρών, ώστε να διατηρείται πάντοτε ένα περιθώριο ασφαλείας ίσο με το διπλάσιο του ποσού των διευκολύνσεων, ήτοι, £40.000.

 

Οι εφεσίβλητοι ως οι δανειστές, κατ’ ουσίαν, του εφεσείοντος, διατηρούσαν δικαίωμα πώλησης των αξιών χαρτοφυλακίου ή και τερματισμού της συμφωνίας εάν ο εφεσείων δεν ανταποκρινόταν  στις προειδοποιήσεις τους ή και να τερματίσουν τη συμφωνία οποτεδήποτε το επιθυμούσαν άνευ προηγούμενης ειδοποίησης.  Λόγω του ότι ο εφεσείων αρνήθηκε ή παρέλειψε επανειλημμένα να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του, παρά τις υποδείξεις των εφεσιβλήτων ώστε να εξαλειφθεί η υπέρβαση ορίου, η συμφωνία τερματίστηκε μετά από προειδοποιητική επιστολή ημερ. 17.5.2004, ενώ οι εφεσίβλητοι προέβηκαν και σε πώληση των αξιών χαρτοφυλακίου και πίστωση του προϊόντος στο λογαριασμό. Δεν κατέστη δυνατή η πώληση των μετοχών του εφεσείοντος σε τρεις εταιρείες, στην Αίαντας Επενδυτική Λτδ, στην D.H. Cyprohotels Ltd και στην F.W. Woolworth & Co (Cyprus) Ltd. Παρέμεινε λοιπόν οφειλόμενο το αξιωθέν ποσό το οποίο και απαιτήθηκε διά της αγωγής.

 

Το επίδικο χρέος, κρίνεται, έχει δεόντως αποδειχθεί. Προς τούτο κατατέθηκε ο σχετικός λογαριασμός, Τεκμ. 12, αλλά και δέσμη πινακιδίων συναλλαγής, Τεκμ. 4. Ως προς το τελευταίο δεν υπήρξε ένσταση για την κατάθεση τους. Ως προς τον λογαριασμό υπό μορφή «Cash Statement (Valuation)», υπήρξε ένσταση βασισθείσα στο ανυπόγραφο του και στην μη συνοδεία του από πιστοποιητικό δυνάμει του Άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε την κατάθεση του λογαριασμού ως έγγραφο που αναφερόταν στη γραπτή δήλωση του Α. Έλληνα, Τεκμ. «Α», παρ. 22, και ήσαν στην κατοχή του υπό την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου των εφεσιβλήτων. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε και στην παρ. 24 της γραπτής δήλωσης όπου εξηγείτο ότι ο εν λόγω λογαριασμός έφερε τον κωδικό EFC 10346 από την ημερομηνία που αυτός άρχισε να λειτουργεί μέχρι τον τερματισμό του, ο ίδιος δε τον τύπωσε από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή των εφεσιβλήτων, ο οποίος χρησιμοποιείτο καθημερινώς, τροφοδοτούμενος από τις αναγκαίες πληροφορίες και λειτουργούντος κανονικά. Ήλεγξε δε τις πληροφορίες αυτές οι οποίες και ενσωματώθηκαν στο Τεκμ. 12 και ήταν οι ίδιες με αυτές που φυλάσσονταν στον υπολογιστή σε σχέση με τον συγκεκριμένο λογαριασμό με τον εν λόγω κωδικό.

 

Κρίνεται υπό το φως των ανωτέρω, ότι ορθά το Δικαστήριο [*679]δέχθηκε ως μαρτυρία το λογαριασμό, Τεκμ. 12. Αυτός θα μπορούσε να υποστηριζόταν από πιστοποιητικό δυνάμει του Άρθρου 35(1) του Κεφ. 9, αλλά η απουσία του δεν το αποδυνάμωνε ως αποδεικτικό υλικό. Το Άρθρο 35(2) σχετίζεται με την τήρηση αρχείου επιχείρησης, έγγραφο δε που καταδεικνύεται ότι αποτελεί μέρος τέτοιου αρχείου, προσάγεται ως αποδεικτικό στοιχείο, με την αξία του να αποτιμάται από το Δικαστήριο. Εδώ το Τεκμ. 12 κατατέθηκε ως έγγραφο στην κατοχή του μάρτυρα και δεν αποκλειόταν η κατάθεση του ως εξ ακοής και μόνο, δυνάμει του Άρθρου 24(1) του Κεφ. 9, εφόσον ο μάρτυρας δέχθηκε στην αντεξέταση του ότι δεν ήταν ο ίδιος που περνούσε τα επί μέρους στοιχεία στο λογαριασμό. Όμως, δεν αποκλειόταν το Δικαστήριο να αποδώσει σ’ αυτό το λογαριασμό τη βαρύτητα που άρμοζε, έχοντας υπόψη και τα πινακίδια συναλλαγών, Τεκμ. 4, αλλά και τη θέση του ιδίου του εφεσείοντος κατά τη δική του μαρτυρία ότι είχε όντως δώσει εντολές για αγοραπωλησία μετοχών στο λογαριασμό του (παρ. 5 της γραπτής του δήλωσης – Τεκμ. Β), και ότι έδινε εντολές στον χρηματιστή του για πώληση μετοχών και ότι μέσω αυτού ενημερωνόταν κάθε 2-3 ημέρες για το τι πωλήθηκε και τι αγοράστηκε (σελ. 65-66 των πρακτικών).

 

Να παρατηρηθεί εδώ ότι η θέση του εφεσείοντος στη μαρτυρία του ότι ουδέποτε λάμβανε είτε τις μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμού, (Τεκμ. 5), οι οποίες επίσης κατατέθηκαν χωρίς ένσταση, ή, τα πινακίδια συναλλαγής, ευλόγως κρίθηκε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ως μη αληθής εφόσον ο ίδιος δέχθηκε ότι κάποιες επιστολές που του αποστέλλονταν στην ίδια διεύθυνση, τις λάμβανε, ενώ δέχθηκε ότι είχε ζητήσει και κατάσταση λογαριασμού σε κάποιο στάδιο γύρω στο 2000, αλλά δεν του εστάλη οτιδήποτε, ενώ αντιφατικά κατέθεσε ότι γνώριζε για τις συναλλαγές και ότι θεωρούσε, στη βάση των δικών του υπολογισμών, ότι ήταν υπερκαλυμμένος με το όριο. Άλλωστε, είναι ανακόλουθη η θέση που προβλήθηκε ότι η κατάσταση λογαριασμού, Τεκμ. 12, δεν ήταν έγκυρη, με την χωρίς ένσταση αποδοχή των μηνιαίων καταστάσεων λογαριασμού, Τεκμ. 5.

 

Όσον αφορά τη θέση ότι οι εφεσίβλητοι δεν προσκόμισαν καμιά εντολή του εφεσείοντος ώστε να υποστηριχθεί η κατάσταση λογαριασμού στα Τεκμ. 5 και 12, είναι ορθή η τοποθέτηση των εφεσιβλήτων ότι παρανοήθηκε η όλη υπόσταση των ιδίων των εφεσίβλητων, οι οποίοι ήταν εν τέλει απλώς οι δανειστές του εφεσείοντος και όχι οι εντολοδόχοι της διαβίβασης εντολών για την αγοραπωλησία των μετοχών και αξιών, εργασία που εκτελείτο από τον χρηματιστή, όπως ακριβώς συμφωνήθηκε με την υπογρα[*680]φή της συμφωνίας χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου ημερ. 2.6.2000, Τεκμ. 3, όπου, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, οι εφεσίβλητοι καθορίστηκαν ως χρηματοδότες, και η Share Link Securities Ltd ως χρηματιστής.

 

Στη βάση αυτής της συμφωνίας, η οποία συνάφθηκε όχι μόνο με τους εφεσίβλητους, αλλά και με την Custodian και τη Share Link, το μόνο που ανέλαβαν οι εφεσίβλητοι ήταν την παροχή στον εφεσείοντα πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή δανείων, διευκολύνσεις που θα παρέχονταν στο λογαριασμό που θα ανοιγόταν από τους εφεσίβλητους στο όνομα του εφεσείοντος και ο οποίος λογαριασμός «…. θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο από τον Χρηματιστή για σκοπούς της Συμφωνίας». (παρ. 1(Γ)). Επομένως, δεν εναπόκειτο στους εφεσίβλητους να παρουσιάσουν  τις όποιες εντολές του ιδίου του εφεσείοντος, οι οποίες εν πάση περιπτώσει δίδονταν προς την Share Link και όχι προς τους εφεσίβλητους. Και, βεβαίως, πρέπει να σημειωθεί ότι ο εφεσείων ως εναγόμενος δεν ανταπαίτησε οτιδήποτε εναντίον της Custodian ή της Share Link, ούτε τις ενέπλεξε ως τριτοδιάδικους, με αποτέλεσμα η όλη διαφορά πρωτοδίκως να είχε συζητηθεί μεταξύ εφεσείοντος και εφεσιβλήτων με μόνη την ανταπαίτηση εναντίον των τελευταίων προς ακύρωση της συμφωνίας και ζημιές για επαγγελματική αμέλεια.

 

Ούτε έχουν θέση εδώ οι αιτιάσεις του εφεσείοντος περί μη εφαρμογής των εγκυκλίων του Χ.Α.Κ., οι οποίες αφορούν τη σχέση μεταξύ χρηματιστή, εδώ της Share Link, και του εντολοδόχου, εδώ του εφεσείοντος, και το ίδιο το Χ.Α.Κ.

 

Όπως και σε κάθε άλλη υπόθεση, έτσι και στις υποθέσεις επενδυτικών σχεδίων, η αξιολόγηση της διϊστάμενης μαρτυρίας παραμένει κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αποτελεί θέμα των ιδιαζόντων γεγονότων και λεπτομερειών κάθε υπόθεσης, (δέστε Γιάλλουρου ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1635 και Suphire (Finance) Ltd v. Παπαμιχαήλ  (2011) 1 Α.Α.Δ. 1649). Έτσι και στην παρούσα υπόθεση, δεν διαπιστώνεται βάσιμος λόγος επέμβασης στα πρωτόδικα ευρήματα, τα οποία ήταν εύλογα και επιτρεπτά στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας.

 

Ως προς τους ομαδοποιημένους λόγους έφεσης που αφορούν κατά βάση την εισήγηση ότι οι εφεσίβλητοι υπείχαν θέση διαχειριστή της συμφωνίας και του λογαριασμού του εφεσείοντος, και κατ’ επέκταση της περιουσίας του, το πρωτόδικο Δικαστήριο [*681]έκρινε ότι η συμφωνία Τεκμ. 3, περιείχε ολόκληρη τη συμφωνία των διαδίκων και ότι ο εφεσείων παραγνώρισε το γεγονός ότι οι μετοχές ήταν εγγεγραμμένες επ’ ονόματι της Custodian. Αυτή ουσιαστικά είναι και η απλή απάντηση στους σχετικούς λόγους έφεσης. Οι όροι του Τεκμ. 3 δεν άφηναν περιθώριο ερμηνείας άλλης από τα όσα ευλόγως κρίθηκαν πρωτοδίκως.

 

Έχει σε συντομία πιο πάνω καταγραφεί ο τρόπος λειτουργίας της χρηματοδότησης του εφεσείοντος. Η ανάμειξη των εφεσειόντων, όπως συμφωνήθηκε στο εν λόγω τεκμήριο, εξαντλείτο στο απλό γεγονός (έστω και αν ο τρόπος που αναφέρεται στη συμφωνία είναι πιο περίπλοκος), του δανεισμού και της παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων. Το δάνειο ήταν ήδη συμφωνημένο ως «το Όριο» (παρ. 1Β), το οποίο και ήταν ίσο προς το περιθώριο Ασφαλείας, το οποίο σύμφωνα με τον Πίνακα Χρεώσεων στο τέλος του Τεκμ. 3 καθορίστηκε στις Λ.Κ.20.000. Η διαχείριση του λογαριασμού μάλιστα ανατέθηκε αποκλειστικά στη Share Link, ως χρηματιστή, του εφεσείοντος αναγνωρίζοντος ρητά στη συμφωνία (παρ. 1(Δ)), «….. ότι ανέκκλητα παραιτείται οποιουδήποτε δικαιώματος να παρέχει εντολές, ή οδηγίες προς την Εταιρεία αναφορικά με το Λογαριασμό, τη διαχείριση και/ή το χειρισμό του.» («Εταιρεία» ήταν οι εφεσίβλητοι).

 

Περαιτέρω, η παρ. 3(Α) επίσης ρητά καθιστούσε τη Share Link, χρηματιστή-διαχειριστή του λογαριασμού με ανέκκλητη εξουσιοδότηση της από τον εφεσείοντα, ενώ σαφέστατα καθορίστηκε ότι και οι εφεσίβλητοι, και η Custodian (ως θυγατρική εταιρεία), δεν θα είχαν «…. οποιαδήποτε ευθύνη ή καθήκον έναντι του Επενδυτή (του εφεσείοντος δηλαδή), ή του χρηματιστή σε σχέση με τη λειτουργία ή τη διαχείριση του Λογαριασμού …..»,. Παρόμοια πρόνοια σε σχέση με την ευθύνη παρακολούθησης των Αξιών Χαρτοφυλακίου και των Αξιών Περιθωρίου Ασφαλείας, με ταυτόχρονη αποποίηση οποιασδήποτε ευθύνης των εφεσιβλήτων και της Custodian, περιείχε και η παρ. 3(Β).

 

Στην ουσία ολόκληρη η συμφωνία, Τεκμ. 3, είναι διατυπωμένη κατά παρόμοιο τρόπο και δεν χωρεί βάσιμη περί του αντιθέτου   συζήτηση επί του θέματος ως οι σχετικοί λόγοι έφεσης. Η θέση  του κ. Παπαντωνίου, ότι πρέπει η συμφωνία να διαβαστεί υπό το φως των όρων λειτουργίας της, Τεκμ. 2, παραγνωρίζει ότι η συμφωνία περιλαμβάνει την παρ. 12, ως προς το ότι αυτή είναι ολόκληρη η συμφωνία περιέχουσα εξαντλητικά τους όρους λειτουργίας της, αλλά και το γεγονός ότι το Τεκμ. 2, ήταν απλώς η αίτηση για εισδοχή στο επενδυτικό σχέδιο των εφεσιβλήτων, αποδοχή [*682]της οποίας θα οδηγούσε στην υπογραφή του Τεκμ. 3.

 

Πολύ ορθά, πρόσθετα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι όροι λειτουργίας του επενδυτικού σχεδίου που απαντώνται στο Τεκμ. 2, δεν είναι διάφοροι από τους όρους που συνομολογήθηκαν με το Τεκμ. 3. Και πράγματι οι όροι λειτουργίας συνοψίζουν τον τρόπο λειτουργίας του επενδυτικού σχεδίου, τρόπος ο οποίος λεπτομερώς πλέον καταγράφηκε στη συμφωνία Τεκμ. 3. Η φύση της συμφωνίας παρέμενε ως έχει ήδη καταγραφεί ανωτέρω. Η Share Link είχε ανέκκλητη εξουσιοδότηση να χειρίζεται τις χρηματιστηριακές και άλλες αξίες του εφεσείοντος, και οι εφεσίβλητοι λειτουργούσαν το λογαριασμό στη βάση των προσθαφαιρέσεων των αξιών αυτών.

 

Ο όρος 5 των όρων λειτουργίας του Τεκμ. 2, δεν είχε άλλωστε την έννοια που προσπάθησε να αποδώσει ο εφεσείων. Ο όρος αυτός απλώς καθιστούσε τους εφεσίβλητους υπεύθυνους να αποδέχονται τις οδηγίες της Share Link ως χρηματιστή ως προς την προσθήκη ή αφαίρεση, αγορά ή πώληση των αξιών, υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι το όριο θα παρέμενε στο συμφωνηθέν επίπεδο λειτουργίας.

 

Ο κ. Παπαντωνίου ψέγει στο περίγραμμα του το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν κατάφερε να διακρίνει μεταξύ των όρων λειτουργίας του επενδυτικού σχεδίου και της συμφωνίας χρηματοδότησης, ότι τα δύο ήταν εντελώς διάφορα και ότι αν το Δικαστήριο κατανοούσε τον όρο 5 των Όρων Λειτουργίας, θα οδηγείτο στο συμπέρασμα ότι μετά την ανατροπή του ορίου ασφάλειας, μόνο οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα πώλησης των μετοχών και αξιών καθιστάμενοι έτσι διαχειριστές του λογαριασμού. Προς τούτο, κατά την εισήγηση, οδηγούσε και η πρόνοια στον Πίνακα Χρεώσεων του Τεκμ. 3, ότι οι εφεσίβλητοι, (εκεί αναφέρεται λανθασμένα «Δικαίωμα Τραπέζης»), θα λάμβαναν «ετήσιο δικαίωμα διαχείρισης», 0,5-4% επί του Ορίου και 0.5% επί του συνόλου των αγορών και πωλήσεων. Το ότι πρόκειτο για λανθασμένη διατύπωση το εξήγησε και ο Α. Έλληνας ερωτούμενος κατά την αντεξέταση του για τη χρέωση των δικαιωμάτων αυτών στη σελ. 50 των πρακτικών.

 

Οι εφεσίβλητοι δεν ήσαν και ουδέποτε έγιναν διαχειριστές του λογαριασμού του εφεσείοντος, ακόμη και μετά την ανατροπή του ορίου ασφαλείας, υπό την έννοια που αποδίδει σ΄ αυτούς ο εφεσείων. Ήταν η Share Link με ρητή πρόνοια, μεταξύ άλλων, στην παρ. 3(Α), που ενεργούσα ως χρηματιστής, ανέλαβε τη διαχείριση [*683]των αξιών και του λογαριασμού, με την Custodian να εκτελεί τις οδηγίες και εντολές της Share Link, ενώ ρητά, όπως ήδη αναφέρθηκε, τόσο οι εφεσίβλητοι, όσο και η Custodian εξαιρέθηκαν οποιασδήποτε ευθύνης ή καθήκοντος σε σχέση με τη λειτουργία και διαχείριση του λογαριασμού, ενώ εξαιρέθηκαν και από οποιαδήποτε ευθύνη για την άσκηση ή μη άσκηση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων που απέρρεαν από την ευθύνη παρακολούθησης των αξιών και του Ορίου ασφαλείας, που παρέμενε αποκλειστικά ευθύνη και δικαιοδοσία της Share Link.

 

Ο κ. Παπαντωνίου αναφέρθηκε κατά κόρον στο περίγραμμα του στην υπόθεση Marketrends Finance Ltd v. Πέρδικου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1042, ως υποστηρίζουσα γενικώς τη θέση του ότι οι εφεσίβλητοι ενεργούσαν ως εμπιστευματοδόχοι και διαχειριστές της περιουσίας του εφεσείοντος. Τα δεδομένα της υπόθεσης όμως εκείνης ήταν πολύ διαφορετικά από τα παρόντα, εφόσον, μεταξύ άλλων, υπήρχε και σοβαρή αμφισβήτηση κατά πόσο το πρόσωπο το οποίο ενεργούσε ως ο λήπτης των εντολών του εκεί εφεσίβλητου, ως αντιπρόσωπος της Marketrends Capital Market Ltd, προωθούσε ή όχι τα χρήματα αυτά στην τελευταία ή τα οικειοποιείτο χρεώνοντας τους εφεσίβλητους με ανύπαρκτα χρεωστικά υπόλοιπα. Να σημειωθεί ότι το πρόσωπο εκείνο δεν κλήθηκε να καταθέσει από οποιονδήποτε.

 

Εκείνο το οποίο συνεχώς διαφεύγει του εφεσείοντος και του συνηγόρου του είναι ότι ήταν ανεξάρτητοι οι εφεσίβλητοι από την  Share Link και την Custodian, ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορούσε την επίδικη συμφωνία. Ερωτούμενος σχετικά ο Α. Έλληνας για τις συμβαλλόμενες στο Τεκμ. 3 εταιρείες, εξήγησε ότι η Share Link και οι εφεσίβλητοι ανήκαν στον ίδιο όμιλο, αλλά η Custodian ήταν εξ ολοκλήρου θυγατρική των εφεσιβλήτων, η δε Share Link ουδεμία σχέση είχε με τους εφεσίβλητους. Πέραν του γεγονότος ότι η αγωγή και συνακόλουθα η διαφορά μεταξύ των διαδίκων κατά αυστηρό νομικό τρόπο αφορούσε τον εφεσείοντα ως επενδυτή, με τους εφεσίβλητους ως δανειστές-χρηματοδότες, η ευρύτερη ύπαρξη ενός ομίλου εταιρειών δεν δίνει κατά ανάγκη το δικαίωμα άρσης εταιρικού πέπλου ώστε να θεωρείται ότι οι ενέργειες μιας των εταιρειών δεσμεύουν ολόκληρο τον όμιλο ή την μητρική εταιρεία.

 

Όπως εξηγείται και στο σύγγραμμα της Brenda Hannigan: Company Law, 2003, στις σελ. 74-82, είναι με μεγάλη δυσκολία που τα Αγγλικά Δικαστήρια δέχονται την άρση του εταιρικού πέπλου στη βάση της θεωρίας της ενιαίας μονάδας ενός ομίλου εταιρειών. Πέραν της αυτοτέλειας της εταιρικής οντότητας με βάση τη [*684]γνωστή υπόθεση Salomon v. Salomon & Co Ltd [1897] A.C. 22, και μεταγενέστερα, αναφορικά με την ύπαρξη θυγατρικών εταιρειών, η υπόθεση Adams v. Cape Industries plc [1990] BCLC 479, έχει αναγνωρίσει ότι παρά το γεγονός ότι οι θυγατρικές εταιρείες είναι δημιουργήματα των μητρικών τους εταιρειών, εξακολουθούν να θεωρούνται στο γενικό εταιρικό δίκαιο ως ανεξάρτητες νομικές οντότητες. Η αρχή στη Salomon δεν ατονεί διότι οι εταιρείες οργανώνουν τις επιχειρήσεις τους «in group structures», (δέστε Ord v. Belhaven Pubs Ltd [1998] 2 BCLC 447). Στην υπόθεση Re: Southard Ltd [1979] 3 All E.R. 556, υποδείχθηκε ότι ο κύριος νόμιμος σκοπός για τη χρήση ομίλου εταιρειών είναι ο περαιτέρω περιορισμός των υποχρεώσεων του ομίλου, όπως δε ορθά υπέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραπομπή στο σύγγραμμα του Pennington: The Principles of Company Law σελ. 27 και 32, ο Νόμος και το δίκαιο δεν ασχολούνται με την οικονομική οργάνωση ενός ομίλου εταιρειών, στα μάτια δε του Νόμου, η μητρική ή ιθύνουσα εταιρεία είναι απλώς ένας μεγάλος μέτοχος της θυγατρικής της.

 

Ήταν ορθή, επομένως, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην άρει το εταιρικό πέπλο εφόσον δεν υπήρχε κανένας λόγος δημοσίου συμφέροντος, ενώ επαναλαμβάνεται, ούτε η Share Link, ούτε η Custodian, συνενώθηκαν στην αγωγή με οποιοδήποτε τρόπο ώστε δικογραφικά, αλλά και ουσιαστικά, να εξετάζονταν ευρύτερα και με την αναγκαία δικογραφία η νομική σχέση τους με την επίδικη διαφορά.

 

Ούτε είναι βάσιμο να γίνεται λόγος για οποιαδήποτε σχέση καταπιστεύματος ή εμπιστευματοδόχου των εφεσιβλήτων, που σχετίζεται με την ομαδοποίηση των ανάλογων λόγων έφεσης, έναντι του εφεσείοντος. Για να δημιουργείτο εμπίστευμα στην ευρύτερη έννοια που διαγράφει το δίκαιο της επιείκειας, θα έπρεπε να συντρέχουν λόγοι πέραν της συμβατικής οριοθέτησης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων. Η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων καταγράφηκε εξαντλητικά στο Τεκμ. 3 και δεν εντοπίζεται οτιδήποτε σε αυτήν που να δείχνει ότι οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν οποιοδήποτε καθήκον επένδυσης ή συμβουλής ή παροχής πληροφοριών ή άλλως πως προς τον εφεσείοντα. Έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω ότι ο εφεσείων είχε εξουσιοδοτήσει ανέκκλητα την Share Link ως χρηματιστή του για την ανάληψη και διαχείριση του λογαριασμού. Υπενθυμίζεται ότι οι μετοχές και οι αξίες ήταν εγγεγραμμένες επ’ ονόματι της Custodian και όχι των εφεσιβλήτων και ακόμη και μετά την ανατροπή του ορίου ασφαλείας το δικαίωμα των εφεσιβλήτων ήταν να φροντίσουν να εισπράξουν [*685]το λαβείν τους, όπως ακριβώς συμφώνησε ο εφεσείων δυνάμει της παρ. 6(Α) του Τεκμ. 3, με την οποία εκχώρησε ρητώς στους εφεσιβλήτους οποιοδήποτε και κάθε ποσό που οφειλόταν από αυτόν δυνάμει της συμφωνίας ή του λογαριασμού, οι δε εφεσίβλητοι ήσαν ελεύθεροι να ζητήσουν οποτεδήποτε από τον εφεσείοντα την πληρωμή οποιωνδήποτε οφειλομένων ποσών.

 

Προς τούτο οι εφεσίβλητοι μπορούσαν να δώσουν δυνάμει της παρ. 6(Γ) του Τεκμ. 3, οποιεσδήποτε οδηγίες ή εντολές προς την Custodian να προβαίνει σε εκποίηση είτε μέσω του χρηματιστή, είτε άλλου προσώπου, είτε των αξιών χαρτοφυλακίου, είτε των αξιών περιθωρίου ασφαλείας. Η εξασφάλιση του λαβείν των εφεσιβλήτων παρέμενε ισχυρή στη βάση της καταληκτικής προτάσεως της παρ. 6(Γ), ακόμη και μετά την προαναφερθείσα εκποίηση εφόσον ο εφεσείων παρέμενε πάντοτε υπόχρεος να καταβάλει οποιοδήποτε παραμένον  οφειλόμενο ποσό.

 

Στη βάση των πιο πάνω και εφόσον δεν προκύπτει ούτε από τη συμφωνία, ούτε από τη μαρτυρία, ζήτημα εμπιστεύματος ή διαχείρισης του λογαριασμού από τους εφεσίβλητους, δεν παρέχεται ούτε έδαφος για την επίκληση οποιασδήποτε αμέλειας εκ μέρους των τελευταίων έναντι του εφεσείοντος που είναι η γενική αιτίαση της αντίστοιχης ομάδας των λόγων έφεσης. Πώς είναι δυνατόν να γίνεται λόγος από τον εφεσείοντα ότι οι εφεσίβλητοι σκόπιμα επέλεξαν να μην ασκήσουν το δικαίωμα διαχείρισης, ή πώλησης, για να προκαλέσουν ζημιά στον ειδικό επενδυτικό λογαριασμό, προσκαλώντας έτσι στην ουσία, ζημιά στη δική τους εξασφάλιση;  Όλη η βάση της αξίωσης των εφεσιβλήτων αφορούσε στην ουσία υπόλοιπο χρέους και δεν χωρεί συζήτηση για αμέλεια λόγω της μη έγκαιρης πώλησης των μετοχών του εφεσείοντος. Δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής που καθιερώθηκε στη γνωστή υπόθεση Donoghue v. Stevenson [1932] 1 A.C. 562, με δεδομένο ότι το μόνο που οι εφεσίβλητοι έπρατταν ήταν η απελευθέρωση των αναγκαίων κονδυλίων προς χρηματοδότηση των αγοραπωλησιών των αξιών που διενεργούσε ο εφεσείων μέσω της Share Link, η οποία ενημέρωνε σχετικά τους εφεσίβλητους για την ανάλογη παροχή των αναγκαίων ποσών και την αντίστοιχη χρεοπίστωση του λογαριασμού του εφεσείοντος.

 

Περαιτέρω, όπως εύλογα κατέθεσε ο Αιμίλιος Έλληνας στη μαρτυρία του, αρχής γενομένης από τη γραπτή του δήλωση, Τεκμ. Α, όπου εξήγησε το όλο ιστορικό της διαφοράς, οι εντολές που δόθηκαν από τους εφεσίβλητους για τερματισμό του λογαριασμού και η απαίτηση της πληρωμής των οφειλομένων από τον εφεσείο[*686]ντα, ακολούθησαν τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις προς τον εφεσείοντα ότι ο λογαριασμός του δεν παρείχε την απαιτούμενη εξασφάλιση καλώντας τον να φέρει επιπρόσθετες αξίες ή μετρητά προς πίστωση του λογαριασμού του, με αντίστοιχη βέβαια μείωση του χρεωστικού υπολοίπου. Το ότι οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη συμφωνία μετά από πάροδο τεσσάρων ετών από την παραβίαση της συμφωνίας δεν ήταν εναντίον των συμφερόντων του εφεσείοντος, ο οποίος είχε την περίοδο αυτή να προσπαθήσει να ισοζυγίσει τις υποχρεώσεις του με τους εφεσίβλητους, και σίγουρα δεν είναι ορθή η θέση του συνηγόρου περί laches. Αντίθετα, ένα μήνα μετά τον τερματισμό της συμφωνίας, ηγέρθηκε η πρωτόδικη αγωγή. Παρατηρείται πρόσθετα ότι με την αγωγή δεν επιδιώχθηκε οποιαδήποτε θεραπεία με βάση το δίκαιο της επιείκειας, έτσι ώστε να εγείρεται θέμα εφαρμογής της αρχής της ολιγωρίας (δέστε την υπόθεση Α.Τ.Η.Κ. ν. Κλεάνθους (2013) 1 Α.Α.Δ. 158).

 

Η θέση του εφεσείοντος ότι οι εφεσίβλητοι όφειλαν να πωλήσουν τις μετοχές ή αξίες προς μείωση της ζημίας τους παραγνωρίζει ότι είχε δημιουργηθεί συγκεκριμένο χρέος στη βάση της συμφωνίας, Τεκμ. 3, το οποίο δεν ήταν δυνατό να αποκρυσταλλωθεί πριν τον τερματισμό της συμφωνίας. Επομένως, δεν μπορούσε και να γίνει οποιαδήποτε κίνηση εκ μέρους των εφεσιβλήτων οποτεδήποτε προηγουμένως, ούτε και ο εφεσείων εξειδικεύει ή εισηγείται συγκεκριμένο προς τούτο χρονικό σημείο. Οι εφεσίβλητοι δεν είχαν άλλωστε καμιά υποχρέωση, ούτε και μπορούσαν να πωλήσουν μετοχές και αξίες οποτεδήποτε, αφού η δική τους εμπλοκή ήταν η παροχή των χρημάτων και τίποτε άλλο. Ήταν η Share Link που είχε την ευθύνη να αγοραπωλεί  τις αξίες και αυτό μόνο στη βάση των εκάστοτε εντολών του εφεσείοντος. Δεν υπήρχαν λοιπόν λογικά μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν από τους εφεσίβλητους προς μείωση της ζημιάς τους. Το χρέος ήταν το ίδιο ακόμη και αν οι αξίες αυξομειώνονταν.

 

Μπορεί εδώ να αναφερθεί και η υπόθεση China and South Sea Bank v. Tan [1989] 3 All E.R. 839, όπου αποφασίστηκε ότι ο πιστωτής δεν έχει καμία ευθύνη προς τον οφειλέτη ή ακόμη και προς τον εγγυητή, όταν ο οφειλέτης δεν ενεργεί προς ίδιον όφελος του, αλλά αναμένει από τον πιστωτή να ενεργήσει προς μείωση του δικού του υπολοίπου. Με άλλα λόγια, ο πιστωτής δεν είναι ούτε ενεργεί ως εγγυητής των υποχρεώσεων του οφειλέτη ή εμπιστευματοδόχος των όποιων δεσμευμένων ή υποθηκευμένων εξασφαλίσεων. Υπέχει θέση εμπιστευματοδόχου μόνο όταν ο οφειλέτης εξοφλήσει πλήρως τον πιστωτή, οπότε και ο τελευταίος παραμένει υπεύθυνος για την επιστροφή στον οφειλέτη οποι[*687]ουδήποτε πλεονάσματος που προκύπτει από την πώληση των εξασφαλίσεων.

 

Λανθασμένα γίνεται λόγος από τον εφεσείοντα για καταχρηστικές ρήτρες στη συμφωνία, η οποία υπεγράφη αυτοβούλως από τον εφεσείοντα με δική του αίτηση και ό,τι επακολούθησε έγινε στη βάση του πληρεξουσίου εγγράφου που ο ίδιος έδωσε στην Share Link.

 

Ούτε και βάσιμα μπορεί να λεχθεί ότι οι εφεσίβλητοι διενεργούσαν τραπεζικές εργασίες εφόσον όπως ρητά ανέφερε στη μαρτυρία του ο Α. Έλληνας, οι εφεσίβλητοι δεν δέχονταν καταθέσεις από οποιοδήποτε πελάτη ή το κοινό γενικώς, ούτε άνοιγαν ή τηρούσαν λογαριασμούς αποταμίευσης ή ταμιευτηρίου, ούτε δέχονταν γενικώς καταθέσεις από τις οποίες και δάνειζαν χρήματα.  Αντίθετα, ήταν σαφές από τη μαρτυρία του Έλληνα ότι η αποκλειστική πηγή  των χρημάτων τους ήταν τα δικά τους κεφάλαια.  Η παροχή δανείων δεν απαγορεύεται στα πλαίσια μιας συμφωνίας επενδυτικού σχεδίου, όπως, εδώ, το Τεκμ. 3. Η όλη διευθέτηση μεταξύ των διαδίκων είχε αναγωγή στη συμφωνία Τεκμ. 3 και μόνο σε περίπτωση πιστωτικού προς όφελος του εφεσείοντος ποσού, που θα προέκυπτε από τις χρεοπιστώσεις στο λογαριασμό στη βάση των αγορών και των πωλήσεων αξιών που διενεργούνται, θα είχαν οι εφεσίβλητοι υποχρέωση επιστροφής του και για το οποίο ποσό, είχαν θέση εμπιστευματοδόχου, (σχετική είναι η Έλληνας Χρηματοδοτήσεις Λτδ ν. Γιάλλουρου – πιο πάνω –).

 

Να προστεθεί εδώ ότι πλείστα όσα θέματα από τα συζητηθέντα έχουν κατ’ επανάληψη τεθεί και αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο και ενδεικτικά μπορεί να γίνει αναφορά στις Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238 και Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance (2011) 1 Α.Α.Δ. 2229 και οι υποθέσεις που εκεί μνημονεύονται.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η πρωτόδικη απόφαση περιλαμβανομένης και της απόρριψης της ανταπαίτησης κρίνεται ορθή στην ολότητα της, με αποτέλεσμα η έφεση να πρέπει να απορριφθεί.

 

Η έφεση λοιπόν απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσιβλήτων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο