Tρικωμίτες Κυριάκος και Νικόλας Λτδ ν. Αρτέμιδος Τουμαζή και Άλλου (2013) 1 ΑΑΔ 754

(2013) 1 ΑΑΔ 754

[*754]22 Μαρτίου, 2013

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

KΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΑΣ ΤΡΙΚΩΜΙΤΕΣ ΛΤΔ,

 

Εφεσείοντες - Ενάγοντες - Αιτητές,

 

ν.

 

1.  ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ ΤΟΥΜΑΖΗ,

 

Εφεσίβλητης - Εναγόμενης - Καθ’ ης η αίτηση,

 

2.        ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΛΤΔ.,

 

Εφεσιβλήτων - Mεσεγγυούχων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 155/2010)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Διάταγμα μεσεγγύησης ― Το Άρθρο 73 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, σε αντίθεση με την αγγλική νομοθεσία, δεν περιορίζει την έκδοση διατάγματος μεσεγγύησης σε χρέη ― Επεκτείνει τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα σε σχέση και με άλλες μορφές δικαιωμάτων, σε αγαθά, σε χρήματα και εγγυήσεις («securities”) για χρηματικά ποσά ― Κατά πόσον ήταν ορθή πρωτόδικη απόφαση με την οποία ο δικαστικός έλεγχος περιορίστηκε στο εάν υπήρχε σχέση πιστωτή και οφειλέτη μεταξύ του εξ αποφάσεως οφειλέτη και των μεσεγγυούχων.

 

Πολιτική Δικονομία ― Διάταγμα μεσεγγύησης ― Η πρώτη προϋπόθεση που πρέπει να ικανοποιηθεί για την έκδοση διατάγματος αφορά στο συμφέρον του εξ αποφάσεως χρεώστη στο αντικείμενο της μεσεγγύησης ― Ο νόμος ορίζει ότι πρέπει να είναι ο δικαιούχος του αντικειμένου (“beneficially interested”) ― Ο αγγλικός όρος “beneficially interested” είναι ευρύτερος από τον αντίστοιχο ελληνικό «δικαιούχος».

 

Λέξεις και Φράσεις ― «Οφειλέτης του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους» και «beneficially interested», στο Άρθρο 73, Κεφ. 6.

 

Οι εφεσείοντες/ενάγοντες στην πρωτόδικη διαδικασία, εξασφάλισαν κατόπιν μονομερούς αίτησης τους, διάταγμα εναντίον των εφε[*755]σιβλήτων/μεσεγγυούχων με το οποίο διατάσσονταν όπως μη αποχωριστούν διάφορα ποσά τα οποία αυτοί όφειλαν στην εναγόμενη 1.

 

Παράλληλα καταχώρησαν την ίδια ημέρα αίτηση δια κλήσεως με την οποία ζητούσαν διαταγή του Δικαστηρίου διατάττουσα τους μεσεγγυούχους όπως καταβάλουν στους εφεσείοντες/ενάγοντες  διάφορα ποσά που προέκυπταν δυνάμει Διαιτητικής απόφασης  και απόφασης Δικαστηρίου  πλέον διάφορα δικηγορικά έξοδα.

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, πράγματι οφείλονταν από την εναγομένη 1 τα ως άνω ποσά, ωστόσο σε περίπτωση, κοινού λογαριασμού όπως υπήρχε στην προκειμένη, η τράπεζα ήταν υπεύθυνη και υπόλογη και στα δύο άτομα του κοινού λογαριασμού.

 

Έκρινε συνακόλουθα, ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, ήταν λάθος να λεχθεί ότι η τράπεζα, στην προκειμένη  οι μεσεγγυούχοι, όφειλε στην Εναγομένη 1, που είχε κοινό λογαριασμό στους μεσεγγυούχους με το σύζυγο της, το ποσό που βρισκόταν στο κοινό λογαριασμό επειδή το ποσό αυτό η τράπεζα το οφείλει και στους δύο από κοινού.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα, όπως επίσης απέρριψε την αίτηση διά κλήσεως.

 

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

 

α)  Υπήρξε εσφαλμένη και/ή χωρίς μαρτυρία αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε «κάποιο λογαριασμό δυο συζύγων» λανθασμένα και/ή χωρίς μαρτυρία.

 

β)  Ήταν εσφαλμένη η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην αγγλική νομολογία αντί του Κυπριακού νόμου, Κεφ. 6, Άρθρο 74.

 

γ)  Υπήρξε λανθασμένη νομική προσέγγιση, η απόρριψη της αίτησης έγινε με λανθασμένη και/ή μη επαρκή δικαιολογία και υπήρξε λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε επιλογή του Κοινοδικαίου αντί του Κυπριακού νόμου. Εκείνο που φαίνεται ότι έκανε ήταν ερμηνεία του μέρους του Άρθρου 73, Κεφ. [*756]6 που αναφέρεται σε «οφειλέτη του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους.»

 

2.  Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε και πολύ ορθά, ότι η πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 73 ικανοποιείτο, ότι δηλαδή οι αιτητές (εφεσείοντες) ήταν εξ αποφάσεως πιστωτές δυνάμει απόφασης.

 

3.  Η δεύτερη προϋπόθεση που προχώρησε και εξέτασε ήταν κατά πόσο υπήρχε σχέση πιστωτή και οφειλέτη μεταξύ του εξ αποφάσεως οφειλέτη (εφεσίβλητης/εναγομένης 1) και μεσεγγυούχων (εφεσιβλήτων/μεσεγγυούχων) και κατέληξε ότι δεν υπήρχε σχέση πιστωτή οφειλέτη μεταξύ των δύο.

 

4.  Διέφυγε όμως του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφαρμογή του Άρθρου 73 δεν περιορίζεται μόνο στην πιο πάνω περίπτωση. Το Άρθρο 73 εφαρμόζεται και στην περίπτωση όπου «ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους έχει συμφέρον (is beneficially interested) σε οποιοδήποτε ποσό χρημάτων (…) που τελούν υπό τη φύλαξη ή τον έλεγχο τρίτου προσώπου στη Δημοκρατία (…)»

 

5.  Δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία ότι η εφεσίβλητη ως ένας από τους δικαιούχους του κοινού λογαριασμού που τηρείτο στους εφεσίβλητους-μεσεγγυούχους είχε συμφέρον στο λογαριασμό αυτό.

 

6.  Ικανοποιούντο οι προϋποθέσεις για έκδοση εντάλματος κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, με βάση το Άρθρο 73 του Κεφ. 6 και η περί αντιθέτου κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν λανθασμένη.

 

7.  Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε στη διαδικασία που προβλέπει το Άρθρο 78 προκειμένου ν’ ασκήσει την εξουσία που του παρέχεται και συνεπώς δεν υπήρχε ενώπιον του Εφετείου η κρίση του.

 

8.  Ενόψει της άνω κατάληξης δεν προσφερόταν η εξέταση των άλλων λόγων έφεσης.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Η υπόθεση παραπέμφθηκε για εκδίκαση από άλλο Δικαστή.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Hirschhorn v. Evans [1938] 2 K.B. 801 C.A,

[*757]Γενικός Εισαγγελέας ν. Ζηπιτή κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 749,

 

Rossides v. Τossoun C.L.R. Vol. VIII 43,

 

Carna Plants Ltd. v. Masalcha Brothers Ltd. κ.ά. (1990) 1 A.Α.Δ. 28.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Ενάγοντες - Αιτητές εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Δημητριάδου-Ανδρέου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3770/02), ημερομ. 14/5/2010.

 

Γ. Λουκαϊδης, για τους Εφεσείοντες - Ενάγοντες.

 

Λ. Διομήδους, για Εφεσίβλητη - Εναγόμενη.

 

Α. Παπαλλής, για Εφεσίβλητους - Μεσεγγυούχους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Λ. Παρπαρίνος Δ.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες/ενάγοντες στην πρωτόδικη διαδικασία, εξασφάλισαν κατόπιν μονομερούς αίτησης τους ημερ. 5/2/10, διάταγμα εναντίον των εφεσιβλήτων/μεσεγγυούχων με το οποίο διατάσσονταν όπως μη αποχωριστούν διάφορα ποσά τα οποία αυτοί όφειλαν στην εναγόμενη 1. Παράλληλα καταχώρησαν την ίδια ημέρα αίτηση δια κλήσεως με την οποία ζητούσαν διαταγή του δικαστηρίου διατάττουσα τους μεσεγγυούχους όπως καταβάλουν στους εφεσείοντες/ενάγοντες ποσό €25.503,04 (£14.926,27) πλέον τόκο 8% ετησίως από 1/12/01 μέχρι 20/11/02 πλέον €30.445,48 (£17.812,95) πλέον τόκο 8% ετησίως από 1/12/02 μέχρι εξοφλήσεως δυνάμει Διαιτητικής Απόφασης ημερ. 20/7/05 και Απόφαση Δικαστηρίου ημερ. 30/10/06 πλέον διάφορα δικηγορικά έξοδα που επιδικάσθησαν προς όφελος των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης/εναγόμενης 1.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στην προσβαλλόμενη απόφαση του διαπιστώνει ότι πράγματι οφείλονται από την εναγομένη 1 τα ως άνω  ποσά δυνάμει των δυο ρηθέντων αποφάσεων και ότι η εναγόμενη 1 «διατηρούσε στους μεσεγγυούχους κοινό λογαριασμό προθεσμίας με το σύζυγος της». Καθοδηγούμενο από σχετική νομολογία κατέληξε ότι «πληρούται η πρώτη προϋπόθεση που τίθε[*758]ται δηλαδή ότι οι αιτητές είναι εξ αποφάσεως πιστωτές δυνάμει της απόφασης».

 

Στη συνέχεια προχώρησε με την εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης η οποία όπως την έθεσε «αφορούσε την ύπαρξη σχέσης πιστωτή και οφειλέτη μεταξύ του εξ αποφάσεως οφειλέτη και του μεσεγγυούχου». Με καθοδήγηση τη Hirschhorn v. Evans [1938] 2 K.B. 801 C.A. κατέληξε στον ακόλουθο συλλογισμό:

 

«……. Σε περίπτωση, ωστόσο, κοινού λογαριασμού, όπως ήδη επεξηγήθηκε στην πιο πάνω αγγλική απόφαση, η τράπεζα είναι υπεύθυνη και υπόλογη και στα δύο άτομα του κοινού λογαριασμού. Έτσι στην υπό εξέταση περίπτωση είναι λάθος να λεχθεί ότι η τράπεζα, στην προκειμένη περίπτωση οι μεσεγγυούχοι, οφείλει στην Εναγομένη 1, που έχει κοινό λογαριασμό στους μεσεγγυούχους με το σύζυγο της, το ποσό που βρίσκεται στο κοινό λογαριασμό γιατί το ποσό αυτό η τράπεζα το οφείλει και στους δύο από κοινού

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω το πρωτόδικο δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 14/5/10 ακύρωσε το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα ημερ. 5/2/10 όπως επίσης απέρριψε την αίτηση διά κλήσεως της αυτής ημερομηνίας.

 

Οι εφεσείοντες με την έφεση τους προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση με πέντε λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά την υπό του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορά σε «κάποιο λογαριασμό δυο συζύγων» λανθασμένα και/ή χωρίς μαρτυρία. Ο δεύτερος την εφαρμογή υπό του πρωτόδικου δικαστηρίου της αγγλικής νομολογίας αντί του κυπριακού νόμου, Κεφ. 6, Άρθρο 74, ο τρίτος αφορά την λανθασμένη νομική προσέγγιση στη διαδικασία της αίτησης, ο τέταρτος την απόρριψη της αίτησης με λανθασμένη και/ή μη επαρκή δικαιολογία και ο πέμπτος αφορά τη λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου απορρίπτοντας την αίτηση.

 

Ενώπιον μας η όλη συζήτηση περιστράφηκε γύρω από την εφαρμογή υπό του πρωτόδικου δικαστηρίου των όσων αναφέρονται στη Hirschhorn v. Evans (άνω) και όχι του Άρθρου 74 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6. Ο συνήγορος των εφεσειόντων με αναφορά στο νόμο (Άρθρο 74, Κεφ. 6) υποστήριζε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε τα όσα αναφέρονται στην πιο πάνω αγγλική υπόθεση τα οποία δεν είναι εφαρμόσιμα στην Κύπρο κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 29(1)(γ) του [*759]περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, εφόσον το όλο θέμα ρυθμίζεται από την κυπριακή νομοθεσία.

 

Αντίθετα οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων, εναγομένης 1 και μεσεγγυούχων υπεστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή. Προέβησαν δε στον ακόλουθο συλλογισμό, τον οποίο καταγράφουμε όπως προβλήθηκε:

 

«…… Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέλεξε μεταξύ της διάταξης του Άρθρου 74 του Κεφ. 6 και της Αγγλικής απόφασης Hirschhorn v. Evans [1938] 2 K.B. 801 C.A. προτιμώντας την δεύτερη, όπως ισχυρίζονται.

 

Αυτό που έκαμε το Δικαστήριο είναι να διαφοροποιήσει την περίπτωση του «joint account” (κοινού λογαριασμού) για τους λόγους που εξήγησε και που παρατίθενται πιο κάτω και τους οποίους υιοθετούσε πλήρως, από άλλες περιπτώσεις που ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους έχει δικαίωμα (is beneficiary entitled) είτε μόνος είτε από κοινού με άλλους σε ποσά χρημάτων κλπ..

 

Επομένως δεν τίθεται θέμα υπερίσχυσης του Κοινοδικαίου έναντι της Κυπριακής Νομοθεσίας όπως το έθεσαν οι Εφεσείοντες.»

 

Εκείνο που προσπάθησαν να προωθήσουν είναι ότι οι μεσεγγυούχοι ως τράπεζα όφειλε το κατατεθειμένο στο κοινό λογαριασμό ποσό και στους δυο από κοινού και όχι μόνο στην εφεσίβλητη/εναγόμενη 1 και συνεπώς δεν μπορεί να κατασχεθεί για όφελος του δανειστή δηλαδή των εφεσειόντων.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/60, όπως τροποποιήθηκε, κάθε δικαστήριο κατά την άσκηση της πολιτικής ή ποινικής του δικαιοδοσίας, εφαρμόζει, μεταξύ άλλων, το Κοινό Δίκαιο και τις Αρχές της Επιείκειας, εκτός αν υπάρχει άλλη πρόβλεψη από οποιονδήποτε νόμο που πρέπει να εφαρμοστεί ή που έγινε δυνάμει του Συντάγματος ή από οποιοδήποτε νόμο που διατηρήθηκε σε ισχύ εφόσον δεν αντιβαίνουν ή δεν είναι ασυμβίβαστοι προς το Σύνταγμα, βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ζηπιτή κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 749, 756.

 

Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκανε επιλογή του κοινοδικαίου αντί του κυπριακού νόμου. Εκείνο που φαίνεται ότι έκανε είναι ερμηνεία του μέρους του Άρθρου 73, Κεφ. 6 που αναφέρεται σε «οφειλέτη του εκ δικαστικής απο[*760]φάσεως οφειλέτη χρέους.»

 

Ο περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 6, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει στο ΜΕΡΟΣ VII, ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΜΕ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΡΙΤΟΥ, Άρθρα 73, 74 και 78, τ’ ακόλουθα:

 

Ένταλμα κατάσχεσης κινητών ή χρεών στα χέρια τρίτου.

 

73.  Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες των Άρθρων 82 και 87 του Μέρους VIII, όταν ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους έχει συμφέρο (is beneficially interested) σε οποιοδήποτε ποσό χρημάτων, ασφάλειες για ποσό χρημάτων, αγαθά ή άλλη κινητή ιδιοκτησία που τελούν υπό τη φύλαξη ή τον έλεγχο τρίτου προσώπου στη Δημοκρατία ή όταν το τρίτο αυτό πρόσωπο είναι οφειλέτης του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους δύναται να εκδοθεί σε οποιοδήποτε χρόνο μετά τη δικαστική απόφαση με αίτηση του εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, ένταλμα κατάσχεσης στα χέρια τρίτου με το οποίο το τρίτο αυτό πρόσωπο να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου και εξεταστεί σχετικά με την ιδιοκτησία που έχει στα χέρια του και η οποία αναφέρεται στο ένταλμα, και με το οποίο διατάσσεται να μην παραιτηθεί εν τω μεταξύ από τη φύλαξη αυτής. Το ένταλμα δεσμεύει την ιδιοκτησία του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους η οποία είναι στα χέρια του άλλου αυτού προσώπου για την ικανοποίηση του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους κατά τον τρόπο που αναφέρεται πιο κάτω.

 

Επίδοση και συνέπειες του εντάλματος.

 

74.  Το ένταλμα επιδίδεται στο πρόσωπο το οποίο διατάσσεται με αυτό να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου και από το χρόνο επίδοσης του εντάλματος σε αυτό, όλα τα ποσά χρημάτων, ασφάλειες για χρήματα, αγαθά και κινητή ιδιοκτησία, επί των οποίων ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους έχει δικαίωμα (is beneficially entitled) είτε μόνος είτε από κοινού με άλλους, και τα οποία κατά την επίδοση του εντάλματος ή σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από την άρση του, βρίσκονται ή δυνατό να περιέλθουν υπό τη φύλαξη ή τον έλεγχο του προσώπου που διατάσσεται να εμφανιστεί, και όλα τα χρέη τα οποία οφείλονται ή καθίστανται οφειλόμενα από αυτό προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους κατά τον πιο πάνω χρόνο ή κατά τη διάρκεια αυτού, καθίστανται στην έκταση που ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους έχει συμφέρον επί αυ[*761]τών και υπό την επιφύλαξη οποιουδήποτε καλή τη πίστη προηγούμενου τίτλου, δικαιώματος επίσχεσης ή επιβάρυνσης επί αυτών, ασφάλειες στα χέρια του για ικανοποίηση της απαίτησης του εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή.

 

Διάθεση της ιδιοκτησίας που κατασχέθηκε.

 

78.  Το Δικαστήριο αφού ακούσει τα πρόσωπα που δυνατό να θεωρήσει ως ενδιαφερόμενα ή αφού ειδοποιήσει αυτά να παραστούν, δύναται να διατάξει όπως οποιοδήποτε μέρος της ιδιοκτησίας που κατασχέθηκε στα χέρια τρίτου, το οποίο συνίσταται από χρήματα και τραπεζογραμμάτια ή επαρκές μέρος αυτών, πληρωθεί στον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή ή όπως πωληθεί κάποιο μέρος που δεν συνίσταται από χρήματα ή τραπεζογραμμάτια, στο μέτρο κατά το οποίο θεωρείται αναγκαίο για ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης, και τα χρήματα από την πώληση ή επαρκές μέρος αυτών διατεθούν για ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης και όπως το ένταλμα αρθεί ή δυναται να εκδώσει οποιοδήποτε άλλο διάταγμα ως ήθελε κρίνει δίκαιο και εκδίδει τέτοιο διάταγμα αναφορικά με τα έξοδα που προέκυψαν από την έκδοση του εντάλματος, ως ήθελε κρίνει ορθό.»

 

Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε και πολύ ορθά ότι η πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 73 ικανοποιείται, ότι δηλαδή «οι αιτητές (εφεσείοντες) είναι εξ αποφάσεως πιστωτές δυνάμει απόφασης».

 

Η δεύτερη προϋπόθεση που προχώρησε και εξέτασε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν κατά πόσο υπήρχε «σχέση πιστωτή και οφειλέτη μεταξύ του εξ αποφάσεως οφειλέτη (εφεσίβλητης/εναγομένης 1) και μεσεγγυούχων (εφεσιβλήτων/μεσεγγυούχων) Ακολουθώντας τα όσα αποφασίστηκαν στη Hirschhorn v. Evans (άνω) ότι δηλαδή σε περίπτωση κοινού λογαριασμού δυο προσώπων η Τράπεζα οφείλει τα χρήματα και στους δυο από κοινού, κατέληξε ότι δεν υπήρχε σχέση πιστωτή οφειλέτη μεταξύ των δυο ως άνω. Διέφυγε όμως του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφαρμογή του Άρθρου 73 δεν περιορίζεται μόνο στην πιο πάνω περίπτωση.  Το Άρθρο 73 εφαρμόζεται και στην περίπτωση όπου «ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους έχει συμφέρον (is beneficially interested) σε οποιοδήποτε ποσό χρημάτων ……… που τελούν υπό τη φύλαξη ή τον έλεγχο τρίτου προσώπου στη Δημοκρατία…….»

 

Στη Rossides v. Tossoun C.L.R. Vol. VIII 43, 45 o Βertram J. αναφέρει ότι η νομοθεσία που αφορά την κατάσχεση εις χείρας [*762]τρίτου προέρχεται από την Διαταγή XLV των English Supreme Court Rules η οποία με τη σειρά της προέρχεται από ορισμένα άρθρα του Common Law Procedure Act 1854. Υπάρχει όμως μια σοβαρή διαφορά. Η αγγλική διαταγή αναφέρεται μόνο σε «μεσεγγύηση χρεών» και αφίεται ιδιοκτησία, οποιασδήποτε άλλης μορφής να εξασφαλίζεται με το σύνηθες ένταλμα εκτέλεσης. Ο Κύπριος νομοθέτης επέκτεινε αυτό το σύστημα σε μεγαλύτερη έκταση ώστε να είναι επιτρεπτή η μεσεγγύηση και σε άλλα είδη ιδιοκτησίας (property).

 

Στην Carna Plants Ltd. v. Masalcha Brothers Ltd. κ.ά. (1990) 1 A.Α.Δ. 28, 32, την οποία να σημειωθεί μνημονεύει το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του, λέχθηκε ότι:

 

«Το Άρθρο 73 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου δεν περιορίζει σε αντίθεση με την αγγλική νομοθεσία την έκδοση διατάγματος μεσεγγύησης σε χρέη. Επεκτείνει τη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να εκδόσει διάταγμα σε σχέση και με άλλες μορφές δικαιωμάτων, σε αγαθά, σε χρήματα και εγγυήσεις («securities”) για χρηματικά ποσά.

 

Η πρώτη προϋπόθεση που πρέπει να ικανοποιηθεί για την έκδοση διατάγματος αφορά το συμφέρον του εξ αποφάσεως χρεώστη στο αντικείμενο της μεσεγγύησης. Ο νόμος ορίζει (Άρθρο 73) ότι πρέπει να είναι ο δικαιούχος του αντικειμένου – “beneficially interested”. Ο αγγλικός όρος “beneficially interested” είναι ευρύτερος από τον αντίστοιχο ελληνικό «δικαιούχος».»

 

Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι η εφεσίβλητη ως ένας από τους δικαιούχος του κοινού λογαριασμού που τηρείτο στους εφεσίβλητους-μεσεγγυούχους είχε συμφέρον στο λογαριασμό αυτό.

 

Στο Άρθρο 74 φαίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρα το όλο θέμα.  Αναφέρει με σαφήνεια ότι από την επίδοση του εντάλματος «όλα τα ποσά χρημάτων επί των οποίων ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους είχε δικαίωμα (is beneficially entitled) είτε μόνος είτε από κοινού με άλλους …….. καθίστανται στην έκταση που ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους έχει συμφέρον επ’ αυτών ……… ασφάλειες στα χέρια του (μεσεγγυούχου) για ικανοποίηση της απαίτησης …….».

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω κρίνουμε ότι ικανοποιούντο οι προϋποθέσεις για έκδοση εντάλματος κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, με βάση το Άρθρο 73 του Κεφ. 6 και η περί αντιθέτου κρίση [*763]του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι λανθασμένη.

 

Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι η έκδοση διατάγματος διάθεσης της κατασχεθείσας ιδιοκτησίες δυνάμει του Άρθρου 78 είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προχώρησε στη διαδικασία που προβλέπει το Άρθρο 78 προκειμένου ν’ ασκήσει την εξουσία που του παρέχεται και συνεπώς δεν υπάρχει ενώπιον μας η κρίση του.

 

Ενόψει της άνω κατάληξης μας δεν προσφέρεται η εξέταση των άλλων λόγων έφεσης.

 

Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και η υπόθεση παραπέμπεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για εκδίκαση της από άλλο Δικαστή.

 

Τα έξοδα της έφεσης να είναι υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων ενώ αυτά της πρωτόδικης διαδικασίας ν’ ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δίκης.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η υπόθεση παραπέμπεται για εκδίκαση από άλλο Δικαστή.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο