Κυριάκου Νικόλας ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 ΑΑΔ 1546

(2013) 1 ΑΑΔ 1546

[*1546]19 Ιουλίου, 2013

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΤΩΡΑ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 196/2013)

 

 

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Έκδοση διατάγματος εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης με βάση τις πρόνοιες του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 (Ν.133(Ι)/2004) ― Στόχος και επιδίωξη του Νόμου ― Εφαρμοστέες και αρχές και διαδικασία ― Διάταγμα Κυπριακού Δικαστηρίου για εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης ― Κατά πόσο σημειώθηκε παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του εκζητουμένου από τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ― Έφεση εναντίον σχετικού διατάγματος ― Κατά πόσο στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης του Εφετείου.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκδόθηκε διάταγμα για την εκτέλεση δύο ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης τα οποία εκδόθηκαν από αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας.

 

Ο Εκζητούμενος συνελήφθη βάσει Κυπριακού Εντάλματος Σύλληψης και παρουσιάστηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Το πρώτο Ε.Ε.Σ. εκδόθηκε στις 5.3.12 από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και αφορούσε δύο Εθνικά Εντάλματα Σύλληψης και μια Εκτελεστή Δικαστική Απόφαση και το δεύτερο εκδόθηκε στις 7.3.13 επίσης από τη Εισαγγελία Εφετών Αθηνών και αφορούσε ένα Εθνικό Ένταλμα Σύλληψης και μια Εκτελεστή Δικαστική Απόφαση.

 

[*1547]Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το κάθε ένα από τα ελληνικά εντάλματα σύλληψης και κάθε μία από τις αποφάσεις που εκδόθηκαν στην Ελλάδα εναντίον του εφεσείοντα. Στη συνέχεια εξέτασε το Άρθρο 13 του Νόμου στο οποίο καταγράφονται έξι περιπτώσεις στις οποίες το δικαστήριο υποχρεωτικά αρνείται την εκτέλεση ενός ΕΕΣ.

 

Έκρινε αρχικά ότι ο εφεσείων, ο οποίος είναι ημεδαπός, δεν μπορούσε να εκδοθεί στην Ελλάδα αναφορικά με τα ελληνικά εντάλματα σύλληψης 7, 14 και 59 χωρίς τη διασφάλιση ότι αν εκτελεστούν τα ΕΕΣ, αυτός θα επιστρέψει στην Κύπρο για να εκτίσει τυχόν επιβαλλόμενη εις βάρος του ποινή ή μέτρο ασφάλειας. Αυτό το στοιχείο όμως ικανοποιείτο από σχετική διασφάλιση που δόθηκε.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και την προαιρετική μη εκτέλεση ΕΕΣ, σύμφωνα με το Άρθρο 14 του Νόμου και παρατήρησε ότι δεν είχε υποβληθεί οποιαδήποτε εισήγηση ότι συνέτρεχε λόγος για τον οποίον το Δικαστήριο θα έπρεπε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια δυνάμει του άρθρου εκείνου, υπέρ του εφεσείοντα.

 

Ως προς τις εγγυήσεις για την εκτέλεση ΕΕΣ, που προνοούνται στο Άρθρο 15 του Νόμου, δόθηκε εγγύηση από το κράτος μέλος έκδοσης το οποίο διαβεβαίωσε ότι ο εφεσείων μπορεί να ασκήσει αίτηση ακύρωσης και «εκπρόθεσμη έφεση», δηλαδή αίτηση ακύρωσης μετά την εκπνοή του καθορισμένου χρόνου.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε ειδικά με το θέμα της κατ’ ισχυρισμό διάπραξης αδικημάτων από τον εφεσείοντα πριν την 1.5.2004, ημερομηνία ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

Κατέληξε ότι δεν μπορούσε να εγκριθεί η εκτέλεση του πρώτου ΕΕΣ σε σχέση με την απόφαση 120682/05, αλλά ούτε και ως προς το ελληνικό ένταλμα σύλληψης 7.

 

Διέταξε όμως την εκτέλεση του πρώτου ΕΕΣ και την άμεση παράδοση του εφεσείοντα στις αρμόδιες Ελληνικές Αρχές, αναφορικά με το ελληνικό ένταλμα σύλληψης υπ’ αρ. 14 και του δεύτερου ΕΕΣ αναφορικά με το ελληνικό ένταλμα σύλληψης υπ’ αρ. 59. 

 

Διέταξε επίσης την εκτέλεση του δεύτερου ΕΕΣ και την άμεση παράδοση του εφεσείοντα προς το σκοπό έκτισης της πενταετούς ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε στην απόφαση 27266/11.

 

[*1548]Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Λόγος έφεσης 1.

 

Ήταν εσφαλμένο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι με την εκτέλεση των ΕΕΣ και την άμεση παράδοση του εφεσείοντα προς το σκοπό έκτισης ποινής φυλάκισης 5 ετών σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση, για τη διάπραξη του αδικήματος των «χρεών κατά του ελληνικού δημοσίου», δεν παραβιάζονταν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα του εφεσείοντα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ήταν ορθή η πρωτόδικη απόφαση ως προς το ζήτημα αυτό σύμφωνα με την οποία, η ορθή ερμηνεία του Άρθρου 1 είναι ότι απαγορεύεται η στέρηση της ελευθερίας κάποιου ο οποίος απλώς και μόνον αδυνατεί να εκπληρώσει κάποια συμβατική του υποχρέωση, δηλαδή υποχρέωση την οποία ανέλαβε στα πλαίσια σύμβασης. 

 

2.  Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, η καταδίκη του εφεσείοντα αφορούσε σε παράβαση συγκεκριμένης ποινικής διάταξης ως προς την καταβολή φόρων, που δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε ως προέλευση της την εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης.

 

3.  Συναφώς, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ανάλογες διατάξεις ισχύουν και στην κυπριακή νομοθεσία όπως π.χ. τα ποινικά αδικήματα που σχετίζονται με παραλείψεις καταβολής Φ.Π.Α., εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων και τελών.

 

Λόγοι έφεσης 2-5.

 

Η κατ’ ισχυρισμό καθυστέρηση των Ελληνικών Διωκτικών Αρχών να προωθήσουν το αίτημα τους εναντίον του εφεσείοντα, ενώ είχαν τέτοια ευκαιρία. 

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στην προκείμενη περίπτωση επρόκειτο για ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης και η εκτέλεση τους διέπεται από τον Ν 133(Ι)/2004 στον οποίο δεν υπάρχουν ρητές πρόνοιες περί παρόδου χρόνου, αδικαιολόγητης καθυστέρησης και αλλαγής συνθηκών, όπως υπήρχαν στους περί Φυγοδίκων Νόμους.

 

2.  Η αλλαγή των προσωπικών περιστάσεων, δεν μπορούσαν να θεω[*1549]ρηθούν ότι καθιστούσαν άδικη και καταπιεστική για τον εφεσείοντα την εκτέλεση των εναντίον του ΕΕΣ και την παράδοση του στις Ελληνικές Αρχές.

 

3.  Το βάρος απόδειξης τέτοιων συνθηκών και περιστάσεων το είχε ο εφεσείων και δεν το απέσεισε.

 

4.  Ανθρωπιστικοί λόγοι, όπως θέματα υγείας, μπορούν να τεθούν από τον εφεσείοντα στην Κεντρική Αρχή και να αποτελέσουν τη βάση αίτησης για αναστολή της εκτέλεσης της τελεσίδικης απόφασης του δικαστηρίου, σύμφωνα με το προαναφερόμενο Άρθρο 29.

 

Λόγος έφεσης 6.

 

Ήταν εσφαλμένο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι οι διαδικαστικές εγγυήσεις που είχαν δοθεί από τις Ελληνικές Αρχές ήταν επαρκείς και δεν υπήρχε λόγος να ζητηθούν επιπρόσθετα στοιχεία γι’ αυτές.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος παρείχε εγγύηση με την οποία διασφαλίστηκε ότι ο εφεσείων θα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου και να είναι παρών κατά τη λήψη της απόφασης.

 

2.  Αυτές οι διαδικαστικές εγγυήσεις, οι οποίες προνοούνται στο Άρθρο 15 του Νόμου, ήταν επαρκείς όπως ορθά εκρίθη και πρωτοδίκως.

 

Λόγος έφεσης 7.

 

Υπήρξε  ανεπαρκής απόδειξη της ταυτότητας του εκζητουμένου προσώπου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Με βάση τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στοιχεία αποδείχθηκε επαρκώς ότι ο εφεσείων ήταν το εκζητούμενο πρόσωπο.

 

Λόγος έφεσης 8.

 

Ήταν εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εξαγοράσιμη ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην προανα[*1550]φερόμενη απόφαση ήταν ποινή στερητική της ελευθερίας του και όχι χρηματική ποινή.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Ήταν ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι η εισήγηση ότι οι εξαγοράσιμες ποινές δεν εμπίπτουν στην έννοια της στερητικής της ελευθερίας ποινής ήταν αβάσιμη, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν χάνουν το χαρακτήρα τους ως στερητικά της ελευθερίας μέτρα, εκτός αν καταβληθεί το καθοριζόμενο χρηματικό αντίτιμο.

 

Η έφεση απορρίφθηκε. 

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Soering v. United Kingdom [1989] 11 EHRR 439

 

D. v. United Kingdom [1977] 24 EHRR 423

 

Kakis v. Cyprus [1978] 1 WLR 779,

 

Cambell v. France [2013] EWHC 1288,

 

Νικολαΐδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 80.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Εκζητούμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Χαραλάμπους, Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 4/2013) ημερ. 8/7/2013.

 

Γ. Πολυχρόνης, για τον Εφεσείοντα.

 

Χρ. Κυθραιώτου (κα) με Ε. Φράγκου (κα), για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Τα προκαταρκτικά ουσιώδη γεγονότα περιγράφονται με σαφήνεια στην πρωτόδικη απόφαση και είναι τα εξής:

 

[*1551]«Με την παρούσα διαδικασία ζητείται απόφαση για την εκτέλεση δύο ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης τα οποία εκδόθηκαν από αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας (στο εξής «Ελλάδα») στις 5.3.12 και 7.3.12 (στο εξής «τα Ε.Ε.Σ.» ή «το Τεκμήριο 1» και «το Τεκμήριο 2» αντιστοίχως).

 

Ο Εκζητούμενος συνελήφθη βάσει Κυπριακού Εντάλματος Σύλληψης και παρουσιάστηκε στο παρόν δικαστήριο στις 17.5.13, οπότε μετά την επιβεβαίωση ταυτότητας, την ενημέρωση του για τη ύπαρξη και το περιεχόμενο των Ε.Ε.Σ., καθώς και για τα δικαιώματα του βάσει του Άρθρου 17 του Ν. 133(Ι)/04 (ήτοι δικηγόρου, διερμηνέως, λήψης αντιγράφων και συγκατάθεσης) ο ίδιος αιτήθηκε νομικής αρωγής η οποία εγκρίθηκε και ορίστηκε ημερομηνία ακρόασης. Σημειωτέον ότι μεταξύ των εμφανίσεων, συναινούντων και των αιτητών αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους.

 

Μαρτυρία.

 

Δεν απαιτήθηκε η προσκόμιση οποιασδήποτε προφορικής μαρτυρίας εκ μέρους των αιτητών, δεδομένου ότι τα αναγκαία έγγραφα κατατέθηκαν εκ συμφώνου, περαιτέρω δηλώθηκαν κάποια παραδεκτά γεγονότα, ενώ για άλλα ζητήματα η κα. Κυθραιώτου έδωσε διευκρινίσεις τις οποίες ζήτησε ο κ. Πολυχρόνης.

 

Ο Εκζητούμενος κατέθεσε ενόρκως αναφέροντας μόνο ότι κατά τα έτη 2003-2008 επισκέπτετο την Ελλάδα κάθε μήνα και παρέμενε εκεί 3-4 ημέρες κάθε φορά. Αντεξεταζόμενος είπε ότι νυμφεύθηκε το 1974, ότι τώρα είναι ανίκανος για εργασία, ότι η σύζυγος του διατηρεί ανθοπωλείο, ότι δεν του δόθηκε οποτεδήποτε διαβεβαίωση από τις Ελληνικές Αρχές πως δεν θα κινηθούν ποινικώς εναντίον του και ούτε τον βοήθησαν να επιστρέψει στην Κύπρο και τέλος ότι όταν πήγαινε στην Ελλάδα διέμενε σε «διάφορους τόπους», οπότε για αυτό δεν δήλωσε μόνιμο τόπο διαμονής.

 

Γεγονότα.

 

Αναλυτικότερα τα σχετικά γεγονότα, τα οποία ενδιαφέρουν, έχουν ως εξής:

 

Τεκμήριο 1 – 1ο Ε.Ε.Σ.

 

1. Έκδοση – Περιεχόμενο.

 

Το 1ο Ε.Ε.Σ. εκδόθηκε στις 5.3.12 από τον Εισαγγελέα Εφετών [*1552]Αθηνών και αφορά δύο Εθνικά Εντάλματα Σύλληψης και μια Εκτελεστή Δικαστική Απόφαση ως ακολούθως:

 

Α.   Ένταλμα Σύλληψης υπ’ αρ. 14, ημ. 28.3.08 της Κ. Ανακρίτριας του 21ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, η ισχύς του οποίου διατηρήθηκε με την υπ’ αρ. 599/2008 Πράξη – Διάταξη του Προέδρου Εφετών Αθηνών (στο εξής «το ΕΣ 14»).

 

Β.   Ένταλμα Σύλληψης υπ’ αρ. 7, ημ. 21.9.11 της Κ. Ανακρίτριας του 10ου Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών (στο εξής «το ΕΣ 7»).

 

Γ.   Εκτελεστή Δικαστική Απόφαση υπ’ αρ. 120682, ημ. 23.9.05 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (στο εξής «η Απόφαση 120682/05»).

 

Όπως προκύπτει και από διευκρινίσεις που δόθηκαν στις 13.6.13 από την Εσαγγελία Εφετών Αθηνών με το Τεκμήριο 11.1, εκ παραδρομής στη σελ. 7 του Τεκμηρίου 1 υπό στοιχ. Ε(2) αναφέρεται αρ. απόφασης «…2864 από 25 Ιουνίου 2007 του Ε΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών», ενώ η ορθή αναφορά είναι απόφαση υπ’ αρ. 120682, ημ. 23.9.05 (η οποία και έχει προσκομιστεί ως Τεκμήριο 11.2). Προφανώς ισχύουν τα ίδια και για παρόμοιες λανθασμένες αναφορές στις σελ. 8 και 10 του Τεκμηρίου 1. Σημειώνεται ότι στις σελ. 1 και 2 του Τεκμηρίου 1 αναφέρεται ορθώς η απόφαση 120682.

 

2. Ενδείξεις για τις ποινές.

 

Α)   Για τις πράξεις που αναφέρονται στο ΕΣ 14 προβλέπεται κάθειρξη 5 έως 10 ετών.

 

Β)   Για τις πράξεις που αναφέρονται στο ΕΣ 7 προβλέπεται ισόβια κάθειρξη.

 

Γ)   Για την Δικαστική Απόφαση υπ’ αρ. 120682/05 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 5 (πέντε) μηνών στις 23.9.05.

 

3. Κλήτευση.

 

Ο Εκζητούμενος δεν κλητεύθηκε αυτοπροσώπως ή ενημερώθηκε κατ’ άλλον τρόπο για την ημερομηνία και τον τόπο της ακροαματικής διαδικασίας που κατέληξε στην απόφαση εν τη απουσία [*1553]του, αλλά διαθέτει νομικές εγγυήσεις μετά την παράδοση στις δικαστικές αρχές, ήτοι δύναται να ασκήσει Αίτηση Ακύρωσης Απόφασης και Εκπρόθεσμη Έφεση. Συνιστά παραδεκτό γεγονός πως η αναφερόμενη κλήτευση για τις ανάγκες της δικαστικής διαδικασίας έγινε με τοιχοκόλληση στον αρμόδιο Δήμο.

 

4. Περιγραφή Πράξεων.

 

Α.   ΕΣ 14 (Εικονικά Τιμολόγια – Φοροδιαφυγή).

 

Για το ΕΣ 14 ο Εκζητούμενος ζητείται για να δικαστεί επί τω ότι:

 

Μεταξύ 9.12.04 έως 22.12.04 στην Αθήνα με περισσότερες πράξεις κατ’ εξακολούθησιν αποδέχθηκε εικονικά φορολογικά στοιχεία, τα οποία εκδόθηκαν για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολο τους. Συγκεκριμένα κατηγορείται ότι υπό την ιδιότητα του διαχειριστή της εταιρείας «ΠΛΑΣΤΙΚΑ ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ ΕΠΕ» αποδέχθηκε και καταχώρισε στα Βιβλία της εταιρείας οκτώ τιμολόγια τα οποία είναι εικονικά διότι εκδόθηκαν για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολο της, γεγονός το οποίο γνώριζε και παρά ταύτα τα αποδέχθηκε. Παρατίθενται στο Τεκμήριο 1 τα αναλυτικά στοιχεία οκτώ τιμολογίων της περιόδου 9.12.04 έως 22.12.04 όλα με φερόμενη εκδότρια την εταιρεία ΚΑΛΟΥΠΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΕ, συνολικής αξίας €2.604.304, (εκ των οποίων €397.266,74 αφορούν Φ.Π.Α.).

 

Β. ΕΣ 7 (Απάτη).

 

Για το ΕΣ 7 ο Εκζητούμενος ζητείται για να δικαστεί επί τω ότι:

 

Ως φορέας επιχείρησης χρυσού στις 9.9.03 υπέβαλε αίτηση χρηματοδότησης στην ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε. και με συνεχή πειθώ, φορτικότητα, προτροπές και παραινέσεις προκάλεσε στον Διευθυντή του Τραπεζικού καταστήματος (Γ. Τσιρογιάννη) την απόφαση να θέσει αντικανονικά ως όριο χρηματοδότησης το ποσό των €750.000 και χωρίς έρευνα πιστοληπτικής ικανότητας βάσει των κανονισμών και εγκυκλίων, στηριζόμενος σε επιταγές, που προσκομίστηκαν ως εξασφάλιση από τον Εκζητούμενο, να εξαπατήσει τον Προϊστάμενο Χορηγήσεων (Ι. Σκαρλάτο) να υπογράψει και εγκρίνει στις 9.9.03 το πιο πάνω όριο. Γεγονός που οδήγησε στην εκταμίευση του ποσού των €750.000, ενώ στην πραγματικότητα η επιχείρηση του Εκζητούμενου δεν διέθετε ικανή εμπορική δραστηριότητα ούτως ώστε να ανταποκριθεί στην αποπληρωμή του δανείου. Η Τράπεζα κατήγγειλε τη σύμβαση στις 5.3.04. Εκ τω υστέρων ενημερώθηκε ότι οι εκδότες των επιταγών [*1554]που είχαν δοθεί ως ενέχυρο (για την εξασφάλιση του δανείου) εμπλέκοντο σε κύκλωμα φοροδιαφυγής με εικονικά τιμολόγια.  Κατά την καταγγελία το χρεωστικό υπόλοιπο ανερχόταν σε €782.500.

 

Γ. Δικαστική Απόφαση 120682/05 (Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο).

 

Με την πιο πάνω απόφαση στις 23.9.05 ο Εκζητούμενος κρίθηκε ένοχος ότι κατά το διάστημα από 1.5.03 έως 31.8.04 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, όντας οφειλέτης του Δημοσίου, εκ προθέσεως καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για διάστημα πέραν των 4 μηνών, ήτοι παρέλειψε να καταβάλει ποσόν €12.695,59, που αφορά βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο.

 

Τεκμήριο 2 – 2ο Ε.Ε.Σ.

 

1. Έκδοση – Περιεχόμενο.

 

Το 2ο Ε.Ε.Σ. εκδόθηκε στις 7.3.13 επίσης από τη Εισαγγελία Εφετών Αθηνών και αφορά ένα Εθνικό Ένταλμα Σύλληψης και  μια Εκτελεστή Δικαστική Απόφαση, ως ακολούθως:

 

Α.   Ένταλμα Σύλληψης υπ’ αρ. 59, ημ. 10.10.12, του Κ. ΑΝΑΚΡΙΤΗ του 2ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, η ισχύς του οποίου διατηρήθηκε με την υπ’ αρ. 137, ημ. 23.1.13 Πράξη – Διάταξη της Προέδρου Εφετών Αθηνών (στο εξής «το ΕΣ 59»).

 

Β.   Εκτελεστή Δικαστική Απόφαση υπ’ αρ. 27266, ημ. 16.2.11 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (στο εξής «η Απόφαση 27266/11»).

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής σε μια προσεχτική και εμπεριστατωμένη απόφαση αναφέρθηκε σε όλες τις πτυχές των ενώπιον του επιδίκων θεμάτων. Συγκεκριμένα, αφού παρατήρησε ότι τα δύο ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης (ΕΕΣ) συντάχθηκαν κατά τον ορθό τύπο και περιέχουν τα απαραίτητα στοιχεία που καθορίζονται από το Άρθρο 4 του Ν. 133(Ι)/2004 (ο Νόμος), στη συνέχεια αναφέρθηκε στις βασικές προϋποθέσεις εκτέλεσης τέτοιων ενταλμάτων δυνάμει του Άρθρου 12 του Νόμου. Τόνισε συναφώς ότι η πράξη για την οποίαν έχει εκδοθεί το ΕΕΣ πρέπει να συνιστά έγκλημα, το οποίο να τιμωρείται με στερητική της ελευ[*1555]θερίας ποινή σύμφωνα με το δίκαιο του αιτούντος κράτους και να είναι παράλληλα και αξιόποινη, σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο. Η εκτέλεση, όμως, ΕΕΣ επιτρέπεται και χωρίς έλεγχο του διττού αξιόποινου της συγκεκριμένης πράξης για 32 ομάδες αξιόποινων πράξεων μεταξύ των οποίων και η απάτη, όπως στην περίπτωση του ελληνικού εντάλματος σύλληψης υπ’ αρ. 7.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε συγκεκριμένα το κάθε ένα από τα ελληνικά εντάλματα σύλληψης με αρ. 14, 59 και 7 και κάθε μία από τις αποφάσεις που εκδόθηκαν στην Ελλάδα εναντίον του εφεσείοντα, υπ’ αρ. 120682/05 και 27266/11. Στη συνέχεια εξέτασε το Άρθρο 13 του Νόμου στο οποίο καταγράφονται έξι περιπτώσεις στις οποίες το δικαστήριο υποχρεωτικά αρνείται την εκτέλεση ενός ΕΕΣ. Βρήκε ότι στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων, ο οποίος είναι ημεδαπός, δεν μπορεί να εκδοθεί στην Ελλάδα αναφορικά με τα ελληνικά εντάλματα σύλληψης 7, 14 και 59 χωρίς τη διασφάλιση ότι αν εκτελεστούν τα ΕΕΣ, αυτός θα επιστρέψει στην Κύπρο για να εκτίσει τυχόν επιβαλλόμενη εις βάρος του ποινή ή μέτρον ασφάλειας. Αυτό το στοιχείο όμως ικανοποιείτο από τη διασφάλιση που δόθηκε με το τεκμήριο 10. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και την προαιρετική μη εκτέλεση ΕΕΣ, σύμφωνα με το Άρθρο 14 του Νόμου και παρατήρησε ότι δεν είχε υποβληθεί οποιαδήποτε εισήγηση ότι συντρέχει λόγος για τον οποίον το δικαστήριο θα έπρεπε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια δυνάμει του άρθρου εκείνου, υπέρ του εφεσείοντα.

 

Ως προς τις εγγυήσεις για την εκτέλεση ΕΕΣ, που προνοούνται στο Άρθρο 15 του Νόμου, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι οι προαναφερόμενες δύο αποφάσεις εκδόθηκαν ερήμην του εφεσείοντα, αυτός δεν είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως, ούτε ενημερώθηκε καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο για την ημερομηνία και τον τόπο της ακροαματικής διαδικασίας και επομένως η εκτέλεση των ΕΕΣ τίθετο υπό την προϋπόθεση ότι η δικαστική αρχή έκδοσης των ΕΕΣ θα παρείχε επαρκείς εγγυήσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι ο εφεσείων θα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου στο κράτος μέλος έκδοσης και να παρίσταται κατά τη λήψη της απόφασης. Τέτοια εγγύηση δόθηκε από το κράτος μέλος έκδοσης το οποίο διαβεβαίωσε ότι ο εφεσείων μπορεί να ασκήσει αίτηση ακύρωσης και «εκπρόθεσμη έφεση», δηλαδή αίτηση ακύρωσης μετά την εκπνοή του καθορισμένου χρόνου.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε ειδικά με το θέμα της [*1556]κατ’ ισχυρισμό διάπραξης αδικημάτων από τον εφεσείοντα πριν την 1.5.2004, ημερομηνία ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με το Ν. 127(Ι)/2006 έγινε η πέμπτη τροποποίηση του Συντάγματος με την οποίαν η ρητή απαγόρευση έκδοσης Κύπριου πολίτη (Άρθρο 11.2 (στ) του Συντάγματος) τροποποιήθηκε ώστε να επιτρέπεται η παράδοση πολίτη της Δημοκρατίας με βάση ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, μόνον αναφορικά με γεγονότα που επεσυνέβησαν ή πράξεις που τελέστηκαν μετά την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόσφατα έγινε και δεύτερη τροποποίηση της προαναφερόμενης συνταγματικής πρόνοιας αλλά δεν επηρεάζει την παρούσα υπόθεση, η οποία κρίθηκε στη βάση μόνον της πέμπτης τροποποίησης του Συντάγματος. Με τα προαναφερόμενα υπόψη το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δεν μπορούσε να εγκριθεί η εκτέλεση του πρώτου ΕΕΣ σε σχέση με την απόφαση 120682/05, αλλά ούτε και ως προς το ελληνικό ένταλμα σύλληψης 7.

 

Διέταξε όμως την εκτέλεση του πρώτου ΕΕΣ και την άμεση παράδοση του εφεσείοντα στις αρμόδιες Ελληνικές Αρχές, αναφορικά με το ελληνικό ένταλμα σύλληψης υπ’ αρ. 14 και του δεύτερου ΕΕΣ αναφορικά με το ελληνικό ένταλμα σύλληψης υπ’ αρ. 59.  Διέταξε επίσης την εκτέλεση του δεύτερου ΕΕΣ και την άμεση παράδοση του εφεσείοντα προς το σκοπό έκτισης της πενταετούς ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε στην απόφαση 27266/11.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με εννέα λόγους έφεσης.   

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι με την εκτέλεση των ΕΕΣ και την άμεση παράδοση του εφεσείοντα προς το σκοπό έκτισης ποινής φυλάκισης 5 ετών σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση, για τη διάπραξη του αδικήματος των «χρεών κατά του ελληνικού δημοσίου», δεν παραβιάζονται τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα του εφεσείοντα, τα οποία κατοχυρώνονται με το Άρθρο 1 του Τέταρτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, όπως έχει κυρωθεί με το Ν. 52/89, σε συνδυασμό το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ. Είναι θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι με την προαναφερόμενη απόφαση παραβιάζεται το προαναφερόμενο Άρθρο 1 διότι ο εφεσείων θα στερηθεί της ελευθερίας του, επειδή αδυνατεί να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση. Ο κ. Πολυχρόνης αναφέρθηκε και σε ευρωπαϊκή νομολογία σύμφωνα με την οποίαν ένα κράτος μέλος μπορεί να αρνηθεί να παραδώσει ένα εκζητούμενο πρόσωπο σε άλλο κράτος μέλος όταν υπάρχει βάσιμος λόγος να πιστεύεται ότι το εκζητούμενο πρόσωπο κινδυνεύει να μην τύχει σεβασμού των ανθρωπί[*1557]νων δικαιωμάτων του στο κράτος μέλος από το οποίο ζητείται (Δέστε: Soering v. United Kingdom [1989] 11 EHRR 439 και D. v. United Kingdom [1977] 24 EHRR 423).

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε επίσης ότι το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου ήταν ανεπαρκές για να καταδείξει το κατ’ ισχυρισμό χρέος του εκζητουμένου προσώπου, προς το ελληνικό δημόσιο.

 

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο οποίος θεωρεί ως δεδομένο ότι το αίτημα για εκτέλεση των ΕΕΣ βασίζεται στη μη εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεων του εφεσείοντα προς το ελληνικό δημόσιο. Αντίθετα συμφωνούμε με την πρωτόδικη απόφαση ως προς το ζήτημα αυτό. Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, η ορθή ερμηνεία του Άρθρου 1 είναι ότι απαγορεύεται η στέρηση της ελευθερίας κάποιου ο οποίος απλώς και μόνον αδυνατεί να εκπληρώσει κάποια συμβατική του υποχρέωση, δηλαδή υποχρέωση την οποία ανέλαβε στα πλαίσια σύμβασης. Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, η καταδίκη του εφεσείοντα αφορούσε σε παράβαση συγκεκριμένης ποινικής διάταξης ως προς την καταβολή φόρων, που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ως προέλευση της την εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης. Συναφώς, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, και συμφωνούμε με αυτό, ανάλογες διατάξεις ισχύουν και στην κυπριακή νομοθεσία όπως π.χ. τα ποινικά αδικήματα που σχετίζονται με παραλείψεις καταβολής Φ.Π.Α., εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων και τελών. Ακόμα το Άρθρο 12(1) (α) του Ν 133(Ι)/2004 προνοεί ότι όταν η αξιόποινη πράξη συνιστά έγκλημα αναφορικά με φόρους, τέλη κλπ., αυτό δεν συνιστά λόγο άρνησης εκτέλεσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

 

Οι λόγοι έφεσης 2-5 αφορούν στην κατ’ ισχυρισμό καθυστέρηση των Ελληνικών Διωκτικών Αρχών να προωθήσουν το αίτημα τους εναντίον του εφεσείοντα, ενώ είχαν τέτοια ευκαιρία. Η αδικαιολόγητη και ανεξήγητη καθυστέρηση στην προώθηση του αιτήματος των Ελληνικών Αρχών και η αλλαγή των προσωπικών και άλλων περιστάσεων του εφεσείοντα, η οποία μεσολάβησε, καθιστούν την εκτέλεση των ΕΕΣ καταπιεστική και άδικη για τον εφεσείοντα. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα βασίστηκε κυρίως σε αγγλική νομολογία σύμφωνα με την οποία η αδικαιολόγητη πάροδος χρόνου και η αλλαγή στις προσωπικές περιστάσεις ενός εκζητούμενου προσώπου μπορεί να καταστήσει την έκδοση του άδικη και καταπιεστική (Δέστε: Kakis v. Cyprus [1978] 1 WLR 779 και Cambell v. France [2013] EWHC 1288). Βασίζεται ουσιαστικά, ο [*1558]εφεσείων, στο ότι τα αδικήματα για τα οποία εκζητείται, διαπράχθηκαν κατ’ ισχυρισμό την περίοδο 2003 έως 2005, ενώ εκείνα για τα οποία καταδικάστηκε διαπράχθηκαν κατ’ ισχυρισμό την περίοδο 2007 έως 2008. Ο εφεσείων, σύμφωνα με δική του μαρτυρία, μετέβαινε στην Ελλάδα για επαγγελματικούς λόγους κάθε μήνα μέχρι το 2008, όταν υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και έκτοτε θεωρείται ανίκανος για εργασία. Η κατάσταση της υγείας του έχει βελτιωθεί αλλά συνεχίζει να έχει πολλά προβλήματα υγείας, όπως αναγράφεται και σε έκθεση κοινωνικής έρευνας για τον εφεσείοντα που παρουσιάστηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε με προσοχή και αυτό το ζήτημα και αφού παρατήρησε ότι στο Ν. 133(Ι)/2004 δεν υπάρχει κάποια πρόνοια για παραβίαση δικαιώματος δίκης εντός ευλόγου χρόνου ή κάποια κύρωση ή συνέπεια σε περίπτωση καθυστέρησης των διωκτικών αρχών της αιτήτριας χώρας να προωθήσουν το αίτημα τους, δέχθηκε ότι μπορεί να αντληθεί κάποια καθοδήγηση από νομολογία που αφορά εκδόσεις φυγοδίκων δεδομένου ότι το ζήτημα της καθυστέρησης εγείρεται πολλές φορές με την ίδια μορφή και σ’ εκείνες τις υποθέσεις. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο (Ν. 97/70), στην υπόθεση Νικολαΐδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 80 στην οποίαν υιοθετήθηκε απόσπασμα από την απόφαση Kakis (ανωτέρω), καθώς και την απόφαση Cambell (ανωτέρω). Καταρχάς το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι το ζήτημα της καθυστέρησης μπορεί να εγερθεί ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων όταν εμφανιστεί ενώπιον τους ο εφεσείων. Αναφορικά με τα θέματα υγείας του εφεσείοντος το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι αυτά μπορούν να τεθούν στην κεντρική αρχή (Υπουργείο Δικαιοσύνης) η οποία μπορεί να τα θέσει, με αίτημα, ενώπιον του δικαστηρίου και να ανασταλεί προσωρινά η παράδοση του εκζητουμένου για σοβαρούς ανθρωπιστικούς λόγους, όπως είναι η υγεία του εκζητουμένου, σύμφωνα με το Άρθρο 29(3) του Ν. 133(Ι)/2004. Ο κ. Πολυχρόνης εισηγήθηκε ότι η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου στο ότι «ο εκζητούμενος λογικά αναζητείτο τουλάχιστον από τις 28.3.2008 οπότε είχε εκδοθεί το ΕΣ 14» ήταν αυθαίρετο και αβάσιμο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο καθιστά την όλη απόφαση νομικά μεμπτή.

 

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον εφεσείοντα αναφορικά με τους λόγους έφεσης 2-5. Όπως ήδη παρατηρήσαμε και όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε, στην προκείμενη περίπτωση έχουμε ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης και η εκτέλεση τους διέπεται από τον Ν. 133(Ι)/2004 στον οποίο δεν [*1559]υπάρχουν ρητές πρόνοιες περί παρόδου χρόνου, αδικαιολόγητης καθυστέρησης και αλλαγής συνθηκών, όπως υπήρχαν στους περί Φυγοδίκων Νόμους. Η υπόθεση Kakis (ανωτέρω) αποφασίστηκε στη βάση του αγγλικού περί Φυγοδίκων Νόμου του 1967 και συγκεκριμένα το Άρθρο 8(3) (Fugitive Offenders Act 1967), ενώ η υπόθεση Campell (ανωτέρω) αποφασίστηκε στη βάση του αγγλικού περί Εκδόσεως Νόμου του 2003 (Extradition Act 2003), και βέβαια με βάση τις αρχές της αγγλικής νομολογίας επί του προκειμένου που δεν συνάδουν, κατ’ ανάγκη, με τις αρχές της ευρωπαϊκής νομολογίας.

 

Εν πάση όμως περιπτώσει με βάση τα ενώπιον μας στοιχεία δεν διαφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η αλλαγή των προσωπικών περιστάσεων του εφεσείοντα, δηλαδή το εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη τον Ιούλιο του 2008, αλλά και τα υπόλοιπα προσωπικά και οικογενειακά του προβλήματα, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι καθιστούν άδικη και καταπιεστική για τον εφεσείοντα την εκτέλεση των εναντίον του ΕΕΣ και την παράδοση του στις Ελληνικές Αρχές. Το βάρος απόδειξης τέτοιων συνθηκών και περιστάσεων το είχε ο εφεσείων και δεν το απέσεισε. Στην αγγλική νομολογία η αλλαγή των προσωπικών συνθηκών του εκζητουμένου, σε συνδυασμό με την ανεξήγητη πάροδο χρόνου, θα πρέπει να καθιστούν άδικη και καταπιεστική την έκδοση του, πράγμα που δεν φαίνεται να συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση.  Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, ανθρωπιστικοί λόγοι, όπως θέματα υγείας, μπορούν να τεθούν από τον εφεσείοντα στην Κεντρική Αρχή και να αποτελέσουν τη βάση αίτησης για αναστολή της εκτέλεσης της τελεσίδικης απόφασης του δικαστηρίου, σύμφωνα με το προαναφερόμενο Άρθρο 29.

 

Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι οι διαδικαστικές εγγυήσεις που είχαν δοθεί από τις Ελληνικές Αρχές ήταν επαρκείς και δεν υπήρχε λόγος να ζητηθούν επιπρόσθετα στοιχεία γι’ αυτές, κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 15 του Νόμου.  Όπως αναφέρθηκε, το πρωτόδικο δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος παρείχε εγγύηση με την οποία διασφαλίστηκε ότι ο εφεσείων θα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου και να είναι παρών κατά τη λήψη της απόφασης. Αυτό διασφαλίστηκε με τη βεβαίωση ότι ο αιτητής θα έχει δικαίωμα αίτησης ακυρώσεως της εναντίον του, ερήμην, εκδοθείσας απόφασης και τούτο παρά την εκπνοή της σχετικής προθεσμίας. Επιπρόσθετα υπήρχε η διαβεβαίωση των Ελληνικών Αρχών ότι ο εφεσείων θα διαμεταχθεί στην Κυπριακή Δημοκρα[*1560]τία για να εκτίσει ποινή στερητική της ελευθερίας του, που τυχόν να του επιβληθεί. Αυτές οι διαδικαστικές εγγυήσεις, οι οποίες προνοούνται στο Άρθρο 15 του Νόμου, ήταν επαρκείς σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση και είναι επαρκείς και κατά την εκτίμηση του παρόντος δικαστηρίου.

 

Ειδικά σε ότι αφορά το παράπονο του εφεσείοντα ότι οι διαδικαστικές εγγυήσεις θα έπρεπε να περιλαμβάνουν και διασφάλιση παροχής νομικής αρωγής σ’ αυτόν, επισημαίνουμε ότι η νομική αρωγή δεν είναι ζήτημα διαδικαστικού αλλά ουσιαστικού χαρακτήρα και κατά συνέπεια το θέμα αυτό μπορεί να τεθεί και να αποφασιστεί από τις αρμόδιες Ελληνικές Δικαστικές Αρχές.

 

Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμό ανεπαρκή απόδειξη της ταυτότητας του εκζητουμένου προσώπου. Διαφωνούμε με αυτή τη θέση και θεωρούμε ότι με βάση τα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου στοιχεία αποδείχθηκε επαρκώς ότι ο εφεσείων είναι το εκζητούμενο πρόσωπο. Δόθηκαν στοιχεία για το όνομα, την ταυτότητα, την ημερομηνία γέννησης καθώς και άλλα προσωπικά στοιχεία που απεδείκνυαν ότι ο εφεσείων είναι το εκζητούμενο πρόσωπο.

 

Ο όγδοος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εξαγοράσιμη ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην προαναφερόμενη απόφαση ήταν ποινή στερητική της ελευθερίας του και όχι χρηματική ποινή. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε, σε συντομία, σ’ αυτό το ζήτημα αλλά θεωρούμε ότι η αναφορά του είναι επαρκής.  Έκρινε πως η εισήγηση ότι η εξαγοράσιμες ποινές δεν εμπίπτουν στην έννοια της στερητικής της ελευθερίας ποινής είναι αβάσιμη, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν χάνουν το χαρακτήρα τους ως στερητικά της ελευθερίας μέτρα, εκτός αν καταβληθεί το καθοριζόμενο χρηματικό αντίτιμο. Αυτό εξαρτάται από τη βούληση αλλά και την ικανότητα του εκζητουμένου να το καταβάλει. Συμφωνούμε με τις προαναφερόμενες θέσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου και δεν επιθυμούμε να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο. Κατά την κρίση μας το ζήτημα αυτό είναι σαφές.

 

Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου σύμφωνα με την οποίαν, αίτημα για αναστολή της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου, για ανθρωπιστικούς λόγους θα έπρεπε να υποβληθεί, από τον εφεσείοντα στην Κεντρική Αρχή και από την Κεντρική Αρχή στο δικαστήριο, μετά την τελεσίδικη [*1561]απόφαση του δικαστηρίου, σύμφωνα με το Άρθρο 29 του Νόμου. Ήδη αναφερθήκαμε σ’ αυτό το ζήτημα και θεωρούμε ότι η ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου ήταν ορθή και σύμφωνη με το Άρθρο 29 του Νόμου. Ως εκ τούτου ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης είναι βάσιμος.

 

Πριν τελειώσουμε επιθυμούμε να αναφερθούμε στο εξαιρετικά αυστηρό χρονοδιάγραμμα για την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε τέτοιες υποθέσεις.  Το Άρθρο 24(2) του Νόμου προνοεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο αποφαίνεται εντός 8 ημερών από την άσκηση της έφεσης. Κατά την κρίση μας ο χρόνος των 8 ημερών, αν θεωρηθεί ότι ισχύει αυστηρά, σε πολλές περιπτώσεις δεν θα είναι αρκετός για την εις βάθος εξέταση των ζητημάτων που εγείρονται, σε εφέσεις αναφορικά με την εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, τα οποία πολλές φορές είναι και περίπλοκα.

 

Για τους λόγους που εξηγήσαμε η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επιβεβαιώνεται και διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 29(1) του Νόμου, το αργότερο εντός 10 ημερών από σήμερα.

 

Ο εφεσείων στο μεταξύ να παραμείνει υπό κράτηση.

 

Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών.

 

Η έφεση απορρίπτεται. 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο