Χρίστου Ανδρέας ν. Ζήνας Μηλλιού και Άλλων (2013) 1 ΑΑΔ 1210

(2013) 1 ΑΑΔ 1210

[*1210]13 Ιουνίου, 2013

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ,

 

Εφεσείων - Ενάγων,

 

ν.

 

1. ΖΗΝΑΣ ΜΗΛΛΙΟΥ,

2. ΣΑΒΒΑ ΜΗΛΛΙΟΥ,

3. Μ.C. AESTHETIC MEDICAL LASERS LIMITED,

 

Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 255/2010)

 

 

Αγωγή ― Παράγωγη αγωγή ― Σε αυτής της φύσης αγωγές για την προστασία συμφερόντων εταιρείας, εάν η εταιρεία δεν προστεθεί ως εναγόμενη, η αγωγή δεν μπορεί να προχωρήσει. Αυτή πρέπει να είναι διάδικος ώστε να δεσμεύεται από το αποτέλεσμα ― Σε παράγωγη αγωγή δεν μπορεί να συνδυαστεί αξίωση προς όφελος του ίδιου του ενάγοντα (μετόχου ή μειοψηφίας, ανάλογα) ― Υπόδειξη Εφετείου περί παράλειψης επαναφοράς της εταιρείας ως διαδίκου, διαπίστωση, που καθιστούσε χωρίς νόημα την εξέταση της ουσίας της έφεσης.

 

Ο εφεσείων στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αγωγή που είχε εγείρει εκ μέρους της εναγομένης αρ. 3 για προστασία των συμφερόντων της την οποία ο ίδιος προώθησε ως παράγωγη και/ή εκπροσωπευτική αγωγή.

 

Η αγωγή στρεφόταν εναντίον της εναγομένης 1 η οποία μαζί με τον εφεσείοντα, ήταν οι δυο μοναδικοί μέτοχοι της εναγομένης 3 με ίσο μερίδιο ήτοι κατά 5000 μετοχές έκαστος. Εναγόμενος 2 ήταν ο σύζυγος της εναγομένης 1 και γραμματέας της εναγομένης 3.

 

Η αξίωση του ενάγοντα προς όφελος της εναγομένης 3 ήταν διάφορα δηλωτικά διατάγματα, αποζημιώσεις και απόδοση ενόρκως λογαριασμού για τις δραστηριότητες της εταιρείας, εναγομένης 3, όπως και απόδοση όλων των κερδών προς όφελος της εναγομένης 3.

 

[*1211]Αντίθετη ήταν η εκδοχή των εναγομένων 1 και 2.

 

Όπως αναφερόταν μεταξύ άλλων στην πρωτόδικη απόφαση, η αγωγή εναντίον της εναγομένης 3, δεν προωθήθηκε και μετά από αποστολή της θεσμοθετημένης ειδοποίησης από τον Πρωτοκολλητή, απορρίφθηκε εναντίον της.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή και την εκδοχή του ενάγοντα.

 

Με βάση το σκεπτικό του, το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί στην κρινόμενη περίπτωση περιοριζόμενη στις ράγες της δικογραφίας και την υφή της απαίτησης ως παράγωγης αγωγής, ήταν ότι κανένα ικανοποιητικό έρεισμα μαρτυρίας δεν είχε προσφερθεί ώστε να πεισθεί το Δικαστήριο για το πλαίσιο της εργασίας της εταιρείας αφού η οριοθέτηση των πεδίων δράσης της ήταν συγκεχυμένη με την εμβέλεια δράσης του προσωπικού συνεταιρισμού των διαδίκων ως φυσικών προσώπων.

 

Ο εφεσείων με 29 λόγους έφεσης προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση ως λανθασμένη τόσο σε επίπεδο αξιολόγησης της μαρτυρίας και ευρημάτων αλλά και σε επίπεδο συμπερασμάτων και κατάληξης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το ότι η αγωγή, ήταν παράγωγη, φαινόταν διάχυτα από την έκθεση απαιτήσεως όπου επαναλαμβανόταν πολλές φορές από τον εφεσείοντα αλλά διαπιστωνόταν και από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς. Αυτό ήταν και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το οποίο δεν εφεσιβλήθηκε.

 

2.  Δεν ήταν δυνατόν να εξεταστούν θέματα παράγωγης αγωγής και να εκδοθεί ενδεχομένως απόφαση υπέρ της εναγομένης 3, όταν κατά τον ουσιώδη χρόνο της ακρόασης και μετά, δεν ήταν διάδικος η εταιρεία προς όφελος της οποίας καταχωρήθηκε η αγωγή με τις θεραπείες που έχουν αναφερθεί.

 

3.  Η διαπίστωση στην οποία προέβη το Εφετείο καθιστούσε χωρίς νόημα την εξέταση των λόγων ουσίας της έφεσης, για τον απλό λόγο ότι δε θα μπορούσε να οδηγήσει σε θετικό για τον εφεσείοντα αποτέλεσμα.

 

4.  Ο εφεσείων όφειλε να λάβει μέτρα επαναφοράς της εταιρείας ως διαδίκου. Η λεγόμενη παράγωγη αγωγή δεν εκδικάζεται επί μα[*1212]ταίω, ούτε και θα έπρεπε ο εφεσείων, να αναμένει από το Εφετείο να διεξέλθει όλο το φάσμα των 29 λόγων έφεσης ούτως ώστε αν τον δικαιώσει να διατάξει απλώς την επαναφορά της εφεσίβλητης 3 εταιρείας ως μια απλή τυπικότητα ως ανεφέρθη από το συνήγορο του εφεσείοντος.

 

5.  Δεν είναι απλή τυπικότητα η ιδιότητα διαδίκου, ιδιαιτέρως εδώ που η αντιπαράθεση και η επίλυση τόσων περίπλοκων θεμάτων μεταξύ εφεσείοντος και εφεσιβλήτων 1 και 2, μόνο την εφεσίβλητη 3 εταιρεία θα μπορούσαν να ωφελέσουν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας διαπιστώσει την απόρριψη της αγωγής εναντίον της εταιρείας θα έπρεπε να είχε θέσει το ζήτημα στους διαδίκους για τα περαιτέρω.

 

Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς διαταγή για έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Mammous κ.ά. ν. Willstrop κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 90,

 

Spokes v. Grosvenor Hotel Co.Ltd. a.o. [1897] 2 QB 124,

 

Stroud v. Lawson [1898] 2 QB 44.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Ψαρά-Μιλτιάδου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 7915/2003), ημερ. 24/6/2010.

 

Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα - Ενάγοντα.

 

Ευαγ. Πουργουρίδης, για τους Εφεσίβλητους - Εναγόμενους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Παρπαρίνος.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης ο εφεσείων/ενάγων στην πρωτόδικη διαδικασία, καταχώρησε την αγωγή αρ. 7915/03 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εκ μέρους της εναγομένης αρ. 3 για προστασία των συμφε[*1213]ρόντων της. Όπως ο ίδιος την αποκαλεί είναι παράγωγη και/ή εκπροσωπευτική αγωγή. Η αγωγή στρεφόταν εναντίον της εναγομένης 1 η οποία μαζί με τον εφεσείοντα είναι οι δυο μοναδικοί μέτοχοι της εναγομένης 3 με ίσο μερίδιο ήτοι κατά 5000 μετοχές έκαστος. Εναγόμενος 2 είναι ο σύζυγος της εναγομένης 1 και γραμματέας της εναγομένης 3.

 

Η δικογραφημένη θέση του ενάγοντα είναι ότι η εναγομένη 3 από τον Νοέμβριο 1999 σε εκμισθούμενο υποστατικό στη Λεμεσό και με δυο αγορασθέντα υπό των μετόχων μηχανήματα πρόσφερε υπηρεσίες αισθητικής και θεραπείας δερματικών παθήσεων υπό τον πλήρη έλεγχο των εναγομένων 1 και 2. Υποψίες του ενάγοντα από το έτος 2001 ότι δεν καταγράφοντο όλα τα έσοδα της, οδήγησαν μεταξύ άλλων, σε έλεγχο των εσόδων της από τον ίδιο, τον Νοέμβριο 2001 και σε λογιστικό έλεγχο του κύκλου εργασιών της εναγομένης 3 για την περίοδο 11/5/01-10/11/02. Από τις άνομες ενέργειες των εναγομένων 1 και 2, οι οποίοι εν τω μεταξύ δημιούργησαν άτυπο συνεταιρισμό υπό την επωνυμία «Metamorfosis Medical Center” και οικειοποιήθηκαν τις εργασίες της εναγομένης 3, προκάλεσαν και προκαλούν στην τελευταία ζημιές ύψους £400.000 ενώ ποσό £270.000 υπεξαιρέθη από το ταμείο της.

 

Η αξίωση του ενάγοντα προς όφελος της εναγομένης 3 είναι διάφορα δηλωτικά διατάγματα, αποζημιώσεις και απόδοση ενόρκως λογαριασμού για τις δραστηριότητες της εταιρείας, εναγομένης 3, όπως και απόδοση όλων των κερδών προς όφελος της εναγομένης 3.

 

Αντίθετη ήταν η εκδοχή των εναγομένων 1 και 2. Στην κοινή έκθεση υπεράσπιση τους προβάλλουν ότι στο εκμισθούμενο υποστατικό λειτουργούσε επιχείρηση των διαδίκων ως φυσικών προσώπων υπό τη μορφή άτυπου συνεταιρισμού. Η επιχείρηση προσέφερε ιατρικές υπηρεσίες που βάσει της νομοθεσίας μόνο εγγεγραμμένοι ιατροί, ως ο ενάγοντας και εναγόμενος 2, μπορούσαν να προσφέρουν. Μέσα στα πλαίσια αυτά αγοράσθηκαν και δυο μηχανήματα από τους διάδικους. Η επιχείρηση συνέχισε τις εργασίες της κατά τον ίδιο τρόπο και μετά την σύσταση της εναγομένης 3 περί τον Ιανουάριο 2000 με σκοπό «ανάμεσα σε άλλα την διάθεση/ενοικίαση ιατρικών μηχανημάτων προς ιατρούς προκειμένου να επωφεληθούν οι διάδικοι και/ή ο ως άνω αναφερόμενος άτυπος συνεταιρισμός, των φορολογικών ελαφρύνσεων που παρέχονται από τη νομοθεσία σε νομικά πρόσωπα». Τα έσοδα από την επιχείρηση ανήκαν στον άτυπο συνεταιρισμό και όχι στην εναγομένη 3, γι’ αυτό και οι καταστάσεις που [*1214]ετοιμάζοντο αφορούσαν αυτά τα έσοδα και όχι την εναγομένη 3.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του ενάγοντα και συνεπώς και την αγωγή. Στη σελ. 25 της απόφασης αναφέρονται τ’ ακόλουθα:

 

«Το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί στην κρινόμενη περίπτωση περιοριζόμενη στις ράγες της δικογραφίας και την υφή της απαίτησης ως παράγωγης αγωγής είναι ότι κανένα ικανοποιητικό έρεισμα μαρτυρίας δεν προσφέρθηκε ώστε να πεισθεί το Δικαστήριο για το πλαίσιο της εργασίας της εταιρείας αφού η οριοθέτηση των πεδίων δράσης της είναι συγκεχυμένη με την εμβέλεια δράσης του προσωπικού συνεταιρισμού των διαδίκων ως φυσικών προσώπων. Η σύγχυση είναι εγγενής από την αφετηρία της σχέσης των διαδίκων και τίποτε από τα προβληθέντα εκ της μαρτυρίας δεν παρέχει έρεισμα στέρεων ευρημάτων.

 

Αυτό είναι καταλυτικό για την κατάληξη της σε μια αγωγή τέτοιας φύσης στην οποία το ζητούμενο είναι επαναλαμβάνω, η προστασία της ιδίας της εταιρείας από επιλήψιμες πράξεις και η απόδειξη οικειοποίησης περιουσιακών της στοιχείων. Κάτι που εν προκειμένω δεν αποδείχθηκε, (βλέπετε για την φύση της αγωγής ως παράγωγης το σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση, Vol. 6, σελ. 444 κ.επ., Nurcombe ν. Nurcombe and another (1985) All E.R. σελ. 65, Πιρίλλης κ.ά. ν. Κούη (2004) 1 Α.Α.Δ. 136).»

 

Ο εφεσείων με 29 λόγους έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως λανθασμένη τόσο σε επίπεδο αξιολόγησης της μαρτυρίας και ευρημάτων αλλά και σε επίπεδο συμπερασμάτων και κατάληξης.

 

Στη σελ. 10 της πρωτόδικης απόφασης αναφέρεται ότι «η αγωγή εναντίον της εναγομένης 3 δεν προωθήθηκε και μετά από αποστολή της θεσμοθετημένης ειδοποίησης από τον Πρωτοκολλητή, απορρίφθηκε εναντίον της εναγομένης 3 στις 26/11/09».

 

Το θέμα ηγέρθη κατά την ακρόαση της έφεσης από μέλος του Εφετείου πλην όμως οι συνήγοροι δεν είχαν τίποτε να εισηγηθούν πλην του ότι θα πρέπει να αγνοηθεί.

 

Ανατρέξαμε στο φάκελο της αγωγής και βρήκαμε το σχετικό πρακτικό ημερ. 26/11/09, όπου αναφέρονται ότι:

[*1215]«Ειδοποίηση σύμφωνα με το θεσμό 14(1) Κανονισμός 17 εκδόθηκε και επιδόθηκε. Ένορκη δήλωση επίδοσης καταχωρήθηκε και σημειώθηκε σαν Τεκμήριο «Α».

 

Δικαστήριο: Η αγωγή απορρίπτεται για εναγόμενο 3.»

 

Περαιτέρω από τον ίδιο φάκελο φαίνεται ότι η ειδοποίηση του Πρωτοκολλητή ως άνω, λήφθηκε έναντι υπογραφής από δικηγόρο του ενάγοντα στις 10/11/09 όπως και ότι την ίδια ημέρα απεστάλη ταχυδρομικώς η ίδια ειδοποίηση στην διεύθυνση του ενάγοντα.  Προς τούτο υπάρχει σχετική ένορκη δήλωση υπό υπαλλήλου του δικαστηρίου που καταγράφεται ως τεκμ. «Α» στο πρακτικό ημερ. 26/11/09 του Δικαστηρίου, ότε απέρριψε την αγωγή. Να σημειωθεί περαιτέρω ότι απ’ ότι φαίνεται από το φάκελο της υπόθεσης δεν λήφθηκαν από τον ενάγοντα τ’ αναγκαία δικονομικά μέτρα για επαναφορά της αγωγής εναντίον της εναγομένης 3.

 

Το ότι η αγωγή, είναι παράγωγη, φαίνεται διάχυτα από την έκθεση απαιτήσεως όπου επαναλαμβάνεται πολλές φορές από τον εφεσείοντα αλλά διαπιστώνεται και από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς. Αυτό είναι και το εύρημα του δικαστηρίου (άνω) και το οποίο δεν εφεσιβλήθη. Στη Mammous κ.ά. ν. Willstrop κ.ά., (2012) 1 Α.Α.Δ. 90, λέχθηκαν τ’ ακόλουθα:

 

«……………. Παράγωγη είναι η αγωγή που εγείρεται από ένα μέτοχο και βασίζεται σε αιτία αγωγής που έχει η εταιρεία, σε αντιπαράθεση με αιτία αγωγής που ανήκει στον μέτοχο. Το Κοινό Δίκαιο επιτρέπει σε ένα μέτοχο μειοψηφίας να εγείρει αγωγή εκ μέρους της εταιρείας σε περιπτώσεις όπου η εταιρεία δεν ενεργεί η ίδια, γιατί ο αδικοπραγών ελέγχει την εταιρεία και μπορεί να την εμποδίσει από του να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια.

 

Ο κανόνας του Κοινού Δικαίου, που τέθηκε στην υπόθεση Foss v. Harbottle (1843) 67 E.R. 189, λέγει ότι αν μία εταιρεία γίνεται θύμα αδικήματος, τότε, επειδή αποτελεί διαφορετική οντότητα από τους μετόχους της, εκ πρώτης όψης είναι η εταιρεία που θα πρέπει να εγείρει αγωγή. Εντούτοις, η εξαίρεση στον γενικό κανόνα επιτρέπει σε ένα μέτοχο να εγείρει αγωγή εκ μέρους της εταιρείας, εάν υπάρχει δόλος εναντίον της μειοψηφίας και οι υπεύθυνοι του δόλου ελέγχουν την εταιρεία.

 

Σχετικές με τους κανόνες που διέπουν το θέμα στην Κύπρο είναι, μεταξύ άλλων, οι υποθέσεις Θωμά κ.ά. ν. Ηλιάδη (2006) 1 [*1216]Α.Α.Δ. 1263 και Πιριλλής κ.ά. ν. Κουή (2004) 1 Α.Α.Δ. 136

 

Στο σύγγραμμα Gower’s Principles of Modern Company Law, 4η έκδοση, σελ. 651 αναφέρεται σχετικά:

 

«(iii) The company must be made a defendant in the action. As already pointed out, the company is the true plaintiff, and if a money judgment is recovered against the true defendants - the wrongdoing directors or other controllers – this will be in favour of the company and not in favour of the individual shareholder who is nominal plaintiff. The company cannot, in fact, be the plaintiff, because neither of its organs – the board of directors and the general meeting – will authorise suit by it. As the next best thing the court insists upon its being made the nominal defendant.  So long as the company is a party, judgment can be given in its favour, and any decision in the case becomes res judicata so far as the company is concerned, precluding it from bringing a subsequent action on the same cause if there is a later change in control.”

 

(Βλ. επίσης Halsbury’s Laws of England, 3ος Τόμος, σελ. 446.)

 

Σε δική μας μετάφραση:

 

«Η εταιρεία πρέπει να προστεθεί ως εναγόμενη στην αγωγή.  Όπως, ήδη έχει υποδειχθεί, η εταιρεία είναι ο πραγματικός ενάγων και εάν απόφαση εις χρήμα επιτύχει εναντίον των πραγματικών εναγομένων - των αδικοπραγούντων διευθυντών ή των άλλων που έχουν τον έλεγχο της – αυτή θα είναι προς όφελος της εταιρείας και όχι προς όφελος του μετόχου που είναι κατ’ όνομα ενάγων. Η εταιρεία δεν μπορεί στην πραγματικότητα να είναι ενάγων καθ’ ότι κανένα από τα όργανα της – το Διοικητικό Συμβούλιο και Γενική Συνέλευση – θα επέτρεπαν έγερση της αγωγής. Ως το επόμενο καλύτερο, το Δικαστήριο επιμένει όπως προστεθεί ως εναγόμενη. Εφ’ όσον η εταιρεία είναι διάδικος, απόφαση μπορεί να δοθεί προς όφελος της και οποιαδήποτε απόφαση στην υπόθεση γίνεται δεδικασμένο κατά το μέρος που αφορά την εταιρεία, εμποδίζοντας την να επαναφέρει νέα αγωγή για την ίδια αιτία, εάν στο μέλλον υπάρξει αλλαγή στον έλεγχο της.»

 

Στη Spokes v. Grosvenor Hotel Co.Ltd. a.o. [1897] 2 QB 124, 126, 128 αποφασίστηκε ότι σε αυτής της φύσης αγωγές εάν η εταιρεία δεν προστεθεί ως εναγόμενη, η αγωγή δεν μπορεί να [*1217]προχωρήσει. Αυτή πρέπει να είναι διάδικος ώστε να δεσμεύεται από το αποτέλεσμα. Επισης θα πρέπει να λεχθεί ότι σε παράγωγη αγωγή δεν μπορεί να συνδυαστεί αξίωση προς όφελος του ίδιου του ενάγοντα (μετόχου ή μειοψηφίας, ανάλογα) (βλ. Gore-Browne on Companies, 44η έκδοση, τόμος 2 στις 28.014 παραγρ. 28.8.2, Stroud v. Lawson [1898] 2 QB 44).

 

Αδυνατούμε ν’ αντιληφθούμε πώς θα ήταν δυνατόν να εξεταστούν θέματα παράγωγης αγωγής και να εκδοθεί ενδεχομένως απόφαση υπέρ της εναγομένης 3, όταν κατά τον ουσιώδη χρόνο της ακρόασης και μετά, δεν ήταν διάδικος η εταιρεία προς όφελος της οποίας καταχωρήθηκε η αγωγή με τις θεραπείες που έχουν αναφερθεί.

 

Η διαπίστωση στην οποία έχουμε προβεί καθιστά χωρίς νόημα την εξέταση των λόγων ουσίας της έφεσης για τον απλό λόγο ότι δε θα μπορούσε να οδηγήσει σε θετικό για τον εφεσείοντα αποτέλεσμα.

 

Ο εφεσείων όφειλε να λάβει μέτρα επαναφοράς της εταιρείας ως διαδίκου. Όχι μόνο δεν το έπραξε, αλλά και αδιαφόρησε έχοντας λάβει γνώση της απόρριψης. Η λεγόμενη παράγωγη αγωγή δεν εκδικάζεται επί ματαίω, ούτε και θα έπρεπε ο εφεσείων, να αναμένει από το Εφετείο να διεξέλθει όλο το φάσμα των 29 λόγων έφεσης ούτως ώστε αν τον δικαιώσει να διατάξει απλώς την επαναφορά της εφεσίβλητης 3 εταιρείας ως μια απλή τυπικότητα ως ανεφέρθη από το συνήγορο του εφεσείοντος. Δεν είναι απλή τυπικότητα η ιδιότητα διαδίκου, ιδιαιτέρως εδώ που η αντιπαράθεση και η επίλυση τόσων περίπλοκων θεμάτων μεταξύ εφεσείοντος και εφεσιβλήτων 1 και 2, μόνο την εφεσίβλητη 3 εταιρεία θα μπορούσαν να ωφελέσουν. Και ήταν λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έχοντας διαπιστώσει την απόρριψη της αγωγής εναντίον της εταιρείας να μην είχε θέσει το ζήτημα στους διαδίκους για τα περαιτέρω.

 

Η έφεση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.

 

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο