Sensus Gymnasium Ltd και Άλλοι ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2013) 1 ΑΑΔ 1795

(2013) 1 ΑΑΔ 1795

[*1795]4 Σεπτεμβρίου, 2013

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

1.  SENSUS GYMNASIUM LTD,

2.  ΜΑΡΙΟΣ ΠΑΤΡΟΚΛΟΥ,

3.  ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΑΡΓΥΡΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΣΥΖΥΓΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΙΛΛΑ,

4.  ΑΡΓΥΡΗΣ ΠΙΛΛΑΣ,

5.  ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΛΛΑΣ,

6.  ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΙΜΟΘΕΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΑΡΓΥΡΟΥ,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 27/2010)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Συνοπτική απόφαση ― Σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι η ταχεία έκδοση απόφασης, εκεί όπου τα γεγονότα είναι τέτοια που δείχνουν ότι η απαίτηση του ενάγοντα είναι καθαρή και δεν χρειάζεται η διεξαγωγή κανονικής δίκης και παράλληλα,  ότι η υπεράσπιση δεν προβάλλεται καλόπιστα, αλλά απλώς για σκοπούς καθυστέρησης ― Επειδή αποστερεί, ουσιαστικά, από τον εναγόμενο το δικαίωμα να υπερασπίσει την υπόθεση του σε κανονική δίκη, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται πολύ προσεκτικά, αραιά, και με βάση ορισμένα κριτήρια  σύμφωνα με τη Δ.18 θ.1(α).

 

Πολιτική Δικονομία ― Συνοπτική απόφαση ― Επισύναψη οποιωνδήποτε εγγράφων στην αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης δεν είναι αναγκαία.

 

Πολιτική Δικονομία ― Συνοπτική απόφαση ― Διάταξη 18 ― Εφαρμοστέες αρχές ― Εκεί που ο ενάγοντας είναι νομικό πρόσωπο, μπορεί να ορκισθεί σε αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης κάποιο πρόσωπο που εργοδοτεί, το οποίο όμως, να μπορεί να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επιβεβαιώνει τη βάση της αγωγής και το αξιούμενο ποσό και όχι τα όσα αναφέρει [*1796]να είναι από πληροφορίες που πήρε από άλλους ή να στηρίζεται απλώς στα όσα ο ίδιος πιστεύει.

 

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή 3836/09, με την οποία εκδόθηκε εναντίον τους συνοπτική απόφαση βάσει της Δ.18 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών.

 

Με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, η εφεσίβλητη αξίωνε εναντίον της εφεσείουσας 1 ως πρωτοφειλέτριας και εναντίον των εφεσειόντων 2-5 ως εγγυητών €133.774,48 ως υπόλοιπο δυνάμει συμφωνίας δανείου και συμφωνίας παραχώρησης ορίου σε τρεχούμενο λογαριασμό ημερ. 27.4.07.

 

Επιπρόσθετα, αξίωνε και πώληση δύο ενυπόθηκων κτημάτων των εφεσειόντων 3 και 6, τα οποία υποθηκεύθηκαν ως περαιτέρω εξασφάλιση των υποχρεώσεων της εφεσείουσας 1 έναντι της.

 

Με την επίδοση του κλητηρίου οι εφεσείοντες καταχώρισαν σημείωμα εμφάνισης και ένα μήνα περίπου μετά, στις 12.8.09, η εφεσίβλητη κατέθεσε αίτηση για συνοπτική απόφαση η οποία προσέκρουσε σε ένσταση.

 

Το πρωτόδικο  Δικαστήριο, έκρινε με ενδιάμεση απόφαση ημερ. 8.1.10 ότι ενώ η εφεσίβλητη ικανοποίησε τις προϋποθέσεις της Δ.18 Θ.1, οι εφεσείοντες δεν ικανοποίησαν ότι είχαν καλή υπεράσπιση, ούτε αποκάλυψαν τέτοια γεγονότα ώστε να τους δινόταν η δυνατότητα καταχώρισης υπεράσπισης. Συνακόλουθα προχώρησε και εξέδωσε απόφαση προς όφελος της εφεσίβλητης.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο τους αποστέρησε τη δυνατότητα να ακουστούν σε κανονική δίκη καθ’ ότι λανθασμένα έκρινε ότι η εφεσίβλητη ικανοποίησε τις προϋποθέσεις της Δ.18 Θ.1(α), λανθασμένα έκρινε ότι οι εφεσείοντες δεν το ικανοποίησαν ότι έχουν καλή υπεράσπιση και λανθασμένα χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς που πρόβαλαν για να τους δοθεί η δυνατότητα υπεράσπισης, ως γενικούς και αόριστους.

 

β)  Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε (1) ότι το επιτόκιο υπερημερίας ήταν νόμιμο, (2) ότι οι εφεσείοντες δεν έδωσαν λεπτομέρειες της παρανομίας του τερματισμού, (3) ότι οι αναλυτικές καταστάσεις λογαριασμών δεν ήταν αναγκαία γεγονότα [*1797]στην υπόθεση και (4) ότι οι εφεσείοντες υπέγραψαν τις επίδικες συμφωνίες με την ελεύθερη βούλησή τους και λανθασμένα απέφυγε να αποφασίσει για τις συμφωνίες εγγύησης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη είχε αποσείσει το δικό της βάρος απόδειξης αναφορικά με τις προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1, συνήδε με τη σχετική νομολογία αφού (α) η αγωγή καταχωρήθηκε επί ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, (β) οι εφεσείοντες καταχώρισαν εμφάνιση και (γ) η ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση έγινε από υπάλληλο της εφεσίβλητης ο οποίος, λόγω της θέσης του, ήταν σε θέση να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα και από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του, έκδηλα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της τρίτης προϋπόθεσης της Δ.18 θ.1.

 

2.  Η επί του προκειμένου, επομένως, απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι καθόλα σωστή.

 

3.  Επισύναψη οποιωνδήποτε εγγράφων στην αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης δεν είναι αναγκαία. Σ’ ότι αφορούσε στην υπόλοιπη επιχειρηματολογία των εφεσειόντων για τον πρώτο λόγο έφεσης, αυτή ήταν εκτός πλαισίου των προϋποθέσεων που προβλέπονται από τη Δ.18 θ.1 και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με αυτή.

 

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες είχαν υποχρέωση να αποδείξουν την ύπαρξη δικάσιμου ή δικάσιμων θεμάτων, όπως είναι η ουσία του δεύτερου λόγου έφεσης.

 

5.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι οι ισχυρισμοί που διατύπωσαν οι εφεσείοντες για να τους δοθεί η δυνατότητα υπεράσπισης ήταν γενικοί και αόριστοι και ορθά, εφαρμόζοντας τις καθιερωμένες από τη νομολογία αρχές, προχώρησε και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Robert v. Plant [1895] 1 Q.B. 597,

 

Κυπριανίδης ν. Ιωάννου (1966) 1 Α.Α.Δ. 265,

[*1798]Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130,

 

Hermes Insurance Co Ltd v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333,

 

Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Limited v. Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239,

 

Δημητρίου ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782,

 

Rck Sports v. Persona Advertising Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074,

 

Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 22,

 

Λαζάρου κ.ά. ν. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ. 817,

 

Ζερβός ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1(Γ) A.A.Δ. 1968,

 

Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 408,

 

Νεάρχου κ.ά. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 818,

 

CYEMS CO LTD v. Central Co-Operative Industries Co Ltd (1982) 1 C.L.R. 897,

 

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λ. Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 479.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαμιχαήλ, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3836/09), ημερομ. 8/1/2010.

 

Μ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.

 

Χρ. Μαυρικίου για Π. Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Χριστοδούλου, Δ.

 

[*1799]ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή 3836/09, με την οποία εκδόθηκε εναντίον τους συνοπτική απόφαση βάσει της Δ.18 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών, για επτά λόγους, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα αναφερθούμε στα γεγονότα και την πρωτόδικη απόφαση.

 

Με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, η εφεσίβλητη αξίωνε εναντίον της εφεσείουσας 1 ως πρωτοφειλέτριας και εναντίον των εφεσειόντων 2-5 ως εγγυητών το συνολικό ποσό των €133.774,48 ως υπόλοιπο δυνάμει συμφωνίας δανείου ημερ. 15.12.06 και συμφωνίας παραχώρησης ορίου σε τρεχούμενο λογαριασμό ημερ. 27.4.07. Επιπρόσθετα, αξίωνε και πώληση δύο ενυπόθηκων κτημάτων των εφεσειόντων 3 και 6, τα οποία υποθηκεύθηκαν προς όφελος της (ΑΥ 18202/2006 και ΑΥ 6137/2006) ως περαιτέρω εξασφάλιση των υποχρεώσεων της εφεσείουσας 1 έναντι της.

 

Με την επίδοση του κλητηρίου οι εφεσείοντες καταχώρισαν σημείωμα εμφάνισης και ένα μήνα περίπου μετά, στις 12.8.09, η εφεσίβλητη κατέθεσε αίτηση για συνοπτική απόφαση η οποία προσέκρουσε σε ένσταση.

 

Αίτηση και ένσταση συνοδεύονταν από ένορκες δηλώσεις – του Χρ. Παπαλαμπριανού για την εφεσίβλητη και του εφεσείοντα 5 για τους εφεσείοντες - όπου:

 

Ο ενόρκως δηλών της εφεσίβλητης αναφέρει ότι είναι ένας εκ των υπευθύνων του Τμήματος της εφεσίβλητης το οποίο ασχολείται με την εποπτεία και έλεγχο των προβληματικών λογαριασμών (Recoveries Department, στο εξής «το Τμήμα»), μεταξύ των οποίων και ο λογαριασμός των εφεσειόντων. Αναφέρει επίσης ότι έχει θετική γνώση των γεγονότων που αφορούν την υπόθεση και ότι στη βάση των σχετικών εγγράφων που φυλάσσονται στο Τμήμα του – Συμφωνίες ημερ. 27.4.07 και 15.12.06 (τεκμ. Α και Β), Εγγυητήρια (τεκμ. Γ και Δ), Εγγραφα για τις Υποθήκες (τεκμ. Ε και ΣΤ), επιστολές που στάληκαν στους εφεσείοντες (τεκμ. Ζ και Η) - ετοίμασε και προσυπόγραψε κατάσταση όπου φαίνεται η οφειλή των εφεσειόντων του τρεχούμενου λογαριασμού (τεκμ. Θ), την οποία και επιβεβαιώνει. Τέλος, επιβεβαιώνει ότι το χρέος που αξιώνεται με την αγωγή παραμένει ανεξόφλητο και ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν καμιά απολύτως υπεράσπιση.

 

Ο ενόρκως δηλών των εφεσειόντων, αναπτύσσοντας τους 11 λόγους της ένστασής τους, ισχυρίστηκε ότι ο ενόρκως δηλών της [*1800]εφεσίβλητης δεν ήταν σε θέση να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα αφού αναμείχθηκε στην υπόθεση όταν ο λογαριασμός στάληκε στο Τμήμα του και, περαιτέρω, η κατάσταση λογαριασμού (τεκμ. Θ) ήταν ελλιπής και κατά συνέπεια με την ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης δεν αποδεικνύεται η αλήθεια (verify) του οφειλόμενου ποσού. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι ο λογαριασμός περιείχε παράνομες και αυθαίρετες χρεώσεις, τα στοιχεία της ένορκης δήλωσης της εφεσίβλητης δεν δικαιολογούσαν έκδοση συνοπτικής απόφασης, οι επίδικες συμφωνίες περιελάμβαναν παράνομους και ετεροβαρείς όρους και ως εκ τούτου ήταν εξ υπαρχής άκυρες, η αύξηση του επιτοκίου επιβλήθηκε ως αποτέλεσμα της χρήσης από την εφεσίβλητη της οικονομικής της δύναμης και, τέλος, οι επίδικες συμφωνίες περιείχαν ασάφειες, ο τερματισμός τους δεν επέτρεπε αύξηση επιτοκίων, οι εγγυήσεις εξασφαλίσθηκαν χωρίς να τηρηθούν οι διασφαλίσεις που προβλέπονται από το Νόμο και, στην περίπτωση που ήθελε αποδειχθεί ότι τηρήθηκαν οι υπό αναφορά διασφαλίσεις, οι εγγυητές έχουν δικαίωμα αναστολής εκτέλεσης της απόφασης αφού η υποχρέωση της πρωτοφειλέτριας είναι εξασφαλισμένη.

 

Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, οι διάδικοι προώθησαν τις θέσεις τους με αγορεύσεις και το Δικαστήριο, αφού τους άκουσε, έκρινε με ενδιάμεση απόφαση ημερ. 8.1.10 ότι ενώ η εφεσίβλητη ικανοποίησε τις προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1, οι εφεσείοντες δεν ικανοποίησαν ότι έχουν καλή υπεράσπιση, ούτε αποκάλυψαν τέτοια γεγονότα ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα καταχώρισης υπεράσπισης. Συνακόλουθα προχώρησε και έκδωσε απόφαση προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων 1-5 ως τα απαιτητικά (α) και (β) καθώς επίσης και διάταγμα πώλησης των ενυπόθηκων κτημάτων των εφεσειόντων 5 και 6 στις υποθήκες ΑΥ 18202/2006 και ΑΥ 6137/2006.

 

Οι εφεσείοντες θεωρούν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο τους αποστέρησε τη δυνατότητα να ακουστούν σε κανονική δίκη για επτά λόγους, οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από δύο άξονες. Ο πρώτος, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη ικανοποίησε τις προϋποθέσεις της Δ.18 θ. 1 και, ο δεύτερος, ότι λανθασμένα έκρινε ότι οι εφεσείοντες δεν το ικανοποίησαν ότι έχουν καλή υπεράσπιση και λανθασμένα χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς που πρόβαλαν για να τους δοθεί η δυνατότητα υπεράσπισης ως γενικούς και αόριστους. Ειδικά, σ’ ότι αφορά το δεύτερο άξονα, θεωρούν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε (α) ότι το επιτόκιο υπερημερίας ήταν [*1801]νόμιμο, (β) ότι οι εφεσείοντες δεν έδωσαν λεπτομέρειες της παρανομίας του τερματισμού, (γ) ότι οι αναλυτικές καταστάσεις λογαριασμών δεν ήταν αναγκαία γεγονότα στην υπόθεση και (δ) ότι οι εφεσείοντες υπέγραψαν τις επίδικες συμφωνίες με την ελεύθερη βούλησή τους και λανθασμένα απέφυγε να αποφασίσει για τις συμφωνίες εγγύησης.

 

Έχοντας παραθέσει τους λόγους έφεσης, θεωρούμε πως θάταν  χρήσιμο, πριν τους εξετάσουμε, να υπενθυμίσουμε σε συντομία τις νομικές αρχές που εφαρμόζονται σε αιτήσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης δυνάμει της Δ.18 θ. 1.

 

Σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι η έκδοση γρήγορα απόφασης, εκεί όπου τα γεγονότα είναι τέτοια που δείχνουν ότι η απαίτηση του ενάγοντα είναι καθαρή και δεν χρειάζεται η διεξαγωγή κανονικής δίκης και παράλληλα, να δείχνουν ότι η υπεράσπιση δεν προβάλλεται καλόπιστα, αλλά απλώς για σκοπούς καθυστέρησης της υπόθεσης. Επειδή, όμως, η διαδικασία αυτή αποστερεί, ουσιαστικά, από τον εναγόμενο το δικαίωμα να υπερασπίσει την υπόθεση του σε κανονική δίκη, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται πολύ προσεκτικά, αραιά, και με βάση ορισμένα κριτήρια (βλ. Robert v. Plant [1895] 1 Q.B. 597, The Annual Practice 1970 σελ. 126, Κυπριανίδης ν. Ιωάννου (1966) 1 Α.Α.Δ. 265, Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130, Hermes Insurance Co Ltd v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333, Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Limited v. Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239, Δημητρίου ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782, Rck Sports v. Persona Advertising Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074, Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 22, Λαζάρου κ.ά. ν. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ. 817 και πιο πρόσφατα Ζερβός ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1(Γ) A.A.Δ.1968, Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 408, Νεάρχου κ.ά. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 818.)

 

Τα κριτήρια που θα πρέπει, σύμφωνα με τη Δ.18 θ.1(α), να πληρούνται είναι τα ακόλουθα:

 

1.    Το κλητήριο ένταλμα πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο.

 

2.    Ο εναγόμενος να έχει καταχωρήσει εμφάνιση και

 

3.    Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση πρέπει να γίνεται από τον ενάγοντα ή άλλο πρόσωπο που μπορεί να ορκι[*1802]σθεί θετικά ως προς τα γεγονότα και που επαληθεύουν το αγώγιμο δικαίωμα ως και το ποσό που απαιτείται και να δηλώνεται ότι απ’ ότι πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. Εκεί που ο ενάγοντας είναι νομικό πρόσωπο, τότε μπορεί να ορκισθεί κάποιο πρόσωπο που εργοδοτεί, το οποίο όμως, να μπορεί να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επιβεβαιώνει τη βάση της αγωγής και το αξιούμενο ποσό και όχι τα όσα αναφέρει να είναι από πληροφορίες που πήρε από άλλους ή να στηρίζεται απλώς στα όσα ο ίδιος πιστεύει (βλ. Stavrinides, σελ. 136-138) και Δημητρίου σελ. 790-794, ανωτέρω).

 

Με την ικανοποίηση των πιο πάνω προϋποθέσεων, το βάρος μετατοπίζεται στον εναγόμενο που πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν επαρκή ώστε να του δοθεί δυνατότητα καταχώρισης υπεράσπισης (βλ. CYEMS CO LTD v. Central Co-Operative Industries Co Ltd (1982) 1 C.L.R. 897 και Hermes Insurance Co Ltd ανωτέρω). Ο εναγόμενος μπορεί να πράξει τούτο είτε με ένορκη δήλωση είτε, με άδεια του Δικαστηρίου, με προφορική μαρτυρία (βλ. Δ.18 Καν. 3(α)).

 

Έχοντας υπενθυμίσει τις νομικές αρχές που εφαρμόζονται σε αιτήσεις της εξεταζόμενης φύσεως, προχωρούμε να εξετάσουμε τον πρώτο λόγο έφεσης που αφορά το παράπονο των εφεσειόντων ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσίβλητη είχε αποσείσει το δικό της βάρος απόδειξης όσον αφορά τις προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1.

 

Εξ όσων έχουμε αντιληφθεί, τόσο από την αιτιολογία που συνοδεύει τον πρώτο λόγο έφεσης όσο και με αυτά που προώθησαν οι εφεσείοντες με την αγόρευση του συνηγόρου τους, το υπό κρίση παράπονό τους δεν αφορά την ικανοποίηση των δύο πρώτων προϋποθέσεων της Δ.18 θ.1, αλλά την τρίτη. Διατείνονται συναφώς ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέφυγε να αποφασίσει κατά πόσο η εφεσίβλητη, με τη μαρτυρία και τα τεκμήρια που κατέθεσε, απέδειξε αδιαμφισβήτητη και ξεκάθαρη απαίτηση. Αν, υποστήριξαν, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδιδε τη σημασία που έπρεπε στην ένστασή τους, δεν θα χαρακτήριζε τα όσα επικαλέστηκαν για να τους δοθεί η δυνατότητα υπεράσπισης «γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς», αλλά θα κατέληγε ότι η εφεσίβλητη δεν απέδειξε αδιαμφισβήτητη και ξεκάθαρη απόδειξη αφενός καθότι δεν επισύναψε στην ένορκη δήλωση του υπαλλήλου της και την κατάσταση που αφορούσε το δάνειο τακτής προθεσμίας και αφετέρου καθότι [*1803]οι εφεσείοντες έχουν υποδείξει εμφανείς παράνομες χρεώσεις. Περαιτέρω, τα όσα τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογούσαν το εύρημά του ότι οι εφεσείοντες ελάμβαναν αδιαμαρτύρητα μηνιαίως αναλυτικές καταστάσεις και κάτι τέτοιο δεν αποτελούσε ούτε ισχυρισμό εκ μέρους της εφεσίβλητης. Είναι στη βάση αυτή που, ουσιαστικά, προωθήθηκε ο πρώτος λόγος ένστασης, τον οποίο βεβαίως η εφεσίβλητη απορρίπτει υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

 

Εξετάσαμε όλα όσα προβλήθηκαν από τους εφεσείοντες για υποστήριξη του πρώτου λόγου έφεσης και καταλήξαμε ότι δεν ευσταθούν. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη είχε αποσείσει το δικό της βάρος απόδειξης αναφορικά με τις προϋποθέσεις της Δ.18 θ. 1 συνάδει με τη νομολογία που έχουμε αναφέρει αφού (α) η αγωγή καταχωρήθηκε επί ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, (β) οι εφεσείοντες καταχώρισαν εμφάνιση και (γ) η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση έγινε από υπάλληλο της εφεσίβλητης ο οποίος, λόγω της θέσης του, ήταν σε θέση να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα και από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του έκδηλα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της τρίτης προϋπόθεσης της Δ.18 θ.1. Η επί του προκειμένου, επομένως, απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι καθόλα σωστή και ως απάντηση στην επιχειρηματολογία των εφεσειόντων αναφορικά με τη μη επισύναψη στην αίτηση της κατάστασης για το δάνειο τακτής προθεσμίας - θέμα  το οποίο αποτελεί και τον έκτο λόγο έφεσης - παραπέμπουμε στην επισήμανση που έγινε από το Δικαστή (τότε) Αρτεμίδη στην υπόθεση Δημητρίου (ανωτέρω), ότι η επισύναψη οποιωνδήποτε εγγράφων στην αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης δεν είναι αναγκαία. Τέλος, σ’ ότι αφορά την υπόλοιπη επιχειρηματολογία των εφεσειόντων για τον πρώτο λόγο έφεσης, απλώς να παρατηρήσουμε ότι είναι εκτός πλαισίου των προϋποθέσεων που προβλέπονται από τη Δ.18 θ. 1 και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με αυτή, αλλά περιορίστηκε να εξετάσει κατά πόσο όντως η εφεσίβλητη ικανοποίησε τις προϋποθέσεις της Δ.18 θ. 1.

 

Για όλα τα πιο πάνω ο πρώτος και έκτος λόγος έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται. Θα προχωρήσουμε, επομένως, σε εξέταση των υπόλοιπων λόγων, οι οποίοι έχουν στο επίκεντρό τους τη θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες δεν  ικανοποίησαν ότι είχαν καλή υπεράσπιση.

 

Κατ’ αρχάς να επισημάνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες είχαν υποχρέωση να αποδεί[*1804]ξουν την ύπαρξη δικάσιμου ή δικάσιμων θεμάτων, όπως είναι η ουσία του δεύτερου λόγου έφεσης. Αντίθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας επί του προκειμένου ορθά τη νομολογία, αναφέρει ρητά ότι η υποχρέωση ικανοποιείται όταν ο εναγόμενος « … δείξει την ύπαρξη δικάσιμου θέματος, κριτήριο που δεν ικανοποιείται χωρίς την παροχή λεπτομερειών σε λογική έκταση …» (σελ. 6 της απόφασης). Κατά συνέπεια ούτε ο δεύτερος λόγος έφεσης ευσταθεί και σ’ ότι αφορά τον έβδομο, είναι πρόδηλο ότι ο λόγος αυτός απορρέει από τους λόγους έφεσης 3-5, οι οποίοι αφορούν την απόρριψη των ουσιαστικών ισχυρισμών που πρόβαλαν οι εφεσείοντες για να τους δοθεί η δυνατότητα υπεράσπισης. Και αυτό, στη βάση ότι τους στερήθηκε το συνταγματικό τους δικαίωμα να ακουστούν σε κανονική δίκη αφού τέτοια αποστέρηση, όπως τονίστηκε στην υπόθεση CYEMS CO LTD (ανωτέρω), μόνο σε καθαρές περιπτώσεις δικαιλογείται.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, απόμειναν προς εξέταση οι λόγοι έφεσης 3-5, με τους οποίους διατυπώνεται η θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς που πρόβαλαν οι εφεσείοντες για να τους δοθεί η δυνατότητα υπεράσπισης «γενικούς και αόριστους», με επακόλουθο να κρίνει ότι δεν ικανοποίησαν ότι είχαν καλή υπεράσπιση. Καθίσταται επομένως χρήσιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το σχετικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης και στη συνέχεια, στη βάση και των επιχειρημάτων που προωθήθηκαν εκατέρωθεν ενώπιόν μας, να διατυπώσουμε την τελική μας απόφαση σ’ ότι αφορά την τύχη της έφεσης. Το σχετικό μέρος της απόφασης έχει ως ακολούθως:

 

«Και οι λοιποί ισχυρισμοί των εναγομένων 1-6 στην ένσταση τους, δηλαδή για καταχρηστικές ρήτρες στις επίδικες συμφωνίες, αυξήσεις τόκων χωρίς τέτοιο δικαίωμα, εκμετάλλευση της θέσης ισχύος των εναγόντων, είναι γενικοί και αόριστοι και μπορεί να συνιστούν εκ των υστέρων κατηγορίες εναντίον των εναγόντων, πλην όμως δεν προβάλλουν κάποια καλόπιστη υπεράσπιση επί της ουσίας. Οι εναγόμενοι υπέγραψαν με την ελεύθερη βούληση τους τις επίδικες συμφωνίες 15.12.06 και 17.4.07 αλλά παραλείπουν, ενώ το επικαλούνται, να αποδείξουν στο δικαστήριο που αυτές αντίκεινται στο νόμο, που οι ενάγοντες υπερέβησαν τα δικαιώματα που αντλούν εξ αυτών στη χρέωση τόκων, ή ακόμη ποίες είναι οι καταχρηστικές ρήτρες. Οι συμφωνίες κατ’ αντίθεση με τη θέση των εναγομένων είναι σαφείς και ο τόκος υπερημερίας είναι καθ’ όλα νόμιμος (βλέπε παρ. 2 της έγγραφης συμφωνίας τρεχούμενου λογαριασμού ημερομηνίας 27.4.07).

[*1805]Οι εναγόμενοι αρνούνται συλλήβδην χωρίς να δίδουν λεπτομέρειες και να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς τους ακόμη και για τον τερματισμό του λογαριασμού ή καλύτερα το νόμιμο τερματισμό των επιδίκων συμφωνιών χωρίς να συγκεκριμενοποιούν και να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς τους. Η μελέτη των επίδικων συμφωνιών οι οποίες επαναλαμβάνω υπεγράφησαν μέσα στα πλαίσια του νόμου με την ελεύθερη βούληση των εναγομένων 1-6 οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η καταχώρηση της ένστασης με γενικούς, αόριστους και ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς στοχεύει μόνο στην καθυστέρηση της διαδικασίας και όχι στην παρουσίαση μιας καλόπιστης υπεράσπισης.»

 

Όπως γίνεται αντιληπτό, το πιο πάνω μέρος της απόφασης αποτέλεσε τη βάση για διατύπωση της θέσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι το επιτόκιο υπερημερίας ήταν νόμιμο (3ος λόγος), ότι οι εφεσείοντες δεν έδωσαν λεπτομέρειες της παρανομίας του τερματισμού (4ος λόγος) και ότι υπόγραψαν τις επίδικες συμφωνίες με την ελεύθερη βούλησή τους και λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέφυγε να αποφασίσει για τις συμφωνίες εγγύησης (5ος λόγος). Σε σχέση λοιπόν με τους λόγους αυτούς ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων υποστήριξε με την αγόρευσή του, ουσιαστικά, τα ακόλουθα:

 

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο τόκος υπερημερίας είναι νόμιμος είναι εσφαλμένη καθότι με τις επίδικες συμφωνίες δεν καθορίστηκε το ποσοστό του τόκου αυτού, αλλά αφέθηκε να ορίζεται από την Τράπεζα και να κοινοποιείται στον πελάτη και η πρόνοια αυτή δεν το καθιστά καθόλα νόμιμο. Όπως λανθασμένη είναι και η απόφασή του ότι οι εφεσείοντες δεν έδωσαν λεπτομέρειες για την παρανομία του τερματισμού, αφού οι εφεσείοντες με την ένσταση και ένορκη δήλωσή τους είχαν εγείρει θέμα παράνομου τερματισμού των συμφωνιών διότι η εφεσίβλητη δεν τους καταλόγισε παράβαση των συμφωνιών ούτε τους έδωσε χρόνο πληρωμής των καθυστερημένων δόσεων ώστε να περισωθεί και να συνεχίσει η συμφωνία. Τέλος, σ’ ότι αφορά τον 5ο λόγο έφεσης, υποστηρίχθηκε ότι ενώ οι εφεσείοντες είχαν θέσει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ζήτημα μη τήρησης των προνοιών των Άρθρων 5(α-β) και 12(1-3) του Ν. 197(1)/2003 εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι και οι συμφωνίες εγγύησης υπογράφηκαν με την ελεύθερη βούληση των εγγυητών.

 

Αντίθετες, βεβαίως, είναι οι θέσεις που προώθησαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσίβλητης, οι οποίοι υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και προς τούτο αναφέρθηκαν [*1806]στο υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς να παραλείψουν να μας παραπέμψουν σε νομολογία που σχετίζεται και με τα τρία ζητήματα. Συγκεκριμένα σ’ ότι αφορά τη νομιμότητα του τόκου υπερημερίας επικαλέστηκαν κυρίως την υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λ. Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 479, την οποία επίσης επικαλέστηκαν και για αντίκρουση του 4ου λόγου έφεσης. Τέλος, σ’ ότι αφορά τον 5ο λόγο έφεσης, επικαλέστηκαν τις πρόνοιες των Άρθρων 5(α-β) και 12(1-3) του περί Προστασίας Ορισμένων Εγγυητών Νόμου του 2003 (Ν. 197(1)/2003) για να εισηγηθούν ότι με το υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν προέκυψε μη συμμόρφωση της εφεσίβλητης με τις εν λόγω πρόνοιες και κατ’ ακολουθία των πιο πάνω κάλεσαν το Δικαστήριο να απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη.

 

Έχουμε εξετάσει με προσοχή το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που αφορά τους λόγους έφεσης 3, 4 και 5, το υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τις εκατέρωθεν ενόρκους δηλώσεις, καθώς επίσης και όσα σχετικά προώθησαν ενώπιόν μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών. Καταλήξαμε ότι με το υλικό που τέθηκε ενώπιόν του, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι οι ισχυρισμοί που διατύπωσαν οι εφεσείοντες για να τους δοθεί η δυνατότητα υπεράσπισης ήταν γενικοί και αόριστοι και ορθά, εφαρμόζοντας τις καθιερωμένες από τη νομολογία αρχές, προχώρησε και έκδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Σε βαθμό που αισθανόμαστε ότι δεν έχουμε να προσθέσουμε ή αφαιρέσουμε οτιδήποτε στην πρωτόδικη απόφαση και κατά συνέπεια διαπιστώνουμε ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή από του να απορρίψουμε την έφεση.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο