Makushin Victor (2013) 1 ΑΑΔ 2144

(2013) 1 ΑΑΔ 2144

[*2144]16 Οκτωβρίου, 2013

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,

ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ 97/70,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΙΣ 7/9/2011,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ VICTOR MAKUSHIN,

ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ

CERTIORARI.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 430/2011)

 

 

Φυγόδικοι ― Κατά πόσον θα έπρεπε να εκδικαστεί έφεση εναντίον   απόφασης έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με καταβληθείσα εγγύηση στο πλαίσιο αίτησης έκδοσης εκζητούμενου προσώπου, δεδομένου ότι η αιτήτρια χώρα απέσυρε το αίτημα της για έκδοση του εφεσίβλητου ― Απώλεια αντικειμένου έφεσης ― Αφορούσε διαταγή σε πρωτοβάθμια διαδικασία Certiorari για επιστροφή ποσού εγγύησης που κατέθεσε το εκζητούμενο πρόσωπο κατά τη διάρκεια εκκρεμοδικίας εναντίον του σε αίτηση έκδοσης που είχε απορριπτική κατάληξη ― Απόφανση πλειοψηφίας Εφετείου ότι η εξέταση της έφεσης, προϋπόθετε επαναβίωση ανύπαρκτης διαδικασίας έκδοσης ― Απόφανση μειοψηφίας περί ύπαρξης δημόσιου συμφέροντος από την εκδίκαση της.

 

Έφεση ― Απώλεια αντικειμένου ― Με βάση πάγια νομολογία, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εκδικάζει υποθέσεις που παραμένουν χωρίς αντικείμενο ― Μια έφεση (ή προσφυγή), κατά κανόνα δεν μπο[*2145]ρεί να προωθηθεί και διαγράφεται, αν μετά την καταχώρηση της και πριν την εκδίκαση της παραμείνει χωρίς αντικείμενο.

 

Κατάχρηση διαδικασίας ― Πολυσχιδής στις εκφάνσεις της ― Η επιδίωξη σκοπού που παραμένει άνευ αντικειμένου και η εμμονή σ’ αυτόν αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας ― Το Δικαστήριο έχει την εξουσία καταστολής τέτοιας κατάχρησης ως μέρος της αυτονομίας και αυτοτέλειας της Δικαστικής λειτουργίας.

 

Η έφεση που προωθήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στρεφόταν εναντίον απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αίτηση Certiorari η οποία εκδικάστηκε σε πρώτο βαθμό και με την οποία διατάχθηκε η επιστροφή στον εφεσίβλητο εγγύησης ύψους €200.000.

 

Με την ως άνω απόφαση, εκρίθη ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να παρατείνει την ισχύ της εγγύησης που είχε καταθέσει ο εφεσίβλητος κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας που αφορούσε αίτηση για έκδοση του στη Ρωσική Ομοσπονδία ως εκζητούμενου προσώπου.

 

Και τούτο επειδή, όπως έκρινε, το επιληφθέν της εκδόσεως Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν είχε εξουσία μετά την απορριπτική κατάληξη στην αίτηση έκδοσης να επιβάλει όρους στον φυγόδικο.

 

Ενώπιον του Εφετείου τέθηκε προς απάντηση πριν από την εκδίκαση της έφεσης, η εισήγηση του συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι η έφεση θα έπρεπε να απορριφθεί λόγω απώλειας του  αντικειμένου της, δεδομένου ότι η Ρωσική Ομοσπονδία είχε αποσύρει το αίτημα της για έκδοση του πελάτη του και, επομένως, η έφεση έπαυσε να έχει αντικείμενο. 

 

Πράγματι, όπως επιβεβαίωσε σε μεταγενέστερο στάδιο η συνήγορος του εφεσείοντα, ο Γενικός Εισαγγελέας της Ρωσικής Ομοσπονδίας απέσυρε το αίτημα για έκδοση του εφεσίβλητου και ενόψει τούτου η έφεση έπαυσε να έχει αντικείμενο. 

 

Παραταύτα, ήταν η θέση της ότι η έφεση θα έπρεπε να εκδικασθεί, αφού κανένας φυγόδικος δεν θα παραμένει στην Κύπρο για να αναμένει το αποτέλεσμα της έφεσης και ναι μεν η έφεση έπαυσε να έχει αντικείμενο, αλλά θα έπρεπε να εκδικαστεί για σκοπούς καθοδήγησης των πρωτόδικων Δικαστηρίων που ήδη δύο εξ αυτών με αποφάσεις τους, ακολούθησαν την προσβαλλόμενη απόφαση με αποτέλεσμα να καταστρατηγείται το δικαίωμα έφεσης.

[*2146]Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό Χριστοδούλου Δ., συμφωνούντων και των Παπαδοπούλου Δ., Ναθαναήλ Δ. και Παναγή Δ.:

 

1.  Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως επισημαίνεται από τη νομολογία, η συνέχιση της δίκης δεν εξυπηρετεί οποιοδήποτε σκοπό και για το λόγο αυτό η δίκη πρέπει να διακόπτεται καθότι τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, ούτε επιλύουν ακαδημαϊκά ζητήματα, ούτε και προχωρούν σε επίλυση διαφορών οι οποίες είτε έχουν εκλείψει, είτε λόγω μεταβολής των συνθηκών, η επίλυση τους δεν θα κατέληγε σε οποιοδήποτε πρακτικό αποτέλεσμα.

 

2.  Το Εφετείο ασχολείται μόνο με την ουσιαστική επίλυση διαφοράς μεταξύ των διαδίκων η οποία υφίσταται κατά την έκδοση της απόφασής του.

 

3.  Η επιδίωξη σκοπού που παραμένει άνευ αντικειμένου και η εμμονή σ’ αυτόν, όπως στην ουσία γίνεται εδώ, αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας.

 

4.  Ο έλεγχος της διαδικασίας επιβάλλει όπως διασφαλίζεται απρόσκοπτη δικονομική και ουσιαστική τάξη στην όλη διαδικασία με ενιαία προσέγγιση.

 

5.  Η κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου μπορεί να προσλάβει διάφορες μορφές και δεν υπάρχουν εκ προοιμίου συμπεριφορές που μπορούν να καταταχθούν ως καταχρηστικές. Το όλο ζήτημα εξετάζεται πάντοτε υπό το φως των συγκεκριμένων γεγονότων.

 

6.  Τέτοια ήταν και η παρούσα περίπτωση και με όσα τέθηκαν ενώπιον Εφετείου δεν παρεχόταν περιθώριο αποστασιοποίησης από την πάγια και διαχρονική επί του θέματος νομολογία. Κατά συνέπεια, η έφεση ήταν καταδικασμένη σε απόρριψη για το λόγο ότι έμεινε χωρίς αντικείμενο.

 

7.  Τοσούτο μάλλον που η εξέταση της έφεσης προϋποθέτει επαναβίωση ανύπαρκτης διαδικασίας έκδοσης, αφού η αιτήτρια χώρα απέσυρε το αίτημα για έκδοση του εφεσίβλητου, γεγονός  που διαφοροποιούσε πλήρως την παρούσα από την υπόθεση.

 

Β. Υπό Ερωτοκρίτου Δ.:

 

1.  Δεν υπήρχε διαφωνία ότι ο γενικός κανόνας, με βάση την πάγια [*2147]νομολογία είναι ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν δικάζει εφέσεις που παραμένουν χωρίς αντικείμενο, αλλά ο κάθε κανόνας έχει τις εξαιρέσεις του, ιδιαίτερα όταν η συνέχιση της δίκης εξυπηρετεί κάποιο σκοπό που έχει σχέση είτε με την υπόθεση, είτε με τα ευρύτερα συμφέροντα της δικαιοσύνης.

 

2.  Στην προκειμένη περίπτωση το αντικείμενο της έφεσης ήταν σοβαρό, λόγω της σημασίας του νομικού ζητήματος που εγειρόταν και των επιπτώσεων σε κάθε πρωτόδικη διαδικασία παρόμοιας φύσης.

 

3.  Επρόκειτο για θέμα δημόσιας τάξης. Μπορεί για σκοπούς της συγκεκριμένης υπόθεσης η εκδίκαση της έφεσης να ήταν ακαδημαϊκή, όμως το αποτέλεσμα σχετιζόταν άμεσα με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και με την καθοδήγηση που μπορούσε να δοθεί σε μελλοντικές υποθέσεις παρομοίου τύπου.

 

4.  Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που το Ανώτατο Δικαστήριο κατ’ εξαίρεση ασχολείται με θεωρητικά θέματα όταν κρίνει ότι εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Ένα παράδειγμα είναι η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαφειάδη (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2315.

 

5.  Η διαδικασία έκδοσης φυγόδικου είναι μια ειδική διαδικασία και το αντικείμενό της σχετίζεται, μεταξύ άλλων, με τις σχέσεις της Δημοκρατίας με άλλα ξένα κράτη τα οποία έχουν συμβληθεί με τη Δημοκρατία. Το θέμα της εγγύησης είναι ένα από τα σοβαρά θέματα που εγείρονται σε αρκετές υποθέσεις αυτής της φύσης και η νομολογία έχει ανάγκη από διασαφήνιση, ώστε το δίκαιο να αποκτήσει την απαιτούμενη βεβαιότητα. Γι’ αυτό επρόκειτο για ζήτημα δημόσιας τάξης.

 

6.  Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει της φύσης και σοβαρότητας των επιδίκων θεμάτων και των επιπτώσεων που ενδεχομένως να είχε η προσβαλλόμενη απόφαση σε μελλοντικές υποθέσεις που αφορούν στην έκδοση φυγοδίκων, η εφεσείουσα εδικαιούτο , έστω και κατ’ εξαίρεση, να εμμείνει στην εκδίκαση της έφεσης που είχε προ πολλού υποβάλει, παρά την εκ των υστέρων απόσυρση του αρχικού αιτήματος για έκδοση.

 

7.  Αν σε κάθε περίπτωση που το εκζητούμενο πρόσωπο εκδίδετο ή εγκατέλειπε την Κύπρο, η έφεση επί οποιουδήποτε διαδικαστικού ζητήματος δεν μπορούσε να ακουστεί, τότε το δίκαιο δεν θα εξελισσόταν  και θα παρέμενε στάσιμο.

 

Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

[*2148]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαφειάδη (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2315,

 

Διευθυντής Φυλακών ν. Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217,

 

Περέλλα (Νο. 2) (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1009,

 

Στράκκα Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643,

 

Ιωσηφίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490,

 

Tudor (2011) 1(Β) Α.Α.Δ 1176,

 

Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 2055,

 

Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 501,

 

Εμπεδοκλής (Αρ. 3) (2009) 1 Α.Α.Δ. 529,

 

Makushin (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ 1841,

 

Ρωσική Ομοσπονδία (Αρ. 2) (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 567.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τη Δημοκρατία εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Αίτηση Αρ. 113/2011), ημερομ. 20/10/2011.

 

Ε. Λοϊζίδου, για την Εφεσείουσα.

 

Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου, και με αυτή συμφωνούν εγώ, ο Στ. Ναθαναήλ, Δ. και η Π. Παναγή, Δ. Ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου, θα δώσει δική του διιστάμενη απόφαση.

 

[*2149]ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Μετά από αίτημα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, κατατέθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αίτηση για έκδοση του Victor Makushin στις Ρωσικές Αρχές, προκειμένου να δικαστεί για αδικήματα που του καταλόγιζαν.

 

Ο εκζητούμενος έφερε ένσταση στην αίτηση και το Δικαστήριο, για σκοπούς διασφάλισης της παρουσίας του κατά την ακρόαση της υπόθεσης, τον διέταξε να υπογράψει εγγύηση ύψους €200.000 με ένα αξιόχρεο εγγυητή, πράγμα που έγινε.

 

Με την αποπεράτωση της ακροαματικής διαδικασίας, στις 7.9.11, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση και στη βάση δήλωσης της εκπροσώπου της αιτήτριας χώρας ότι θα καταχωρούσε έφεση, αποφάσισε όπως η εγγύηση επιστραφεί στον εκζητούμενο εκτός και εάν καταχωρείτο έφεση εντός της προβλεπόμενης από το Νόμο προθεσμίας.

 

Ο εκζητούμενος θεώρησε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία δυνάμει του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου 97/1970 να παρατείνει την ισχύ της εγγύησης μετά την 7.9.11 και, στη βάση αυτή, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο και εξασφάλισε άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση διατάγματος της φύσεως Certiorari. Aκολούθως κατάθεσε την αίτηση διά κλήσεως με αρ. 113/2011, στην οποία εκδόθηκε απόφαση στις 20.10.11 και όπως  κρίθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να παρατείνει την ισχύ της εγγύησης μετά τις 7.9.11. Είναι εναντίον αυτής της απόφασης που ασκήθηκε η παρούσα έφεση με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση της, με λόγο έφεσης ότι:

 

“Το Ανώτατο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε να εκδώσει το διάταγμα της φύσεως Certiorari και να διατάξει την επιστροφή της εγγύησης του ποσού των €200.000 γιατί εσφαλμένα έκρινε ότι το επιληφθέν της εκδόσεως δικαστήριο δεν είχε εξουσία μετά την απόρριψη της αίτησης έκδοσης να επιβάλει όρους στον φυγόδικο.”

 

Όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης, οι εφεσείοντες καταχώρησαν το περίγραμμα αγόρευσης τους στις 28.3.12 και ο εφεσίβλητος στις 11.5.12.  Παρολ’ αυτά, η υπόθεση δεν οδηγήθηκε σε διευκρινίσεις για λόγους που δεν ενδιαφέρουν. Ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι ότι στις 12.3.2013, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου μας κάλεσε να απορρίψουμε την έφεση καθότι η Ρωσική Ομοσπονδία είχε αποσύρει το αίτημα της για έκδοση του πελάτη του και, επομένως, η έφεση έπαυσε να έχει αντικείμενο. Πράγμα[*2150]τι, όπως επιβεβαίωσε σε μεταγενέστερο στάδιο η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων, στις 25.3.2013 ο Γενικός Εισαγγελέας της Ρωσικής Ομοσπονδίας απέσυρε το αίτημα για έκδοση του εφεσιβλήτου και ενόψει τούτου η έφεση έπαυσε να έχει αντικείμενο.  Παρολ’ αυτά, είναι θέση της κ. Λοϊζίδου ότι η παρούσα έφεση πρέπει να εκδικασθεί καθότι η προσβαλλόμενη απόφαση καταστρατηγεί το δικαίωμα έφεσης, αφού κανένας φυγόδικος δεν θα παραμένει στην Κύπρο για να αναμένει το αποτέλεσμα της έφεσης και η φυγή του θα την καταστήσει χωρίς αντικείμενο. Μας παρέπεμψε σχετικά στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαφειάδη (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2315, όπου το Εφετείο αποδέχτηκε έφεση εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτημα για την παραπέρα κράτηση του καθ’ ου η αίτηση για σκοπούς έκδοσης του στις Ισπανικές Αρχές, παρόλο που ο φυγόδικος είχε φύγει από την Κύπρο και η φυγή του – όπως παρατήρησε το Εφετείο – είχε ως αποτέλεσμα να καταστήσει το περιεχόμενο της απόφασης του θεωρητικό. Μας παρέπεμψε, επίσης στις υποθέσεις Διευθυντής Φυλακών ν. Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 και Περέλλα (Νο.2) (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1009 για να εισηγηθεί ότι με την καταχώρηση της έφεσης αναβιώνεται η πρωτόδικη διαδικασία και ναι μεν η έφεση έπαυσε να έχει αντικείμενο, αλλά πρέπει να εκδικαστεί για σκοπούς καθοδήγησης των πρωτόδικων Δικαστηρίων που ήδη δύο εξ αυτών με αποφάσεις τους – τις οποίες και ανάφερε – ακολούθησαν την προσβαλλόμενη απόφαση με αποτέλεσμα να καταστρατηγείται το δικαίωμα έφεσης.

 

Εξετάσαμε τις εισηγήσεις της κ. Λοϊζίδου, η οποία αναγνωρίζει πως με βάση πάγια νομολογία το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εκδικάζει υποθέσεις που παραμένουν χωρίς αντικείμενο. Πράγματι έτσι έχει το ζήτημα και επαναβεβαιώνουμε την σχετική επί του θέματος νομολογία ότι μια έφεση (ή προσφυγή) κατά κανόνα δεν μπορεί να προωθηθεί και διαγράφεται, αν μετά την καταχώρηση της και πριν την εκδίκαση της παραμείνει χωρίς αντικείμενο (βλ. Στράκκα Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643, Ιωσηφίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490 και Tudor (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1176). Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως επισημαίνεται από τη νομολογία, η συνέχιση της δίκης δεν εξυπηρετεί οποιοδήποτε σκοπό και για το λόγο αυτό η δίκη πρέπει να διακόπτεται καθότι τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω. Παρατίθενται επί του  προκειμένου αυτούσια τα πιο κάτω αποσπάσματα από την υπόθεση Τudor (ανωτέρω) που ομιλούν αφ’ εαυτών:

 

“Τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, ούτε επιλύουν ακα[*2151]δημαϊκά ζητήματα, ούτε και προχωρούν σε επίλυση διαφορών οι οποίες είτε έχουν εκλείψει, είτε λόγω μεταβολής των συνθηκών, η επίλυση τους δεν θα κατέληγε σε οποιοδήποτε πρακτικό αποτέλεσμα. Στην υπόθεση Αναφορικά με την Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 2055, κρίθηκε ότι έφεση που είχε ασκηθεί εναντίον απόφασης με την οποία απερρίφθη ενδιάμεση αίτηση αναστολής της διαδικασίας διάλυσης της εταιρείας, παρέμεινε άνευ αντικειμένου εφόσον στην κυρίως αίτηση είχε στο μεταξύ εκδοθεί διάταγμα διάλυσης και εκκαθάρισης της εταιρείας, απόφαση που κατέστη τελεσίδικη εφόσον δεν ασκήθηκε έφεση εναντίον της. Όπως τέθηκε:

 

“Το θέμα καθίσταται ως εκ τούτου ακαδημαϊκό γιατί δεν θα έχει καμιά συνέπεια για τους διαδίκους. Το Εφετείο ασχολείται μόνο με την ουσιαστική επίλυση διαφοράς μεταξύ των διαδίκων η οποία υφίσταται κατά την έκδοση της απόφασής του.”

 

 …………………………………………………………………

 

Η επιδίωξη λοιπόν σκοπού που παραμένει άνευ αντικειμένου και η εμμονή σ’ αυτόν, όπως στην ουσία γίνεται εδώ, αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας. Η κατάχρηση διαδικασίας είναι πολυσχιδής στις εκφάνσεις της, το δε Δικαστήριο έχει την εξουσία καταστολής τέτοιας κατάχρησης ως μέρος της αυτονομίας και αυτοτέλειας της Δικαστικής λειτουργίας. (Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, 170 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 501, σελ. 531). Στην Εμπεδοκλής (Αρ. 3) (2009) 1 Α.Α.Δ. 529, λέχθηκε στις σελ. 547-548:

 

“Ο έλεγχος της διαδικασίας επιβάλλει όπως διασφαλίζεται απρόσκοπτη δικονομική και ουσιαστική τάξη στην όλη διαδικασία με ενιαία προσέγγιση. Η κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου μπορεί να προσλάβει διάφορες μορφές και δεν υπάρχουν εκ προοιμίου συμπεριφορές που μπορούν να καταταχθούν ως καταχρηστικές. Το όλο ζήτημα εξετάζεται πάντοτε υπό το φως των συγκεκριμένων γεγονότων.” (δέστε Ηλία (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 786 και Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζενάρο Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217).»

 

Τέτοια είναι και η παρούσα περίπτωση και με όσα τέθηκαν ενώπιον μας από την κα Λοϊζίδου δεν παρέχεται περιθώριο αποστασιοποίησης από την πάγια και διαχρονική επί του θέματος νομολογία και, κατά συνέπεια, η έφεση είναι καταδικασμένη σε απόρ[*2152]ριψη για το λόγο ότι έμεινε χωρίς αντικείμενο. Τοσούτο μάλλον που η εξέταση της έφεσης προϋποθέτει επαναβίωση ανύπαρκτης διαδικασίας έκδοσης, αφού η αιτήτρια χώρα απέσυρε το αίτημα για έκδοση του εφεσίβλητου, γεγονός που διαφοροποιεί πλήρως την παρούσα από την υπόθεση Βαφειάδης (ανωτέρω).

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα, και αυτό στη βάση δήλωσης του κ. Πουργουρίδη ότι παραιτείται της αξίωσης για έξοδα.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Στο κατώτερο Δικαστήριο (Επαρχιακό Δικαστήριο), καταχωρίστηκε αίτηση για έκδοση φυγοδίκων. Για να διασφαλιστεί η παρουσία του Εφεσίβλητου-Καθ’ ου η αίτηση στην πρωτόδικη διαδικασία, τέθηκαν όροι, μεταξύ αυτών και η υπογραφή εγγύησης €200.000 με ένα αξιόχρεο εγγυητή. Τελικά το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για έκδοση του φυγόδικου στη Ρωσική Ομοσπονδία. Αμέσως μετά ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής δήλωσε ότι προτίθετο να καταχωρήσει έφεση. Τότε το Δικαστήριο για να διασφαλίσει τη μελλοντική παρουσία του Εφεσιβλήτου, διέταξε όπως η εγγύηση επιστραφεί στον Εφεσίβλητο, εκτός εάν η Εφεσείουσα καταχωρήσει έφεση εντός της προβλεπόμενης ημερομηνίας.

 

Η Εφεσείουσα όντως καταχώρησε την Πολιτική Έφεση 370/11.  Όμως ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου μετά από άδεια καταχώρησε την Πολιτική Αίτηση 113/11, διεκδικώντας προνομιακό ένταλμα Certiorari για ακύρωση της διαταγής του Δικαστηρίου που διέτασσε την επιστροφή της εγγύησης «εκτός αν καταχωρηθεί έφεση εντός της προβλεπόμενης ημερομηνίας».

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση, με απόφαση ημερ. 20.10.2011 δέχθηκε την αίτηση και με ένταλμα Certiorari ακύρωσε τη διαταγή του κατώτερου Δικαστηρίου σχετικά με την εγγύηση, κρίνοντας ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα στο Επαρχιακό Δικαστήριο να διατάξει συνέχιση της ισχύος της εγγύησης. Πρόκειται για τη Makushin (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1841. Στην απόφασή του το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:-

 

«Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Διευθυντής Φυλακών ν. Τζεννάρο Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, περί τη διατήρηση σε ζωή, εφόσον ασκείται έφεση, της διαδικασίας με συνέπεια τη δυνατότητα παράτασης της κράτησης του φυγοδίκου μέχρι την εκδίκαση της έφεσης, και στην υπόθεση Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 814, 827, αφορούν πε[*2153]ριπτώσεις διαδικασίας habeas corpus, όπως προβλέπει το Άρθρο 10 του Ν. 97/70 και όχι τη διαδικασία του Άρθρου 9, όταν η αίτηση για έκδοση απορρίπτεται οπότε το Δικαστήριο με βάση ρητή νομοθετική πρόνοια (Άρθρο 9(5)(β) «........θέλει διατάξει όπως το εις ο αφορά η αίτησις εκδόσεως πρόσωπον αφεθή ελεύθερον». Εφόσον λοιπόν στην περίπτωση αυτή δεν έχει πρόνοια για συνέχιση της κράτησης μέχρι τη λήξη της προθεσμίας για καταχώρηση έφεσης, κατ’ αναλογία δεν υπάρχει εξουσία για διατήρηση σε ισχύ των όρων που είχε επιβάλει το πρωτόδικο Δικαστήριο για σκοπούς διασφάλισης της παρουσίας του αιτητή κατά την πρωτόδικη διαδικασία, η οποία τελικά έληξε υπέρ του αιτητή.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε εξουσία να παρατείνει την ισχύ της εγγύησης μετά την υπέρ του αιτητή αποπεράτωση της αίτησης φυγοδίκου και επομένως κρίνω ότι η παρούσα αίτηση επιτυγχάνει.»

 

Ως αποτέλεσμα, ο εκζητούμενος παρέμεινε ελεύθερος χωρίς περιοριστικό όρο. Η Εφεσείουσα στις 23.11.2011 καταχώρησε την παρούσα έφεση κατά της πιο πάνω διαταγής που αφορούσε στην εγγύηση.

 

Στο μεταξύ, εκδικάστηκε η έφεση που άσκησε η Εφεσείουσα (Ρωσική Ομοσπονδία (Αρ. 2) (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 567). To Εφετείο ανέτρεψε την απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου αναφορικά με τη μη έκδοση και διέταξε την έκδοση του Εφεσίβλητου στη Ρωσική Ομοσπονδία. Ο Εφεσίβλητος δεν ήταν παρών στη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου, εφόσον η ισχύς της εγγύησης του ακυρώθηκε με το ένταλμα Certiorari στην Πολιτική Αίτηση 113/11. Οι Κυπριακές Αρχές προσπάθησαν να τον εντοπίσουν μέσω του δικηγόρου του ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία έκδοσης του στη Ρωσία. Δεν τα κατάφεραν, γι’ αυτό και εξασφάλισαν ένταλμα σύλληψης εναντίον του. Ο Εφεσίβλητος απευθύνθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο και μετά από άδεια καταχώρησε την Πολιτική Αίτηση 43/12 για έκδοση εντάλματος Certiorari κατά του εντάλματος σύλληψης εναντίον του. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του απέρριψε την αίτηση θεωρώντας νόμιμη την έκδοση του εντάλματος σύλληψης. Ο Εφεσίβλητος εφεσίβαλε την πιο πάνω απόφαση (Πολ. Έφ. 202/12) την οποία όμως αργότερα απέσυρε. Όμως ουδέποτε εκτελέστηκε το ένταλμα σύλληψης εναντίον του, με αποτέλεσμα να μην εκδοθεί στη Ρωσική Ομοσπονδία.

 

Μια άλλη εξέλιξη είναι ότι στις 25.3.2013 ο Γενικός Εισαγγε[*2154]λέας της Ρωσικής Ομοσπονδίας τελικά απέσυρε την αρχική αίτηση για έκδοση.

 

Προτού αρχίσει η ακρόαση της έφεσης, ο συνήγορος του Εφεσίβλητου εισηγήθηκε ότι η έφεση δεν μπορεί να εκδικαστεί, εφόσον είναι άνευ αντικειμένου. Η πλευρά της Εφεσείουσας διαφωνώντας με την εισήγηση, ζήτησε όπως η έφεση συνεχίσει. Στο Απαντητικό Υπόμνημα που κατάθεσε η δικηγόρος της Εφεσείουσας αναφέρονται τα εξής:-

 

«Αντιλαμβανόμαστε ότι με βάση την πάγια νομολογία του Ανωτάτου δικαστηρίου αυτό δεν εκδικάζει υποθέσεις που παραμένουν χωρίς αντικείμενο.

 

Παρόλα αυτά ο λόγος που ζητούμε την εκδίκαση της παρούσας Έφεσης είναι γιατί μετά την ακύρωση των όρων του επιληφθέντος της εκδόσεως δικαστηρίου για διασφάλιση της παρουσίας του εφεσίβλητου στη Δημοκρατία και στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά την ακρόαση της Έφεσης, ενόψει της προσβαλλόμενης απόφασης είναι πλέον αδύνατο να ασκήσουμε το δικαίωμα της αιτούσας χώρας για έφεση αφού κανένας φυγόδικος δεν θα παραμένει στη Δημοκρατία, ή αν παραμείνει, όπως ο εφεσίβλητος, δεν θα είναι δυνατή η ανεύρεση και έκδοση του αν τελικά η έφεση επιτύχει, όπως στην παρούσα υπόθεση. Ουσιαστικά αποφασίζει τελεσίδικα το Επαρχιακό Δικαστήριο και καταστρατηγείται το δικαίωμα για έφεση αφού οποιαδήποτε καταχωρηθείσα έφεση θα απορρίπτεται ως μη έχουσα πλέον αντικείμενο.

 

Τονίζεται ότι η Νομική Υπηρεσία έχει ζητήσει από την αρμόδια αρχή να προωθήσει την τροποποίηση του σχετικού νόμου αλλά η διαδικασία αυτή, ενδέχεται να είναι χρονοβόρα.

 

Για υποστήριξη της θέσης ότι τα Επαρχιακά Δικαστήρια θα καθοδηγηθούν από την προσβαλλόμενη απόφαση και δεν θα αποκλίνουν από αυτή παραπέμπω σε δύο αποφάσεις….»

 

Με κάθε σεβασμό στην απόφαση της πλειοψηφίας, διαφωνώ με την απόλυτη θέση που διατυπώνεται ότι με βάση την πάγια νομολογία το Ανώτατο Δικαστήριο δεν δικάζει εφέσεις που παραμένουν χωρίς αντικείμενο. Δεν διαφωνώ ότι έτσι είναι ο γενικός κανόνας, αλλά ο κάθε κανόνας έχει τις εξαιρέσεις του, ιδιαίτερα όταν η συνέχιση της δίκης εξυπηρετεί κάποιο σκοπό που έχει σχέση είτε με την υπόθεση, είτε με τα ευρύτερα συμφέροντα της δικαιοσύνης.

 

[*2155]Στην προκειμένη περίπτωση θεωρώ ότι το αντικείμενο της έφεσης είναι σοβαρό, λόγω της σημασίας του νομικού ζητήματος που εγείρεται και των επιπτώσεων σε κάθε πρωτόδικη διαδικασία παρόμοιας φύσης. Πρόκειται για θέμα δημόσιας τάξης. Μπορεί για σκοπούς της συγκεκριμένης υπόθεσης η εκδίκαση της έφεσης να είναι ακαδημαϊκή, όμως το αποτέλεσμα σχετίζεται άμεσα με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και με την καθοδήγηση που μπορεί να δοθεί σε μελλοντικές υποθέσεις παρομοίου τύπου. Δεν είναι η πρώτη φορά που το Ανώτατο Δικαστήριο κατ’ εξαίρεση ασχολείται με θεωρητικά θέματα όταν κρίνει ότι εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Ένα παράδειγμα είναι η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαφειάδη (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2315 στην οποία μας παρέπεμψε η κα Λοϊζίδου και στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε στην εκδίκαση της έφεσης, δηλώνοντας στο τέλος της απόφασής του, ότι αυτή «έχει θεωρητικό περιεχόμενο» ενόψει της φυγής του Βαφειάδη από την Κύπρο.

 

Η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου είναι μια ειδική διαδικασία και το αντικείμενό της σχετίζεται, μεταξύ άλλων, με τις σχέσεις της Δημοκρατίας με άλλα ξένα κράτη τα οποία έχουν συμβληθεί με τη Δημοκρατία. Το θέμα της εγγύησης είναι ένα από τα σοβαρά θέματα που εγείρονται σε αρκετές υποθέσεις αυτής της φύσης και η νομολογία έχει ανάγκη από διασαφήνιση, ώστε το δίκαιο να αποκτήσει την απαιτούμενη βεβαιότητα. Γι’ αυτό θεωρώ ότι πρόκειται για ζήτημα δημόσιας τάξης. Τα Επαρχιακά Δικαστήρια συνεχίζουν, όπως μας εξήγησε η κα Λοϊζίδου, να στηρίζονται σε μια απόφαση μονομελούς σύνθεσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου την οποία η Εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη και είχε κάθε δικαίωμα να την εφεσιβάλει. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει της φύσης και σοβαρότητας των επιδίκων θεμάτων και των επιπτώσεων που ενδεχομένως να έχει η προσβαλλόμενη απόφαση σε μελλοντικές υποθέσεις που αφορούν στην έκδοση φυγοδίκων, είναι η κατάληξή μου ότι η Εφεσείουσα δικαιούται, έστω και κατ’ εξαίρεση, να εμμείνει στην εκδίκαση της έφεσης που έχει προ πολλού υποβάλει, παρά την εκ των υστέρων απόσυρση του αρχικού αιτήματος για έκδοση. Είναι γεγονός ότι λόγω της καθυστέρησης που παρατηρείται στην εκδίκαση εφέσεων και των αυστηρών χρονικών πλαισίων που τίθενται για έκδοση ενός φυγοδίκου, τα εκζητούμενα πρόσωπα εκδίδονται στη χώρα που τα ζητεί ή μεσολαβούν άλλες εξελίξεις, προτού εκδικαστεί τυχόν έφεση επί θεμάτων που αφορούν στη διαδικασία. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση ο Εφεσείων και ιδιαίτερα όταν αυτός είναι η Πολιτεία, θα πρέπει να στερείται του [*2156]δικαιώματος να ακουστεί κατ’ έφεση επί διαδικαστικού θέματος που κατά την άποψή μου συνιστά θέμα δημόσιας τάξης. Αν σε κάθε περίπτωση που το εκζητούμενο πρόσωπο εκδίδετο ή εγκατέλειπε την Κύπρο, η έφεση επί οποιουδήποτε διαδικαστικού ζητήματος δεν μπορούσε να ακουστεί, τότε το δίκαιο δεν θα εξελίσσετο και θα παρέμενε στάσιμο.

 

Υπό τις περιστάσεις και με κάθε σεβασμό στη διαφορετική άποψη της πλειοψηφίας, κατ’ εξαίρεση θα επέτρεπα, λόγω της φύσης και σοβαρότητας του ζητήματος που καλούμαστε να αποφασίσουμε, όπως η έφεση επί του διαδικαστικού θέματος προχωρήσει σε ακρόαση, έστω και αν το αποτέλεσμα θα ήταν θεωρητικό, ενόψει της ληφθείσας επιστολής για απόσυρση του αιτήματος για έκδοση.

 

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο