Πετρίδης Ανδρέας ν. Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ και Άλλων (2013) 1 ΑΑΔ 1464

(2013) 1 ΑΑΔ 1464

[*1464]18 Ιουλίου, 2013

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ,

 

Εφεσείων - Ενάγων,

 

ν.

 

1.   ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΔΙΑΣ ΛΤΔ,

2.   ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΗ,

3.   ΑΝΤΗ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΗ,

4.   ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ,

5.   ΠΕΤΡΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ,

 

Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 232/2009)

 

 

Αστικά αδικήματα ―  Δυσφήμηση ― Έντιμο σχόλιο ― Επικύρωση πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης σε αγωγή λιβέλου ― Παρόλο ότι δυνατόν να μην αποδεικνύονταν με ακρίβεια όλα τα γεγονότα, η έκφραση της γνώμης του εφεσίβλητου 4 δεν έπαυε από του να είναι σχόλιο με βάση τα γεγονότα που ουσιαστικά αποδεικνύονται - Άσκηση οξείας κριτικής σε άρθρο δημοσιογράφου ― Μπορεί να γίνει ανεκτή από ένα δημόσιο πρόσωπο με πολιτική δραστηριότητα, για θέμα υψίστου δημόσιου ενδιαφέροντος. Ποια η σύγχρονη διατύπωση της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου στην πρόσφατη Αγγλική νομολογία.

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Το γεγονός ότι το κίνητρο του εναγόμενου μπορεί να ήταν ο φθόνος (spite) ή η κακή πίστη δεν είναι πλέον ουσιώδες ― Το μόνο ζήτημα είναι κατά πόσο αυτός πίστευε ότι το σχόλιο του ήταν δικαιολογημένο.

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Έντιμο σχόλιο ― Για να μπορεί να επιτύχει η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, η επίμαχη δήλωση πρέπει να συνίσταται σε γνώμη ή σχόλιο και όχι σε δήλωση γεγονότων. Η διάκριση μεταξύ δηλώσεων, γεγονότων και αξιολογικών κρίσεων δεν είναι εύκολη.

 

Αστικά αδικήματα ―  Δυσφήμηση ― Έντιμο σχόλιο ― Η υπεράσπιση [*1465]του εντίμου σχολίου δεν παύει να είναι διαθέσιμη  πειδή στα γεγονότα του δημοσιεύματος υπάρχουν κάποιες μικροανακρίβειες ή παραλείψεις.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Το Εφετείο επεμβαίνει σε ζητήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας, όπου η αξιολόγηση καταλήγει σε παράλογα συμπεράσματα ή τα ευρήματα του είναι αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει δεχθεί ως αξιόπιστη.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση, πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε αγωγή που ήγειρε εναντίον των εφεσιβλήτων με την οποία διεκδικούσε αποζημιώσεις για συκοφαντική δυσφήμιση.

 

Συγκεκριμένα, στις 24.10.2004 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Σημερινή» (στο εξής «η εφημερίδα») το ακόλουθο δημοσίευμα που συνέταξε ο εφεσίβλητος 4 με τον τίτλο «Οι μυστικές χρηματοδοτήσεις των Αμερικανών στην Κύπρο» και με υπέρτιτλο «Ονόματα, ποσά φορείς και μεθόδους διακίνησης των κονδυλίων κατέχει το Προεδρικό»: Οι μυστικές χρηματοδοτήσεις των Αμερικανών στην Κύπρο.

 

Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσείων ήταν ο ιδιοκτήτης και εκτελεστικός διευθυντής εταιρείας η οποία ασχολείτο από το 1998 που ιδρύθηκε με έρευνες αγοράς, αναλύσεις και σφυγμομετρήσεις – δημοσκοπήσεις και ο ίδιος αρθρογραφούσε στην εφημερίδα «Πολίτης».

 

Θεωρώντας ότι το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό για τον ίδιο, ο εφεσείων ενήγαγε τους εφεσίβλητους διεκδικώντας αποζημιώσεις. Βασική του θέση πρωτόδικα ήταν ότι ο εφεσίβλητος 4, τον παρουσίαζε ως παράδειγμα ατόμου που άλλαζε πολιτικές πεποιθήσεις για αδιευκρίνιστους λόγους αλλά με το υπονοούμενο ότι δωροδοκήθηκε ή χρηματίστηκε.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε πως το επίδικο δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό για τον εφεσείοντα υπό τύπο ψευδοϋπαινιγμού, αφού δημιουργούσε ερωτηματικά για το πρόσωπο του εφεσείοντα στο μυαλό του μέσου πολίτη, οδηγώντας τον να σκεφτεί ότι και ο εφεσείων ίσως ήταν ένας από αυτούς που άλλαξαν απόψεις και συμμετείχαν σε μια ετερόκλητη πολιτική πλατφόρμα, όχι από αγνά κίνητρα, αλλά εξαιτίας χρηματοδότησης από την UNOPS.

 

Σ’ αυτό το σημείο, θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι εντοπιζόταν το κεντρί του επίδικου δημοσιεύματος. Έκρινε όμως ότι είχε αποδειχθεί η υπεράσπιση του ευλόγου σχολίου επί θέματος δη[*1466]μόσιου ενδιαφέροντος που οι εφεσίβλητοι είχαν εγείρει στην υπεράσπιση τους, ενώ απέρριψε άλλη θέση των εφεσιβλήτων ότι αποτελούσε προνομιούχο δημοσίευμα υπό επιφύλαξη.

 

Ως αποτέλεσμα, απέρριψε την αγωγή, αφού πρώτα καθόρισε το ύψος των αποζημιώσεων που θα επιδίκαζε υπέρ του εφεσείοντα σε περίπτωση επιτυχίας έφεσης.

 

Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας η προωθηθείσα στη συνέχεια έφεση αποσύρθηκε εναντίον των εφεσιβλήτων 2, 3 και 5, ενώ συνεχίστηκε εναντίον των εφεσιβλήτων 1 εκδοτών της εφημερίδας και του εφεσιβλήτου 4.

 

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Ήταν εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι συνέτρεχε η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου.

 

β)  Ήταν εσφαλμένη η κρίση του Δικαστηρίου να θεωρήσει τον εφεσείοντα αναξιόπιστο και τον εφεσίβλητο 4 αξιόπιστο.

 

γ)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη ότι τα γεγονότα που αφορούσαν  στον ενάγοντα και επί των οποίων γίνονταν τα σχόλια, ήταν λανθασμένα και/ή δεν αποδείχθηκαν επαρκώς και, ενώ εμφανίζονταν καταγραμμένα με χρονολογική σειρά, η σειρά αυτή ήταν λανθασμένη.

 

δ)  Ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση της προνομιούχας δημοσίευσης που έγινε καλόπιστα, λόγω της παράλειψης των εφεσιβλήτων να αναζητήσουν τις απόψεις του εφεσείοντα, εντούτοις λανθασμένα έκρινε ότι αυτό συνιστούσε απλή απροσεξία και όχι απερισκεψία για την αλήθεια ώστε η παράλειψη αναζήτησης των απόψεων του εφεσείοντα να θέτει ευθέως ζήτημα κακοβουλίας εκ μέρους των εφεσίβλητων, συνέπεια της οποίας θα έπρεπε να είναι και η απόρριψη της υπεράσπισης του ευλόγου σχολίου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Σε υποθέσεις αυτής της φύσης πρέπει να ασκείται προσοχή στην επέμβαση των ευρημάτων γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εξετάστηκαν όλες τις αιτιάσεις του εφεσείοντα και δεν ενδείκνυτο η παρέμβαση του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.

[*1467]2.    Για να μπορεί να επιτύχει η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, η επίμαχη δήλωση πρέπει να συνίσταται σε γνώμη ή σχόλιο και όχι σε δήλωση γεγονότων. Για να αποφασίζεται τούτο, αυτή η δήλωση θα πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με το υπόλοιπο κείμενο.

 

3.  Στο εφετήριο και στο περίγραμμα αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου του εφεσείοντα δεν γινόταν παραπομπή σε συγκεκριμένες αναφορές «δηλώσεων γεγονότων», κατά τον εφεσείοντα, τα οποία όμως το Δικαστήριο θεώρησε ως σχόλια. Ούτε αναπτύχθηκε στο περίγραμμα αγόρευσης οποιαδήποτε σχετική επιχειρηματολογία.

 

4.  Έχοντας υπόψη το αντικείμενο του επίδικου δημοσιεύματος και το πλαίσιό του, οι ουσιώδεις λέξεις, όπως και αν παρουσιάζεται ή παραφράζεται το νόημα τους, είναι εκφράσεις γνώμης ή αξιολογικές κρίσεις.

 

5.  Πρόκειται δηλαδή για αξιολόγηση των ενεργειών και της συμπεριφοράς του εφεσείοντα, και όχι για δηλώσεις γεγονότων.

 

6.  Ο σχολιαστής δεν υποχρεούται στην παράθεση όλων των γεγονότων που σχετίζονται με το αντικείμενο του σχολίου. Η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου δεν παύει να είναι διαθέσιμη επειδή στα γεγονότα του δημοσιεύματος υπάρχουν κάποιες μικροανακρίβειες ή παραλείψεις.

 

7.  Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ενδελεχή εξέταση και καταγραφή των γεγονότων – αρκετά από τα οποία ήταν παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα - σε συνάρτηση προς το σχόλιο, αξιολογώντας παράλληλα τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων και αιτιολογώντας πλήρως την κατάληξη του πως στο σχόλιο υπήρχε υπόβαθρο γεγονότων που αναφερόταν στο υπό συζήτηση θέμα.

 

8.  Η εσφαλμένη δήλωση ως προς το χρόνο του διορισμού του εφεσείοντα στο Πολιτικό Γραφείο του ΔΗΣΥ δεν επηρέαζε με οποιοδήποτε τρόπο την επάρκεια του πραγματικού υπόβαθρου των γεγονότων για το σχόλιο του εφεσίβλητου 4, στη βάση των γεγονότων που είχαν αποδειχθεί ως αληθινά.

 

9.  Συναγόταν από την ανάλυση του Δικαστηρίου ότι στο δημοσίευμα δεν διαπίστωσε οποιεσδήποτε ουσιώδεις ανακρίβειες στα γεγονότα στα οποία βασιζόταν το σχόλιο ή στη σειρά που αυτά παρατίθενται. Ούτε οποιεσδήποτε ανακρίβειες δυνάμενες να [*1468]παραπλανήσουν τον αναγνώστη.

 

10.   Παρόλο ότι δυνατόν να μην αποδεικνύονταν με ακρίβεια όλα τα γεγονότα, η έκφραση της γνώμης του εφεσίβλητου 4 δεν έπαυε από του να είναι σχόλιο με βάση τα γεγονότα που ουσιαστικά αποδεικνύονται.

 

11.   Για το ζήτημα της κακοβουλίας, σε ό, τι αφορά το έντιμο σχόλιο, το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη πως ο εφεσείων απέτυχε να καταδείξει ότι ο εφεσίβλητος είχε οποιαδήποτε έχθρα ή διαφορά εξαιτίας της οποίας θα προέβαινε σ’ αυτό το δημοσίευμα. Αυτό δεν είναι το ζητούμενο.

 

12.   Το γεγονός ότι το κίνητρο του εναγόμενου μπορεί να ήταν ο φθόνος (spite) ή η κακή πίστη δεν είναι πλέον ουσιώδες. Το μόνο ζήτημα είναι κατά πόσο αυτός πίστευε ότι το σχόλιο του ήταν δικαιολογημένο.

 

13.   Η κριτική που ο εφεσίβλητος 4 άσκησε κατά του εφεσείοντα, ήταν, όπως παρατήρησε το δικαστήριο, οξεία και σκληρή, η οποία όμως μπορεί να γίνει ανεκτή από ένα δημόσιο πρόσωπο με πολιτική δραστηριότητα – όπως ήταν ο εφεσείων – για ένα τέτοιο θέμα υψίστου δημόσιου ενδιαφέροντος.

 

14.   Κυρίαρχο κίνητρο του εφεσίβλητου 4 ήταν να σχολιάσει επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος παραθέτοντας την ειλικρινή και γνήσια άποψη του. Δεν είχε τεθεί οτιδήποτε υπόψη του Εφετείου που να κατεδείκνυε ότι δεν ήταν έτσι και πως ο ίδιος δεν πίστευε ότι το σχόλιο του ήταν δικαιολογημένο.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Παπακόκκινου κ.ά. ν. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653,

 

Waterson v. Lloyd [2013] EWCA Civ 136,

 

Spiller & Anor v. Joseph & Anors [2010] UKSC 53,

 

Paul v. Cheng [2001] E.M.L.R. 31,

 

Δημοσιογραφική Χ.Λ.Σ. Λίμιτεδ κ.ά. ν. Φιλίππου (1998)1 Α.Α.Δ. 958,

[*1469]British Chiropractic Association v. Singh [2011] 1 WLR 133,

 

Μαυρίδης ν Παπαδόπουλου (2006) 1 Α.Α.Δ.136,

 

Creative Salmon Company Ltd. v. Staniford [2009] BCCA 61 (CanLII),

 

Andrews v Chapman [1853] 3 C & K 286,

 

Qadir v. Associated Newspapers Ltd [2013] E.M.L.R. 15,

 

Joseph v. Spiller [2009] EWHC 1152,

 

Henwood v Harrison [1872] L.R. 6 C.P.606,

 

Tse Wai Chun v Cheng [2000] HKCFA 86,

 

Jerusalem v. Austria [2003] 3 E.H.R.R. 25. 

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χαραλάμπους Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 10559/2004) ημερ. 30/6/2009.

 

Κ. Γεωργίου (κα), για τον Εφεσείοντα - Ενάγοντα.

 

Α. Σ. Αγγελίδης με Στ. Αγγελίδου (κα) και Μ. Κοζάκου (κα), για τον Εφεσίβλητο 1.

 

Α. Σ. Αγγελίδης με Γ. Χριστοφίδη, Στ. Αγγελίδου (κα) και Μ. Κοζάκου (κα), για τον Εφεσίβλητο 4.

 

Cur. adv. vult.

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Στις 24.10.2004 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Σημερινή» (στο εξής «η εφημερίδα») το ακόλουθο δημοσίευμα που συνέταξε ο εφεσίβλητος 4 με τον τίτλο «Οι μυστικές χρηματοδοτήσεις των Αμερικανών στην Κύπρο» και με υπέρτιτλο «Ονόματα, ποσά φορείς και μεθόδους διακίνησης των κονδυλίων κατέχει το Προεδρικό»:

[*1470]«“Ονόματα, ποσά, φορείς και μεθόδους διακίνησης των κονδυλίων κατέχει το Προεδρικό

 

Οι μυστικές χρηματοδοτήσεις των Αμερικανών στην Κύπρο

 

Ο επικοινωνιολόγος Ανδρέας Πετρίδης ήταν μέχρι πριν από ένα χρόνο φανατικός πολέμιος του Προέδρου του ΔΗΣΥ Νίκου Αναστασιάδη. Σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες, τον κατηγορούσε ότι, επειδή συνεργάστηκε με τους κ.κ. Α. Μαρκίδη και Ι. Κασουλίδη, ο κ. Αναστασιάδης του κήρυξε οικονομικό πόλεμο με αποτέλεσμα να μη βρίσκει δουλειές.

 

Λίγο πριν το δημοψήφισμα ο κ. Πετρίδης συντάχθηκε με τον Πρόεδρο του ΔΗΣΥ, στελέχωσε την Πλατφόρμα του ¨ΝΑΙ¨, εξέδωσε το γνωστό φυλλάδιο όπου Ραούφ Ντενκτάς και Τάσσος Παπαδόπουλος εμφανίζονταν ως υπέρμαχοι της διχοτόμησης και διορίστηκε μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Δημοκρατικού Συναγερμού. Ακολούθως, απέκτησε στήλη στην εφημερίδα ¨Πολίτης¨, ενώ την περασμένη Πέμπτη, τον είδαμε να μοιράζει στους δημοσιογράφους – αυτός είναι ο ρόλος των μελών ενός Π.Γ.; - πληροφοριακό υλικό, στη διάσκεψη που έδωσε ο κ. Αναστασιάδης για να δικαιολογήσει τον τρόπο με τον οποίο από ….. Νίκος Αναστασιάδης, έγινε Νίκος Χρυσάνθου Αναστασιάδης ή Νίκος Χρυσάνθου κ.τ.λ.

 

Το παράδειγμα Πετρίδη είναι ενδεικτικό πώς, σε μια νύχτα, άνθρωποι, για αδιευκρίνιστους λόγους, άλλαξαν θεμελιώδεις απόψεις, οι οποίες έμοιαζαν ακλόνητες. Είναι επίσης δηλωτικό της αποϊδεολογικοποίησης ή απλώς έλλειψης ιδεολογίας, που χαρακτήριζε την ετερόκλητη πλατφόρμα του ¨ΝΑΙ¨, η οποία ανέλαβε τη ¨διαφωτιστική¨ εκστρατεία υπέρ του σχεδίου και που, όπως παραδέχτηκε ο κ. Ντε Σότο, αποκάλυψε ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος, επιβεβαίωσαν τα Ηνωμένα Έθνη και ο κ. Ρίτσαρντ Μπάουτσερ χρηματοδοτήθηκε από το Αμερικανικό Κογκρέσο μέσω της UNOPS.

 

Σύμφωνα με απόλυτα έγκυρες πληροφορίες, στο προεδρικό υπάρχουν συγκλονιστικά τεκμήρια για τους αποδέκτες της χρηματοδότησης, ακριβείς αριθμοί των ποσών που δόθηκαν, καθώς και του τρόπου διακίνησης των κονδυλίων. Όλα αυτά όμως αφορούν την περίοδο του 2003, αφού για το 2004 η UNOPS αρνείται πεισματικά να δώσει στοιχεία. Στην πίεση αρμοδίων κυβερνητικών υπηρεσιών, η απάντηση που λήφθηκε ήταν ότι ¨δεν θα σας δώσουμε τίποτα διότι εμείς προσπα[*1471]θήσαμε να σας πείσουμε να πείτε ΝΑΙ¨. ¨Οργανώσεις, Ιδρύματα και Κινήσεις φαντάσματα ή με πραγματική πολιτική δράση - πάντα αντιπολιτευτική και υπέρ του σχεδίου – έλαβαν δεκάδες χιλιάδες δολάρια – από 50 μέχρι 150-¨, μας ανέφερε αξιόπιστη πηγή. ¨Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις φαίνεται να παρουσίασαν υπερτιμημένους λογαριασμούς εξόδων, ώστε να εξασφαλίσουν κατιτίς περισσότερο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται υπόνοιες και για ιδιοποίηση μεγάλων ποσών από κάποιους!  Ένα αγνώστων λοιπών στοιχείων ¨κυπριακό κέντρο ομοσπονδιακών ερευνών και τοπικής αυτοδιοίκησης¨ χρηματοδοτήθηκε χωρίς κανείς να γνωρίζει την ύπαρξή του. Το ίδιο και δικοινοτικές ομάδες, καθώς και σχολεία, στα οποία φοιτούσαν παιδιά Αμερικανών διπλωματών και λειτουργών των Ηνωμένων Εθνών! Όλα αυτά καλύπτονταν κάτω από τον τίτλο ¨Δικοινοτική Εκπαίδευση¨, ανέφερε η ίδια πηγή.

 

Αν χρειαστεί θα κλείσει η Unops

 

Η Unops είναι το εκτελεστικό όργανο, αρμόδιο για τη διάθεση της αμερικανικής βοήθειας προς την Κύπρο. Όλα τα λεφτά που έχει στη διάθεση της (10 εκ. για δικοινοτικά προγράμματα κ.τ.λ. και 3,5 εκ. για υποτροφίες μέσω του προγράμματος ¨Φουλμπράιτ¨) υπόκειται στον απόλυτο έλεγχο και έγκριση της αμερικανικής πρεσβείας και του USAID. Η κυβέρνηση, μετά από σχετική έρευνα, διαπίστωσε ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών 3,5 εκ. διοχετεύτηκε στη διοργάνωση των γνωστών σεμιναρίων ¨επαναπροσέγγισης¨ και ¨επίλυσης ψυχολογικών διαφορών¨.

 

Ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος παρουσιάζεται αποφασισμένος να διαλευκάνει την όλη υπόθεση των χρηματοδοτήσεων, ενώ πνέει τα μένεα για τη δράση της Unops, στην οποίαν καταλογίζει ωμή παραβίαση των όρων εντολής της και σαφή παρέμβαση στα εσωτερικά της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφού ο καταστατικός χάρτης του ΟΗΕ απαγορεύει τέτοιας υφής δραστηριότητες. Ήδη, όπως πληροφορούμαστε, στην κατοχή αρμοδίων υπηρεσιών έχουν περιέλθει μέχρι και αντίτυπα επιταγών, καθώς και άλλα στοιχεία και τεκμήρια.

 

Άτομα, που ήταν καταχρεωμένα, όπως ο ιδιοκτήτης μιας γνωστής, ανά το παγκύπριο, εταιρείας και δεδηλωμένος επαναπροσεγγιστής, ξόφλησαν χρέη εκατομμυρίων σε μια νύκτα. Οι πληροφορίες λένε ότι λειτουργούσαν ως μεσολαβητές στη διανομή των αμερικανικών κονδυλιών. Επίσης, μέρος των χρημά[*1472]των διατέθηκαν σε ερευνητικά προγράμματα του Πανεπιστημίου Κύπρου, υπεύθυνοι των οποίων ήταν ορισμένοι καθηγητές που επίσης εμφανίζονταν ως παθιασμένοι υποστηρικτές του σχεδίου Ανάν. Δυστυχώς, όσο κι αν αυτό διαψεύδεται για ευνόητους λόγους, σε αυτό το όργιο της χρηματοδότησης συμμετείχαν και δημοσιογράφοι.

 

¨Δημιουργείται μια νοσηρή εικόνα. Τούτο δεν σημαίνει ότι όσοι υποστήριξαν το ¨ΝΑΙ¨ ήταν αμερικανοχρηματοδοτούμενοι. Αντιθέτως, η συντριπτική πλειοψηφία των απλών ανθρώπων καθοδηγείτο από αγνά κίνητρα. Δεν μπορεί όμως να λεχθεί το ίδιο και για μέρος της πολιτικής, Κοινωνικοοικονομικής και ακαδημαϊκής ελίτ της πλατφόρμας του ¨ΝΑΙ¨, όπως τουλάχιστον αυτό συνάγεται από τα υπάρχοντα στοιχεία, τα οποία συνεχώς πολλαπλασιάζονται¨, υποστηρίζουν κυβερνητικοί κύκλοι.¨»

 

Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσείων ήταν ο ιδιοκτήτης και εκτελεστικός διευθυντής της εταιρείας S.R.I. Ltd, η οποία ασχολείται από το 1998 που ιδρύθηκε με έρευνες αγοράς, αναλύσεις και σφυγμομετρήσεις– δημοσκοπήσεις και ο ίδιος αρθρογραφούσε στην εφημερίδα «Πολίτης».

 

Θεωρώντας ότι το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό για τον ίδιο, ο εφεσείων ενήγαγε τους εφεσίβλητους διεκδικώντας αποζημιώσεις. Βασική του θέση πρωτόδικα ήταν ότι ο εφεσίβλητος 4 τον παρουσίαζε ως παράδειγμα ατόμου που άλλαζε πολιτικές πεποιθήσεις για αδιευκρίνιστους λόγους αλλά με το υπονοούμενο  ότι δωροδοκήθηκε ή χρηματίστηκε. Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε πως το επίδικο δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό για τον εφεσείοντα υπό τύπο ψευδοϋπαινιγμού, αφού δημιουργούσε ερωτηματικά για το πρόσωπο του εφεσείοντα στο μυαλό του μέσου πολίτη, οδηγώντας τον να σκεφτεί ότι και ο εφεσείων ίσως ήταν ένας από αυτούς που άλλαξαν απόψεις και συμμετείχαν σε μια ετερόκλητη πλατφόρμα, όχι από αγνά κίνητρα, αλλά εξαιτίας της χρηματοδότησης. Σ’ αυτό το σημείο, θεώρησε το δικαστήριο, εντοπιζόταν το κεντρί του επίδικου δημοσιεύματος. Έκρινε όμως ότι είχε αποδειχθεί η υπεράσπιση του ευλόγου σχολίου επί θέματος δημόσιου ενδιαφέροντος που οι εφεσίβλητοι είχαν εγείρει στην υπεράσπιση τους, ενώ απέρριψε άλλη θέση των εφεσιβλήτων ότι αποτελούσε προνομιούχο δημοσίευμα υπό επιφύλαξη. Ως αποτέλεσμα, το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, αφού πρώτα καθόρισε το ύψος των αποζημιώσεων που θα επιδίκαζε υπέρ του εφεσείοντα σε περίπτωση επιτυχίας της [*1473]αγωγής του, στο ποσό των €30.000.

 

Ο εφεσείων άσκησε έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης προβάλλοντας επτά λόγους έφεσης. Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας η έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων 2, 3 και 5 αποσύρθηκε, ενώ συνεχίστηκε εναντίον των εφεσιβλήτων 1 εκδοτών της εφημερίδας και του εφεσιβλήτου 4.

 

Για να γίνουν καλύτερα αντιληπτά τα όσα θα απασχολήσουν κατά τη συζήτηση που ακολουθεί, θεωρούμε αναγκαίο να παραθέσουμε κάποια γεγονότα, όπως τα διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο: Μετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο και την στρατιωτική κατοχή σημαντικού μέρους του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, στα πλαίσια των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού Προβλήματος που γίνονταν κατά καιρούς, ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών («Ο.Η.Ε») παρέδωσε τον Νοέμβριο 2002 Σχέδιο για την Επίλυση του Κυπριακού, που έγινε γνωστό ως το «Σχέδιο Ανάν». Το Σχέδιο αυτό, κατόπιν τροποποιήσεων, τέθηκε σε δημοψήφισμα στις δύο κοινότητες της Κύπρου, το οποίο διενεργήθηκε στις 24.4.2004.

 

Στην Κύπρο, πριν από το ψήφισμα, βρισκόταν σε εξέλιξη δημόσιος διάλογος μεταξύ πολιτών, πολιτικών και Μεσών Μαζικής Επικοινωνίας σε ό,τι αφορά τη λύση του Κυπριακού Προβλήματος στη βάση των Σχεδίων αυτών, ο οποίος εντάθηκε μετά την παράδοση του «Σχεδίου Ανάν», στην τελική του μορφή, τον Μάρτιο 2004. Μεταξύ των υποστηρικτών του ΟΧΙ ήταν ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Τ. Παπαδόπουλος, η εφημερίδα και ο εφεσίβλητος 4. Μεταξύ των υποστηρικτών του ΝΑΙ ήταν οι πρώην Πρόεδροι της Δημοκρατίας Γ. Κληρίδης και Γ. Βασιλείου, ο Πρόεδρος του ΔΗΣΥ Ν. Αναστασιάδης, η εφημερίδα «Πολίτης», ο εφεσείων και οργανώσεις και κόμματα όπως η Κίνηση Δημοκρατικών Πολιτών για την Ευρώπη και η Επιτροπή «Μαζί Όλη η Κύπρος». Το δικαστήριο διαπίστωσε, με βάση την ενώπιόν του μαρτυρία, παραδοχή της τελευταίας, η οποία είχε συγκροτηθεί λίγες μέρες πριν από το δημοψήφισμα, ότι την περίοδο του δημοψηφίσματος αναζήτησε και έλαβε χρηματοδότηση από την UNOPS ύψους Λ.Κ.14.400. Το θέμα της χρηματοδότησης του «Σχεδίου Ανάν» είχε ανακινηθεί την περίοδο προ του επίδικου δημοσιεύματος και βρισκόταν στη δημοσιότητα.

 

Στο επίκεντρο της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν και το ερώτημα κατά πόσο ο εφεσείων συνεργάστηκε στις Προεδρικές Εκλογές του 2003 με τον τότε υπο[*1474]ψήφιο Α. Μαρκίδη. Το δικαστήριο απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα και δέχτηκε ως αξιόπιστη και ειλικρινή τη θέση του εφεσίβλητου 4 περί συνεργασίας του εφεσείοντα με τον Α. Μαρκίδη. Αποτέλεσε επίσης εύρημα του δικαστηρίου ότι στις εσωκομματικές εκλογές που διεξήχθηκαν περί τα τέλη Μαΐου αρχές Ιουνίου 2003, για τη θέση του Προέδρου του κόμματος, τις οποίες κέρδισε ο Ν. Αναστασιάδης, επικρατώντας του ανθυποψηφίου του Ι. Κασουλίδη, ο εφεσείων είχε συνεργαστεί με τον Ι. Κασουλίδη. Περί τον Φεβρουάριο δε του 2004, όταν είχε δημιουργηθεί διάσταση και εσωτερικό πρόβλημα στον ΔΗΣΥ με αφορμή τη θέση που θα κρατούσε το κόμμα έναντι του «Σχεδίου Ανάν», ο εφεσείων διορίστηκε από τον Πρόεδρο του κόμματος, Ν. Αναστασιάδη, ως Σύμβουλος Επικοινωνίας του Προέδρου και λίγο αργότερα Μέλος και του Πολιτικού Γραφείου.

 

Το εύρημα του δικαστηρίου ότι συνέτρεχε η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου προσβάλλεται με τον τρίτο λόγο έφεσης. Η κατάληξη μας για το ζήτημα αυτό θα είναι καθοριστικής σημασίας και για πλείστους των υπολοίπων λόγων έφεσης. Προέχει όμως η εξέταση του 4ου λόγου έφεσης, με τον οποίο προσβάλλεται η κρίση του δικαστηρίου να θεωρήσει τον εφεσείοντα αναξιόπιστο και τον εφεσίβλητο 4 αξιόπιστο, λόγω της διάστασης του τρίτου λόγου έφεσης που αφορά στο ζήτημα της απόδειξης ή μη του πραγματικού υποβάθρου του σχολίου, το οποίο, στο βαθμό που ήταν αμφισβητούμενο, καθορίστηκε μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας από το δικαστήριο.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο σπανίως επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία μαρτύρων, αφού το πρωτόδικο δικαστήριο είναι εκείνο που παρακολουθεί τους μάρτυρες που δίνουν μαρτυρία ενώπιον του και είναι στην κατάλληλη θέση για να αξιολογήσει τη μαρτυρία τους. Το Εφετείο επεμβαίνει σε ζητήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας, όπου η αξιολόγηση καταλήγει σε παράλογα συμπεράσματα ή τα ευρήματα του είναι αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει δεχθεί ως αξιόπιστη. (βλ. μεταξύ άλλων Παπακόκκινου κ.ά. ν. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653, 1668 και συνέχεια με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία).

 

Σε υποθέσεις αυτής της φύσης πρέπει να ασκείται προσοχή στην επέμβαση των ευρημάτων γεγονότων του πρωτόδικου δικαστηρίου (βλ. Waterson v. Lloyd [2013] EWCA Civ 136 ).

 

Αιτιολογώντας αυτό το λόγο έφεσης, ο εφεσείων προβαίνει [*1475]σε συγκεκριμένες αναφορές και υποδείξεις. Ειδικότερα για την απόρριψη της δικής του μαρτυρίας, παραπονείται ότι εσφαλμένα το δικαστήριο θεώρησε ότι η αναφορά του σε ανύποπτο χρόνο ότι έχει πρόβλημα μνήμης και δεν συνδέει γεγονότα με ακριβείς ημερομηνίες συνιστούσε ένδειξη αναξιοπιστίας. Παρατηρούμε ότι ο εφεσείων απομονώνει και παρουσιάζει μέρος μόνο από τη σχετική αναφορά του δικαστηρίου, παραλείποντας τα όσα προηγούνται και ακολουθούν και με τα οποία συνδέεται. Με αυτό τον τρόπο αποδίδεται διαφορετικό νόημα στα λεχθέντα του δικαστηρίου, το οποίο στην σελίδα 5 της απόφασης του αναφέρει ότι ο εφεσείων του έδωσε την εικόνα «πως προσπαθούσε να αποφύγει ορισμένες ερωτήσεις, δίδοντας γενικόλογες και αόριστες απαντήσεις ή επικαλούμενος αδυναμία μνήμης. Άλλωστε από πολύ νωρίς στην αντεξέταση του και χωρίς λόγο έσπευσε να διευκρινίσει ότι έχει μια τέτοια αδυναμία μνήμης, ήτοι σύνδεσης γεγονότων με ημερομηνίες, ιδιαίτερα δε παλαιών γεγονότων. Βασικά μου έδωσε την εικόνα προετοιμασίας του για κάποια θέματα που βοηθούσαν την υπόθεση του, ενώ δυσκολεύετο να απαντήσει ευθέως σε άλλες ερωτήσεις». Αντιθέτως, σημείωσε σχετικά με τον εφεσίβλητο 4 ότι έδωσε την εντύπωση προσώπου το οποίο, παρά την έντασή του, έδιδε άμεσες απαντήσεις σε ό,τι ερωτήθηκε, χωρίς υπεκφυγές και αοριστολογίες, αλλά αντιθέτως, με πειστικότητα και τεκμηρίωση. Καταγράφοντας στη συνέχεια τα γεγονότα και συμπεράσματά του, το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε παράλληλα τις εκατέρωθεν θέσεις δίνοντας πειστικούς λόγους και εξηγήσεις γιατί δεχόταν ή απέρριπτε τη μαρτυρία του ενός ή του άλλου, ενώ αρκετά θέματα, ως σημείωσε το δικαστήριο, αποτελούσαν παραδεκτά γεγονότα ή μη αμφισβητούμενα μεταξύ των δύο πλευρών.

 

Εξετάσαμε όλες τις αιτιάσεις του εφεσείοντα σε σχέση με την αξιοπιστία του εφεσίβλητου 4 όπως αναπτύσσονται στο περίγραμμα αγόρευσης του και δεν θεωρούμε ότι ενδείκνυται η παρέμβαση του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Η σύγχρονη διατύπωση της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου, την οποία και υιοθετούμε, εντοπίζεται στην υπόθεση Spiller & Anor v. Joseph & Anors [2010] UKSC 53, η οποία ουσιαστικά υιοθετεί τα στοιχεία που μπορούν να στοιχειοθετήσουν την υπεράσπιση, όπως συνοψίζονται στην Paul v. Cheng [2001] E.M.L.R. 31 από τον δικαστή Lord Nicholls of Birkenhead στο ακόλουθο απόσπασμα:

 

[*1476]«[i] … First, the comment must be on a matter of public interest. ….

 

[ii] Second, the comment must be recognisable as comment, as distinct from an imputation of fact. If the imputation is one of fact, a ground of defence must be sought elsewhere, for example, justification or privilege. Much learning has grown up around the distinction between fact and comment. For present purposes it is sufficient to note that a statement may be one or the other, depending on the context. Ferguson J gave a simple example in the New South Wales case of Myerson v. Smith's Weekly (1923) 24 SR (NSW) 20, 26 :

 

‘To say that a man's conduct was dishonourable is not comment, it is a statement of fact. To say that he did certain specific things and that his conduct was dishonourable is a statement of fact coupled with a comment.’

 

[iii] Third, the comment must be based on facts which are true or protected by privilege: see, for instance, London Artists Ltd v Littler [1969] 2 QB 375, 395. If the facts on which the comment purports to be founded are not proved to be true or published on a privilege occasion, the defence of fair comment is not available.

 

[iv] Next the comment must explicitly or implicitly indicate, at least in general terms, the facts on which it is based.

 

[v] Finally, the comment must be one which could have been made by an honest person, however prejudiced he might be, and however exaggerated or obstinate his views: see Lord Porter in Turner v Metro-Goldwyn-Mayer Pictures Ltd [1950] 1 All ER 449, 461, commenting on an observation of Lord Esher MR in Merivale v Carson (1888) 20 QBD 275, 281. It must be germane to the subject-matter criticised. Dislike of an artist's style would not justify an attack upon his morals or manners. But a critic need not be mealy-mouthed in denouncing what he disagrees with. He is entitled to dip his pen in gall for the purposes of legitimate criticism: see Jordan CJ in Gardiner v Fairfax (1942) 42 SR (NSW) 171, 174.

 

These are the outer limits of the defence. The burden of establishing that a comment falls within these limits, and hence within the scope of the defence, lies upon the Defendant who wishes to rely upon the defence.

 

[*1477][vi] A Defendant is not entitled to rely on the defence of fair comment if the comment was made maliciously»

 

Ένας εναγόμενος δεν δικαιούται να βασισθεί στην υπεράσπιση του ευλόγου σχολίου εάν το σχόλιο έγινε κακόβουλα. Το βάρος να αποδείξει κακοβουλία βαρύνει τον ενάγοντα.

 

Μια διάσταση του παραπόνου του εφεσείοντα αφορά στα όσα το δικαστήριο στη σελίδα 39 της απόφασης του χαρακτηρίζει ως «σχόλιο» ή «γνώμη» ή «αξιολογικές κρίσεις», τα οποία, ο εφεσείων εισηγείται, στην πραγματικότητα είναι δηλώσεις γεγονότων που οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αποδείξουν.

 

Για να μπορεί να επιτύχει η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, η επίμαχη δήλωση πρέπει να συνίσταται σε γνώμη ή σχόλιο και όχι σε δήλωση γεγονότων. Για να αποφασίζεται τούτο, αυτή η δήλωση θα πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με το υπόλοιπο κείμενο [βλ. Δημοσιογραφική Χ.Λ.Σ. Λίμιτεδ κ.ά. ν. Φιλίππου (1998)1 Α.Α.Δ. 958]. Στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander (11η έκδοση) παράγραφος 12.10, αναφέρονται σχετικά τα ακόλουθα:

 

«While some indication, express or implied, of what underlies the alleged comment is necessary the ultimate question on whether the words are comment or fact is how they would strike the ordinary, reasonable reader and it is unlikely that any attempt to formulate general principles of construction will be of much help, especially bearing in mind that any particular statement must be taken in the context of the piece as a whole.»

 

Στην πρόσφατη απόφαση British Chiropractic Association v. Singh [2011] 1 WLR 133 επιδιώχθηκε από το Δικαστήριο να συσχετιστεί ο διαχωρισμός με το αντικείμενο και το πλαίσιο του συγκεκριμένου δημοσιεύματος και τη διαφορά στην οποία αφορούσε («…to the subject-matter and context of the particular article and the dispute to which it relates»).

 

Στο εφετήριο και στο περίγραμμα αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου του εφεσείοντα δεν γίνεται παραπομπή σε συγκεκριμένες αναφορές «δηλώσεων γεγονότων», κατά τον εφεσείοντα, τα οποία όμως το δικαστήριο θεώρησε ως σχόλια. Ούτε αναπτύσσεται στο περίγραμμα αγόρευσης οποιαδήποτε επιχειρηματολογία σε σχέση με συγκεκριμένη αναφορά ή αναφορές στο επίδικο δημοσίευμα, παρά μόνο γενικά για το τι συνιστά σχόλιο. Το παράπονο του εφεσείοντα, εν πάση περιπτώσει, φαίνεται να παραπέ[*1478]μπει στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Ο Εναγόμενος 4, δημοσιογράφος, καλώς ή κακώς θεώρησε πως η θέση του Ενάγοντος επηρεάστηκε και από το γεγονός της ύπαρξης χρηματοδοτήσεων προς την πλατφόρμα του ΝΑΙ. Είναι φανερό πως πρόκειται για γνώμη, άποψη, εκτίμηση του ή όπως διαφορετικά αρέσκεται να αποκαλεί το ΕΔΑΔ μια αξιολογική κρίση. Κατ’ ακρίβειαν αξιολογικές κρίσεις περιέχουν και μεταφέρουν και οι λέξεις  «πολέμιος», «αδιευκρίνιστοι λόγοι», «θεμελιώδεις απόψεις», «ενδεικτικό παράδειγμα», «δηλωτικό». «ετερόκλητη», «διαφωτιστική» και «αποϊδεολογικοποίηση». Η βασικότερη όμως και όλο το νόημα του άρθρου εστιάζεται στο ότι «μέρος της ελίτ δεν είχε αγνά κίνητρα».

 

Η διάκριση μεταξύ δηλώσεων, γεγονότων και αξιολογικών κρίσεων δεν είναι εύκολη. Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε πως στο επίδικο δημοσίευμα υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ των γεγονότων που αφορούν στον εφεσείοντα, τα οποία παρατίθενται ουσιαστικά στις πρώτες δύο εισαγωγικές παραγράφους του δημοσιεύματος. Σημειώνουμε ότι πλείστα των όσων το Δικαστήριο χαρακτηρίζει ως «γνώμη, άποψη, εκτίμηση» ή «αξιολογικές κρίσεις», εμπεριέχονται σε ξεχωριστή παράγραφο η οποία έπεται των πρώτων δύο παραγράφων στις οποίες περιγράφονται οι ενέργειες του εφεσείοντα και στις οποίες οι εν λόγω χαρακτηρισμοί αναφέρονται. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, το αντικείμενο του επίδικου δημοσιεύματος και το πλαίσιό του (context) θεωρούμε πως οι ουσιώδεις λέξεις, όπως και αν παρουσιάζεται ή παραφράζεται το νόημα τους, είναι εκφράσεις γνώμης ή αξιολογικές κρίσεις. Πρόκειται δηλαδή για αξιολόγηση των ενεργειών και της συμπεριφοράς του εφεσείοντα, και όχι για δηλώσεις γεγονότων.  Αυτό άλλωστε προκύπτει και από την αναφορά στην τελευταία παράγραφο του επίδικου δημοσιεύματος, στην οποία, όπως παρατηρεί το δικαστήριο, εστιάζεται το νόημα του άρθρου, ότι μέρος της ελίτ δεν είχε αγνά κίνητρα, προσθέτοντας, «όπως αυτό τουλάχιστον συνάγεται από τα υπάρχοντα στοιχεία» (η υπογράμμιση είναι δική μας).

 

Ο Εφεσείων παραπονείται επίσης ότι το δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη ότι τα γεγονότα που αφορούν τον ενάγοντα και επί των οποίων γίνονται τα σχόλια, ήταν λανθασμένα και/ή δεν αποδείχθηκαν επαρκώς και, ενώ εμφανίζονται καταγραμμένα με χρονολογική σειρά, η σειρά αυτή ήταν λανθασμένη. Τα γεγονότα αυτά είναι τα ακόλουθα (όχι με τη σειρά που διατυπώνονται στο εφετήριο):

[*1479](1) Ο εφεσείων συντάχθηκε με τον Πρόεδρο του ΔΗΣΥ όχι λίγο πριν το δημοψήφισμα του Απριλίου 2004, αλλά αμέσως μετά τις εσωκομματικές εκλογές του ΔΗΣΥ, δηλαδή τον Ιούνιο 2003.

 

(2)  Το Τεκμήριο 7, το οποίο είναι το «φυλλάδιο» που αναφέρεται στο δημοσίευμα, δεν το εξέδωσε μόνος ο εφεσείων αλλά με την Κίνηση Δημοκρατικών Πολιτών για την Ευρώπη, η οποία αποτελείτο από 12 μέλη, ενώ το φυλλάδιο περιείχε άλλα 16 άτομα πέραν του Τ. Παπαδόπουλου και του Ρ. Ντενκτάς.

 

(3)  Ο εφεσείων διορίστηκε μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΔΗΣΥ μετά το δημοψήφισμα του Απριλίου και τις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2004, και όχι πριν.

 

(4)  Στήλη στην εφημερίδα «Πολίτης» είχε από το 2002.

 

(5)  Με τον Α. Μαρκίδη δεν συνεργάστηκε στις Προεδρικές εκλογές του 2003.

 

(6)  Ο εφεσίβλητος 4 στην αντεξέταση έδωσε διάφορες απαντήσεις για τον αριθμό των κατ’ ιδίαν συνομιλιών κατά τις οποίες ο εφεσείων, σύμφωνα με τον εφεσίβλητο 4, κατηγορούσε τον κον. Αναστασιάδη και τα πρόσωπα με τα οποία ο εφεσείων συζητούσε το θέμα.

 

Στην υπόθεση Μαυρίδης ν Παπαδόπουλου (2006)1 Α.Α.Δ. 136 λέχθηκε ότι για να έχει ο εναγόμενος το πλεονέκτημα της υπεράσπισης του ευλόγου σχολίου, έπρεπε να είχε δώσει και κάποιο ελάχιστο πραγματικό υπόβαθρο ούτως ώστε οι δηλώσεις του να μη συνιστούν δηλώσεις γεγονότων αυτών καθ’ αυτών.

 

Τα γεγονότα πρέπει να είναι ουσιωδώς αληθινά. Όπως τίθεται το ζήτημα στο σύγγραμμα Brown, The Law of Defamation in Canada (σελίδες 15-84 μέχρι 15-86):

 

«[The facts] must be truly stated, or, at least, be substantially true.  They must not be patently distorted or materially misstated, or so incomplete as to lead to a material alteration of the truth. A necessary foundation for the defence of fair comment is the truth of the facts commented upon. It is not sufficient to show some of the facts upon which the comment is made are true if some are also false, or if material facts are omitted which would [*1480]fundamentally change the complexion of the facts which are stated.»  

 

Ο σχολιαστής δεν υποχρεούται στην παράθεση όλων των γεγονότων που σχετίζονται με το αντικείμενο του σχολίου. Παρατηρείται σχετικά από τον δικαστή Tysoe που έδωσε την απόφαση του Εφετείου για τη Βρετανική Κολομβία στην υπόθεση Creative Salmon Company Ltd. v. Staniford [2009] BCCA 61 (CanLII):

 

«… the requirement to state the facts truly does not obligate the commentator to set out all facts, both pro and con, relevant to the matter upon which he or she is commenting. Such an obligation would unduly hinder the commentator from forcefully expressing his or her opinion.»

 

Η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου δεν παύει να είναι διαθέσιμη επειδή στα γεγονότα του δημοσιεύματος υπάρχουν κάποιες μικροανακρίβειες ή παραλείψεις [Βλ. Andrews v Chapman [1853] 3 C & K 286 at 290 και Qadir v. Associated Newspapers Ltd [2013] E.M.L.R. 15].

 

Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε ενδελεχή εξέταση και καταγραφή των γεγονότων – αρκετά από τα οποία ήταν παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα - σε συνάρτηση προς το σχόλιο, αξιολογώντας παράλληλα τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων και αιτιολογώντας πλήρως την κατάληξη του πως στο σχόλιο υπήρχε υπόβαθρο γεγονότων που αναφερόταν στο υπό συζήτηση θέμα. Ως προς τα συγκεκριμένα γεγονότα στα οποία αναφέρεται ο εφεσείων, παρατηρούμε τα ακόλουθα:  Αποδεχόμενο τη σχετική επί τούτου μαρτυρία του εφεσίβλητου 4, το δικαστήριο βρήκε ότι σε κάποια επαφή που αυτός είχε με τον εφεσείοντα, ο τελευταίος του ανέφερε ότι λόγω της στάσης του στις Προεδρικές εκλογές αλλά και μετέπειτα στις εσωκομματικές εκλογές του ΔΗΣΥ, ο Ν. Αναστασιάδης του εξαπέλυσε οικονομικό πόλεμο. Ορθά συμπέρανε το πρωτόδικο δικαστήριο λοιπόν, ως θέμα λογικής σειράς, πως αυτή η επαφή είχε γίνει κατά την περίοδο των εσωκομματικών εκλογών, εξ ου και διευθετήθηκε συνέντευξη με τον εφεσείοντα στη «Χαραυγή», λίγες μέρες μετά. Στη συνέντευξη εκείνη, ο εφεσείων παρουσιαζόταν ως ο επικοινωνιολόγος του Γ. Κασουλίδη, ενώ προέβηκε και σε άλλες δηκτικές αναφορές για τον Ν. Αναστασιάδη. Ενόψει των πιο πάνω, θεωρούμε εύλογο το συμπέρασμα του δικαστηρίου πως η απόφαση του εφεσείοντα να δώσει αυτή την συνέντευξη καταδεικνύει τουλάχιστον ότι βρισκόταν σε σοβαρή [*1481]διάσταση με τον Ν. Αναστασιάδη. Δεν διαλανθάνει της προσοχής μας ότι ο εφεσείων, με άλλο λόγο έφεσης με το οποίο παραπονείται πως το δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα την εν λόγω  συνέντευξη, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι δεν του υποδείχθηκε η εφημερίδα (Τεκμήριο 6), ούτε ρωτήθηκε για την ουσία του περιεχομένου και την ερμηνεία που θα του έδιδε ο εφεσίβλητος 4 αργότερα. Παρατηρούμε όμως πως ο εφεσείων συμφώνησε αντεξεταζόμενος ότι είχε δώσει την εν λόγω συνέντευξη κατά την οποία προέβηκε, μεταξύ άλλων, σε αναφορές σε σχέση με τις τότε εσωκομματικές εκλογές στο ΔΗΣΥ και τη θέση που ο ίδιος διατήρησε, ενώ σε καμία περίπτωση δεν προέβαλε ότι τα όσα εκεί διατυπώθηκαν δεν ανταποκρίνονταν στα όσα ο ίδιος είχε δηλώσει. Υπό το φως των πιο πάνω, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του εφεσείοντα ότι αυτός συντάχθηκε με τον τότε Πρόεδρο του ΔΗΣΥ αμέσως μετά τις εσωκομματικές εκλογές του ΔΗΣΥ τον Ιούνιο 2003. Αντίθετα, η μη αμφισβήτηση της αλήθειας της αναφοράς στο επίδικο δημοσίευμα ότι ο εφεσείων υπήρξε πολέμιος του Προέδρου του ΔΗΣΥ «μέχρι πριν από ένα χρόνο» (η υπογράμμιση είναι δική μας), δηλαδή περί το τέλος Οκτωβρίου 2003, καθώς και ο διορισμός του εφεσείοντα γύρω στον Φεβρουάριο 2004 ως Σύμβουλος Επικοινωνίας του Προέδρου του ΔΗΣΥ, ο οποίος καθιστούσε φανερή την συμπόρευση του με τον τελευταίο, καταδεικνύουν ότι η σχετική δήλωση ήταν ουσιωδώς αληθινή. Εάν ο εφεσείων διανοητικά άρχισε να κινείται νωρίτερα προς το μέρος του κ. Αναστασιάδη, αυτό δεν μπορεί αντικειμενικά να επαληθευθεί. Όπως υπέδειξε πρωτόδικα ο δικαστής Eady J στην υπόθεση Joseph v. Spiller [2009] EWHC 1152:

 

“the defence is wide enough to embrace not only expressions of opinion in the more common sense but also, in some cases, inferences of fact where it is clear they are not objectively verifiable: see eg Gatley on Libel and Slander, 11th ed (2008) , at para 12.7. For example, where a conclusion is expressed by the commentator in circumstances where it is obvious to the reader that he cannot know the answer (eg in relation to someone's secret motives), it would be taken as comment rather than fact.”

 

Βέβαια, αναφερόμενος ο ίδιος στο ζήτημα, ο εφεσείων υπέδειξε ότι ήταν ήδη στο χώρο του ΔΗΣΥ, ενώ ερωτηθείς κατά την αντεξέταση, «Όμως όταν κατέστη εξουσία ο Αναστασιάδης κάποια στιγμή του 2004 σας προσκάλεσε ή επιλέξατε να βοηθήσετε τον κ. Αναστασιάδη;» απάντησε, πως όταν ο κ. Αναστασιάδης κατέστη εξουσία, «το πρώτο πράγμα που έκαμε ήταν να αρχίσει να [*1482]επικοινωνεί με όσους είχαν στηρίξει τον ανθυποψήφιο του για να βεβαιωθεί ότι δεν θα φύγουν από το κόμμα» και αυτό είχε γίνει και στη δική του περίπτωση, χωρίς όμως να μπορεί να προσδιορίσει το χρονικό σημείο εκτός από το ότι «σίγουρα» είχε βρεθεί με τον κ. Αναστασιάδη «σε κάποια εκδήλωση του κόμματος».

 

Σε ό, τι αφορά την έκδοση της αφίσας, Τεκμήριο 7, ο εφεσείων όντως δεν ήταν μόνος, πλην όμως, όπως σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, συμμετείχε ενεργά, λαμβάνοντας μέρος στην απόφαση και γνωρίζοντας όλες τις λεπτομέρειες. Μάλιστα, ήταν το μόνο μέλος της Κίνησης που δραστηριοποιείτο πολιτικά και είχε δεχθεί δημόσιες επικρίσεις για την έκδοση της αφίσας, στις οποίες απάντησε. Ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι η δήλωση ανταποκρινόταν ουσιωδώς στην αλήθεια. Το γεγονός δε ότι στο δημοσίευμα δεν γινόταν αναφορά και στα άλλα πρόσωπα που απεικονίζονταν στο φυλλάδιο, πέραν του Τ. Παπαδόπουλου και Ρ. Ντενκτάς, κατά την άποψή μας, δεν συνιστούσε ουσιώδη παράλειψη, ούτε άλλαζε την χροιά των γεγονότων που αναφέρονταν στο δημοσίευμα.

 

Το χρονικό σημείο του διορισμού του εφεσείοντα στο Πολιτικό Γραφείο του ΔΗΣΥ, ήταν το μόνο γεγονός στο οποίο αναφερόταν το σχόλιο που, κατά το δικαστήριο, δεν είχε καταδειχθεί, αφού για το ζήτημα τούτο, είχε δεχτεί τη μαρτυρία του εφεσείοντα πως ο διορισμός του έγινε τον Ιούνιο 2004, δηλαδή μετά το δημοψήφισμα. Ωστόσο, θεώρησε πως αυτή η διαφορά ήταν ήσσονος σημασίας δεδομένου ότι το σημαντικό γεγονός που τόνιζε το δημοσίευμα ήταν η σύνταξη του εφεσείοντα με τον Πρόεδρο του ΔΗΣΥ λίγο πριν από το δημοψήφισμα, γεγονός που εξαγόταν ούτως ή άλλως από το διορισμό του εφεσείοντα ως Συμβούλου Επικοινωνίας τον Φεβρουάριο 2004, δηλαδή λίγο πριν από το δημοψήφισμα. Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην προσέγγιση του δικαστηρίου. Η εσφαλμένη δήλωση ως προς το χρόνο του διορισμού του εφεσείοντα στο Πολιτικό Γραφείο του ΔΗΣΥ δεν επηρέαζε με οποιοδήποτε τρόπο την επάρκεια του πραγματικού υπόβαθρου των γεγονότων για το σχόλιο του εφεσίβλητου 4, στη βάση των γεγονότων που είχαν αποδειχθεί ως αληθινά.

 

Η δε θέση του εφεσείοντα ότι είχε στήλη στην εφημερίδα «Πολίτης» από το 2002 δεν έχει καταδειχθεί. Αντιθέτως, το δικαστήριο σημείωσε πως ήταν αδιαμφισβήτητο ότι μεταξύ των Προεδρικών Εκλογών του 2003 και του δημοψηφίσματος ο εφεσείων πύκνωσε την εβδομαδιαία αρθρογραφία του στον «Πολίτη», στον οποίο είχαν δημοσιευθεί κατά την περίοδο 2003-2004, 52 άρθρα – κείμενα του, τα πιο πολλά εκ των οποίων γράφτηκαν, όπως ση[*1483]μείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, εγγύτερα προς το δημοσίευμα παρά προς τις αρχές του 2003, όταν ήταν σποραδικά, ενώ η εβδομαδιαία αρθρογραφία του ήταν ο κανόνας και η μη αποστολή άρθρου η εξαίρεση. Δεν διαλανθάνει της προσοχής μας ότι ερωτηθείς κατά την αντεξέταση πότε άρχισε να αρθρογραφεί στην «Αλήθεια», αν ήταν πριν από τον Νοέμβριο, Δεκέμβριο 2002 ή μετά την προεκλογική περίοδο για τις Προεδρικές Εκλογές, ο Εφεσείων ανέφερε ότι στον «Πολίτη» υπήρχαν «κάποια δημοσιεύματα αλλά σποραδικά. Αργότερα έγιναν επί τακτικής βάσης».

 

Ούτε η θέση του εφεσείοντα ότι δεν συνεργάστηκε με τον Α. Μαρκίδη στις Προεδρικές Εκλογές του 2003 ευσταθεί. Ότι συνεργάστηκε, αποτέλεσε εύρημα του δικαστηρίου μετά από αξιολόγηση της σχετικής μαρτυρίας, το οποίο δέχτηκε την επί τούτου μαρτυρία του εφεσίβλητου 4. Η παράλειψη αμφισβήτησης του ως άνω ισχυρισμού του εφεσείοντα κατά την αντεξέταση, για την οποία γίνεται λόγος στον πέμπτο λόγο έφεσης, δεδομένου ότι επρόκειτο περί αρνητικής τοποθέτησης για ζήτημα που δόθηκε μαρτυρία από την άλλη πλευρά, δεν ισοδυναμούσε με αποδοχή του ισχυρισμού, αλλά το καθιστούσε ως θέμα αξιοπιστίας. Δεν διαπιστώνεται έρεισμα για παρέμβαση μας.

 

Συνάγεται από την ανάλυση του δικαστηρίου ότι στο δημοσίευμα δεν διαπίστωσε οποιεσδήποτε ουσιώδεις ανακρίβειες στα γεγονότα στα οποία βασιζόταν το σχόλιο ή στη σειρά που αυτά παρατίθενται. Ούτε οποιεσδήποτε ανακρίβειες δυνάμενες να παραπλανήσουν τον αναγνώστη. Παρόλο ότι δυνατόν να μην αποδεικνύονται με ακρίβεια όλα τα γεγονότα, η έκφραση της γνώμης του εφεσίβλητου 4 δεν παύει από του να είναι σχόλιο με βάση τα γεγονότα που ουσιαστικά αποδεικνύονται.

 

Ο εφεσείων εισηγείται ακόμη, με παραπομπή σε διάφορες αναφορές του εφεσίβλητου 4, πως η κατάληξη του δικαστηρίου ότι απέτυχε να καταδείξει πως ο εφεσίβλητος δεν ήταν καλόπιστος είναι εσφαλμένη (τρίτος λόγος έφεσης).

 

Με το ζήτημα της κακοβουλίας σχετίζεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης με τον οποίο ο εφεσείων παραπονείται ουσιαστικά ότι, ενώ το δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση της προνομιούχας δημοσίευσης που έγινε καλόπιστα, λόγω της παράλειψης των εφεσιβλήτων να αναζητήσουν τις απόψεις του εφεσείοντα, εντούτοις θεωρεί ότι αυτό συνιστά απλή απροσεξία και όχι απερισκεψία για την αλήθεια ώστε η παράλειψη αναζήτησης των απόψεων του εφεσείοντα να θέτει ευθέως ζήτημα κακοβουλίας εκ μέρους των εφεσίβλητων, [*1484]συνέπεια της οποίας θα έπρεπε να είναι και η απόρριψη της υπεράσπισης του ευλόγου σχολίου. Προς υποστήριξη της θέσης του, η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσής της παραπέμπει στα όσα σχετικά αναφέρονται στη σελ. 426 και επί του συγγράμματος Gatley on Libel and Slander –δεν αναφέρεται η έκδοση – υποστηρίζοντας ότι «είναι πλέον αποδεκτό ότι οι αυθεντίες για την κακοβουλία σ’ ό,τι αφορά την Υπεράσπιση του ευλόγου σχολίου και του προνομίου υπό επιφύλαξη είναι αλληλένδετες ουσιαστικά, με εξαίρεση βέβαια τους αναγκαίους περιορισμούς που σχετίζονται με τη φύση της κάθε Υπεράσπισης…».

 

Όμως, στην παράγραφο 12.25 της 11ης έκδοσης του ίδιου συγγράμματος διαβάζουμε:

 

«Formerly, it was widely believed that the idea of malice was essentially the same in fair comment 173 and that the cases were essentially interchangeable. It has now been demonstrated that this is incorrect.

 

“The rationale of the defence of fair comment is different, and is different in a material respect. It is not based on any notion of performance of a duty or protection of an interest …. [Its] basis is the high importance of protecting and promoting the freedom of comment by everyone at all times on matters of public interest, irrespective of their particular motives. In the nature of things the instances of misuse of privilege … (for example, ‘some private advantage unconnected with the duty or interest which constitutes the reason for the privilege') are not necessarily applicable to fair comment.”174

 

Accordingly,

 

“a comment which falls within the objective limits of the defence of fair comment can lose its immunity only by proof that the defendant did not genuinely hold the view he expressed. Honesty of belief is the touchstone. Actuation by spite, animosity, intent to injure, intent to arouse controversy or other motivation, whatever it may be, even if it is the dominant or sole motive, does not of itself defeat the defence. However, proof of such motivation may be evidence, sometimes compelling evidence, from which lack of genuine belief in the view expressed may be inferred.”175»

 

(Η παραπομπή 173 είναι στην υπόθεση Henwood v. Harrison [*1485][1872] L.R. 6 C.P.606 και οι παραπομπές 174 και 175, στην υπόθεση Tse Wai Chun v. Cheng [2000] HKCFA 86).

 

Θεωρούμε πως το πιο πάνω απόσπασμα απαντά στις αιτιάσεις του εφεσείοντα.

 

Για το ζήτημα της κακοβουλίας, σε ό, τι αφορά το έντιμο σχόλιο, το δικαστήριο απεφάνθη πως ο εφεσείων απέτυχε να καταδείξει ότι ο εφεσίβλητος είχε οποιαδήποτε έχθρα ή διαφορά εξαιτίας της οποίας θα προέβαινε σ’ αυτό το δημοσίευμα.

 

Αυτό δεν είναι το ζητούμενο. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας στην παράγραφο 75 της Joseph v. Spiller (ανωτέρω), κατέληξε, υιοθετώντας την άποψη του Lord Nicholls of Birkenhead στην Cheng (ανωτέρω), πως η εμβέλεια της κακοβουλίας έχει στενέψει σημαντικά. Το γεγονός ότι  το κίνητρο του εναγόμενου μπορεί να ήταν ο φθόνος (spite) ή η κακή πίστη δεν είναι πλέον ουσιώδες. Το μόνο ζήτημα είναι κατά πόσο αυτός πίστευε ότι το σχόλιο του ήταν δικαιολογημένο.

 

Η κριτική που ο εφεσίβλητος 4 άσκησε κατά του εφεσείοντα, ήταν, όπως παρατήρησε το δικαστήριο, οξεία και σκληρή, η οποία όμως μπορεί να γίνει ανεκτή από ένα δημόσιο πρόσωπο με πολιτική δραστηριότητα – όπως ήταν ο εφεσείων – για ένα τέτοιο θέμα υψίστου δημόσιου ενδιαφέροντος. Τα όρια της αποδεκτής κριτικής, σε περιπτώσεις όπως του εφεσείοντα είναι ευρύτερα από τις περιπτώσεις ιδιωτών, αφού οι πρώτοι αναπόφευκτα και ενσυνείδητα εκθέτουν τον εαυτό τους σε στενό έλεγχο, των λόγων και των πράξεων τους, από δημοσιογράφους και το ευρύτερο κοινό (βλ. Jerusalem v. Austria [2003] 3 E.H.R.R. 25). Ακόμη και αν ο σκοπός του εφεσίβλητου 4 ήταν για να ψέξει την πολιτική ανηθικότητα του εφεσείοντα ή χρησιμοποίησε σκληρές εκφράσεις και επιθετική γλώσσα για τον εφεσείοντα, όπως παραπονείται ο εφεσείων, αυτό δεν καταδεικνύει κακοβουλία στην έννοια που αναφέρεται πιο πάνω και δεν εξουδετερώνει την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου. Το πρωτόδικο δικαστήριο καταλήγοντας για το ζήτημα, σημειώνει ότι κυρίαρχο κίνητρο του εφεσίβλητου 4 ήταν να σχολιάσει επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος παραθέτοντας την ειλικρινή και γνήσια άποψη του. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε υπόψη μας που να καταδεικνύει ότι δεν ήταν έτσι και πως ο ίδιος δεν πίστευε ότι το σχόλιο του ήταν δικαιολογημένο.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, δεν βρίσκουμε έρεισμα για επέμβαση στην πρωτόδικη κατάληξη για το ζήτημα. Αυτή η διαπίστωση [*1486]μας σφραγίζει και την τύχη της έφεσης, χωρίς να χρειάζεται να εξετάσουμε οποιοδήποτε άλλο ζήτημα που εγείρεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο