Zερβός Παναγιώτης ν. Hellenic Bank Public Company Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 2357

(2013) 1 ΑΑΔ 2357

[*2357]21 Νοεμβρίου, 2013

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΖΕΡΒΟΣ,

 

Εφεσείων - Εναγόμενος,

 

ν.

 

HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD,

 

Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 340/2009)

 

 

Συμβάσεις ― Ιδιώτης ο οποίος υπέβαλε αίτηση για συμμετοχή του σε σχέδιο επενδυτών λογαριασμού (investor account) τραπεζικού ιδρύματος, υπέγραψε συμφωνία στη βάση της οποίας ανοίχτηκε τρεχούμενος επενδυτικός λογαριασμός, ο οποίος τελικώς ακολούθησε πτωτική πορεία ― Κατά πόσο η συμφωνία μπορούσε να ακυρωθεί λόγω απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή παρανομίας και/ή αμέλειας ― Απόφανση Εφετείου ότι η εφεσίβλητη ήταν απλά η δανείστρια του εφεσείοντα και όχι ο εντολοδόχος της διαβίβασης εντολών για την αγοραπωλησία αξιών, εργασία που εκτελείτο από τους χρηματιστές του εφεσείοντα, τους οποίους ο τελευταίος μάλιστα είχε εξουσιοδοτήσει δυνάμει της επίδικης συμφωνίας να διαχειρίζονται το λογαριασμό του και τους οποίους επέλεξε να μην καταστήσει διάδικους στην αγωγή.

 

Δικαστική απόφαση ― Προδιαγραμμένη δομή δικαστικής απόφασης, δεν υπάρχει, ούτε και συγκεκριμένος τρόπος συγγραφής της ― Είναι ζήτημα το οποίο επαφίεται στην κρίση του Δικαστή ― Δεν είναι απαραίτητη η χρήση των όρων «αξιοπιστία» και «ευρήματα» ούτε και επιβάλλεται η επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας ή η αναφορά σε κάθε πτυχή της ― Αχρείαστες λεπτομέρειες και επαναλήψεις πρέπει να αποφεύγονται ― Η ανάλυση της μαρτυρίας πρέπει να εστιάζεται σε εκείνα τα θέματα που έχουν άμεση σχέση με τα επίδικα θέματα, τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται στις σωστές τους διαστάσεις και να επιλύονται πάνω σε αιτιολογημένη βάση.

 

Δίκαιο Επιείκειας ― Υπέρμετρη καθυστέρηση στην άσκηση δικαιωμάτων ― Η αρχή του laches αφορά αρχή του δικαίου της επιείκειας και ρυθμίζει τις συνέπειες που προκύπτουν από την υπέρμετρη κα[*2358]θυστέρηση στην άσκηση δικαιωμάτων που έχουν ως αποκλειστική πηγή το δίκαιο της επιείκειας.

 

Εφετείο ― Εξουσίες Εφετείου ―  Εξέταση ουσίας πρωτόδικης απόφασης από το Εφετείο ― Παρέχεται τέτοια ευρύτατη εξουσία από  το Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 και Δ.35, θ. 8 των Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας.

 

Με την έφεση αμφισβητήθηκε η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία Επαρχιακό Δικαστήριο επιδίκασε στην εφεσίβλητη εμπορική τράπεζα ύστερα από ακροαματική διαδικασία, το αξιούμενο με την αγωγή ποσό, πλέον τόκους κ.ά.. Παράλληλα, εξέδωσε υπέρ της εφεσίβλητης διάταγμα πώλησης συγκεκριμένων Αξιών που ο εφεσείων είχε καταθέσει στην εφεσίβλητη, ως εγγύηση.

 

Ανταπαίτηση, την οποία είχε εγείρει ο εφεσείων, με την οποία επεδίωκε ανανέωση της σύμβασης δανείου επί των όρων της οποίας η εφεσίβλητη τράπεζα βάσιζε την αξίωση της, ως επίσης και επιστροφή των Αξιών και μετρητών που είχε καταθέσει με την εφεσίβλητη ως εγγύηση, απορρίφθηκε.

 

Με βάση τα εκτεθέντα πρωτοδίκως γεγονότα, ύστερα από σχετική αίτηση του εφεσείοντα για συμμετοχή του σε σχέδιο επενδυτών λογαριασμού (investor account) η οποία έγινε δεκτή από την εφεσίβλητη τράπεζα, υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων στις 19/5/1999, σχετική συμφωνία στη βάση της οποίας ανοίχτηκε στο όνομα του εφεσείοντα τρεχούμενος επενδυτικός λογαριασμός με πιστωτικό όριο, αρχικά, Λ.Κ.150.000. Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, ο λογαριασμός θα έφερε τόκο προς 9% ετησίως ή τόκο προς το εκάστοτε υπό του Νόμου επιτρεπόμενο ανώτατο ποσοστό επιτοκίου επί του εκάστοτε χρεωστικού υπολοίπου, από την ημέρα της δημιουργίας του.

 

Για σκοπούς πρόσθετης εξασφάλισης της εφεσίβλητης για τη συμμετοχή του εφεσείοντα στο σχέδιο, ο τελευταίος παραχώρησε στην εφεσίβλητη δυνάμει εγγράφου ενεχυρίασης συγκεκριμένες χρηματιστηριακές αξίες.

 

Επίσης, την ίδια ημερομηνία ο εφεσείων εξουσιοδότησε την Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ (ΕΤΕ), όπως ενεργεί ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του στα θέματα που αφορούσαν στο επενδυτικό σχέδιο, υπογράφοντας προς τούτο κάθε αναγκαίο έγγραφο.

 

Στις 17/1/2002 ο εφεσείων υπέγραψε δεύτερο πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο εξουσιοδοτούσε την ΕΤΕ όπως, εξ’ ονόματος και για [*2359]λογαριασμό του προβαίνει σε συγκεκριμένες πράξεις σε σχέση με τη διαχείριση των χρηματιστηριακών αξιών που ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα του, ή θα αποκτούσε στο μέλλον, ενώ με έγγραφο που επίσης υπέγραψε την ίδια μέρα υπό τον τίτλο «Εξουσιοδότηση διορισμού εμπιστευματοδόχου» δυνάμει του Κανονισμού 11(5) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Καταχώριση, Διαπραγμάτευση και Εκκαθάριση Απλών Κινητών Αξιών) Κανονισμών του 2001, εξουσιοδότησε την εφεσίβλητη όπως αναλάβει ως εμπιστευματοδόχος τον έλεγχο των αξιών που αυτός κατείχε, υπογράφοντας προς τούτο κάθε αναγκαίο έγγραφο.

 

Η αδυναμία του εφεσείοντα να ανταποκριθεί στις συγκεκριμένες συμβατικές του υποχρεώσεις, οδήγησε την εφεσίβλητη αρχικά στον τερματισμό της λειτουργίας του λογαριασμού και στη συνέχεια στην καταχώριση της αγωγής στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

 

Ο εφεσείων απέρριψε την εκδοχή και τις αξιώσεις της εφεσίβλητης. Καταχωρώντας δε ανταπαίτηση, επεδίωξε την ακύρωση της συμφωνίας της 19/5/1999 «ως συνομολογηθείσα συνεπεία απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή χωρίς καλή πίστη (not in good faith) και/ή κατά παράβαση των Νόμιμων και/ή από Κανονισμούς απορρεόντων καθηκόντων» της εφεσίβλητης.

 

Παράλληλα, αξίωσε την επιστροφή ποσού Λ.Κ.10.000 το οποίο «είχε στη διάθεση της εφεσίβλητης και αντιπροσώπευε την αξία του υπό παρακαταθήκη με την ευρεία έννοια ενέχυρου μετοχών, το οποίο όπως ισχυριζόταν απώλεσε, όπως και του ποσού των Λ.Κ.20.000 το οποίο αντιπροσώπευε την αξία των μετρητών που κατέθεσε προς όφελος της εφεσίβλητης και το οποίο επίσης απώλεσε.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων λόγους:

 

Λόγος Έφεσης 1.

 

Εφόσον, οι αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην περίπτωση του εφεσείοντα, ως «άλλης μιας τραγικής περίπτωσης» επενδυτή, και ως περίπτωσης που «δεν διέφερε ποσώς από σωρεία άλλων υποθέσεων ... για τις οποίες τα δικαστήρια έχουν ήδη αποφανθεί .... σε βάρος των επενδυτών», προηγήθηκαν της αξιολόγησης της μαρτυρίας, αυτό πρόδιδε, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, δυσμενή και σε βάρος του, προδιάθεση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

[*2360]1.    Οι συγκεκριμένες αναφορές, έστω και αν προηγήθηκαν της αξιολόγησης της μαρτυρίας, θα έπρεπε να ιδωθούν όχι μεμονωμένα και με αποκλειστικό κριτήριο το στάδιο της πρωτόδικης απόφασης στο οποίο αυτές έγιναν, αλλά υπό το φως του συνόλου της αποδεκτής πρωτόδικα μαρτυρίας και των με βάση την εν λόγω μαρτυρία πρωτόδικων διαπιστώσεων.

 

2.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εφεσείων έλαβε μέρος στη διαδικασία, αντεξέτασε μάρτυρες, έδωσε και ο ίδιος μαρτυρία και κατέθεσε έγγραφα.

 

3.  Η μαρτυρία αξιολογήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο κατέληξε σε ευρήματα, συμπεράσματα και διαπιστώσεις.

 

4.  Εξάλλου, δεν υπάρχει προδιαγεγραμμένη δομή δικαστικής απόφασης. Ο τρόπος συγγραφής της είναι ζήτημα το οποίο επαφίεται στην κρίση του Δικαστή.

 

Λόγος Έφεσης 18.

 

Η εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείτο στην έγερση της αγωγής καθότι ο τερματισμός του λογαριασμού έγινε, σύμφωνα με το παράπονο του εφεσείοντα, όχι από την εφεσίβλητη, αλλά από τη θυγατρική της εταιρεία ΕΤΕ (Ελληνική Τράπεζα Επενδύσεις). Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο θέμα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η εγκυρότητα του τερματισμού του επίδικου λογαριασμού όντως δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

2.  Δεν ήταν ωστόσο ορθή η θέση του εφεσείοντα, πως η συγκεκριμένη παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναπόφευκτα οδηγούσε σε ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης και στη χειρότερη περίπτωση, σε επανεκδίκαση της υπόθεσης.

 

3.  Στο Εφετείο παρέχεται ευρύτατη εξουσία (Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 και Δ.35, θ. 8 των Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας), να εξετάζει την ουσία της πρωτόδικης απόφασης.

 

4.  Στην παρούσα περίπτωση, η σχετική με το θέμα μαρτυρία συνίστατο αποκλειστικά από την επιστολή τεκμήριο 35. Η αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση στο τεκμήριο 20, αντί στο τεκμήριο 35, προφανώς οφειλόταν σε καλόπιστο λάθος.

[*2361]5.    Για σκοπούς της επιστολής τεκμήριο 35, χρησιμοποιήθηκε επιστολόχαρτο της εφεσίβλητης. Η επιστολή απευθυνόταν από την εφεσίβλητη στον εφεσείοντα, με τα δικαιώματα μάλιστα της εφεσίβλητης να επιφυλάσσονται ρητά και με αυτή τερματιζόταν ο επίδικος λογαριασμός.

 

6.  Η επιστολή υπεγράφη και εστάλη στον εφεσείοντα, εκ μέρους και για λογαριασμό της και το περιεχόμενο της εξέφραζε την ανεπιφύλακτη βούληση της.

 

Λόγοι Έφεσης 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13 και 14.

 

Η επίδικη απόφαση ήταν αναιτιολόγητη, με αποτέλεσμα να καθίστατο αδύνατος ο έλεγχος από το Εφετείο της ορθότητας της πρωτόδικης κρίσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αρνήθηκε να υπεισέλθει και να αναλύσει τις λεπτομέρειες που αφορούσαν στη λειτουργία του επενδυτικού λογαριασμού.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η δικαστική απόφαση κρίνεται στο σύνολο της και όχι αποσπασματικά και η αιτιολογία αποτελεί αναπόφευκτο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής απόφασης.

 

2.  Το τι βέβαια αποτελεί δέουσα αιτιολογία, εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης.

 

3.  Κανένα από τα παράπονα του εφεσείοντα, ευσταθούσε.

 

4.  Η εφεσίβλητη τράπεζα απέδειξε τη νομότυπη υπογραφή της επίδικης συμφωνίας και το υπόλοιπο του λογαριασμού με την κατάθεση των τεκμηρίων 1 και 2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά αποδίδοντας στον επίδικο λογαριασμό τη βαρύτητα που του άρμοζε και έχοντας υπόψη και τα πινακίδια συναλλαγών (contract notes), κατέληξε ότι η εφεσίβλητη απέδειξε το οφειλόμενο υπόλοιπο.

 

5.  Οι εν λόγω καταστάσεις λογαριασμού, μαζί με την πιστοποίηση ότι το περιεχόμενο τους αποτελούσε απόσπασμα του ηλεκτρονικού αρχείου της εφεσίβλητης, συνιστούσαν, εκ πρώτης όψεως απόδειξη των σχετικών καταχωρίσεων.

 

6.  Ως εκ τούτου, το βάρος απόδειξης μετατέθηκε στους ώμους του εφεσείοντα για να αποδείξει είτε την ανυπαρξία των καταχωρίσε[*2362]ων, είτε την καταχώριση λανθασμένων καταχωρίσεων, βάρος το οποίο ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει.

 

7.  Ως αποτέλεσμα, οι καταστάσεις, τεκμήρια 1 και 2, ορθά κρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οδηγούσαν με ασφάλεια στην κατάληξη αναφορικά με το ακριβές ύψος του οφειλόμενου υπολοίπου.

 

8.  Αναφορικά με το παράπονο του εφεσείοντα ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ίδιος προσωπικά έδινε εντολές στους χρηματιστές για αγορές και πωλήσεις αξιών, όπως και το εύρημα ότι ενημερωνόταν για τις χρηματιστηριακές πράξεις που κατά καιρούς καταχωρούνταν στις καταστάσεις του λογαριασμού του, αντιστρατευόταν τη μαρτυρία, ήταν αρκετό να διεξέλθει ένας τη μαρτυρία και ειδικότερα αυτή των συγκεκριμένων μαρτύρων για να ικανοποιηθεί όχι μόνο περί του ανεδαφικού των εν λόγω θέσεων, αλλά και περί της ορθότητας των επί του προκειμένου διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

9.  Πέραν όμως τούτου, η εφεσίβλητη ήταν απλά οι δανειστές του εφεσείοντα και όχι οι εντολοδόχοι της διαβίβασης εντολών για την αγοραπωλησία αξιών, εργασία που εκτελείτο από την ΕΤΕ, χρηματιστές του εφεσείοντα, τους οποίους ο τελευταίος μάλιστα είχε εξουσιοδοτήσει δυνάμει της επίδικης συμφωνίας να διαχειρίζονται το λογαριασμό του και τους οποίους επέλεξε να μην καταστήσει διάδικους στην αγωγή.

 

10.   Η δε θέση του εφεσείοντα περί μη συμμόρφωσης της εφεσίβλητης με τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, καταρρίπτετο από τη μαρτυρία.

 

11.   Οι εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας δεν απαγόρευαν το άνοιγμα επενδυτικού λογαριασμού και ούτε υπαγόρευαν το κλείσιμο τους. Περιορίζονται στο να παράσχουν υποδείξεις προς τις τράπεζες για καλύτερο χειρισμό διαφόρων θεμάτων, χωρίς να εγείρεται θέμα δημόσιας πολιτικής.

 

12.   Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη δεν παραβίασε τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας και συνεπώς η επίδικη συμφωνία δεν ακυρώθηκε εξαιτίας της μη συμμόρφωσης με τις εν λόγω εγκυκλίους.

 

13.   Στα πλαίσια του λόγου έφεσης 4, ο εφεσείων επικαλείτο και τη γνω[*2363]στή ως laches αρχή της επιείκειας, ισχυριζόμενος ότι η εφεσίβλητη επέδειξε αδικαιολόγητη ολιγωρία στο να τερματίσει την επίδικη συμφωνία, με δυσμενείς συνέπειες για τον ίδιο. Δεν ήταν ορθή η επί του προκειμένου θέση του εφεσείοντα, ο οποίος είχε στη διάθεση του όλο το χρόνο που μεσολάβησε μέχρι τον τερματισμό της επίδικης συμφωνίας, να ισοζυγίσει τις υποχρεώσεις του με την εφεσίβλητη.

 

14.   Ανεξάρτητα όμως τούτου, η αρχή του laches αφορά αρχή του δικαίου της επιείκειας που δεν ήταν η προκειμένη.

 

15.   Αναφορικά με το παράπονο του εφεσείοντα που προβαλλόταν στα πλαίσια του 10ου λόγου έφεσης, όντως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατηύθυνε την προσοχή του στην ουσία του νομικού ισχυρισμού του εφεσείοντα περί δημιουργίας εμπιστεύματος.

 

16.   Οι κάποιες σχετικές με το θέμα αναφορές στην πρωτόδικη απόφαση ακροθιγώς μόνο ασχολούνται με το συγκεκριμένο ισχυρισμό. Όμως ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, στην ουσία, δεν δικογραφείτο.

 

17.   Εκείνο που αποδείχθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν πως η εφεσίβλητη έναντι του εφεσείοντα υπείχε θέση δανειστή και ως τέτοια δεν μπορούσε να καταστεί εμπιστευματοδόχος των μετοχών που ο εφεσείων είχε προς όφελος της ενεχυρίασης, ούτε και μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη έναντι του εφεσείοντα ως οφειλέτη σε περίπτωση που ασκούσε το δικαίωμα πώλησης και ακολούθως η αξία των μετοχών μειωνόταν ή εκμηδενιζόταν.

 

Λόγος Έφεσης 15.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα και αυθαίρετα αποφάνθηκε ότι το επενδυτικό σχέδιο ήταν έγκυρο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Τα συγκεκριμένα παράπονα του εφεσείοντα στερούνταν ερείσματος.

 

2.  Στην παρούσα περίπτωση, δεν προέκυπτε είτε από την επίδικη συμφωνία, είτε από τη μαρτυρία, ζήτημα εμπιστεύματος ή διαχείρισης του λογαριασμού από την εφεσίβλητη.

 

3.  Συνεπώς, δεν παρεχόταν περιθώριο για την επίκληση οποιασδήποτε αμέλειας από πλευράς της εφεσίβλητης έναντι του εφεσείοντα, που ήταν και ο πυρήνας του παραπόνου που ο τελευταίος προβάλλει στα πλαίσια του συγκεκριμένου λόγου έφεσης.

[*2364]4.    Αναφορικά με το παράπονο του εφεσείοντα περί παραβίασης της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ που αφορά καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις με καταναλωτές, όπως και της παραβίασης των Άρθρων 6(1) και (7) του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου 93(Ι)/96, παρατηρείτο ότι το συγκεκριμένο παράπονο ευθέως εγειρόταν για πρώτη φορά στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του.

 

5.  Δεν είχε αποτελέσει αυτοτελή λόγο έφεσης.

 

Λόγος Έφεσης 16.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε τη δεσπόζουσα θέση της εφεσείουσας στο επενδυτικό σχέδιο και δεν αξιολόγησε τον ισχυρισμό του ότι η εφεσίβλητη, ενεργώντας αντισυμβατικά, δεν τον ενημέρωσε είτε για τους κινδύνους που διέτρεχε από τη συμμετοχή του στο σχέδιο, είτε για την αναγκαιότητα λήψης ανεξάρτητης νομικής συμβουλής.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Οι όροι του σχεδίου ήταν απλοί και δεν απαιτούντο ιδιαίτερες γνώσεις για να αντιληφθεί ένας τους κινδύνους.

 

2.  Άλλωστε, ο εφεσείων στην παρούσα περίπτωση, όπως ορθά έχει επισημανθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, «γνώριζε πολύ καλά λόγω της θέσης του ως ανώτερου τραπεζικού υπαλλήλου, τους κινδύνους που συνεπάγετο η επένδυση χρημάτων με δανεισμό στο χρηματιστήριο, δεν χρειαζόταν νομική συμβουλή και δεν παραπλανήθηκε ή εξαπατήθηκε αλλά ενήργησε με τη βούληση του.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Δημητρίου κ.ά. ν. Sidorenko (2011) 1(Β) Α.Α.Δ 1095,

 

Μιχαηλίδης ν. Παπακυριακού (2004) 1 Α.Α.Δ. 209,

 

Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98,

 

Σωκράτους ν. Gruppo Editoriale Febbri – Bompiani (1997) 1 Α.Α.Δ. 1204,

[*2365]Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαλιώτης (Αρ. 2) (1998) 2 Α.Α.Δ. 167,

 

Πολάτογλου ν. Μασούρα (2004) 1 Α.Α.Δ. 150,

 

Κρητικού ν. Π. Γ. Παυλίδης Enterprises Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 969,

 

Ζερβού ν. Euroinvestment & Finance Public Ltd. (πρώην Euroinvestment & Finance Ltd.) (2013) 1 Α.Α.Δ. 688,

 

Χατζηγαβριήλ ν. Ellinas Finance Public Company Ltd. (2013) 1 Α.Α.Δ. 668,

 

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. ν. Χαριλάου Λτδ. κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 479,

 

Θεοδώρου ν. Hellenic Bank Ltd. (2012) 1 Α.Α.Δ. 2059,

 

Marketrends Finance Ltd. v. Πέρδικου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1042,

 

China South Sea Bank Ltd v. Gin [1990] A.C. 556,

 

Levett a.o. v. Barclays Bank Plc [1995] 2 All E.R. 615,

 

Levett a.o. v. Barclays Bank Plc [1995] 1 WLR 1260,

 

Corbett a.o.v. Halifax Plc a.o., Court of Appeal, [2003] 2 All E.R. (Comm) 384,

 

Lloyds Bank Plc v. Cassidy [2003] BPIR 424,

 

Skipton Building Society v. Scott [2000] 2 All E.R. 779,

 

Skipton Building Society v. Scott [2000] 3 WLR 1031,

 

Skipton Building Society v. Scott [2001] QB 261,

 

Medforth v. Blake a.o. [1999] 3 All E.R. 97,

 

Palk a.o. v. Mortgage Services Funding Plc [1993] Ch 330,

 

Συρίμη ν. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1131,

 

Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238,

[*2366]Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ 2229,

 

Μαρκίδης ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) (2012) 1 A.A. 324,

 

Γιάλλουρου ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ 1635,

 

Α.ΤΗ.Κ. ν. Κλεάνθους (2013) 1 Α.Α.Δ. 158,

 

Standard Chartered Bank Ltd v. Walker a.ο. [1982] 2 All E.R. 938,

 

Χ"Μιτσή ν. Θεοδούλου (2003) 1 Α.Α.Δ. 61,

 

Ελληνική Τράπεζα Λτδ. ν. Πολυδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 68.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαμιχαήλ, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 767/2003), ημερομ. 30/9/2009.

 

Αντ. Παπαντωνίου,  για τον Εφεσείοντα.

 

Αντ. Πασχαλίδης με Αλ. Πασχαλίδου (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης, είναι η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επιδίκασε στην εφεσίβλητη, εμπορική τράπεζα, μετά από ακροαματική διαδικασία, το ποσό των €236.839,88, πλέον τόκους 9% ετησίως επί ποσού €158.466,53 από 17/9/2008 μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα, ενώ παράλληλα, έκδωσε υπέρ της εφεσίβλητης διάταγμα πώλησης συγκεκριμένων Αξιών που ο εφεσείων είχε καταθέσει με την εφεσίβλητη, ως εγγύηση. Ανταπαίτηση, την οποία είχε εγείρει ο εφεσείων, με την οποία επεδίωκε ανανέωση της σύμβασης δανείου επί των όρων της οποίας η εφεσίβλητη τράπεζα βάσιζε την αξίωση της, ως επίσης και επιστροφή των Αξιών και μετρητών που είχε καταθέσει με την εφεσίβλητη ως εγγύηση, απορρίφθηκε.

 

Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, η οποία, αν κρίνου[*2367]με με βάση την έκταση της συντριπτικής πλειοψηφίας των πρωτόδικων αποφάσεων που αχρείαστα τις περισσότερες φορές καλύπτουν μεγάλο αριθμό σελίδων, είναι ασυνήθιστα σύντομη σε έκταση (4½ σελίδες), αμφισβητείται με 18 συνολικά λόγους έφεσης. Προτιθέμεθα να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης, αφού παραθέσουμε πρώτα, τις αντίστοιχες εκδοχές, όπως αυτές προκύπτουν από τα πολυσέλιδα δικόγραφα των διαδίκων – η Έκθεση Απαίτησης καλύπτει οκτώ σελίδες, η Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση 76 σελίδες και η Απάντηση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση 20 σελίδες – και προωθήθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία στα πλαίσια της οποίας κατέθεσαν επτά μάρτυρες για την εφεσίβλητη και ένας, ο εφεσείων, για την υπεράσπιση, ενώ κατατέθηκαν ως τεκμήρια σωρεία εγγράφων. Συνοψίζουμε πρώτα την εκδοχή της εφεσίβλητης.

 

Κατόπιν που σχετική αίτηση του εφεσείοντα για συμμετοχή του σε σχέδιο επενδυτών λογαριασμού (investor account) έγινε δεκτή από την εφεσίβλητη τράπεζα, υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων στις 19/5/1999, σχετική συμφωνία στη βάση της οποίας ανοίχτηκε στο όνομα του εφεσείοντα τρεχούμενος επενδυτικός λογαριασμός με πιστωτικό όριο, αρχικά, Λ.Κ.150.000. Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, ο λογαριασμός θα έφερε τόκο προ 9% ετησίως ή τόκο προς το εκάστοτε υπό του Νόμου επιτρεπόμενο ανώτατο ποσοστό επιτοκίου επί του εκάστοτε χρεωστικού υπολοίπου, από την ημέρα της δημιουργίας του. Για σκοπούς πρόσθετης εξασφάλισης της εφεσίβλητης για τη συμμετοχή του εφεσείοντα στο σχέδιο, ο τελευταίος παραχώρησε στην εφεσίβλητη δυνάμει εγγράφου ενεχυρίασης τις πιο κάτω χρηματιστηριακές αξίες:

 

“1. 9000 μετοχές της εταιρείας Αθηνά Κυπριακή Επενδυτική Λτδ – ATHINA C.I.F. LTD

2. 37000 μετοχές της εταιρείας BANK OF CYPRUS LTD

3. 2000 μετοχές της εταιρείας CYTRUSTEES INVESTMENTS CO LTD (Κυπριακές Μετοχές)

4. 13500 μετοχές της εταιρείας ΦΑΡΜΑ ΡΕΝΟΣ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ

5. 9614 μετοχές της εταιρείας HELLENIC BANK LTD

6. 10000 μετοχές της εταιρείας LOUIS CRUISE LINES LTD

7. 3000 μετοχές της εταιρείας MINERVA INSURANCE CO LTD

8. 11018 μετοχές της εταιρείας SHARELINK FINANCIAL SERVICES LTD

9. 2000 μετοχές της εταιρείας A. TSOKKOS HOTELS LTD

[*2368]10.    10000 δικαιώματα αγοράς μετοχών (warrants 2003) της εταιρείας LIBRA HOLIDAY GROUP LTD (PREFERENCE)

11.     5000 δικαιώματα αγοράς μετοχών (warrants 2001/2003) της εταιρείας MEGABET LTD”

 

Επίσης, την ίδια μέρα, 19/5/1999, ο εφεσείων εξουσιοδότησε την Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ (ΕΤΕ), όπως ενεργεί ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του στα θέματα που αφορούσαν το επενδυτικό σχέδιο, υπογράφοντας προς τούτο κάθε αναγκαίο έγγραφο. Μεταξύ άλλων εξουσιοδότησε την ΕΤΕ όπως εκ μέρους και για λογαριασμό του προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για το άνοιγμα με την εφεσίβλητη του αναγκαίου επενδυτικού λογαριασμού, τον οποίο η ΕΤΕ θα χειριζόταν μέσα στα πλαίσια του σχεδίου. Επίσης εξουσιοδότησε την ΕΤΕ όπως αγοράζει, πωλεί, μεταβιβάζει, αποδέχεται μεταβίβαση ή ενεχυριάζει για σκοπούς εξασφάλισης των υποχρεώσεων του προς την εφεσίβλητη, χρηματιστηριακές αξίες που θα αποκτούνται για λογαριασμό του μετά τις 19/5/1999. Σχετικά με την αμοιβή της ΕΤΕ για τις υπηρεσίες που αυτή θα προσέφερε στον εφεσείοντα, συνομολογήθηκε μεταξύ των δύο, δεύτερη έγγραφη συμφωνία, επίσης το Μάιο 1999.

 

Ενεργώντας με βάση το πληρεξούσιο έγγραφο, η ΕΤΕ προώθησε στην εφεσίβλητη, η οποία και την έκαμε δεκτή, την αίτηση του εφεσείοντα για συμμετοχή του στο συγκεκριμένο επενδυτικό σχέδιο.

 

Στις 17/1/2002 ο εφεσείων υπέγραψε δεύτερο πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο εξουσιοδοτούσε την ΕΤΕ όπως, εξ’ ονόματος και για λογαριασμό του προβαίνει σε συγκεκριμένες πράξεις σε σχέση με τη διαχείριση των χρηματιστηριακών αξιών που ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα του, ή θα αποκτούσε στο μέλλον, ενώ με έγγραφο που επίσης υπόγραψε την ίδια μέρα υπό τον τίτλο «Εξουσιοδότηση διορισμού εμπιστευματοδόχου» δυνάμει του Κανονισμού 11(5) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Καταχώριση, Διαπραγμάτευση και Εκκαθάριση Απλών Κινητών Αξιών) Κανονισμών του 2001, εξουσιοδότησε την εφεσίβλητη όπως αναλάβει ως εμπιστευματοδόχος τον έλεγχο των αξιών που αυτός κατείχε, υπογράφοντας προς τούτο κάθε αναγκαίο έγγραφο.

 

Όμως τα γεγονότα δεν εκτυλίχθηκαν όπως ο εφεσείων προσδοκούσε, ούτε και οι εξελίξεις σε θέματα επενδύσεων στο ΧΑΚ ήταν [*2369]αυτές που ήλπιζε, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να ανταποκριθεί στις συμβατικές του υποχρεώσεις. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων αδυνατούσε να παράσχει εξασφαλίσεις σε ποσοστό 25% πέραν του ορίου του λογαριασμού του, με αποτέλεσμα οι εξασφαλίσεις που είχε παράσχει με τη μορφή Αξιών, να μειωθούν σε ποσοστό μικρότερο από το ποσοστό κάλυψης του ορίου του λογαριασμού του.

 

Η αδυναμία του εφεσείοντα να ανταποκριθεί στις συγκεκριμένες συμβατικές του υποχρεώσεις, οδήγησε την εφεσίβλητη αρχικά στον τερματισμό της λειτουργίας του λογαριασμού και στη συνέχεια στην καταχώριση της αγωγής στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

 

Στην αντίπερα όχθη ο εφεσείων απορρίπτει την εκδοχή της εφεσίβλητης και συνακόλουθα τις αξιώσεις της, καταχωρώντας δε ανταπαίτηση, επεδίωξε την ακύρωση της συμφωνίας της 19/5/1999 «ως συνομολογηθείσα συνεπεία απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή χωρίς καλή πίστη (not in good faith) και/ή κατά παράβαση των Νόμιμων και/ή από Κανονισμούς απορρεόντων καθηκόντων» της εφεσίβλητης. Παράλληλα, αξιώνει την επιστροφή ποσού Λ.Κ.10.000 το οποίο «είχε στη διάθεση της Ενάγουσας (εφεσίβλητης) και αντιπροσώπευε την αξία του υπό παρακαταθήκη με την ευρεία έννοια ενέχυρου μετοχών, .... το οποίο και απώλεσε», όπως και του ποσού των Λ.Κ.20.000 «το οποίο αντιπροσωπεύει την αξία των μετρητών που κατέθεσε ..... προς όφελος της Ενάγουσας (εφεσίβλητης) και το οποίο επίσης απώλεσε».

 

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητείται με 18 λόγους έφεσης, οι οποίοι σε ένα μεγάλο βαθμό, συμπίπτουν και αλληλοκαλύπτονται. Στα πλαίσια τους εγείρονται διάφοροι ισχυρισμοί και προβάλλεται αριθμός θέσεων, ανάμεσα στις οποίες περίοπτη θέση, κατέχει η θέση ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Παράλληλα προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η πρωτόδικη δικαστική κρίση, είναι εμποτισμένη με το στοιχείο της προκατάληψης, όχι όμως αναφορικά με το πρόσωπο του εφεσείοντα, αλλά με τα επίδικα θέματα, ενώ αμφισβητείται και η εγκυρότητα του τερματισμού της επίδικης συμφωνίας. Με χωριστό λόγο έφεσης επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η ανταπαίτηση του εφεσείοντα, ως εσφαλμένης και αναιτιολόγητης.

 

Προχωρούμε να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης, όχι κατ’ ανάγκη με τη σειρά που προβάλλονται στην Ειδοποίηση Έφεσης, αλλά με τη σειρά που εμείς κρίνουμε ότι εξυπηρετούνται καλύτερα [*2370]οι ανάγκες της απόφασης μας. Πρώτα θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 1 και 18, εφόσον επιτυχία οποιουδήποτε από αυτούς ενδεχομένως να σημάνει και την επιτυχία της έφεσης σ’ αυτό το στάδιο, με την εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης να καθίσταται περιττή.

 

Λόγος Έφεσης 1.

 

Έναυσμα για προβολή της συγκεκριμένης θέσης έδωσε το πιο κάτω απόσπασμα - πρόκειται για την εναρκτήρια παράγραφο – από την πρωτόδικη απόφαση:

 

“Η παρούσα υπόθεση αποτελεί άλλη μια τραγική περίπτωση επενδυτή ο οποίος απώλεσε μεγάλα χρηματικά ποσά κατά την περίοδο 1999-2000 της ανόδου των τιμών του χρηματιστηρίου και στη συνέχεια της κατάρρευσης τους. Δεν διαφέρει ποσώς από σωρεία άλλων υποθέσεων που έχουν έρθει ενώπιον των δικαστηρίων και για τις οποίες ήδη έχουν αποφανθεί τα δικαστήρια δυστυχώς εις βάρος των επενδυτών.”

 

Εφόσον, οι αναφορές του πρωτόδικου δικαστηρίου στην περίπτωση του εφεσείοντα, ως «άλλης μιας τραγικής περίπτωσης» επενδυτή, ο οποίος απώλεσε μεγάλα χρηματικά ποσά, επενδύοντας στο Χρηματιστήριο κατά την περίοδο 1999-2000, και ως περίπτωσης που «δεν διαφέρει ποσώς από σωρεία άλλων υποθέσεων ... για τις οποίες τα δικαστήρια έχουν ήδη αποφανθεί .... σε βάρος των επενδυτών», προηγήθηκαν της αξιολόγησης της μαρτυρίας, αυτό προδίδει, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, δυσμενή και σε βάρος του προδιάθεση του πρωτόδικου δικαστηρίου, «αφού σημαίνει προκατάληψη για τα επίδικα θέματα και μη εξέταση της υπόθεσης στα δικά της περιστατικά κατά παράβαση της δίκαιης δίκης από αμερόληπτο Δικαστήριο».

 

Η πιο πάνω θέση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Οι συγκεκριμένες αναφορές, έστω και αν προηγήθηκαν της αξιολόγησης της μαρτυρίας, θα πρέπει να ιδωθούν όχι μεμονωμένα και με αποκλειστικό κριτήριο το στάδιο της πρωτόδικης απόφασης στο οποίο αυτές έγιναν, αλλά υπό το φως του συνόλου της αποδεκτής πρωτόδικα μαρτυρίας και των με βάση την εν λόγω μαρτυρία πρωτόδικων διαπιστώσεων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εφεσείων έλαβε μέρος στη διαδικασία, αντεξέτασε μάρτυρες, έδωσε και ο ίδιος μαρτυρία και κατέθεσε έγγραφα. Η μαρτυρία αξιολογήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο κατέληξε σε ευρήματα, συμπεράσματα και διαπιστώσεις. Ο εφεσείων μάλιστα [*2371]επικαλείται προς τεκμηρίωση των θέσεων που προβάλλει σε αρκετούς λόγους της έφεσης του, την εν λόγω μαρτυρία. Αδυνατούμε πραγματικά να αντιληφθούμε πώς ο εφεσείων στερήθηκε, υπό το φως των εν λόγω περιστάσεων, το δικαίωμα του να έχει δίκαιη δίκη. Απλά και μόνο το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες αναφορές έγιναν από το πρωτόδικο δικαστήριο στο στάδιο στο οποίο έγιναν, ουδόλως, κατά την άποψη μας, υποδηλώνει προδιάθεση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε βάρος του εφεσείοντα ή προκατάληψη αναφορικά με τα επίδικα θέματα. Εξάλλου, δεν υπάρχει προδιαγεγραμμένη δομή δικαστικής απόφασης. Ο τρόπος συγγραφής της είναι ζήτημα το οποίο επαφίεται στην κρίση του Δικαστή.

 

Ως εκ των πιο πάνω, η συγκεκριμένη θέση του εφεσείοντα κρίνεται αβάσιμη. Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 18.

 

Στα πλαίσια του συγκεκριμένου λόγου έφεσης ο εφεσείων παραπέμποντας στην επιστολή τερματισμού, τεκμήριο 35, παραπονείται ότι η εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείτο στην έγερση της αγωγής καθότι δεν τερμάτισε η ίδια τον επίδικο λογαριασμό, στοιχείο που καθιστά την αγωγή πρόωρη, εφόσον η λήψη δικαστικών μέτρων τελούσε υπό την προϋπόθεση τερματισμού του λογαριασμού. Ο τερματισμός του λογαριασμού έγινε, σύμφωνα με το παράπονο του εφεσείοντα, όχι από την εφεσίβλητη, αλλά από τη θυγατρική της εταιρεία ΕΤΕ (Ελληνική Τράπεζα Επενδύσεις). Ο εφεσείων παραπονείται επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο θέμα.

 

Με τον πιο πάνω λόγο έφεσης εγείρεται ένα ουσιαστικό ζήτημα που δημιουργείται από το γεγονός ότι η εγκυρότητα του τερματισμού του επίδικου λογαριασμού όντως δεν απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Συναφώς ο συνήγορος του εφεσείοντα εισηγείται πως η συγκεκριμένη παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου, αναπόφευκτα οδηγεί σε ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης και στη χειρότερη για τον πελάτη του περίπτωση, σε επανεκδίκαση της υπόθεσης.

 

Η πιο πάνω θέση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Στο Εφετείο παρέχεται ευρύτατη εξουσία (Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 και Δ.35, θ. 8 των Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας), να εξετάζει την ουσία της πρωτόδικης απόφασης, αντικείμενο της ενώπιον του έφεσης και να επιλύει τα πραγματικά επίδικα ζητήματα έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η πλήρης και ουσιαστική απο[*2372]νομή της δικαιοσύνης. (Δημητρίου κ.ά. ν. Sidorenko (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1095).

 

Στην παρούσα περίπτωση, η σχετική με το θέμα που εξετάζουμε μαρτυρία συνίσταται αποκλειστικά από την επιστολή τεκμήριο 35. Η αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση στο τεκμήριο 20, αντί στο τεκμήριο 35, προφανώς οφείλεται σε καλόπιστο λάθος. Διεξήλθαμε προσεκτικά το τεκμήριο 35. Παρατηρούμε τα πιο κάτω.

 

Για σκοπούς της επιστολής τεκμήριο 35, χρησιμοποιήθηκε επιστολόχαρτο της εφεσίβλητης. Η επιστολή απευθύνεται από την εφεσίβλητη στον εφεσείοντα, με τα δικαιώματα μάλιστα της εφεσίβλητης να επιφυλάσσονται ρητά και με αυτή τερματίζεται ο επίδικος λογαριασμός. Αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς το γεγονός ότι το ένα από τα δύο πρόσωπα (Μ.Ε.4), που υπογράφουν την επιστολή τεκμήριο 35, ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο προσωρινά τοποθετημένος στην ΕΤΕ, μπορεί να αναιρέσει, όταν μάλιστα αυτό δεν αμφισβητείται από την εφεσίβλητη, το γεγονός ότι η επιστολή υπεγράφη και εστάλη στον εφεσείοντα, εκ μέρους και για λογαριασμό της και το περιεχόμενο της εκφράζει την ανεπιφύλακτη βούληση της.

 

Ως εκ των πιο πάνω, ο λόγος έφεσης 18 απορρίπτεται.

 

Λόγοι Έφεσης 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13 και 14.

 

Στα πλαίσια των πιο πάνω λόγων έφεσης προβάλλονται διάφοροι ισχυρισμοί οι οποίοι, έχουν ως κοινό παρονομαστή τη θέση ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο έλεγχος από το Εφετείο της ορθότητας της πρωτόδικης κρίσης. Θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε τους εν λόγω ισχυρισμούς με αναφορά στους λόγους έφεσης, στα πλαίσια των οποίων αυτοί εγείρονται, όπως και με αναφορά στα αποσπάσματα από το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου, στα οποία ένας έκαστος από αυτούς αναφέρεται.

 

Κατ’ αρχάς θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε τη χιλιοειπωμένη νομολογιακή αρχή ότι η δικαστική απόφαση κρίνεται στο σύνολο της και όχι αποσπασματικά και παράλληλα να υπομνήσουμε την επισήμανση στην οποία η νομολογία μας κατά καιρούς έχει προβεί, δηλαδή ότι η αιτιολογία αποτελεί αναπόφευκτο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής απόφασης. Εξάλλου, η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων ως συστατικού στοιχείου [*2373]για την έγκυρη άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, αποτελεί συνταγματική επιταγή (Άρθρο 30.2 του Συντάγματος) (Μιχαηλίδης ν. Παπακυριακού (2004) 1 Α.Α.Δ. 209). Προδιαγραμμένη δομή δικαστικής απόφασης, δεν υπάρχει, ούτε και συγκεκριμένος τρόπος συγγραφής της. Η συγγραφή της δικαστικής απόφασης είναι ζήτημα το οποίο επαφίεται στην κρίση του Δικαστή (Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98 και Σωκράτους ν. Gruppo Editoriale Febbri – Bompiani (1997) 1 Α.Α.Δ. 1204). Δεν είναι απαραίτητη η χρήση των όρων «αξιοπιστία» και «ευρήματα» (Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαλιώτης (Αρ. 2) (1998) 2 Α.Α.Δ. 167), ούτε και επιβάλλεται η επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας ή η αναφορά σε κάθε πτυχή της, ενώ αχρείαστες λεπτομέρειες και επαναλήψεις πρέπει να αποφεύγονται (Πολάτογλου ν. Μασούρα (2004) 1 Α.Α.Δ. 150). Η ανάλυση της μαρτυρίας πρέπει να εστιάζεται σε εκείνα τα θέματα που έχουν άμεση σχέση με τα επίδικα θέματα, τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται στις σωστές τους διαστάσεις και να επιλύονται πάνω σε αιτιολογημένη βάση (Κρητικού ν. Π. Γ. Παυλίδης Enterprises Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 969). Το τι βέβαια αποτελεί δέουσα αιτιολογία, εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης.

 

Θεωρούμε επίσης σκόπιμο προτού ασχοληθούμε με την ουσία των λόγων έφεσης να υπομνήσουμε την πάγια νομολογιακή αρχή, ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων, αποτελεί κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο εφόσον οι πρωτογενείς διαπιστώσεις, κρινόμενες αντικειμενικά, αποδεικνύονται ανυπόστατες. (Ζερβού ν. Euroinvestment & Finance Public Ltd. (πρώην Euroinvestment & Finance Ltd.) (2013) 1 Α.Α.Δ. 688 και Χατζηγαβριήλ ν. Ellinas Finance Public Company Ltd. (2013) 1 Α.Α.Δ. 668).

 

Με όλα τα πιο πάνω κατά νου στρεφόμαστε στους λόγους έφεσης.

 

Στο στόχαστρο των λόγων έφεσης 2, 12, 13 και 14 βρίσκονται τα πιο κάτω αποσπάσματα από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης:

 

“Από τη μαρτυρία που υπάρχει ενώπιον μου, επτά συνολικά μαρτύρων των εναγόντων προκύπτει ότι ο εναγόμενος ενημερωνόταν για τις χρεώσεις και πιστώσεις που εγίνοντο στο λογαριασμό, ότι ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτές, ότι έδιδε εντολές ο ίδιος προσωπικά στους χρηματιστές για αγορές και [*2374]πωλήσεις και ότι στις 12.6.2002 οι ενάγοντες με επιστολή τους (τεκμήριο 20) τερμάτισαν τον επίδικο επενδυτικό λογαριασμό, και με την παρούσα αγωγή αφού αναδόμησαν το λογαριασμό αφαιρώντας υποχρεώσεις, έξοδα και τόκους, απαιτούν την καταβολή του συνολικού ποσού των €236.839,88, πλέον τόκους προς 9% επί ποσού €158.466,53 από 17.9.08 μέχρι εξοφλήσεως.

 

Δεν θα υπεισέλθω να αναλύσω για μια ακόμα φορά με λεπτομέρειες πώς λειτουργούσε ο συγκεκριμένος επενδυτικός λογαριασμός. Από το σύνολο της μαρτυρίας που υπάρχει ενώπιον μου, την οποία δεν θα επαναλάβω, και η οποία είναι σαφής, θετική και πολύ λεπτομερειακή εκ μέρους των εναγόντων, προκύπτει σαφώς ότι τα ποσά που αναφέρονται στο λογαριασμό δεν αμφισβητούνται ή εν πάση περιπτώσει δεν κατάφερε ο εναγόμενος να βάλει στο δικαστήριο έστω και ίχνος αμφιβολίας για τις εγγραφές των ποσών αυτών, ή τις δικές του εντολές για την αγοραπωλησία μετοχών ή οποιονδήποτε άλλο γεγονός ή νομικό θέμα επιχείρησε να εισάξει με τα δικόγραφα ή τη μαρτυρία του.

 

Ενώπιον μου υπάρχει μαρτυρία ότι ο εναγόμενος ενημερώνετο για τα τεκταινόμενα, ότι ο ίδιος προσωπικά έδιδε εντολές, ότι ουδέποτε παραπονέθηκε, ότι ο ίδιος θεληματικά συνεβλήθη μετά των εναγόντων και όχι κατόπιν πιέσεων ή εκβιασμών, ότι ο ίδιος προσέφερε αρχικές εγγυήσεις ύψους £10.000, ότι ο ίδιος απέσυρε από το λογαριασμό μεγάλα χρηματικά ποσά και αξίες, που απελευθέρωσαν (release) οι ενάγοντες, που θεωρώ αχρείαστο να επεκταθώ σε άσχετους και μη βασισμένους σε γεγονότα ισχυρισμούς που παρέμειναν χωρίς μαρτυρία εκ μέρους του εναγομένου, μετέωροι και ατεκμηρίωτοι.”

 

Ο εφεσείων παραπονείται ότι το δικαστήριο δεν αιτιολόγησε τα πιο πάνω ευρήματα του, ούτε και αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία. Παραπονείται συγκεκριμένα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αντινομικά και κατά παράβαση της αρχής της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων, αρνήθηκε να υπεισέλθει και να αναλύσει τις λεπτομέρειες που αφορούσαν στη λειτουργία του επενδυτικού λογαριασμού. Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και στη βάση «αβέβαιων και μη ξεκαθαρισμένων καταστάσεων λογαριασμού», δικαίωσε την εφεσίβλητη παραγνωρίζοντας, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, τη μαρτυρία της Μαρίας Καμέρη (Μ.Ε.1), σύμφωνα με την οποία ο λογαριασμός του εφεσείοντα έτυχε, με την αφαίρεση αδιευκρίνιστων χρεώσεων και εξόδων, «αναδόμησης». Παραπονείται επίσης για γενική, αόριστη και ασαφή αξιολόγηση [*2375]της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, όπως και για αναιτιολόγητο εύρημα ότι «υπήρχαν άσχετοι και μη βασισμένοι σε γεγονότα ισχυρισμοί του εναγομένου». Τέλος, ο εφεσείων, παραπέμποντας στη μαρτυρία και συγκεκριμένα στη μαρτυρία του μάρτυρα της εφεσίβλητης Σταύρου Νικολάου (Μ.Ε.7), παραπονείται ότι εσφαλμένα και ενάντια στη μαρτυρία το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσείων «έδινε εντολές ο ίδιος προσωπικά στους χρηματιστές για αγορές και πωλήσεις», όπως και στο εύρημα, επί τούτου ο εφεσείων παρέπεμψε και στη μαρτυρία του Γιώργου Γρουτίδη (Μ.Ε.3), ότι ενημερωνόταν για τις χρηματιστηριακές πράξεις που κατά καιρούς καταχωρούντο στις καταστάσεις του λογαριασμού του.

 

Κανένα από τα πιο πάνω παράπονα του εφεσείοντα, ευσταθεί. Οι καταστάσεις λογαριασμού, τεκμήρια 1 και 2, κατατέθηκαν από τους Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, αντίστοιχα. Καταθέτοντας το τεκμήριο 1, η Μ.Ε.1 διευκρίνισε πως πρόκειται για αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού, τις οποίες κατάρτισε με βάση τις κανονικές καταστάσεις, χωρίς να υπολογίσει κεφαλαιοποίηση των τόκων και άλλες χρεώσεις. Οι καταστάσεις λογαριασμού, τεκμήριο 2, είναι, σύμφωνα με το Μ.Ε.2, οι κανονικές καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού με το περιεχόμενο τους να αποτελεί ακριβές αντίγραφο των αντίστοιχων καταχωρίσεων στα τραπεζικά βιβλία που τηρούνται ηλεκτρονικά από την εφεσίβλητη και αποτελούν τα συνήθη τραπεζικά βιβλία της τελευταίας. Και τα δύο τεκμήρια κατατέθηκαν χωρίς οποιαδήποτε ένσταση από πλευράς εφεσείοντα, ο οποίος περιόρισε την αντεξέταση των συγκεκριμένων δύο μαρτύρων σε διευκρινιστικού τύπου ερωτήσεις, χωρίς να αμφισβητήσει την ορθότητα των εν λόγω καταστάσεων.

 

Η εφεσίβλητη τράπεζα απέδειξε τη νομότυπη υπογραφή της επίδικης συμφωνίας και το υπόλοιπο του λογαριασμού με την κατάθεση των τεκμηρίων 1 και 2. Το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά κατά τη γνώμη μας, αποδίδοντας στον επίδικο λογαριασμό τη βαρύτητα που του άρμοζε και έχοντας υπόψη και τα πινακίδια συναλλαγών (contract notes), κατέληξε ότι η εφεσίβλητη απέδειξε το οφειλόμενο υπόλοιπο. Οι εν λόγω καταστάσεις λογαριασμού, μαζί με την πιστοποίηση ότι το περιεχόμενο τους αποτελούσε απόσπασμα του ηλεκτρονικού αρχείου της εφεσίβλητης, συνιστούσαν, όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. ν. Χαριλάου Λτδ. κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 479, επισήμανση η οποία υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Θεοδώρου ν. Hellenic Bank Ltd. (2012) 1 Α.Α.Δ. 2059, εκ πρώτης όψεως απόδειξη των σχετικών καταχωρίσεων. Ως εκ τούτου, το βάρος από[*2376]δειξης μετατέθηκε στους ώμους του εφεσείοντα για να αποδείξει είτε την ανυπαρξία των καταχωρίσεων, είτε την καταχώριση λανθασμένων καταχωρίσεων, βάρος το οποίο ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει. Ως αποτέλεσμα, οι καταστάσεις, τεκμήρια 1 και 2, ορθά κατά τη γνώμη μας κρίθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι οδηγούσαν με ασφάλεια στην κατάληξη αναφορικά με το ακριβές ύψος του οφειλόμενου υπολοίπου.

 

Αναφορικά με το παράπονο του εφεσείοντα ότι το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο ίδιος προσωπικά έδινε εντολές στους χρηματιστές για αγορές και πωλήσεις αξιών, όπως και το εύρημα ότι ενημερωνόταν για τις χρηματιστηριακές πράξεις που κατά καιρούς καταχωρούντο στις καταστάσεις του λογαριασμού του αντιστρατεύονται τη μαρτυρία, περιοριζόμαστε να παραπέμψουμε στη μαρτυρία τόσο του Μ.Ε.3, όσο και του Μ.Ε.7, τη μαρτυρία των οποίων ο εφεσείων επικαλείται για σκοπούς τεκμηρίωσης των συγκεκριμένων θέσεων του. Είναι αρκετό να διεξέλθει ένας τη μαρτυρία και ειδικότερα αυτή των εν λόγω μαρτύρων για να ικανοποιηθεί όχι μόνο περί του ανεδαφικού των εν λόγω θέσεων, αλλά και περί της ορθότητας των επί του προκειμένου διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Πέραν όμως τούτου, θεωρούμε σκόπιμο να επισημάνουμε ότι η εφεσίβλητη ήταν απλά οι δανειστές του εφεσείοντα και όχι οι εντολοδόχοι της διαβίβασης εντολών για την αγοραπωλησία αξιών, εργασία που εκτελείτο από την ΕΤΕ, χρηματιστές του εφεσείοντα, τους οποίους ο τελευταίος μάλιστα είχε εξουσιοδοτήσει δυνάμει της επίδικης συμφωνίας να διαχειρίζονται το λογαριασμό του και τους οποίους επέλεξε να μην καταστήσει διάδικους στην αγωγή.

 

Η υπόθεση Marketrends Finance Ltd. v. Πέρδικου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1042, την οποία επικαλείται ο εφεσείων για σκοπούς τεκμηρίωσης των επί του προκειμένου θέσεων του, ουδόλως βοηθά την υπόθεση του. Τα γεγονότα σε εκείνη την υπόθεση ήταν τελείως διαφορετικά από την παρούσα. Εκεί αμφισβητείτο έντονα κατά πόσο το πρόσωπο που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της εταιρείας και λήπτης των εντολών του εκεί εφεσιβλήτου, προωθούσε τα χρήματα που ο εφεσίβλητος του κατέβαλλε, στην εταιρεία ή τα οικειοποιείτο για δικό του όφελος χρεώνοντας τον εφεσίβλητο με ανύπαρκτα υπόλοιπα.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 2, 12, 13 και 14, δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.

[*2377]Στο στόχαστρο των λόγων έφεσης 3, 4, 6, 7, 8, 9 και 11, βρίσκεται η ορθότητα του πιο κάτω αποσπάσματος από το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου:

 

“Η θέση του εναγομένου ότι εκ μέρους των εναγόντων δεν υπήρχε συμμόρφωση με τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, (τεκμήρια 37 (α-ζ) καταρρίφθηκε από το μάρτυρα των εναγόντων Νίκο Χατζημάρκου, όπως επίσης καταρρίφθηκε η θέση του ιδίου ότι οι ενάγοντες θα έπρεπε να πωλήσουν αρχές του 2000 τις μετοχές του χαρτοφυλακίου του εναγομένου κατά την ανατροπή του περιθωρίου ασφαλείας ούτως ώστε να μην ζημιώσουν ούτε οι ενάγοντες ούτε ο εναγόμενος. Η όλη συμπεριφορά του εναγομένου καταδεικνύει ότι τέτοια ενέργεια εκ μέρους των εναγόντων θα αντιμετώπιζε την ισχυρή άρνηση του, τέτοιες οδηγίες δεν έδωσε, ακολουθώντας την πάγια τότε θέση όλων των επενδυτών οι οποίοι ανέμεναν την ανάκαμψη του χρηματιστηρίου. Πέραν τούτου όμως, ορθά κατά την άποψη μου οι ενάγοντες δεν εξάσκησαν το δικαίωμα πώλησης των μετοχών των χαρτοφυλακίων των πελατών τους προς ικανοποίηση τους, γιατί η ενέργεια αυτή θα επέφερε βαρύτατο πλήγμα όχι μόνο στους επενδυτές αλλά και σε όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα του κράτους, και γενικά την οικονομία. Ήταν μια διεργασία που δεν μπορούσε να υλοποιηθεί άμεσα. Πέραν αυτού οι ενάγοντες δεν είχαν καμία υποχρέωση αλλά δικαίωμα να πωλήσουν ενεχυριασμένες σ’ αυτούς μετοχές. Βλέπε China South Sea Bank Ltd v. Gin [1990] A.C. 556 όπου αποφασίστηκε ότι ο πιστωτής δεν είχε ευθύνη προς τον χρεώστη να εξασκήσει το δικαίωμα πώλησης που είχε και το οποίο ανεφύετο από ενέχυρο αλλά δικαίωμα να αποφασίσει ο ίδιος αν και πότε θα πωλούσε. Ουσιαστικά, η διαχείριση του λογαριασμού δεν εγίνετο από τους ενάγοντες οι οποίοι δεν είχαν δικαίωμα να αγοράσουν ή πωλήσουν μετοχές αλλά από τον ίδιο τον εναγόμενο ο οποίος εκ των υστέρων «κατηγορεί» τους ενάγοντες για κακοδιαχείριση του συγκεκριμένου λογαριασμού επί ζημία του, όταν ο ίδιος με δικές του εντολές και δικές του επιλογές αγόραζε μετοχές πιστεύοντας ότι οι αξίες αυτές θα είχαν συνεχώς ανοδική πορεία στην τιμή τους. Δυστυχώς όλοι οι επενδυτές κατά τον ουσιώδη αυτό χρόνο επίστευαν (μη εξαιρουμένου του εναγομένου), ότι οι επενδύσεις στο χρηματιστήριο αποφέρουν μόνο κέρδη, μη αποδεχόμενοι ζημιές τις οποίες θέλουν να μοιραστούν ή να επιβαρύνουν με αυτές τους δανειστές τους.”

 

Στα πλαίσια των επτά πιο πάνω λόγων έφεσης ο εφεσείων, [*2378]παραπέμποντας στη μαρτυρία και συγκεκριμένα στη μαρτυρία του μάρτυρα της εφεσίβλητης Νίκου Χατζημάρκου (Μ.Ε.6), παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα και αναιτιολόγητα έκρινε ότι η εφεσίβλητη συμμορφώθηκε με τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, οι οποίες χάραζαν, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, δημόσια πολιτική. Παράλληλα, ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο παραγνώρισε το ρόλο που η Κεντρική Τράπεζα ως εποπτικό όργανο διαδραμάτιζε και δεν αποφάνθηκε περί της υποχρέωσης της εφεσίβλητης να τον ενημερώνει για τις εκάστοτε εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας και παράλληλα να τον προειδοποιεί για τους κινδύνους που οι επενδύσεις σε χρηματιστηριακές αξίες, συνεπάγονται. Παραπονείται επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε, θεωρώντας ότι στην ενώπιον του υπόθεση τύγχαναν εφαρμογής οι αρχές της υπόθεσης China South Sea Bank Ltd v. Gin [1990] A.C. 556, ότι η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση αλλά δικαίωμα να πωλήσει τις ενεχυριασμένες προς όφελος της μετοχές του και ότι ορθά υπό τις περιστάσεις δεν εξάσκησε το εν λόγω δικαίωμα της. Η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου σε δικαίωμα, η άσκηση του οποίου «θα επέφερε βαρύτατο πλήγμα όχι μόνο στους επενδυτές αλλά και σε όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα του κράτους και γενικά στην οικονομία», όχι μόνο δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία, αλλά και μετατρέπει, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο «σε οικονομικό εμπειρογνώμονα». Τέλος, παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η εφεσίβλητη δεν υπείχε θέση διαχειριστή του λογαριασμού του.

 

Διεξήλθαμε προσεκτικά τη μαρτυρία έχοντας κατά νου τη σχετική πτυχή της επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, ο οποίος παραπέμποντας σε νομολογία, στη συντριπτική της πλειοψηφία αγγλική (Levett a.o. v. Barclays Bank Plc [1995] 2 All E.R. 615, Levett a.o. v. Barclays Bank Plc [1995] 1 WLR 1260, Corbett a.o. v. Halifax Plc a.o., Court of Appeal, [2003] 2 All E.R. (Comm) 384, Lloyds Bank Plc v. Cassidy [2003] BPIR 424, Skipton Building Society v. Scott [2000] 2 All E.R. 779, Skipton Building Society v. Scott [2000] 3 WLR 1031, Skipton Building Society v. Scott [2001] QB 261, Medforth v. Blake a.o. [1999] 3 All E.R. 97 και Palk a.o v. Mortgage Services Funding Plc [1993] Ch 330), εισηγήθηκε τη διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση China South Sea Bank Ltd v. Gin (πιο πάνω), όπως και από τις υποθέσεις Συρίμη ν. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1131 και Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238.

[*2379]Κανένα από τα συγκεκριμένα παράπονα του εφεσείοντα ευσταθεί. Κατ’ αρχάς θα πρέπει να πούμε πως η μαρτυρία του Μ.Ε.6 κάθε άλλο παρά τεκμηριώνει τις επί του προκειμένου θέσεις του εφεσείοντα. Αντίθετα, όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει, η θέση του εφεσείοντα περί μη συμμόρφωσης της εφεσίβλητης με τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, καταρρίπτεται από τη μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα. Ανεξάρτητα όμως τούτου, θεωρούμε σκόπιμο να υπομνήσουμε στον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα το γεγονός ότι πανομοιότυπα θέματα ήγειρε ενώπιον του Εφετείου, ανεπιτυχώς και στο παρελθόν σε άλλες περιπτώσεις, με παρόμοια περιστατικά, μεταξύ των οποίων, και οι υποθέσεις Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance Ltd. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2229, Συρίμη (πιο πάνω), Καλλικάς (πιο πάνω) και Ζερβού ν. Euroinvestment & Finance Public Ltd. (πρώην Euroinvestment & Finance Ltd.) (πιο πάνω). Όπως πολύ εύστοχα επισημάνθηκε στην υπόθεση Συρίμη (πιο πάνω) και υιοθετήθηκε μεταξύ άλλων υποθέσεων και στις υποθέσεις Γρηγορίου (πιο πάνω) και Ζερβού (πιο πάνω), «.... οι εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας δεν απαγόρευαν το άνοιγμα επενδυτικού λογαριασμού και ούτε υπαγόρευαν το κλείσιμο τους. Περιορίζονται στο να παράσχουν υποδείξεις προς τις τράπεζες για καλύτερο χειρισμό διαφόρων θεμάτων, χωρίς να εγείρεται θέμα δημόσιας πολιτικής». Χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει και στις υποθέσεις Μαρκίδης ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου)(2012) 1 Α.Α.Δ. 324 και Γιάλλουρου ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. κ.ά. (2011) 1((Γ) Α.Α.Δ. 1635. Επομένως, ορθά κατά τη γνώμη μας το πρωτόδικο δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη δεν παραβίασε τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας και συνεπώς η επίδικη συμφωνία δεν ακυρώθηκε εξαιτίας της μη συμμόρφωσης με τις εν λόγω εγκυκλίους.

 

Αναφορικά με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε καθοδήγηση από την υπόθεση China South Sea Bank Ltd και έκρινε ότι η εφεσίβλητη δεν υπείχε θέση διαχειριστή του λογαριασμού του εφεσείοντα, περιοριζόμαστε στην επισήμανση ότι, πανομοιότυποι νομικοί ισχυρισμοί σε σχέση με πανομοιότυπες συμβάσεις και νομικά έγγραφα κρίθηκαν ανυπόστατοι από το Εφετείο στις υποθέσεις Συρίμη, Καλλικάς και Ζερβού (πιο πάνω), στις οποίες όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει, «αποφασίστηκε ότι ο πιστωτής δεν είχε ευθύνη προς τον χρεώστη να εξασκήσει το δικαίωμα πώλησης που είχε και το οποίο ανεφύετο από ενέχυρο, αλλά δικαίωμα να αποφασίσει ο ίδιος αν και πότε θα πωλούσε». [*2380]Με άλλα λόγια, το δικαίωμα για εκποίηση δεν μπορεί να μετατραπεί σε υποχρέωση. Εκεί βέβαια που επιλέγεται η άσκηση του δικαιώματος για εκποίηση, τότε θα πρέπει να επιδεικνύεται εύλογη επιμέλεια. Ο εφεσείων εισηγήθηκε τη διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από τις πιο πάνω υποθέσεις. Εξετάσαμε τη σχετική εισήγηση και δεν βρίσκουμε οτιδήποτε που να δικαιολογεί υιοθέτηση της και ως εκ τούτου απορρίπτεται. Αναφορικά με το παράπονο του εφεσείοντα περί μετατροπής του πρωτόδικου δικαστηρίου σε «οικονομικό εμπειρογνώμονα», είναι η διαπίστωση μας ότι αυτό, κρινόμενο υπό το φως του συνόλου της επίδικης απόφασης, στερείται οποιουδήποτε ερείσματος. Εξάλλου, με την επίμαχη αναφορά το πρωτόδικο δικαστήριο, διαπιστώνει το αυτονόητο, ήτοι τις δυσμενείς για το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα, συνέπειες που φυσιολογικά θα συνεπαγόταν η χρήση σε ευρεία κλίμακα του δικαιώματος πώλησης των μετοχών που ήταν ενεχυριασμένες.

 

Στα πλαίσια του λόγου έφεσης 4, ο εφεσείων επικαλείται και τη γνωστή ως laches αρχή της επιείκειας, ισχυριζόμενος ότι η εφεσίβλητη επέδειξε αδικαιολόγητη ολιγωρία στο να τερματίσει την επίδικη συμφωνία, με δυσμενείς συνέπειες για τον ίδιο. Αδυνατούμε να αντιληφθούμε την επί του προκειμένου θέση του εφεσείοντα, ο οποίος είχε στη διάθεση του όλο το χρόνο που μεσολάβησε μέχρι τον τερματισμό της επίδικης συμφωνίας, να ισοζυγίσει τις υποχρεώσεις του με την εφεσίβλητη. Ανεξάρτητα όμως τούτου, η αρχή του laches αφορά αρχή του δικαίου της επιείκειας και συνεπώς ρυθμίζει τις συνέπειες που προκύπτουν από την υπέρμετρη καθυστέρηση στην άσκηση δικαιωμάτων που έχουν ως αποκλειστική πηγή το δίκαιο της επιείκειας, κάτι που δεν συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, όπου τα δικαιώματα των διαδίκων πηγάζουν από το Νόμο. (Βλ. Α.ΤΗ.Κ. ν. Κλεάνθους (2013) 1 Α.Α.Δ. 158).

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, ούτε οι λόγοι έφεσης 3, 4, 6, 7, 8, 9 και 11 μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.

 

Στο στόχαστρο των λόγων έφεσης 5 και 10, βρίσκεται η ορθότητα του πιο κάτω αποσπάσματος από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης:

 

“Εν κατακλείδι θα έλεγα ότι ακόμα και οι νομικές υπερασπίσεις που ήγειρε ο εναγόμενος, ότι δηλαδή οι ενάγοντες τον ενεθάρρυναν ή τον εξώθησαν ή τον επηρέασαν να συμμετάσχει στο επενδυτικό σχέδιο, ότι παραβίασαν τον περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο, τον περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμο [*2381]και τις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, ότι ενήργησαν με αμέλεια και ολιγωρία, και παραβίασαν τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τους και του εναγομένου ή ότι εξαπάτησαν και παραπλάνησαν τον εναγόμενο, και διά της συμπεριφοράς τους προκάλεσαν ζημία εις αυτόν, δεν ευσταθούν. Ο εναγόμενος γνώριζε πολύ καλά λόγω της θέσης του ως ανώτερου τραπεζικού υπαλλήλου, τους κινδύνους που συνεπάγετο η επένδυση χρημάτων με δανεισμό στο χρηματιστήριο, δεν εχρειάζετο νομική συμβουλή, και δεν επαραπλανήθηκε ή εξαπατήθηκε από τους ενάγοντες αλλά ενήργησε με τη βούληση του.”

 

Στα πλαίσια του λόγου έφεσης 5, ο εφεσείων, εισηγούμενος διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από τις υποθέσεις Συρίμη (πιο πάνω) και Καλλικάς (πιο πάνω), παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «γενικά και αόριστα και χωρίς καμία αιτιολογία έκρινε ότι οι νομικές υπερασπίσεις που ήγειρε ο εναγόμενος δεν ευσταθούν», ενώ στα πλαίσια του λόγου έφεσης 10, παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και παρά την ύπαρξη σχετικής περί τούτου μαρτυρίας, παρέλειψε να εξετάσει και να αποφανθεί αναφορικά με τη θέση του ότι μεταξύ του ιδίου και της εφεσίβλητης δημιουργήθηκε σχέση εμπιστεύματος.

 

Ούτε τα εν λόγω παράπονα του εφεσείοντα ευσταθούν. Όπως έχουμε ήδη υποδείξει στα πλαίσια συζήτησης των αμέσως πιο πάνω λόγων έφεσης, δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε λόγο που να δικαιολογεί διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από τις υποθέσεις Συρίμη και Καλλικάς (πιο πάνω), ενώ είναι αρκετό να διεξέλθει ένας το πιο πάνω σχετικό απόσπασμα από την επίδικη απόφαση, για να διαπιστώσει το ανεδαφικό του παραπόνου που ο εφεσείων προβάλλει στα πλαίσια του λόγου έφεσης 5. Το πρωτόδικο δικαστήριο όχι μόνο εξέτασε και αξιολόγησε τις νομικές υπερασπίσεις του εφεσείοντα, αλλά και οι λόγοι για τους οποίους τις απέρριψε, εκτίθενται, λιτά μεν πλην όμως περιεκτικά, στην απόφαση του.

 

Αναφορικά με το παράπονο του εφεσείοντα που προβάλλεται στα πλαίσια του 10ου λόγου έφεσης, παρατηρούμε τα εξής. Όντως το πρωτόδικο δικαστήριο δεν κατηύθυνε την προσοχή του στην ουσία του νομικού ισχυρισμού του εφεσείοντα περί δημιουργίας εμπιστεύματος. Οι κάποιες σχετικές με το θέμα αναφορές στην πρωτόδικη απόφαση ακροθιγώς μόνο ασχολούνται με το συγκεκριμένο ισχυρισμό. Όμως θα πρέπει να πούμε πως ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, στην ουσία, δεν δικογραφείται. Η περί τούτου σχετική αναφορά στα δικόγραφα του εφεσείοντα εξαντλείται [*2382]σε μια γενική και αόριστη αναφορά ότι η εφεσίβλητη κατέστη εμπιστευματοδόχος. Πέραν και ανεξάρτητα όμως τούτου, εξετάσαμε το συγκεκριμένο θέμα υπό το φως των εξουσιών που μας παρέχονται από τις πρόνοιες του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 και τις πρόνοιες του θ. 8 της Κ. 35. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιαδήποτε μαρτυρία, που να υποστηρίζει τη θέση του εφεσείοντα περί δημιουργίας εμπιστεύματος. Αντίθετα, εκείνο που αποδείχθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι πως η εφεσίβλητη έναντι του εφεσείοντα υπείχε θέση δανειστή και ως τέτοια δεν μπορούσε να καταστεί εμπιστευματοδόχος των μετοχών που ο εφεσείων είχε προς όφελος της ενεχυρίασης, ούτε και μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη έναντι του εφεσείοντα ως οφειλέτη σε περίπτωση που ασκούσε το δικαίωμα πώλησης και ακολούθως η αξία των μετοχών μειωνόταν ή εκμηδενιζόταν (Καλλικάς (πιο πάνω)).

 

Ως εκ τούτου, και οι λόγοι έφεσης 5 και 10 απορρίπτονται.

 

Λόγος Έφεσης 15.

 

Σύμφωνα με το παράπονο που ο εφεσείων εκφράζει στα πλαίσια του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα και αυθαίρετα αποφάνθηκε ότι το επενδυτικό σχέδιο ήταν έγκυρο. Ενώ είχε ενώπιον του το σύνολο των γεγονότων που απαιτούντο, «δεν αποφάσισε και δεν ενδιάτριψε επί του νομικού ισχυρισμού» του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη «επέδειξε επαγγελματική αμέλεια ως προς τη λειτουργία του επενδυτικού σχεδίου», παραβιάζοντας έτσι, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, το νομικό κανόνα που θέλει το διάδικο εναντίον του οποίου προβάλλεται ισχυρισμός για επαγγελματική αμέλεια, στην παρούσα περίπτωση την εφεσίβλητη, να φέρει και το βάρος απόδειξης ότι δεν ενήργησε αμελώς. Τέλος, ο εφεσείων παραπονείται ότι, εσφαλμένα αγνοήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που αφορά καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις με καταναλωτές, καθώς εσφαλμένα αγνοήθηκαν οι πρόνοιες των Άρθρων 6(1) και (7) του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου 93(Ι)/96.

 

Ο εφεσείων μας καλεί για ακόμα μια φορά να διαφοροποιήσουμε την παρούσα υπόθεση από τις υποθέσεις Συρίμη και Καλλικάς (πιο πάνω) και επαναλαμβάνοντας τη θέση του περί επαγγελματικής αμέλειας της εφεσίβλητης, επαναφέρει στο προσκήνιο τον ισχυρισμό του περί παραβίασης από πλευράς εφεσίβλητης [*2383]των συμβατικών της υποχρεώσεων, λόγω παράλειψης της να πωλήσει τις ενεχυριασμένες προς όφελος της μετοχές. Για τεκμηρίωση των επί του προκειμένου ισχυρισμών του ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα παραπέμπει στο Άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, στον Τόμο 2 του συγγράμματος «Κεφάλαιο 148, Αστικά Αδικήματα» των κ.κ. Π. Αρτέμη και Γ. Ερωτοκρίτου, σελ. 13 και 14, όπως και σε νομολογία τόσο αγγλική, (Standard Chartered Bank Ltd v. Walker a.ο. [1982] 2 All E.R. 938), όσο και κυπριακή (Χ" Μιτσή ν. Θεοδούλου (2003) 1 Α.Α.Δ. 61 και Ελληνική Τράπεζα Λτδ. ν. Πολυδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 68).

 

Ούτε ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης ευσταθεί. Τα όσα έχουμε αναφέρει πιο πάνω στα πλαίσια των λόγων έφεσης που έχουμε ήδη εξετάσει, τα συγκεκριμένα παράπονα του εφεσείοντα στερούνται ερείσματος. Έχουμε ήδη απορρίψει την εισήγηση για διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από τις υποθέσεις Συρίμη και Καλλικάς (πιο πάνω) και δεν βλέπουμε γιατί για σκοπούς του παρόντος λόγου έφεσης να αποκλίνουμε από τους λόγους που μας οδήγησαν στο να απορρίψουμε την εν λόγω εισήγηση. Επίσης, η νομολογία, όπως και τα σχετικά αποσπάσματα από τα συγγράμματα στα οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα μας παραπέμπει, ουδόλως βοηθούν την υπόθεση του.

 

Η υπόθεση Standard Chartered Bank Ltd. (πιο πάνω) αφορούσε την πώληση περιουσίας της εταιρείας από το διαχειριστή – παραλήπτη σε μειωμένη τιμή και το ερώτημα που ηγέρθη ήταν κατά πόσο ο διαχειριστής υπείχε ευθύνη πέραν από την εταιρεία και έναντι του εγγυητή. Στην παρούσα περίπτωση όμως η εφεσίβλητη δεν άσκησε το δικαίωμα πώλησης των ενεχυριασμένων μετοχών. Αν το ασκούσε, τότε θα είχε καθήκον να επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια να πωλήσει τις μετοχές στην καλύτερη δυνατή τιμή.

 

Η υπόθεση Χ"Μιτσή (πιο πάνω) αφορούσε περίπτωση μετατόπισης του βάρους απόδειξης αμέλειας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 52 του Κεφ. 148, θέμα παντελώς άσχετο με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ενώ η υπόθεση Πολυδωρίδης (πιο πάνω) αφορούσε θέματα ανανέωσης σύμβασης (novation), καθήκοντα παραλήπτη και το επίπεδο επιμέλειας που πρέπει να επιδεικνύεται στην άσκηση των καθηκόντων του, θέματος επίσης παντελώς άσχετου με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

 

Όσον αφορά το Άρθρο 51 του Κεφ. 148, περιοριζόμαστε να παρατηρήσουμε ότι οι πρόνοιες του εν λόγω άρθρου είναι τελεί[*2384]ως άσχετες με τα εδώ επίδικα θέματα.

 

Στην παρούσα περίπτωση, για τους λόγους που έχουμε ήδη αναφέρει νωρίτερα, δεν προκύπτει είτε από την επίδικη συμφωνία, είτε από τη μαρτυρία, ζήτημα εμπιστεύματος ή διαχείρισης του λογαριασμού από την εφεσίβλητη. Συνεπώς, αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς, υπό το φως των εν λόγω δεδομένων, παρέχεται περιθώριο για την επίκληση οποιασδήποτε αμέλειας από πλευράς της εφεσίβλητης έναντι του εφεσείοντα, που είναι και ο πυρήνας του παραπόνου που ο τελευταίος προβάλλει στα πλαίσια του συγκεκριμένου λόγου έφεσης. Όπως πολύ εύστοχα, σχετικά με πανομοιότυπο παράπονο επισημαίνεται στη Χατζηγαβριήλ ν. Ellinas Finance Public Co. Ltd. (2013) 1 Α.Α.Δ. 668:

 

“Πώς είναι δυνατόν να γίνεται λόγος από τον εφεσείοντα ότι οι εφεσίβλητοι σκόπιμα επέλεξαν να μην ασκήσουν το δικαίωμα διαχείρισης, ή πώλησης, για να προκαλέσουν ζημιά στον ειδικό επενδυτικό λογαριασμό, προκαλώντας έτσι στην ουσία, ζημιά στη δική τους εξασφάλιση; Όλη η βάση της αξίωσης των εφεσιβλήτων αφορούσε στην ουσία υπόλοιπο χρέους και δεν χωρεί συζήτηση για αμέλεια λόγω της μη έγκαιρης πώλησης των μετοχών του εφεσείοντος. Δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής που καθιερώθηκε στη γνωστή υπόθεση Donoghue v. Stevenson [1932] 1 A.C. 562, με δεδομένο ότι το μόνο που οι εφεσίβλητοι έπρατταν ήταν η απελευθέρωση των αναγκαίων κονδυλίων προς χρηματοδότηση των αγοραπωλησιών των αξιών που διενεργούσε ο εφεσείων μέσω της Share Link, η οποία ενημέρωνε σχετικά τους εφεσίβλητους για την ανάλογη παροχή των αναγκαίων ποσών και την αντίστοιχη χρεοπίστωση του λογαριασμού του εφεσείοντος.”

 

Υπενθυμίζουμε και την υπόθεση China South Sea Bank Ltd (πιο πάνω) στην οποία, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, αποφασίστηκε ότι ο πιστωτής δεν υπέχει ευθύνη έναντι του οφειλέτη όταν ο οφειλέτης δεν ενεργεί προς εξυπηρέτηση του δικού του οφέλους, αλλά αναμένει από τον πιστωτή να ενεργήσει προς μείωση του δικού του υπολοίπου.

 

Η πιο πάνω κατάληξη μας σφραγίζει τη μοίρα του παραπόνου ότι το επενδυτικό σχέδιο δεν ήταν έγκυρο, το οποίο και απορρίπτεται ως ανεδαφικό.

 

Αναφορικά με το παράπονο του εφεσείοντα περί παραβίασης της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοι[*2385]νοτήτων που αφορά καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις με καταναλωτές, όπως και της παραβίασης των Άρθρων 6(1) και (7) του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου 93(Ι)/96, κατ’ αρχάς παρατηρούμε ότι το συγκεκριμένο παράπονο ευθέως εγείρεται για πρώτη φορά στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του. Δεν έχει αποτελέσει αυτοτελή λόγο έφεσης και η οποιαδήποτε συγκαλυμμένη προβολή του στα πλαίσια του πιο πάνω λόγου έφεσης, δεν δικαιολογεί την εξέτασή του. Παρά ταύτα όμως, θα θέλαμε να υποδείξουμε στον ευπαίδευτο συνήγορο πως παρόμοιο ακριβώς παράπονο υπέβαλε και στα πλαίσια της αιτιολογίας των λόγων έφεσης που είχε προβάλει στις υποθέσεις Συρίμη (πιο πάνω) και Καλλικάς (πιο πάνω), οι οποίες υπενθυμίζουμε αφορούσαν πανομοιότυπες με την παρούσα περίπτωση συμβάσεις και πανομοιότυπα νομικά έγγραφα και απορρίφθηκε ως ανυπόστατο.

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω και ο λόγος έφεσης 15 απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 16.

 

Στα πλαίσια του συγκεκριμένου λόγου έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε τη νομική αρχή «protect your neighbour (προστάτευσε το γείτονα σου)». Συγκεκριμένα, ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε τη δεσπόζουσα θέση της εφεσείουσας στο επενδυτικό σχέδιο και δεν αξιολόγησε τον ισχυρισμό του ότι η εφεσίβλητη, ενεργώντας αντισυμβατικά, δεν τον ενημέρωσε είτε για τους κινδύνους που διέτρεχε από τη συμμετοχή του στο σχέδιο, είτε για την αναγκαιότητα λήψης ανεξάρτητης νομικής συμβουλής.

 

Ούτε ο πιο πάνω λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει. Όπως έχει επισημανθεί στην υπόθεση Καλλικάς (πιο πάνω), οι όροι του σχεδίου ήταν απλοί και δεν απαιτούντο ιδιαίτερες γνώσεις για να αντιληφθεί ένας τους κινδύνους. Άλλωστε, ο εφεσείων στην παρούσα περίπτωση, όπως ορθά έχει επισημανθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο, «γνώριζε πολύ καλά λόγω της θέσης του ως ανώτερου τραπεζικού υπαλλήλου, τους κινδύνους που συνεπάγετο η επένδυση χρημάτων με δανεισμό στο χρηματιστήριο, δεν χρειάζετο νομική συμβουλή και δεν παραπλανήθηκε ή εξαπατήθηκε από τους ενάγοντες αλλά ενήργησε με τη βούληση του».

 

Ως αποτέλεσμα και ο λόγος έφεσης 16 απορρίπτεται.

[*2386]Λόγος Έφεσης 17.

 

Βασικό παράπονο του εφεσείοντα συνιστά η θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ενδιέτριψε επί των στοιχείων της υπεράσπισης του, αλλά, αγνοώντας την ενώπιον του μαρτυρία εσφαλμένα, αναιτιολόγητα και αντίθετα με την υπάρχουσα μαρτυρία, απέρριψε τόσο την υπεράσπιση όσο και την ανταπαίτηση του.

 

Για τους πιο κάτω λόγους ούτε ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει.

 

Όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει στα πλαίσια του λόγου έφεσης 5, το πρωτόδικο δικαστήριο όχι μόνο εξέτασε και αξιολόγησε τις νομικές υπερασπίσεις του εφεσείοντα, αλλά και αιτιολόγησε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους τις απέρριψε. Ανεξάρτητα όμως τούτου, θα πρέπει να επισημάνουμε και το γεγονός ότι πουθενά δεν έχουμε εντοπίσει μαρτυρία που να υποστηρίζει τις θέσεις του εφεσείοντα. Αντίθετα, όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει, το μόνο ασφαλές συμπέρασμα που από τη μαρτυρία απορρέει είναι πως η εφεσίβλητη ενεργούσε και λειτουργούσε σύμφωνα με τις συμβατικές της υποχρεώσεις, γεγονός για το οποίο ο εφεσείων τύγχανε έγκαιρα, της δέουσας πληροφόρησης.

 

Ως αποτέλεσμα και ο λόγος έφεσης 17 δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται, με έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο