Global Maritime Services Ltd και Άλλοι ν. Bulcom Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 709

(2013) 1 ΑΑΔ 709

[*709]21 Μαρτίου, 2013

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

1. GLOBAL MARITIME SERVICES LTD,

2. KRYSTALIA INVESTMENTS LTD,

3. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΥΡΟΥΔΗ,

 

Εφεσείοντες - Εναγόμενοι 2, 3 & 4,

 

ν.

 

ΒULCOM LTD,

 

Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 6/2010)

 

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Ισοζύγιο της ευχέρειας ― Επικύρωση πρωτόδικης ενδιάμεσης απόφασης οριστικοποίησης προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος ― Κρίθηκε δικαιολογημένη η άσκηση της διακριτικής  εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπέρ της διατήρησης της ισχύος του διατάγματος, στη βάση του ισοζυγίου της ευχέρειας.

 

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν πρωτόδικη απόφαση με την οποία κατέστη απόλυτο ενδιάμεσο διάταγμα, που είχε αρχικά εκδοθεί μονομερώς, με το οποίο απαγορευόταν στους Εναγομένους 3 /Καθ’ ων η Αίτηση, να αποχωριστούν και/ή να πληρώσουν για οποιονδήποτε λόγο και σε οποιοδήποτε πρόσωπο και/ή να αποσύρουν, να επιβαρύνουν, να μεταφέρουν ή να δεσμεύσουν, οποιοδήποτε ποσό χρημάτων που βρισκόταν κατατεθειμένο σε τραπεζικό τους λογαριασμό στην Alpha Bank Cyprus Ltd.

 

Με βάση τα γεγονότα και το ιστορικό της υπόθεσης, όπως περιγράφονταν στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο ενόρκως δηλών στη σχετική αίτηση, υπέγραψε εκ μέρους των εναγόντων-εφεσιβλήτων, σχετική εντολή πληρωμής μέσω της Τράπεζας Κύπρου και από λάθος σημειώθηκε ως δικαιούχος το όνομα και ο λογαριασμός της εταιρείας Global Κύπρου και/ή Βουλγαρίας, το οποίο βρισκόταν στον ηλεκτρονικό υπολογιστή των αιτητών από παλιά, με τους οποίους όμως σε εκείνο το χρονικό σημείο καμία οικονομική εκκρεμότητα υπήρχε.

[*710]Όταν διαπιστώθηκε το λάθος, ζήτησαν από την τράπεζα όπως ανακληθεί η εντολή αμέσως όμως αυτό δεν κατέστη δυνατό αφού τα χρήματα είχαν ήδη μεταφερθεί στο λογαριασμό της Global Κύπρου και/ή Βουλγαρίας.

 

Οι καθ’ ων η Αίτηση/εφεσείοντες οι οποίοι διασυνδέονταν σε ότι αφορούσε στα επίδικα γεγονότα, προέβαλαν με την ένσταση εντελώς διαφορετική εκδοχή υποστηρίζοντας ότι οι αιτητές τους όφειλαν χρηματικά ποσά.

 

Ανέφεραν ότι είτε το ήθελαν είτε όχι οι εφεσείοντες να κάνουν το συγκεκριμένο έμβασμα, καλά έκαναν αφού χρωστούσαν το ποσό αυτό στους εναγόμενους/εφεσείοντες 2.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε μεταξύ άλλων πως οι υποθέσεις αυτού του είδους κρίνονται χωρίς να αποφασίζονται αμφισβητούμενα θέματα και με βάση τις νομολογημένες αρχές κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ικανοποιούνταν οι σχετικές προϋποθέσεις.

 

Έκρινε περαιτέρω, ότι ήταν δικαιολογημένη η άσκηση της διακριτικής του εξουσίας υπέρ της διατήρησης της ισχύος του διατάγματος, θεωρώντας ότι με βάση το ισοζύγιο της ευχέρειας ήταν δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθεί το διάταγμα.

 

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

 

Λόγος έφεσης 1.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε όταν αποφάσισε ότι το διάταγμα που εξασφάλισε η αστυνομία και με το οποίο δεσμευόταν ο επίδικος λογαριασμός δεν είχε οποιαδήποτε σημασία για τον καθορισμό του επείγοντος.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Η σχετική πρωτόδικη κρίση ήταν ορθή αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν υπό κρίση η αρχική έκδοση του διατάγματος με μονομερή αίτηση.

 

Λόγος Έφεσης 2.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι υπήρχε καλή αιτία αγωγής εναντίον της εναγομένης 3 και επομένως βάση για δέσμευση του επίδικου λογαριασμού της.

[*711]Αποφασίστηκε ότι:

 

Σίγουρα, εάν η θέση των Εφεσιβλήτων/Αιτητών ήταν ότι τα ποσά πληρώθηκαν σε λανθασμένο πρόσωπο, παρόλον ότι ο άδικος πλουτισμός (unjust enrichment) δεν αποτελεί, σύμφωνα με τη νομολογία αυτόνομη αιτία αγωγής, βρίσκεται, ως έννοια, στον πυρήνα αξίωσης για αποκατάσταση (restitution), ως συνιστώσα την αρχή που την υποστυλώνει. Ως εκ τούτου, ορθή ήταν και η επί του προκειμένου θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Λόγος Έφεσης 3.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν διέταξε την απελευθέρωση των ζητηθέντων ποσών για δικηγορικά έξοδα και πληρωμή των υπαλλήλων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Εδώ, ο δεσμευθείς λογαριασμός ήταν προειδοποιήσεως και όχι τρεχούμενος.

 

Περαιτέρω, καλώς απορρίφθηκαν τα αιτήματα για απελευθέρωση χρημάτων για την αναγκαιότητα πληρωμής δικηγορικών, προσωπικού και άλλων εξόδων, αφού, εάν το δικαστήριο ενέκρινε τέτοιο αίτημα, τροποποιώντας το διάταγμα, θα καταστρατηγούσε τον σκοπό που εξυπηρετούσε.

 

Ήταν εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου να ασκήσει την εξουσία του υπέρ της έκδοσης και οριστικοποίησης του διατάγματος.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Mareva Compania Naviera S.A. v. International Bulk Carriers S.A. [1980] 1 All.E.R. 213,

 

Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263,

 

Μinerva v. Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2173,

 

PCW (Underwriting Agencies) Ltd v Dixon [1983] 2 ALL ER 158,

 

[*712]Halifax plc v Chandler [2002] EWCA Civ. 1750.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Εναγόμενους 2,3 και 4 εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Λιμνατίτου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4888/09), ημερομ. 4/12/2009.

 

Μ. Φιλίππου για Χαβιαράς & Φιλίππου, για τους Εφεσείοντες.

 

Ρ. Ιάσωνος για Χρ. Δημητριάδης, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Στις 4.12.2009, δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, εξέδωσε απόφαση με την οποία κατέστη απόλυτο ενδιάμεσο διάταγμα, που είχε αρχικά εκδοθεί μονομερώς στις 17.11.2009, με το οποίο απαγορευόταν στους Εναγομένους 3 /Καθ’ ων η Αίτηση να αποχωριστούν και/ή να πληρώσουν για οποιονδήποτε λόγο και σε οποιοδήποτε πρόσωπο και/ή να αποσύρουν, να επιβαρύνουν, να μεταφέρουν ή να δεσμεύσουν οποιοδήποτε ποσό χρημάτων που βρισκόταν κατατεθειμένο σε τραπεζικό τους λογαριασμό στην Alpha Bank Cyprus Ltd. Η αίτηση στηριζόταν στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6, Άρθρα 4-9 και στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60, Άρθρο 32, και ήταν τύπου Mareva (δέστε Mareva Compania Naviera S.A. v. International Bulk Carriers S.A. [1980] 1 All.E.R. 213 και αποφάσεις που ακολούθησαν).

 

Τα γεγονότα και το ιστορικό της υπόθεσης, όπως περιγράφονται στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι τα πιο κάτω:

 

«Ο ενόρκως δηλών υπέγραψε εκ μέρους των εναγόντων-αιτητών σχετική εντολή πληρωμής μέσω της Τράπεζας Κύπρου ΙΒΘ και από λάθος σημειώθηκε ως δικαιούχος το όνομα και ο λογαριασμός της εταιρείας Global Κύπρου και/ή Βουλγαρίας το οποίο βρισκόταν στον ηλεκτρονικό υπολογιστή των αιτητών από παλιά με τους οποίους όμως τώρα καμία οικονομική εκκρεμότητα υπάρχει.

 

Όταν διαπιστώθηκε το λάθος, ζήτησαν από την τράπεζα [*713]όπως ανακληθεί η εντολή αμέσως όμως αυτό δεν κατέστη δυνατό αφού τα χρήματα είχαν ήδη μεταφερθεί στο λογαριασμό της Global Κύπρου και/ή Βουλγαρίας. Προκύπτει επίσης από την ένορκη δήλωση ότι από το ποσό αυτό έγινε ανάληψη του ποσού των 100.000 δολαρίων και τα υπόλοιπα μεταφέρθηκαν σε λογαριασμό της καθ’ ης η αίτηση. Μόνος μέτοχος και διευθυντής των εναγομένων 1 και/ή 2 και 3 όπως φαίνεται από τα τεκμήρια που επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση, είναι ο εναγόμενος 4 που είναι και το πρόσωπο που έδωσε την εντολή μεταφοράς των χρημάτων, όπως επίσης προκύπτει από τα τεκμήρια.

 

Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός του ενόρκως δηλούντα ότι οι ενάγοντες δεν οφείλουν κανένα ποσό στην Global Κύπρου και/ή Βουλγαρίας και δεν υπάρχει οποιαδήποτε παραγγελία για τα τιμολόγια που επισυνάπτει στην ένορκη του δήλωση ο εναγόμενος 4 τα οποία οι ενάγοντες θεωρούν ως μη γνήσια. Αναφέρει επίσης ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν έχουν οποιουσδήποτε υπαλλήλους, δεν έχουν άλλη περιουσία στην Κύπρο που να μπορεί να υποβληθεί σε κατάσχεση για να ικανοποιήσει την αξίωση των εναγόντων-αιτητών στην περίπτωση που επιτύχουν σ’ αυτήν.

 

Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση των καθ’ ων η αίτηση, ο Παναγιώτης Μαυρουδής ισχυρίζεται ότι οι αιτητές οφείλουν στην κυπριακή Global το συνολικό ποσό των 560.309,47 δολαρίων στη βάση τριών τιμολογίων τα οποία παραμένουν απλήρωτα. Είναι επίσης ο ισχυρισμός των καθ’ ων η αίτηση ότι τα όσα αναφέρονται στην αίτηση των αιτητών περί λάθους ως προς τον προορισμό των πληρωμών αποτελεί εκ των υστέρων σκέψεις. Αναφέρει επίσης ο Παναγιώτης Μαυρουδής ότι η Global Maritime Services Ltd του ανήκει και τα εμβάσματα προς την εναγόμενη 3 – καθ’ ης η αίτηση, έγιναν για οφειλές της Global προς την εναγόμενη 3. Στην αγόρευση του ο κ. Χαβιαράς ανέφερε ότι είτε το ήθελαν είτε όχι οι ενάγοντες να κάμουν το συγκεκριμένο έμβασμα, καλά έκαμαν γιατί χρωστούσαν το ποσό αυτό στους εναγόμενους 2.»

 

Έχοντας δύο συγκρουόμενες εκδοχές, η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής ορθά επισήμανε πως οι υποθέσεις αυτού του είδους κρίνονται χωρίς να αποφασίζονται αμφισβητούμενα θέματα, τα οποία θα πρέπει να κριθούν μόνο στο τελικό στάδιο (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263) αλλά από τη γενική εικόνα που προκύπτει από τις ένορκες δηλώσεις, αν διαφαίνεται πιθα[*714]νότητα επιτυχίας των αιτητών, εάν η θέση που εκφράζουν κριθεί τελικά ως ορθή. Ήταν με βάση αυτό το σκεπτικό, όπως δήλωσε το δικαστήριο, που εξέτασε την υπό κρίση περίπτωση.

 

Η πρωτόδικη δικαστής, με αναφορά στη νομολογία, ανέφερε τις αρχές και προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιούνται για να εκδοθεί ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα (δέστε σελ. 5 της πρωτόδικης απόφασης). Όπως το δικαστήριο επισημαίνει, η έκδοση τέτοιου διατάγματος, με βάση τις προϋποθέσεις αυτές και τις αρχές που διατυπώθηκαν στην υπόθεση Μareva (πιο πάνω), βρίσκεται πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Για να εκδοθεί τέτοιο διάταγμα, θα πρέπει να ικανοποιηθεί το δικαστήριο ότι υπάρχουν:

 

(α)  σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση με την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης,

 

(β)  πιθανότητα ο ενάγοντας να δικαιούται σε θεραπεία, που συνίσταται στην ύπαρξη ορατού ενδεχομένου επιτυχίας, δηλαδή κάτι περισσότερο από απλή πιθανότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, και

 

(γ)  Το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς αν δεν εκδοθεί το ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα, ούτως ώστε να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Με βάση τις αρχές αυτές, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ικανοποιούνταν οι πιο πάνω προϋποθέσεις, και, περαιτέρω, έκρινε ότι ήταν δικαιολογημένη η άσκηση της διακριτικής του εξουσίας υπέρ της διατήρησης της ισχύος του διατάγματος, θεωρώντας ότι με βάση το ισοζύγιο της ευχέρειας ήταν δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθεί το διάταγμα.

 

Οι εφεσείοντες με την έφεση τους προβάλλουν τρεις λόγους έφεσης.

 

«Λόγος Έφεσης 1.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε όταν αποφάσισε ότι το διάταγμα που εξασφάλισε η αστυνομία και με το οποίο δεσμευόταν ο επίδικος λογαριασμός δεν είχε οποιαδήποτε σημασία για τον καθορισμό του «επείγοντος».»

 

[*715]«Λόγος Έφεσης 2.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι υπάρχει καλή αιτία αγωγής εναντίον της εναγομένης 3 και επομένως βάση για δέσμευση του επίδικου λογαριασμού της.»

 

«Λόγος Έφεσης 3.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν διέταξε την απελευθέρωση των ζητηθέντων ποσών για δικηγορικά έξοδα και πληρωμή των υπαλλήλων.»

 

Όσον αφορά τον πρώτο λόγο έφεσης, με βάση τα γεγονότα, ήταν παραδεκτό ότι ο λογαριασμός των Εφεσειόντων/Καθ’ ων η αίτηση ήταν ήδη δεσμευμένος με διάταγμα που εκδόθηκε κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας, και βρισκόταν σε ισχύ μέχρι 23.11.2009. Κατά συνέπεια, όπως υποστηρίχθηκε, δεν υπήρχε οτιδήποτε το επείγον για να εκδοθεί αρχικά μονομερώς το διάταγμα.   Το δικαστήριο έκρινε ότι η «δέσμευση του λογαριασμού από την μονάδα καταπολέμησης αδικημάτων συγκάλυψης, διατηρεί τη δική της αυτοτέλεια ενόψει της διαφορετικότητας της διαδικασίας, και δεν βρίσκεται στον έλεγχο των αιτητών για να γνωρίζουν την πορεία της και την κατάληξη του διατάγματος εκείνου.». Συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση, αλλά, εν πάση περιπτώσει, υπό κρίση τώρα δεν είναι η αρχική έκδοση του διατάγματος με μονομερή αίτηση, αφού η διαδικασία έχει προχωρήσει, υπήρξε ένσταση και δόθηκε η ευκαιρία να αναπτύξουν οι Καθ’ ων η αίτηση τις θέσεις τους. Τώρα υπό κρίση βρίσκεται μόνο η απόφαση για διατήρηση του διατάγματος, με το να καταστεί αυτό απόλυτο. Ο πρώτος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο και την εισήγηση των εφεσειόντων ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι υπάρχει καλή αιτία αγωγής κατά της Εναγομένης 3, και ότι η αναφορά του δικαστηρίου ήταν αόριστη και αναφερόταν γενικά ότι υφίσταται καλή αιτία, πρέπει και πάλι να απορριφθεί. Σίγουρα, εάν η θέση των Εφεσιβλήτων/ Αιτητών ήταν ότι τα ποσά πληρώθηκαν σε λανθασμένο πρόσωπο, παρόλον ότι ο άδικος πλουτισμός (unjust enrichment) δεν αποτελεί, σύμφωνα με τη νομολογία αυτόνομη αιτία αγωγής, βρίσκεται, ως έννοια, στον πυρήνα αξίωσης για αποκατάσταση (restitution), ως συνιστώσα την αρχή που την υποστυλώνει (δέστε Μinerva v. Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2173). Ως εκ τούτου, ορθή κρίνεται και η επί του προκειμένου θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου.

[*716]Όσον αφορά τον τρίτο λόγο έφεσης, και αυτός πρέπει να απορριφθεί. Είναι γεγονός ότι σε υποθέσεις του είδους, και με βάση τη νομολογία (δέστε PCW (Underwriting Agencies) Ltd v Dixon [1983] 2 ALL ER 158 και Halifax plc v Chandler [2002] EWCA Civ. 1750 και γενικότερα David Bean: Injunctions 8η έκδ. σελ. 113-115, par. 7.24-7.27), είναι δυνατή η τροποποίηση του διατάγματος ώστε να απελευθερώνονται λογικά ποσά για την ικανοποίηση των τρεχόντων εξόδων μιας επιχείρησης, η πληρωμή των μισθών και η καταβολή δικηγορικών εξόδων. Εδώ, όμως, παρατηρείται, όπως υποδεικνύουν οι Εφεσίβλητοι στο περίγραμμά τους, με παραπομπή στα σχετικά τεκμήρια, ο δεσμευθείς λογαριασμός είναι προειδοποιήσεως («notice account») και όχι τρεχούμενος («current account»), από τον οποίο πληρώνονται τα καθημερινά ή μηνιαία έξοδα, ενώ είναι και σε δολάρια Αμερικής, χωρίς να εξηγείται πώς καταβάλλονταν τα ποσά αυτά στους υπαλλήλους, κτλ..

 

Περαιτέρω, όπως ορθά επισημαίνουν οι Εφεσίβλητοι στο διάγραμμά τους, καλώς απορρίφθηκαν τα αιτήματα για απελευθέρωση χρημάτων για την αναγκαιότητα πληρωμής δικηγορικών, προσωπικού και άλλων εξόδων, αφού, εάν το δικαστήριο ενέκρινε τέτοιο αίτημα, τροποποιώντας το διάταγμα, θα καταστρατηγούσε τον σκοπό που εξυπηρετούσε, αφού σταδιακά θα το καθιστούσε άνευ αντικειμένου, γιατί, με την πάροδο ορισμένων μηνών, θα εξαντλείτο και το κατατεθειμένο στο λογαριασμό ποσό.

 

Καταλήγοντας, κρίνουμε πως ήταν εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου να ασκήσει την εξουσία του υπέρ της έκδοσης και οριστικοποίησης του διατάγματος, και, έτσι, με βάση τις αρχές επέμβασης του Εφετείου, δεν χωρεί εκ μέρους μας τέτοια επέμβαση.

 

Η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των Εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο