FBME Card Services Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 2044

(2013) 1 ΑΑΔ 2044

[*2044]2 Οκτωβρίου, 2013

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ FBME CARD SERVICES LTD ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 27/08/2013 ΠΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΣΑΝ ΑΠΟΛΥΤΑ

ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 17/09/2013 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΡΙΘΜΟ 495/2013,

 

ΚΑΙ

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

FBME CARD SERVICES LTD,

 

KAI

 

1. EPS ELECTRONIC PAYMENT SERVICES LTD,

2. APRONOR LIMITED,

3. AGYMELO LIMITED,

4. KROTHON LIMITED,

5. MEROTUS LTD,

6. VIPROLA LTD,

7. CORORUS LTD,

8. ANTΩΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 180/13)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Απορρίφθηκε αίτηση για παραχώρηση άδειας προς καταχώρηση αίτηση Certiorari, παρά την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης ― Υπήρχαν εναλλακτικά ένδικα μέσα ενώ[*2045]πιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τα οποία οι αιτητές είχαν ήδη προωθήσει.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Δεν συνιστά υποκατάστατο του ενδίκου μέσου της έφεσης, ούτε στοχεύει στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης αλλά στη νομιμότητα της απόφασης ― Το Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει θετικά τη διακριτική του ευχέρεια για χορήγηση άδειας της εξεταζόμενης φύσεως όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται από το τηρηθέν πρακτικό του Δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εμποδίζεται, όταν διαπιστώσει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, να χορηγήσει άδεια της εξεταζόμενης φύσεως, έστω και αν υπάρχουν διαθέσιμα άλλα ένδικα μέσα.

 

Η αιτήτρια επιδίωξε την παραχώρηση άδειας για έκδοση εντάλματος της φύσεως Certiorari που θα στόχευε στην ακύρωση προσωρινού διατάγματος που εκδόθηκε εναντίον της από Επαρχιακό Δικαστήριο υποστηρίζοντας ότι υπερέβη τα ακραία όρια της εξουσίας του και παρέβη τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης.

 

Με βάση τα εκτεθέντα γεγονότα η αιτήτρια, εταιρεία προχώρησε σε τερματισμό συμφωνίας εμπορικής συνεργασίας που είχε συνάψει με άλλη εταιρεία.

 

Έξι περίπου μήνες μετά τον τερματισμό, η αιτήτρια καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή με την οποία αξίωνε εναντίον όλων των καθ’ ων η αίτηση απόφαση για κατακράτηση ποσών και, περαιτέρω, αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης, απάτη και ζημιά που υπέστη.

 

Με την επίδοση της αγωγής οι καθ’ ων η αίτηση 1, 7 και 8 καταχώρησαν εμφάνιση μέσω διαφορετικών δικηγόρων.

 

Στις 23.8.13 οι δικηγόροι των καθ’ ων η αίτηση 2, 3 και 4, κατέθεσαν στο Δικαστήριο μονομερή αίτηση εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση αρ. 1-7, με την οποία αξίωναν την έκδοση τεσσάρων ενδιάμεσων διαταγμάτων. Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του καθ’ ου η αίτηση αρ. 8, στην οποία δήλωνε (γενικά) ότι ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση.

 

[*2046]Το θέμα της εκπροσώπησης των αιτητών από τους ως άνω δικηγόρους, φαίνεται να απασχόλησε τον επί καθήκοντι δικαστή όταν η αίτηση τέθηκε ενώπιον του.

 

Σχετικό είναι το πρακτικό που τηρήθηκε, με τον δικηγόρο που εμφανίσθηκε προς υποστήριξη της αίτησης να διαβεβαιώνει ότι ναι μεν το γραφείο τους δεν εκπροσωπούσε όλους τους αιτητές, αλλά όλοι τους είχαν εξουσιοδοτήσει να ετοιμάσουν «… και εκ μέρους τους τα αιτητικά για την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων», κάτι που διαβεβαίωσε και ο καθ’ ου η αίτηση σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση της ίδιας ημερομηνίας. Κατ’ ακολουθία τούτων το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε έκδοση εναντίον της αιτήτριας δύο ενδιάμεσων διαταγμάτων.

 

Τρεις δε ημέρες μετά, κατατέθηκε στο Δικαστήριο και έγγραφο με το οποίο, παρουσιάζονταν οι καθ’ ων η αίτηση 2, 3 και 4 να εξουσιοδοτούν τους πιο πάνω δικηγόρους να τους αντιπροσωπεύσουν στη διαδικασία για έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων.

 

Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση της αιτήτριας, πλην όμως το Δικαστήριο οριστικοποίησε το διάταγμα με ενδιάμεση απόφαση του.

 

Και αυτό, παρόλο που στο μεταξύ, οι δικηγόροι των καθ’ ων η αίτηση 2, 3 και 4 καταχώρησαν αίτηση η οποία εκκρεμούσε για ακύρωση του (προς όφελος τους) διατάγματος, στη βάση ότι οι πελάτες τους δεν είχαν εξουσιοδοτήσει τους εν λόγω δικηγόρους να τους εκπροσωπήσουν στη σχετική διαδικασία.

 

Η αίτηση για άδεια στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη τα ακραία όρια της εξουσίας του και παρέβη τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης τελώντας υπό καθεστώς νομικής πλάνης» καθότι:-

 

αα)   Αποδέχτηκε ότι υπήρχε γραπτή εξουσιοδότηση των καθ’ ων η αίτηση 2-6 προς τους ως άνω ρηθέντες δικηγόρους για προώθηση διαδικασίας για έκδοση του προσωρινού διατάγματος, την στιγμή που όταν εξέδιδε το διάταγμα, γνώριζε ότι οι καθ’ ων η αίτηση 2, 3 και 4 εκπροσωπούνταν από άλλους  δικηγόρους  και οι καθ’ ων η αίτηση 5 και 6, δεν εκπροσωπούνταν από κανένα δικηγόρο.

 

αβ)               Οριστικοποίησε το επίδικο διάταγμα χωρίς να απαιτήσει την ανάληψη προσωπικής εγγύησης από τους αιτητές και αντ’ αυτής επέτρεψε σε τρίτο πρόσωπο – τον διευθυντή της καθ’ ης η αίτηση αρ. 1 Χ. [*2047]Παπαδόπουλο – να αναλάβει αυτό την υποχρέωση εκ μέρους τους.

 

αγ)   Έκρινε ότι οι καθ’ ων η αίτηση 1-7 δικαιούνταν να ζητήσουν παρεμπίπτον διάταγμα πριν την καταχώρηση ανταπαίτησης, χωρίς να έχει ενώπιον του μαρτυρία ότι η αιτούμενη θεραπεία πήγαζε από την αγωγή της αιτήτριας και συνδεόταν με το αγώγιμο δικαίωμα της.

 

αδ) Οριστικοποίησε το διάταγμα, ενώ εκκρεμούσε η αίτηση των καθ’ ων η αίτηση 2, 3 και 4 για ακύρωση του  λόγω του ότι εκπροσωπήθηκαν στην διαδικασία χωρίς την εξουσιοδότηση τους.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Υπήρχαν στοιχεία που κατεδείκνυαν συζητήσιμη υπόθεση κατά την έκταση που αφορούσε στην κατ’ ισχυρισμό έλλειψη εξουσιοδότησης εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση 2, 3 και 4 προς τους ρηθέντες δικηγόρους καθώς επίσης και σ’ ότι σχετιζόταν με την δοθείσα από τρίτο πρόσωπο προσωπική εγγύηση.

 

2.  Ωστόσο, από τη στιγμή που οι καθ’ ων η αίτηση αρ. 2, 3 και 4 είχαν προωθήσει αίτηση για ακύρωση του προσωρινού διατάγματος και η αίτηση αυτή εκκρεμούσε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν υπήρχαν περιθώρια για χορήγηση της αιτούμενης άδειας στη βάση του λόγου αυτού.

 

3.  Σ’ ότι δε αφορούσε το θέμα της εγγύησης, η οποία κατ’ ισχυρισμό δεν δόθηκε προσωπικά από οιονδήποτε των καθ’ ων η αίτηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε στην ενδιάμεση του απόφαση ότι θα πρέπει να υπογραφεί τέτοια εγγύηση και στην περίπτωση που δεν γινόταν κάτι τέτοιο, εναπόκειτο στην αιτήτρια να εγείρει το θέμα με το κατάλληλο δικονομικό διάβημα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και όχι με το εξαιρετικό μέτρο της έκδοσης προνομιακού εντάλματος.

 

4.  Σε σχέση με τους άλλους λόγους, ήταν προφανές αυτοί θα μπορούσαν να προωθηθούν με έφεση.

 

5.  Δεν συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις και σε σχέση με τις συνέπειες που επέφερε το προσβαλλόμενο διάταγμα στην αιτήτρια.

 

6.  Δεν δικαιολογείτο η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

[*2048]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Evand Promotions Ltd κ.ά. v. Rutman (1997) 1(Γ) A.A.Δ. 1787,

 

Risbjery Shipping Ltd v. Του πλοίου “Lara Diana” (1990) 1 A.A.Δ. 634,

 

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (Αρ. 2) (2005) 1 Α.Α.Δ. 1178,

 

Zhigachov κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 133,

 

Εrin Resources SA (2013) 1 A.A. 391,

 

Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438,

 

Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853,

 

Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,

 

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42,

 

Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 A.Α.Δ. 464,

 

Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116,

 

Κωνσταντινίδης (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1298,

 

Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

 

Fastact Developments Ltd ν. Eva Investments Ltd (2004) 1(Γ) A.A.Δ. 1535.

 

Αίτηση.

 

Οικονόμου (κα) με Α. Τρυφωνίδου (κα) για κ. Γ. Ζ. Γεωργίου, για την Αιτήτρια.

Cur. adv. vult.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: H αίτηση της αιτήτριας για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari στοχεύει σε ακύρωση προσωρινού διατάγματος που εκδόθηκε εναντίον της από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στη βάση ότι το Δικαστήριο “… υπερέβηκε τα ακραία όρια της εξουσίας του και παρέβη τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης …” για τέσσερις λόγους, στους οποίους θα γίνει αναφορά αφού πρώτα σκιαγραφη[*2049]θεί το πραγματικό πλαίσιο της υπόθεσης. Έχει ως ακολούθως:

 

Η αιτήτρια, μέλος του ομίλου εταιρειών της Federal Bank of Middle East (FBME), δραστηριοποιείται στον τομέα της έκδοσης και επεξεργασίας καρτών ηλεκτρονικού εμπορίου και για σκοπούς ανάπτυξης του κύκλου εργασιών της συνήψε γραπτή συμφωνία με την Εταιρεία EPS Electronic Payment Services Ltd (στο εξής η καθ’ ης η αίτηση αρ. 1), η οποία ανέλαβε να της προτείνει και της πρότεινε ως πελάτες τις εταιρείες Apronor Ltd, Agymelo Ltd, Krothon Ltd, Merotus Ltd, Viprola Ltd, Cororus Ltd (στο εξής οι καθ’ ων η αίτηση 2-7 αντίστοιχα).

 

Η συνεργασία των πιο πάνω δεν έμελλε να προχωρήσει απρόσκοπτα και στις 14.6.12 η αιτήτρια προχώρησε σε τερματισμό της συμφωνίας που είχε συνάψει με την καθ’ ης η αίτηση αρ. 1, αποδίδοντας στις καθ’ ων η αίτηση αρ. 2-7, όπως και στην ίδια και στον διευθυντή της καθ’ ου η αίτηση αρ. 8, παραβιάσεις ουσιωδών όρων των μεταξύ τους συμφωνιών. Παράλληλα (η αιτήτρια) ενημέρωσε τους καθ’ ων η αίτηση ότι ενεργοποιούσε όρο των μεταξύ τους συμφωνιών για κατακράτηση των ποσών που είχαν σε λογαριασμούς της FBME μέχρι την αποκρυστάλλωση των ζημιών, που κατ’ ισχυρισμό υπέστη ως αποτέλεσμα της ανάκλησης της άδειας που της είχε παραχωρήσει το σύστημα πληρωμών VISA EUROPE, και αυτό λόγω των (κατ’ ισχυρισμόν) αντισυμβατικών και παράνομων πράξεων όλων των καθ’ ων η αίτηση.

 

Έξι περίπου μήνες μετά τον προαναφερθέντα τερματισμό, στις 18.1.13, η αιτήτρια καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή επί γενικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος – την υπ’ αρ. 495/13 – με την οποία αξίωνε εναντίον όλων των καθ’ ων η αίτηση απόφαση για κατακράτηση των προαναφερθέντων ποσών και, περαιτέρω, αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης, απάτη και ζημιά που υπέστη.

 

Με την επίδοση της αγωγής οι καθ’ ων η αίτηση 1, 7 και 8 καταχώρησαν εμφάνιση μέσω των δικηγόρων Ιωαννίδης, Δημητρίου ΔΕΠΕ, οι καθ’ ων η αίτηση 2, 3 και 4 μέσω των δικηγόρων Μιχαλάκη Κυπριανού & Σία ΔΕΠΕ και οι καθ’ ων η αίτηση 5 και 6 μέσω των δικηγόρων Τορναρίτης & Σία ΔΕΠΕ. Οι τελευταίοι, όμως, παραιτήθηκαν στις 12.7.13 και στη θέση τους οι καθ’ ων η αίτηση 5 και 6 διόρισαν τους δικηγόρους Ιωαννίδη, Δημητρίου ΔΕΠΕ, οι οποίοι καταχώρησαν εκ μέρους τους σημείωμα εμφάνισης στις 12.9.13.

[*2050]Στις 23.8.13 οι δικηγόροι Ιωαννίδης, Δημητρίου ΔΕΠΕ, κατέθεσαν στο Δικαστήριο μονομερή αίτηση εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση αρ. 1-7, με την οποία αξίωναν την έκδοση τεσσάρων ενδιάμεσων διαταγμάτων. Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του καθ’ ου η αίτηση αρ. 8, στην οποία δήλωνε (γενικά) ότι ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση.

 

Το θέμα της εκπροσώπησης των αιτητών από τους δικηγόρους Ιωαννίδη, Δημητρίου ΔΕΠΕ, φαίνεται να απασχόλησε τον επί καθήκοντι δικαστή όταν η αίτηση τέθηκε ενώπιον του στις 26.8.13. Σχετικό είναι το πρακτικό που τηρήθηκε, με τον δικηγόρο που εμφανίσθηκε προς υποστήριξη της αίτησης (τον κ. Φρακάλα) να διαβεβαιώνει ότι ναι μεν το γραφείο τους δεν εκπροσωπούσε όλους τους αιτητές, αλλά όλοι τούς είχαν εξουσιοδοτήσει να ετοιμάσουν «… και εκ μέρους τους τα αιτητικά για την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων», κάτι που διαβεβαίωσε και ο καθ’ ου η αίτηση σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση της ίδιας ημερομηνίας.  Κατ’ ακολουθία τούτων το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στις 27.8.13 σε έκδοση εναντίον της αιτήτριας δύο ενδιάμεσων διαταγμάτων, με τα οποία αφενός εμποδιζόταν να αποξενώσει ή διαθέσει χρήματα που ανήκαν στους καθ’ ων η αίτηση και τα οποία επεδίωκε να κατακρατήσει με την αγωγή της και, αφετέρου, να αποκαλύψει τους λογαριασμούς όπου ήταν κατατεθειμένα τα χρήματα που κατακρατούνταν. Τρεις δε ημέρες μετά, στις 30.8.13, κατατέθηκε στο Δικαστήριο και έγγραφο με το οποίο, μέσω κάποιας Easypay Solutions, παρουσιάζονται οι καθ’ ων η αίτηση 2, 3 και 4 να εξουσιοδοτούν τους πιο πάνω δικηγόρους να τους αντιπροσωπεύσουν στη διαδικασία για έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων.

 

Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση της αιτήτριας, πλην όμως  το Δικαστήριο οριστικοποίησε το διάταγμα με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 17.9.13. Και αυτό, παρόλο που στο μεταξύ, στις 6.9.13, οι δικηγόροι των καθ’ ων η αίτηση 2, 3 και 4 καταχώρησαν αίτηση για ακύρωση τού (προς όφελος τους) διατάγματος, στη βάση ότι οι πελάτες τους δεν είχαν εξουσιοδοτήσει τους δικηγόρους Ιωαννίδη, Δημητρίου ΔΕΠΕ να τους εκπροσωπήσουν στη σχετική διαδικασία. Η αίτηση αυτή είναι ορισμένη για μνεία στις 22.10.13 και, όπως προκύπτει από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου, το ζήτημα της εκπροσώπησης θεωρείται από την αιτήτρια μείζονος σημασίας, αφού αποτελεί και τον πρώτο από τους τέσσερις λόγους για την χορήγηση της αιτούμενης άδειας. Συγκεκριμένα, όπως προβάλλει στην αίτηση της, το πρωτόδικο Δικαστήριο «… υπερέβηκε τα ακραία όρια της εξουσίας του και παρέβη τους κανόνες [*2051]φυσικής δικαιοσύνης τελώντας υπό καθεστώς νομικής πλάνης» καθότι:-

 

1.   Αποδέκτηκε ότι υπήρχε γραπτή εξουσιοδότηση των καθ’ ων η αίτηση 2-6 προς τους δικηγόρους Ιωαννίδη, Δημητρίου ΔΕΠΕ για προώθηση διαδικασίας για έκδοση του προσωρινού διατάγματος, την στιγμή που όταν έκδιδε το διάταγμα, στις 27.8.13, γνώριζε ότι οι καθ’ ων η αίτηση 2, 3 και 4 εκπροσωπούνταν από τους δικηγόρους Μ. Κυπριανού και Σία ΔΕΠΕ και οι καθ’ ων η αίτηση 5 και 6 (τότε), δεν εκπροσωπούνταν από κανένα δικηγόρο.

 

2.   Οριστικοποίησε το επίδικο διάταγμα χωρίς να απαιτήσει την ανάληψη προσωπικής εγγύησης από τους αιτητές, όπως απαιτείται από το Άρθρο 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, και αντ’ αυτής επέτρεψε σε τρίτο πρόσωπο – τον διευθυντή της καθ’ ης η αίτηση αρ. 1 Χ. Παπαδόπουλο – να αναλάβει αυτό την υποχρέωση εκ μέρους τους.

 

3.   Έκρινε ότι οι καθ’ ων η αίτηση 1-7 δικαιούνταν να ζητήσουν παρεμπίπτον διάταγμα πριν την καταχώρηση ανταπαίτησης, χωρίς να έχει ενώπιον του μαρτυρία ότι η αιτούμενη θεραπεία πήγαζε από την αγωγή της αιτήτριας και συνδεόταν με το αγώγιμο δικαίωμα της και

 

4.   Οριστικοποίησε το διάταγμα, ενώ εκκρεμούσε η αίτηση των καθ’ ων η αίτηση 2, 3 και 4 για ακύρωση του  λόγω του ότι εκπροσωπήθηκαν στην διαδικασία χωρίς την εξουσιοδότηση τους.

 

Οι πιο πάνω λόγοι προωθήθηκαν από τους ευπαίδευτους συνηγόρους της αιτήτριας με εκτεταμένη γραπτή αγόρευση, στην οποία ουσιαστικά υπενθυμίζουν τις νομικές αρχές στη βάση των οποίων το Ανώτατο Δικαστήριο ασκεί την διακριτική του ευχέρεια για χορήγηση άδειας της αιτούμενης φύσεως και, περαιτέρω, διατυπώνουν νομικά επιχειρήματα για τεκμηρίωση ενός εκάστου από τους προαναφερθέντες λόγους. Ειδικά, σ’ ότι αφορά:-

 

1.   Τον πρώτο λόγο, παρέπεμψαν στις πρόνοιες της Δ.3 και στις υποθέσεις Evand Promotions Ltd κ.ά. v. Rutman (1997) 1(Γ) A.A.Δ. 1787, Lady de la Pole v. Dick [1885] 29 και Risbjery Shipping Ltd v. Του πλοίου “Lara Diana” (1990) 1 A.A.Δ. 634, καθώς επίσης και στις Δ.16 θ.11 και Δ.9 θ.9(2) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, προκειμένου να προωθήσουν τη θέση ότι πριν την καταχώρηση Ει[*2052]δοποίησης Αλλαγής Δικηγόρου για τις καθ’ ων η αίτηση 5 και 6, οι δικηγόροι Ιωαννίδης, Δημητρίου ΔΕΠΕ δεν νομιμοποιούνταν σε εκπροσώπηση των εν λόγω εταιρειών, όπως αποδεδειγμένα δεν είχαν καμιά εξουσιοδότηση να εκπροσωπούν και τις καθ’ ων η αίτηση 2, 3 και 4 οι οποίες, όπως δηλώθηκε και από το δικηγόρο τους κατά την εμφάνιση του στο Δικαστήριο στις 30.8.13, ούτε καν γνώριζαν ότι κατεχωρήθη τέτοια αίτηση,

 

2.   Τον δεύτερο λόγο, επικαλέστηκαν τις πρόνοιες του Άρθρου 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου σύμφωνα με τις οποίες πριν την έκδοση ενός ενδιάμεσου διατάγματος, το δικαστήριο πρέπει να απαιτεί από το πρόσωπο που ζητά το διάταγμα να αναλάβει προσωπική ευθύνη, καθώς επίσης και την υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (Αρ. 2) (2005) 1 Α.Α.Δ. 1178,

 

3.   Τρίτον λόγο, ναι μεν αναγνώρισαν ότι με την τροποποίηση του Άρθρου 32(1) του Ν. 14/1960 με τον Ν. 17(1)/2004 έχει και ο εναγόμενος δικαίωμα να ζητά παρεμπίπτον διάταγμα, αλλά με αναφορά στις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου καθώς επίσης και στην υπόθεση Zhigachov κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 133,  επεσήμαναν ότι η άσκηση του δικαιώματος αυτού προϋποθέτει  την ύπαρξη ανταπαίτησης η οποία να πηγάζει από την αγωγή του ενάγοντα και να συνδέεται με το αγώγιμο δικαίωμα του και ενόψει του ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν ικανοποίησαν τις εν λόγω προϋποθέσεις, το Δικαστήριο έκδηλα, εκδίδοντας το επίδικο διάταγμα, τελούσε υπό καθεστώς νομικής πλάνης και τέλος,

 

4.   Σ’ ότι αφορά τον τέταρτο λόγο, υποστήριξαν ότι εκκρεμούσης της αίτησης των καθ’ ων η αίτηση 2, 3 και 4 για ακύρωση του διατάγματος που εκδόθηκε χωρίς την εξουσιοδότηση τους, το Δικαστήριο δεν έπρεπε να οριστικοποιήσει το διάταγμα καθότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε συγκρουόμενα ή/και αντιφατικά διατάγματα. Παρέπεμψαν σχετικά στην υπόθεση Erin Resources SA (2013) 1 Α.Α.Δ. 391.

 

Μελέτησα την υπό κρίση αίτηση και όσα ανέπτυξαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας στην αγόρευση τους και προτού ασκήσω την διακριτική ευχέρεια που έχει το Δικαστήριο επί του θέματος θα ’ταν χρήσιμο να υπενθυμίσω σε συντομία της βασικές αρχές που διέπουν ζητήματα της εξεταζόμενης φύσης.

 

Έχουν ως ακολούθως:-

 

[*2053]Η παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari ή Prohibition – όπως και η έκδοση τέτοιων ενταλμάτων – εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. (Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438) η οποία, όταν προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και ειδικά έφεση, πολύ σπάνια και σε εξαιρετικές περιπτώσεις ασκείται θετικά. (Βλ. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853). Ακόμα και αν ο αιτητής ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση (Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41). Κι αυτό καθότι η διαδικασία έκδοσης προνομιακού εντάλματος δεν συνιστά υποκατάστατο του ενδίκου μέσου της έφεσης (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42 και Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 A.Α.Δ. 464), ούτε στοχεύει στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης αλλά στη νομιμότητα της απόφασης (Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116). Γενικά, θα μπορούσε να λεχθεί ότι το δικαστήριο μπορεί να ασκήσει θετικά τη διακριτική του ευχέρεια για χορήγηση άδειας της εξεταζόμενης φύσεως όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται από το τηρηθέν πρακτικό του (πρωτόδικου) δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Κωνσταντινίδης (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1298, Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692).

 

Έχοντας υπόψη τις προαναφερθείσες νομικές αρχές εξέτασα ως πρώτο ζήτημα κατά πόσο τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από την αιτήτρια καταδεικνύουν συζητήσιμη υπόθεση. Η απάντηση κατά την άποψή μου είναι θετική, στο βαθμό όμως και κατά την έκταση που αφορά την κατ’ ισχυρισμό έλλειψη εξουσιοδότησης εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση 2, 3 και 4 προς τους δικηγόρους Ιωαννίδη, Δημητρίου ΔΕΠΕ, καθώς επίσης και σ’ ότι αφορά τον δεύτερο λόγο που σχετίζεται με την δοθείσα από τρίτο πρόσωπο προσωπική εγγύηση. Ωστόσο, έχω την άποψη ότι από τη στιγμή που οι καθ’ ων η αίτηση αρ. 2, 3 και 4 καταχώρισαν αίτηση για ακύρωση του προσωρινού διατάγματος – σ’ ότι βεβαίως τους αφορά – και η αίτηση αυτή εκκρεμεί ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν υπάρχουν περιθώρια για χορήγηση της αιτούμενης άδειας στη βάση του λόγου αυτού. Σ’ ότι δε αφορά το θέμα της εγγύησης, η οποία κατ’ ισχυρισμό δεν δόθηκε προσωπικά από οιονδήποτε των καθ’ ων η αίτηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε στην ενδιάμεση του απόφαση ότι θα πρέπει να υπογραφεί τέτοια εγγύηση και στην περίπτωση που δεν έγινε κάτι τέτοιο, εναπόκειται στην αιτήτρια να εγείρει το θέμα με το κατάλληλο δικονομικό διάβημα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και όχι με το εξαιρετικό μέτρο της έκδοσης προνομιακού [*2054]εντάλματος. Τέλος, σε σχέση με τους άλλους λόγους, είναι προφανές κατά την άποψή μου ότι αυτοί θα μπορούσαν να προωθηθούν με έφεση, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζω ότι με βάση τις πάγιες αρχές της νομολογίας (βλ. μεταξύ άλλων Κωνσταντινίδης (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1298 και Fastact Developments Ltd ν. Eva Investments Ltd (2004) 1(Γ) A.A.Δ.1535) το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εμποδίζεται, όταν διαπιστώσει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, να χορηγήσει άδεια της εξεταζόμενης φύσεως, έστω και αν υπάρχουν διαθέσιμα άλλα ένδικα μέσα. Στην παρούσα όμως περίπτωση δεν βλέπω να συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις και το επιχείρημα που προβλήθηκε ότι οι εφέσεις δεν εκδικάζονται σύντομα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό καθότι, σε αντίθετη περίπτωση, το ένδικο μέσο της έφεσης θα υποκαθίστατο σε μεγάλο βαθμό από διαδικασίες της εξεταζόμενης φύσεως. Όπως, δεν βλέπω να συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις και σε σχέση με τις συνέπειες που επέφερε το προσβαλλόμενο διάταγμα στην αιτήτρια, την στιγμή που με αυτό ουσιαστικά εμποδίζεται να αποξενώσει ή διαθέσει χρήματα τα οποία διεκδικεί με την αγωγή της. Αναγνωρίζει, επομένως, την ανάγκη έκδοσης δικαστικής απόφασης σε σχέση με τις αξιώσεις που εγείρει για τα εν λόγω χρήματα και στη βάση αυτή δυσκολεύομαι να κατανοήσω πώς συμβιβάζεται η στάση της έναντι του προσβαλλόμενου διατάγματος, με τις διαβεβαιώσεις που έδωσε γραπτώς στις καθ’ ων η αίτηση (βλ. παρ. 18 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση της), ότι μέχρι αποπεράτωσης της αγωγής τα αμφισβητούμενα ποσά δεν θα μετακινούνταν από τους λογαριασμούς της FBME.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνω ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης δεν δικαιολογείται να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια για χορήγηση της αιτούμενης άδειας και η αίτηση απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο