Kumah Rita (2013) 1 ΑΑΔ 2461

(2013) 1 ΑΑΔ 2461

[*2461]29 Νοεμβρίου 2013

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ RITA KUMAH

(RC NO 55677974) ΥΠΗΚΟΟΥ ΤΗΣ ΓΚΑΝΑΣ ΚΑΙ ΤΩΡΑ

ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΣΤΗ ΜΕΝΟΓΕΙΑ ΓΙΑ

ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS

CORPUS,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 15 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 115/2008/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 16ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΔΙΑΜΕΝΟΝΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ,

 

ΤΑ ΑΡΘΡΑ 5 ΚΑΙ 6 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 30, 34 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ΝΟΜΟ, ΝΟΜΟΣ ΑΡ. 153(Ι)/2011, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 25/11/2011, ΑΡΘΡΑ 180 Δ, 180 Η(1)(4)(α)(β), 180Π(1)(4), 180ΠΣΤ(1), (α), (β), 4(α), (β), 5(α), (β),

(γ), (7), (8)(α), (β)(4) ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΤΙΣ ΠΡΟΝΟΙΕΣ ΤΟΥ

ΝΟΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.       ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.       ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

3.       ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

[*2462]4.      ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

5.       ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΛΑΡΝΑΚΟΣ,

6.       ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

 

ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΕΛΑΣΗΣ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΕΞΕΤΑΣΕΙ ΑΝΑ ΔΙΜΗΝΟ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ, ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΣΤΗ ΜΕΝΟΓΕΙΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΗ RITA KUMAH ΥΠΗΚΟΟ ΤΗΣ ΓΚΑΝΑΣ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 115/2008 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 153(Ι)/2011,

 

ΑΙΤΗΣΗ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΕΙΣΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 33/64 ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 153(Ι)/2011, ΑΡΘΡΟ 18ΠΣΤ (5)(α).

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 198/2013)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Απορρίφθηκε αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus  για απελευθέρωση της αιτήτριας από την κράτηση της η οποία διατάχθηκε για σκοπούς απέλασης ― Η παράλειψη της διοίκησης να ενεργήσει εγκαίρως προς εξωτερίκευση της παράτασης της διάρκειας κράτησης, η οποία είχε γίνει πριν από τη λήξη της πρώτης προβλεπόμενης περιόδου κράτησης των έξι μηνών, δεν επενεργούσε υπέρ της αιτήτριας καθότι  αυτή ήδη κρατείτο νομίμως ― Η αιτήτρια δεν νομιμοποιείτο στο να μέμφεται τη διοίκηση για τη μη απέλαση της, στην αναστολή της οποίας, η ίδια στόχευσε, στο πλαίσιο εκκρεμοδικίας προσφυγής.

 

Ύστερα από την κήρυξη του γάμου της αιτήτριας ως εικονικού στην οποία προέβησαν οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εσωτερικών, και την απόρριψη της τελευταίας αίτησης της για  άδεια προσωρινής παραμονής και απασχόλησης ως σύζυγος Κύπριου πολίτη, η αιτήτρια κλήθηκε να αναχωρήσει άμεσα από τη Δημοκρατία.

 

Ακολούθησε η προώθηση προσφυγής στην ως άνω απορριπτική απόφαση, ενώ λόγω της μη αναχώρησης της από τη Δημοκρατία,   [*2463]εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, η δε αιτήτρια συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση στις 28.4.2013. 

 

Μεταγενέστερα καταχώρησε άλλη προσφυγή, προσβάλλοντας τη νομιμότητα των εν λόγω διαταγμάτων κράτησης και απέλασης.

 

Η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης αναστάληκε μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής, στα πρακτικά της οποίας έγιναν και σχετικές δηλώσεις περί της αναστολής.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε εν τέλει απορριπτική απόφαση στην πρώτη προσφυγή και στη συνέχεια η Διευθύντρια Μετανάστευσης εξέδωσε οδηγίες όπως προωθηθεί η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης που είχε εκδοθεί εναντίον της αιτήτριας και που είχε στο μεταξύ ανασταλεί, στα πλαίσια της δήλωσης που αναφέρθηκε προηγουμένως ότι δεν θα προωθείτο η διαδικασία απέλασης μέχρι την έκδοση απόφασης στην προσφυγή.

 

Η αιτήτρια καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση Habeas Corpus, στη βάση του ότι είχε παρέλθει η εξάμηνη προθεσμία από την ημερομηνία έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης κατά παράβαση της Οδηγίας αρ. 115/2008, όπως αυτή ενσωματώθηκε στην ημεδαπή νομοθεσία.

 

Αυτή ήταν και η αποκλειστική βάση επί της οποίας επιδιώχθηκε η απελευθέρωση της αιτήτριας από την κράτηση της για σκοπούς απέλασης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η αιτήτρια δεν είχε δίκαιο στις θέσεις που προέβαλε. Η εξάμηνη περίοδος κράτησης έληξε, όπως ήταν κοινός τόπος, στις 28.10.2013, η δε παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε λίγες μέρες μετά στις 4.11.2013. Προηγήθηκε όμως παράταση της διάρκειας παραμονής κράτησης της αιτήτριας.

 

2.  Συγκεκριμένα στις 25.10.2013 και αφού προηγήθηκε στις 23.10.2013 η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή υπ’ αρ. 486/2013, λήφθηκε απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών για περαιτέρω παράταση του χρόνου κράτησης για 12 μήνες για τους λόγους που αναφέρονταν στο Σημείωμα του διοικητικού λειτουργού ημερ. 22.10.2013 προς τον Υπουργό Εσωτερικών, μέσω Διευθύντριας Μετανάστευσης και μέσω Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών.

[*2464]3.    Όπως αναφερόταν στο Σημείωμα, η απέλαση δεν είχε καταστεί δυνατή λόγω των εκκρεμουσών προσφυγών στο Ανώτατο Δικαστήριο, στις οποίες υπήρξε δέσμευση της διοίκησης όπως μη απελαθεί μέχρι τη λήξη τους.

 

4.  Η παράταση αυτή εφόσον προηγήθηκε της λήξης του εξαμήνου δεν παρουσίαζε τα προβλήματα που εγείρονταν όταν η παράταση δίδεται μετά τη λήξη της προνοούμενης περιόδου κράτησης.

 

5.  Το ερώτημα που τίθετο ήταν  αν η παράταση ήταν ή όχι δικαιολογημένη. Από όλα τα πιο πάνω, διαφαινόταν ότι η αιτήτρια επεδίωξε, μεταξύ άλλων, και την αναστολή της απέλασης της, την οποία και πέτυχε με τη συγκατάθεση της Δημοκρατίας τουλάχιστον μέχρι την εκδίκαση της πρώτης προσφυγής της.

 

6.  Επομένως δεν ήταν νοητό, αλλά αντίθετα ήταν νομικά αντιφατικό, αν όχι και παράλογο, για την αιτήτρια να καταλόγιζε και εκ των υστέρων ευθύνη στη διοίκηση στα πλαίσια της διαδικασίας Habeas Corpus ως προς τη μη απέλαση της κατά τη διάρκεια της εξαμήνου περιόδου κράτησης της.

 

7.  Συνεπώς δεν νομιμοποιείτο η αιτήτρια στο να μέμφετo τη διοίκηση για τη μη απέλαση της, στην αναστολή της οποίας η ίδια στόχευσε.

 

8.  Ήταν γεγονός και ήταν παραδεκτό και από τη Δημοκρατία, ότι η απόφαση για παράταση της περιόδου κράτησης της αιτήτριας (η οποία δόθηκε πριν από τη λήξη της εξαμήνου περιόδου κράτησης της αιτήτριας) δεν κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια παρά μόνο εκ των υστέρων με επιστολή της διοίκησης ημερ. 6.11.2013, που απευθύνθηκε στην αιτήτρια και δόθηκε σ’ αυτή σύμφωνα με σχετικό Σημείωμα αστυφύλακα στις 8.11.2013 η οποία όμως, αφού διάβασε και κατανόησε το περιεχόμενο της, δεν αποδέχθηκε τους όρους και δεν την υπέγραψε.

 

9.  Η παράλειψη όμως της διοίκησης να ενεργήσει εγκαίρως προς εξωτερίκευση της παράτασης της διάρκειας κράτησης, δεν επενεργούσε υπέρ της αιτήτριας καθότι  αυτή ήδη κρατείτο νομίμως, ενώ μετά την έκδοση της απόφασης στη προσφυγή,στις 23.10.2013, ενεργοποιήθηκε εκ νέου από τη διοίκηση το διάταγμα απέλασης σύμφωνα με χειρόγραφο Σημείωμα της διοίκησης ημερ. 25.10.2013.

 

10.   Ενεργοποίηση, που αμέσως με την έκδοση της απόφασης επισυνέβη βεβαίως αυτόματα, με τη διοίκηση να χρειάζεται τον απαραίτητο χρόνο για να προβεί και τυπικά στην διαταγή για απέλαση. Ση[*2465]μειώνεται επιπρόσθετα ότι το αρχικό διάταγμα κράτησης και απέλασης ημερ. 11.4.2013, παρέμενε βεβαίως σε ισχύ εφόσον εκκρεμούσε ακόμη η εξέταση της νομιμότητας αυτού στα πλαίσια της δεύτερης προσφυγής  της αιτήτριας.

 

11.   Επομένως η καθυστέρηση στην εξωτερίκευση της παράτασης, δεν επηρέασε ουσιωδώς ή με οποιοδήποτε τρόπο αρνητικά την αιτήτρια στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Η παράταση δεν παρέμεινε internum της διοίκησης, αλλά εξωτερικεύθηκε, έστω και με κάποια καθυστέρηση.

 

12.   Δεν είχαν εφαρμογή υποθέσεις όπου ουδέποτε εξωτερικεύθηκε η διοικητική πράξη.

 

13.   Εύλογη ήταν και η θέση της διοίκησης ότι η αιτήτρια σκοπίμως απέκρυπτε το διαβατήριο της, δεδομένης μεταξύ άλλων και της απάντησης της ότι δεν γνώριζε που είναι.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Micovic v. Δημοκρατίας (2005) 4 Α.Α.Δ. 890,

 

Soruor (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2170,

 

Ηaghilo (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2219,

 

Bochorishivili (2012) 1 Α.Α.Δ. 806,

 

Kianiashvili (2007) 1 Α.Α.Δ. 312,

 

Vickey (2004) 1 Α.Α.Δ. 1817,

 

Hossanzadeh (2010) 1 Α.Α.Δ. 1669,

 

Appubaduge ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 1252/2013, ημερ. 17.7.2013,

 

Matry (2013) 1 Α.Α.Δ. 1694.

 

Αίτηση.

 

Χρ. Χριστούδιας, για την Αιτήτρια.

 

[*2466]Ι. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

Αιτήτρια παρούσα.

 

(Η κα Καλοδότη Κυριάκου είναι παρούσα για σκοπούς μετάφρασης από τα Ελληνικά στα Αγγλικά και αντίστροφα).

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αιτήτρια κατάγεται από την Γκάνα και ήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία με άδεια εισόδου στις 19.10.2006, με σκοπό τη φοίτηση της στο Casa College, της παραχωρήθηκε δε άδεια παραμονής και φοίτησης μέχρι και της 30.9.2007.

 

Στις 19.10.2007, η αιτήτρια νυμφεύθηκε με Ελληνοκύπριο στο Δημαρχείο Πάφου ως συνέπεια δε της παραχωρήθηκε προσωρινή άδεια παραμονής μέχρι και τις 31.12.2008, ως επισκέπτρια συζύγου Κύπριου πολίτη. Η άδεια αυτή ανανεωνόταν μέχρι και τις 2.5.2011. Την ημέρα εκείνη αποτάθηκε στο Τμήμα Μετανάστευσης για παραχώρηση προσωρινής άδειας παραμονής και απασχόλησης. Στα πλαίσια της εξέτασης της αίτησης αυτής, η αστυνομία διατύπωσε επιφυλάξεις ως προς τη γνησιότητα του γάμου της αιτήτριας μεταξύ άλλων γιατί ο σύζυγος της διατηρούσε ταυτόχρονα εξωσυζυγική σχέση από την οποία απέκτησε και ένα παιδί. Η Συμβουλευτική Επιτροπή για εικονικούς γάμους θεώρησε το γάμο της αιτήτριας εικονικό με αποτέλεσμα η Διευθύντρια Μετανάστευσης να κρίνει τον υπό συζήτηση γάμο ως τέτοιο και να απαγορεύσει την περαιτέρω παραμονή της αιτήτριας στη Δημοκρατία, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την αίτηση της ημερ. 2.5.2011, για περαιτέρω παραμονή. Η αιτήτρια υπέβαλε στις 25.9.2012 εκ νέου αίτηση για άδεια προσωρινής παραμονής και απασχόλησης ως σύζυγος Κύπριου πολίτη, το αίτημα της όμως απορρίφθηκε στις 10.1.2013, λόγω του ότι ο γάμος της είχε κριθεί εικονικός, κλήθηκε δε να αναχωρήσει άμεσα από τη Δημοκρατία.

 

Στις 12.3.2013, η αιτήτρια καταχώρησε την υπ’ αρ. 486/2013 προσφυγή με την οποία προσέβαλε τη νομιμότητα της απόφασης ημερ. 10.1.2013, απορριπτική του αιτήματος της για άδεια παραμονής. Λόγω του ότι η αιτήτρια δεν είχε στο μεταξύ αναχωρήσει από τη Δημοκρατία εκδόθηκαν στις 11.4.2013 διατάγματα κράτησης και απέλασης, η δε αιτήτρια συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση στις 28.4.2013.

[*2467]Στις 10.5.2013 καταχώρησε άλλη προσφυγή, την υπ’ αρ. 1152/2013, προσβάλλοντας τη νομιμότητα των εν λόγω διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Στα πλαίσια εκείνης της προσφυγής καταχώρησε και ενδιάμεση αίτηση για αναστολή των διαταγμάτων αυτών, η οποία όμως μετά από δήλωση της δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι δεν θα προωθηθεί η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης μέχρι την τελική εκδίκαση της προσφυγής 486/2013, απεσύρθη και απερρίφθη στις 21.6.2013. Ως αποτέλεσμα της δηλωτικής θέσης της Δημοκρατίας, όντως η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης αναστάληκε συναφώς από τη Διευθύντρια μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής.

 

Την 1.7.2013, η αιτήτρια καταχώρησε την Αίτηση αρ. 118/2013 για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, η οποία όμως αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 10.7.2013 λόγω του ότι ήταν πρόωρη και υπήρχε σε εξέλιξη διαδικασία προσφυγής για την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Την ίδια ημέρα, 1.7.2013, καταχωρήθηκε στα πλαίσια της προσφυγής 486/2013, άλλη αίτηση ενδιάμεσης φύσης για αναστολή των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, η οποία εκδικάστηκε και απερρίφθη στις 23.7.2013. 

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε εν τέλει στις 23.10.2013 απορριπτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 486/2013. Ως αποτέλεσμα, η Διευθύντρια Μετανάστευσης εξέδωσε στις 25.10.2013, οδηγίες όπως προωθηθεί η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης που είχε εκδοθεί εναντίον της αιτήτριας και που είχε στο μεταξύ ανασταλεί στα πλαίσια της δήλωσης που αναφέρθηκε προηγουμένως ότι δεν θα προωθείτο η διαδικασία απέλασης μέχρι την έκδοση απόφασης στην προσφυγή.

 

Είναι στα πλαίσια του πιο πάνω σύντομου ιστορικού, που η αιτήτρια καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση Habeas Corpus στη βάση του ότι έχει παρέλθει η εξάμηνη προθεσμία από την ημερομηνία έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης κατά παράβαση της Οδηγίας αρ. 115/2008, όπως αυτή ενσωματώθηκε στην ημεδαπή νομοθεσία. Αυτή είναι και η αποκλειστική βάση επί της οποίας επιδιώκεται τώρα η απελευθέρωση της αιτήτριας και εδράζεται επί των προνοιών της εν λόγω Οδηγίας, η οποία μεταφέρθηκε στο Κυπριακό δίκαιο με βάση τον τροποποιητικό Νόμο υπ’ αρ. 153(Ι)/2011. Η αναφορά συνεπώς της αιτήτριας στην παράγραφο 19 της αίτησης της και των εκεί νομικών σημείων περί μη ενσωμάτωσης της Οδηγίας είναι βεβαίως λανθασμένη και η υπόθεση Micovic v. Δημοκρατίας (2005) 4 Α.Α.Δ. 890, στην [*2468]οποία παραπέμπει, αφορούσε σε χρόνο προγενέστερο της ενσωμάτωσης και επομένως δεν έχει εφαρμογή στα εδώ γεγονότα.  Άλλωστε, αντιφατική και με φανερή έλλειψη επιμέλειας είναι που ο συνήγορος της αιτήτριας στη σελ. 10 της αίτησης εισηγείται από τη μια ότι η αιτήτρια μπορεί να επικαλεσθεί την Οδηγία έστω και εάν δεν ενσωματώθηκε και από την άλλη αποδέχεται, ταυτόχρονα, ότι έχει όντως ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο, το οποίο και επικαλείται.

 

Ο τροποποιητικός Νόμος αρ. 153(Ι)/2011 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων Νόμου, Κεφ. 105, ενσωμάτωσε σ’ αυτόν την Οδηγία 2008/115/ΕΚ, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες σε κράτη-μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Μέρος της Οδηγίας στο Κεφάλαιο IV, «Κράτηση ενόψει Απομάκρυνσης», προνοεί διά του Άρθρου 15(5), ότι η κράτηση παρανόμως διαμένοντος αλλοδαπού είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η επιτυχής απομάκρυνση του, αλλά η χρονική περίοδος δεν πρέπει να υπερβαίνει τους 6 μήνες.  Συμφώνως του Άρθρου 15(6), το χρονικό διάστημα δεν παρατείνεται παρά μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες, όταν, παρά όλες τις εύλογες προσπάθειες, η απομάκρυνση δεν καθίσταται δυνατή για τους λόγους που αναφέρονται στις υποπαρ. (α) και (β), που έγκεινται στην άρνηση συνεργασίας του αλλοδαπού και στην καθυστερημένη λήψη των αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες. 

 

Όσον αφορά την ή τις περιόδους κράτησης, η ίδια η Οδηγία προνόησε για έλεγχο της ορθότητας και/ή νομιμότητας της κράτησης αλλοδαπού είτε κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου κράτησης μέχρι 6 μήνες ή για την οποιαδήποτε παράταση. Συναφώς το Άρθρο 15(2)(α), καθορίζει ότι όταν η διαταγή κράτησης εκδίδεται από διοικητικές αρχές, τα κράτη μέλη προβλέπουν «….. την ταχεία δικαστική επανεξέταση της νομιμότητας της κράτησης ….», ο δε υπήκοος τρίτης χώρας απολύεται αμέσως, αν η κράτηση δεν είναι νόμιμη. Ανεξαρτήτως τούτου, η απόφαση κράτησης δυνάμει του εδαφίου (3) του ίδιου Άρθρου, «…. επανεξετάζεται ανά εύλογα χρονικά διαστήματα είτε κατ’ αίτηση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, είτε αυτεπαγγέλτως. Σε περίπτωση παραταθείσας διάρκειας κράτησης, η επανεξέταση εποπτεύεται από δικαστική αρχή.».

 

Μεταφερόμενη η Οδηγία στην ημεδαπή νομοθεσία με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 153(Ι)/11, ο νομοθέτης προσαρμόζοντας τις γενικότερες κατευθυντήριες αρχές της Οδηγίας στο υφιστάμενο [*2469]δικαιϊκό σύστημα, προνόησε ρητώς με το Άρθρο 18ΠΣΤ(3)(α), ότι το αρχικό διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ενώ με το Άρθρο 18ΠΣΤ 5(α), δίδεται δικαίωμα στον αλλοδαπό να αιτηθεί την έκδοση εντάλματος habeas corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, αναφορικά με τη διάρκεια κράτησης.

 

Επομένως, ο πρωταρχικός σκοπός της Οδηγίας ήταν να προβλέψει για τη διαδικασία δικαστικού ελέγχου για κάθε περίοδο κράτησης είτε αρχική, είτε επί παράτασης. Περαιτέρω, ο δικαστικός αυτός έλεγχος προβλέπεται να είναι ταχύς ώστε η απελευθέρωση του αλλοδαπού να είναι άμεση όπου διαπιστώνεται ότι η κράτηση είναι παράτυπη ή και παράνομη. Η ρητή επομένως πρόνοια για την καταχώρηση αίτησης habeas corpus προς έλεγχο της διάρκειας κράτησης δεν αναιρείται από την ταυτόχρονη δυνατότητα εξέτασης της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών για τυχόν παράταση ελεγχόμενη από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Είναι πρόδηλο ότι οι δύο τρόποι ελέγχου της νομιμότητας της κράτησης, στο ιδιωτικό και το δημόσιο δίκαιο, συμπλέκονται σε ένα βαθμό, απολήγουν δε, στα πλαίσια του σκοπού εφαρμογής της Οδηγίας, να στοχεύουν, κατά ενιαίο τρόπο, στον έλεγχο της νομιμότητας της κράτησης. 

 

Έχοντας με τη δέουσα προσοχή εξετάσει την ανά χείρας υπόθεση κρίνεται ότι η αιτήτρια δεν έχει δίκαιο στις θέσεις που προβάλλει. Κατ’ αρχάς σημειώνεται ότι η εξάμηνη περίοδος κράτησης έληξε, όπως είναι κοινός τόπος, στις 28.10.2013, η δε παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε λίγες μέρες μετά στις 4.11.2013. Προηγήθηκε όμως παράταση της διάρκειας παραμονής κράτησης της αιτήτριας. Συγκεκριμένα στις 25.10.2013 και αφού προηγήθηκε στις 23.10.2013 η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή υπ’ αρ. 486/2013, λήφθηκε απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών για περαιτέρω παράταση του χρόνου κράτησης για 12 μήνες για τους λόγους που αναφέρονται στο Σημείωμα του διοικητικού λειτουργού Ρηγίνου Πολυδεύκη ημερ. 22.10.2013 προς τον Υπουργό Εσωτερικών, μέσω Διευθύντριας και μέσω Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών. Όπως αναφέρεται στο Σημείωμα, το οποίο έγινε εγκαίρως, συμπληρώνονταν στις 28.10.2013 οι έξι μήνες από τη σύλληψη και κράτηση της αιτήτριας για σκοπούς απέλασης. Η απέλαση δεν είχε καταστεί δυνατή λόγω των εκκρεμουσών προσφυγών στο Ανώτατο Δικαστήριο, στις οποίες υπήρξε δέσμευση της διοίκησης όπως μη απελαθεί μέχρι τη λήξη τους.

 

Η παράταση αυτή εφόσον προηγήθηκε της λήξης του εξαμήνου [*2470]δεν παρουσιάζει τα προβλήματα που εγείρονται όταν η παράταση δίδεται μετά τη λήξη της προνοούμενης περιόδου κράτησης, (δέστε Soruor (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2170, Haghilo (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2219 και Bochorishivili (2012) 1 Α.Α.Δ. 806). Σημειώνεται ότι η δυνατότητα παράτασης για πρόσθετη περίοδο 12 μηνών έχει εξηγηθεί στην τελευταία των προαναφερθεισών υποθέσεων με αναφορά στη σύγκριση του Ελληνικού κειμένου της Οδηγίας στο οποίο παραλείπονται οι λέξεις για «πρόσθετο χρόνο», σε αντίθεση με το Αγγλικό και Γαλλικό κείμενο της Οδηγίας όπου ρητά αναφέρεται ότι η κράτηση δύναται να παραταθεί για «a further twelve months» ή «pas douze mois supplementaires».

 

Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η παράταση ήταν ή όχι δικαιολογημένη. Σ’ αυτό εστιάζει την προσοχή του ο συνήγορος της αιτήτριας. Το Σημείωμα του Ρ. Πολυδεύκη είναι αποκαλυπτικό ως προς τους λόγους που ήταν αναγκαία η παράταση και ο Υπουργός τους υιοθέτησε εφόσον στη χειρόγραφο σημείωση του έγραψε ότι η παράταση εγκρίνεται «για τους λόγους που αναφέρονται».  Η απέλαση δεν είχε καταστεί δυνατή ακριβώς λόγω της σωρευτικής επίπτωσης που είχαν οι απανωτές προσφυγές που η αιτήτρια κατέθεσε στο Ανώτατο Δικαστήριο επιδιώκοντας, νομίμως και δικαιωματικά βέβαια, να ελέγξει κάθε στάδιο της όλης διοικητικής διαδικασίας. Αυτό δεν καθιστά την απέλαση μη δυνατή «εξ υπαιτιότητας» της αιτήτριας, όπως αναφέρεται στο Σημείωμα, εφόσον αυτή δικαιωματικά καταχώρησε τις προσφυγές. Όμως το γεγονός παραμένει ότι η αιτήτρια αμφισβήτησε τις αποφάσεις της διοίκησης να κηρύξουν το γάμο της εικονικό, να την συλλάβουν και να την κρατήσουν με σκοπό την απέλαση και τον επαναπατρισμό της στη χώρα της. Στα πλαίσια δε της προσφυγής υπ’ αρ. 1152/2013, η οποία εισέτι εκκρεμεί, η αιτήτρια είχε καταχωρήσει και ex-parte αίτηση για αναστολή των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης.   Οι καθ’ ων, ενεργώντας ορθώς, δικαίως και στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης, δήλωσαν ενώπιον του Δικαστηρίου στις 20.6.2013, ότι το διάταγμα απέλασης δεν θα εκτελείτο μέχρι την τελική εκδίκαση της άλλης προσφυγής που είχε επίσης καταχωρήσει η αιτήτρια, την υπ’ αρ. 486/2013.

 

Ο κ. Χριστούδιας, εκ μέρους της αιτήτριας, τόσο κατά την προφορική του αγόρευση, όσο και στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης που έδωσε στο Δικαστήριο κατά τη δικάσιμο, ανέφερε απερίφραστα ότι η δήλωση και θέση  της Δημοκρατίας ότι δέχθηκε να αναστείλει το διάταγμα απέλασης στα πλαίσια της προσφυγής υπ’ αρ. 1152/2013, είναι αναληθής, ψευδής και δικονομικά παράλογη. Συνεχίζει δε να λέγει ότι κατά συνέπεια η διοίκηση δεν είχε κανέ[*2471]να κώλυμα να απελάσει την αιτήτρια πριν και μετά την 21.6.2013, όταν απεσύρθη από την αιτήτρια η μονομερής αίτηση που είχε καταχωρηθεί στα πλαίσια της προσφυγής υπ’ αρ. 1152/2013 για αναστολή των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης.

 

Είναι πράγματι ιδιαιτέρως λυπηρό για δικηγόρο να προβαίνει σε τέτοιου είδους δηλώσεις ενώπιον του Δικαστηρίου και μάλιστα με τέτοιο εμφαντικό τρόπο, όταν αναδρομή στα πρακτικά που τηρήθηκαν στην προσφυγή υπ’ αρ. 1152/2013, στις 20.6.2013  ενώπιον της Παπαδοπούλου, Δ., αποκαλύπτει ότι η κα Δημητρίου εκ μέρους της Δημοκρατίας, όπως ακριβώς κατέγραψε και στην ένσταση της στην υπό κρίση αίτηση, αλλά ανέφερε και προφορικώς ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, δήλωσε ότι αν αποσυρόταν η αίτηση στα πλαίσια διευκόλυνσης της όλης διαδικασίας θα ζητούσε από τη διοίκηση να μην απελαθεί η αιτήτρια μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής υπ’ αρ. 486/2013, εάν σε αυτό συμφωνούσε και ο δικηγόρος της αιτήτριας. Ο κ. Χριστοδουλίδης που εμφανιζόταν τότε για την αιτήτρια αποδέχθηκε, με αποτέλεσμα να προβεί στη δήλωση η κα Δημητρίου και το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση για προσωρινό διάταγμα. Επομένως, τα όσα τώρα αναφέρει ο κ. Χριστούδιας ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου είναι παντελώς ανυπόστατα και δεν περιποιούν τιμή σ’ αυτόν.  Είναι άλλωστε εξ αιτίας αυτής της δήλωσης της κας Δημητρίου ότι θα εισηγείτο στη διοίκηση να μην απελαθεί στο μεταξύ η αιτήτρια, που η Διευθύντρια με χειρόγραφη σημείωση της ημερ. 21.6.2013 ανέστειλε όντως την απέλαση μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής υπ’ αρ. 486/2013.

 

Σημειώνεται δε περαιτέρω ότι η αιτήτρια, όπως αναφέρθηκε και στην αρχή του σκεπτικού, επιδίωξε αναστολή του διατάγματος σύλληψης και κράτησης της, καθώς και την άμεση απελευθέρωση της και με άλλη μονομερή αίτηση ημερ. 1.7.2013 που υπέβαλε στα πλαίσια της προσφυγής υπ’ αρ. 486/2013. Η αίτηση αυτή εκδικάστηκε και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 23.7.2013. Παράλληλα είχε καταχωρήσει την ίδια ημέρα, δηλαδή, την 1.7.2013 και την Πολιτική Αίτηση υπ’ αρ. 188/2013 για Habeas Corpus, η οποία όμως αποσύρθηκε και στη συνέχεια απορρίφθηκε.

 

Από όλα τα πιο πάνω διαφαίνεται ότι η αιτήτρια επεδίωξε, μεταξύ άλλων, και την αναστολή της απέλασης της, την οποία και πέτυχε με τη συγκατάθεση της Δημοκρατίας τουλάχιστον μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής υπ’ αρ. 486/2013. Επομένως δεν είναι νοητό, αλλά αντίθετα είναι νομικά αντιφατικό, αν όχι και πα[*2472]ράλογο, για την αιτήτρια να καταλογίζει τώρα και εκ των υστέρων ευθύνη στη διοίκηση στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας ως προς τη μη απέλαση της κατά τη διάρκεια της εξαμήνου περιόδου κράτησης της. Συνεπώς δεν νομιμοποιείται η αιτήτρια στο να μέμφεται τη διοίκηση για τη μη απέλαση της την αναστολή της οποίας η ίδια στόχευε, μέχρι τις 23.10.2013, όταν εκδόθηκε η απορριπτική απόφαση στην υπ’ αρ. 486/2013 προσφυγή.

 

Έχει ήδη λεχθεί ότι η παράταση δόθηκε σε χρόνο πριν τη λήξη της εξαμήνου περιόδου κράτησης της αιτήτριας. Είναι γεγονός και είναι παραδεκτό και από τη Δημοκρατία, ότι η απόφαση αυτή δεν κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια παρά μόνο εκ των υστέρων με επιστολή της διοίκησης ημερ. 6.11.2013, που απευθύνθηκε στην αιτήτρια και δόθηκε σ’ αυτή σύμφωνα με σχετικό Σημείωμα του αστυφύλακα αρ. 5891 στις 8.11.2013 και ώρα 15.28, η οποία όμως, αφού διάβασε και κατανόησε το περιεχόμενο της, δεν αποδέχθηκε τους όρους και δεν την υπέγραψε. Η παράλειψη όμως της διοίκησης να ενεργήσει εγκαίρως προς εξωτερίκευση της παράτασης της διάρκειας κράτησης, δεν επενεργεί υπέρ της αιτήτριας καθότι αυτή ήδη κρατείτο νομίμως, ενώ μετά την έκδοση της απόφασης στις 23.10.2013 ενεργοποιήθηκε εκ νέου από τη διοίκηση το διάταγμα απέλασης σύμφωνα με χειρόγραφο Σημείωμα της διοίκησης ημερ. 25.10.2013. Ενεργοποίηση που αμέσως με την έκδοση της απόφασης επισυνέβη βεβαίως αυτόματα, με τη διοίκηση να χρειάζεται τον απαραίτητο χρόνο για να προβεί και τυπικά στην διαταγή για απέλαση. Σημειώνεται επιπρόσθετα ότι το αρχικό διάταγμα κράτησης και απέλασης ημερ. 11.4.2013, παραμένει βεβαίως σε ισχύ εφόσον εκκρεμεί ακόμη η εξέταση της νομιμότητας αυτού στα πλαίσια της προσφυγής υπ’ αρ. 1152/2013. Επομένως η καθυστέρηση στην εξωτερίκευση της παράτασης δεν επηρέασε ουσιωδώς ή με οποιοδήποτε τρόπο αρνητικά την αιτήτρια στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Η παράταση δεν παρέμεινε internum της διοίκησης, αλλά εξωτερικεύθηκε, έστω και με κάποια καθυστέρηση. Δεν έχουν λοιπόν εφαρμογή υποθέσεις όπου ουδέποτε εξωτερικεύθηκε η διοικητική πράξη (Kianiashvili (2007) 1 Α.Α.Δ. 312, Vickey (2004) 1 Α.Α.Δ. 1817 και Hossanzadeh (2010) 1 Α.Α.Δ. 1669).

 

Περαιτέρω, πέραν από την καταχώρηση των προσφυγών υπ’ αρ. 1152/2013 και 486/2013, στα πλαίσια των οποίων φανερώνεται αβίαστα ότι η αιτήτρια δεν επιθυμούσε τον επαναπατρισμό της, λαμβάνοντας με τη συγκατάθεση της Δημοκρατίας και αναστολή του διατάγματος απέλασης, το Σημείωμα του Αστυνόμου Α΄, Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, [*2473]ημερ. 11.11.2013, προς τη Διευθύντρια, αναφέρεται σε ενέργειες που είχαν γίνει σχετικά με την αιτήτρια από τις 28.4.2013, όταν αυτή συνελήφθη. Συγκεκριμένα, καταγράφεται εκεί ότι η αιτήτρια δεν είναι κάτοχος διαβατηρίου, ενώ ανακρινόμενη ανέφερε ότι δεν γνωρίζει πού βρισκόταν αυτό. Εξετάσεις και έρευνες που έγιναν δεν κατόρθωσαν να εντοπίσουν το διαβατήριο. Εύλογη είναι, επομένως, η θέση της διοίκησης ότι η αιτήτρια σκοπίμως αποκρύπτει το διαβατήριο της.

 

Περαιτέρω, επικοινωνία που υπήρξε με το Προξενείο της Γκάνα στην Κύπρο, υπέδειξε ότι για να εκδοθεί ταξιδιωτικό έγγραφο στην αιτήτρια θα χρειαζόταν η συγκατάθεση της, η οποία δεν δινόταν από την αιτήτρια, η οποία και δεν επεδείκνυε οποιαδήποτε διάθεση συνεργασίας. Το Σημείωμα αναφέρεται επίσης σε αρκετές συνεντεύξεις που έγιναν με την αιτήτρια ώστε να εκδοθεί ταξιδιωτικό έγγραφο προς επαναπατρισμό της και τη διαρκή αρνητική στάση της. Αναφέρεται συνέντευξη που έλαβε χώραν στις 28.9.2013, όπου η αιτήτρια είπε ότι επιθυμεί να παραμείνει στην Κύπρο με τον πρώην σύζυγο της και άλλη συνέντευξη στις 4.10.2013, κατά τη διάρκεια της οποίας ανέφερε ότι δεν πρόκειτο να συνεργασθεί για επαναπατρισμό της εφόσον ο πρώην σύζυγος της προέβαινε σε ενέργειες με σκοπό να αφεθεί αυτή ελεύθερη.

 

Το Σημείωμα τελειώνει με την πληροφόρηση ότι έγινε νέα επικοινωνία με λειτουργό του Προξενείου της Γκάνα στις 8.11.2013, όπου αναφέρθηκε ότι θα γινόταν επικοινωνία με την Πρεσβεία της Γκάνα στην Αίγυπτο ώστε να γίνει προσπάθεια έκδοσης ταξιδιωτικού εγγράφου από εκεί, χωρίς τη συγκατάθεση της αιτήτριας.  Επικοινωνία που υπήρξε εν τέλει στις 11.11.2013, έφερε στην επιφάνεια την πληροφόρηση ότι η Πρεσβεία της Γκάνα στην Αίγυπτο δεν πρόκειτο να εκδώσει ταξιδιωτικό έγγραφο στην αιτήτρια εφόσον αυτή είναι νυμφευμένη με Κύπριο. 

 

Τα πλείστα όσα δεδομένα που αναφέρονται στο εν λόγω Σημείωμα που είναι Τεκμήριο 20 στην ένσταση και είναι μέρος του Ημερολογίου Ενεργείας, συναρτώνται προς γεγονότα που έλαβαν χώραν πριν την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης στις 4.11.2013. Αυτά δείχνουν την απουσία ταξιδιωτικού εγγράφου ή διαβατηρίου για την αιτήτρια, καθώς και άρνηση συνεργασίας για τον επαναπατρισμό της. Για το Σημείωμα αυτό, ο συνήγορος της αιτήτριας λέγει και πάλι ότι είναι εκ των υστέρων κατασκευασμένο κατά παραγγελία για να διευκολυνθεί η ένσταση των καθ’ ων.  Ισχυρισμοί που καταλογίζουν στη διοίκηση την κατασκευή και τη χάλκευση εγγράφων είναι ανεπίτρεπτο να γίνονται χωρίς έρεισμα [*2474]και χωρίς την επιδίωξη προσαγωγής μαρτυρίας ή με άλλο νόμιμο τρόπο αμφισβήτηση των ενεργειών της διοίκησης.

 

Όπως έχει υποδειχθεί και στην υπόθεση Appubaduge ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 1252/2013, ημερ. 17.7.2013, όπου προβλήθηκε και πάλι από τον κ. Χριστούδια συναφής βαρύς ισχυρισμός, περί χάλκευσης εγγράφου από πλευράς της διοίκησης, τέτοια ζητήματα δεν είναι νοητό να προωθούνται μέσω αγορεύσεως και επιχειρηματολογίας κατά τη δικάσιμο. Όπως άλλωστε ορθά έχει υποδείξει η κα Δημητρίου ουδέν εκ των γεγονότων που καταγράφονται στο Σημείωμα και που αναφέρονται  τουλάχιστον σε χρόνο πριν τις 4.11.2013, αμφισβητείται από την αιτήτρια. Τα όσα δε έπονται της 4.11.2013, έχουν παρατεθεί στο Σημείωμα ώστε να καταδείξει η διοίκηση τις συνεχιζόμενες προσπάθειες που γίνονται για τον επαναπατρισμό της αιτήτριας και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζονται, προσπάθειες οι οποίες λογικά επανάρχισαν ευθύς μετά την εκπνοή της περιόδου  αναστολής της απέλασης ως συνακόλουθο της  έκδοσης της απόφασης στην προσφυγή υπ’ αρ. 486/2013, στις 23.10.2013.

 

Το άλλο θέμα που εγείρει η αιτήτρια σχετίζεται με την υποχρέωση της διοίκησης να εξετάζει ανά δίμηνο την κράτηση αλλοδαπού. Διά του Άρθρου 18ΠΣΤ(4) του Νόμου, επιβάλλεται στον Υπουργό Εσωτερικών να επανεξετάζει κάθε διάταγμα κράτησης το οποίο εκδίδει, αυτεπάγγελτα κάθε δίμηνο και σε οποιοδήποτε εύλογο χρονικό διάστημα μετά από αίτηση του επηρεαζόμενου.  Αυτή την υποχρέωση λέγει η αιτήτρια παρέλειψε να εκτελέσει ο Υπουργός. Παρατηρούνται τα ακόλουθα: κατ’ αρχάς τέτοιος νομικός λόγος δεν απαντάται στην αίτηση, τα νομικά της σημεία και την ένορκη δήλωση της αιτήτριας. Εμφανίζεται, ανεπίτρεπτα, μόνο στην αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας, εξ’ ου και η Δημοκρατία δεν απαντά στο σημείο αυτό με την καταχωρηθείσα ένσταση της. Κατά δεύτερο λόγο, η αιτήτρια δεν αιτήθηκε ποτέ από τον Υπουργό την επανεξέταση της κράτησης της σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα. Τέλος, επί του σημείου αυτού, ο συνήγορος εστιάζει την προσοχή του στο γεγονός ότι η ανά δίμηνο αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης γίνεται, και όντως έτσι είναι, στα πλαίσια της συντομότερης δυνατής απομάκρυνσης-απέλασης του αλλοδαπού ώστε να μην παραμένει υπό κράτηση πέραν του αναγκαίου χρόνου. Παραγνωρίζει όμως ο συνήγορος ότι η αιτήτρια επιδίωξε διακαώς την παραμονή της στη Δημοκρατία, καθώς και την απελευθέρωση της από την κράτηση με σκοπό την απέλαση. Η μη απέλαση έγινε κατορθωτή με τη σύμφωνο γνώμη της διοίκησης, όπως ήδη κατά κόρον επεξηγήθηκε προηγουμένως, πάντοτε σε συ[*2475]νάρτηση με την τελεσφόρηση της υπ’ αρ. 486/2013 προσφυγής.  Επομένως είναι χωρίς ουσία η θέση της αιτήτριας ότι παραβιάστηκε η νομοθεσία λόγω της μη αυτεπάγγελτης ανά δίμηνο επανεξέτασης της κράτησης της εφόσον η ίδια ήθελε να μην απελαθεί.

 

Η κράτηση βεβαίως δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά συνδέεται με την αντικειμενική επιδίωξη της Οδηγίας που είναι η απομάκρυνση του αλλοδαπού το συντομότερο δυνατό. Εκεί όμως όπου η κράτηση είναι αναγκαία, εξακολουθεί να ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια κατά την οποία πληρούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (1) του Άρθρου 18ΠΣΤ που συναρτώνται με τον κίνδυνο διαφυγής ή την παρεμπόδιση ή αποφυγή της προετοιμασίας επιστροφής από τον ίδιο τον αλλοδαπό. Χωρίς διαβατήριο και χωρίς άδεια παραμονής, όπως δήλωσε και η κα Δημητρίου κατά την αγόρευση της, η κράτηση ήταν αναγκαία μέχρι την έκδοση της απόφασης στην προσφυγή υπ’ αρ. 486/2013, όπως ακριβώς συμφώνησε και η ίδια η αιτήτρια διά του δικηγόρου της. Διαφορετικά εύλογος θα ήταν ο κίνδυνος διαφυγής ώστε να μην καταστεί δυνατή η απέλαση. Η απόφαση στη Matry (2013) 1 Α.Α.Δ. 1694, στην οποία αναφέρθηκε ο συνήγορος αναφορικά με το καθήκον του Υπουργού για περιοδική επανεξέταση, δεν έχει καμιά εφαρμογή στα εδώ γεγονότα. Ήταν πολύ διαφορετικά τα δεδομένα εκεί, η Δημοκρατία δεν είχε καταχωρήσει ένσταση λόγω έλλειψης γεγονότων και δεν είχε επεξηγηθεί καθόλου τι ενέργειες είχαν γίνει από τη διοίκηση στο διαρρεύσαν διάστημα για την έγκαιρη απομάκρυνση του αιτητή.

 

Τέλος, να αναφερθεί ότι όλα όσα ο συνήγορος αναφέρει, επιχειρηματολογεί ή και αμφισβητεί σε ό,τι αφορά την εικονικότητα του γάμου και τα συνακόλουθα διατάγματα, δεν είναι του παρόντος, εφόσον αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης στην προσφυγή αρ. 486/2013 και αποτελούν και αντικείμενο προς εξέταση στην προσφυγή υπ’ αρ. 1152/2013. Η εδώ διαδικασία σκοπό έχει τον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

Τα έξοδα της μεταφράστριας να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο