Αττεσλή Στέφανη και Άλλη ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2013) 1 ΑΑΔ 2222

(2013) 1 ΑΑΔ 2222

[*2222]25 Οκτωβρίου, 2013

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 231/2009)

 

1.  ΣΤΕΦΑΝΗ ΑΤΤΕΣΛΗ,

2.  ΟΛΥΜΠΙΑ ΑΤΤΕΣΛΗ,

 

Εφεσείουσες - Εναγόμενες 1 και 3,

 

ν.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

 

Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 47/2010)

 

1.  ΣΤΕΦΑΝΗ ΑΤΤΕΣΛΗ,

2.  ΟΛΥΜΠΙΑ ΑΤΤΕΣΛΗ,

 

Εφεσείουσες - Εναγόμενες 1 και 3,

 

ν.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

 

Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.

 

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 231/2009, 47/2010)

 

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση Ενοικιαγοράς ― Ισχυρισμοί περί εικονικότητας της σύμβασης ― Η ύπαρξη των εμπορευμάτων απέκλεισε την εφαρμογή νομολογίας κατά την οποία αποφασίστηκε εικονικότητα λόγω ανυπαρξίας εμπορευμάτων.

 

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Αντικρουστική μαρτυρία ― Εφαρμοστέες αρχές ― Η απαντητική μαρτυρία πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να περιορίζεται αυστηρά στο να αντικρούει την υπόθεση της αντίδικης πλευράς και δεν πρέπει απλώς να επιβεβαιώνει την υπόθεση του διαδίκου που την παρουσιάζει ― Με την άδεια του Δικαστηρίου [*2223]μπορεί να δοθεί αντικρουστική μαρτυρία από ενάγοντα σε απάντηση της μαρτυρίας εναγόμενου προς υποστήριξη επίδικου θέματος, η απόδειξη του οποίου βάρυνε τον ίδιο ― Η διακριτική ευχέρεια μπορεί ακόμη να ασκηθεί υπέρ του ενάγοντα, όπου η φύση της υπεράσπισης έχει αποκαλυφθεί κατά την αντεξέταση των δικών του μαρτύρων ― Γενικά, αντικρουστική μαρτυρία είναι επιτρεπτή προκειμένου να αποτραπεί μια πιθανή αδικία, όπου ο διάδικος που την προσφέρει έχει παραπλανηθεί ή έχει καταληφθεί εξ απροόπτου.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης Τράπεζας η οποία ήγειρε αγωγή εναντίον των εφεσειουσών, ως αποτέλεσμα της μη συμμόρφωσης τους με τους όρους συμφωνίας ενοικιαγοράς, δυνάμει της οποίας η εφεσίβλητη Τράπεζα ενοικίασε μία βάρκα και διάφορα έπιπλα στην εφεσείουσα 1 υπό την αλληλέγγυο εγγύηση και/ή κάλυψη της εφεσείουσας 2.

 

Εγγυητής ήταν και ο πατέρας της εφεσείουσας 1, εναγόμενος 2 πρωτόδικα, αλλά η εναντίον του αγωγή διακόπηκε, αφού, εν τω μεταξύ, είχε κηρυχθεί σε πτώχευση.

 

Στα πλαίσια της ως άνω αγωγής η Τράπεζα διεκδίκησε ποσό Λ.Κ.175.836,32 πλέον τόκους, καθώς και διατάγματα παράδοσης και εκποίησης των ενοικιασθέντων αντικειμένων.

 

Οι εφεσείουσες προώθησαν ως βασική υπεράσπισή τους, ύπαρξη εικονικότητας της σύμβασης ενοικιαγοράς. Κατά τη θέση τους, η επίδικη σύμβαση δεν ήταν μια γνήσια και αληθινή συμφωνία ενοικιαγοράς, αλλά αφορούσε δανειοδότηση εταιρειών του πρώην εναγόμενου 2 και μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης, για διενέργεια χρηματιστηριακών πράξεων και περιεβλήθη τον μανδύα της ενοικιαγοράς με εισήγηση και προτροπές της Τράπεζας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία των έξι συνολικά μαρτύρων της πλευράς της Τράπεζας και απορρίπτοντας ως αντιφατική, ασαφή και συγκεχυμένη αυτήν του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης, κατέληξε στην έκδοση απόφασης υπέρ της Τράπεζας και εναντίον των εφεσειουσών.

 

Αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Τράπεζα απέδειξε την εγκυρότητα της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς. Περαιτέρω, κατέληξε στα ουσιαστικά ευρήματα της ύπαρξης των αντικειμένων που κάλυπταν την επίδικη συμφωνία, απορρίπτοντας, κατ’ ακολουθία, τη βασική θέση της [*2224]Υπεράσπισης περί εικονικότητας.

 

Λίγους μήνες πριν από την έκδοση της τελικής απόφασης εκδόθηκε ενδιάμεση απόφαση με βάση την οποία έγινε αποδεκτό αίτημα της πλευράς της Τράπεζας για παρουσίαση αντικρουστικής μαρτυρίας.

 

Μεταξύ άλλων, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θεμελιώδη θέση που προωθούσε η Υπεράσπιση μέσω της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα, σύμφωνα με την οποία, υπάλληλος της Τράπεζας συμπλήρωσε τα τιμολόγια καταγράφοντας «πλασματικά αντικείμενα», με μοναδικό σκοπό να συμπληρωθεί μια εικονική αξία ανύπαρκτων αντικειμένων. 

 

Πριν από την εξέταση της ουσίας της έφεσης το Εφετείο απεφάνθη ότι η έφεση 231/2009 εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης για αποδοχή παρουσίασης αντικρουστικής μαρτυρίας, κατέστη χωρίς αντικείμενο δεδομένου ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα τεκμήρια της αντικρουστικής μαρτυρίας, περιθωριακή και μόνο σημασία είχε και δεν επέδρασε καταλυτικά στην κρίση του ως προς το ζήτημα της αξιοπιστίας  μάρτυρα υπεράσπισης.

 

Απεφάνθη ωστόσο μεταξύ άλλων, ότι υπό το πρίσμα των εκτεθέντων γεγονότων, η πλευρά της Τράπεζας είχε, όντως, βρεθεί προ εκπλήξεως και πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την παρουσίαση αντικρουστικής μαρτυρίας σε σχέση με γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την έκδοση απόφασης σε άλλη αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. 

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι κυρίως λόγους:

 

Λόγοι έφεσης 1-4.

 

α)  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων των εναγόντων έπασχε, σε βαθμό που να δικαιολογείτο επέμβαση του Εφετείου. 

 

β)  Οι μάρτυρες των εναγόντων δεν ήταν παρόντες κατά την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς, προέβησαν σε επιλεκτική διαχείριση του μαρτυρικού υλικού, παραλείποντας να παρουσιάσουν σημαντικό μέρος στοιχείων που είχαν στη διάθεσή τους και παρέθεσαν αντιφατική μαρτυρία.

 

γ)  Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης. 

[*2225]δ)   Ήταν λανθασμένη η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της ισχυριζόμενης παράλειψης της Τράπεζας να επιθεωρήσει τα αντικείμενα που κάλυπταν τη συμφωνία ενοικιαγοράς και να επιβεβαιώσει την αξία τους.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεν υπήρχε περιθώριο επέμβασης στην αξιολόγηση των μαρτύρων, στην οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

2.  Στην προσβαλλόμενη απόφαση, δίδονταν επαρκείς εξηγήσεις και αιτιολογείτο ικανοποιητικά η κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων των Εναγόντων και την απόρριψη αυτής της υπεράσπισης.

 

3.  Ο τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και η τελική του κρίση, καθώς επίσης και τα ευρήματα και συμπεράσματα που ακολούθησαν, δεν παρουσίαζαν οποιαδήποτε στοιχεία μεμπτότητας.

 

4.  Αντίθετα, η αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας ήταν επαρκής, τα δε ευρήματα και συμπεράσματα ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της εν λόγω αξιολόγησης και βρίσκονταν σε πλήρη ταύτιση με την μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη.

 

5.  Τα όσα οι μάρτυρες εναγόντων παρέθεσαν, συνήδαν με το σύνολο των τεκμηρίων που κατατέθηκαν, πολλά εκ των οποίων εκ συμφώνου. Ούτε και εντοπιζόταν ζήτημα επιλογής μαρτυρίας στη βάση που έθεσαν οι εφεσείουσες.

 

6.  Ήταν υποχρέωση της Τράπεζας να παραθέσει μαρτυρικό υλικό, ικανό να οδηγήσει σε απόδειξη της υπόθεσής της υπό το φως της επιλεχθείσας βάσης αγωγής, ήτοι συμφωνίας ενοικιαγοράς.

 

7.  Μέσα δε από τη μαρτυρία που, ορθά, έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η πλευρά της ενάγουσας Τράπεζας απέσεισε το βάρος απόδειξης που έφερε.

 

8.  Οι εφεσείουσες, τότε εναγόμενες, έφεραν το βάρος να αποδείξουν τους δικογραφημένους ισχυρισμούς τους περί εικονικότητας της συναλλαγής. Επιχείρησαν να το πράξουν μέσω της μαρτυρίας του πρώην εναγόμενου 2, ο οποίος διαδραμάτισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν [*2226]στην επίδικη συμφωνία με την Τράπεζα. Η μαρτυρία του δεν έγινε αποδεκτή. Συνεπώς, αναπόδραστα πλέον, η υπεράσπιση της εικονικότητας κατέρρευσε.

 

9.  Η υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Χίνη (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 818, δεν σχετιζόταν επί των γεγονότων με την παρούσα. Στην υπό κρίση περίπτωση, τα δεδομένα, όπως έγιναν αποδεκτά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και όπως ουσιαστικό τους μέρος, ήταν, ούτως ή άλλως αδιαμφισβήτητο, ήταν τέτοια που την διαφοροποιούσαν.

 

10.   Παρέμεινε αδιαμφισβήτητη, και ανάλογες υποβολές τέθηκαν από την πλευρά της Υπεράσπισης, η εγκυρότητα και η αποδοχή όλων των άλλων συναλλαγών μεταξύ των ιδίων διαδίκων, που αφορούσαν επίσης ενοικιαγορές, τις οποίες συνόδευαν κατάλογοι αντικειμένων.

 

11.   Περαιτέρω, και πιο σημαντικό, δεν επρόκειτο για  περίπτωση με ανύπαρκτα αντικείμενα ενοικιαγοράς. Αντίθετα, τουλάχιστον όσον αφορούσε την προαναφερθείσα βάρκα, η ύπαρξη της όχι μόνο ήταν αποδεκτή, αλλά και σχετικό πιστοποιητικό εγγραφής παρουσίασε ο τότε εναγόμενος 2 - Πωλητής στον αρμόδιο υπάλληλο της Τράπεζας.

 

12.   Υπό τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης, δεν τίθετο και ζήτημα εξέτασης υποχρέωσης της Τράπεζας να παρουσιάσει ως μάρτυρα την υπάλληλο η οποία είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στη συνομολόγηση της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς, η οποία  είχε εν τω μεταξύ, αποβιώσει.

 

5ος λόγος έφεσης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και δεν ασχολήθηκε με σειρά εισηγήσεων που προέβαλε ο συνήγορος των εναγομένων. Δεν απέδειξε η Τράπεζα τη δικογραφημένη συμφωνία ενοικιαγοράς, αφού δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγγραφο συμβόλαιο ενοικίασης με τον αριθμό που αναγραφόταν στην παράγραφο 2 της έκθεσης απαίτησης. Περαιτέρω, δεν είχε αποδειχθεί το ύψος των ζημιών.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στα ενώπιόν του τεκμήρια και, αφού αξιολόγησε την προσφερθείσα μαρτυρία, κατέλη[*2227]ξε, εφαρμόζοντας ορθά τη νομική πλευρά, ότι η επίδικη συμφωνία είχε όλα τα απαραίτητα στοιχεία συμφωνίας ενοικιαγοράς και ήταν καθόλα γνήσια.

 

2.  Ως προς το ζήτημα της ζημιάς, την καθόρισε, με αναφορά σε σχετική νομολογία, στο ύψος των καθυστερημένων δόσεων κατά τον χρόνο τερματισμού, πλέον το υπόλοιπο της συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων των τόκων. Προς απόδειξή της, δόθηκε επαρκής μαρτυρία, του ΜΕ 1 και σχετική αναθεωρημένη κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 6.

 

3.  Τέλος, οι ισχυρισμοί των εφεσειουσών περί επηρεασμού των δικαιωμάτων τους λόγω της εκκρεμότητας που υφίστατο από τη διακοπή της αγωγής εναντίον του πρώην εναγόμενου 2, δε δικογραφούνταν, ούτε και αποτέλεσαν αντικείμενο κρίσης στην πρωτόδικη διαδικασία. 

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Tsiartas a.ο. v. Taliotis (1989) 1 C.L.R. 216,

 

Πίτσιλλος v. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 691,

 

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Χίνη (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 818,

 

Thomas Liobay Developments Ltd ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ 1749,

 

Σολωμού κ.ά v. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd  (2011) 1(Α) Α.Α.Δ 36,

 

Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ v. Παντελή κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 854.

 

Εφέσεις.

 

Εφέσεις από τις Εναγόμενες 1 και 3 εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Καλογήρου, A.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5979/2004), ημερομ. 10/6/2009.

 

Φρ. Χατζηχάννας, για τις Εφεσείουσες.

[*2228]Θ. Καουτζάνη (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Λιάτσος.

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Βάση στήριξης των αξιώσεων της Εφεσίβλητης Τράπεζας (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως «η Τράπεζα») συνιστά συμφωνία ενοικιαγοράς, δυνάμει της οποίας η Τράπεζα ενοικίασε μία βάρκα και διάφορα έπιπλα στην Εφεσείουσα 1 υπό την αλληλέγγυο εγγύηση και/ή κάλυψη της Εφεσείουσας 2, μητέρας της.  Εγγυητής ήταν και ο πατέρας της Εφεσείουσας 1, Εναγόμενος 2 πρωτόδικα, αλλά η εναντίον του αγωγή διακόπηκε, αφού, εν τω μεταξύ, είχε κηρυχθεί σε πτώχευση. Το πρόσωπο αυτό είχε διαδραματίσει στη συναλλαγή τον ρόλο του πωλητή/εμπόρου. Η αξία της βάρκας καθορίστηκε στο ποσό των τότε Λ.Κ.150.000 και των επίπλων στο ποσό των Λ.Κ.50.000. Συνολικά, και με βάση τη συμφωνία ενοικιαγοράς, το πληρωτέο ποσό καθοριζόταν στις Λ.Κ.231.000, εκ των οποίων οι Λ.Κ.31.000 αφορούσαν σχετικά δικαιώματα ενοικιαγοράς. Ως αποτέλεσμα μη συμμόρφωσης των Εφεσειουσών με τους όρους της επίδικης συμφωνίας, καταχωρήθηκε εναντίον τους αγωγή, στα πλαίσια της οποίας η Τράπεζα διεκδίκησε ποσό Λ.Κ. 175.836,32 πλέον τόκους, καθώς και διατάγματα παράδοσης και εκποίησης των ενοικιασθέντων αντικειμένων. Οι Εφεσείουσες προώθησαν ως βασική υπεράσπισή τους, ύπαρξη εικονικότητας της σύμβασης ενοικιαγοράς. Κατά τη θέση τους, η επίδικη σύμβαση δεν ήταν μια γνήσια και αληθινή συμφωνία ενοικιαγοράς, αλλά αφορούσε δανειοδότηση εταιρειών του πρώην Εναγόμενου 2 και μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης, για διενέργεια χρηματιστηριακών πράξεων και περιεβλήθη τον μανδύα της ενοικιαγοράς με εισήγηση και προτροπές της Τράπεζας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία των έξι συνολικά μαρτύρων της πλευράς της Τράπεζας και απορρίπτοντας ως αντιφατική, ασαφή και συγκεχυμένη αυτήν του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης, κατέληξε στην έκδοση απόφασης υπέρ της Τράπεζας και εναντίον των Εφεσειουσών.

 

Η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2009. Λίγους μήνες προηγουμένως, στις 10 Ιουνίου 2009, εκδόθηκε ενδιάμεση απόφαση με βάση την οποία έγινε αποδεκτό αίτημα της πλευράς της Τράπεζας για παρουσίαση αντικρουστικής μαρτυρίας (rebutting evidence). Η ενδιάμεση αυτή απόφαση αποτελεί [*2229]και το αντικείμενο της Έφεσης υπ’ αριθμόν 231/09. Για τους λόγους που θα εξηγήσουμε αμέσως μετά, η έκδοση, στη συνέχεια, της τελικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, την οποία καλύπτει η Έφεση υπ’αριθμόν 47/10, κατέστησε άνευ ουσιαστικού αντικειμένου την Έφεση επί της ενδιάμεσης απόφασης.

 

Όπως διαπιστώνεται, τόσο από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, όσο και από την προαναφερθείσα ενδιάμεση απόφαση, η ανάγκη που οδήγησε στην αναζήτηση άδειας για παρουσίαση αντικρουστικής μαρτυρίας, προέκυψε στο στάδιο της παράθεσης της μαρτυρίας του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης. Ο εν λόγω μάρτυρας υποστήριξε ότι δεν ανατέθηκε σε δικηγόρο να εκπροσωπήσει τους τότε Εναγόμενους σε άλλες δικαστικές διαδικασίες που έλαβαν χώρα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και οι οποίες αντικείμενο είχαν, επίσης, συμφωνίες ενοικιαγοράς.  Μεταξύ αυτών και η αγωγή 415/04. Ήταν η θέση της Τράπεζας ότι οι αντίδικοι της είχαν εκπροσωπηθεί από δικηγόρο και είχαν εκδοθεί εκ συμφώνου αποφάσεις στην παρουσία, και μετά από σχετική δήλωση και συμφωνία, του εν λόγω δικηγόρου. Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του υπό αναφορά μάρτυρα, η Τράπεζα υπέβαλε αίτημα για παροχή άδειας παρουσίασης αντικρουστικής μαρτυρίας. Αφορούσε διορθωμένο κείμενο απόφασης στην Αγωγή 415/04, το περιεχόμενο του οποίου θα επιβεβαίωνε τη θέση της Τράπεζας περί εκπροσώπησης των αντιδίκων από δικηγόρο και θα διέψευδε, κατ’ ακολουθία, τις σχετικές αναφορές του μάρτυρα υπεράσπισης. Απώτερος, βεβαίως, στόχος ήταν η αντίκρουση των αναφορών του συγκεκριμένου μάρτυρα σε ζήτημα που αφορούσε και τη θέση που προωθούσε η Υπεράσπιση περί εικονικότητας και εγκυρότητας της επίδικης συναλλαγής. Η σχετική αντικρουστική μαρτυρία δόθηκε από την Μ.Ε. 6 Πρωτοκολλητή, η οποία αναφέρθηκε στο περιεχόμενο του φακέλου της Αγωγής 415/04. Κατέθεσε αντίγραφα του σημειώματος εμφάνισης (Τεκμήριο 20α), της αλλαγής δικηγόρου (Τεκμήριο 20β) και των πρακτικών του Δικαστηρίου ημερομηνίας 18.10.2007 (Τεκμήριο 21).  Από τα έγγραφα αυτά προέκυπτε η εκπροσώπηση των τότε Εναγομένων από δικηγόρο, ο οποίος και είχε συγκατατεθεί στην έκδοση απόφασης.

 

Το πιο πάνω ιστορικό, σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνει η τελική πρωτόδικη απόφαση και τα οποία σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του μάρτυρα υπεράσπισης, επιμαρτυρούν ότι, ούτως ή άλλως, το αποτέλεσμα της ενδιάμεσης απόφασης καμία ουσιαστική επίδραση είχε στην τελική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η αξιοπιστία του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης [*2230]κρίθηκε μέσα από την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ως συνόλου και αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξήγησε κατά τρόπο πειστικό στις σελίδες 11,12 και 13 της απόφασής του, τους λόγους για τους οποίους απέρριψε τις θέσεις που προώθησε ο εν λόγω μάρτυρας. Η ύπαρξη των Τεκμηρίων 20 και 21 τα οποία, όπως έχει ήδη αναφερθεί, οριοθετούσαν την αντικρουστική μαρτυρία, περιθωριακή και μόνο σημασία είχε στην κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της αξιοπιστίας του υπό αναφορά μάρτυρα υπεράσπισης και, πιο σημαντικό, της εγκυρότητας της επίδικης συναλλαγής. Η μαρτυρία του δεν έγινε αποδεκτή για μια σειρά από λόγους, οι οποίοι και καταγράφονται στο πιο πάνω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης. Μεταξύ άλλων, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θεμελιώδη θέση που προωθούσε η Υπεράσπιση μέσω της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα, σύμφωνα με την οποία, υπάλληλος της Τράπεζας συμπλήρωσε τα τιμολόγια καταγράφοντας «πλασματικά αντικείμενα», με μοναδικό σκοπό να συμπληρωθεί μια εικονική αξία ανύπαρκτων αντικειμένων. Όπως πολύ ορθά σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη σελίδα 12 της απόφασης:

 

«Το γεγονός ότι στο επίδικο τιμολόγιο καταγράφεται και περιγράφεται (με αριθμό εγγραφής) σκάφος που ήταν, όντως ιδιοκτησία του Αττεσλή, καταρρίπτει τον ισχυρισμό του. Ο αριθμός εγγραφής του σκάφους (LL6131) συνάδει με τον τίτλο ιδιοκτησίας (Τεκμήριο 2) τον οποίο είχε παραδώσει, προφανώς, ο Αττεσλής στους λειτουργούς των Εναγόντων, στους οποίους είχε αποταθεί για τη χρηματοδότηση.»  

 

Το ζήτημα της μη εκπροσώπησης από δικηγόρο σε άλλες διαδικασίες, ήταν ένα επί μέρους θέμα της μαρτυρίας του υπό αναφορά μάρτυρα υπεράσπισης. Προωθήθηκε αυτή η θέση από την Υπεράσπιση, προκειμένου να δώσει επίρρωση στους ισχυρισμούς της περί εικονικότητας. Καθότι τυχόν προηγούμενη εκπροσώπησή της σε παρόμοιες συμφωνίες ενοικιαγοράς και αποδοχή εκ συμφώνου αποφάσεων, εκ των πραγμάτων θα αποδυνάμωνε την υπεράσπιση που προωθούσε στην υπό κρίση υπόθεση και η οποία, όπως λέχθηκε, κεντρικό άξονα είχε τις θέσεις περί εικονικότητας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και αυτό το μέρος της μαρτυρίας που πρόσφερε η Υπεράσπιση για μια σειρά από λόγους, οι οποίοι καταγράφονται στην τελευταία παράγραφο της σελίδας 12 και στην πρώτη παράγραφο της σελίδας 13. Αναφέρεται, συγκεκριμένα:

 

«Αντίφαση διαπιστώνεται και στη μαρτυρία του ως προς τις ενέργειες του σε σχέση με τις άλλες τρεις αγωγές, που αφορού[*2231]σαν τα συμβόλαια ενοικιαγοράς για το ισχυριζόμενο συγκεκαλυμένο δάνειο των £500.000. Ενώ ο ίδιος υποστήριξε στη μαρτυρία του πως αμφισβητούσε την εγκυρότητα όλων των συμβολαίων, ο συνήγορος του υπόβαλε στο Μ.Ε.4 πως είχε αποδεχθεί τις οφειλές για τα άλλα τρία συμβόλαια. Όσον αφορά τη στάση που τήρησε στις δικαστικές διαδικασίες, η μαρτυρία του υπήρξε ασαφής και συγκεχυμένη. Άλλοτε υποστήριζε πως δεν ανέθεσε σε δικηγόρους να υπερασπίσουν τις αγωγές και άλλοτε πως δεν θυμόταν. Ανέφερε επίσης πως στις συζητήσεις που είχε, κατά καιρούς, με αξιωματούχους των εναγόντων, τους δήλωσε πως δεν αποδεχόταν τις οφειλές για τις τέσσερις συμφωνίες ενοικιαγορών. Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του είπε ότι τους δήλωσε πως αποδεχόταν ο ίδιος προσωπικά τις οφειλές αλλά όχι τα άλλα μέλη της οικογένειας του, επεξηγώντας πως τήρησε αυτή τη στάση γιατί ο ίδιος είχε επωφεληθεί με το ποσό του δανείου. Αυτό, βέβαια, έρχεται σε αντίθεση με την αρχική του θέση πως τα δάνεια αφορούσαν τις εταιρείες του και όχι τον ίδιο προσωπικά. Έχει, περαιτέρω, καταδειχθεί με τα τεκμήρια 10 α-ζ και τα Τεκμήρια 20 και 21 πως όχι μόνο εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο σε όλες τις αγωγές αλλά σε μία από αυτές εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφασης.»

 

Είναι, με βάση τα πιο πάνω, έκδηλο ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα Τεκμήρια 20 και 21 της αντικρουστικής μαρτυρίας, περιθωριακή και μόνο σημασία είχε και δεν επέδρασε καταλυτικά στην κρίση του ως προς το ζήτημα της αξιοπιστίας του μάρτυρα υπεράσπισης.

 

Με βάση τα πιο πάνω, είναι η κατάληξή μας ότι η έκδοση της τελικής απόφασης και το ίδιο το περιεχόμενό της, όπως το έχουμε ήδη αναλύσει, έχουν καταστήσει άνευ αντικειμένου την Έφεση υπ’ αριθμόν 231/2009 επί της προαναφερθείσας ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 10.6.2009.

 

Υπό την αίρεση της πιο πάνω κατάληξης, θα εξετάσουμε, επιγραμματικά πλέον, την ουσία της Έφεσης επί της ενδιάμεσης απόφασης. Οι προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης, έξι στο σύνολο τους, περιστρέφονται γύρω από ισχυρισμούς περί παρατυπίας στην πρωτόδικη αίτηση και λανθασμένης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

 

Η προσκόμιση αντικρουστικής μαρτυρίας διέπεται από την Δ.33 Θ.7(ΙΙ)(b) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Η πιο πάνω Διάταξη αναλύει το δικαίωμα διαδίκου [*2232]να προβεί σε αίτημα για προσαγωγή αντικρουστικής μαρτυρίας και οριοθετεί τα πλαίσια παροχής ανάλογης άδειας. Υπό τις συνθήκες και με δεδομένο το περιεχόμενο του αιτήματος της πλευράς της Τράπεζας – την προσαγωγή, δηλαδή, μαρτυρίας με σκοπό την παρουσίαση των ορθών γεγονότων στο Δικαστήριο και, μέσω τους, την αντίκρουση των προβαλλόμενων θέσεων της Υπεράσπισης περί εικονικότητας της επίδικης συναλλαγής – η αναφορά στην αίτηση της προαναφερθείσας Διάταξης παρείχε το ορθό δικονομικό πλαίσιο στήριξης.  Δεν διαπιστώνεται, συνεπώς, ύπαρξη οποιασδήποτε παρατυπίας.

 

Ως προς την ουσία των υπόλοιπων λόγων έφεσης, σύνοψη των σχετικών αρχών που διέπουν το ζήτημα της προσκόμισης αντικρουστικής μαρτυρίας σε συνάρτηση με τα γεγονότα που καλύπτουν την υπό κρίση περίπτωση, θα καταδείξει το αβάσιμο των εξεταζόμενων λόγων έφεσης:

 

Στα πλαίσια της διαδικασίας που διέπει, τόσο ποινικές όσο και πολιτικές υποθέσεις, ο κάθε διάδικος βαρύνεται με την υποχρέωση να παρουσιάσει, ολοκληρωμένα, την υπόθεσή του. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προβλέψει ποια είναι τα επίδικα θέματα και ανάλογα να προετοιμάσει τη μαρτυρία που είναι αναγκαία για να καλύψει τα θέματα που θα εγερθούν. Σε αρκετές περιπτώσεις, όπως εντοπίζεται και στο Σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης (Μία πρακτική προσέγγιση)», Τάκη Ηλιάδη, σελ. 238-240, παρατηρείται το φαινόμενο η ακροαματική διαδικασία να ξεφεύγει από τα όρια που είχαν προβλεφθεί από τους αντιδίκους, με αποτέλεσμα να καταλαμβάνονται τελευταίοι ή ένας από τους αντιδίκους αυτούς εξ απροόπτου. Σε κάποιες υποθέσεις και στα πλαίσια της ακροαματικής τους διαδικασίας, δεν είναι πάντοτε δυνατόν να προβλεφθεί το κάθε στοιχείο μαρτυρίας, ακριβώς διότι, σε αρκετές περιπτώσεις, η ίδια η φύση των διαδικαστικών διαδικασιών ακολουθεί πορεία που είναι δυνατόν να οδηγήσει σε ανατροπές και εκπλήξεις, με αποτέλεσμα, προκειμένου να διαφυλαχθεί το συμφέρον της δικαιοσύνης, το Δικαστήριο να δίνει άδεια για παρουσίαση μαρτυρίας εκ μέρους του διαδίκου, ο οποίος βρέθηκε προ εκπλήξεως. Υπό το πρίσμα αυτό, και προκειμένου να αποτραπεί μια πιθανή αδικία, τα Δικαστήρια έχουν την ευχέρεια να αποδέχονται μαρτυρία σε αντίκρουση μαρτυρίας που έχει ήδη δοθεί. Επισκόπηση της σχετικής νομολογίας καταδεικνύει ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου διέπεται από τις ακόλουθες αρχές: Η απαντητική μαρτυρία πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να περιορίζεται αυστηρά στο να αντικρούει την υπόθεση της αντίδικης πλευράς [*2233]και δεν πρέπει απλώς να επιβεβαιώνει την υπόθεση του διαδίκου που την παρουσιάζει. Με την άδεια του Δικαστηρίου μπορεί να δοθεί αντικρουστική μαρτυρία από Ενάγοντα σε απάντηση της μαρτυρίας Εναγόμενου προς υποστήριξη επίδικου θέματος, η απόδειξη του οποίου βάρυνε τον ίδιο. Η διακριτική ευχέρεια μπορεί ακόμη να ασκηθεί υπέρ του Ενάγοντα, όπου η φύση της υπεράσπισης έχει αποκαλυφθεί κατά την αντεξέταση των δικών του μαρτύρων. Γενικά, αντικρουστική μαρτυρία είναι επιτρεπτή προκειμένου να αποτραπεί μια πιθανή αδικία, όπου ο διάδικος που την προσφέρει έχει παραπλανηθεί ή έχει καταληφθεί εξ απροόπτου (Tsiartas a.ο. v. Taliotis (1989) 1 C.L.R. 216, 228-229). 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, συνιστά, ουσιαστικά, κοινό έδαφος ότι η πλευρά των Εναγομένων προωθούσε, κατά το στάδιο της αντεξέτασης των μαρτύρων της Τράπεζας, τη θέση ότι οι Εναγόμενες δεν αμφισβητούσαν άλλα συμβόλαια ενοικιαγοράς πέραν του επίδικου. Χαρακτηριστικές είναι οι υποβολές του συνήγορου των Εναγομένων στον ΜΕ 4, όπως εντοπίζονται στις σελίδες 56 και 57 των πρακτικών:

 

«Ε. Εγώ σας υποβάλλω ότι η παρούσα υπόθεση είναι η μόνη διαδικασία που εκκρεμεί και είναι η μόνη περίπτωση στην οποία προβάλλεται η υπεράσπιση της μη εγκυρότητας της χρηματοδότησης αυτής και της εικονικότητας από πλευράς της κας Στέφανης Αττεσλή.

 

Α.  Εσείς γνωρίζετε, εγώ δεν μπορώ να γνωρίζω.

 

………………………………………………………….

 

Ε.  Τώρα που σας λέω ότι η μόνη υπόθεση που εκκρεμεί και είναι η μόνη υπόθεση που αμφισβητείται η χρηματοδότηση, ενώ για τις υπόλοιπες άλλες όλες, των οποίων τα ποσά τους εξ ολοκλήρου αντιλαμβάνομαι το ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο λίρες, πως αντιδράτε σε αυτήν την θέση, ότι είναι η μόνη υπόθεση που εκκρεμεί;

 

Α.  Έχω ήδη απαντήσει.»

 

Ο μοναδικός μάρτυρας υπεράσπισης, κατά την αντεξέταση του, παρουσίαζε εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις, αρνούμενος ότι είχαν δοθεί οδηγίες στους δικηγόρους που τον εκπροσωπούσαν να δεχθεί εναντίον του και εναντίον της συζύγου του, Εφεσείου[*2234]σας 2, αποφάσεις. Όπως ήδη λέχθηκε, οι θέσεις αυτές είχαν άμεση σχέση και προωθούσαν, ουσιαστικά, την υπεράσπιση περί εικονικότητας. Υπό το πρίσμα αυτών των γεγονότων, η πλευρά της Τράπεζας είχε, όντως, βρεθεί προ εκπλήξεως και πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την παρουσίαση αντικρουστικής μαρτυρίας σε σχέση με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την έκδοση απόφασης στην Αγωγή υπ’ αριθμό 415/2004 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Ήταν μαρτυρία που σχετιζόταν άμεσα με την υπεράσπιση των Εναγομένων, δεδομένου ότι η κύρια βάση στήριξης της αφορούσε ισχυρισμούς περί εικονικότητας σε σχέση με το επίδικο συμβόλαιο ενοικιαγοράς.

 

Η ανατροπή της πρωτόδικης, τελικής, απόφασης επιζητείται με πέντε λόγους έφεσης, η αιτιολογία των οποίων παρατίθεται στο περίγραμμα της ειδοποίησης έφεσης. Μέσω των τεσσάρων πρώτων λόγων επιδιώκεται, ουσιαστικά, η αμφισβήτηση της πρωτόδικης αξιολόγησης της μαρτυρίας και των συνακόλουθων ευρημάτων και συμπερασμάτων, με απώτερο στόχο την ανατροπή της κατάληξης περί ύπαρξης γνήσιας συμφωνίας ενοικιαγοράς.  Στον τελευταίο, πέμπτο λόγο έφεσης, τίθεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και δεν ασχολήθηκε με τις θέσεις που προέβαλε ο δικηγόρος των Εναγομένων.

 

Στην πρωτόδικη διαδικασία, η πλευρά της Τράπεζας προώθησε τους ισχυρισμούς της μέσω της προφορικής μαρτυρίας πέντε μαρτύρων και της κατάθεσης μεγάλου αριθμού τεκμηρίων. Από το σύνολο της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρίας, προβάλλει ως αδιαμφισβήτητη η κατάρτιση, στις 13/12/2000, της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς με εμπλεκόμενους τους διάδικους. Πωλητής παρουσιαζόταν ο πρώην Εναγόμενος 2, ενοικιάστρια-αγοράστρια η πρώτη Εφεσείουσα και εγγυήτρια, μαζί με τον προαναφερθέντα Εναγόμενο 2, η δεύτερη Εφεσείουσα. Ως αντικείμενα προς ενοικίαση τέθηκαν βάρκα με συγκεκριμένο αριθμό εγγραφής και έπιπλα, όπως αυτά περιγράφονται σε τιμολόγιο, που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1. Τη σχετική δήλωση με την οποία επιβεβαιωνόταν η κυριότητα των επίδικων αντικειμένων, υπέγραψε ο τότε Εναγόμενος 2 και μοναδικός, όπως λέχθηκε, μάρτυρας για την Υπεράσπιση. Επιπρόσθετα, στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό όπως θα διαφανεί στη συνέχεια της απόφασης μας, κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 2, αντίγραφο του τίτλου ιδιοκτησίας της προαναφερθείσας βάρκας. Συμφωνηθέν ποσό ενοικίασης του συνόλου των αντικειμένων ήταν, τότε, Λ.Κ.200.000 πλέον Λ.Κ.31.000 δικαιώματα ενοικιαγοράς και αγοράς. Τέλος, συμφωνήθηκε και ο τρόπος καταβολής του πιο πάνω ποσού υπό τύπο ενοικίου, ήτοι [*2235]με 24 μηνιαίες δόσεις εκ Λ.Κ.9.625 με ημερομηνία έναρξης καταβολής την 13/01/2001. Προκύπτει ως περαιτέρω αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Τράπεζα κατέβαλε το προαναφερθέν ποσό των Λ.Κ.200.000 στον Εναγόμενο 2, ως πωλητή των εν λόγω αντικειμένων, παραδίδοντας του σχετική επιταγή. Η αδυναμία καταβολής των συμφωνημένων δόσεων, απόρροια της οποίας ήταν ο τερματισμός της επίδικης συμφωνίας, καθώς επίσης  και η παράλειψη πληρωμής οποιουδήποτε ποσού μετά τον τερματισμό, δεν συνιστούσαν σημείο τριβής ή αμφισβήτησης.

 

Με βάση τα πιο πάνω και αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Τράπεζα απέδειξε την εγκυρότητα της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς. Περαιτέρω, κατέληξε στα ουσιαστικά ευρήματα της ύπαρξης των αντικειμένων που κάλυπταν την επίδικη συμφωνία, απορρίπτοντας, κατ’ ακολουθία, τη βασική θέση της Υπεράσπισης περί εικονικότητας.

 

Η επιτυχία των λόγων έφεσης που εστιάζονται στην ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας, προϋποθέτει εφαρμογή των αρχών που διέπουν το θέμα επέμβασης του Εφετείου στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε θέματα αξιοπιστίας μαρτύρων.  Συνιστά πάγια γραμμή της νομολογίας ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Η ευθύνη για τη διάγνωση των γεγονότων ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Τότε και μόνο δικαιολογείται ανάλογη επέμβαση του Εφετείου, όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας (Πίτσιλλος v. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 691).

 

Υποβάλλουν οι Εφεσείουσες ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων των Εναγόντων πάσχει, σε βαθμό που να δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου. Κατ’ ανάλογο τρόπο, θέτουν ότι τρωτή είναι και η αξιολόγηση των όσων ο μοναδικός μάρτυρας υπεράσπισης παρουσίασε κατά την παράθεση της μαρτυρίας του στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως προβάλλεται, συγκεκριμένα, μέσα από την αιτιολογία των εξεταζόμενων λόγων έφεσης 1 – 4, η προσβαλλόμενη αξιολόγηση είναι μεμπτή καθότι οι μάρτυρες των Εναγόντων δεν ήταν παρόντες κατά την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς, προέβησαν σε επιλεκτική διαχείριση του μαρτυρικού υλικού, παραλείποντας να παρουσιάσουν σημαντικό μέρος στοιχείων που είχαν στη διάθεσή τους και, σε τελική ανάλυση, παρέθεσαν αντιφατική μαρτυρία. Προσθέτουν, περαιτέρω, οι Εφεσείουσες, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης, ο [*2236]οποίος, κατά τη θέση τους, έδωσε αιτιολογημένες, λογικές και αληθοφανείς εξηγήσεις, παρουσιάζοντας σχετικά στοιχεία και έγγραφα και παραμένοντας σταθερός σε όλη την πορεία της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας του. Τέλος, με τον τρίτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως λανθασμένη η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της παράλειψης της Τράπεζας να επιθεωρήσει τα αντικείμενα που κάλυπταν τη συμφωνία ενοικιαγοράς και να επιβεβαιώσει την αξία τους.

 

Εξετάζοντας τις πιο πάνω εισηγήσεις - υπό το φως, πάντα, των αρχών που διέπουν το ζήτημα της επέμβασης του Εφετείου προς την κατεύθυνση ανατροπής ευρημάτων αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου - δεν έχουμε ικανοποιηθεί πως υπάρχει περιθώριο επέμβασης μας στην αξιολόγηση των μαρτύρων, στην οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, δίδονται επαρκείς εξηγήσεις και αιτιολογείται ικανοποιητικά η κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων των Εναγόντων και την απόρριψη αυτής της υπεράσπισης. Ο τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και η τελική του κρίση, καθώς επίσης και τα ευρήματα και συμπεράσματα που ακολούθησαν, δεν παρουσιάζουν οποιαδήποτε στοιχεία μεμπτότητας. Αντίθετα, η αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας ήταν επαρκής, τα δε ευρήματα και συμπεράσματα ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της εν λόγω αξιολόγησης και βρίσκονται σε πλήρη ταύτιση με την μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη. Τα όσα οι Μάρτυρες Εναγόντων παρέθεσαν, συνάδουν με το σύνολο των τεκμηρίων που κατατέθηκαν, πολλά εκ των οποίων εκ συμφώνου.   Ούτε και εντοπίζεται ζήτημα επιλογής μαρτυρίας στη βάση που θέτουν οι Εφεσείουσες. Ήταν υποχρέωση της Τράπεζας να παραθέσει μαρτυρικό υλικό, ικανό να οδηγήσει σε απόδειξη της υπόθεσής της υπό το φως της επιλεχθείσας βάσης αγωγής, ήτοι συμφωνίας ενοικιαγοράς. Μέσα δε από τη μαρτυρία που, ορθά, έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η πλευρά της Ενάγουσας Τράπεζας απέσεισε το βάρος απόδειξης που έφερε. Υπό αυτά τα δεδομένα, οι Εφεσείουσες, τότε Εναγόμενες, έφεραν το βάρος να αποδείξουν τους δικογραφημένους ισχυρισμούς τους περί εικονικότητας της συναλλαγής. Επιχείρησαν να το πράξουν μέσω της μαρτυρίας του πρώην Εναγόμενου 2, ο οποίος διαδραμάτισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην επίδικη συμφωνία με την Τράπεζα. Η μαρτυρία του δεν έγινε αποδεκτή, για τους λόγους που αναφέρονται στις σελίδες 12 και 13 της πρωτόδικης απόφασης, απόσπασμα των οποίων παραθέσαμε αυτούσιο σε προηγούμενο στάδιο. Συνεπώς, αναπόδραστα πλέον, η υπεράσπιση της εικονικότητας κατέρρευσε.

[*2237]Ο δικαστικός λόγος της απόφασης Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Χίνη (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 818 και ο τρόπος αντίκρισης από το πρωτόδικο Δικαστήριο των γεγονότων που κάλυπταν την υπό κρίση υπόθεση, αποτέλεσε τον κύριο πυλώνα στήριξης των θέσεων του ευπαίδευτου συνήγορου για τις Εφεσείουσες.

 

Στην υπόθεση Χίνη, το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την Έφεση και επιβεβαιώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε ως πειστικούς τους λόγους που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να αιτιολογήσει την απόρριψη της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων της Τράπεζας ως αναξιόπιστης. Μεταξύ αυτών ήταν ότι η Τράπεζα ουδέποτε διακρίβωσε είτε την ύπαρξη είτε την αξία των υποτιθέμενων αντικειμένων ενοικιαγοράς. Επίσης ο πίνακας αντικειμένων, ο οποίος ήταν επισυνημμένος στην επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς, ήταν ακριβώς ο ίδιος με τον πίνακα αντικειμένων που επισυνάφθηκε και σε τέσσερα άλλα συμβόλαια ενοικιαγοράς. Ήταν δε χαρακτηριστικό το γεγονός ότι σε όλους τους πίνακες συγκεκριμένη λέξη, «Αποκωδικοποιητής», ήταν λανθασμένα γραμμένη κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή ως «Αποδικωποιητής». Ένας άλλος παράγοντας που λήφθηκε υπόψη, ήταν ότι η Τράπεζα παρέλειψε να καλέσει ως μάρτυρα υπάλληλο που, κατά τον ισχυρισμό της αντίδικης πλευράς, ήταν το πρόσωπο που παρότρυνε τον Εφεσίβλητο-Εναγόμενο να προχωρήσει σε εικονική συμφωνία ενοικιαγοράς. Εφόσον τα πράγματα «βοούσαν» ότι η επίδικη ενοικιαγορά ήταν εικονική, κρίθηκε ότι η Τράπεζα θα ήταν λογικό να είχε καλέσει τον προαναφερθέντα ως μάρτυρα και όχι ο Εφεσίβλητος-Εναγόμενος.

 

Η υπόθεση Χίνη (ανωτέρω), δε σχετίζεται επί των γεγονότων με την παρούσα. Στην υπό κρίση περίπτωση, τα δεδομένα, όπως έγιναν αποδεκτά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και όπως ουσιαστικό τους μέρος, ήταν, ούτως ή άλλως αδιαμφισβήτητο, είναι τέτοια που την διαφοροποιούν. Καταρχάς, παρέμεινε αδιαμφισβήτητη, και ανάλογες υποβολές τέθηκαν από την πλευρά της Υπεράσπισης, όπως τις έχουμε ήδη καταγράψει, η εγκυρότητα και η αποδοχή όλων των άλλων συναλλαγών μεταξύ των ιδίων διαδίκων, που αφορούσαν επίσης ενοικιαγορές, τις οποίες συνόδευαν κατάλογοι αντικειμένων. Περαιτέρω, και πιο σημαντικό, δε βρισκόμαστε ενώπιον περίπτωσης με ανύπαρκτα αντικείμενα ενοικιαγοράς. Αντίθετα, τουλάχιστον όσον αφορά την προαναφερθείσα βάρκα, η ύπαρξη της όχι μόνο είναι αποδεκτή, αλλά και σχετικό πιστοποιητικό εγγραφής παρουσίασε ο τότε Εναγόμενος 2 - Πωλητής στον αρμόδιο υπάλληλο της Τράπεζας. Με βάση τα [*2238]πιο πάνω, η ενώπιον μας περίπτωση διακρίνεται ουσιωδώς από την υπόθεση Χίνη, όπου η ανυπαρξία των δηλωθέντων προς ενοικιαγορά αντικειμένων ήταν καταλυτική στην κρίση ότι η συμφωνία ήταν όντως εικονική. Συνάδει δε με δύο πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τις υποθέσεις Thomas Liobay Developments Ltd κ.ά. v. Marfin Popular Bank Public Co Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1749 και Σολωμού κ.ά v. Marfin Popular Bank Public Co Ltd (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 36.

 

Στη Σολωμού (ανωτέρω) τονίστηκε η σημασία της ύπαρξης, ως ήτο παραδεκτό, αυτοκινήτου που αποτελούσε μέρος των αντικειμένων ενοικιαγοράς. Λέχθηκαν τα εξής από το Εφετείο, που σχετίζονται με τον τρίτο ενώπιον μας λόγο έφεσης και τα οποία, κατ’ αναλογία, υιοθετούμε:

 

«Το υπό κρίση συμβόλαιο ενοικιαγοράς ευλόγως είναι διακριτό από όλες τις υπόλοιπες συμφωνίες. Αφορούσε συγκεκριμένο υπαρκτό αντικείμενο, το οποίο πωλήθηκε στην τράπεζα· και στη συνέχεια διατέθηκε με το σύστημα της ενοικιαγοράς, έστω σε αυξημένη τιμή, στον Εφεσείοντα 1. Η αυξημένη τιμή από μόνη της, ως ήδη κρίθηκε, δεν αποτελεί παρά ένδειξη πιθανής εικονικότητας. Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία παραπέμπουν σε μια αληθή συμφωνία, εκ της οποίας οι εφεσείοντες επωφελήθηκαν χρηματοδότησης ύψους £25.000, εκ των οποίων αποπλήρωσαν ορισμένο ποσό, ως ο ίδιος ο εφεσείων 1, δέχθηκε στην αντεξέταση του. Ορθά επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εκ των υστέρων σκέψη την υπεράσπιση της ενοικιαγοράς, όταν οι χρηματιστηριακές αξίες των μετοχών των εφεσειόντων, για τις οποίες οι ίδιοι προφανώς χρησιμοποίησαν τα χρήματα της χρηματοδότησης, δεν απέδωσαν ως ανέμεναν. Το συμβόλαιο ήταν όμως αληθές. Το αν η τράπεζα αδιαφόρησε να ελέγξει τα υπόλοιπα αντικείμενα, τα οποία ήταν ανύπαρκτα, δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της παρούσας συμφωνίας.»

 

Υπό τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης, δεν τίθεται βεβαίως και ζήτημα εξέτασης υποχρέωσης της Τράπεζας να παρουσιάσει ως μάρτυρα την υπάλληλο η οποία είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στη συνομολόγηση της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς. Εκ του περισσού σημειώνουμε ότι η εν λόγω υπάλληλος, λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας, είχε, εν τω μεταξύ, αφυπηρετήσει και απεβίωσε προτού λάβει χώρα η ακροαματική διαδικασία.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, ο πέμπτος λόγος έφεσης περιστρέφεται γύ[*2239]ρω από τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και δεν ασχολήθηκε με σειρά εισηγήσεων που προέβαλε ο συνήγορος των Εναγομένων. Ισχυρίζονται, συναφώς, οι Εφεσείουσες, ότι δεν απέδειξε η Τράπεζα τη δικογραφημένη συμφωνία ενοικιαγοράς, αφού δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγγραφο συμβόλαιο ενοικίασης με τον αριθμό που αναγράφεται στην παράγραφο 2 της έκθεσης απαίτησης. Περαιτέρω, ότι δεν έχει αποδειχθεί το ύψος των ζημιών. Ακόμη, πως με την έκδοση απόφασης εις βάρος μόνο των Εφεσειουσών και πιθανής μελλοντικής απόφασης και εναντίον του πρώην Εναγόμενου 2, δημιουργείται κίνδυνος επηρεασμού των δικαιωμάτων τους, αφού ενδεχόμενα οι Εφεσείουσες θα επωφελούντο από προηγούμενη ρευστοποίηση των ενεχειριασθεισών μετοχών.

 

Ο εξεταζόμενος λόγος έφεσης είναι επίσης έκθετος σε απόρριψη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στα ενώπιόν του τεκμήρια και, αφού αξιολόγησε την προσφερθείσα μαρτυρία, κατέληξε, εφαρμόζοντας ορθά τη νομική πλευρά, ότι η επίδικη συμφωνία είχε όλα τα απαραίτητα στοιχεία συμφωνίας ενοικιαγοράς και ήταν καθόλα γνήσια. Ως προς το ζήτημα της ζημιάς, την καθόρισε, με αναφορά σε σχετική νομολογία (Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ v. Παντελή κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 854) στο ύψος των καθυστερημένων δόσεων κατά τον χρόνο τερματισμού, πλέον το υπόλοιπο της συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων των τόκων. Προς απόδειξή της, δόθηκε επαρκής μαρτυρία, του ΜΕ 1 και σχετική αναθεωρημένη κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 6. Τέλος, οι ισχυρισμοί των Εφεσειουσών περί επηρεασμού των δικαιωμάτων τους λόγω της εκκρεμότητας που υφίσταται από τη διακοπή της αγωγής εναντίον του πρώην Εναγόμενου 2, δε δικογραφούνται, ούτε και αποτέλεσαν αντικείμενο κρίσης στην πρωτόδικη διαδικασία. Συνεπώς, δεν μπορούν να εξεταστούν κατ’ έφεση. Ούτως ή άλλως είναι εντελώς αβάσιμοι, καθότι δε θα μπορούσε να περιοριστεί το δικαίωμα της Τράπεζας να κινηθεί εκ νέου δικαστικά εναντίον του Εναγόμενου 2, αξιώνοντας την έκδοση διαταγμάτων πώλησης των υπό αναφορά μετοχών προς ικανοποίηση της απαίτησής της.

 

Ως αποτέλεσμα του συνόλου των πιο πάνω, δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης στην πρωτόδικη απόφαση. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των Εφεσειουσών και υπέρ της Εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο