Χαρίλαος Αποστολίδης και Σία Λτδ και Α. Panayides Contracting Ltd - Κοινοπραξία (2013) 1 ΑΑΔ 2302

(2013) 1 ΑΑΔ 2302

[*2302]13 Νοεμβρίου, 2013

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33 ΤΟΥ 1964 (ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ),

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΛΤΔ ΚΑΙ A. PANAYIDES

CONTRACTING LTD – ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ TOY ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ

19/06/2013 ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ

ΔΙΑΤΑΧΘΗΚΕ Η ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΗΜΕΡ. 30/04/2013 ΤΟΥ

ΔΙΑΙΤΗΤΗ ΚΩΣΤΑ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 165/2013)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση προς έκδοση εντάλματος της φύσεως Certiorari με το οποίο να ακυρωνόταν διάταγμα που εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο κατόπιν μονομερούς αίτησης των Καθ’ ων η αίτηση και με το οποίο αναστάληκε η εκτέλεση  διαιτητικής απόφασης μέχρι την εκδίκαση Γενικής Αίτησης που είχε στο μεταξύ προωθηθεί ― Απορρίφθηκε λόγω ύπαρξης εναλλακτικού ένδικου μέσου και απουσίας εξαιρετικών περιστάσεων.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο [*2303]ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα ― Η αρχή αυτή ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα ― Έστω, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας.

 

Ύστερα από την εξασφάλιση σχετικής άδειας του Δικαστηρίου, οι Αιτητές καταχώρισαν αίτηση με την οποία ζητούσαν ένταλμα της φύσης Certiorari με το οποίο να ακυρωνόταν Διάταγμα που εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο, κατόπιν  μονομερούς αίτησης των Καθ’ ων η αίτηση και με το οποίο αναστάληκε η εκτέλεση της διαιτητικής Απόφασης μέχρι την εκδίκαση Γενικής Αίτησης που είχε στο μεταξύ προωθηθεί.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα οι Αιτητές είναι εργοληπτική εταιρεία, η οποία στις 7.4.1997 υπέγραψε Συμβόλαιο με τους Καθ’ ων η αίτηση για ανέγερση του Νέου Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Βάσει των όρων του Συμβολαίου οι διαφορές που θα προέκυπταν, θα επιλύονταν με καθορισμένο τρόπο ο οποίος στο τελικό στάδιο προέβλεπε την παραπομπή σε διαιτησία. Κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του Συμβολαίου προέκυψαν πολλές διαφορές για τις οποίες ακολουθήθηκαν διάφορες διαδικασίες μεταξύ των οποίων και Διαιτησία.

 

Επαρχιακό Δικαστήριο ενέκρινε σε κάποιο στάδιο μονομερή αίτηση των Καθ’ ων η αίτηση, εκδίδοντας στην απουσία των Αιτητών διάταγμα με το οποίο αναστελλόταν η απόφαση του διαιτητή κ. Ανδρονίκου μέχρι την έκδοση απόφασης σε Γενική Αίτηση που είχε στο μεταξύ προωθηθεί. 

 

Οι Αιτητές αιτήθηκαν την ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος, προβάλλοντας μεταξύ άλλων ότι:

 

α)  Υπήρχε έκδηλη παρανομία η οποία συνίστατο στην έκδοση του επίδικου διατάγματος μονομερώς, χωρίς να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 9 του Κεφ. 6 για την απόδειξη του κατ’ επείγοντος.

 

β)  Το κατώτερο δικαστήριο κατά την έκδοση του διατάγματος ενήργησε καθ’ υπέρβαση των εξουσιών του και

 

γ)  εξέδωσε το επίδικο διάταγμα αναστολής της διαιτητικής απόφασης στη βάση της Δ.35 θ.18 η οποία όμως παραχωρεί εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο υπό την αρμοδιότητα του ως Εφετείο και όχι στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

[*2304]Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Υπήρξε καθυστέρηση εκ μέρους των Αιτητών να αποταθούν στο Επαρχιακό Δικαστήριο για να εξασφαλίσουν τα επίδικα διατάγματα αναστολής, ωστόσο δεν παρίστατο ανάγκη να κριθεί τελεσίδικα το θέμα της δικαιοδοσίας ως εκ της καθυστέρησης και της παραβίασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, επειδή η τύχη της αίτησης περιστρεφόταν στο κατά πόσον υπήρχε άλλο διαθέσιμο ένδικο μέτρο ή όχι.

 

2.  Στην προκειμένη περίπτωση και ανεξάρτητα του ενδεχομένου ύπαρξης παρανομίας, δεν υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις που να καθιστούσαν αναγκαία την κατ’ εξαίρεση παροχή της θεραπείας του προνομιακού εντάλματος με βάση το κατάλοιπο εξουσίας του Δικαστηρίου, ενώ υπήρχε άλλο ένδικο μέσο και ιδιαίτερα αυτό του παραμερισμού της πρωτόδικης απόφασης, δυνάμει της Δ.48 θ.8(4).

 

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 696.

 

Τσιμεντοποϊία Βασιλικού Λτδ ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 23,

 

Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,

 

Χρίστου (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2085,

 

Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1965,

 

Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552,

 

Κτηματικές Επιχειρήσεις Ανδρέα Ευριπίδη Διογένους Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 1342,

 

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878,

 

Base Metal Trading Ltd ν. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535.

 

Αίτηση.

 

Σπ. Ευαγγέλου με Κ. Λεοντίου, για τους Αιτητές.

[*2305]Στ. Χούρη (κα), για τους Καθ’ ων η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Μετά από άδεια του δικαστηρίου, οι Αιτητές καταχώρισαν την παρούσα αίτηση με την οποία ζητούν ένταλμα της φύσης Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται το Διάταγμα ημερ. 19.6.2013, το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, μετά από μονομερή αίτηση των Καθ’ ων η αίτηση και με την οποία αναστάληκε η εκτέλεση της διαιτητικής Απόφασης ημερ. 30.4.2013 του διαιτητή Κώστα Ανδρονίκου.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα οι Αιτητές είναι εργοληπτική εταιρεία, η οποία στις 7.4.1997 υπέγραψε Συμβόλαιο με τους Καθ’ ων η αίτηση για ανέγερση του Νέου Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Βάσει των όρων του Συμβολαίου οι διαφορές που θα προέκυπταν θα επιλύονταν με καθορισμένο τρόπο ο οποίος στο τελικό στάδιο προβλέπει την παραπομπή σε διαιτησία. Κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του Συμβολαίου προέκυψαν πολλές διαφορές. Για σκοπούς της παρούσας αίτησης μας ενδιαφέρουν δύο από αυτές. Η πρώτη αφορά στο χρόνο παράτασης του Συμβολαίου η οποία παραπέμφθηκε σε διαιτησία ενώπιον του διαιτητή κ. Κώστα Ανδρονίκου και η δεύτερη η οποία αφορούσε τον τελικό λογαριασμό του Συμβολαίου, παραπέμφθηκε το 2007 στο διαιτητή κ. Πάμπο Ιωαννίδη και εκκρεμεί ακόμη. Στη δεύτερη διαιτησία, οι Αιτητές διεκδικούν αποζημιώσεις ύψους €198.088.207,66, πλέον τόκους.  Σ’ αυτό το ποσό περιλαμβάνεται και το ποσό των €19.564.866,86 το οποίο αντιπροσωπεύει τις αποζημιώσεις που διεκδικεί η Αιτήτρια σε σχέση με την περίοδο των 77 εβδομάδων παράτασης του χρόνου εκτέλεσης του Συμβολαίου, που διέταξε ο διαιτητής κ. Ανδρονίκου. Οι Καθ’ ων η αίτηση στα πλαίσια της δεύτερης διαιτησίας, ανταπαιτούν ποσό €17.397.432,65 για κακοτεχνίες και άλλους λόγους.

 

Ενώ η δεύτερη διαιτησία εκκρεμεί, η πρώτη ολοκληρώθηκε και στις 30.4.2012 ο διαιτητής κ. Ανδρονίκου έκδωσε την απόφαση του και ειδοποίησε τα δύο μέρη ότι η απόφαση ήταν στη διάθεσή τους, νοουμένου ότι θα κατέβαλλαν την αμοιβή του. Οι Αιτητές παρέλαβαν και τα δύο αντίγραφα της απόφασης, καταβάλλοντας οι ίδιοι την οφειλόμενη αμοιβή αν και η μόνη υποχρέωση τους ήταν να καταβάλουν μόνο το μέρος της αμοιβής που τους αναλογούσε. Την ίδια ημέρα (30.4.2012) ή την επόμενη μέρα, οι Αιτητές παρέδωσαν αντίγραφο της απόφασης στη Ρένα Αντωνιάδου, Αναπληρώτρια Διευθύντρια του Τμήματος Δημοσίων Έργων.

[*2306]Οι Καθ’ ων η αίτηση δεν αντέδρασαν στην απόφαση. Η πρώτη τους αντίδραση ήρθε σχεδόν 1 χρόνο μετά την έκδοση της απόφασης, καταχωρώντας την 1.3.2013 την Εναρκτήρια Αίτηση 525/13 με την οποία ζητούσαν ακύρωση της διαιτητικής απόφασης του κ. Ανδρονίκου λόγω μεροληπτικής συμπεριφοράς.

 

Στις 5.6.2013, δηλαδή 15 μήνες μετά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, οι Καθ’ ων η αίτηση καταχώρισαν μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσαν αναστολή εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης μέχρι έκδοσης απόφασης στην Εναρκτήρια Αίτηση. Η αίτηση μεταξύ άλλων στηριζόταν στη Δ.35 θ.18 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και στα Άρθρα 20(2) και 30 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4. Οι Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίστηκαν ότι η απόφαση του διαιτητή Κώστα Ανδρονίκου θα έπρεπε να ανασταλεί ενόψει του ότι ήταν σε εξέλιξη η δεύτερη διαιτησία ενώπιον του κ. Πάμπου Ιωαννίδη, η οποία έχει άμεση σχέση με την απόφαση του διαιτητή κ. Ανδρονίκου. Όπως ισχυρίστηκαν οι Αιτητές, στη δεύτερη διαιτησία διεκδικούσαν, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις για την παράταση του χρόνου που αποφάσισε ο διαιτητής κ. Ανδρονίκου. Ισχυρίστηκαν ότι αν δεν χορηγείτο το αιτούμενο διάταγμα αναστολής της διαιτητικής απόφασης του κ. Ανδρονίκου, ο διαιτητής κ. Π. Ιωαννίδης (στη δεύτερη διαιτησία) ενδεχομένως να επιδικάσει αποζημιώσεις και για το θέμα της παράτασης χρόνου το οποίο αποφασίστηκε από το διαιτητή κ. Ανδρονίκου, του οποίου όμως η απόφαση ενδεχομένως να ακυρωθεί, αν τελικά επιτύχει η Εναρκτήρια Αίτηση 525/13. Σε περίπτωση που επιδικαστούν αποζημιώσεις υπέρ των Αιτητών στα πλαίσια της δεύτερης διαιτησίας και οι Καθ’ ων η αίτηση υποχρεωθούν να καταβάλουν αποζημιώσεις για την παράταση χρόνου και μετά ακυρωθεί η απόφαση του διαιτητή κ. Ανδρονίκου, τότε «θα είναι δύσκολο ή αδύνατον να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο καθ’ ότι οι Καθ’ ων η αίτηση είναι κοινοπραξία 2 εργοληπτικών εταιρειών και υπάρχει κίνδυνος είτε να παύσουν να υφίστανται και/ή να μην μπορούν να επιστρέψουν στον Αιτητή οποιαδήποτε ποσά ήθελε καταβληθούν σ’ αυτούς». 

 

Το κατώτερο δικαστήριο στις 19.6.2013 ενέκρινε τη μονομερή αίτηση εκδίδοντας στην απουσία των Αιτητών διάταγμα με το οποίο αναστέλλετο η απόφαση του διαιτητή κ. Ανδρονίκου μέχρι την έκδοση απόφασης στη Γενική Αίτηση 525/13.

 

Είναι αυτό το διάταγμα που οι Αιτητές προσπαθούν να ακυρώσουν με την παρούσα αίτηση, ισχυριζόμενοι:- (α) ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία η οποία συνίσταται στην έκδοση του επίδικου διατάγματος μονομερώς, χωρίς να ικανοποιούνται οι προϋποθέ[*2307]σεις του Άρθρου 9 του Κεφ. 6 για την απόδειξη του κατ’ επείγοντος, (β) ότι το κατώτερο δικαστήριο κατά την έκδοση του διατάγματος ενήργησε καθ’ υπέρβαση των εξουσιών του και (γ) ότι εξέδωσε το επίδικο διάταγμα αναστολής της διαιτητικής απόφασης στη βάση της Δ.35 θ.18 η οποία όμως παραχωρεί εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο υπό την αρμοδιότητα του ως Εφετείο και όχι στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση ενίστανται στην αίτηση ισχυριζόμενοι, μεταξύ άλλων, ότι:- (α) το κατώτερο δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα, (β) το αιτούμενο προνομιακό ένταλμα δεν μπορεί να χορηγηθεί καθότι οι Αιτητές έχουν άλλο ένδικο μέσο για ακύρωση του διατάγματος, (γ) η αναστολή αφορούσε σε διαιτητική απόφαση η οποία θα μπορούσε να ανασταλεί μόνο δυνάμει του Κεφ. 4, (δ) το Άρθρο 9 του Κεφ. 6, το οποίο επικαλείται ο δικηγόρος της άλλης πλευράς, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.

 

Η νομολογία αναφορικά με την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης Certiorari συνοψίζεται στην Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 696 στην οποία αναφέρονται τα εξής στη σελίδα 701:-

 

«Η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος certiorari, όπως την αναγνώρισε τελικά η σύγχρονη αγγλική νομολογία, παρέχει δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο - όχι όμως αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου - με προοπτική την επέμβαση, είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του "πρακτικού" της απόφανσης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας.»

 

Όμως όπου υπάρχουν άλλα ένδικα μέσα που θα μπορούσε να λάβει ο αιτητής, το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια όχι μόνο δεν παραχωρεί άδεια, αλλά εάν έχει παραχωρήσει άδεια δεν εκδίδει προνομιακό ένταλμα, εκτός και αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Θα προχωρήσω στη συνέχεια να εξετάσω τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς για να διαπιστώσω αν με βάση το υπόβαθρο που τέθηκε ενώπιον του, υπάρχουν άλλα ένδικα μέσα.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Αιτητές εισηγήθηκε ότι η αναστολή εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί είναι παράνομη. Όπως εξήγησε η παρανομία συνίσταται στην έλλειψη δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. Θα αρχίσω από τη θέση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία δυνάμει της Δ.35 θ.18 να εκδώσει το επίδικο διάταγμα αναστολής. Κατ’ αρχάς θα πρέπει να αναφέρω ότι ένας Διαιτητής μετά την έκδοση της απόφασης του καθίσταται functus officio (βλ. Τσιμεντοποϊία Βασιλικού Λτδ ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 23). Απ’ εκεί και πέρα δικαιοδοσία έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Κεφ. 4. Μέχρι σήμερα (εκτός για θέματα αμοιβής του Διαιτητή), δεν έχουν εκδοθεί Διαδικαστικοί Κανονισμοί δυνάμει του Κεφ. 4. Σύμφωνα με το Άρθρο 30 του Κεφ. 4 μέχρι να εκδοθούν Διαδικαστικοί Κανονισμοί, εφαρμόζονται οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί με τις αναγκαίες προσαρμογές. Επομένως για κάθε θέμα που εγείρεται μετά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, δικαιοδοσία έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο και επομένως οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν δικαίωμα να αποταθούν σ’ αυτό για θεραπεία.  Μάλιστα το Άρθρο 21 του Κεφ. 4 προβλέπει ότι διαιτητική απόφαση δύναται με άδεια του Δικαστηρίου να εκτελεστεί κατά τον ίδιο τρόπο όπως μια δικαστική απόφαση. Κατ’ αναλογία το Επαρχιακό Δικαστήριο κέκτητο εξουσία να αναστείλει την εκτέλεση διαιτητικής απόφασης σύμφωνα με τους μηχανισμούς, που προβλέπονται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο και Διαδικαστικούς Κανονισμούς. Συνακόλουθα διαφωνώ με την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν ετύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 9 του Κεφ. 6.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση δυνάμει του Άρθρου 20 αιτήθηκαν από το Δικαστήριο ακύρωση της διαιτητικής απόφασης. Επίσης αποτάθηκαν με μονομερή αίτηση δυνάμει των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών για αναστολή της εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης. Η αίτηση τους στηρίχθηκε στη Δ.35 θ.18 και Δ.48 θ.1, 2, 3 και 8(1)(ee).

 

Οι Αιτητές διατείνονται ότι το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία δυνάμει της Δ.35 θ.18 να αναστείλει την εκτέλεση της απόφασης και ότι μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο είχε τέτοια εξουσία. Δεν συμφωνώ. Η ίδια η Δ.35 θ.18 προβλέπει ότι μια απόφαση δεν αναστέλλεται «εκτός στο βαθμό που θα διέτασσε τούτο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή το Εφετείο ή Δικαστής του ενός ή του άλλου Δικαστηρίου»*. Στην προκειμένη περίπτωση «πρωτοβάθμιο Δικαστήριο» δεν μπορεί να θεωρηθεί άλλο από το Επαρχιακό Δικαστήριο, αφού ο διαιτητής που εξέδωσε την απόφαση κατέστη functus officio και η εξουσία του για θέ[*2309]ματα εκτέλεσης και κατ’ αναλογία για θέματα αναστολής μεταφέρεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο δυνάμει της συνδυασμένης ανάγνωσης των Άρθρων 21 και 30 του Κεφ. 4. Επομένως δεν έχω πειστεί ότι το επίδικο διάταγμα για αναστολή εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης δυνάμει της Δ.35 θ.18, ήταν παράνομο.

 

Το δεύτερο θέμα που εγείρεται από τους Αιτητές είναι κατά πόσον τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 9 του Κεφ. 6.  Το παράπονο των Αιτητών είναι διττό. Πρώτον, ότι το Δικαστήριο, λόγω της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε, δεν έπρεπε να είχε επιληφθεί της αίτησης αναστολής μονομερώς, στερώντας έτσι στους Αιτητές το δικαίωμα να ακουστούν. Δεύτερον, ότι ακόμα και αν θεωρηθεί ότι νόμιμα ενεργούσε, το κατώτερο δικαστήριο όφειλε, δυνάμει του Άρθρου 9(3) του Κεφ. 6, να ορίσει το διάταγμα αναστολής επιστρεπτέο, ώστε να μπορέσουν οι Αιτητές να εμφανιστούν και να το αμφισβητήσουν.

 

Δεν θα εξετάσω την ουσία των δύο αυτών θεμάτων, γιατί όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, κάτι τέτοιο δεν είναι αναγκαίο για σκοπούς περαιτέρω εξέτασης της παρούσας αίτησης. Σημειώνω όμως ότι από τα ενώπιον μου στοιχεία συμφωνώ ότι υπήρξε καθυστέρηση εκ μέρους των Αιτητών να αποταθούν στο Επαρχιακό Δικαστήριο για να εξασφαλίσουν τα επίδικα διατάγματα αναστολής.  Επίσης σημειώνεται το παράπονο των Αιτητών ότι το κατώτερο δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις πρόνοιες του Άρθρου 9(1) και 9(3) του Κεφ. 6, με αποτέλεσμα οι Αιτητές να αποστερηθούν του δικαιώματος τους να ακουστούν, κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.

 

Ο λόγος που έκρινα ότι δεν παρίσταται ανάγκη να κριθεί τελεσίδικα το θέμα της δικαιοδοσίας ως εκ της καθυστέρησης και της παραβίασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, είναι γιατί η τύχη της αίτησης περιστρέφεται στο κατά πόσον υπάρχει άλλο διαθέσιμο ένδικο μέτρο ή όχι.

 

Ήταν η θέση της δικηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση ότι ανεξάρτητα από τις όποιες διαπιστώσεις, το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να εκδώσει το αιτούμενο προνομιακό ένταλμα, αφού οι Αιτητές είχαν στη διάθεσή τους άλλο ένδικο μέσο και συγκεκριμένα αυτό της έφεσης και ιδιαίτερα αυτό της καταχώρισης αίτησης δυνάμει της Δ.48 θ.8(4) για παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, όπου υπάρχει διαθέσιμο άλλο ένδι[*2310]κο μέσο δεν είναι δυνατό να παραχωρηθεί προνομιακό ένταλμα, εκτός εάν διαπιστωθεί ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις (βλ. Άνθιμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41). Έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί ότι η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν καθίσταται υποκατάστατο της έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων και ότι ο μεγάλος χρόνος που χρειάζεται για εκδίκαση της έφεσης δεν συνιστά εξαιρετική περίσταση, εφόσον η εκδίκαση μιας έφεσης μπορεί να επισπευσθεί αν υπάρχει καλός λόγος (βλ. Χρίστου (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2085). Επίσης νομολογιακά έχει διευκρινιστεί ότι η αρχή των εξαιρετικών περιστάσεων ισχύει γενικά, ανεξάρτητα αν ο λόγος που επιδιώκεται η ακύρωση του διατάγματος σχετίζεται με έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας (βλ. Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) A.A.Δ. 1965, Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 552 και Κτηματικές Επιχειρήσεις Ανδρέα Ευριπίδη Διογένους Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 1342).

 

Το θέμα έτυχε πρόσφατης εξέτασης από το Εφετείο στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878, στην οποία έγινε εκτενής ανασκόπηση της νομολογίας και ιδιαίτερα του δικαστικού λόγου στις υποθέσεις Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω και Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) A.A.Δ. 1535. Παραθέτω την πιο κάτω περικοπή, η οποία επεξηγεί την αποκρυσταλλωμένη πλέον θέση της νομολογίας ότι η αρχή για αναζήτηση εξαιρετικών περιστάσεων σε περιπτώσεις ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου, δεν χαλαρώνει ούτε στις περιπτώσεις που η παρανομία σχετίζεται με έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:-

 

«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι αποκρυσταλλωμένη και η αναφορά σε παλαιότερες και σε νεότερες προσεγγίσεις είναι κατά την άποψή μας αχρείαστη (βλ. Σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα», Π. Αρτέμη, Έκδοση 2004, σελ. 55-68). Ο κ. Πολυβίου για να υποστηρίξει τη θέση του περί ύπαρξης «ευρύτερης» προσέγγισης, έκαμε αναφορά σε απόσπασμα από το Σύγγραμμα Halsbury´s, Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, σελ. 140, παρ. 265. Όμως το συγκεκριμένο απόσπασμα σε σχέση με το δικαιοδοτικής φύσης θέμα, υπήρξε αντικείμενο εξέτασης από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω, στην οποία κρίθηκε ότι:-

 

«Με προβλημάτισε ιδιαιτέρως, όμως, η εισήγηση πως θα έπρεπε να χορηγήσω άδεια παρά την ύπαρξη δυνατότητας άσκησης έφεσης, ενόψει της δικαιοδοτικής φύσης των σημείων που συζητήθηκαν. Κυρίως ενόψει του πιο κάτω απο[*2311]σπάσματος από τους Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση Τόμος 11 σελ. 140 § 265. (Βλ. επίσης την 4η έκδοση, Τόμος Ι(ι) § 117, σημ. 22 και Bazu’s Commentary on the Constitution of India 6η έκδοση Τόμος Ι σελ. 375.)

 

“Although the order is not of course it will though discretionary nevertheless be granted ex debito justitiae, to quash proceedings which the Court has power to quash, where it is shown that the court below has acted without jurisdiction or in excess of jurisdiction, if the application is made by an aggrieved party and not merely by one of the public and if the conduct of the party applying has not been such as to disentitle him to relief and this is the case even though certiorari is taken away by statute and although there is an alternative remedy.”

 

Αυτή η πολύ γενική διατύπωση μεταδίδει πράγματι πως σε περιπτώσεις έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, όταν η αίτηση προέρχεται από επηρεαζόμενο, εκδίδεται certiorari παρά την ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας. Δεν έχω δει να διατυπώνεται τέτοια γενική αρχή στις βασικές υποθέσεις πάνω στο θέμα. Έχω υπόψη μου τις αναφερθείσες από την Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και στη συνέχεια στη Σταύρου Μεστάνα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469

 

Ο Κωνσταντινίδης, Δ., αφού ανέλυσε την αγγλική νομολογία, στην οποία στηρίχθηκε το πιο πάνω απόσπασμα, από το Halsbury´s Laws of England, ανωτέρω, κατέληξε ότι δεν υποστηρίζει την απολυτότητα με την οποία διατυπώνεται η παρατήρηση στο πιο πάνω Σύγγραμμα. Τελικά, κατέληξε πως:-

 

«…. ενώ η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν αποκλείει τη διεκδίκηση certiorari, αυτό, στο πλαίσιο της νομολογίας, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το δικαιολογούν. Όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, αυτό ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι’ αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.»

 

Η πιο πάνω προσέγγιση υιοθετήθηκε από το Νικήτα, Δ., στη [*2312]Σπύρος Γεωργίου, Αίτηση Αρ. 3/2001, ημερ. 14.2.2001 και σε πολλές άλλες υποθέσεις που ακολούθησαν. Ο κ. Πολυβίου έκαμε επίσης αναφορά στη Larissa (Αρ. 1) (1997) 1 Α.Α.Δ. 534, ως υποστηρίζουσα τις θέσεις του. Εκεί έγινε αναφορά από τον Καλλή, Δ., σε εξόφθαλμη υπέρβαση δικαιοδοσίας. Όπως υποδεικνύει ο Αρτέμης, Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Re Ανδρέας Σάββα (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1941, ανεξάρτητα αν «με βάση παλαιότερη νομολογία, επικράτησε η άποψη ότι, όπου μεταξύ άλλων υπήρχε εξόφθαλμη υπέρβαση δικαιοδοσίας, τότε θα μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα Certiorari, έστω και αν υπήρχε άλλο ένδικο μέσο, χωρίς την απόδειξη εξαιρετικών περιστάσεων», ακολούθησαν οι υποθέσεις Μεστάνας, ανωτέρω και Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω, στις οποίες αποφασίστηκε όπως πάντοτε πρέπει να αποδεικνύεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα.

 

Αν και τα πιο πάνω αποφασίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση, εντούτοις έτυχαν της έγκρισης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, στην οποία το κατώτερο δικαστήριο κατόπιν αίτησης της εταιρείας B.M.T.L., εξέδωσε διάταγμα Mareva εναντίον της Fastact και άλλων εταιρειών, με το οποίο απαγορευόταν στη Fastact και στις άλλες εταιρείες να αποσύρουν χρήματα από τραπεζικό λογαριασμό. Ενώ το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο στις 15.3.2002 για να καταχωρηθεί ένσταση, στις 7.3.2002 η Fastact και οι άλλες εταιρείες, καταχώρησαν αίτηση για ένταλμα Certiorari για ακύρωση του διατάγματος. Η άδεια χορηγήθηκε και στη συνέχεια, κατόπιν ακροάσεως εκδόθηκε ένταλμα Certiorari, με το οποίο ακυρωνόταν το διάταγμα Mareva στη βάση της έλλειψης δικαιοδοσίας. Μετά από έφεση της B.M.T.L. το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθετώντας την μέχρι τότε νομολογία, επέτρεψε την έφεση, αναφέροντας ότι:-

 

«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν [*2313]θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή “ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα”. Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»

 

Ο κ. Πολυβίου μας κάλεσε να αποστούμε από την πιο πάνω πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όμως δεν υπάρχει αντίστοιχος λόγος έφεσης. Οι τέσσερις λόγοι έφεσης εστιάζονται στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τις ορθές νομικές αρχές, προφανώς όπως αυτές προκύπτουν από τη νομολογία. Όμως, ενόψει της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου στο τέλος της διαδικασίας, ο αδελφός μας Δικαστής εφάρμοσε πιστά την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω. Όμως, ακόμη και αν εγειρόταν ένα τέτοιο ζήτημα ως λόγος έφεσης, αυτός και πάλιν δεν θα ευσταθούσε, αφού δεν έχουμε πειστεί ότι συντρέχουν οποιοιδήποτε λόγοι για να αποστούμε από τη μέχρι σήμερα νομολογία μας, όπως αυτή συνοψίζεται ιδιαίτερα στη Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω και επιβεβαιώθηκε από το διευρυμένο Εφετείο στη Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd, ανωτέρω.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση και ανεξάρτητα του ενδεχομένου ύπαρξης παρανομίας, δεν έχω πειστεί ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να καθιστούν αναγκαία την κατ’ εξαίρεση παροχή της θεραπείας του προνομιακού εντάλματος με βάση το κατάλοιπο εξουσίας του Δικαστηρίου, ενώ υπάρχει άλλο ένδικο μέσο και ιδιαίτερα αυτό του παραμερισμού της πρωτόδικης απόφασης, δυνάμει της Δ.48 θ.8(4).

 

Η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο