Ζανάς Κυριάκος (2013) 1 ΑΑΔ 1156

(2013) 1 ΑΑΔ 1156

[*1156]6 Ioυνίου, 2013

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΑΤΗΣΗ ΚΑΙ/Ή ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΖΑΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ/Ή

ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΖΑΝΑ, ΝΥΝ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΗΑBEAS CORPUS AD

SUBJICIENDUM.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 161/12)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Έφεση εναντίον απόφασης σε αίτηση για προνομιακό ένταλμα ― Κατά πόσον ο αιτητής κρατείτο παράνομα στις Κεντρικές Φυλακές ― Επικύρωση από το Ανώτατο και σε δεύτερο βαθμό, της απόφασης της Διεύθυνσης των Κεντρικών Φυλακών να ενεργοποιήσουν ποινή φυλάκισης του Αιτητή η οποία είχε ανασταλεί δυνάμει Προεδρικού Διατάγματος ―   Η με προεδρική χάρη δοθείσα αναστολή, τελούσε υπό την προϋπόθεση ότι οι ευεργετηθέντες δεν θα διέπρατταν κανένα νέο αδίκημα και προβλεπόταν ενεργοποίηση στην αντίθετη περίπτωση.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Aπαιτείται από τον αιτούμενο, να καταδείξει εκ πρώτης όψεως, το παράνομο της κράτησης ή φυλάκισης ― Σε περίπτωση επιτυχούς στοιχειοθέτησης εκ πρώτης όψεως παράνομης κράτησης, τότε το βάρος απόδειξης μετατίθεται στο πρόσωπο που έχει τη φυσική κράτηση του ατόμου και τον έλεγχο στο σώμα του.

 

Με την έφεση ο αιτητής αμφισβήτησε την ορθότητα απόφασης σε [*1157]αίτηση Habeas Corpus με την οποία απορρίφθηκε σε πρώτο βαθμό, αίτηση του για έκδοση προνομιακού εντάλματος αυτής της φύσης, με το οποίο ζητούσε την αποφυλάκιση του.

 

Ο Αιτητής είχε στραφεί εναντίον απόφασης της Διεύθυνσης των Κεντρικών Φυλακών με την οποία ενεργοποιήθηκε μέρος της ποινής φυλάκισης του, η οποία ανεστάλη δυνάμει Προεδρικού Διατάγματος. Το τελευταίο προνοούσε μεταξύ άλλων όρων, την ενεργοποίηση των ποινών για τις οποίες δόθηκε αναστολή μέρους των, με προεδρική χάρη, υπό την προϋπόθεση ότι οι ευεργετηθέντες δεν θα διέπρατταν κανένα νέο αδίκημα.

 

Με βάση το ιστορικό, ο Αιτητής είχε αρχικά καταδικαστεί το 1998 από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης, σε εικοσαετή φυλάκιση για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας, με ημερομηνία έναρξης της ποινής την 8.2.1998.

 

Η δε ενεργοποίηση του ανασταλθέντος - με βάση την προεδρική χάρη - μέρους της πιο πάνω ποινής, ήταν αποτέλεσμα καταδίκης του Αιτητή σε αδίκημα σχετικά με κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια, το οποίο διέπραξε σε χρόνο που βρισκόταν σε άδεια.

 

Η πρωτόδικη απόφαση στηρίχθηκε στο σκεπτικό ότι, η ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος δεν έχει σημασία, λαμβανομένου υπόψη ότι τούτο είχε διαπραχθεί μετά την έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος.

 

Τα προβληθέντα επιχειρήματα πρωτοδίκως ήταν τα ίδια που τέθηκαν και στο πλαίσιο της έφεσης, ήτοι, έγινε εισήγηση ότι η ενεργοποίηση της ανασταλείσας, δυνάμει του προεδρικού διατάγματος, ποινής, ήταν λανθασμένη και επίσης ότι κακώς προσετέθη στην ανασταλείσα ποινή η νέα ποινή, με αποτέλεσμα να επιβληθεί στον εφεσείοντα δεκαετής συνολικά ποινή φυλάκισης.

 

Περαιτέρω υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

 

α)  Η ερμηνεία που δόθηκε από το Διευθυντή των Φυλακών και υιοθετήθηκε πρωτοδίκως σχετικά με τους όρους του Προεδρικού διατάγματος, αντίκειται, στη γραμματική ερμηνεία του όρου.

 

β)  Το διάταγμα αναστολής ίσχυε για περίοδο τριών ετών από την ημερομηνία αποφυλάκισης του εφεσείοντα. Η αναστολή θα τερματιζόταν εάν ο εφεσείων διέπραττε αδίκημα από τις 8 Ιανουαρί[*1158]ου 2008, ημερομηνία αποφυλάκισης του, μέχρι τις 7 Ιανουαρίου 2011. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία πρόσθεσε, δεν ήταν δυνατή και μάλιστα, όταν το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ο εφεσείων διαπράχθηκε 7 μήνες προηγουμένως, ήτοι την 1η Ιουνίου 2007.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στο επίκεντρο της συζήτησης ήταν ο όρος που είχε προστεθεί στο Προεδρικό διάταγμα για μείωση της ποινής.

 

2.  Η λεκτική διατύπωση του Προεδρικού Διατάγματος ήταν σαφής και, επί του προκειμένου, ήταν ορθή η πρωτόδικη απόφαση. Το Διάταγμα προέβλεπε ότι αναστέλλονταν οι ποινές για περίοδο 3 ετών από την ημερομηνία αποφυλάκισης  των καταδίκων.

 

3.  Αποτελούσε αποδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων θα απολυόταν στις 8 Ιανουαρίου 2008, έχοντας ευεργετηθεί από την περίοδο, της κατά ένα τέταρτο, μείωσης που επέφερε το εν λόγω Προεδρικό Διάταγμα.

 

4.  Ο εφεσείων διέπραξε αδίκημα και καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο. Ήταν, συναφώς, ορθή η άρση της αναστολής που επέβαλε ο Διευθυντής των Φυλακών.

 

5.  Ήταν ορθό το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης ότι, η ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος δεν έχει σημασία, λαμβανομένου υπόψη ότι τούτο είχε διαπραχθεί μετά την έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος.

 

6.  Παράλληλα, η ερμηνεία που δόθηκε πρωτοδίκως ότι, δηλαδή, η συνέπεια της άρσης της αναστολής οδήγησε στην έκτιση του υπολοίπου της περιόδου των πέντε ετών, είναι ορθή.

 

7.  Αναγκαστικά ο Διευθυντής των Φυλακών θα έπρεπε να προσθέσει την ανασταλείσα πενταετή περίοδο και επιπλέον να συμπεριλάβει στην περίοδο εγκλεισμού του εφεσείοντα, τη νέα διαδοχική ποινή των πέντε ετών που του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας, για το δεύτερο αδίκημα.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χ"Σάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102,

[*1159]Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55,

 

Παύλου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1372,

 

 Ιωάννου (2011) 1(Β) Α.Α.Δ 971,

 

Χ"Σάββα (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1134

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Πασχαλίδης, Δ.), (Αίτηση Αρ. 35/2012), ημερ. 20/4/2012.

 

Ρ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης αδελφού Δικαστή, ο οποίος απέρριψε αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, με το οποίο ζητούσε την αποφυλάκιση του.

 

Τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν την υπόθεση αυτή είναι παραδεκτά και συνοψίζονται, ως εξής:

 

1.   Στις 4 Ιουνίου 1998 ο εφεσείων καταδικάστηκε, στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης 5298/98 που εκδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού, σε εικοσαετή φυλάκιση για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας. Η έναρξη της ποινής είχε προσδιοριστεί στις 8 Φεβρουαρίου 1998.

 

2.   Στις 8 Ιανουαρίου 2008, ημέρα κατά την οποία ο εφεσείων, θα έπρεπε να είχε απολυθεί, με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 12 και του Παραρτήματος Α του περί Φυλακών Νόμου 1996, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 12(1)/1997, λόγω καλής διαγωγής και εργατικότητας, τούτο δεν έγινε, γιατί ο εφεσείων τελούσε υπό κράτηση για άλλο αδίκημα.

 

[*1160]3.  Την 1η Ιουνίου 2007, ο εφεσείων βρισκόμενος με προσωρινή άδεια απουσίας, διέπραξε το ποινικό αδίκημα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α με σκοπό την προμήθεια του σε άλλο πρόσωπο. Καταχωρήθηκε εναντίον του στις 19 Δεκεμβρίου 2007, η ποινική υπόθεση αριθμ. 18476/2007. 

 

4.   Στις 3 Μαρτίου 2003 ο τότε νεοεκλεγείς Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται, με βάση το Άρθρο 53.4 του Συντάγματος, ανέστειλε υπό όρους, το ένα τέταρτο της ποινής των καταδικασθέντων. Μεταξύ των ευεργετηθέντων ήταν και ο εφεσείων. Η εν λόγω αναστολή θα ίσχυε για περίοδο 3 ετών από την ημέρα αποφυλάκισης των καταδίκων και περιελάμβανε τον εξής όρο.

 

«1. Αναστέλλονται οι ποινές των κυπρίων καταδίκων για περίοδο 3 ετών από την ημερομηνία αποφυλάκισης τους.  Εάν οποτεδήποτε προ της παρόδου της αναστολής οποιοσδήποτε κατάδικος διαπράξει νέο αδίκημα και καταδικαστεί δι’ αυτό είτε μετά τη λήξη της εν λόγω περιόδου των 3 ετών σε ποινή φυλάκισης, η ανασταλείσα κατά τα ανωτέρω ποινή θα ενεργοποιηθεί αυτόματα, εις τρόπον ώστε, μετά την έκτιση της οποιασδήποτε τέτοιας νέας ποινής, ο κατάδικος να εκτίσει, εν συνεχεία το υπόλοιπο της δυνάμει του παρόντος εντάλματος ανασταλείσας ποινής. 

 

Νοείται ότι σε περίπτωση κατά την εκπνοή της περιόδου αναστολής δεν θα εκκρεμεί οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον ποινικού δικαστηρίου κατά του κατάδικου για αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλακίσεως, το υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής μειώνεται κατά τρόπο ώστε ο κατάδικος να μην επανέλθει στη φυλακή. Περαιτέρω και εάν κατά την εν λόγω εκπνοή εκκρεμεί τέτοια διαδικασία εναντίον του κατάδικου η αναστολή θα συνεχίζεται μέχρι εκδόσεως τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως οπότε, εν περιπτώσει αθωώσεως ή μη επιβολής ποινής φυλακίσεως, το υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής μειώνεται κατά τρόπον ώστε ο διάδικος να μην επανέλθει στη φυλακή ενώ, εν περιπτώσει καταδίκης και επιβολής ποινής φυλακίσεως θα ισχύουν όσα ανωτέρω αναφέρονται περί ενεργοποιήσεως της ανασταλείσας ποινής».

 

5.   Στις 17 Ιουλίου 2008, κατόπιν δικής του παραδοχής, ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας σε φυλάκιση 5 ετών. Η περίοδος θα συμπεριλάμβανε και την πε[*1161]ρίοδο κράτησης. Ταυτοχρόνως, το Κακουργιοδικείο είχε διατάξει όπως η τελευταία αυτή ποινή εκτελεστεί διαδοχικά της ήδη επιβληθείσας, αναφορικά με την ανθρωποκτονία.

 

Ο Διευθυντής των Φυλακών ενόψει της διάπραξης νέου αδικήματος από τον εφεσείοντα, ενεργοποίησε την ανασταλείσα, δυνάμει του προεδρικού διατάγματος, πενταετή μείωση και την πρόσθεσε στη νέα επιβληθείσα επίσης πενταετή περίοδο φυλάκισης, επικαλούμενος τις πρόνοιες του Άρθρου 12(3) του περί Φυλακών Νόμου.

 

Τα προβληθέντα επιχειρήματα πρωτοδίκως ήταν τα ίδια που τέθηκαν και ενώπιον μας στο πλαίσιο της έφεσης, ήτοι έγινε εισήγηση ότι η ενεργοποίηση της ανασταλείσας, δυνάμει του προεδρικού διατάγματος, ποινή, ήταν λανθασμένη και επίσης ότι κακώς προσετέθη στην ανασταλείσα ποινή η νέα ποινή, με αποτέλεσμα να επιβληθεί στον εφεσείοντα δεκαετής συνολικώς ποινή φυλάκισης.

 

Οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν ότι, η ερμηνεία που δόθηκε στον όρο του προεδρικού διατάγματος για μείωση της ποινής δεν μπορούσε να έχει άλλη παρά τη λεκτική ερμηνεία, ότι δηλαδή, σε περίπτωση που ο εφεσείων διαπράξει αδίκημα εντός της τριετούς αναστολής, η ανασταλείσα ποινή ενεργοποιείται. Τούτο, υποστήριξε η συνήγορος, έγινε λαμβανομένου υπόψη ότι η μεταγενεστέρως επιβληθείσα ποινή δεν ήταν συντρέχουσα με την πρώτη, αλλά το εκδικάσαν Δικαστήριο διέταξε όπως η δεύτερη ποινή είναι διαδοχική της πρώτης.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι λαμβανομένης υπόψη της εικοσαετούς ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε και η έναρξη της ήταν στις 8 Φεβρουαρίου 1998, η ημερομηνία αποφυλάκισης θα ήταν η 7 Φεβρουαρίου 2018. Ευεργετούμενος ο εφεσείων από τις πρόνοιες του Άρθρου 12(2) και του Παραρτήματος Α του περί Φυλακών Νόμου, επιδεικνύοντας καλή διαγωγή και εργατικότητα η ποινή του θα μειωνόταν κατά 2.712 ημέρες, ήτοι η ημερομηνία αποφυλάκισης θα ήταν η 13 Ιουλίου 2011. Λαμβανομένης υπόψη της αναστολής που επέφερε το Προεδρικό διάταγμα ημερομηνίας 3 Μαρτίου 2003, η ποινή που επεβλήθη στον εφεσείοντα μειώθηκε σε δεκαπενταετή και η ημερομηνία αποφυλάκισης του θα ήταν 7 Φεβρουαρίου 2013. Με βάση την πιο πάνω πρόνοια, περί καλής διαγωγής, ο εφεσείων θα έπρεπε να είχε απολυθεί στις 25 Δεκεμβρίου 2007. Επειδή ο εφεσείων είχε υποπέσει σε πειθαρχικό αδίκημα, η αποφυλάκιση του μετατέθηκε κατά 15 ημέρες, ήτοι μέχρι τις 8.1.2008. Ο εφεσείων δεν αποφυλα[*1162]κίστηκε ενόψει της διάπραξης άλλου αδικήματος που έγινε την 1η Ιουνίου 2007 και οδήγησε στην καταδίκη του που έγινε στις 17 Ιουλίου 2008. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, του ευπαίδευτου συνήγορου και ενόψει της καλής διαγωγής του εφεσείοντα, αυτός θα έπρεπε να είχε αποφυλακιστεί στις 14 Οκτωβρίου 2011. Αυτή η αποφυλάκιση δεν έγινε, εξ ου και καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus.

 

Η ερμηνεία που δόθηκε από το Διευθυντή των Φυλακών και υιοθετήθηκε πρωτοδίκως για τους όρους του Προεδρικού διατάγματος, αντίκειται, όπως υποστήριξε ο κ. Βραχίμης, στη γραμματική ερμηνεία του όρου. Το διάταγμα αναστολής ίσχυε για περίοδο τριών ετών από την ημερομηνία αποφυλάκισης του εφεσείοντα. Η αναστολή θα τερματιζόταν εάν ο εφεσείων διέπραττε αδίκημα από τις 8 Ιανουαρίου 2008, ημερομηνία αποφυλάκισης του, μέχρι τις 7 Ιανουαρίου 2011. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία πρόσθεσε, δεν είναι δυνατή και μάλιστα, όταν το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ο εφεσείων διαπράχθηκε 7 μήνες προηγουμένως, ήτοι την 1η Ιουνίου 2007. Θα πρέπει, υποστήριξε, το Δικαστήριο να αντλήσει βοήθεια από τον τρόπο με τον οποίο είναι διατυπωμένη η περίοδος αναστολής στον περί των Προνοιών περί της Υφ’ Όρων Αναστολής και Εκτέλεσης Ποινής Φυλακίσεως Εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμο του 1972, Ν. 95/72.

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου, δικαστηρίου πως ο σκοπός της μείωσης της ποινής  ήταν για να δοθεί στον εφεσείοντα η ευκαιρία να επανέλθει και να επανενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο ενωρίτερα, ήταν λανθασμένη. Κάτι τέτοιο κατέληξε, δεν συνάδει και ούτε μπορεί να εξαχθεί από το περιεχόμενο του κειμένου.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο κ. Βραχίμης υποστήριξε ότι έγινε λανθασμένη εφαρμογή της αναστολής και στη συνέχεια ενεργοποίηση της, επί των πραγματικών γεγονότων, πράγμα το οποίο έχει οδηγήσει στο αναπόφευκτο αποτέλεσμα ο εφεσείων να παραμείνει εγκλεισμένος στη φυλακή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από αυτό που θα ίσχυε εάν, το σύνολο της επιβληθείσας ποινής, ήταν 25 έτη.

 

Η ελευθερία του ατόμου είναι το ύψιστο αγαθό που πρέπει να διασφαλίζεται σε κάθε δημοκρατική κοινωνία, διεπόμενη από το κράτος δικαίου. Σε περίπτωση παράνομης κράτησης ή περιορισμού προσφέρεται η δυνατότητα στον πολίτη να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της τοιαύτης κράτησης, μέσω του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus Ad Subjiciendum.

[*1163]Το ένταλμα Habeas Corpus είναι άμεσο δραστικό μέτρο για την απελευθέρωση ατόμου από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε αυτή ενεργείται από δημοσία αρχή, ή ιδιώτη. Είναι μια θεραπεία η οποία επικεντρώνεται στο πρόσωπο που τελεί υπό κράτηση.

 

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Χ"Σάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102, αναφέρεται στις σελ.106 και 107:

 

«Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει με βάση την παράγραφο 4 του Άρθρου 155 του Συντάγματος αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και τα εντάλματα της φύσεως Habeas Corpus.

 

…………………………….

 

Το Habeas Corpus Ad. Subjiciendum είναι προνομιακή διαδικασία για την εξασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη, παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από αρχή ή ιδιώτη. Με το ένταλμα αυτό διατάσσεται η προσαγωγή του κρατούμενου στο Δικαστήριο και η έρευνα αναφορικά με την αιτία της φυλάκισης ή της κράτησης του. Εάν δεν υπάρχει νόμιμη δικαιολογία για την κράτηση διατάσσεται η απόλυση του κρατούμενου.»

 

Όπως έχει επαναληφθεί και στην υπόθεση Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55, απαιτείται από τον αιτούμενο το εν λόγω προνομιακό ένταλμα, να καταδείξει, εκ πρώτης όψεως, το παράνομο της κράτησης ή φυλάκισης. Σε περίπτωση επιτυχούς στοιχειοθέτησης εκ πρώτης όψεως παράνομης κράτησης, τότε το βάρος απόδειξης μετατίθεται στο πρόσωπο που έχει τη φυσική κράτηση του ατόμου και τον έλεγχο στο σώμα του. Βλ. επίσης Παύλου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1372 και Ιωάννου (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 971.

 

Εξετάζοντας την παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο επίκεντρο της συζήτησης είναι ο όρος που είχε προστεθεί στο Προεδρικό διάταγμα για μείωση της ποινής ημερ. 3 Μαρτίου 2003. Όσα έχουν λεχθεί αναφορικά με το σκοπό, της εν λόγω παραχωρηθείσας προεδρικής ενέργειας δεν επιφέρουν οποιαδήποτε διαφοροποίηση στον τρόπο αντίκρισης του θέματος γιατί η προσφερόμενη, με βάση το Άρθρο 53.4 του Συντάγματος, εξουσία, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είτε για μείωση, αναστολή ή μετατροπή ποινής φυλάκισης, δεν αποτελεί ανάμειξη της εκτελεστικής εξουσίας ή διοικητικού οργάνου στον καθορισμό της τιμω[*1164]ρίας ενός παραβάτη, όπως εισηγείται, επί του προκειμένου, ο συνήγορος του εφεσείοντα. Βλ. Χ"Σάββα (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1134. 

 

Συναφώς, αποτελεί την κύρια βάση ελέγχου του τρόπου ενεργείας του Διευθυντή των Φυλακών, η προσφερόμενη, με βάση το Προεδρικό Διάταγμα, αναστολή και κατ’ επέκταση η άρση της αναστολής. Η ερμηνεία που εισηγήθηκε ότι ισχύει κατ’ αναλογία ο κ. Βραχίμης με το Ν.95/72, δεν μπορεί να αποτελέσει βάση συζήτησης. Η λεκτική διατύπωση του Προεδρικού Διατάγματος είναι σαφής και, επί του προκειμένου, συμφωνούμε απόλυτα με το συνάδελφο μας που εξέδωσε πρωτοδίκως την απόφαση. Το Διάταγμα προβλέπει ότι αναστέλλονται οι ποινές για «περίοδο 3 ετών από την ημερομηνία αποφυλάκισης τους» (Κυπρίων καταδίκων).

 

Και περαιτέρω αναφέρεται:

 

«Εάν οποτεδήποτε προ της παρόδου της περιόδου αναστολής οποιοσδήποτε κατάδικος διαπράξει νέο αδίκημα και καταδικαστεί γι’ αυτό ………η ανασταλείσα κατά τα ανωτέρω ποινή θα ενεργοποιηθεί αυτόματα …….».

 

Αποτελεί αποδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων θα απολυόταν στις 8 Ιανουαρίου 2008, έχοντας ευεργετηθεί από την περίοδο, της κατά ένα τέταρτο, μείωσης που επέφερε το εν λόγω Προεδρικό Διάταγμα. Ο εφεσείων διέπραξε αδίκημα και καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο. Ήταν, συναφώς, ορθή η άρση της αναστολής που επέβαλε ο Διευθυντής των Φυλακών. Συμφωνούμε με το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης ότι, η ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος δεν έχει σημασία, λαμβανομένου υπόψη ότι τούτο είχε διαπραχθεί μετά την έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος.

 

Παράλληλα, η ερμηνεία που δόθηκε πρωτοδίκως ότι, δηλαδή, η συνέπεια της άρσης της αναστολής οδήγησε στην έκτιση του υπολοίπου της περιόδου των πέντε ετών, είναι ορθή. Αναγκαστικά ο Διευθυντής των Φυλακών θα έπρεπε να προσθέσει την ανασταλείσα πενταετή περίοδο και επιπλέον να συμπεριλάβει στην περίοδο εγκλεισμού του εφεσείοντα, τη νέα διαδοχική ποινή των πέντε ετών που του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας, για το δεύτερο αδίκημα.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, θεωρούμε ότι η πρωτόδικη απόφαση, σύμφωνα με την οποία, ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι η κράτηση του ήταν παράνομη, είναι ορθή.

[*1165]Η έφεση απορρίπτεται και λαμβανομένου υπόψη ότι ο εφεσείων έχει το ευεργέτημα της νομικής αρωγής, δεν επιβάλλουμε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο