Kayat Τrading Ltd ν. Genzyme Corporation (Αρ. 3) (2013) 1 ΑΑΔ 1263

(2013) 1 ΑΑΔ 1263

[*1263]14 Ιουνίου, 2013

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

KAYAT TRADING LIMITED,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

GENZYME CORPORATION (ΑΡ. 3),

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 58/2012)

 

 

Φυσική Δικαιοσύνη ― Απορρίφθηκε διάβημα διαδίκου που είχε ως αίτημα την  ακύρωση εκδοθείσας απόφασης του Εφετείου λόγω ισχυριζόμενης παράβασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης ― Δεν υπάρχει στο Εφετείο σύμφυτη εξουσία για θεραπεία ατέλειας σε δικαστική διαδικασία, όπως η παραβίαση της αρχής της ακρόασης και των δύο μερών, ή, η παράλειψη επίδοσης της διαδικασίας στον αντίδικο ― Η παρούσα περίπτωση δεν ήταν πρέπουσα, για εφαρμογή των πιο πάνω αρχών.

 

Τελεσιδικία αποφάσεων ― Δεν υπάρχει τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας και μια απόφαση Εφετείου είναι τελική και τελεσίδικη ― Η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου, εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις όπου μια απόφαση του Εφετείου είναι άκυρη, λόγω παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης ― Σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο διακηρύττει ότι η προηγούμενη απόφασή του είναι άκυρη.

 

Σύμφυτη εξουσία Δικαστηρίου ― Επανάνοιγμα υπόθεσης ― Μετά την ολοκλήρωση της δίκης και την έκδοση απόφασης, επανάνοιγμα της υπόθεσης είναι δυνατό μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που για κάποιο λόγο, όπως για παράδειγμα η μη ειδοποίηση διαδίκου περί της διαδικασίας, η διεξαχθείσα δίκη είναι άκυρη ― Σε τέτοια περίπτωση η ακύρωση αποτελεί χρέος προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης και το χρέος αυτό μπορεί να πληρωθεί είτε μετά από διάβημα ενδιαφερόμενου προσώπου είτε με πρωτοβουλία του ίδιου του Δικα[*1264]στηρίου ― Νομολογιακή επισκόπηση.

 

Επανεκδίκαση ― Εκτός αν επιδιώκεται διόρθωση γραφικού λάθους στη βάση της Δ.25 θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, δεν υπάρχει οποιαδήποτε ευχέρεια επανεκδίκασης έφεσης, ουσιαστικά σε τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας, εκτός αν η απόφαση του Εφετείου είναι άκυρη λόγω παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

 

Φυσική δικαιοσύνη ― Οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης είναι ουσιαστικά ότι ουδείς είναι κριτής της ιδίας αυτού υπόθεσης και ότι όλες οι ενδιαφερόμενες πλευρές έχουν το δικαίωμα να ακουστούν στην υπόθεση.

 

Δικαιώματα διαδίκου ― Δεν είναι επιτρεπτό διάδικος, και πολύ περισσότερο δικηγόρος, να θέτει ενώπιον του δικαστηρίου, τις θέσεις των πελατών του, στην απουσία της άλλης πλευράς.

 

Δύο μέρες μετά την απόφαση του Εφετείου στην πιο πάνω Πολιτική Έφεση που εκδόθηκε στις 4.3.2013, με την οποία ανατράπηκε η πρωτόδικη κρίση να μην επιτραπεί εν μέσω ακρόασης, αίτηση τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης των εφεσειόντων, ο συνήγορος των εφεσιβλήτων προέβη σε διάβημα προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ούτως ώστε να αχθεί ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας αίτημα προς ακύρωση της πιο πάνω απόφασης ως απόρροια παράβασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης.

 

Ο λόγος ήταν ότι περιήλθε στην αντίληψη του συνηγόρου των εφεσιβλήτων ότι πριν από την έκδοση της απόφασης είχαν αποσταλεί ορισμένα έγγραφα στο Ανώτατο Δικαστήριο, τα οποία υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο χωρίς καμιά κοινοποίηση στον ίδιο ως συνήγορο των εφεσιβλήτων, με αποτέλεσμα η πλευρά των εφεσιβλήτων να έχει υποστεί σύμφωνα με τη θέση των εφεσιβλήτων, επηρεασμό των δικαιωμάτων της, διότι το Εφετείο είχε ενώπιον του υλικό, το οποίο ουδέποτε περιήλθε στη δική τους γνώση.

 

Οι εφεσίβλητοι ζήτησαν και έλαβαν με οδηγίες του Ανωτάτου τις διάφορες επιστολές που στάλθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Οι δικηγόροι των εφεσειόντων υπέβαλαν απαντητικά ότι οι ενέργειες τους ήταν καθόλα νομότυπες, καθ’ ότι με αυτές ζητείτο απλά και μόνο να πληροφορηθούν οι εφεσείοντες κατά πόσον ήταν εφικτή η έκδοση της απόφασης του Εφετείου εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος και τούτο επειδή εκκρεμούσε ενώπιον του [*1265]Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η εκδίκαση συνεχιζόμενης αγωγής, που επηρεαζόταν άμεσα από την απόφαση του Εφετείου.

 

Επιπρόσθετα, ανέφεραν ότι οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων ενημερώθηκαν από τους ίδιους για την ύπαρξη και την αποστολή των εν λόγω επιστολών. Η επιστολή των εφεσειόντων δόθηκε στην άλλη πλευρά, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία μέσω του δικηγόρου της αγόρευσε και έθεσε τα επιχειρήματα και τα σχόλια της ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Όσον αφορούσε στο αίτημα για την επίσπευση της έκδοσης της απόφασης του Εφετείου, υποστηρίχθηκε ότι  αυτό τέθηκε και προφορικά ενώπιον του Εφετείου στην παρουσία της άλλης πλευράς και ήταν απόλυτα θεμιτό.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό Νικολάτου Δ., συμφωνούντων και των Αρτέμη Π., Παπαδοπούλου Δ., Ερωτοκρίτου Δ., Πασχαλίδη Δ., Παναγή Δ., Παρπαρίνου Δ. και Μιχαηλίδου Δ.:

 

1.  Στα πρακτικά του Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερ. 4.2.2013 αναγραφόταν ρητά ότι η πλευρά των εφεσειόντων είχε αναφέρει ενώπιον του Δικαστηρίου, στην παρουσία της άλλης πλευράς, ότι στάλθηκε επιστολή προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 21.1.2013, από τον Διευθυντή της εφεσείουσας, και στη βάση της επιστολής εκείνης ο ορισμός ημερομηνίας ακρόασης της έφεσης συντομεύθηκε και ορίστηκε στις 25.2.2013.

 

2.  Στα ίδια πρακτικά αναγραφόταν ότι ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων δήλωσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο ότι, εκείνη τη στιγμή, του είχε δοθεί η εν λόγω επιστολή, και μάλιστα ανέφερε ότι αυτό ήταν παράτυπο. Αναφέρθηκε δε και στο περιεχόμενο της επιστολής και το σχολίασε.

 

3.  Αντίθετα,  ενώπιον του εκδικάζοντος Εφετείου, στις 25.2.2013, δεν ανέφερε ο,τιδήποτε για την εν λόγω επιστολή των εφεσειόντων προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

4.  Εάν οι εφεσίβλητοι αισθάνονταν ότι, με την αποστολή της επιστολής ημερ. 21.1.2013 προς τον έντιμο Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είχε μολυνθεί η δικαστική διαδικασία, θα ήταν ορθό να το έθεταν ενώπιον του Εφετείου πριν επιφυλαχθεί και εκδοθεί η απόφαση του Εφετείου.

 

5.  Δεν μπορούσε να επικροτηθεί η ενέργεια των εφεσιβλήτων να μην [*1266]αναφέρουν οτιδήποτε στο Εφετείο, στις 25.2.2013, και δύο μέρες μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου να ζητούν την ακύρωση της εναντίον τους εκδοθείσας απόφασης του Εφετείου, για τους προαναφερόμενους λόγους.

 

6.  Εν πάση όμως περιπτώσει, από τη στιγμή που αντίγραφο της επιστολής ημερ. 21.1.2013 δόθηκε στους δικηγόρους των εφεσιβλήτων, στις 4.2.2013, δεν υπήρχε παραβίαση οποιουδήποτε κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης, εφόσον οι εφεσίβλητοι είχαν την ευκαιρία να προβάλουν τις θέσεις τους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, και το έπραξαν, και είχαν την ευκαιρία να το πράξουν και ενώπιον του Εφετείου και δεν το έπραξαν.

 

7.  Όσον αφορούσε στην επιστολή των δικηγόρων των εφεσειόντων ημερ. 25.2.2013 προς την Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με κοινοποίηση στους έντιμους Δικαστές του εκδικάζοντος Εφετείου, πράγματι με αυτή απλά ζητείτο η έκδοση, αν ήταν εφικτό, της επιφυλαχθείσας απόφασης, πριν τις 28.2.2013, κάτι που ήταν θεμιτό.

 

8.  Όμως η επισύναψη της επιστολής ημερ. 21.1.2013 στην επιστολή των δικηγόρων των εφεσειόντων ημερ. 25.2.2013, με σκοπό την κοινοποίηση της στους Δικαστές του εκδικάζοντος Εφετείου, ήταν ανεπίτρεπτη, λανθασμένη και αντιδεοντολογική ενέργεια η οποία θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί.

 

9.  Στην παρούσα υπόθεση, παρά την ανεπίτρεπτη προαναφερόμενη ενέργεια των εφεσειόντων και των δικηγόρων τους, δεν παραβιάστηκε οποιοσδήποτε κανόνας της φυσικής δικαιοσύνης.

 

10.   Οι αρχές της Πουλλή, Pinochet και Τράπεζα Κύπρου (κατωτέρω), αλλά και της Rouiz-Mateos v. Spain [1993] ECHR 12952/87 δεν εφαρμόζονταν, εν προκειμένω.

 

Β. Υπό Ναθαναήλ Δ., συμφωνούντων και των Παμπαλλή Δ. και Κληρίδη Δ.:

 

1.  Η ενέργεια των εφεσειόντων να απευθύνουν μονομερώς και στην άγνοια της άλλης πλευράς προς το Ανώτατο Δικαστήριο,  επιστολές με αίτημα την επίσπευση της όλης διαδικασίας της έφεσης και της έκδοσης της απόφασης, ουδόλως ήταν ορθή.

 

2.  Δεν επιτρέπεται σε διάδικο, πόσο μάλλον με τη συνδρομή του δικηγόρου του, να απευθύνει, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση ή κοι[*1267]νοποίηση στην αντίδικη πλευρά, επιστολή στο Δικαστήριο, πρωτόδικο ή Εφετείο, για οποιοδήποτε θέμα που αφορούσε εκκρεμούσα διαδικασία.

 

3.  Το μόνο που γνώριζαν οι εφεσίβλητοι κατά την ακρόαση στις 25.2.2013, όπως φάνηκε από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, ήταν ότι είχε αποσταλεί μια επιστολή από τους ίδιους τους εφεσείοντες στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, γεγονός που ο δικηγόρος των εφεσίβλητων σχολίασε στα πλαίσια πάντοτε της πρωτόδικης ακροαματικής διαδικασίας, με αφορμή το αίτημα αναβολής που υπέβαλε ο αντίδικος του, λόγω της εκκρεμοδικίας της έφεσης.

 

4.  Το ζήτημα παρέμενε κατά πόσο η περίπτωση ήταν πρέπουσα για εφαρμογή ή καλύτερα για επέκταση της αρχής που διατυπώθηκε στις υποθέσεις Πουλλή, Pinochet και Παντελίδου – κατωτέρω –.

 

5.  Η συνισταμένη αρχή που εξάγεται από τις πιο πάνω υποθέσεις είναι ότι ενυπάρχει στο Δικαστήριο σύμφυτη εξουσία για θεραπεία ατέλειας σε δικαστική διαδικασία, όπως η παραβίαση της αρχής της ακρόασης και των δύο μερών, ή, η παράλειψη επίδοσης της διαδικασίας στον αντίδικο.

 

6.  Όμως, η παρούσα περίπτωση δεν ήταν πρέπουσα για εφαρμογή των πιο πάνω αρχών. Και αυτό διότι, υπό το φως της μη αμφισβήτησης της υποκειμενικής αμεροληψίας του Εφετείου που εκδίκασε την υπόθεση, τα γεγονότα δεν δικαιολογούσαν επέκταση της ως άνω αρχής.

 

7.  Η επιστολή των ιδίων των εφεσειόντων φαίνεται να είχε ως μόνο αντικειμενικό μετρήσιμο αντίκτυπο, τη μετάθεση της αρχικής ημερομηνίας ακρόασης σε χρόνο ενωρίτερο, η δε απόφαση του Εφετείου ημερ. 4.3.2013, επιτρέποντας την τροποποίηση και ακυρώνοντας την περί του αντιθέτου πρωτόδικη κρίση, είχε αναφορά μόνο στα τεθέντα από προηγουμένως γεγονότα που οδήγησαν στην ανάγκη τροποποίησης και τις νομικές αρχές περί των τροποποιήσεων γενικώς.

 

8.  Η ακρόαση ενώπιον του Εφετείου στις 25.2.2013 έγινε αφού τοποθετήθηκαν πλήρως και οι δύο πλευρές επί του αντικειμένου της έφεσης και δεν υπήρξε αποστέρηση του δικαιώματος οποιασδήποτε πλευράς να θέσει τα επιχειρήματα της προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.

 

9.  Επομένως δεν έγινε ακροαματική διαδικασία στην απουσία της [*1268]άλλης πλευράς (υπόθεση Πουλλή), ούτε αποφασίστηκαν θέματα μη επίδικα χωρίς την τοποθέτηση ενός των διαδίκων (υπόθεση Τράπεζα Κύπρου), ούτε οι ανεπίτρεπτες ενέργειες των εφεσειόντων έθεσαν ενώπιον του Εφετείου ζητήματα που άπτονταν του αντικειμένου της τροποποίησης, ώστε να έπρεπε να τύγχαναν απάντησης ή σχολιασμού (υπόθεση Ruiz-Mateos).

 

Γ. Υπό Χατζηχαμπή Δ.:

 

1.  Η αποστολή της επιστολής της 25.2.2013 προς την Αρχιπρωτοκολλητή με κοινοποίηση προς τους Δικαστές του Εφετείου, στην οποία επισυνάπτετο η επιστολή του ιδιοκτήτη των Εφεσειόντων της 21.1.2013, ήταν λανθασμένη, αντιδεοντολογική και ανεπίτρεπτη ενέργεια, αφού με αυτή, και δη τα αναφερόμενα στην επιστολή της 21.1.2013, οι Εφεσείοντες, υπό το πρόσχημα της επιδίωξης ενωρίτερης ημερομηνίας ακρόασης, ουσιαστικά έθεσαν μονομερώς ενώπιον του Εφετείου θέσεις και απόψεις που αντανακλούσαν και στην ουσία της όλης υπόθεσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και κατ’ επέκταση μπορούσαν να αντανακλούσαν στα αφορώντα στην έφεση.

 

2.  Σαφώς δεν είναι επιτρεπτό, από την άποψη της αντικειμενικής πτυχής των πραγμάτων πάντοτε, και χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ως προς την υποκειμενική αμεροληψία, να τίθενται με αυτό τον τρόπο μονομερώς από διάδικο δεδομένα και απόψεις ενώπιον του Δικαστηρίου και μάλιστα μετά από την επιφύλαξη απόφασης.

 

3.  Από τα πρακτικά του Επαρχιακού Δικαστηρίου, και δη της 4.2.2013, προέκυπτε ότι ήταν σε γνώση του δικηγόρου των εφεσιβλήτων η αποστολή της επιστολής αυτής και θα αναμένετο το θέμα που συναρτάτο προς το ανεπίτρεπτο της μονομερούς παρέμβασης προς το Εφετείο να είχε εγερθεί πάραυτα ή εν πάση περιπτώσει την 25.2.2013 που η έφεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, εφ΄όσον μάλιστα η ακρόαση είχε επισπευθεί κατά δύο μήνες.

 

4.  Θα μπορούσε βεβαίως να λεχθεί ότι από την επιστολή της 21.1.2013 προέκυπτε ότι αυτή εστάλη μόνο στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όχι στο Εφετείο, και ότι ήταν μόνο μέσω της επιστολής της 25.2.2013 που κοινοποιήθηκε στο Εφετείο.  Δεν μπορούσε όμως να θεωρηθεί ότι αυτή θα ήταν η λογική εξέλιξη των πραγμάτων, αφού επιδίωξη της επιστολής της 21.1.2013 ήταν η επίσπευση της ακρόασης της έφεσης και αυτή έγινε σε γνώση των Εφεσιβλήτων.

[*1269]5.    Μπορούσε λοιπόν ευλόγως να θεωρηθεί, ότι οι εφεσίβλητοι θα έπρεπε να είχαν θεωρήσει ότι η επιστολή της 21.1.2013 είχε τεθεί ενώπιον του Εφετείου, ή εν πάση περιπτώσει ότι τούτο ήταν μία εξέλιξη που θα μπορούσε να είχε διερευνηθεί περαιτέρω από τότε.

 

6.  Υπό το φως των πιο πάνω, αυτή δεν θα ήταν πρέπουσα περίπτωση στην οποία να γινόταν άσκηση της δικαιοδοσίας της οποίας έχει γίνει επίκληση.

 

Το αίτημα απορρίφθηκε, χωρίς διαταγή για έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1060,

 

Ex. p. Pinochet Ugarte (no. 2) [1999] 1 All E.R. 577,

 

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ κ.ά. (2011) 1(Β) Α.Α.Δ 1506,

 

Κτηνοτροφική Επιχείρηση Π.Σ.Μ. Πέτρου Λίμιτεδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2012) 1 Α.Α.Δ. 2023,

 

Rouiz-Mateos v. Spain [1993] ECHR 12952/87,

 

Pinochet [2000] 1 Α.C. 119.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιάτσος, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 7462/2002), ημερ. 20/1/2012.

 

Γ. Γεωργιάδης με Ντ. Βαρωσιώτου (κα) και Δ. Λαδά (κα), για τους Εφεσείοντες.

 

Π. Πολυβίου με Στ. Πολυβίου (κα) και Γ. Μίτλετον, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η απόφαση είναι ομόφωνη ως προς την κατάληξη. Την πρώτη απόφαση θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος και [*1270]με αυτή συμφωνούν οι Αρτέμης, Π. και οι Δικαστές Παπαδοπούλου, Ερωτοκρίτου, Πασχαλίδης, Παναγή, Παρπαρίνος και Μιχαηλίδου. Ξεχωριστή απόφαση με την ίδια κατάληξη θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ και με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Παμπαλλής και Κληρίδης. Ξεχωριστή επίσης απόφαση, με την ίδια κατάληξη, θα δώσει και ο Δικαστής Χατζηχαμπής.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Στις 4.3.2013 το Εφετείο εξέδωσε απόφαση στην Πολιτική Έφεση 58/2012. Η απόφαση είχε επιφυλαχθεί στις 25.2.2013, αφού ακούστηκαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των δύο πλευρών.

 

Με επιστολή του ημερ. 6.3.2013, δύο μέρες μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου, προς τον Έντιμο Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων/εναγομένων κ. Π.Γ. Πολυβίου ζήτησε όπως η υπόθεση τεθεί κατεπειγόντως ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου με σκοπό την ακύρωση της απόφασης ημερ. 4.3.2013, ως εκδοθείσας κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και/ή κατά παράβαση των αρχών της δίκαιης δίκης και/ή των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των εναγομένων/εφεσιβλήτων.

 

Στην προαναφερόμενη επιστολή του κ. Πολυβίου αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι οι εφεσείοντες και οι δικηγόροι τους απέστειλαν επιστολές προς το Ανώτατο Δικαστήριο, σε σχέση με την Πολιτική Έφεση 58/2012, και μάλιστα μετά την επιφύλαξη της απόφασης, χωρίς να αποσταλούν στους δικηγόρους των εφεσιβλήτων αντίγραφα των επιστολών αυτών. Όπως αναφέρει ο κ. Πολυβίου ζήτησε από τον Έντιμο Δικαστή κ. Πασχαλίδη που εκφώνησε την απόφαση του Εφετείου στις 4.3.2013, να δώσει οδηγίες στον Πρωτοκολλητή, να δοθούν στους δικηγόρους των εφεσιβλήτων οποιεσδήποτε επιστολές και/ή έγγραφα στάληκαν στο Δικαστήριο από τους εφεσείοντες,  χωρίς τη γνώση των εφεσιβλήτων. Ο Έντιμος Δικαστής έδωσε τις σχετικές οδηγίες και έτσι στις 4.3.2013 δόθηκαν στον κ. Πολυβίου οι διάφορες επιστολές που στάληκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Μεταξύ αυτών ήταν: (α) επιστολή των δικηγόρων των εφεσειόντων ημερ. 25.2.2013, (β) η εν λόγω επιστολή ημερ. 25.2.2013, με συνημμένη επιστολή των ιδίων των εναγόντων/εφεσειόντων προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 21.1.2013 και (γ) επιστολή ημερ. 27.2.2013.  Στην επιστολή ημερ. 21.1.2013 (που είναι γραμμένη στα αγγλικά) γίνεται αναφορά σε παράπονα και ισχυρισμούς του Διευθυντή των εφεσειόντων, εναντίον των εφεσιβλήτων.

 

[*1271]Στην επιστολή του, ημερ. 6.3.2013, προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο κ. Πολυβίου τονίζει ότι οι προαναφερόμενες επιστολές του δόθηκαν μετά την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 4.3.2013 και ότι δεν είχαν περιέλθει στην κατοχή του προηγουμένως. Οι προαναφερόμενες ενέργειες των εφεσειόντων και των δικηγόρων τους συνιστούν κατάφωρη παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης καθότι, με αυτόν το μή διαφανή τρόπο, τέθηκαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχόλια και παρατηρήσεις των εναγόντων/εφεσειόντων χωρίς οποιαδήποτε κοινοποίηση τους στους εφεσίβλητους, ώστε να μπορούν και αυτοί (οι εφεσίβλητοι) να προβάλουν τους δικούς τους ισχυρισμούς και να αντικρούσουν τα όποια σχόλια και παρατηρήσεις της άλλης πλευράς, με αποτέλεσμα οι ενέργειες αυτές να συνιστούν προσπάθεια επηρεασμού του δικαστηρίου.

 

Είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσιβλήτων ότι η επιστολή των εναγόντων/εφεσειόντων προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 21.1.2013 περιήλθε εις γνώση του κατά τρόπο γενικό, διότι είχε γίνει αναφορά σ’ αυτή, στα πλαίσια δικαστικής διαδικασίας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η απόφαση στην οποία, αποτέλεσε το αντικείμενο της Πολιτικής Έφεσης 58/2012. 

 

Κατά τον κ. Πολυβίου, στην προκείμενη περίπτωση, υπάρχει καταφανής παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης καθότι το ένα μέρος προέβαλε παραστάσεις και/ή απόψεις ενώπιον του εκδικάζοντος δικαστηρίου, ερήμην του άλλου μέρους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στο άλλο μέρος αίσθημα αδικίας. Αυτό δεν σχετίζεται με την υποκειμενική θεώρηση των πραγμάτων αλλά με την αντικειμενική αμεροληψία του δικαστηρίου. Προς επίρρωση των θέσεων του ο κ. Πολυβίου αναφέρθηκε και στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1060, Ex. p. Pinochet Ugarte (no. 2) [1999] 1 All E.R. 577 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ κ.ά. (2011) 1(B) A.A.Δ. 1506.

 

Στην πρόσφατη Κτηνοτροφική Επιχείρηση Π.Σ.Μ. Πέτρου Λίμιτεδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2012) 1 Α.Α.Δ. 2023 λέχθηκαν τα εξής, αναφορικά με τη δυνατότητα κήρυξης, ως άκυρης, τελεσίδικης απόφασης Εφετείου:

 

«Η νομική θέση που ισχύει στην Κύπρο είναι ξεκάθαρη. Δεν υπάρχει τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας και μια απόφαση Εφετείου είναι τελική και τελεσίδικη. Η σύμφυτη εξουσία του δικα[*1272]στηρίου, η οποία υπάρχει, εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις όπου μια απόφαση του Εφετείου είναι άκυρη, λόγω παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Δέστε: Βογαζιανός κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφεση 281/06, ημερ. 9.9.2011 στην οποίαν γίνεται αναφορά σε αρκετές προηγούμενες αποφάσεις όπως Ορφανίδης ν. Μιχαηλίδης (1968) 1 Α.Α.Δ. 295, Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργ. Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151 και Αγαθοκλέους ν. ΕΔΑΞΥΛ Λτδ κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 302). Σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο διακηρύττει ότι η προηγούμενη απόφασή του είναι άκυρη.

 

Στην υπόθεση Ιερόθεος Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 226 η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου προέβη σε ανασκόπηση της νομολογίας σε σχέση με το ζήτημα της σύμφυτης εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τόνισε τα εξής: Μετά την ολοκλήρωση της δίκης και την έκδοση απόφασης, επανάνοιγμα της υπόθεσης είναι δυνατό μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που για κάποιο λόγο, όπως για παράδειγμα τη μη ειδοποίηση διαδίκου περί της διαδικασίας, η διεξαχθείσα δίκη είναι άκυρη. Σε τέτοια περίπτωση η ακύρωση αποτελεί χρέος προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης και το χρέος αυτό μπορεί να πληρωθεί είτε μετά από διάβημα ενδιαφερόμενου προσώπου είτε με πρωτοβουλία του ίδιου του δικαστηρίου.

 

Στην υπόθεση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339 τονίστηκε, από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι τριτοβάθμια δικαιοδοσία είναι θεσμός άγνωστος στο νόμο και βρίσκεται έξω από τα πλαίσια του κυπριακού δικαίου.

 

Στην υπόθεση Κορέλλης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122 η πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επικρότησε την Αντωνίου (ανωτέρω) και διαχώρισε την υπόθεση Pinochet (ανωτέρω) λέγοντας ότι η υπόθεση εκείνη άπτεται της δικαιοδοσίας της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων της Αγγλίας και δεν έχει σχέση με τις σύμφυτες εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Στην υπόθεση Pinochet (ανωτέρω), όπως και στην υπόθεση Taylor and Another v. Lawrence and Another [2003] Q.B. 528, το ζήτημα που απασχόλησε τα δικαστήρια και οδήγησε στην ακύρωση προηγούμενων εκδοθεισών αποφάσεων, στην πρώτη περίπτωση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων και στη δεύτερη περίπτωση του Αγγλικού Εφετείου, ήταν ζήτημα μεροληψίας και έλλειψης αντικειμενικότητας εκ [*1273]μέρους Δικαστή που μετείχε στη σύνθεση του εκδικάζοντος δικαστηρίου.

 

Όπως τονίστηκε και στην κυπριακή νομολογία (δέστε: τις αποφάσεις στις υποθέσεις Ρόπας και Βογαζιανός (ανωτέρω)), εκτός αν επιδιώκεται διόρθωση γραφικού λάθους στη βάση της Δ.25 θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, δεν υπάρχει οποιαδήποτε ευχέρεια επανεκδίκασης έφεσης, ουσιαστικά σε τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας, εκτός αν η απόφαση του Εφετείου είναι άκυρη λόγω παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης είναι ουσιαστικά ότι ουδείς είναι κριτής της ιδίας αυτού υπόθεσης (Nemo judex in causa sua) και ότι όλες οι ενδιαφερόμενες πλευρές έχουν το δικαίωμα να ακουστούν στην υπόθεση (Audi Alteram Partem).»

 

Στο αίτημα του κ. Πολυβίου απάντησαν οι εφεσείοντες. Στην απάντηση των δικηγόρων των εφεσειόντων ημερ. 7.3.2013 υποβάλλεται ότι οι ενέργειες των εφεσειόντων και των δικηγόρων τους ήταν καθόλα νομότυπες, με αυτές ζητείτο απλά και μόνο να πληροφορηθούν οι εφεσείοντες κατά πόσον ήταν εφικτή η έκδοση της απόφασης του Εφετείου εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος και τούτο επειδή εκκρεμούσε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η εκδίκαση συνεχιζόμενης αγωγής, που επηρεαζόταν άμεσα από την απόφαση του Εφετείου. Επιπρόσθετα, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων, αναφέρουν ότι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων ενημερώθηκαν από τους ίδιους (τους δικηγόρους των εφεσειόντων) για την ύπαρξη και την αποστολή των εν λόγω επιστολών. Η επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 21.1.2013 δόθηκε στην άλλη πλευρά, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στις 4.2.2013, και μάλιστα ο κ. Πολυβίου αγόρευσε και έθεσε τα επιχειρήματα και τα σχόλια του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Όσον αφορά το αίτημα για την επίσπευση της έκδοσης της απόφασης του Εφετείου (που περιλαμβάνεται στην επιστολή ημερ. 25.2.2013), αυτό τέθηκε και προφορικά ενώπιον του Εφετείου στις 25.2.2013, στην παρουσία της άλλης πλευράς και ήταν απόλυτα θεμιτό.

 

Κατά την εξέταση της υπόθεσης ανατρέξαμε στα σχετικά πρακτικά τόσο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Αγωγή 7462/02 όσον και του Εφετείου, ημερ. 25.2.2013, στην Πολιτική Έφεση 58/2012. Στα πρακτικά του Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερ. 4.2.2013 αναγράφεται ρητά ότι ο κ. Γεωργιάδης είχε αναφέρει ενώπιον του δικαστηρίου, στην παρουσία της άλλης πλευράς, ότι στάληκε επιστολή προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστη[*1274]ρίου κ. Αρτέμη, ημερ. 21.1.2013, από τον Διευθυντή της εφεσείουσας, και στη βάση της επιστολής εκείνης ο ορισμός ημερομηνίας ακρόασης της έφεσης συντομεύθηκε και ορίστηκε στις 25.2.2013.   Στα ίδια πρακτικά (ημερ. 4.2.2013) αναγράφεται ότι ο κ. Πολυβίου δήλωσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο ότι, εκείνη τη στιγμή, του είχε δοθεί η επιστολή, ημερ. 21.1.2013, που έγραψε ο Διευθυντής της εφεσείουσας εταιρείας στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και μάλιστα ανέφερε ότι αυτό ήταν παράτυπο. Ο κ. Πολυβίου αναφέρθηκε και στο περιεχόμενο της επιστολής και το σχολίασε. Αντίθετα, παρατηρούμε ότι ενώπιον του εκδικάζοντος Εφετείου, στις 25.2.2013, ο κ. Πολυβίου δεν ανέφερε ο,τιδήποτε για την επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 21.1.2013 προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Θεωρούμε ότι εάν ο κ. Πολυβίου αισθανόταν ότι, με την αποστολή της επιστολής ημερ. 21.1.2013 προς τον έντιμο Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είχε μολυνθεί η δικαστική διαδικασία, θα ήταν ορθό να το θέσει ενώπιον του Εφετείου, το αργότερο, στις 25.2.2013 πριν, δηλαδή, επιφυλαχθεί και εκδοθεί η απόφαση του Εφετείου. Δεν μπορεί να επικροτηθεί η ενέργεια των εφεσιβλήτων να μην αναφέρουν οτιδήποτε στο Εφετείο, στις 25.2.2013, και δύο μέρες μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου να ζητούν την ακύρωση της εναντίον τους εκδοθείσας απόφασης του Εφετείου, για τους προαναφερόμενους λόγους. Συναφώς δεν θεωρούμε ότι μπορεί να γίνει διαφοροποίηση μεταξύ του κακού που έγινε με την αποστολή της επιστολής, ημερ. 21.1.2013, στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και τη μεταγενέστερη κοινοποίηση της, στους Δικαστές του Εφετείου.

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, από τη στιγμή που αντίγραφο της επιστολής ημερ. 21.1.2013 δόθηκε στους δικηγόρους των εφεσιβλήτων, στις 4.2.2013, θεωρούμε ότι δεν υπάρχει παραβίαση οποιουδήποτε κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης και ειδικά του κανόνα ότι και οι δύο πλευρές πρέπει να ακούονται από το δικαστήριο, εφόσον οι εφεσίβλητοι είχαν την ευκαιρία να προβάλουν τις θέσεις τους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, στις 4.2.2013, και το έπραξαν, και είχαν την ευκαιρία να το πράξουν και ενώπιον του Εφετείου, στις 25.2.2013, και δεν το έπραξαν.

 

Όσον αφορά την επιστολή των δικηγόρων των εφεσειόντων ημερ. 25.2.2013 προς την Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με κοινοποίηση στους έντιμους Δικαστές του εκδικάζοντος Εφετείου, παρατηρούμε ότι πράγματι με αυτή απλά ζητείτο η έκδοση, αν ήταν εφικτό, της επιφυλαχθείσας απόφασης, πριν [*1275]τις 28.2.2013, κάτι που ήταν θεμιτό. Όμως η επισύναψη της επιστολής ημερ. 21.1.2013 στην επιστολή των δικηγόρων των εφεσειόντων ημερ. 25.2.2013, με σκοπό την κοινοποίηση της στους Δικαστές του εκδικάζοντος Εφετείου, θεωρούμε ότι ήταν ανεπίτρεπτη, λανθασμένη και αντιδεοντολογική ενέργεια η οποία θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί. Δεν είναι επιτρεπτό διάδικος, και πολύ  περισσότερο δικηγόρος, να θέτει ενώπιον του δικαστηρίου, τις θέσεις των πελατών του, στην απουσία της άλλης πλευράς.

 

Η (τρίτη) επιστολή ημερ. 27.2.2013 δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.  Είναι επιστολή των δικηγόρων των εφεσειόντων προς την Αρχιπρωτοκολλητή και αναφέρεται στο αίτημα για έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης, αν ήταν εφικτό, πριν τις 28.2.2013.

 

Κρίνουμε ότι, στην παρούσα υπόθεση, παρά την ανεπίτρεπτη προαναφερόμενη ενέργεια των εφεσειόντων και των δικηγόρων τους, δεν παραβιάστηκε οποιοσδήποτε κανόνας της φυσικής δικαιοσύνης (εφόσον η επιστολή των εφεσειόντων προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου δόθηκε στο δικηγόρο των εφεσιβλήτων και σχολιάστηκε απ’ αυτόν) και επομένως οι αρχές της Πουλλή, Pinochet και Τράπεζα Κύπρου (ανωτέρω), αλλά και της Rouiz-Mateos v. Spain [1993] ECHR 12952/87 (που επίσης ανέφερε ο κ. Πολυβίου) δεν εφαρμόζονται, εν προκειμένω.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους, το αίτημα για ακύρωση της απόφασης του Εφετείου ημερ. 4.3.2013, ex debito justitiae, απορρίπτεται. Υπό τις περιστάσεις όμως δεν δίνεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την 4.3.2013 το Εφετείο εξέδωσε απόφαση στην πολιτική έφεση 58/2012 με την οποία ανετράπη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου να μην επιτρέψει, σε προχωρημένο στάδιο της ακρόασης, αίτηση τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης των Εφεσειόντων. Η απόφαση είχε επιφυλαχθεί την 25.2.2013, ημερομηνία κατά την οποία η έφεση είχε ορισθεί και ακουσθεί, αφού μετακινήθηκε στην εν λόγω ημερομηνία ενώ ήταν ορισμένη σε μετέπειτα ημερομηνία. Η μετακίνηση συναρτάτο προς τα κατωτέρω.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 6.3.2013, δύο μέρες δηλαδή μετά από την έκδοση της απόφασης του Εφετείου, η οποία απευθύνετο προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο δικηγόρος των Εφεσιβλήτων κ. Πολυβίου ανέφερε ότι, μετά από την έκδοση της απόφασης, πληροφορήθηκε ότι οι Εφεσείοντες και οι δικηγόροι [*1276]τους είχαν αποστείλει επιστολές προς το Ανώτατο Δικαστήριο σε σχέση με την εν λόγω έφεση, χωρίς αυτές να αποσταλούν στους ιδίους. Εζητήθη τότε από το Δικαστή Πασχαλίδη, ο οποίος είχε εκφωνήσει την απόφαση, να δώσει οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως δοθούν στον κ. Πολυβίου οποιεσδήποτε επιστολές και έγγραφα είχαν έτσι σταλεί. Ο Δικαστής Πασχαλίδης έδωσε αμέσως τις σχετικές οδηγίες και την ίδια μέρα δόθησαν στον κ. Πολυβίου επιστολές, μεταξύ των οποίων και οι ακόλουθες:

 

1. Επιστολή ημερομηνίας 25.2.2013 από τους δικηγόρους των Εφεσειόντων προς τον Αρχιπρωτοκολλητή με κοινοποίηση στους τρεις Δικαστές του Εφετείου, με την παράκληση η απόφαση να δοθεί πριν από τις 28.2.2013 που ήταν ορισμένη η πρωτόδικη υπόθεση για συνέχιση της ακρόασης. Η επιστολή αυτή παρέπεμπε και σε άλλη επιστολή των ιδίων των Εφεσειόντων ημερομηνίας 21.1.2013, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτετο, με περαιτέρω αναφορά στη μετάθεση της ημερομηνίας της ακρόασης της έφεσης από τις 25.4.2013 στις 25.2.2013 ως αποτέλεσμα της εν λόγω επιστολής της 21.1.2013.

 

2. Η προαναφερθείσα επιστολή των Εφεσειόντων ημερομηνίας 21.1.2013 η οποία απευθύνετο στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στην οποία ο ιδιοκτήτης των Εφεσειόντων ανέφερε ότι είναι Ρώσος ευρισκόμενος στην Κύπρο από το 1987 διεξάγοντας εδώ επιχειρήσεις μέσω της εν λόγω εταιρείας η οποία είχε συνάψει συμφωνία με αμερικανική εταιρεία που αναμένετο να αποφέρει μεγάλα κέρδη της τάξης των $15.000.000 κατ’ έτος. Ότι η εν λόγω αμερικανική εταιρεία παρέβη τη συμφωνία προς ζημία των Εφεσειόντων, οπότε και εκινήθη η μεταξύ των μερών αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο η οποία διήρκεσε πάρα πολύ χρόνο και ότι, στα πλαίσια της επιδίωξης των Εφεσειόντων να δικαιωθούν, αναμένετο να δοθεί η ευκαιρία να γίνει η τροποποίηση που επιδιώχθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο και να επισπευθεί η ακρόαση της έφεσης ώστε να μην καθυστερήσει άλλο η πρωτόδικη διαδικασία.

 

3. Επιστολή των δικηγόρων των Εφεσειόντων προς τον Αρχιπρωτοκολλητή ημερομηνίας 27.2.2013 με την οποία εζητείτο και πάλι η άμεση έκδοση της απόφασης του Εφετείου εν όψει του πιεστικού της συνέχισης της ακρόασης στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

 

[*1277]Επισημαίνοντας ότι οι εν λόγω επιστολές δεν είχαν περιέλθει στην κατοχή των Εφεσιβλήτων προηγουμένως, ο κ. Πολυβίου εισηγήθηκε ότι η αποστολή αυτών των επιστολών συνιστούσε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης καθ’ όσον ετέθησαν ενώπιον του Εφετείου, και μάλιστα μετά την επιφύλαξη της απόφασής του, παρατηρήσεις και απόψεις των Εφεσειόντων χωρίς κοινοποίηση στους Εφεσίβλητους, με ιδιαίτερη αναφορά στα περιεχόμενα στην επιστολή της 21.1.2013, την οποία μόνο κατά γενικό τρόπο γνώριζαν οι Εφεσίβλητοι όταν έγινε αναφορά σε αυτήν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η επιστολή αυτή, τόνισε ο κ. Πολυβίου, σαφώς πρέπει να ετέθη ενώπιον του Εφετείου, πράγμα ανεπίτρεπτο. Σχετική παραπομπή έκανε ο κ. Πολυβίου στην επιστολή της 25.2.2013 η οποία καταδεικνύει, με την αναφορά στην κοινοποίηση προς τους Δικαστές του Εφετείου, ότι και η επιστολή της 21.1.2013 που επισυνάπτετο σαφώς πρέπει να είχε τεθεί ενώπιον του Εφετείου. Ως αποτέλεσμα, ο κ. Πολυβίου ζήτησε όπως το όλο θέμα τεθεί κατεπειγόντως ενώπιον της Ολομέλειας με σκοπό την ακύρωση της απόφασης του Εφετείου ως εκδοθείσας κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, και τούτο βεβαίως στη βάση όχι υποκειμενικού επηρεασμού αλλά των αρχών που διέπουν την εμφάνιση της αντικειμενικότητας του Δικαστηρίου.

 

Το θέμα ετέθη ακολούθως ενώπιον της Ολομέλειας και ακούσθησαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι επ’ αυτού. Ο κ. Πολυβίου έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1060, Pinochet [2000] 1 A.C. 119 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1506.

 

Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι οι ενέργειες του ιδίου και των πελατών του ήσαν καθ’ όλα νομότυπες εφ’ όσον επιδίωξή τους ήταν η διερεύνηση της δυνατότητας επίσπευσης της απόφασης του Εφετείου σε συνάρτηση με το επείγον της συνέχισης της ακρόασης στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

 

Απεριφράστως πρέπει να πω ότι η αποστολή της επιστολής της 25.2.2013 προς τον Αρχιπρωτοκολλητή με κοινοποίηση προς τους Δικαστές του Εφετείου, στην οποία επισυνάπτετο η επιστολή του ιδιοκτήτη των Εφεσειόντων της 21.1.2013, ήταν λανθασμένη, αντιδεοντολογική και ανεπίτρεπτη ενέργεια αφού με αυτή, και δη τα αναφερόμενα στην επιστολή της 21.1.2013, οι Εφεσείοντες, υπό το πρόσχημα της επιδίωξης ενωρίτερης ημερομηνίας ακρόασης, ουσιαστικά έθεσαν μονομερώς ενώπιον του Εφετείου θέσεις [*1278]και απόψεις που αντανακλούσαν και στην ουσία της όλης υπόθεσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και κατ’ επέκταση μπορούσαν να αντανακλούσαν στα αφορώντα την έφεση. Με εκπλήττει μάλιστα το γεγονός ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες όχι μόνο δεν απέτρεψε και δεν αποδοκίμασε την αποστολή της επιστολής της 21.1.2013 από τους πελάτες του αλλά και την υιοθέτησε και επεσύναψε στην ίδια την δική του επιστολή της 25.2.2013. Δεν αναμένεται τέτοια στάση και αντίληψη στα πλαίσια τα οποία το νομικό μας σύστημα έχει για δεκαετίες καθιερώσει.

 

Ως προς το ενώπιον μας θέμα βεβαίως, το πρώτο που διαπιστώνεται είναι ότι όντως οι εν λόγω επιστολές ετέθησαν ενώπιον του Εφετείου ώστε, αν δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο, τούτο να συνιστούσε καλό λόγο για επίκληση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου από τον κ. Πολυβίου. Σαφώς δεν είναι επιτρεπτό, από την άποψη της αντικειμενικής πτυχής των πραγμάτων πάντοτε, και χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ως προς την υποκειμενική αμεροληψία, να τίθενται με αυτό τον τρόπο μονομερώς από διάδικο δεδομένα και απόψεις ενώπιον του Δικαστηρίου και μάλιστα μετά από την επιφύλαξη απόφασης.

 

Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση στο θέμα. Έχοντας ανατρέξει στα πρακτικά του Επαρχιακού Δικαστηρίου, και δη της 4.2.2013, διαπιστώνω ότι ο κ. Γεωργιάδης για τους Εφεσείοντες είχε αναφερθεί στην επιστολή της 21.1.2013 και ο κ. Πολυβίου δήλωσε ότι του εδόθη η εν λόγω επιστολή εκείνη την ώρα, σχολιάζοντας μάλιστα ότι τούτο ήταν παράτυπο και περαιτέρω σχολιάζοντας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου το περιεχόμενο της επιστολής. Ήταν λοιπόν σε γνώση του κ. Πολυβίου η αποστολή της επιστολής αυτής και θα αναμένετο το θέμα που συναρτάτο προς το ανεπίτρεπτο της μονομερούς παρέμβασης προς το Εφετείο να είχε εγερθεί πάραυτα ή εν πάση περιπτώσει την 25.2.2013 που η έφεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, εφ’ όσον μάλιστα η ακρόαση είχε επισπευθεί κατά δύο μήνες. Θα μπορούσε βεβαίως να λεχθεί ότι από την επιστολή της 21.1.2013 προέκυπτε ότι αυτή εστάλη μόνο στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όχι στο Εφετείο, και ότι ήταν μόνο μέσω της επιστολής της 25.2.2013 που κοινοποιήθηκε στο Εφετείο. Δεν μπορώ όμως να θεωρήσω ότι αυτή θα ήταν η λογική εξέλιξη των πραγμάτων, αφού επιδίωξη της επιστολής της 21.1.2013 ήταν η επίσπευση της ακρόασης της έφεσης και αυτή έγινε σε γνώση των Εφεσιβλήτων. Μπορεί λοιπόν ευλόγως να θεωρηθεί ότι οι Εφεσίβλητοι θα έπρεπε να είχαν θεωρήσει ότι η επιστολή της [*1279]21.1.2013 είχε τεθεί ενώπιον του Εφετείου, ή εν πάση περιπτώσει ότι τούτο ήταν μία εξέλιξη που θα μπορούσε να είχε διερευνηθεί περαιτέρω από τότε.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, θεωρώ ότι αυτή δεν θα ήταν πρέπουσα περίπτωση στην οποία να ασκήσω τη δικαιοδοσία της οποίας έχει γίνει επίκληση.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Μετά την απόφαση του Εφετείου στην πιο πάνω Πολιτική Έφεση που εκδόθηκε στις 4.3.2013, με την οποία ανατράπηκε η πρωτόδικη κρίση να μην επιτραπεί εν μέσω ακρόασης αίτηση τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης των εφεσειόντων,ο συνήγορος των εφεσιβλήτων προέβη σε διάβημα προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ούτως ώστε να αχθεί ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου αίτημα προς ακύρωση της πιο πάνω απόφασης ως απόρροια παράβασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης. Ο λόγος ήταν ότι περιήλθε στην αντίληψη του συνηγόρου των εφεσιβλήτων ότι πριν την έκδοση της απόφασης είχαν αποσταλεί ορισμένα έγγραφα στο Ανώτατο Δικαστήριο, τα οποία υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο χωρίς καμιά κοινοποίηση στον ίδιο ως συνήγορο των εφεσιβλήτων, με αποτέλεσμα η πλευρά των εφεσιβλήτων να νοιώθει πικρία και αδικία διότι το Εφετείο είχε ενώπιον του υλικό, το οποίο ουδέποτε περιήλθε στη δική του γνώση.

 

Το αίτημα για ακύρωση της απόφασης του Εφετείου βασίστηκε στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3(B) Α.Α.Δ. 1060, Ex p. Pinochet Ugarte (no. 2) [1999] 1 All E.R. 577 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ κ.ά. (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1506.

 

Ο κ. Πολυβίου αγορεύοντας ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας ουδόλως αμφισβήτησε την αμεροληψία του Εφετείου  που εξέδωσε την υπό ημερ. 4.3.2013, απόφαση. Όμως προκύπτει, κατά την εισήγηση του, πρόβλημα παραβίασης βασικής αρχής δικαίου από το γεγονός ότι τέθηκε υλικό ενώπιον του Εφετείου από την πλευρά του διευθυντή των εφεσειόντων και του δικηγόρου αυτών, το  οποίο δεν περιήλθε στη γνώση των εφεσιβλήτων κατά τρόπο που  να δημιουργούνται αντικειμενικές αμφιβολίες ως προς το εάν τηρήθηκαν τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης.

 

Ιδιαιτέρως σχολίασε την επιστολή του διευθυντή των εφεσειόντων που εστάλη προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 21.1.2013, στην οποία περιέχονται και διάφορα θέματα [*1280]ουσίας που άπτονται των δεδομένων που αφορούν τους ίδιους τους εφεσείοντες με αναφορά στην καθυστέρηση του ορισμού της έφεσης που ασκήθηκε εναντίον της πρωτόδικης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία είχε απορριφθεί αίτημα τροποποίησης του δικογράφου των εφεσειόντων ως εναγόντων στην πρωτόδικη διαδικασία. Στην επιστολή αυτή γίνεται αναφορά στη σημαντική, όπως χαρακτηρίζεται, συμφωνία που οι εφεσείοντες συνήψαν το 1997 με Αμερικανική φαρμακευτική εταιρεία για την αποκλειστική διανομή μεγάλων ποσοτήτων ενός γνωστού φαρμακευτικού προϊόντος στην επικράτεια της Ρωσίας, Ουκρανίας και άλλων χωρών. Αυτή η συμφωνία, η οποία ήταν πολύ επικερδής, της τάξης των $15.000.000 ετησίως, παραβιάσθηκε από τους εφεσίβλητους, με αποτέλεσμα να εγερθεί αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η οποία και εκδικάζεται. Ο κ. Πολυβίου εισηγήθηκε ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και ο ίδιος δεν θα μπορούσε να γνωρίζει την επακριβή δικαστική πρακτική στο θέμα της τήρησης και ενημέρωσης του δικαστικού φακέλου, τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου επιστολές που δεν του κοινοποιήθηκαν, γεγονός που συνιστά παραβίαση της δίκαιης δίκης.

 

Από την άλλη, ο κ. Γεωργιάδης στη δική του αγόρευση εισηγήθηκε ότι ουδέν μεμπτό έπραξε είτε ο ίδιος, είτε οι εφεσείοντες πελάτες του, θεωρώντας ότι ο κ. Πολυβίου κατέστη γνώστης του γεγονότος ότι απεστάλη επιστολή των εφεσειόντων προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου όταν αυτή η επιστολή του χορηγήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία που είχε λάβει χώραν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 31.1.2013, στα πλαίσια αιτήματος αναβολής που ο κ. Γεωργιάδης είχε υποβάλει ώστε να μην συνεχίσει η ακρόαση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της εφέσεως που καταχωρήθηκε εναντίον της άρνησης του Δικαστηρίου να επιτρέψει τροποποίηση.

 

Τα γεγονότα τα οποία ακολούθησαν έχουν τη δική τους διάσταση. Οι εφεσείοντες προσωπικά, μέσω του διευθυντή τους, απηύθυναν το πρώτον επιστολή ημερ. 21.1.2013 στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ζητώντας την επίσπευση του ορισμού της έφεσης. Έγινε ήδη πιο πάνω αναφορά και σε άλλα στοιχεία ουσίας που περιείχε αυτή η επιστολή. Στη συνέχεια, μετά την ακρόαση της έφεσης στις 25.2.2013, ενωρίτερα δηλαδή από τον αρχικά προγραμματισμένο χρόνο, ο κ. Γεωργιάδης ως δικηγόρος των εφεσειόντων απέστειλε επιστολή με ένδειξη «Πολύ Επείγον», στην κα Μαρίνα Ελευθερίου, Πρωτοκολλητή Α΄, [*1281]στο Ανώτατο Δικαστήριο με την οποία ζητούσε επειγόντως τα πρακτικά της ακρόασης της έφεσης που έγινε προηγουμένως την ίδια ημέρα διότι χρειαζόταν να αναφερθεί σ’ αυτά κατά τη συνέχιση της ακρόασης της πρωτόδικης υπόθεσης στις 28.2.2013.

 

Ο κ. Γεωργιάδης την ίδια ακριβώς ημερομηνία, 25.2.2013, απέστειλε και έτερη επιστολή με ένδειξη και πάλι «Πολύ Επείγον», προς την Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με κοινοποίηση, αυτή τη φορά, ονομαστικά στους τρεις Δικαστές που συμμετείχαν στην εκδίκαση της έφεσης. Σ’ αυτή διατυπωνόταν παράκληση να εκδοθεί η απόφαση που είχε επιφυλαχθεί ενωρίτερα το πρωΐ της 25.2.2013, πριν τις 28.2.2013, όταν ήταν ορισμένη για συνέχιση η πρωτόδικη διαδικασία. Ταυτόχρονα, στην εν λόγω επιστολή καταγράφηκε το δεδομένο ότι με επιστολή του ιδίου του δικηγόρου ημερ. 4.1.2013, αλλά και των πελατών του, των εφεσειόντων, ημερ. 21.1.2013, αντίγραφα των οποίων επισύναψε, μετατέθηκε η ημερομηνία ακρόασης από τις 25.4.2013, στις 25.2.2013. Σ’ αυτή την επιστολή εκφράστηκε επίσης η άποψη του συνηγόρου ότι η απόφαση του Εφετείου θα ήταν καθοριστικής σημασίας για τα δικαιώματα των εφεσειόντων. Ακολούθησε νέα επιστολή του κ. Γεωργιάδη ημερ. 27.2.2013 και πάλι με ένδειξη «Πολύ Επείγον», προς την Αρχιπρωτοκολλητή και με κοινοποίηση στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Διατυπωνόταν εκεί, εκ νέου, θερμή παράκληση όπως το Εφετείο, η απόφαση του οποίου θα ήταν καθοριστική για τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης των εφεσειόντων κατά την πρωτόδικη διαδικασία, τον ενημερώσει αναφορικά με τα προηγούμενα αιτήματα του κατά πόσο θα ήταν εφικτή η έκδοση της απόφασης του Εφετείου μέχρι τις 28.2.2013.

 

Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζοντας τα εγερθέντα θέματα, θα πρέπει να λεχθεί κατ’ αρχάς ότι η ενέργεια των εφεσειόντων να απευθύνουν μονομερώς και στην άγνοια της άλλης πλευράς προς το Ανώτατο Δικαστήριο επιστολές με αίτημα την επίσπευση της όλης διαδικασίας της έφεσης και της έκδοσης της απόφασης, ουδόλως ήταν ορθή. Δεν επιτρέπεται σε διάδικο, πόσο μάλλον με τη συνδρομή του δικηγόρου του, να απευθύνει, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση ή κοινοποίηση στην αντίδικη πλευρά, επιστολή στο Δικαστήριο, πρωτόδικο ή Εφετείο, για οποιοδήποτε θέμα που αφορά εκκρεμούσα διαδικασία. Η επιστολή ημερ. 21.1.2013 που απέστειλε ο διευθυντής των εφεσειόντων στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν μια εσφαλμένη κίνηση. Χειρότερη, όμως, ήταν η κίνηση  του ιδίου του κ. Γεωργιάδη να απευθυνθεί εκ νέου στο Ανώτατο Δικαστήριο με κοινοποίηση [*1282]στο εκδικάσαν την υπόθεση Εφετείο, επισυνάπτοντας την αρχική επιστολή του διευθυντή των εφεσειόντων προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 21.1.2013, υιοθετώντας έτσι με αυτό τον τρόπο το περιεχόμενο της και επικροτώντας την ανεπίτρεπτη κίνηση των πελατών του.

 

Κατά δεύτερο λόγο, η εξέταση της πορείας των γεγονότων φανερώνει ότι η πλευρά του κ. Πολυβίου δεν θα μπορούσε βάσιμα να εκλάβει ότι η επιστολή του διευθυντή των εφεσειόντων ημερ. 21.1.2013 είχε περιέλθει στη γνώση των μελών του Εφετείου που εκδίκαζε την έφεση. Εκείνο που θα μπορούσε μόνο να υποτεθεί ήταν η αντίληψη ότι επισπεύσθηκε η εξέταση της έφεσης, χωρίς κατ’ ανάγκην το Εφετείο να είχε λάβει γνώση του περιεχομένου της επιστολής, το οποίο όντως περιείχε ζητήματα ουσίας.

 

Τρίτο, η επιστολή ημερ. 25.2.2013 που ο ίδιος ο κ. Γεωργιάδης απηύθυνε στην Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με κοινοποίηση στους τρεις Εφέτες που εκδίκαζαν την έφεση, στάληκε μετά την επιφύλαξη της απόφασης την ίδια ημέρα και τότε μόνο ήταν που μπορούσε βάσιμα ο κ. Πολυβίου να θεωρήσει ότι το περιεχόμενο της επιστολής του ιδίου του διευθυντή των εναγόντων είχε όντως περιέλθει ή δυνατόν να είχε περιέλθει στη γνώση των μελών του Εφετείου.

 

Τέταρτο, η ως άνω αντιδεοντολογική ενέργεια των εφεσειόντων-εναγόντων δεν έθετε κανένα βάρος στην πλευρά των εφεσιβλήτων διά του δικηγόρου τους να θέσουν οτιδήποτε ενώπιον του Εφετείου όταν εκδίκαζε την υπόθεση τους στις 25.2.2013. Το μόνο που γνώριζαν κατά την ακρόαση στις 25.2.2013, όπως φάνηκε από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, ήταν ότι είχε αποσταλεί μια επιστολή από τους ίδιους τους εφεσείοντες στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, γεγονός που ο κ. Πολυβίου σχολίασε στα πλαίσια πάντοτε της πρωτόδικης ακροαματικής διαδικασίας, με αφορμή το αίτημα αναβολής που υπέβαλε ο αντίδικος του λόγω της εκκρεμοδικίας της έφεσης.

 

Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, το ζήτημα παραμένει κατά πόσο η περίπτωση είναι πρέπουσα για εφαρμογή ή καλύτερα για επέκταση της αρχής που διατυπώθηκε στις υποθέσεις Πουλλή, Pinochet και Tράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ κ.ά. – ανωτέρω –. Η συνισταμένη αρχή που εξάγεται από τις πιο πάνω υποθέσεις είναι ότι ενυπάρχει στο Δικαστήριο σύμφυτη εξουσία για θεραπεία ατέλειας σε δικαστική διαδικασία, όπως η παραβίαση της αρχής της ακρόασης και των δύο μερών, ή, η παράλειψη [*1283]επίδοσης της διαδικασίας στον αντίδικο. Ο κ. Πολυβίου αναφέρθηκε και στην απόφαση Ruiz-Mateos v. Spain [1993] ECHR 12952/87 ημερ. 27.1.1993, όπου τονίστηκε ότι υπάρχει παραβίαση του Άρθρου 6(1) της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όταν δεν παρέχεται ίση ευκαιρία σε αμφότερους τους διαδίκους να γνωρίζουν και να σχολιάζουν εισηγήσεις των αντιδίκων τους.

 

Κρίνουμε, όμως, ότι η παρούσα περίπτωση δεν είναι πρέπουσα για εφαρμογή των πιο πάνω αρχών. Και αυτό διότι, υπό το φως της μη αμφισβήτησης της υποκειμενικής αμεροληψίας του Εφετείου που εκδίκασε την υπόθεση, τα γεγονότα δεν δικαιολογούν επέκταση της ως άνω αρχής. Η επιστολή των ιδίων των εφεσειόντων φαίνεται να είχε ως μόνο αντικειμενικό μετρήσιμο αντίκτυπο, τη μετάθεση της αρχικής ημερομηνίας ακρόασης σε χρόνο ενωρίτερο, η δε απόφαση του Εφετείου ημερ. 4.3.2013, επιτρέποντας την τροποποίηση και ακυρώνοντας την περί του αντιθέτου πρωτόδικη κρίση, είχε αναφορά μόνο στα τεθέντα από προηγουμένως γεγονότα που οδήγησαν στην ανάγκη τροποποίησης και τις νομικές αρχές περί των τροποποιήσεων γενικώς.

 

Ιδιαιτέρως τονίζεται ότι η ακρόαση ενώπιον του Εφετείου στις 25.2.2013 έγινε αφού τοποθετήθηκαν πλήρως και οι δύο πλευρές επί του αντικειμένου της έφεσης και δεν υπήρξε αποστέρηση του δικαιώματος οποιασδήποτε πλευράς να θέσει τα επιχειρήματα της προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Επομένως δεν έγινε ακροαματική διαδικασία στην απουσία της άλλης πλευράς (υπόθεση Πουλλή), ούτε αποφασίστηκαν θέματα μη επίδικα χωρίς την τοποθέτηση ενός των διαδίκων (υπόθεση Τράπεζα Κύπρου), ούτε οι ανεπίτρεπτες ενέργειες των εφεσειόντων έθεσαν ενώπιον του Εφετείου ζητήματα που άπτονταν του αντικειμένου της τροποποίησης, ώστε να έπρεπε να τύγχαναν απάντησης ή σχολιασμού (υπόθεση Ruiz-Mateos).

 

Ως αποτέλεσμα η αίτηση για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί απορρίπτεται χωρίς όμως οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

Το αίτημα απορρίπτεται, χωρίς διαταγή για έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο