Θεοδώρου Καλλισθένη Μάριου ν. Αριστοκλή Ανδρέα Νεοφύτου (2013) 1 ΑΑΔ 2139

(2013) 1 ΑΑΔ 2139

[*2139]15 Oκτωβρίου, 2013

 

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗ ΜΑΡΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

 

Εφεσείουσα - Αιτήτρια,

 

ν.

 

ΑΡΙΣΤΟΚΛΗ ΑΝΔΡΕΑ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου - Καθ’ ου η αίτηση.

 

(Έφεση Αρ. 4/2010)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Έφεση ― Καταχώριση έφεσης εναντίον αποφάσεως Οικογενειακού Δικαστηρίου στο Ανώτατο Δικαστήριο και όχι στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο ― Δεν ενεργοποιήθηκε η δικαιοδοσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου λόγω μη ύπαρξης έγκυρης έφεσης.

 

Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο ― Έφεση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου επί εντύπου το οποίο  καταχωρήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο ― Πρόκληση ακυρότητας.

 

Ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου ετέθη έφεση εναντίον απόφασης Οικογενειακού Δικαστηρίου σε αίτηση περιουσιακών διαφορών.

 

Πριν από την εξέταση των λόγων έφεσης εξετάστηκε η ένσταση που ηγέρθη από την πλευρά του εφεσίβλητου ως προς το παραδεκτό της έφεσης και αφορούσε σε μη συμμόρφωση της εφεσείουσας με τον περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του χρόνου των προφορικών αγορεύσεων και συνοπτική διαδικασία για την απόρριψη προδήλως αβάσιμων εφέσεων) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996, γεγονός που αποστερούσε  το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο από δικαιοδοσία να επιληφθεί της έφεσης.

 

Συγκεκριμένα, στην ειδοποίηση έφεσης 0.35, r. 3 η οποία κατα[*2140]χωρήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο (Forum J. 191G) δεν γινόταν αναφορά εις το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο κατά τρόπο ώστε να καθοριζόταν η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

 

Ζητήθηκε δε, η απόρριψη της έφεσης λόγω της μη συμμόρφωσης της εφεσείουσας με τον άνω Διαδικαστικό Κανονισμό.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Τα γεγονότα ήταν πανομοιότυπα με τα γεγονότα στη Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 200. Εκεί αποφασίστηκε ότι με το καταχωρηθέν έγγραφο που ονομάζεται «Ειδοποίηση Έφεσης» ουδέποτε είχε ενεργοποιηθεί η δικαιοδοσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου και η έφεση απερρίφθη.

 

2.  Το γεγονός ότι η Ειδοποίηση Εφέσεως καταχωρήθηκε στο κοινό Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου και με μονομερή πράξη και απόφαση του προσωπικού του Πρωτοκολλητείου, η οποία δεν είναι δικαστικής φύσεως, περιλήφθηκε στο μητρώο που τηρείται για εφέσεις ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, δεν αλλάζει καθόλου την κατάσταση, ούτε ενεργοποιεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού.

 

3.  Ακόμα και στην περίπτωση που ήταν δυνατό να λεχθεί ότι η τροποποίηση στη Διάταξη 64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, παρέχει στην εφεσείουσα τη δυνατότητα, με τη λήψη των αναγκαίων μέτρων ή και την υποβολή των αναγκαίων αιτήσεων ή εισηγήσεων να αποφύγει τις συνέπειες της παράλειψής της να επικαλεστεί την αρμοδιότητα του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, το θέμα δεν μπορούσε να εξεταστεί αυτεπάγγελτα.

 

4.  Η δικαιοδοσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου δεν ενεργοποιήθηκε και δεν υπήρχε έγκυρη έφεση.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 200,

 

Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1244.

 

[*2141]Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κωνσταντίνου, Δ.), (Αίτηση Αρ. 32/2004), ημερομ. 22/12/2009.

 

Ντ. Σαβεριάδης, για την Εφεσείουσα - Αιτήτρια.

 

Μ. Ιωάννου, για τον Εφεσίβλητο - Καθ’ ου η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Παρπαρίνο.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Οι διάδικοι τέλεσαν θρησκευτικό γάμο στις 14/6/98 και τον Φεβρουάριο 2004 επήλθε διάσταση στην έγγαμη σχέση τους. Ακολούθησε αίτηση της εφεσείουσας στο Οικογενειακό Δικαστήριο με αξίωση το ½ μερίδιο της ακίνητης περιουσίας ή ισάξιο ποσό που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου τους με δική της συνεισφορά και συμβολή και που είναι εγγεγραμμένο επ’ ονόματι του εφεσίβλητου. Περαιτέρω αξίωνε όλο τον οικιακό εξοπλισμό της οικίας τους, αξίωση η οποία απεσύρθη κατά την ακροαματική διαδικασία με αποτέλεσμα να παραμείνει προς εξέταση από το πρωτόδικο δικαστήριο μόνο η αξίωση για το ½ μερίδιο της οικίας στην οδό Καλοψίδας 38, Αγ. Φύλα Λεμεσός ή ισάξιο ποσό. Με απόφαση του 22/12/09 το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.

 

Η εφεσείουσα με τέσσερεις λόγους έφεσης προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση ως λανθασμένη.

 

Προτού όμως προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων έφεσης θεωρούμε σκόπιμο ν’ ασχοληθούμε με την ένσταση ως προς το παραδεκτό της έφεσης που ήγειρε ο εφεσίβλητος και αφορά ως διατείνεται σε μη συμμόρφωση της εφεσείουσας με τον περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του χρόνου των προφορικών αγορεύσεων και συνοπτική διαδικασία για την απόρριψη προδήλως αβάσιμων εφέσεων) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996, γεγονός που στερεί το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο από δικαιοδοσία να επιληφθεί της έφεσης.  Η ένσταση έχει ως ακολούθως:

 

«α ……………………………………………………………….

[*2142]β. ..……………………………………………………………….

 

γ. Εις την ειδοποίηση έφεσης 0.35, r. 3 η οποία κατεχωρήθη την 28.01.2010 εις το Ανώτατο Δικαστήριο (Forum J. 191G) δεν γίνεται αναφορά εις το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο κατά τρόπο ώστε να καθορίζεται η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.»

 

Ήταν εισήγηση του συνηγόρου του εφεσιβλήτου ότι η έφεση θα πρέπει ν’ απορριφθεί λόγω της μη συμμόρφωσης της εφεσείουσας με τον ανω Διαδικαστικό Κανονισμό.

 

Αντίθετα ο συνήγορος για την εφεσείουσα πρόβαλε ότι το θέμα ήταν καθαρά τυπικό και η άλλη πλευρά ουδεμία ζημιά υπέστη, αλλά δεν υπέβαλε οποιανδήποτε αίτηση τροποποίησης ή διόρθωσης παρατυπίας.

 

Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας για το θέμα αυτό και διαπιστώνουμε ότι τα γεγονότα είναι πανομοιότυπα με τα γεγονότα στη Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 200.  Εκεί, όπως και εδώ, χρησιμοποιήθηκε έντυπο ειδοποίησης εφέσεως ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ουδέποτε αντικαταστάθηκε. Η μόνη διαφορά που παρατηρείται είναι ότι στη Θεοδώρου «στο σημείο που αναφέρεται ποιο είναι το πρωτόδικο δικαστήριο του οποίου η απόφαση εφεσιβάλλεται, η λέξη «Επαρχιακό» αντικαταστάθηκε από το δικηγόρο της εφεσείουσας με τη λέξη «Οικογενειακό»» ενώ στην υπό εξέταση υπόθεση ανεγράφη «Κατ’ έφεση εις το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού στην Αίτηση Περιουσιακών Διαφορών αρ. 32/04»

 

Στη Θεοδώρου (άνω) αποφασίστηκε ότι με το καταχωρηθέν έγγραφο που ονομάζεται «Ειδοποίηση Έφεσης» ουδέποτε είχε ενεργοποιηθεί η δικαιοδοσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου και η έφεση απερρίφθη. Το Δικαστήριο προχώρησε περαιτέρω αναφέροντας τ’ ακόλουθα:

 

«…………………….Το γεγονός ότι η Ειδοποίηση Εφέσεως καταχωρήθηκε στο κοινό Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου και με μονομερή πράξη και απόφαση του προσωπικού του Πρωτοκολλητείου, η οποία δεν είναι δικαστικής φύσεως, περιλήφθηκε στο μητρώο που τηρείται για εφέσεις ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου αντι στο διαφορετικό μητρώο που τηρείται για εφέσεις πολιτικές ή ποινικές ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν αλλάζει καθόλου την [*2143]κατάσταση, ούτε ενεργοποιεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού. Με πρόσφατη τροποποίηση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας η οποία δημοσιεύτηκε στις 14/2/95, (Βλ. ο περί Πολιτικής Δικονομίας Τροποποιητικός Διαδικαστικός Κανονισμός του 1995) έχει επέλθει τροποποίηση της Διαταγής 64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας κατά τρόπο που επέρχεται φιλελευθεροποίηση στην αυστηρή συμμόρφωση προς τις πρόνοιες των θεσμών και άμβλυνση των συνεπειών από τυχόν πράξεις και παραλείψεις διαδίκων σε θέματα που αφορούν τον τύπο, τις προθεσμίες και άλλες πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Ακόμα και στην περίπτωση που είναι δυνατό να λεχθεί ότι η τροποποίηση αυτή παρέχει στην Εφεσείουσα τη δυνατότητα, με τη λήψη των αναγκαίων μέτρων ή και την υποβολή των αναγκαίων αιτήσεων ή εισηγήσεων να αποφύγει τις συνέπειες της παράλειψής της να επικαλεστεί την αρμοδιότητα του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, δεν προτιθέμεθα να εξετάσουμε το θέμα αυτεπάγγελτα….»

 

Στη Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1244, όπου τα γεγονότα ήταν πανομοιότυπα όπως η υπό εξέταση υπόθεση, υπεβλήθη αίτηση για τροποποίηση του τίτλου της Ειδοποίησης Έφεσης, έτσι ώστε να διαγραφεί η αναφορά «Εν των Ανωτάτω Δικαστηρίω» και να αντικατασταθεί με την αναφορά «Εν τω Δευτεροβάθμιω Οικογενειακώ Δικαστηρίω».

 

Η αίτηση απερρίφθη από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο το οποίο αποφάσισε ότι «θέμα παρατυπίας δεν εγείρεται και οι πρόνοιες της Δ.64, έστω και αν η υπό κρίση αίτηση βασιζόταν σ’ αυτή, δεν τυγχάνουν εφαρμογής….. Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού, με την καταχώρηση της Ειδοποίησης Έφεσης που αναφερόταν στο Ανώτατο Δικαστήριο, δεν ενεργοποιήθηκε.  Δεν υπάρχει έγκυρη έφεση».

 

Για τους ίδιους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ότι δεν έχουμε αρμοδιότητα να εξετάσουμε την ουσία της έφεσης και την οποία απορρίπτουμε.

 

Τα έξοδα να είναι σε βάρος της εφεσείουσας, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο