Σωκράτους Κώστας ν. Δημήτρη Λοΐζου και Άλλης (2013) 1 ΑΑΔ 905

(2013) 1 ΑΑΔ 905

[*905]11 Απριλίου, 2013

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΚΩΣΤΑΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

 

Εφεσείων - Ενάγων,

 

ν.

 

1. ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΟΪΖΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου - Εναγομένου 1,

 

2. A. ORTHODOXOU TRANSPORT LIMITED,

 

Εφεσιβλήτων - Εναγομένων 2.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 197/2009)

 

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Σοβαρό τροχαίο δυστύχημα υπό πρωτόγνωρες συνθήκες ― Σοβαρός τραυματισμός εφεσείοντα και ακρωτηριασμός του δεξιού του ποδιού ― Αρθρωτό όχημα, που οδηγείτο από τον εφεσίβλητο 1, παρεξέκλινε της πορείας του και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, ανακόπτοντας την πορεία του οχήματος του εφεσείοντα με το οποίο και συγκρούστηκε ― Μεγάλο τεμάχιο νάιλον, το οποίο βρέθηκε στην πορεία του αρθρωτού οχήματος, περιστράφηκε και τυλίχθηκε γύρω από τον άξονα κίνησής του, κτύπησε και απέκοψε ένα σωλήνα διοχέτευσης πεπιεσμένου αέρα, γεγονός που προκάλεσε το κλείδωμα των τροχών του αρθρωτού ― Ο οδηγός του αρθρωτού εκρίθη ότι δεν ήταν ένοχος αμέλειας ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση ― Το συμβάν δεν ήταν προβλεπτό στο μέσο σώφρονα, έστω και επαγγελματία οδηγό.

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Καθήκον επιμέλειας ― Το καθήκον άσκησης επιμέλειας το οποίο θα μπορούσε νομικά να ευρεθεί ότι έχει ένας οδηγός σε μια δεδομένη αγωνιώδη στιγμή πριν από μια σύγκρουση, δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα λήψης δύσκολων, περίπλοκων και αγνώστου αποτελέσματος μέτρων που ανάγονται στην εξειδικευμένη σφαίρα της μηχανικής και μηχανολογικής επιστήμης ή και εικοτολογίας.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης [*906]με την οποία εκρίθη ότι ο εφεσίβλητος 1, δεν ήταν ένοχος αμέλειας αναφορικά με σοβαρό τροχαίο ατύχημα που είχε ως αποτέλεσμα το σοβαρό τραυματισμό του εφεσείοντα ο οποίος έχασε το δεξί του πόδι.

 

Οι αποζημιώσεις επί πλήρους ευθύνης είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των δύο πλευρών και δηλωθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ακολούθησε η εκδίκαση αναφορικά με το ζήτημα της ευθύνης.

 

Το δυστύχημα είχε συμβεί όταν το αρθρωτό όχημα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος 1, το οποίο ανήκε στην εργοδότρια του εταιρεία, εφεσίβλητη 2, συγκρούστηκε με το εξ αντιθέτου κατεύθυνσης ελαύνον όχημα, τύπου βαν, το οποίο οδηγούσε ο εφεσείων.

 

Οι συνθήκες υπό τις οποίες έγινε το δυστύχημα και ιδιαίτερα τα αίτια που το είχαν προκαλέσει, χαρακτηρίστηκαν από το Εφετείο  ιδιάζοντα και ίσως πρωτοφανή.

 

Όπως προέκυψε από αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, μεγάλο τεμάχιο νάιλον, το οποίο βρέθηκε στην πορεία του αρθρωτού οχήματος, περιστράφηκε και τυλίχθηκε γύρω από τον άξονα κίνησής του, κτύπησε και απέκοψε ένα σωλήνα διοχέτευσης πεπιεσμένου αέρα, γεγονός που προκάλεσε το κλείδωμα των τροχών του αρθρωτού.

 

Το αρθρωτό όχημα, που οδηγείτο από τον εφεσίβλητο 1, παρεξέκλινε της πορείας του και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, ανακόπτοντας την πορεία του οχήματος του εφεσείοντα με το οποίο και συγκρούστηκε.

 

Κατόπιν αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας και κατ’ εφαρμογή νομικών αρχών στις οποίες και αναφέρθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, υπό τις ιδιάζουσες συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος, δε μπορούσε να αποδώσει οποιαδήποτε ευθύνη στον εφεσίβλητο 1, παρά το ότι ασφαλώς ούτε και ο σοβαρά τραυματισθείς εφεσείων έφερε οποιαδήποτε ευθύνη και, συνακόλουθα, απέρριψε την αγωγή.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι κυρίως λόγους:

 

Λόγος Έφεσης 1.

 

Η κατ’ ισχυρισμό ελλιπής καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη νομική πτυχή της υπόθεσης. Το πρωτόδικο Δικαστή[*907]ριο παρέλειψε να εξετάσει τις συνέπειες και προεκτάσεις από το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν έλαβε κανένα απολύτως μέτρο και/ή δεν έκανε καμιά προσπάθεια για την αντιμετώπιση της ολίσθησης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Είναι γεγονός ότι ο πρωτόδικος Δικαστής προέβη στην απόφασή του σε μια επιμελημένη παράθεση της εκατέρωθεν δοθείσας μαρτυρίας επί του εξεταζόμενου θέματος και, ακολούθως, σε αξιολόγησή της. Εξήγαγε δε τα ευρήματά του, από τα οποία δεν μπορούσε να στηριχτεί η θέση ότι δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα κατά πόσο ο εφεσίβλητος 1 οδηγός του αρθρωτού οχήματος μπορούσε ή όχι να προβεί σε κάποιες αποτρεπτικές ενέργειες μετά το κλείδωμα των τροχών και αν ναι, κατά πόσο προέβηκε σε τέτοιες ή σε οποιαδήποτε ενέργεια.

 

2.  Από αρκετά σημεία της πρωτόδικης απόφασης δεν προέκυπτε ότι  υπό τις περιστάσεις αυτές, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να ασχοληθεί ή ότι ασχολήθηκε πεπλανημένα με τη συγκεκριμένη αυτή πτυχή ενδεχόμενης ευθύνης του εφεσίβλητου 1 οδηγού, η οποία ήταν όντως κρίσιμης σημασίας για την υπόθεση.

 

3.  Ούτε ήταν ορθή η θέση ότι η μη αναφορά του Δικαστηρίου σε συγκεκριμένες Αγγλικές αποφάσεις, στις οποίες παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσείοντα, ενείχε οποιαδήποτε σημασία, δεδομένου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σε άλλη σχετική νομολογία.

 

Λόγος Έφεσης 2.

 

Το κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με το οποίο ο εφεσίβλητος 1 δεν μπορούσε να κάμει οτιδήποτε για να αποφύγει τη δεδομένη κατάληξη.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Αυτός ο λόγος έφεσης είχε ουσιαστικά καλυφθεί κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης.

 

2.  Η σχετική επιχειρηματολογία του λόγου έφεσης δε μπορούσε να γίνει αποδεχτή ως λόγος επίρριψης ευθύνης στον εφεσίβλητο 1. Πρόκειτο για επιχείρημα το οποίο οικοδομείτο σε εικασίες και πιθανολογήσεις ή ακόμα σε δεδομένα τα οποία δεν αναμενόταν να έχει υπόψη του ένας μέσος συνετός οδηγός.

 

[*908]3.      Κατ’ εφαρμογή του σχετικού επιχειρήματος, ο οδηγός του αρθρωτού του οποίου ξαφνικά και αναπάντεχα οι τροχοί κλείδωσαν και το όχημα, ανεξήγητα για τον ίδιο, άρχισε να ολισθαίνει σε ευθεία κατεύθυνση και με ελαφρά τάση προς τα αριστερά, θα έπρεπε στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που είχε στη διάθεσή του να σκεφθεί και να αποφανθεί, ότι καλό θα ήταν αντί το όχημα να κατευθυνθεί προς το αριστερό παγκέτο ακυβέρνητο, όπως φαινόταν, να έστριβε δεξιά και να προκληθεί, χωρίς πάλι να μπορούσε να έχει κάτι τέτοιο υπόψη του ο οδηγός, “jack knife”, στο σημείο εκείνο αντί στο αριστερό παγκέτο, επειδή στο χρονικό εκείνο σημείο δεν είχε άλλο αυτοκίνητο εξ αντιθέτου κατευθύνσεως. Ένα τέτοιο καθήκον δεν μπορεί να εναποτεθεί στους ώμους κανενός οδηγού, ιδιαίτερα υπό συνθήκες αγωνίας της στιγμής (agony of the moment).

 

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε λεπτομερώς την προσαχθείσα  μαρτυρία εμπειρογνωμόνων των δύο πλευρών, η οποία ήταν συγκρουόμενη ως προς το κατά πόσο η ελευθέρωση του πεταλιού του πετρελαίου, και η ταυτόχρονη εφαρμογή φρένων από τον οδηγό θα είχε διευκολύνει ή χειροτερεύσει την κατάσταση. Ο πρωτόδικος δε Δικαστής δικαιολογημένα εξέφρασε αδυναμία στο να καταλήξει ως προς το κατά πόσο η χρήση ποδοφρένων θα βοηθούσε ή θα επεδείνωνε την κατάσταση.

 

Λόγος Έφεσης 4.

 

α)  Το κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν ήταν αμελής αν και δεν αντιλήφθηκε ότι πέρασε πάνω από μεγάλο κομμάτι νάιλον, χωρίς στη συνέχεια να βεβαιωθεί ότι το νάιλον δεν συγκεντρώθηκε κάτω από το όχημά του.

 

β)  Ο τρόπος με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τη συμπεριφορά του εφεσιβλήτου 1, δεν βασιζόταν σε καμιά μαρτυρία εμπειρογνώμονα αλλά στη δική του εμπειρία ως οδηγού.

 

γ)  Εάν ο εφεσίβλητος 1 αντιλαμβανόταν ως όφειλε, το νάιλον στο δρόμο, θα μπορούσε με μια ματιά στον καθρέφτη του οχήματός του να διαπιστώσει κατά πόσο αυτό αγκιστρώθηκε κάτω από το όχημά του, ή αν έμεινε στο δρόμο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο πρωτόδικος Δικαστής στο συγκεκριμένο θέμα ούτε αποφάνθη[*909]κε, ούτε δική του θεωρία πρόβαλε. Τα όσα ανέφερε, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά προϊόν καθημερινών εμπειριών τις οποίες μπορεί να βιώσει κάθε οδηγός και θέμα κοινής λογικής και δεν είναι αναγκαία η περί τούτου λήψη μαρτυρίας από εμπειρογνώμονα.

 

2.  Περαιτέρω, το παράπονο ότι ο πρωτόδικος Δικαστής ουσιαστικά “εξ ιδίων έκρινε τα αλλότρια”, δηλαδή λανθασμένα εφάρμοσε περιστατικά και συμπεριφορά μέσου οδηγού αυτοκινήτου σαλούν, ενώ εδώ επρόκειτο για αρθρωτό όχημα, δεν ήταν δικαιολογημένο.

 

3.  Εκείνο το οποίο έπραξε ο πρωτόδικος Δικαστής ήταν να αναφερθεί σε συνήθεις, καθημερινές εμπειρίες με βάση τις οποίες δεν αναμενόταν να συμπεριφερθεί ένας οδηγός σαλούν αυτοκινήτου διαφορετικά από το πώς συμπεριφέρθηκε ο εφεσίβλητος 1 – οδηγός αρθρωτού, για να καταδείξει ότι με τα ενώπιόν του δεδομένα, ακόμα πιο δικαιολογημένα θα συμπεριφερόταν έτσι ο εφεσίβλητος 1 ο οποίος οδηγούσε αρθρωτό όχημα που είναι ψηλότερο από ένα σαλούν. Ακόμα πιο δικαιολογημένα δηλαδή, θα εδικαιούτο ο οδηγός ενός ψηλού αρθρωτού οχήματος, να ανέμενε, εάν αντιλαμβανόταν ότι περνούσε πάνω από το νάιλον, ότι θα το άφηνε πίσω του.

 

4.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση μαρτυρίας την οποία αποδέχθηκε, αποφάνθηκε ότι αυτό που συνέβηκε δεν ήταν προβλεπτό στο μέσο σώφρονα, έστω και επαγγελματία οδηγό. Ήταν μια πρωτόγνωρη εξέλιξη που ούτε οι εμπειρογνώμονες που κατάθεσαν δεν είχαν συλλάβει πως ήταν κάτι που θα μπορούσε να συμβεί, πριν από την εμπειρία του επίδικου δυστυχήματος.

 

5.  Επομένως, δεν υπήρχε οτιδήποτε μεμπτό στα ευρήματα και την προσέγγιση επί του θέματος, του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Λόγος Έφεσης 5.

 

Αναφορικά με το πρωτόδικο εύρημα ότι ο εφεσίβλητος δεν έστριψε το τιμόνι του δεξιά όταν ο αριστερός τροχός έπεσε στο παγκέτο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Πέραν του ότι το θέμα τούτο άπτετο της άσκησης κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς αξιοπιστία μάρτυρα, θέματος στο οποίο το Εφετείο δύσκολα επεμβαίνει, δεν ήταν ορθό το επιχείρημα του εφεσείοντα, σύμφωνα με το οποίο, επειδή ένας οδηγός δεν αντιλήφθηκε κάποια απρόσμενη συμπεριφορά του οχήματός [*910]του κατά τη διάρκεια της οδήγησης, αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει και στο συμπέρασμα ότι δεν είχε αντιληφθεί ούτε ότι ο ίδιος έστριψε το τιμόνι του δεξιά, ή ότι εψεύδετο όταν έλεγε ότι δεν το είχε στρίψει.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Hunter v. Wright [1938] 2 All E.R. 621,

 

Barkway v. South Wales Transport Co. Ltd [1950] 1 All E.R. 392,

,

Henderson v. Henry E. Jenkins & Son [1969] 3 All E.R. 756.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μαλαχτός, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4887/06), ημερομ. 28/5/2009.

 

Χρ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Στ. Ερωτοκρίτου, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv.vult.

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ως αποτέλεσμα τροχαίου δυστυχήματος που είχε συμβεί στις 27.10.2005 στα Κάτω Πολεμίδια, ο εφεσείων υπέστη σοβαρές σωματικές βλάβες με σοβαρότερη αυτή της απώλειας του δεξιού ποδιού του. Οι αποζημιώσεις στις οποίες θα εδικαιούτο επί πλήρους ευθύνης, εάν επιτύγχανε στην αγωγή που είχε καταχωρήσει εναντίον των εφεσιβλήτων, είχαν συμφωνηθεί και δηλωθεί ενώπιον του πρωτόδικου Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ότι ανέρχονταν στο ποσό των €256.290,21 με τόκο 8% ετησίως επί του ποσού των €170.860,14 από 1.11.2005 και επί του ποσού των €85.430,07 από 1.11.2006 μέχρι εξόφλησης.

 

Το δυστύχημα είχε συμβεί όταν το αρθρωτό όχημα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος 1, το οποίο ανήκε στην εργοδότρια του εταιρεία, εφεσίβλητη 2, συγκρούστηκε με το εξ αντιθέτου κατεύθυνσης ελαύνον όχημα, τύπου βαν, το οποίο οδηγούσε ο εφεσείων.

[*911]Όμως, οι συνθήκες υπό τις οποίες έγινε το δυστύχημα και ιδιαίτερα τα αίτια που το είχαν προκαλέσει ήσαν, ομολογουμένως, ιδιάζοντα και ίσως πρωτοφανή. Όπως προέκυψε από αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, μεγάλο τεμάχιο νάιλον, το οποίο βρέθηκε στην πορεία του αρθρωτού οχήματος, περιστράφηκε και τυλίχθηκε γύρω από τον άξονα κίνησής του, κτύπησε και απέκοψε ένα σωλήνα διοχέτευσης πεπιεσμένου αέρα, γεγονός που προκάλεσε το κλείδωμα των τροχών του αρθρωτού. Το αρθρωτό όχημα, που οδηγείτο από τον εφεσίβλητο 1, παρεξέκλινε της πορείας του και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, ανακόπτοντας την πορεία του οχήματος του εφεσείοντα με το οποίο και συγκρούστηκε.

 

Με τη συμφωνία η οποία δηλώθηκε ως προς το ποσό των αποζημιώσεων του εφεσείοντα, αλλά και των εφεσίβλητων, παρέμεινε ως μόνο επίδικο θέμα εκείνο της ευθύνης για το δυστύχημα. Δεδομένου δε του τρόπου πρόκλησης της σύγκρουσης, δεν ετίθετο θέμα οποιασδήποτε ευθύνης του εφεσείοντα και το υπό εκδίκαση θέμα, ουσιαστικά περιορίστηκε στο κατά πόσο ο εφεσίβλητος 1 οδηγός υπήρξε αμελής ή αντίθετα κατά πόσο το δυστύχημα ήταν αναπόφευκτο (unavoidable).

 

Εναντίον των εφεσιβλήτων καταχωρήθηκαν στο Ε.Δ. Λεμεσού δύο αγωγές, η μια από τον εφεσείοντα και η άλλη από την εταιρεία στην οποία ανήκε το όχημα το οποίο οδηγούσε ο εφεσείων και το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς. Οι δύο αγωγές συνενώθηκαν και συνεκδικάσθηκαν.

 

Στο πλαίσιο εκδίκασης των αγωγών δόθηκε ογκώδης μαρτυρία, μεταξύ άλλων, και από εμπειρογνώμονες τους οποίους κάλεσαν και οι δύο πλευρές.

 

Κατόπιν αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας και κατ’ εφαρμογή νομικών αρχών στις οποίες και αναφέρθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, υπό τις ιδιάζουσες συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος, δε μπορούσε να αποδώσει οποιαδήποτε ευθύνη στον εφεσίβλητο 1, παρά το ότι ασφαλώς ούτε και ο σοβαρά τραυματισθείς εφεσείων έφερε οποιαδήποτε ευθύνη και, συνακόλουθα, απέρριψε τις αγωγές.

 

Με την παρούσα έφεσή του, ο ενάγων-εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, εγείροντας επτά συνολικά λόγους έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε στη συνέχεια.

 

[*912]Λόγος Έφεσης 1 – Η κατ’ ισχυρισμό ελλιπής καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη νομική πτυχή της υπόθεσης.

 

Ως αιτιολογία αυτού του λόγου έφεσης, προβάλλεται από τον εφεσείοντα η θέση ότι σε περιπτώσεις όπου το δυστύχημα οφείλεται σε είσοδο ενός οχήματος στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας εξαιτίας ολίσθησης (skidding) του εν λόγω οχήματος στο δρόμο, ο οδηγός του έχει το βάρος να αποδείξει (α) ότι η ολίσθηση δεν οφείλεται σε δικό του λάθος και (β) ότι έλαβε όλα τα αναγκαία μέτρα για την ορθή αντιμετώπιση της ολίσθησης. Η θέση του εφεσείοντα, στην υπό εξέταση περίπτωση, είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καθοδήγησε τον εαυτό του αναφορικά με την πτυχή υπό (β) ανωτέρω. Παρέλειψε δηλαδή να εξετάσει τις συνέπειες και προεκτάσεις από το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν έλαβε κανένα απολύτως μέτρο και/ή δεν έκανε καμιά προσπάθεια για την αντιμετώπιση της ολίσθησης.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, προς υποστήριξη αυτής της πτυχής του λόγου έφεσης, παρέπεμψε σε Αγγλική νομολογία και αυθεντίες που αναφέρονται στην υποχρέωση του οδηγού να πάρει όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα για τη σωστή αντιμετώπιση ολίσθησης. Στην υπό εξέταση περίπτωση, είναι η θέση του εφεσείοντα ότι ο πρωτόδικος Δικαστής σε καμιά αυθεντία δεν παρέπεμψε και δεν εξέτασε καθόλου τη σημαντική αυτή πτυχή της ευθύνης, ως προς το κατά πόσο ο εφεσίβλητος προέβηκε σε σωστούς χειρισμούς από την ώρα που οι τροχοί του άξονα κίνησης κλείδωσαν και άρχισε το όχημα να ολισθαίνει στο δρόμο, μέχρι και το σημείο σύγκρουσης. Στο σημείο τούτο, για να γίνει καλύτερα αντιληπτή η θέση του εφεσείοντα, θα πρέπει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, στο οποίο επεξηγείται το πρόβλημα που προκλήθηκε στο αρθρωτό όχημα των εφεσιβλήτων. Έχει ως ακολούθως (σελίδα 9 της πρωτόδικης απόφασης):

 

“Όταν οι τροχοί ενός οχήματος κυλούν ασκείται σε αυτούς μια δύναμη που ονομάζεται πλάγια πρόσφυση. Η πλάγια πρόσφυση (βλ. τα οριζόντια βελάκια στους άσπρους τροχούς στη σελ. 3 του Τεκμηρίου 20(Β) μέρος του βιβλίου “Reconstructing Truck Accidents from Tire Marks” του Frank Navin) βοηθά ώστε το όχημα να κινείται σε ευθεία και να μην παρεκκλίνει της πορείας του.

 

Όταν ένας τροχός ακινητοποιηθεί χάνει την πλάγια πρόσφυση του. (Το A.B.S. «Antilock Breaking System» είναι σύστημα φερ[*913]ναρίσματος που δεν επιτρέπει το κλείδωμα των τροχών έτσι που αυτοί να μην χάνουν εντελώς την πλάγια πρόσφυση τους – βλ. σελ. 1 Τεκμηρίου 20(Α)). Όταν λοιπόν οι τροχοί του άξονα κίνησης του «tractor» ακινητοποιήθηκαν με την εφαρμογή του χειρόφρενου έχασαν την πλάγια πρόσφυγή τους.

 

Όταν τούτο συμβεί, το όχημα θέλει να περιστραφεί κατά 180◦ (spin out) έτσι που ο πισινός άξονας πάει μπροστά και να οδηγεί το όχημα (βλ. σελ. 2-3 του Τεκμηρίου 20(Β)).

 

Όταν το «tractor» σέρνει καρότσα με την περιστροφή που το «tractor» έχει την τάση να κάμει το αρθρωτό διπλώνεται όπως ένας σουγιάς γι’ αυτό και στα αγγλικά συγγράμματα το φαινόμενο ονομάζεται «jack-knifing» η δε περίπτωση που το φαινόμενο είναι το αποτέλεσμα κλειδώματος των τροχών του άξονα κίνησης του «tractor» θεωρείται η κλασσική περίπτωση «classical jack-knife».

 

Μαρτυρήθηκε ακόμα πως όταν το «tractor» σέρνει καρότσα και κλειδώσουν οι τροχοί του άξονα κίνησης του «tractor» η καρότσα σπρώχνει το «tractor» και περιστροφή (spin out) του «tractor» γίνεται πιο βίαιη.”

 

Στη σελίδα 37 της πρωτόδικης απόφασης, το Δικαστήριο ανέφερε ότι:

 

“Επομένως όταν κλείδωσαν οι τροχοί του άξονα κίνησης, οι τροχοί του άξονα οδήγησης ήταν σε ευθεία με το αρθρωτό. Φαίνεται πως, αφότου οι τροχοί του άξονα κίνησης άρχισαν να ολισθαίνουν στο δρόμο, είχαν την τάση να κινηθούν και κινήθηκαν προς τα αριστερά, δηλαδή προς το παγκέττο, και η τάση του αρθρωτού να κάνει «jack knife» επιτάθηκε με την πτώση των αριστερών τροχών ή του εξωτερικού αριστερού τροχού του άξονα κίνησης στο παγκέττο.”

 

Αναφερόμενος σ’ αυτό το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, ο συνήγορος του εφεσείοντα παρατηρεί ότι η τάση του αρθρωτού να κάνει το “jack-knife” όντως επιτάθηκε με την πτώση των αριστερών μπροστινών τροχών του άξονα οδήγησης στο παγκέτο, και όχι τον άξονα κίνησης, όπως εσφαλμένα ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όμως, το όχημα, με τους τροχούς του άξονα κίνησης κλειδωμένους, κάλυψε μια απόσταση 30-40 μέτρων, χωρίς να δημιουργηθεί το “jack-knife”, το οποίο δημιουργήθηκε μετά την απόσταση των 40 μέτρων, στο σημείο όπου οι [*914]μπροστινοί τροχοί του άξονα οδήγησης έπεσαν στο παγκέτο και είναι αυτή η πτώση που το προκάλεσε. Μετά απ’ αυτό, το όχημα σύρθηκε εκτός ελέγχου πλέον προς τα δεξιά, ανακόπτοντας την πορεία του οχήματος των εφεσιβλήτων. Όμως, σύμφωνα πάντα με το συνήγορο του εφεσείοντα, μέχρι την ώρα της πρόκλησης του "jack-knife”, το όχημα δεν ήταν εκτός ελέγχου, οι δε τροχοί έπεσαν στο παγκέτο από αμέλεια του εφεσίβλητου 1, παρά το ότι αυτός μπορούσε με τους κατάλληλους χειρισμούς να είχε αποτρέψει τη πτώση στο παγκέτο. Όμως, αυτός δεν αντιλήφθηκε το όχημά του να ταξιδεύει για 30-40 μέτρα με τους τροχούς του άξονα κίνησης κλειδωμένους, ούτε και αντιλήφθηκε τους τροχούς να πέφτουν στο παγκέτο, για τούτο και δεν έκαμε τίποτε. Όπως ορθά είχε παρατηρήσει και ο πρωτόδικος Δικαστής, στην ίδια σελίδα (αρ. 37) της απόφασής του, εάν κατά το κλείδωμα των τροχών του άξονα κίνησης, οι τροχοί του άξονα οδήγησης είναι στην ευθεία, το καλύτερο που έχει να κάνει ο οδηγός είναι να τους διατηρήσει σε ευθεία, ελπίζοντας πως το αρθρωτό θα ακινητοποιηθεί, πριν προλάβει να επισυμβεί “jack-knife”. Όμως, όπως προσθέτει ο συνήγορος του εφεσείοντα, ο εφεσίβλητος 1 τίποτε δεν έκαμε για να κρατήσει το όχημά του σε ευθεία, ενώ είχε στη διάθεσή του 4½ - 5 δευτερόλεπτα για να αντιμετωπίσει την ολίσθηση που προκάλεσε το κλείδωμα των τροχών του άξονα κίνησης, σύμφωνα με εύρημα στην πρωτόδικη απόφαση.

 

Διαφωνώντας με τις πιο πάνω θέσεις του εφεσείοντα, η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων επισημαίνει κατ’ αρχάς το γεγονός ότι ο εφεσείων φαίνεται να δέχεται ότι η ολίσθηση του οχήματος των εφεσιβλήτων (η “εκτροπή” όπως την αποκαλεί) δεν οφειλόταν σε οποιοδήποτε λάθος του εφεσίβλητου 1, αλλά προκλήθηκε από γεγονότα ανεξάρτητα της παρέμβασης και της οδήγησής του, γεγονότα πρωτοφανή, ιδιάζοντα, σπάνια και απρόβλεπτα. Ως προς τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι οι τροχοί του οχήματος έπεσαν στο παγκέτο από αμέλεια του εφεσίβλητου 1, ο οποίος παρέλειψε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια για να κρατήσει το όχημα σε ευθεία πορεία, η συνήγορος παραπέμπει σε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύμφωνα με το οποίο, εάν ο οδηγός έστριβε το τιμόνι του δεξιά για να μην αφήσει το όχημά του να πέσει στο αριστερό παγκέτο, το πιθανότερο θα ήταν να προκαλούσε το “jack-knife” στο σημείο εκείνο. Όπως δε είχε διαγνώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφότου οι τροχοί του άξονα κίνησης άρχισαν να ολισθαίνουν στο δρόμο, είχαν την τάση να κινηθούν και κινήθηκαν προς τα αριστερά, κάτι που δεν αποδίδεται σε πράξη ή παράλειψη του εφεσίβλητου 1. Εξάλλου, όπως σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στη μαρτυρία του [*915]Μ.Υ.2, με το κόψιμο του σωλήνα, οι τροχοί του άξονα κίνησης κλείδωσαν ακαριαία, αφού εφαρμόστηκε το χειρόφρενο στον μεσαίο άξονα και στον άξονα κίνησης. Με αναφορά δε σε σχετική βιβλιογραφία η οποία παρουσιάστηκε ενώπιον του, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι όταν κλειδώσουν οι τροχοί του άξονα κίνησης, αργά ή γρήγορα θα γίνει “jack-knife”, ακόμα και αν οι τροχοί οδήγησης διατηρούνται σε ευθεία. Προς υποστήριξη των θέσεών του, ο συνήγορος του εφεσείοντα παρέπεμψε σε αριθμό Αγγλικών αποφάσεων, σχετικών με το εξεταζόμενο θέμα. Οι δύο πρώτες από αυτές δεν έχουν δημοσιευθεί, αλλά γίνεται σ’ αυτές αναφορά στο γνωστό σύγγραμμα Bingham’s Motor Claim Cases, 4th Edition. Στην πρώτη απ’ αυτές, την Scott v. United Counties Omnibus Co, το λεωφορείο των εναγομένων ταξίδευε με χαμηλή ταχύτητα και σε κάποιο ελαφρά κατηφορικό σημείο, ολίσθησε, μπήκε στην αντίθετη πλευρά του δρόμου και ανατράπηκε. Τόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο, όσο και το Εφετείο, αποφάνθηκαν ότι αυτά τα γεγονότα συνιστούσαν εκ πρώτης όψεως αμέλεια και αν οι εναγόμενοι δεν προσέφεραν μαρτυρία τότε, ο ενάγων θα μπορούσε να επιτύχει. Μαρτυρία όμως κατέδειξε ότι η ολίσθηση προκλήθηκε από παγωμένο χιόνι και ο οδηγός προσπάθησε να στρίψει το τιμόνι του, αλλά δεν κατάφερε να θέσει το λεωφορείο υπό έλεγχο. Όπως αποφασίστηκε, ο οδηγός έκανε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό, τίποτε άλλο δεν μπορούσε να κάνει και υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν ήταν ένοχος αμέλειας.

 

Στη δεύτερη υπόθεση, την Brayshow v. Pratt, το αυτοκίνητο της εναγόμενης, σε μια ελαφρώς δεξιόστροφη καμπύλη του δρόμου, ολίσθησε και έστριψε δεξιά, κατευθυνόμενο στο πεζοδρόμιο της αντίθετης πλευράς του δρόμου. Η εναγόμενη υπέστη διάσειση και δεν ήταν σε θέση να δώσει μαρτυρία ως προς τις συνθήκες του δυστυχήματος. Υπήρχε όμως άλλη μαρτυρία ότι η συγκεκριμένη στροφή εκ κατασκευής έκανε την ολίσθηση πιθανή και ότι η ταχύτητα που οδηγούσε η εναγομένη ήταν κανονική. Κρίθηκε πρωτόδικα ότι, στην απουσία άλλης μαρτυρίας από την οποία να καταδεικνύεται αμέλεια, η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί. Άλλη όμως ήταν η άποψη του Εφετείου το οποίο και ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση λόγω της διαπίστωσης ότι καμιά μαρτυρία δε δόθηκε ως προς το τι προκάλεσε την ολίσθηση, ούτε και ως προς το κατά πόσο η εναγομένη οδηγός έκαμε οτιδήποτε για την κατάλληλη αντιμετώπιση της κατάστασης.

 

Στην υπόθεση Hunter v. Wright [1938] 2 All E.R. 621, το Αγγλικό Εφετείο εξέτασε υπόθεση στην οποία το αυτοκίνητο του εναγομένου, κατόπιν ολίσθησης, βρέθηκε πάνω στο πεζοδρόμιο, [*916]τραυματίζοντας τον πεζό ενάγοντα. Πρωτόδικα κρίθηκε ότι, ναι μεν η ολίσθηση δεν προκλήθηκε από υπαιτιότητα της εναγομένης, πλην όμως, αυτή επέδειξε αμέλεια επειδή έστριψε το τιμόνι της προς τη λανθασμένη κατεύθυνση, στην προσπάθειά της να διορθώσει την ολίσθηση καθώς και επειδή ανέπτυξε ταχύτητα μετά την ολίσθηση. Το Εφετείο όμως διαφώνησε με την πρωτόδικη κρίση και αποφάνθηκε ότι ο χρόνος και η απόσταση που είχε στη διάθεσή της η εναγομένη για να προβεί σε διόρθωση της ολίσθησης ήταν τόσο σύντομα, ώστε, αφ’ ης στιγμής αποδείχθηκε ότι η ολίσθηση δεν οφειλόταν σε δικό της σφάλμα, η ίδια απέσεισε το βάρος που είχε να καταδείξει πως ήταν που το αυτοκίνητο της κατευθύνθηκε στο πεζοδρόμιο και δεν μπορούσε να λεχθεί ότι ευθυνόταν με οποιονδήποτε τρόπο για το δυστύχημα.

 

Επικαλούμενος τις πιο πάνω αυθεντίες, ο συνήγορος του εφεσείοντα παρατηρεί ότι ο πρωτόδικος Δικαστής σε καμιά από αυτές δεν παρέπεμψε και παρέλειψε έτσι να εξετάσει μια πολύ σημαντική πτυχή της υπόθεσης, αυτή δηλαδή που αναφέρεται στο κατά πόσο ο εφεσίβλητος αρ. 1 προέβηκε στους σωστούς χειρισμούς από την ώρα που οι τροχοί του άξονα κίνησης κλείδωσαν και άρχισαν να ολισθαίνουν στο δρόμο μέχρι το σημείο της σύγκρουσης.

 

Διαφωνώντας με αυτές τις θέσεις του εφεσείοντα, οι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δίδει απαντήσεις σε όλα τα θέματα που θίγονται κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, είτε αποδεχόμενο σχετική μαρτυρία εμπειρογνωμόνων, είτε και άμεσα, με δικά του ευρήματα, στα οποία και παραπέμπει η συνήγορος των εφεσιβλήτων στην αγόρευσή της.

 

Έχοντας εξετάσει τις θέσεις των δύο πλευρών, σε συνδυασμό ασφαλώς με τη δοθείσα μαρτυρία και με τα σχετικά μέρη της εκκαλούμενης απόφασης, δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με τις θέσεις των εφεσιβλήτων. Είναι γεγονός ότι ο πρωτόδικος Δικαστής προβαίνει στην απόφασή του σε μια επιμελημένη παράθεση της εκατέρωθεν δοθείσας μαρτυρίας επί του εξεταζόμενου εδώ θέματος και, ακολούθως, σε αξιολόγησή της. Εξάγει δε τα ευρήματά του από τα οποία δεν μπορεί να στηριχτεί η θέση ότι δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα κατά πόσο ο εφεσίβλητος 1 οδηγός του αρθρωτού οχήματος μπορούσε ή όχι να προβεί σε κάποιες αποτρεπτικές ενέργειες μετά το κλείδωμα των τροχών και αν ναι, κατά πόσο προέβηκε σε τέτοιες ή σε οποιαδήποτε ενέργεια. Χαρακτηριστικό είναι για παράδειγμα το ακόλουθο απόσπασμα από τις σελίδες 35-36 της απόφασης:

[*917]“Ο Εναγόμενος 1 αντιλήφθηκε πως κάτι συνέβηκε, χωρίς να γνωρίζει τι επ’ ακριβώς και δικαιολογημένα, όταν άκουσε το φύσημα από τη σωλήνα που κόπηκε. Από απόψεως χώρου το φύσημα τοποθετείται πριν την έναρξη των ιχνών τροχοπέδησης ακόμα και πιο πίσω πριν τα σκιώδη ίχνη. Όπως πιο πάνω κατέληξα το χρονικό περιθώριο μέχρι το jack-knife ήταν περί τα 4½ με 5 δευτερόλεπτα. Ο χρόνος αφ’ εαυτού δεν είναι ασήμαντος και παρέχει τη δυνατότητα σε κάποιο οδηγό να αντιδράσει δεδομένου πως μπορεί να εκτιμήσει τι επ’ ακριβώς συμβαίνει, τι επίκειται και ποια είναι η ορθή αντιμετώπιση. Εάν μπροστά από ένα οδηγό που κινείται στο δρόμο ξεπεταχτεί ένα παιδάκι και ο οδηγός έχει χρόνο 5 δευτερολέπτων προτού το αυτοκίνητο του χτυπήσει το παιδάκι αναμένεται ότι μέσα σε αυτά τα 5 δευτερόλεπτα ο οδηγός θα φρενάρει ή και θα στρίψει το τιμόνι του σε τέτοια κατεύθυνση ώστε να αποφύγει το παιδάκι. Στην προκειμένη περίπτωση ο Εναγόμενος 1 άκουσε ένα φύσημα. Πέραν τούτου βρίσκω πως θα έπρεπε να είχε αισθανθεί και την έστω μικρή επιβράδυνση που επέφερε το κλείδωμα των τροχών του άξονα κίνησης. Δεν βρίσκω όμως πως θα μπορούσε να κάμει οτιδήποτε για να αποφύγει τη δεδομένη κατάληξη.

 

Ακόμα και σήμερα με όλα τα δεδομένα υπόψη η πλευρά των Εναγόντων δεν επιχείρησε να καταλογίσει κάποια παράλειψη στον Εναγόμενο 1 (πέραν της θέσης για χρησιμοποίηση των ποδόφρενων την οποία εξέτασα πιο πάνω) αλλά να του αποδώσει συγκεκριμένη ενέργεια και πως τούτη προκάλεσε το jack-knife. Ήταν η θέση των Εναγόντων πως αφότου κλείδωσαν οι τροχοί του άξονα κίνησης το αρθρωτό προδιάγραφε τέτοια πορεία που θα ακινητοποιείτο αριστερά στο δρόμο ή επί του όχθου εκτός του δρόμου στα αριστερά. Ο Εναγόμενος 1 δεν έπρεπε να κάνει οτιδήποτε, αντίθετα κατά τους Ενάγοντες ενήργησε αμελώς και προκάλεσε το jack-knife.

 

Στην αγόρευσή του ο δικηγόρος του Ενάγοντα αναπτύσσει την εξής επιχειρηματολογία. Ο Εναγόμενος 1 ήταν αμελής γιατί όταν αντιλήφθηκε τους τροχούς του αυτοκινήτου του, θα έλεγα τους αριστερούς τροχούς είτε του άξονα οδήγησης μόνο είτε και του άξονα κίνησης, να πέφτουν στο αριστερό παγκέττο έστριψε απότομα δεξιά για να τους βγάλει από το παγκέττο. Έτσι δημιουργήθηκε κλίση, εννοεί μεταξύ “tractor” και καρότσας και προκλήθηκε το jack-knife. Συνεχίζει πως ακόμα και αν δεν έστριψε το τιμόνι του δεξιά υπήρξε αμελής γιατί οδήγησε το αυτοκίνητο του στο παγκέττο και είτε λόγω του ότι το έδαφος [*918]εκεί ήταν πιο μαλακό είτε γιατί υπήρχε υψομετρική διαφορά προκλήθηκε το jack-knife. Αν δεν ήταν αμελής, αναφέρει πιο κάτω και κρατούσε το όχημα του πάνω στην άσφαλτο δυνατό το όχημα να ταξίδευε άλλα 20, 30 ή 100 μέτρα χωρίς να συμβεί το jack-knife (σελ. 4-5 της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου του Ενάγοντα).

 

Θα πρέπει να καταστεί σαφές πως η ελαφριά κλίση προς τα αριστερά στην πορεία του αρθρωτού δεν οφειλόταν σε πράξη ή παράλειψη του Εναγόμενου 1. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο και καμία ένδειξη ούτε καν υπαινίχθηκε η πλευρά του Ενάγοντα ότι ο Εναγόμενος 1 ήταν αφηρημένος ή αποκοιμήθηκε ή κάπου αλλού αποσπάστηκε η προσοχή του ή ότι του ξέφυγε το τιμόνι. Η πορεία αυτή προς τα αριστερά δεν μπορεί να είναι ασύνδετη με το γεγονός του κλειδώματος των τροχών του άξονα κίνησης. Άλλωστε η αρχή των Α1 υποδηλεί πως όταν κλείδωσαν οι τροχοί το αρθρωτό βρισκόταν σε ορθή θέση στο μέσο της λωρίδας που όφειλε να χρησιμοποιεί. Μάλιστα τα ίχνη Α1 ήταν αρχικά παράλληλα με το δρόμο και προς το τέλος τους φαίνονταν να κατευθύνονται προς τα αριστερά.”

 

Ακολούθως δε, στις σελίδες 37-38 της απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασχολούμενο με το ίδιο θέμα, πρόσθεσε και τα εξής:

 

“Εάν ο Εναγόμενος 1 έστριβε το τιμόνι του προς τα δεξιά στην προσπάθεια να μην αφήσει το όχημα του να πέσει στο παγκέττο το πιθανότερο θα ήταν να προκαλέσει στο σημείο εκείνο το jack-knife. Έχω αντιληφθεί από την προσφερθείσα μαρτυρία και σημειώνω πιο πάνω πως το jack-knife εξαρτάται κατά κύριο λόγο από πού είναι γυρισμένοι ή θα στρίψουν οι τροχοί του άξονα οδήγησης. Έχω επίσης αντιληφθεί πως αν κατά το κλείδωμα των τροχών του άξονα κίνησης οι τροχοί του άξονα οδήγησης είναι στην ευθεία το καλύτερο που έχει να κάμει ο οδηγός είναι να τους διατηρήσει σε ευθεία ελπίζοντας πως το αρθρωτό θα ακινητοποιηθεί πριν προλάβει να επισυμβεί jack-knife.

 

Δεν μπορώ να αποδώσω αμέλεια στον Εναγόμενο 1 επί τω ότι στο χρόνο που το αρθρωτό ήταν στην άσφαλτο δεν έστριψε δεξιά για να αποφύγει πτώση στο αριστερό παγκέττο.

 

Δεν αποδέχτηκα ότι ο Εναγόμενος 1 έστριψε το τιμόνι του δεξιά αφού ο αριστερός τροχός του άξονα οδήγησης ή οι αριστεροί τροχοί του “tractor” έπεσαν στο παγκέττο, αλλά και αν καταδεικνύετο πως έτσι συνέβηκε δεν θα καταλόγιζα αμέλεια στον [*919]Εναγόμενο 1 για την επιλογή του. Υιοθετώ εν μέρει αυτό που υποστηρίζει ο δικηγόρος του Ενάγοντα στην αγόρευση του ότι:

 

“Ο κάθε οδηγός όταν αντιληφθεί τους τροχούς του αυτοκινήτου να πέφτουν στο αριστερό παγκέττο θα κάμει το αυτονόητο και θα στρίψει απότομα δεξιά για να βγάλει τους τροχούς από το παγκέττο.”

 

Διαφωνώ ως προς το «απότομα», όμως είναι μια αναμενόμενη λογική επιλογή ότι ο οδηγός θα στρίψει το τιμόνι του δεξιά για να προσπαθήσει να επαναφέρει το όχημα του στο δρόμο. Πολύ περισσότερο θα ενεργήσει έτσι εάν, υπάρχει σε μικρή απόσταση από την άκρη της ασφάλτου χαντάκι ή όπως στην προκείμενη περίπτωση όχθος.”

 

Ως προς το βάρος απόδειξης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής στη σελίδα 33 της απόφασης:

 

“Η ορθόδοξη αντίκριση του ζητήματος είναι οι παράμετροι να εξεταστούν με χρονική σειρά. Οι Ενάγοντες είχαν το βάρος απόδειξης να καταδείξουν πως το επίδικο δυστύχημα οφειλόταν σε αμέλεια του Εναγόμενου 1. Απέδειξαν ότι το αρθρωτό που οδηγούσε ο Εναγόμενος 1 εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Δημιουργήθηκε επομένως εκ πρώτης όψεως υπόθεση αμέλειας του Εναγομένου 1 ο οποίος καλείτο να εξηγήσει γιατί το αυτοκίνητο που οδηγούσε κινήθηκε κατ’ αυτό τον τρόπο. Στην απουσία οιασδήποτε εξήγησης θα ήταν υπεύθυνος για την πρόκληση του επιδίκου δυστυχήματος. Συνεπώς το μαρτυρικό βάρος απόδειξης μεταφέρθηκε στους ώμους του να αποδείξει πως δεν ήταν αμελής.

 

Εάν αποδείξει ότι χωρίς δική του υπαιτιότητα προκλήθηκε η συγκεκριμένη βλάβη στο αυτοκίνητο του, ότι δηλαδή χωρίς να ευθύνεται απεκόπηκε η σωλήνα παροχής πεπιεσμένου αέρα στο σύστημα χειροφρένου του αυτοκινήτου του και κλειδώθηκαν οι τροχοί του άξονα κίνησης του “tractor” και πως τούτο οδηγεί σε jack-knife και ανεξέλεγκτη πορεία του αρθρωτού, τότε το μαρτυρικό βάρος απόδειξης μεταφέρεται στους Ενάγοντες να καταδείξουν πως ο Εναγόμενος 1 υπήρξε αμελής και ότι η αμέλεια την οποία υπέδειξε συνδέεται αιτιολογικά και προκάλεσε ή συνέτεινε στην πρόκληση του επιδίκου δυστυχήματος.”

 

Και προηγουμένως, στις σελίδες 32-33:

 

[*920]“Όπως στις περιπτώσεις όπου ένα αυτοκίνητο ολισθαίνει στο δρόμο και εισέρχεται στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και προκαλεί δυστύχημα έτσι και στην παρούσα περίπτωση ο Εναγόμενος 1 έχει το βάρος να αποδείξει ότι το jack-knife δεν προκλήθηκε από δική του αμέλεια. Αμέλεια του Εναγομένου 1 που προκάλεσε το jack-knife περιλαμβάνει οιαδήποτε θετική πράξη ή παράλειψη του που το προκάλεσε ή παράλειψη του να επιτύχει την αποφυγή του αν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό. Ακόμη, κι αν αποδείξει πως το jack-knife ήταν το φυσικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα του κλειδώματος των τροχών του άξονα κίνησης έχει το περαιτέρω βάρος να αποδείξει ότι το κλείδωμα των τροχών δεν προκλήθηκε από δική του αμέλεια.”

 

Δεν μπορούμε επομένως, να συμφωνήσουμε υπό τις περιστάσεις αυτές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να ασχοληθεί ή ότι ασχολήθηκε πεπλανημένα με τη συγκεκριμένη αυτή πτυχή ενδεχόμενης ευθύνης του εφεσίβλητου 1 οδηγού, η οποία ήταν όντως κρίσιμης σημασίας για την υπόθεση. Ούτε και συμφωνούμε ότι η μη αναφορά του Δικαστηρίου στις συγκεκριμένες Αγγλικές αποφάσεις, στις οποίες παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσείοντα, ενέχει οποιαδήποτε σημασία, δεδομένου ότι το Δικαστήριο παρέπεμψε σε άλλη νομολογία, αυθεντίες και βιβλιογραφία, βοηθήματα από τα οποία εκπηγάζουν νομικές αρχές, οι οποίες καθόλου δεν διαφέρουν από εκείνες που εξάγονται από τις συγκεκριμένες Αγγλικές αποφάσεις.

 

Αναπόφευκτα ο λόγος αυτός έφεσης δεν γίνεται δεκτός.

 

Λόγος Έφεσης 2 – Το κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με το οποίο ο εφεσίβλητος 1 δεν μπορούσε να κάμει οτιδήποτε για να αποφύγει τη δεδομένη κατάληξη.

 

Ο συνήγορος του εφεσείοντα βασίζει αυτό το λόγο έφεσης στο σαφές εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η τάση του αρθρωτού να κάνει “jack-knife” επιτάθηκε με την πτώση των αριστερών τροχών ή του εξωτερικού αριστερού τροχού του άξονα οδήγησης στο παγκέτο. Εάν επομένως ο εφεσίβλητος 1 κρατούσε το αρθρωτό όχημα του πάνω στην άσφαλτο, όπως είχε καθήκον εκ του νόμου, τότε, όπως εισηγείται ο συνήγορος, το “jack-knife” δε θα είχε επιταθεί και η σύγκρουση θα αποφεύγετο.

 

Υπήρξε όμως αμελής ο εφεσίβλητος 1, όπως υποστηρίζει ο ίδιος συνήγορος, επειδή άφησε τους τροχούς να πέσουν στο πα[*921]γκέτο και δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρατήσει το όχημά του σε ευθεία πορεία και/ή να αντιμετωπίσει την ελαφριά τάση του οχήματος να κινηθεί προς τα αριστερά ή να αντιμετωπίσει την ολίσθηση.

 

Αυτός ο λόγος έφεσης έχει ουσιαστικά καλυφθεί κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης.

 

Επιχειρηματολογεί όμως περαιτέρω ο συνήγορος του εφεσείοντα, αμφισβητώντας τη σημασία του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύμφωνα με το οποίο, και αν ακόμα ο εφεσίβλητος 1 έστριβε το τιμόνι του προς τα δεξιά κατά τη διάρκεια της ολίσθησης, το πιθανότερο ήταν να προκαλούσε στο σημείο εκείνο το “jack-knife”. Σύμφωνα με το συνήγορο, ορθά αντιλήφθηκε και συμπέρανε ο πρωτόδικος Δικαστής ότι αν έστριβε δεξιότερα ο εφεσίβλητος 1 πιθανόν να εγίνετο στο σημείο εκείνο το “jack-knife”. Όμως, προσθέτει, αν εγίνετο σ’ εκείνο το σημείο, δε θα συνέβαινε το δυστύχημα, διότι το όχημα του εφεσείοντα θα ήταν πολύ πιο πίσω ενώ το αρθρωτό όχημα του εναγομένου 1 θα πρόφθανε να διασχίσει το δρόμο και θα έπεφτε στο απέναντι χωράφι, προτού φθάσει στο σημείο σύγκρουσης το όχημα του εφεσείοντα.

 

Με τον προσήκοντα σεβασμό προς αυτό το επιχείρημα, δε μπορούμε να το αποδεχθούμε ως λόγο επίρριψης ευθύνης στον εφεσίβλητο 1. Πρόκειται για επιχείρημα το οποίο οικοδομείται σε εικασίες και πιθανολογήσεις ή ακόμα σε δεδομένα τα οποία δεν αναμενόταν να έχει υπόψη του ένας μέσος συνετός οδηγός. Κατ’ εφαρμογή δηλαδή αυτού του επιχειρήματος, ο οδηγός του αρθρωτού του οποίου ξαφνικά και αναπάντεχα οι τροχοί κλείδωσαν και το όχημα, ανεξήγητα για τον ίδιο, άρχισε να ολισθαίνει σε ευθεία κατεύθυνση και με ελαφρά τάση προς τα αριστερά, θα έπρεπε στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που είχε στη διάθεσή του να σκεφθεί και να αποφανθεί ότι καλό θα ήταν αντί το όχημα να κατευθυνθεί προς το αριστερό παγκέτο ακυβέρνητο, όπως φαινόταν, να έστριβε δεξιά και να προκληθεί, χωρίς πάλι να μπορούσε να έχει κάτι τέτοιο υπόψη του ο οδηγός, “jack knife”, στο σημείο εκείνο αντί στο αριστερό παγκέτο, επειδή στο χρονικό εκείνο σημείο δεν είχε άλλο αυτοκίνητο εξ αντιθέτου κατευθύνσεως. Ένα τέτοιο καθήκον δεν μπορεί να εναποτεθεί στους ώμους κανενός οδηγού, ιδιαίτερα υπό συνθήκες αγωνίας της στιγμής (agony of the moment).

 

Κάτι άλλο στο οποίο αναφέρεται ο συνήγορος του εφεσείοντα κάτω από τον ίδιο λόγο έφεσης, είναι ότι κατά τη διάρκεια της [*922]ολίσθησης του αρθρωτού οχήματος του εφεσίβλητου 1, εάν αυτός ξεπατούσε το πετάλι του πετρελαίου και πατούσε το πετάλι των φρένων για να σταματήσει και να ελέγξει τι έγινε, και πάλι δε θα συνέβαινε το δυστύχημα. Αφού δηλαδή με πατημένο το πετάλι του πετρελαίου χρειάστηκαν περί τα 4 δευτερόλεπτα να καλυφθεί απόσταση ολίσθησης 40 περίπου μέτρων αυτό σημαίνει ότι ο οδηγός θα είχε αρκετά περισσότερο χρόνο να καλύψει την ίδια απόσταση αν δεν το πατούσε.

 

Σε σχέση με τούτο, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε λεπτομερώς την προσαχθείσα επί του θέματος μαρτυρία εμπειρογνωμόνων των δύο πλευρών, η οποία ήταν συγκρουόμενη ως προς το κατά πόσο η ελευθέρωση του πεταλιού του πετρελαίου, και η ταυτόχρονη εφαρμογή φρένων από τον οδηγό θα είχε διευκολύνει ή χειροτερεύσει την κατάσταση. Ο πρωτόδικος δε Δικαστής δικαιολογημένα εξέφρασε αδυναμία στο να καταλήξει ως προς το κατά πόσο η χρήση ποδοφρένων θα βοηθούσε ή θα επεδείνωνε την κατάσταση.

 

Καταλήγοντας επ’ αυτού του λόγου έφεσης, τον οποίο δε μπορούμε να αποδεχθούμε, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το καθήκον άσκησης επιμέλειας το οποίο θα μπορούσε νομικά να ευρεθεί ότι έχει ένας οδηγός σε μια δεδομένη αγωνιώδη στιγμή πριν από μια σύγκρουση, δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα λήψης δύσκολων, περίπλοκων και αγνώστου αποτελέσματος μέτρων που ανάγονται στην εξειδικευμένη σφαίρα της μηχανικής και μηχανολογικής επιστήμης ή και εικοτολογίας.

 

Λόγος Έφεσης 3 – Η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την παράλειψη του εφεσίβλητου 1 να προβεί σε ενδεδειγμένες ενέργειες.

 

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά την ανάπτυξη αυτού του λόγου έφεσης, ο οποίος, όπως αναφέρεται και στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, έχει την ίδια αιτιολογία με αυτή του πρώτου λόγου έφεσης. Διαπιστώνουμε ότι ο εφεσείων, κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, επανέρχεται επί των ίδιων θεμάτων τα οποία έχουν καλυφθεί από τους προηγούμενους λόγους έφεσης, αναφορικά με παράλειψη του εφεσίβλητου 1 οδηγού να στρίψει δεξιά και να εφαρμόσει ποδόφρενα.

 

Με αυτό ως δεδομένο, δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε, κρίνοντας ότι ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να ευσταθήσει.

 

[*923]Λόγος Έφεσης 4 – Το κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν ήταν αμελής αν και δεν αντιλήφθηκε ότι πέρασε πάνω από μεγάλο κομμάτι νάιλον, χωρίς στη συνέχεια να βεβαιωθεί ότι το νάιλον δεν συγκεντρώθηκε κάτω από το όχημά του.

 

Σε σχέση με το λόγο τούτο έφεσης, θα πρέπει κατ’ αρχάς να σημειωθεί ότι το επίμαχο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου παρατέθηκε μετά από διερεύνηση άλλου θέματος, εκείνου δηλαδή της παρουσίας και του τρόπου που εμφανίστηκε το νάιλον στο δρόμο για να καταλήξει να περάσει από πάνω του το αρθρωτό όχημα. Ο ίδιος ο εφεσίβλητος 1 κατέθεσε ότι δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του νάιλον στο οδόστρωμα ενώ οδηγούσε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατ’ αρχάς κατά πόσο ο εφεσίβλητος 1 όφειλε να αντιληφθεί στο δρόμο του την ύπαρξη του νάιλον και αν ναι κατά πόσο όφειλε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια. Κατέληξε δε στο ότι, είτε το νάιλον με τις διαστάσεις εκείνες ήταν απλωμένο στο δρόμο, είτε ήταν διπλωμένο, είτε άλλως πως τυλιγμένο, θα αναμενόταν από ένα οδηγό ο οποίος έχει την προσοχή του στο δρόμο να επισημάνει την παρουσία του όταν θα το πλησίαζε. Πέραν τούτου όμως, δεν θα ανέμενε, πρόσθεσε το Δικαστήριο, ότι υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης ο οδηγός θα επιχειρούσε να το αποφύγει ή θα ήταν αμελής με το να μην επιχειρήσει να το αποφύγει, είτε με στροφή τιμονιού, ή με φρενάρισμα. Και συνέχισε ως ακολούθως στη σελίδα 34 της απόφασης:

 

“Το επόμενο ερώτημα είναι κατά πόσο ο Εναγόμενος 1 που όφειλε να δει το νάιλον και που δεν θα ήταν αμελής στο να διέλθει από πάνω του όφειλε να βεβαιωθεί πως άφησε πίσω του το νάιλον και εν εναντία περιπτώσει να ακινητοποιήσει αμέσως το αυτοκίνητο του και να ελέγξει τι απέγινε το νάιλον. Η απάντηση είναι αρνητική. Αντίδραση και λήψη μέτρων από τον οδηγό θα αναμένετο όταν και εφόσον αντιλαμβανόταν ότι κάποιο πρόβλημα είχε εγερθεί. Υπεισέρχεται στο σημείο τούτο ο παράγοντας πρόβλεψη. Κατά πόσο ήταν προβλεπτό ότι θα μπορούσε η συγκεκριμένη ζημιά ή έστω του είδους ή οποιαδήποτε σοβαρή ζημιά που θα έθετε σε κίνδυνο την ασφαλή οδήγηση του αρθρωτού να επισυμβεί λόγω του ότι το αρθρωτό διήλθε πάνω από ένα κομμάτι νάιλον που ήταν στην άσφαλτο. Συμβαίνει πολλές φορές στο δρόμο οδηγός να διέλθει με το αυτοκίνητό του πάνω από ένα νάιλον, ένα χαρτόνι ή κάποιο μικρό θάμνο που ξεριζώθηκε ή αποκόπηκε. Ακόμα και αν το ξένο αντικείμενο αγκριστρωθεί κάπου στο αυτοκίνητο και δημιουργεί κάποιο θόρυβο, ο μέσος σώφρον οδηγός αναμένει πως σε κάποια από[*924]σταση το αντικείμενο θα απελευθερωθεί και θα ανησυχήσει και θα σταματήσει μόνο αν ο θόρυβος συνεχίζει επίμονος. Στην προκειμένη περίπτωση επρόκειτο για αρθρωτό όχημα, ψηλό σε σχέση με σαλούν αυτοκίνητα, και ότι θα ανέμενε ο οδηγός εάν αντιλαμβανόταν ότι περνούσε πάνω από το νάιλον είναι πως θα το άφηνε πίσω του.

 

Όλοι οι μάρτυρες που ασχολούνται με ζητήματα τροχαίων ατυχημάτων δεν ξανασυνάντησαν τέτοια περίπτωση ούτε αναφέρθηκαν σε περίπτωση που νάιλον προκάλεσε κάποια άλλη ζημιά που έθεσε ή θα μπορούσε να θέσει την ασφάλεια της οδήγησης του αυτοκινήτου σε κίνδυνο. Αυτό που συνέβηκε δεν ήταν προβλεπτό στο μέσο σώφρονα, έστω επαγγελματία οδηγό. Ήταν μια πρωτόγνωρη εξέλιξη που ούτε οι εμπειρογνώμονες που τα μέρη παρουσίασαν δεν είχαν συλλάβει πως ήταν κάτι που θα μπορούσε να γίνει πριν την εμπειρία του επίδικου δυστυχήματος.”

 

Όπως υποστηρίζει ο συνήγορος του εφεσείοντα, η θεωρία, όπως την ονομάζει, του πρωτόδικου Δικαστή σύμφωνα με την οποία κρίνει τη συμπεριφορά του εφεσιβλήτου 1, δεν βασίζεται σε καμιά μαρτυρία εμπειρογνώμονα αλλά στη δική του εμπειρία ως οδηγού. Λαμβάνει δε δικαστική γνώση ότι συμβαίνει πολλές φορές ένας οδηγός να διέλθει πάνω από ένα σακούλι νάιλον, ένα χαρτόνι κλπ. και λέει ότι αν αυτό αγκιστρωθεί κάπου στο αυτοκίνητο και προκαλεί κάποιο θόρυβο, ο μέσος σώφρων οδηγός αναμένει πως σε κάποια απόσταση το αντικείμενο θα απελευθερωθεί. Το τι κάμνει ένας μέσος οδηγός σαλούν αυτοκινήτου, το κρίνει ο πρωτόδικος Δικαστής με βάση τη δική του εμπειρία, ως οδηγός σαλούν αυτοκινήτου, προσθέτει ο συνήγορος του εφεσείοντα, πλην όμως αυτό δεν είναι το ίδιο με το τι κάμνει ή τι οφείλει να κάμει ένας οδηγός αρθρωτού οχήματος που περνά πάνω από ένα τεράστιο κομμάτι και όχι μικρό σακούλι νάιλον. Χωρίς μαρτυρία ως προς το τι κάμνει ή αναμένεται να κάμει ένας οδηγός αρθρωτού οχήματος που περνά άνω από ένα μεγάλο κομμάτι νάιλον, ο πρωτόδικος Δικαστής δεν μπορούσε να αποφασίσει επί του συγκεκριμένου θέματος.

 

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ούτε και με αυτή τη θέση του εφεσείοντα. Όπως ορθά επισημαίνει και η συνήγορος των εφεσιβλήτων, ο πρωτόδικος Δικαστής στην προαναφερθείσα περικοπή από την απόφαση, κατ’ αρχάς ούτε αποφάνθηκε, ούτε δική του θεωρία πρόβαλε. Τα όσα ανέφερε δεν είναι τίποτε άλλο παρά προϊόν καθημερινών εμπειριών τις οποίες μπορεί να βιώσει κάθε οδη[*925]γός και θέμα κοινής λογικής και δεν είναι αναγκαία η περί τούτου λήψη μαρτυρίας από εμπειρογνώμονα. Περαιτέρω, το παράπονο ότι ο πρωτόδικος Δικαστής ουσιαστικά “εξ ιδίων έκρινε τα αλλότρια”, δηλαδή λανθασμένα εφάρμοσε περιστατικά και συμπεριφορά μέσου οδηγού αυτοκινήτου σαλούν, ενώ εδώ επρόκειτο για αρθρωτό όχημα, δεν είναι δικαιολογημένο. Εκείνο το οποίο έπραξε ο πρωτόδικος Δικαστής ήταν να αναφερθεί σε συνήθεις, καθημερινές εμπειρίες με βάση τις οποίες δεν αναμενόταν να συμπεριφερθεί ένας οδηγός σαλούν αυτοκινήτου διαφορετικά από το πώς συμπεριφέρθηκε ο εφεσίβλητος 1 – οδηγός αρθρωτού, για να καταδείξει ότι με τα ενώπιόν του δεδομένα, ακόμα πιο δικαιολογημένα θα συμπεριφερόταν έτσι ο εφεσίβλητος 1 ο οποίος οδηγούσε αρθρωτό όχημα που είναι ψηλότερο από ένα σαλούν. Ακόμα πιο δικαιολογημένα δηλαδή, θα εδικαιούτο ο οδηγός ενός ψηλού αρθρωτού οχήματος, να ανέμενε, εάν αντιλαμβανόταν ότι περνούσε πάνω από το νάιλον, ότι θα το άφηνε πίσω του.

 

Προς περαιτέρω επίρρωση των θέσεών του, ο συνήγορος του εφεσείοντα παραπέμπει και σε άλλες Αγγλικές αποφάσεις, στις οποίες είχε αποφασισθεί ότι οι εναγόμενοι οδηγοί και ιδιοκτήτες φορτηγών δεν απέσεισαν το βάρος που είχαν να εξηγήσουν ικανοποιητικά το δυστύχημα, παρόλον ότι η βασική αιτία πρόκλησης του ήταν κάποιο ελάττωμα σε εξάρτημα ή σε μέρος του οχήματός τους, το οποίο όμως δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτό με οπτική επαφή. Για παράδειγμα, στην υπόθεση Barkway v. South Wales Transport Co. Ltd [1950] 1 All E.R. 392 (ελάττωμα σε ελαστικό λεωφορείου που δεν μπορούσε να εντοπισθεί με γυμνό μάτι) και Henderson v. Henry E. Jenkins & Son [1969] 3 All E.R. 756 (μεταφορά ζώων στο παρελθόν από φορτηγό, των οποίων τα ούρα προκάλεσαν χημική αντίδραση η οποία με τη σειρά της προκάλεσε τρύπα στη σωλήνα μεταφοράς του υγρού των φρένων η οποία τρύπα ήταν σε σημείο που δεν ήταν ορατή με το μάτι σε μια συνήθη επιθεώρηση του οχήματος).

 

Παρά το ότι και στις δύο ανωτέρω υποθέσεις τονίστηκε ότι επρόκειτο πράγματι για μια πρωτόγνωρη κατάσταση πραγμάτων και για κρυμμένο ελάττωμα που δεν μπορούσε εύκολα να εντοπισθεί, εν τούτοις επιρρίφθηκε ευθύνη στους εναγομένους, επειδή δεν ήταν αρκετό να προέβαιναν σε οπτικό μόνο έλεγχο. Εκείνο όμως που διαφοροποιεί τις υποθέσεις εκείνες από την παρούσα, είναι το σημαντικό στοιχείο ότι βαρέα οχήματα όπως φορτηγό ή λεωφορείο κυκλοφορούσαν στο δρόμο έχοντας ένα ελάττωμα το οποίο τελικά προκάλεσε πρόβλημα στο όχημα και οδήγησε σε σύγκρουση. Κάτι που στην εξεταζόμενη υπόθεση δεν συμβαίνει.

[*926]Όπως περαιτέρω υποβάλλει ο συνήγορος του εφεσείοντα, εάν ο εφεσίβλητος 1 αντιλαμβανόταν ως όφειλε, το νάιλον στο δρόμο, θα μπορούσε με μια ματιά στον καθρέφτη του οχήματός του να διαπιστώσει κατά πόσο αυτό αγκιστρώθηκε κάτω από το όχημά του, ή αν έμεινε στο δρόμο.

 

Εύστοχα όμως παρατηρεί η συνήγορος των εφεσιβλήτων ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση μαρτυρίας την οποία αποδέχθηκε, αποφάνθηκε ότι αυτό που συνέβηκε δεν ήταν προβλεπτό στο μέσο σώφρονα, έστω και επαγγελματία οδηγό. Ήταν μια πρωτόγνωρη εξέλιξη που ούτε οι εμπειρογνώμονες που κατάθεσαν δεν είχαν συλλάβει πως ήταν κάτι που θα μπορούσε να συμβεί, πριν από την εμπειρία του επίδικου δυστυχήματος.

 

Σχετική ήταν προς τούτο η μαρτυρία του Μ.Ε. 4, ο οποίος κατέθεσε ότι δε συνάντησε ποτέ στην καριέρα του παρόμοιο περιστατικό. Όχι απλώς περιστατικό κατά το οποίο ένα νάιλον συγκεντρώνεται κάτω από αρθρωτό όχημα, αλλά περιστατικό κατά το οποίο το νάιλον να τυλιχθεί γύρω από τον άξονα, να κόψει το “μαρκούτζιν” και να επισυμβεί ότι επεσυνέβη. Ο Μ.Ε. 3 της ηλεκτρομηχανολογικής υπηρεσίας επίσης κατέθεσε ότι πρώτη φορά συνάντησε τέτοιο περιστατικό. Στις ίδιες γραμμές ήταν και η μαρτυρία του Μ.Υ. 2 ο οποίος πρόσθεσε πως δεν συνάντησε στην βιβλιογραφία τέτοιο περιστατικό.

 

Επομένως, δεν παρατηρούμε οτιδήποτε μεμπτό στα ευρήματα και την προσέγγιση επί του θέματος, του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Λόγος Έφεσης 5 – Το εύρημα ότι ο εφεσίβλητος δεν έστριψε το τιμόνι του δεξιά όταν ο αριστερός τροχός έπεσε στο παγκέτο.

 

Όπως ανέφερε ο πρωτόδικος Δικαστής στην απόφασή του, ο εφεσίβλητος 1 δεν έστριψε το τιμόνι του δεξιά όταν ο αριστερός τροχός ή οι αριστεροί τροχοί του οχήματός του έπεσαν στο παγκέτο, αλλά, όπως πρόσθεσε, ακόμα και αν κατεδεικνύετο πως έτσι συνέβηκε, δε θα καταλόγιζε αμέλεια σ’ αυτόν για την επιλογή του η οποία θα ήταν μια αναμενόμενη λογική επιλογή για να προσπαθούσε να επαναφέρει το όχημά του στο δρόμο.

 

Με το λόγο τούτο έφεσης, προσβάλλεται το εύρημα ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν έστριψε δεξιά το τιμόνι του για να βγάλει το όχημά του από το χωμάτινο παγκέτο και εγείρεται ισχυρισμός ότι η σχετική μαρτυρία του ίδιου του εφεσίβλητου 1 δεν θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτή. Και δε θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτή, επειδή ο [*927]ίδιος οδηγός δεν είχε αντιληφθεί ότι οι τροχοί του άξονα κίνησης είχαν κλειδώσει, επειδή δεν είχε αντιληφθεί ότι οι αριστεροί μπροστινοί τροχοί έπεσαν στο παγκέτο και επειδή δεν είχε αντιληφθεί ότι πέρασε πάνω από το νάιλον. Με αυτά τα δεδομένα, είναι η εισήγηση του εφεσείοντα, πως μπορούσε να αντιληφθεί και κατά συνέπεια να ισχυρισθεί, ότι κακώς δεν έστριψε δεξιά το τιμόνι του οχήματός του, όταν έπεσε στο παγκέτο.

 

Πέραν του ότι το θέμα τούτο άπτεται της άσκησης κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς αξιοπιστία μάρτυρα, θέματος στο οποίο το Εφετείο δύσκολα επεμβαίνει, αδυνατούμε να συμφωνήσουμε με το επιχείρημα του εφεσείοντα, σύμφωνα με το οποίο, επειδή ένας οδηγός δεν αντιλήφθηκε κάποια απρόσμενη συμπεριφορά του οχήματός του κατά τη διάρκεια της οδήγησης, αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει και στο συμπέρασμα ότι δεν είχε αντιληφθεί ούτε ότι ο ίδιος έστριψε το τιμόνι του δεξιά, ή ότι εψεύδετο όταν έλεγε ότι δεν το είχε στρίψει.

 

Λόγος Έφεσης 6 – Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη επίδειξης αμέλειας στον εφεσίβλητο 1 επειδή δεν έστριψε αριστερά για να αποφύγει το παγκέτο.

 

Τόσο τα στοιχεία που συνθέτουν αυτό το λόγο έφεσης, όσο και η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από τον εφεσείοντα προς υποστήριξή του, έχουν διερευνηθεί κατά την εξέταση του 4ου αλλά και του 1ου λόγου έφεσης και δεν προτιθέμεθα να επεκταθούμε περαιτέρω επί του θέματος τούτου.

 

Λόγος Έφεσης 7.

 

Ο λόγος τούτος έφεσης είναι πανομοιότυπος με τον προηγούμενο και με δεδομένο ότι το αντικείμενο το οποίο αυτοί πραγματεύονται, έχει καλυφθεί κατά την εξέταση και απόφανση επί άλλων λόγων έφεσης, δε θα τον εξετάσουμε, επαναλαμβάνοντας τα ίδια πράγματα.

 

Με την απόρριψη και του τελευταίου τούτου λόγου έφεσης, αναπόφευκτα η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Δεν μπορούμε παρά να επαναλάβουμε, ως κατακλείδα, και τη δική μας λύπη για το γεγονός ότι ένα διάδικο μέρος στη διαδικασία, ο εφεσείων έχει τραυματισθεί χωρίς καμιά δική του υπαιτιότητα και ενώ, υπό άλλες συνθήκες θα εδικαιούτο σε ψηλό ποσό αποζημιώσεων, εν τούτοις το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικά[*928]σει οποιοδήποτε ποσό εναντίον των αντιδίκων του, αφού δεν μπορεί να καταλογίσει ούτε σ’ αυτούς οποιαδήποτε ευθύνη.

 

Η έφεση απορρίπτεται και ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο