Μιχαηλίδης Μιχάλης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 ΑΑΔ 1977

(2013) 1 ΑΑΔ 1977

[*1977]17 Σεπτεμβρίου, 2013

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ 133(Ι)/2004,

 

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,

 

Εφεσείων - Εκζητούμενος,

 

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 248/2013)

 

 

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Υπάρχει δυνατότητα εξέτασης εντάλματος με βάση νέο νομικό καθεστώς, ακόμη και μετά την απόρριψη προηγούμενου εντάλματος με ισχύ διάφορο νομοθετικό καθεστώς ― Η απόσυρση του πρώτου ΕΕΣ δεν συνιστούσε δεδικασμένο ή νομικό κώλυμα για την καταχώριση και προώθηση του δεύτερου ΕΕΣ.

 

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Κατά πόσον παραβιάστηκε το δικαίωμα του Εφεσείοντα για δίκαιη μεταχείριση, λόγω δημοσιευμάτων και δηλώσεων που ακολούθησαν την κατάθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού του πρώτου εντάλματος εναντίον του Εφεσείοντος.

 

Σύνταγμα ― Η Έβδομη Τροποποίηση του Συντάγματος ― ο Ν. 68(Ι)/2013 δεν είναι ακυρωτικός αλλά συμπληρωματικός προς κάλυψη κενού που υπήρχε.

 

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Ανθρώπινα Δικαιώματα ― Η τυχόν σοβαρή και παρατεταμένη παραβίαση τους διαδραματίζει ρόλο στην εξέταση αναφορικά με την εκτέλεση ενός ΕΕΣ ― Άρθρο 6 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ― Προνοεί ότι η Ένωση εδρά[*1978]ζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.

 

Στις 2.7.2013 εκδόθηκε εναντίον του εφεσείοντα Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (στο εξής ΕΕΣ), από τις αρμόδιες Αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας, το οποίο όμως ανακλήθηκε στις 17.7.2013 και την ίδια ημερομηνία εκδόθηκε δεύτερο ΕΕΣ (στη συνέχεια αναφορά στο ΕΕΣ υπονοεί το δεύτερο).

 

Ο εφεσείων, που ήταν το εκζητούμενο πρόσωπο, είναι Κύπριος πολίτης αλλά ταυτόχρονα έχει και ελληνική υπηκοότητα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από ακροαματική διαδικασία, πείστηκε ότι το πρόσωπο που αναφερόταν στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ήταν ο εφεσείων και ότι γι’ αυτόν εκδόθηκε, από την αρμόδια δικαστική αρχή της Ελλάδος, ΕΕΣ, με σκοπό να του ασκηθεί ποινική δίωξη για τα αδικήματα της συγκάλυψης και νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.

 

Ως εκ τούτου διέταξε την εκτέλεση του ΕΕΣ και την παράδοση του εκζητουμένου στις Ελληνικές Αρχές, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός, μετά την ακρόαση της υπόθεσης του και την τυχόν καταδίκη του, θα διαμεταχθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία ώστε να εκτίσει εδώ την τυχόν στερητική της ελευθερίας του ποινή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε περαιτέρω όπως, στο μεταξύ, ο εκζητούμενος παρέμενε υπό κράτηση μέχρι την παράδοση του, όχι όμως για περίοδο μεγαλύτερη των δέκα ημερών, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άάρθρου 29(1) του Ν 133(Ι)/2004.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε τα ενώπιον του στοιχεία, κατέληξε στα ακόλουθα, μεταξύ άλλων, συμπεράσματα:

 

(α) Παρά τη διπλή ιθαγένεια του εφεσείοντα, αυτός θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί από το Κυπριακό Δικαστήριο ως Κύπριος πολίτης σύμφωνα με τη νομολογία.

 

(β) Το ζήτημα της εκτέλεσης ΕΕΣ διέπεται από το γράμμα και το πνεύμα του Ν 133(Ι)/2004 και για την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αυτού, ουσιώδους σημασίας είναι η απόφαση πλαίσιο της 13.6.2002 (2002/584/ΔΕΥ που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της 18.7.2002).

 

(γ) Το ΕΕΣ ημερ. 17.7.2013, το οποίο αντικατάστησε το προηγούμενο ανακληθέν ΕΕΣ ημερ. 2.7.2013, πληρούσε όλα τα προαπαι[*1979]τούμενα σύμφωνα με τον προαναφερόμενο νόμο και περαιτέρω, είχε τον ορθό τύπο. Επιπρόσθετα, οι αξιόποινες πράξεις που καταλογίζονταν στον εφεσείοντα εμπίπτουν σ’ αυτές για τις οποίες η εκτέλεση του ΕΕΣ επιτρέπεται χωρίς έλεγχο του διττού αξιόποινου χαρακτήρα τους.

 

(δ) Κανένας από τους λόγους που αναφέρονται στο Άρθρο 13 του Νόμου ως λόγοι υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ΕΕΣ και στο Άρθρο 14 οι λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης του ΕΕΣ, δεν είχε αποδειχθεί στην παρούσα υπόθεση.

 

(ε) Η διαδικασία με το προηγούμενο ΕΕΣ δεν δημιούργησε οποιοδήποτε δεδικασμένο, ούτε και οποιοδήποτε νομικό κώλυμα.

 

(στ) Η αλλαγή του νομικού καθεστώτος που συντελέστηκε με την τροποποίηση του Άρθρου 11.2 (στ) του Συντάγματος, μεταξύ της 2.7.2013 και της 17.7.2013, και με την οποίαν (7η τροποποίηση του Συντάγματος) έγινε επιτρεπτή η έκδοση Κυπρίων πολιτών ή η παράδοση τους για εκδίκαση στο εξωτερικό αναφορικά και με αδικήματα που κατ’ ισχυρισμό διαπράχθηκαν πριν την 1.5.2004, ημερομηνία ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι έγινε ειδικά για τον παρόντα εφεσείοντα ή για τον πατέρα του, για τον οποίο ήδη εκδόθηκε απόφαση εκτέλεσης ΕΕΣ. 

 

(ζ) Διάφορα δημοσιεύματα δυσμενή για τον εφεσείοντα και τον πατέρα του, τα οποία παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, δεν είχαν ως αποτέλεσμα την κατάργηση της δίκαιης δίκης για τον εφεσείοντα.

 

(η) Δεν παραβιάστηκαν κεκτημένα δικαιώματα του αιτητή, δεδομένου και του ότι για να υπάρχουν κεκτημένα δικαιώματα, θα πρέπει να τους έχει γίνει χρήση.

 

(ι) Σε σχέση με ισχυρισμούς που προβλήθηκαν εκ μέρους του εκζητουμένου ότι τυχόν παράδοση του στις αρμόδιες Ελληνικές Αρχές θα είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων του, οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα ήταν γενικοί και αόριστοι, που μπορούν να προβληθούν, εν πάση περιπτώσει, ενώπιον των Ελληνικών Αρχών, στο κατάλληλο στάδιο.

 

Η έφεση εναντίον της πιο πάνω απόφασης στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

[*1980]Πρώτος λόγος έφεσης.

 

α)  Ήταν εσφαλμένο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι με τις δηλώσεις και δημοσιεύσεις που έγιναν στα ΜΜΕ, δεν επηρεάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στις δηλώσεις που έγιναν, αλλά και τα δημοσιεύματα, αναφερόταν ότι τελικός κριτής του θέματος της εκτέλεσης του ΕΕΣ είναι το Δικαστήριο και όχι οποιοσδήποτε άλλος.

 

2.  Όσον αφορούσε ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι αυτός προπηλακίστηκε από τα δημοσιεύματα και δημιουργείται προκατάληψη εναντίον του και πάλι δεν ήταν ορθοί, εφόσον μάλιστα η δίκη του εφεσείοντα θα διεξαγόταν στην Ελλάδα. Δεν τίθετο ζήτημα «μόλυνσης του ρυακιού της δικαιοσύνης».

 

3.  Τελικός κριτής αναφορικά με την ενοχή του εφεσείοντα θα ήταν το αρμόδιο δικαστήριο στην Ελλάδα και δεν υπήρχε οτιδήποτε που να υποστήριζε ότι επηρεάστηκε το Δικαστήριο στην Ελλάδα, καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

 

Δεύτερος λόγος έφεσης.

 

Τα προαναφερόμενα δημοσιεύματα αλλά και οι περαιτέρω ενέργειες από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία συνιστούσαν ανεπίτρεπτες επεμβάσεις που οδηγούν στην παραβίαση θεμελιώδους αρχής του πολιτειακού μας δικαίου, της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. 

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεν προέκυπτε οτιδήποτε από τα γεγονότα το οποίο να συνιστούσε αθέμιτη επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας σε εκκρεμούσα δικαστική υπόθεση.

 

2.  Η 7η τροποποίηση του Συντάγματος δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι επηρέασε, αθέμιτα, την έκβαση  και το αποτέλεσμα του δεύτερου ΕΕΣ εναντίον του εφεσείοντα εφόσον το δεύτερο, υπό εξέταση ΕΕΣ, ορθά κρίθηκε στη βάση του νομικού καθεστώτος που  ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης του, που ήταν το νομικό καθεστώς που διαμορφώθηκε μετά την 7η τροποποίηση του Συντάγματος.

 

[*1981]Τρίτος λόγος έφεσης.

 

Η κατ’ ισχυρισμόν εσφαλμένη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αγνοήσει το Άρθρο 2(2) του Ν 133(Ι)/2004 και/ή να το παρερμηνεύσει.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Τα ανθρώπινα δικαιώματα και η τυχόν σοβαρή και παρατεταμένη παραβίαση τους, διαδραματίζουν ρόλο στην εξέταση αναφορικά με την εκτέλεση ενός ΕΕΣ.

 

2.  Επομένως, η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο  ότι οι «μόνες» προϋποθέσεις για τη μη εκτέλεση του ΕΕΣ είναι οι αναφερόμενες στα Άρθρα 13 και 14 του Νόμου δεν ήταν ορθή. Όμως αυτός δεν ήταν λόγος ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον, στην πραγματικότητα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε όλες τις παραμέτρους της υπόθεσης, υπό το φως των ικανών εισηγήσεων και ισχυρισμών που έγιναν εκ μέρους του εφεσείοντα.

 

3.  Επομένως, η πρωτόδικη απόφαση δεν παραγνώριζε τα θεμελιώδη δικαιώματα του εκζητουμένου, ούτε και τον αδικούσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

 

4.  Οι εκ προοιμίου αιτιάσεις του εφεσείοντα ότι, στην περίπτωση που εκδοθεί στην Ελλάδα, θα παραβιάζονταν τα ανθρώπινα δικαιώματα του, δεν μπορούσαν σε καμιά περίπτωση να γίνουν αποδεκτές καθότι αυτό θα συνιστούσε απαράδεκτη απαξίωση του ποινικού συστήματος μιας χώρας μέλους της ΕΕ.

 

Τέταρτος λόγος έφεσης.

 

Ήταν εσφαλμένα τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι: (α) στο Ν 133(Ι)/2004 δεν υπάρχει πρόνοια για παραβίαση του δικαιώματος δίκης εντός ευλόγου χρόνου, (β) ότι το ζήτημα της προφυλάκισης είναι θεωρητικό και πρόωρο, και (γ) ότι το περιεχόμενο άρθρων και δηλώσεων Ελλήνων Αξιωματούχων για το δικαστικό σύστημα της Ελλάδας, δεν λαμβάνονται υπόψη.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ήταν ορθή η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στο Ν 133(Ι)/2004 δεν υπάρχει ρητή πρόνοια για παραβίαση του δικαιώματος δίκης εντός ευλόγου χρόνου, όπως υπάρχει στους περί Φυγοδίκων Νόμους.

[*1982]2.    Με βάση την αμοιβαία εμπιστοσύνη που υπάρχει μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Ελλάδα, ο εκζητούμενος θα έχει πλήρη δικαιώματα προετοιμασίας και παρουσίασης της υπόθεσης του ενώπιον των αρμοδίων Αρχών.

 

3.  Όσον αφορούσε στην κατ’ ισχυρισμόν καθυστέρηση στην παρουσίαση της υπόθεσης εναντίον του εφεσείοντα, δεν φαινόταν να υπήρχε τέτοια καθυστέρηση εφόσον τα κατ’ ισχυρισμό αδικήματα,  ναι μεν διαπράχθηκαν πριν πολλά χρόνια, αλλά το ζήτημα έγινε γνωστό στις αρμόδιες Αρχές το 2012, οπόταν άρχισε και η διερεύνηση τους.

 

Πέμπτος λόγος έφεσης.

 

Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη θέση ότι η τροποποίηση του Άρθρου 11.2 (στ) του Συντάγματος με το Ν. 68(Ι)/2013 δεν επηρέαζε κεκτημένα δικαιώματα του εφεσείοντα. 

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η διαδικασία αναφορικά με το πρώτο ΕΕΣ και το δεύτερο ΕΕΣ είναι διαφορετικές και ξεχωριστές διαδικασίες και επομένως δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι επηρεάστηκαν δυσμενώς δικαιώματα που ο εφεσείων είχε σε (υφιστάμενη) νομική διαδικασία.

 

2.  Η πρόνοια του άρθρου 10(2) (γ) του Κεφ. 1 ότι όταν νόμος ακυρώνει οποιοδήποτε νομοθέτημα, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, δεν θα επηρεάζει μεταξύ άλλων, δικαιώματα κλπ., αφορά σε δικαιώματα που υπάρχουν, σε υφιστάμενη διαδικασία.

 

3.  Στην προκείμενη περίπτωση όταν έγινε η 7η τροποποίηση του Συντάγματος η μόνη διαδικασία που ήταν υφιστάμενη ήταν εκείνη του πρώτου ΕΕΣ της 2.7.2013, η οποία δεν επηρεάστηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο από την τροποποίηση, εφόσον αποσύρθηκε, ενώ η διαδικασία του δεύτερου ΕΕΣ της 17.7.2013 δεν ήταν υφιστάμενη, εφόσον καταχωρήθηκε μετά την τροποποίηση. 

 

Έκτος λόγος έφεσης.

 

Ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το εφαρμοστέο νομικό καθεστώς, στην περίπτωση του δεύτερου ΕΕΣ ήταν εκείνο της 17.7.2013, μετά δηλαδή την τροποποίηση που επέφερε ο Ν 68(Ι)/2013.  

 

[*1983]Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το  επιχείρημα βασίζεται και πάλι στα κατ’ ισχυρισμό κεκτημένα δικαιώματα που είχε ο εφεσείων.

 

2.  Ο εφεσείων στις 17.7.2013 δεν είχε οποιοδήποτε κεκτημένο δικαίωμα του που επηρεάστηκε δυσμενώς.

 

3.  Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι διαδικασίες των δύο ΕΕΣ ήταν ξεχωριστές και διαφορετικές.

 

4.  Με την 7η τροποποίηση δεν επήλθε οποιαδήποτε αλλαγή ουσιαστικού δικαίου, με αναδρομική ισχύ, και επομένως δεν υπήρχε οτιδήποτε το μεμπτό σ’ αυτή.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Δημοκρατία ν. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 887,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κωνσταντίνου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1356,

 

Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1 Α.Α.Δ. 1546,

 

Διευθυντής των Φυλακών ν. Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217,

 

Περέλλα (Αρ. 2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1009,

 

Rees v. Secretary of State and Another [1986] 2 All E.R. 321,

 

Symeou v. Public Prosecutor’s Office [2009] 1 WLR 2384,

 

Liyanage κ.ά. ν. Τhe Queen [1966] 2 WLR 682,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 501,

 

Αχτάρ κ.ά. ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397,

 

Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,

 

Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419,

 

[*1984]Γενικός Εισαγγελέας ν. Γιάγκου (1999) 2 Α.Α.Δ. 254,

 

Minister of Justice v. Bailey [2012] 1 ESC 16,

 

Ιωάννου (Ρωσσίδης) ν. Γενικού Εισαγγελέα, (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1606,

 

Peers v. Greece, Αίτηση αρ. 28524/95, ημερ. 19.4.2001 του ΕΔΔΑ,

 

Κώνστα ν. Ελλάδος, Αίτηση αρ. 53466/07, ημερ. 24.5.2011 του ΕΔΔΑ,

 

Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 Α.Α.Δ. 1764,

 

St. James Financial Post Case [1742] 2 Atkins 469,

 

Έλληνας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149,

 

United State v. Klein, 80 US 128,

 

Kakis v. Cyprus [1978] 1 WLR 779,

 

Cambell v. France [2013] EWHC 1288,

 

Νικολαΐδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 80.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Εκζητούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κατσικίδης, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 13/13), ημερομ. 4/9/2013.

 

Ε. Ευσταθίου, Αλ. Ευαγγέλου, Σ. Μαμαντόπουλος και Χ. Μαμαντόπουλος, για τον Εφεσείοντα.

 

Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα) με Μ. Ζαλοκώστα (κα), για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Στις 2.7.2013 εκδόθηκε εναντίον του εφεσεί[*1985]οντα Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (στο εξής ΕΕΣ), από τις αρμόδιες Αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας, το οποίο όμως ανακλήθηκε στις 17.7.2013 και την ίδια ημερομηνία εκδόθηκε δεύτερο ΕΕΣ (στη συνέχεια αναφορά στο ΕΕΣ υπονοεί το δεύτερο).

 

Ο εφεσείων, που είναι το εκζητούμενο πρόσωπο, είναι Κύπριος πολίτης αλλά ταυτόχρονα έχει και ελληνική υπηκοότητα.   Το πρωτόδικο δικαστήριο, μετά από ακροαματική διαδικασία, πείστηκε ότι το πρόσωπο που αναφέρεται στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι ο εφεσείων και ότι γι’ αυτόν εκδόθηκε, από την αρμόδια δικαστική αρχή της Ελλάδος, ΕΕΣ, με σκοπό να του ασκηθεί ποινική δίωξη για τα αδικήματα της συγκάλυψης και νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Ως εκ τούτου διέταξε την εκτέλεση του ΕΕΣ και την παράδοση του εκζητουμένου στις Ελληνικές Αρχές, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός, μετά την ακρόαση της υπόθεσης του και την τυχόν καταδίκη του, θα διαμεταχθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία ώστε να εκτίσει εδώ την τυχόν στερητική της ελευθερίας του ποινή. Το πρωτόδικο δικαστήριο διέταξε περαιτέρω όπως, στο μεταξύ, ο εκζητούμενος παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την παράδοση του, όχι όμως για  περίοδο μεγαλύτερη των δέκα ημερών, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 29(1) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004, Ν 133(Ι)/2004 (ο Νόμος).

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού εξέτασε τα ενώπιον του στοιχεία, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων, κατέληξε στα ακόλουθα, μεταξύ άλλων, συμπεράσματα:

 

(α) Παρά την διπλή ιθαγένεια του εφεσείοντα αυτός θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί από το Κυπριακό Δικαστήριο ως Κύπριος πολίτης σύμφωνα με τη νομολογία (Δέστε: Δημοκρατία ν. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 887 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κωνσταντίνου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1356).

 

(β) Το ζήτημα της εκτέλεσης ΕΕΣ διέπεται από το γράμμα και το πνεύμα του Ν 133(Ι)/2004 και για την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αυτού, ουσιώδους σημασίας είναι η απόφαση πλαίσιο της 13.6.2002 (2002/584/ΔΕΥ που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της 18.7.2002). Σύμφωνα με το πνεύμα και τη φιλοσοφία της εν λόγω απόφασης πλαίσιο, στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) είναι η δημιουργία ενός χώρου ελευθε[*1986]ρίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που συνεπάγεται την κατάργηση της διαδικασίας έκδοσης φυγοδίκων μεταξύ των Κρατών Μελών και την αντικατάσταση της από ένα σύστημα παράδοσης μεταξύ των Δικαστικών Αρχών, με την εισαγωγή ενός απλουστευμένου τρόπου παράδοσης προσώπων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων στην ΕΕ. Η αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων των Κρατών Μελών είναι ο «ακρογωνιαίος λίθος» της προαναφερόμενης δικαστικής συνεργασίας. Αυτό προϋποθέτει υψηλό επίπεδο αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των Κρατών Μελών. 

 

(γ) Το ΕΕΣ ημερ. 17.7.2013, το οποίο αντικατάστησε το προηγούμενο ανακληθέν ΕΕΣ ημερ. 2.7.2013, πληρούσε όλα τα προαπαιτούμενα σύμφωνα με τον προαναφερόμενο νόμο και, περαιτέρω, είχε τον ορθό τύπο. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, η προβλεπόμενη ποινή για το προαναφερόμενο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, για το οποίο εκδόθηκε το ΕΕΣ, είναι από δέκα έως είκοσι χρόνια, και η καταλογιζόμενη στο εκζητούμενο πρόσωπο πράξη συνιστά αδίκημα σύμφωνα και με το κυπριακό δίκαιο, με προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης  μέχρι 14 χρόνια. Επομένως οι αξιόποινες πράξεις που καταλογίζονται στον εφεσείοντα εμπίπτουν σ’ αυτές για τις οποίες η εκτέλεση του ΕΕΣ επιτρέπεται χωρίς έλεγχο του διττού αξιόποινου χαρακτήρα τους (Δέστε: Άρθρο 12(2) (θ) του Νόμου και Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1 Α.Α.Δ. 1546).

 

(δ) Στο Άρθρο 13 του Νόμου αναφέρονται οι λόγοι υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ΕΕΣ και στο Άρθρο 14 οι λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης του ΕΕΣ. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο ότι κανένας από τους προαναφερόμενους λόγους δεν είχε αποδειχθεί στην παρούσα υπόθεση.

 

(ε) Το προηγούμενο ΕΕΣ ημερ. 2.7.2013 ήταν το αντικείμενο της Αίτησης 10/13 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Εκείνο το ένταλμα ανακλήθηκε από τις Ελληνικές Αρχές με αποτέλεσμα το Επαρχιακό Δικαστήριο, την 19.7.2013, να τερματίσει τη διαδικασία εκτέλεσης του. Απεφάνθη, όμως, ότι εκείνη η διαδικασία δεν δημιούργησε οποιοδήποτε δεδικασμένο, ούτε και οποιοδήποτε νομικό κώλυμα στην καταχώριση του νέου ΕΕΣ ημερ. 17.7.2013 και στην προώθηση της σχετικής δεύτερης αίτησης, υπ’ αρ. 13/13, για την εκτέλεση του (Δέστε: Διευθυντής των Φυλακών ν. Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 και Πε[*1987]ρέλλα (Αρ. 2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1009 – Δέστε επίσης: Rees v. Secretary of State a.ο. [1986] 2 All E.R. 321 και Symeou v. Public Prosecutor΄s Office [2009] 1 WLR 2384).

 

(στ)    Η αλλαγή του νομικού καθεστώτος που συντελέστηκε με την τροποποίηση του Άρθρου 11.2 (στ) του Συντάγματος, μεταξύ της 2.7.2013 και της 17.7.2013, και με την οποίαν (7η τροποποίηση του Συντάγματος) έγινε επιτρεπτή η έκδοση Κυπρίων πολιτών ή η παράδοση τους για εκδίκαση στο εξωτερικό αναφορικά και με αδικήματα που κατ’ ισχυρισμό διαπράχθηκαν πριν την 1.5.2004, ημερομηνία ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε ειδικά για τον παρόντα εφεσείοντα ή για τον πατέρα του, για τον οποίο ήδη εκδόθηκε απόφαση εκτέλεσης ΕΕΣ. Η 7η τροποποίηση του Συντάγματος δεν έγινε ειδικά για να επηρεάσει την υπόθεση του εφεσείοντα, ούτε έχει αναδρομική ισχύ και λαμβανομένου υπόψη ότι το ΕΕΣ εκδόθηκε στις 17.7.2013, μετά δηλαδή την 7η τροποποίηση του Συντάγματος, η υπό αναφορά τροποποίηση δεν του προσέδωσε αναδρομικότητα. Με αυτά τα στοιχεία, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε παρέμβαση της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας στο έργο της δικαστικής εξουσίας και επομένως δεν υπήρχε παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών ή των ατομικών δικαιωμάτων του εκζητουμένου (Δέστε: Liyanage κ.ά. ν. Τhe Queen [1966] 2 WLR 682).

 

(ζ)  Διάφορα δημοσιεύματα δυσμενή για τον εφεσείοντα και τον πατέρα του, τα οποία παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο, δεν είχαν ως αποτέλεσμα την κατάργηση της δίκαιης δίκης για τον εφεσείοντα και επομένως δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως επηρεάζοντα το αναφαίρετο δικαίωμα του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη και το τεκμήριο της αθωότητας (Δέστε: Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 501, Αχτάρ κ.ά. ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397 και Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232).

 

(η) Αναφορικά με τη θέση του εφεσείοντα ότι με την 7η τροποποίηση του Συντάγματος με το Ν 68(Ι)/2013 επηρεάστηκαν, αρνητικά, κεκτημένα δικαιώματα του και συγκεκριμένα το δικαίωμα του να μην εκδοθεί στο εξωτερικό, για κατ’ ισχυρισμό αδικήματα που διαπράχθηκαν πριν την ημερομηνία ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά στο Άρθρο 10(2) (γ) και (ε) του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1 και έκρινε ότι, ενόψει του ότι το ΕΕΣ [*1988]ημερ. 17.7.2013 είναι νέο ένταλμα συλλήψεως και όχι συνέχεια του προηγουμένου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάστηκαν οποιαδήποτε κεκτημένα δικαιώματα του εφεσείοντα. Εν πάση όμως περιπτώσει, για να υπάρχουν κεκτημένα δικαιώματα, θα πρέπει να τους έχει γίνει χρήση ή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο θα πρέπει να έχει επωφεληθεί απ’ αυτά και, στην προκείμενη περίπτωση, ο εκζητούμενος δεν έκαμε οποιαδήποτε χρήση και δεν επωφελήθηκε από οποιοδήποτε δικαίωμα που του παρείχετο πριν την 7η τροποποίηση του Συντάγματος. Το γεγονός ότι ο εκζητούμενος εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου στις 8.7.2013, δυνάμει εντάλματος συλλήψεως, και δήλωσε ότι ενίσταται στην έκδοση του στο εξωτερικό δεν δημιουργεί γι’ αυτόν κεκτημένα δικαιώματα (Δέστε: Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γιάγκου (1999) 2 Α.Α.Δ. 254 και την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ιρλανδίας στην Υπόθεση Minister of Justice v. Bailey [2012] 1 ESC 16).

 

(θ) Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε πως, νοουμένου ότι το ΕΕΣ ημερ. 17.7.2013 ήταν νέο ένταλμα, θα έπρεπε να εφαρμοστεί το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της έκδοσης του (17.7.2013), δηλαδή αυτό του Άρθρου 11.2 (στ) του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε από το Ν 68(Ι)/2013.

 

(ι)  Σε σχέση με του ισχυρισμούς που προβλήθηκαν εκ μέρους του εκζητουμένου ότι τυχόν παράδοση του στις αρμόδιες Ελληνικές Αρχές θα είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων του που προστατεύονται τόσο από το Άρθρο 1(3) του Νόμου όσο και από το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αλλά και από την απόφαση πλαίσιο, στη βάση ισχυρισμών ότι στην Ελλάδα μπορεί να διαταχθεί η άμεση προφυλάκιση του για αόριστο χρόνο, μέχρι και 18 μήνες, και μάλιστα χωρίς δικαστικό έλεγχο για την περίοδο των πρώτων 6 μηνών, σε αντίθεση με το τι ισχύει στην Κύπρο για το ζήτημα αυτό, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα ήταν γενικοί και αόριστοι, τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, άρθρα σε εφημερίδες κλπ., δεν μπορούσαν να εξομοιωθούν με μαρτυρία και επομένως δεν ήταν λόγοι για μη εκτέλεση του ΕΕΣ αλλά λόγοι που μπορούν να προβληθούν, εν πάση περιπτώσει, ενώπιον των Ελληνικών Αρχών, στο κατάλληλο στάδιο (Δέστε: Ιωάννου (Ρωσσίδης) ν. Γενικού Εισαγγελέα (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1606. Αναφορικά με την υπόθεση Peers v. Greece, Αίτηση αρ. 28524/95, ημερ. 19.4.2001, του ΕΔΔΑ, στην οποία το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα για καθυστέρη[*1989]ση στην απονομή της δικαιοσύνης, το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι αυτό συνέβηκε πριν πολλά χρόνια και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θα ξανασυμβεί και στην προκείμενη περίπτωση ή ότι το δικαστικό σύστημα της Ελλάδος πάσχει, γενικά (Δέστε επίσης: Κώνστα ν. Ελλάδος, Αίτηση αρ. 53466/07, ημερ. 24.5.2011 του ΕΔΔΑ και την πολύ πρόσφατη απόφαση στη Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (2013) 1 Α.Α.Δ. 1764).

 

Με την υπό εξέταση έφεση η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με έξι λόγους έφεσης, οι οποίοι αναπτύχθηκαν, με ικανότητα, ενώπιον μας από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους του εφεσείοντα και απαντήθηκαν, επίσης με ικανότητα, από την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσίβλητου.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως εσφαλμένο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε μια, άνευ προηγουμένου, επέμβαση στο έργο της δικαστικής εξουσίας και τούτο ένεκα των προαναφερόμενων δημοσιευμάτων αλλά και των ανεπίτρεπτων πολλαπλών δηλώσεων που έγιναν από υψηλούς αξιωματούχους του Κράτους και προέτρεπαν το δικαστήριο, που θα επιλαμβανόταν της υπόθεσης, να εγκρίνει την εκτέλεση του ΕΕΣ. Είναι γεγονός ότι έγιναν δημοσιεύσεις και δηλώσεις αξιωματούχων, περιλαμβανομένων δηλώσεων του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και του Έντιμου Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, αναφορικά με ζητήματα που αφορούν άμεσα στην παρούσα υπόθεση. Όμως, συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι με αυτά δεν επηρεάζεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη του εφεσείοντα, ούτε και μπορεί να λεχθεί ότι αυτός κρίθηκε από τα ΜΜΕ. Στις δηλώσεις που έγιναν, αλλά και τα δημοσιεύματα, αναφέρεται ότι τελικός κριτής του θέματος της εκτέλεσης του ΕΕΣ είναι το δικαστήριο και όχι οποιοσδήποτε άλλος. Όσον αφορά ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι αυτός προπηλακίζεται από τα δημοσιεύματα και δημιουργείται προκατάληψη εναντίον του και πάλι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον εφεσείοντα, εφόσον μάλιστα η δίκη του εφεσείοντα αναφορικά με το προαναφερόμενο κατ’ ισχυρισμό αδίκημα θα διεξαχθεί στην Ελλάδα. Δεν τίθεται ζήτημα «μόλυνσης του ρυακιού της δικαιοσύνης», όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην υπόθεση St. James Financial Post Case [1742] 2 Atkins 469 και επαναλήφθηκε στην υπόθεση Έλληνας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149. Βέβαια ο προπηλακισμός και η δημιουργία προκατάληψης εναντίον υποδίκων παραβιάζουν τα δικαιώματα τους και το τεκμήριο της αθωότητας, όμως η κάθε περίπτωση κρίνεται με βάση τα δικά της δεδομένα και στην προ[*1990]κείμενη περίπτωση δεν τεκμηριώθηκε η δημιουργία οποιουδήποτε κλίματος προπηλακισμού εναντίον του εφεσείοντα, αλλά ούτε και ανατροπή του τεκμήριου της αθωότητας, εφόσον ο τελικός κριτής του όλου θέματος είναι το δικαστήριο. Και όπως ήδη παρατηρήσαμε ο τελικός κριτής αναφορικά με την ενοχή του εφεσείοντα θα είναι το αρμόδιο δικαστήριο στην Ελλάδα και δεν υπάρχει οτιδήποτε ενώπιον μας που να υποστηρίζει ότι επηρεάστηκε το δικαστήριο στην Ελλάδα, καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω κρίνουμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και επομένως απορρίπτεται.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον πρώτο, είναι ότι τα προαναφερόμενα δημοσιεύματα αλλά και οι περαιτέρω ενέργειες από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία συνιστούν ανεπίτρεπτες επεμβάσεις που οδηγούν στην παραβίαση θεμελιώδους αρχής του πολιτειακού μας δικαίου, της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Συμφωνούμε ότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών είναι διάχυτη στο συνταγματικό μας δίκαιο και διασφαλίζεται με διάφορους τρόπους, όπως η απαγόρευση επηρεασμού των δικαστηρίων από εξωγενείς παράγοντες, ο ανεξάρτητος τρόπος διορισμού των Δικαστών, η μονιμότητά τους, η διασφάλιση των απολαβών τους αλλά και ο νομικός τους πολιτισμός. Στην προκείμενη όμως περίπτωση, εκτός από τις δηλώσεις και τα δημοσιεύματα που θεωρούμε ότι δεν ανέτρεψαν το τεκμήριο της αθωότητας ούτε και συνιστούν επέμβαση στο έργο της δικαιοσύνης, κρίνουμε ότι η 7η τροποποίηση του Συντάγματος κατά τον προαναφερόμενο τρόπο και βέβαια σε σύντομο χρονικό διάστημα και καθ’ ον χρόνο εκκρεμούσε η εξέταση του πρώτου ΕΕΣ εναντίον του εφεσείοντα, ημερ. 2.7.2013, δεν συνιστά αθέμιτη επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας σε εκκρεμούσα δικαστική υπόθεση, όπως συνέβηκε στην υπόθεση Liyanage (ανωτέρω) και στην αμερικανική υπόθεση United State v. Klein, 80 US 128, στην οποία η νομοθεσία που εισήχθη, ενώ εκκρεμούσε διαδικασία έφεσης, επηρέασε την έκβαση και το αποτέλεσμα της (εκκρεμούσας) έφεσης. Υπό τις περιστάσεις όμως της παρούσας υπόθεσης, η 7η τροποποίηση του Συντάγματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρέασε καθ’ οιονδήποτε τρόπο το πρώτο ΕΕΣ εναντίον του εφεσείοντα, ημερ. 2.7.2013, εφόσον εκείνο στη συνέχεια ανακλήθηκε και η διαδικασία εναντίον του εφεσείοντα τερματίστηκε. Επίσης η 7η τροποποίηση του Συντάγματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρέασε, αθέμιτα, την έκβαση και το αποτέλεσμα του δεύτερου ΕΕΣ εναντίον του εφεσείοντα εφόσον το δεύτερο, υπό εξέταση [*1991]ΕΕΣ, ορθά κρίθηκε στη βάση του νομικού καθεστώτος που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης του, που ήταν το νομικό καθεστώς που διαμορφώθηκε μετά την 7η τροποποίηση του Συντάγματος. Η απόφαση στην υπόθεση Κώνστα (ανωτέρω) δεν έχει άμεση σχέση με την παρούσα υπόθεση. Στην υπόθεση εκείνη είχαν γίνει δηλώσεις από Ανώτατους Αξιωματούχους στην Ελλάδα ότι ο κ. Κώνστας, ο οποίος ήταν πρύτανης πανεπιστημίου, ήταν ένοχος διάπραξης συγκεκριμένων αδικημάτων. Ορθά επομένως στην υπόθεση εκείνη το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε αθέμιτη επέμβαση στο τεκμήριο αθωότητας του συγκεκριμένου ατόμου. Στην προκείμενη όμως περίπτωση, κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, λαμβανομένου υπόψιν και του γεγονότος ότι η ενοχή του εφεσείοντα για το προαναφερόμενο αδίκημα θα κριθεί από αρμόδιο δικαστήριο της Ελλάδας. Το μόνο  που κρίνεται εδώ είναι το περιορισμένο ζήτημα της εκτέλεσης του ΕΕΣ, ημερ. 17.7.2013, εναντίον του εφεσείοντα. Η θέση του εφεσείοντα ότι η διαδικασία αναφορικά με το ΕΕΣ ημερ. 2.7.2013 και η διαδικασία αναφορικά με το δεύτερο ΕΕΣ ημερ. 17.7.2013 είναι μια ενιαία διαδικασία και ότι στη μέση αυτής της διαδικασίας έγινε τροποποίηση του Συντάγματος με αποτέλεσμα να επηρεαστούν δυσμενώς τα δικαιώματά του δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Και αυτό καθότι το μεν πρώτο ΕΕΣ ανακλήθηκε και η σχετική διαδικασία τερματίστηκε, το δε δεύτερο ουδέποτε ανακλήθηκε και κατέληξε σε απόφαση εκτέλεσης του. Συναφώς κρίνουμε ορθή την παρατήρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι η απόσυρση του πρώτου ΕΕΣ δεν συνιστά δεδικασμένο ή νομικό κώλυμα για την καταχώριση και προώθηση του δεύτερου ΕΕΣ και παραπέμπουμε σχετικά στη νομολογία που ήδη παραθέσαμε.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω θεωρούμε ότι ούτε ο δεύτερος λόγος έφεσης ευσταθεί και προχωρούμε στην εξέταση του τρίτου λόγου, ο οποίος αφορά στην κατ’ ισχυρισμόν εσφαλμένη θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου να αγνοήσει το Άρθρο 2(2) του Ν. 133(Ι)/2004 και/ή να το παρερμηνεύσει. Το Άρθρο 2(2) προνοεί ότι η εφαρμογή των διατάξεων του νόμου εκείνου, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, σύμφωνα με το Άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πρωτόδικο δικαστήριο, σύμφωνα με τους ευπαιδεύτους συνηγόρους του εφεσείοντα, εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι οι μόνες προϋποθέσεις για τη μή εκτέλεση του ΕΕΣ είναι οι αναφερόμενες στα Άρθρα 13 και 14 του Νόμου, αγνοώντας και παρερμηνεύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την επιτακτική προστατευτική διάταξη του Άρθρου 2(2) καθώς και τις εισαγωγικές διατάξεις αλλά και το Άρθρο 1(3) της απόφασης πλαίσιο.

[*1992]Συμφωνούμε με τους ευπαιδεύτους συνηγόρους του εφεσείοντα ότι οι προαναφερόμενες διατάξεις διασφαλίζουν την υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών που προστατεύονται από το Άρθρο 6 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συμφωνούμε επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αναφέρθηκε ρητά στο Άρθρο 2(2) του Νόμου ενώ εξέτασε σε λεπτομέρεια τις διατάξεις, των Άρθρων 13 και 14. Στη σελ. 54 της απόφασης του το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει ότι οι μόνες προϋποθέσεις για τη μή εκτέλεση του ΕΕΣ από τη δικαστική αρχή που επιφορτίζεται το έργο της εξέτασης του εντάλματος είναι οι αναφερόμενες στα Άρθρα 13 και 14 του νόμου που αφορούν στους υποχρεωτικούς και τους προαιρετικούς λόγους μη εκτέλεσης. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αναφερόμενος, συναφώς, συγκεκριμένα στο χρόνο που έχει παρέλθει από την κατ’ ισχυρισμό διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την εξέταση της υπόθεσης, έκαμε αναφορά στην υπόθεση Κυριάκου (ανωτέρω) παρατηρώντας ότι στην περίπτωση των ΕΕΣ, η εκτέλεση τους διέπεται από το Ν 133(Ι)/2004 στον οποίο δεν υπάρχουν ρητές πρόνοιες περί παρόδου χρόνου, αδικαιολόγητης καθυστέρησης και αλλαγής συνθηκών, όπως υπάρχουν στους περί Φυγοδίκων Νόμους. Συμφωνούμε ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και η τυχόν σοβαρή και παρατεταμένη παραβίαση τους διαδραματίζουν ρόλο στην εξέταση αναφορικά με την εκτέλεση ενός ΕΕΣ. Αυτό είναι σαφές και από την παράγραφο 10 του προοιμίου της απόφασης πλαίσιο και από το Άρθρο 6 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προνοεί ότι η Ένωση εδράζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Επομένως, η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου στο ότι οι «μόνες» προϋποθέσεις για τη μή εκτέλεση του ΕΕΣ είναι οι αναφερόμενες στα Άρθρα 13 και 14 του Νόμου δεν είναι ορθή. Όμως θεωρούμε ότι αυτός δεν είναι λόγος ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον, στην πραγματικότητα, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε όλες τις παραμέτρους της υπόθεσης, υπό το φως των ικανών εισηγήσεων και ισχυρισμών που έγιναν εκ μέρους του εφεσείοντα. Επομένως, η πρωτόδικη απόφαση δεν παραγνωρίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα του εκζητουμένου, ούτε και τον αδικεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα ότι στην Ελλάδα δεν θα τύχει ουσιαστικά δίκαιης δίκης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και ότι θα υπόκειται σε μακρά περίοδο προφυλάκισης και μάλιστα μη ελεγχόμενης δικαστικά και θα υπόκειται και σε συνθήκες κράτησης απαράδεκτες, δεν τεκμηριώνονται. Τέτοιοι ισχυρισμοί θα πρέπει να αποδεικνύονται και στην προκείμενη περίπτωση δεν έχουν αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο. Οι εκ προοιμίου αιτιάσεις του [*1993]εφεσείοντα ότι, στην περίπτωση που εκδοθεί στην Ελλάδα, θα παραβιασθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα του, δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να γίνουν αποδεκτές καθότι αυτό θα συνιστούσε απαράδεκτη απαξίωση του ποινικού συστήματος μιας χώρας μέλους της ΕΕ, με όλες τις αυτονόητες αρνητικές συνέπειες σ’ ότι αφορά την αμοιβαία εκτίμηση και σεβασμό που πρέπει να επιδεικνύεται μεταξύ των δικαστικών αρχών των Κρατών Μελών της ΕΕ. Υπενθυμίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα στον τομέα της ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη (confidence and trust) η οποία είναι απαραίτητο να υπάρχει μεταξύ των Κρατών Μελών, δεδομένου του κοινού νομικού πολιτισμού των Κρατών Μελών αλλά και της τήρησης των ελαχίστων ευρωπαϊκών επιπέδων που ισχύουν σε όλα τα Κράτη Μέλη στα ζητήματα της απονομής της δικαιοσύνης.   Θεωρούμε, επομένως, ως δεδομένο ότι οι δικαστικές αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας θα διασφαλίσουν τον πλήρη σεβασμό όλων των δικαιωμάτων του εφεσείοντα και, σ’ ότι αφορά τις Δικαστικές Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκτιμούμε ότι, σεβόμενες τις υποχρεώσεις της, ως Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορούν να δεχθούν ότι σε άλλο Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως είναι η Ελλάδα, μπορεί να θεωρηθεί, εκ προοιμίου και χωρίς απόδειξη, ότι το δικαστικό και σωφρονιστικό σύστημα πάσχει ή είναι κατώτερο του αναμενομένου. Το ίδιο βέβαια, αναμένουν και οι Δικαστικές Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι δέχονται και αναγνωρίζουν και τα άλλα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το δικαστικό και σωφρονιστικό σύστημα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά σε κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι: (α) στο Ν. 133(Ι)/2004 δεν υπάρχει πρόνοια για παραβίαση του δικαιώματος δίκης εντός ευλόγου χρόνου, (β) ότι το ζήτημα της προφυλάκισης είναι θεωρητικό και πρόωρο, και (γ) ότι το περιεχόμενο άρθρων και δηλώσεων Ελλήνων Αξιωματούχων για το δικαστικό σύστημα της Ελλάδας, αλλά και το σκεπτικό της υπόθεσης Peers (ανωτέρω) δεν λαμβάνονται υπόψη.

 

Είναι ορθή η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στο Ν. 133(Ι)/2004 δεν υπάρχει ρητή πρόνοια για παραβίαση του δικαιώματος δίκης εντός ευλόγου χρόνου, όπως υπάρχει στους περί Φυγοδίκων Νόμους, και αυτό λέχθηκε και στην υπόθεση Κυριάκου (ανωτέρω). Οι υποθέσεις Kakis v. Cyprus [1978] 1 WLR 779 και Cambell v. France [2013] EWHC 1288 αποφασίστηκαν με βάση [*1994]τους σχετικούς περί Φυγοδίκων Νόμους και δεν αφορούσαν σε εκτέλεση ΕΕΣ. Το ίδιο ισχύει και για την υπόθεση Νικολαΐδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 80. Επομένως η πρωτόδικη αναφορά σε μή ύπαρξη ρητής παρόμοιας πρόνοιας στο Νόμο δεν είναι λανθασμένη.  Προφανώς η αφαίρεση της πρόνοιας, που υπήρχε στους περί Φυγοδίκων Νόμους, από τον υπό εξέταση Νόμο, οφείλεται στο ότι, μεταξύ των Κρατών Μελών της ΕΕ, αναγνωρίζεται και τεκμέρεται ότι, σε κάθε Κράτος Μέλος, διεξάγονται δίκαιες δίκες εντός ευλόγου χρόνου. Για τους λόγους που ήδη αναφέραμε συμφωνούμε επίσης με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι το ζήτημα της προφυλάκισης, όπως τέθηκε, είναι γενικό, αόριστο και πρόωρο. Το ζήτημα αυτό μπορεί να τεθεί στις αρμόδιες Ελληνικές Αρχές όταν αχθεί ενώπιον τους ο εφεσείων. Δεν μπορεί, όμως εκ προοιμίου, να θεωρηθεί ότι οι αρμόδιες Ελληνικές Αρχές θα μεταχειριστούν άδικα τον εφεσείοντα, και ως προς το ζήτημα της προφυλάκισης, επειδή τους παρέχεται δικαίωμα προφυλάκισης, μέχρι 18 μήνες, όπως μας λέχθηκε, χωρίς και πάλι να αποδειχθεί, με τον προσήκοντα τρόπο.

 

Για τα άρθρα και τις δηλώσεις Αξιωματούχων και Ακαδημαϊκών στην Ελλάδα, αλλά και τις διαπιστώσεις του ΕΔΔΑ στην Peers (ανωτέρω), επίσης συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι τα δημοσιεύματα και οι δηλώσεις δεν συνιστούν μαρτυρία και δεν μπορούν να ανατρέψουν την εμπιστοσύνη, που είναι δεδομένο και τεκμέρεται ότι υπάρχει, στο δικαστικό σύστημα άλλων Κρατών Μελών, όπως είναι η Ελλάδα. Η απόφαση Peers (ανωτέρω) επίσης αφορά στα δικά της γεγονότα, τα οποία συνέβησαν πριν πολλά χρόνια, και δεν μπορούν να επηρεάσουν την έκβαση της παρούσας υπόθεσης. Ούτε και η αναφορά σε καταδίκες της Ελλάδας για καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης και παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί να ληφθεί υπόψιν εφόσον δεν αποδεικνύεται, με τον ορθόν τρόπο. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορούν να ληφθούν υπόψιν και οι κατ’ ισχυρισμόν κακές συνθήκες κράτησης που επικρατούν στην Ελλάδα.

 

Με βάση την αμοιβαία εμπιστοσύνη που υπάρχει μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρούμε ότι στην Ελλάδα ο εκζητούμενος θα έχει πλήρη δικαιώματα προετοιμασίας και παρουσίασης της υπόθεσης του ενώπιον των αρμοδίων Αρχών. Όσον αφορά την κατ’ ισχυρισμόν καθυστέρηση στην παρουσίαση της υπόθεσης εναντίον του εφεσείοντα, από τα ενώπιον μας στοιχεία δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια καθυστέρηση εφόσον τα κατ’ ισχυρισμό αδικήματα ναι μεν διαπράχθηκαν πριν πολλά χρόνια, αλλά το ζήτημα έγινε γνωστό στις αρμόδιες Αρχές [*1995]το 2012, οπόταν άρχισε και η διερεύνηση τους με επακόλουθο οι  διαδικασίες εναντίον του εκζητουμένου να αρχίσουν το 2013. Τα θέματα αυτά εξετάζονται σε λεπτομέρεια και απαντούνται στην υπόθεση Μιχαηλίδης (ανωτέρω), στην οποία τέθηκαν κατά παρόμοιο τρόπο, όπως στην παρούσα υπόθεση, και για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης υιοθετούμε τα όσα λέχθηκαν σε εκείνη την υπόθεση.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη πρωτόδικη θέση ότι η τροποποίηση του Άρθρου 11.2 (στ) του Συντάγματος με το Ν 68(Ι)/2013 δεν επηρεάζει κεκτημένα δικαιώματα του εφεσείοντα. Επαναλαμβάνουμε, καταρχάς, ότι η διαδικασία αναφορικά με το πρώτο ΕΕΣ και το δεύτερο ΕΕΣ είναι διαφορετικές και ξεχωριστές διαδικασίες και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάστηκαν δυσμενώς δικαιώματα που ο εφεσείων είχε σε (υφιστάμενη) νομική διαδικασία. Μας υποδείχθηκε, από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους του εφεσείοντα, ότι το Άρθρο 10 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1 διαφέρει ουσιωδώς από το ανάλογο άρθρο του Ιρλανδικού Νόμου, στη βάση του οποίου εκδόθηκε η απόφαση Minister of Justice (ανωτέρω). Όμως θεωρούμε ότι η πρόνοια του Άρθρου 10(2) (γ) του Κεφ. 1 ότι όταν νόμος ακυρώνει οποιοδήποτε νομοθέτημα, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, δεν θα επηρεάζει μεταξύ άλλων, δικαιώματα κλπ., κατά την εκτίμηση μας αφορά σε δικαιώματα που υπάρχουν, σε υφιστάμενη διαδικασία. Στην προκείμενη περίπτωση όταν έγινε η 7η τροποποίηση του Συντάγματος η μόνη διαδικασία που ήταν υφιστάμενη ήταν εκείνη του πρώτου ΕΕΣ της 2.7.2013, η οποία δεν επηρεάστηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο από την τροποποίηση, εφόσον αποσύρθηκε, ενώ η διαδικασία του δεύτερου ΕΕΣ της 17.7.2013 δεν ήταν υφιστάμενη, εφόσον καταχωρήθηκε μετά την τροποποίηση. Επιπρόσθετα, όπως παρατηρήθηκε στην υπόθεση Μιχαηλίδης (ανωτέρω) ο Ν 68(Ι)/2013 δεν είναι καθαυτό ακυρωτικός νόμος, δεν ακύρωσε οτιδήποτε, ούτε και κατάργησε συνταγματικά ή άλλα δικαιώματα. Αντίθετα συμπλήρωσε ένα κενό που υπήρχε από το χρόνο της 5ης τροποποίησης του Συντάγματος ώστε η Κυπριακή Δημοκρατία να συμμορφωθεί πλήρως με τις υποχρεώσεις της ως Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Επομένως δεν τίθεται θέμα ακύρωσης νόμου που επηρέασε αρνητικά τα κεκτημένα δικαιώματα του εφεσείοντα. Ως προς τη φύση του δικαιώματος που διασφαλίζεται από το Άρθρο 10 του Κεφ. 1, αφήνουμε το ζήτημα ανοικτό, αν δηλαδή περιλαμβάνει και το «δικαίωμα» κάποιου να μην παραδοθεί στις Αρχές άλλου Κράτους Μέλους για να δικαστεί εκεί.

 

[*1996]Ο έκτος και τελευταίος λόγος έφεσης αφορά στο κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το εφαρμοστέο νομικό καθεστώς, στην περίπτωση του δεύτερου ΕΕΣ ήταν εκείνο της 17.7.2013, μετά δηλαδή την τροποποίηση που επέφερε ο Ν 68(Ι)/2013. Το επιχείρημα βασίζεται και πάλι στα κατ’ ισχυρισμό κεκτημένα δικαιώματα που είχε ο εφεσείων και τα οποία, σύμφωνα με το Άρθρο 10(2) (ε) του Κεφ. 1, δεν μπορούσαν να επηρεαστούν δυσμενώς, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ρητή αντίθετη πρόθεση εκφρασμένη στο Ν 68(Ι)/2013. Σύμφωνα με το Άρθρο 10(2) (ε) του Κεφ. 1, με την ακύρωση ενός νόμου δεν θα επηρεάζεται, μεταξύ άλλων, έρευνα, νομική διαδικασία ή θεραπεία σχετικά με οποιοδήποτε δικαίωμα κλπ. που θα υπήρχε αν δεν ψηφιζόταν ο ακυρωτικός νόμος. Σύμφωνα με την απόφαση Μιχαηλίδης (ανωτέρω) ο Ν 68(Ι)/2013 δεν είναι ακυρωτικός αλλά συμπληρωματικός προς κάλυψη κενού που υπήρχε, αλλά, εν πάση περιπτώσει, συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο εφεσείων στις 17.7.2013 δεν είχε οποιοδήποτε κεκτημένο δικαίωμα του που επηρεάστηκε δυσμενώς. Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι διαδικασίες των δύο ΕΕΣ ήταν ξεχωριστές και διαφορετικές και το οποιοδήποτε τυχόν δικαίωμα είχε ο εφεσείων αφορούσε στο πρώτο ΕΕΣ, το οποίο ανεκλήθη, και δεν αφορούσε στο δεύτερο ΕΕΣ, το οποίο ορθά κρίθηκε στη βάση του νέου νομικού καθεστώτος που ίσχυε από τις 17.7.2013, μετά δηλαδή την 7η τροποποίηση του Συντάγματος. Με την 7η τροποποίηση δεν επήλθε οποιαδήποτε αλλαγή ουσιαστικού δικαίου, με αναδρομική ισχύ, και επομένως δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό σ’ αυτή.

 

Με την ευκαιρία και της παρούσας υπόθεσης επιθυμούμε να επαναλάβουμε και τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Κυριάκου (ανωτέρω), ότι δηλαδή η πρόνοια του Άρθρου 24(2) του Νόμου, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο αποφαίνεται εντός 8 ημερών από την άσκηση της έφεσης, αν θεωρηθεί ότι ισχύει αυστηρά, είναι πιθανόν, σε κάποιες περιπτώσεις να οδηγήσει σε ανεπαρκή εξέταση των ζητημάτων που εγείρονται, με ενδεχόμενο πρόκλησης αδικίας. Δεν μας διαφεύγει ότι ο σύντομος χρόνος που καθορίζεται, οφείλεται στο ότι η διαδικασία αφορά σε εκτέλεση ΕΕΣ και όχι σε διάγνωση των ουσιαστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός κατηγορουμένου, υπόπτου ή καταδικασθέντος προσώπου. Όμως και η εκτέλεση ενός ΕΕΣ εμπερικλείει πολλές φορές περίπλοκα θέματα που χρήζουν ενδελεχούς μελέτης.

 

Για τους λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε, η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επιβεβαιώνεται και διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 29(1) του [*1997]Νόμου, το αργότερον εντός 10 ημερών από σήμερα.

 

Ο εφεσείων στο μεταξύ να παραμείνει υπό κράτηση.

 

Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο