Loughrans Stores Ltd ν. D.P. Agroproducts Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 2589

(2013) 1 ΑΑΔ 2589

[*2589]23 Δεκεμβρίου, 2013

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

LOUGHRANS STORES LTD,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

D. P. AGROPRODUCTS LIMITED,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 300/2009)

 

 

Ενωσιακό Δίκαιο ― Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Κανονισμός (ΕΚ) Αρ. 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ― Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί, σύμφωνα με τον Κανονισμό, να εναχθεί ενώπιον των Δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του Κανονισμού, στα οποία περιλαμβάνονται τα Άρθρα 5 μέχρι 24.

 

Δικαιοδοσία Κυπριακών Δικαστηρίων ― Διαφορές εκ συμβάσεως πώλησης αγαθών ― Δικαιοδοσία για την εκδίκαση της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς, είχαν τα Δικαστήρια της Ιρλανδίας που ήταν ο τόπος διαμονής των εφεσειόντων και ο τόπος παράδοσης των εμπορευμάτων και όχι τα Κυπριακά Δικαστήρια.

 

Οι εφεσίβλητοι, ενάγοντες, οι οποίοι είναι Κυπριακή εταιρεία, με Γενική Αίτηση εξασφάλισαν πρωτόδικα διάταγμα του Δικαστηρίου, το οποίο τους επέτρεπε τη σφράγιση κλητηρίου εντάλματος αγωγής εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων, εταιρείας συσταθείσας και εγγεγραμμένης στην Ιρλανδία, με την οποία αξίωναν οφειλόμενο υπόλοιπο λογαριασμού για την πώληση και παράδοση στους εφεσείοντες στην Ιρλανδία εμπορευμάτων. 

 

Ακολούθως, εξασφάλισαν διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο τους επιτρεπόταν η επίδοση ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας και/ή η υποκατάστατη επίδοση της ειδοποίησης στη διεύθυνση των εφεσειόντων στην Ιρλανδία μέσω [*2590]υπηρεσίας ταχείας παράδοσης και δεμάτων (courier). Το διάταγμα καθόριζε και τον χρόνο για την εμφάνιση των εφεσειόντων στην αγωγή.

 

Οι εφεσείοντες, αφού εξασφάλισαν σχετική άδεια από το Δικαστήριο, καταχώρισαν εμφάνιση υπό όρους, με σκοπό την υποβολή αίτησης «για ακύρωση του κλητηρίου εντάλματος και/ή απόρριψης της αγωγής και/ή της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος». Σχεδόν δύο μήνες αργότερα, και αφού μεσολάβησε η καταχώριση αίτησης των εφεσιβλήτων για απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρισης υπεράσπισης, οι εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση αιτούμενοι την πιο πάνω και άλλη θεραπεία. 

 

Κεντρικός άξονας της επιχειρηματολογίας των εφεσειόντων αναφορικά με το θέμα της δικαιοδοσίας, τόσο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά και ενώπιον του Εφετείου, ήταν ότι βάσει των Άρθρων 2 και 5 του Κανονισμού, δικαιοδοσία για την εκδίκαση της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς έχουν τα Δικαστήρια της Ιρλανδίας που είναι ο τόπος διαμονής των εφεσειόντων και ο τόπος παράδοσης των εμπορευμάτων και όχι τα Κυπριακά Δικαστήρια.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο ουσιαστικά τις θέσεις των εφεσιβλήτων, θεώρησε πως στον Κανονισμό «δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο ότι η δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα κέκτηται από το αλλοδαπό Δικαστήριο, όπως ισχυρίζονται οι Εναγόμενοι-Αιτητές», ενώ ερμηνεύοντας το Άρθρο 5.1 του Κανονισμού, έκρινε πως οι εφεσείοντες μπορούσαν να εναχθούν στην Κύπρο, δεδομένου ότι η εκπλήρωση της υποχρέωσης των εφεσειόντων, δηλαδή η καταβολή του τιμήματος αγοράς των εμπορευμάτων, συμφωνήθηκε όπως γίνει σε λογαριασμό των εφεσιβλήτων στην Κύπρο. Έκρινε επίσης ότι η αίτηση των εφεσειόντων καταχωρήθηκε σε καθυστερημένο στάδιο, 3½ σχεδόν μήνες από την επίδοση του κλητηρίου.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Η πρωτόδικη απόφαση ήταν εσφαλμένη, τόσο ως προς την ερμηνεία του Κανονισμού και την εφαρμογή του επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης, αλλά και ως προς τη θεώρηση του ότι η αίτηση υποβλήθηκε σε καθυστερημένο στάδιο.

 

β)  Με βάση το Άρθρο 5.1(β), στην περίπτωση πώλησης αγαθών αρμόδιο Δικαστήριο προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς είναι το Δικαστήριο της χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία έχουν παραδοθεί ή έπρεπε να είχαν παραδοθεί τα αγαθά, που στην παρούσα περίπτωση συνέπιπτε με τη χώρα διαμονής [*2591]των εφεσειόντων (την Ιρλανδία).

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το λεκτικό του Άρθρου 5.1(β) του Κανονισμού δεν θα μπορούσε να ήταν πιο σαφές. Επιδιωκόμενος σκοπός του είναι η υπαγωγή στο ίδιο forum όλων των διαφορών που πηγάζουν από τις συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων και τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ανεξαρτήτως των διαφορών, δηλαδή όχι μόνο των αγωγών της κυρίας παροχής - παράδοση εμπορευμάτων ή παροχή υπηρεσιών - αλλά και των αγωγών για εκπλήρωση της εκάστοτε οφειλόμενης χρηματικής αντιπαροχής ή παρεπόμενων συμβατικών υποχρεώσεων.

 

2.  Ταυτόχρονα παρέχεται στα μέρη η δυνατότητα συμφωνίας θεμελίωσης διαφορετικής βάσης διεθνούς δικαιοδοσίας για την επίλυση των συμβατικών τους διαφορών.

 

3.  Δεν ευσταθούσε η θέση της πλευράς των εφεσιβλήτων ότι οι διάδικοι είχαν αξιοποιήσει τη ρήτρα διαφυγής του Άρθρου 5.1(β) του Κανονισμού, αφού μεταξύ τους υπήρχε συμφωνία ως προς τον τόπο εκπλήρωσης της επίδικης παροχής και ως τέτοια ήταν η συμφωνία των διαδίκων όπως η καταβολή του τιμήματος αγοράς γίνει σε λογαριασμό των εφεσιβλήτων στην Κύπρο.

 

4.  Η θέση των εφεσιβλήτων θα είχε έρεισμα εάν η Σύμβαση των Βρυξελλών δεν αντικαθίστατο από τον Κανονισμό. Η θέσπιση του δεύτερου κανόνα, Άρθρο 5.1(β) του Κανονισμού, έχει μεταβάλει την όλη κατάσταση.

 

5.  Τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν είχαν δικαιοδοσία για την επίλυση της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα τόσο κατ’ έφεση όσο και πρωτόδικα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

C-133, Follen Fischer AG a.ο. v. Ritrama SpA, ημερομηνίας 25.10.2012,

 

Knauf v. Peters [2002] 1 W.L.R. 907,

 

C-386/05, Color Drack GmbH v. Lexx International Vertriebs GmbH, ημερ. 3.5.2007,

[*2592]C-381/08 Car Trim Gmbh v. KeySafety Systems Srl, ημερομηνίας 25.2.2010,

 

Royal & Sun Alliance FZE (Cyprus) Ltd [2006] EWCA Civ 629,

 

Cube Lighting and Industrial Design Limited v. Afcon Electra Romania SA [2011] EWHC 2565. 

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαμιχαήλ, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 7325/2008), ημερομ. 6/10/2009.

 

Ρ. Βραχίμης, για τους Εφεσείοντες.

 

Λ. Παπαχαραλάμπους, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Στο επίκεντρο της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς είναι η ερμηνεία προνοιών του Κανονισμού (ΕΚ) Αρ. 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής «ο Κανονισμός»).

 

Οι Εφεσίβλητοι, ενάγοντες, οι οποίοι είναι Κυπριακή εταιρεία, με Γενική Αίτηση εξασφάλισαν πρωτόδικα διάταγμα του Δικαστηρίου, το οποίο τους επέτρεπε την σφράγιση κλητηρίου εντάλματος αγωγής εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων, εταιρείας συσταθείσας και εγγεγραμμένης στην Ιρλανδία, με την οποία αξίωναν το ποσό των €375.120,42 ως οφειλόμενο υπόλοιπο λογαριασμού για την πώληση και παράδοση στους εφεσείοντες στην Ιρλανδία εμπορευμάτων, συγκεκριμένα πατατών. Ακολούθως, οι εφεσίβλητοι εξασφάλισαν διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο τους επιτρεπόταν η επίδοση ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας και/ή η υποκατάστατη επίδοση της ειδοποίησης στη διεύθυνση των εφεσειόντων στο County Louth της Ιρλανδίας μέσω υπηρεσίας ταχείας παράδοσης και δεμάτων (courier). Το διάταγμα καθόριζε και τον χρόνο για την εμφάνιση των εφεσειόντων στην αγωγή.

[*2593]Οι εφεσείοντες, αφού εξασφάλισαν σχετική άδεια από το Δικαστήριο, καταχώρισαν εμφάνιση υπό όρους, με σκοπό την υποβολή αίτησης «για ακύρωση του κλητηρίου εντάλματος και/ή απόρριψης της αγωγής και/ή της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος». Σχεδόν δύο μήνες αργότερα, και αφού μεσολάβησε η καταχώριση αίτησης των εφεσιβλήτων για απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρισης υπεράσπισης, οι εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση αιτούμενοι την πιο πάνω και άλλη θεραπεία. Οι εφεσίβλητοι έφεραν ένσταση στην αίτηση. Αντικείμενο της παρούσας αίτησης είναι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απέρριψε τις θέσεις των εφεσειόντων και κατ’ ακολουθία την αίτηση. 

 

Κεντρικός άξονας της επιχειρηματολογίας του δικηγόρου των εφεσειόντων αναφορικά με το θέμα της δικαιοδοσίας, τόσο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά και ενώπιον μας, ήταν ότι βάσει των Άρθρων 2 και 5 του Κανονισμού, δικαιοδοσία για την εκδίκαση της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς έχουν τα Δικαστήρια της Ιρλανδίας που είναι ο τόπος διαμονής των εφεσειόντων και ο τόπος παράδοσης των εμπορευμάτων και όχι τα Κυπριακά Δικαστήρια. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο ουσιαστικά τις θέσεις των εφεσιβλήτων, θεώρησε πως στον Κανονισμό «δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο ότι η δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα κέκτηται από το αλλοδαπό Δικαστήριο, όπως ισχυρίζονται οι Εναγόμενοι-Αιτητές», ενώ ερμηνεύοντας το Άρθρο 5.1 του Κανονισμού, έκρινε πως οι εφεσείοντες μπορούσαν να εναχθούν στην Κύπρο, δεδομένου ότι η εκπλήρωση της υποχρέωσης των εφεσειόντων, δηλαδή η καταβολή του τιμήματος αγοράς των εμπορευμάτων, συμφωνήθηκε όπως γίνει σε λογαριασμό των εφεσιβλήτων στην Κύπρο. Έκρινε επίσης ότι η αίτηση των εφεσειόντων καταχωρήθηκε σε καθυστερημένο στάδιο, 3½ σχεδόν μήνες από την επίδοση του κλητηρίου, γεγονός που δημιουργούσε εμπόδιο για τους εφεσείοντες να εγείρουν ζήτημα δικαιοδοσίας, αφού με τη συμπεριφορά τους αυτή ουσιαστικά την έχουν αποδεχθεί.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη, τόσο ως προς την ερμηνεία του Κανονισμού από το πρωτόδικο Δικαστήριο και την εφαρμογή του επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης, αλλά και ως προς τη θεώρηση του ότι η αίτηση υποβλήθηκε σε καθυστερημένο στάδιο, με αποτέλεσμα να κωλύονται οι εφεσείοντες στην προώθηση των αιτημάτων τους.

 

Θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων ως προς το ζήτημα της ερμηνείας είναι ότι ο βασικός κανόνας που προβλέπεται από το Άρθρο 2 του Κανονισμού είναι πως κάτοικοι χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενάγονται στη χώρα που κατοικούν, εκτός εάν εφαρμόζεται οποιοσδήποτε από τους κανόνες ειδικής δικαιοδοσίας που προβλέπονται στα Άρθρα 5 έως 7 του Κανονισμού. Παραπέμποντας ειδικότερα στο Άρθρο 5.1(β), εισηγείται ότι στην περίπτωση πώλησης αγαθών αρμόδιο Δικαστήριο προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς είναι το Δικαστήριο της χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία έχουν παραδοθεί ή έπρεπε να είχαν παραδοθεί τα αγαθά, που στην παρούσα περίπτωση συμπίπτει με τη χώρα διαμονής των εφεσειόντων (την Ιρλανδία). Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων υποστηρίζει ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 5 του Κανονισμού είναι δυνητικές, εισηγούμενος παράλληλα πως στην προκείμενη περίπτωση είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων, ως τόπος εκπλήρωσης της παροχής, η Κύπρος και επομένως δεν εφαρμόζεται το Άρθρο 5 του Κανονισμού.

 

Σύμφωνα με τις αρχές στις οποίες στηρίζεται ο Κανονισμός, οι κανόνες δικαιοδοσίας πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγόμενου. Η δωσιδικία αυτή πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των μερών δικαιολογεί άλλο συνδετικό παράγοντα (βλ. παρ. 11 του προοιμίου του Κανονισμού και την υπόθεση C-133, Follen Fischer AG a.ο. v. Ritrama SpA, ημερομηνίας 25.10.2012).

 

Κατά το Άρθρο 2(1) του Κανονισμού, πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους (στο Αγγλικό κείμενο «domiciled») ενάγονται ενώπιον των Δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια τους. Ο κανόνας αυτός της δωσιδικίας της κατοικίας του εναγόμενου αποτελεί τη βασική φιλοσοφία της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 (στο εξής «η Σύμβαση»), την οποία αντικατέστησε ο Κανονισμός*. Αποτελεί βασικό και πρωταρχικό κανόνα και της Σύμβασης ότι ο εναγόμενος πρέπει να ενάγεται στα δικαστήρια της χώρας της κατοικίας του (domicile), όχι απλά επειδή έχει δικαίωμα ο ενάγοντας να τον εναγάγει εκεί, αλλά επειδή ο εναγόμενος έχει τέτοιο δικαίωμα (βλ. Knauf v. Peters [2002] 1 W.L.R. 907 per Henry LJ).

Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί, σύμφωνα με τον Κανονισμό, να εναχθεί ενώπιον των Δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του Κανονισμού, στα οποία περιλαμβάνονται τα Άρθρα 5 μέχρι 24. 

 

To Άρθρο 5.1(α) του Κανονισμού διατηρεί αμετάβλητο το κείμενο του Άρθρου 5.1 της Σύμβασης. Ο δεύτερος κανόνας – Άρθρο 5.1(β) του Κανονισμού, μεταβάλλει το προηγουμένως ισχύον δυνάμει της Σύμβασης καθεστώς, καθορίζοντας αυτόνομα, για συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων, τον τόπο εκπλήρωσης της επίδικης παροχής, ο οποίος είναι, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ των μερών, ο τόπος του κράτους μέλους όπου δυνάμει της σύμβασης έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων*.

 

Υποδεικνύεται συναφώς από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην υπόθεση C-386/05, Color Drack GmbH v. Lexx International Vertriebs GmbH, ημερ. 3.5.2007, αναφερόμενο στο Άρθρο 5.1(β) (πρώτη περίπτωση), στις παρ. 26 και 30, πως:

 

«.... ο εν λόγω κανόνας ειδικής δικαιοδοσίας για διαφορές εκ συμβάσεως κατοχυρώνει, στο πλαίσιο του κανονισμού 44/2001, τον τόπο παραδόσεως ως αυτοτελές κριτήριο συνδέσεως, το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις αγωγές που έχουν ως βάση  τη σύμβαση πωλήσεως εμπορευμάτων γενικά και όχι μόνο σε εκείνες που έχουν ως βάση την υποχρέωση παραδόσεως καθεαυτή.

.............

Όσον αφορά το Άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο β΄, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 44/2001, το οποίο καθορίζει τόσο τη [*2596]διεθνή δικαιοδοσία όσο και την κατά τόπον αρμοδιότητα, η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην ενοποίηση των κανόνων συγκρούσεως δικαιοδοσιών και, ως εκ τούτου, στον απευθείας προσδιορισμό του αρμόδιου δικαστηρίου, χωρίς να παραπέμπει στις εθνικές διατάξεις των κρατών μελών.»

 

Αναφέρεται περαιτέρω στην παρ. 39:

 

«Συναφώς, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι παράγοντες που οδήγησαν στη θέσπιση της εξεταζόμενης διατάξεως. Η διάταξη αυτή εκφράζει ρητώς τη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη για ρήξη με το προηγούμενο καθεστώς για τις συμβάσεις πωλήσεως, σύμφωνα με το οποίο ο τόπος εκτελέσεως καθοριζόταν για καθεμιά από τις επίδικες υποχρεώσεις με βάση το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του δικαστηρίου που επιλαμβανόταν της διαφοράς. Ορίζοντας αυτοτελώς ως «τόπο εκπληρώσεως» τον τόπο όπου πρέπει να εκτελεστεί η κύρια παροχή της συμβάσεως, ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να συγκεντρώσει στον τόπο εκπληρώσεως τη διεθνή δικαιοδοσία για τις διαφορές που συνδέονται με όλες τις συμβατικές υποχρεώσεις και να προβλέψει μία και μοναδική διεθνή δικαιοδοσία για όλες τις αγωγές που έχουν ως βάση τη σύμβαση.»

 

(Βλ. επίσης C-381/08 Car Trim Gmbh v. KeySafety Systems Srl, ημερομηνίας 25.2.2010).

 

Το λεκτικό του Άρθρου 5.1(β) δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφές. Επιδιωκόμενος σκοπός του είναι η υπαγωγή στο ίδιο forum όλων των διαφορών που πηγάζουν από τις συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων και τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ανεξαρτήτως των διαφορών, δηλαδή όχι μόνο των αγωγών της κυρίας παροχής - παράδοση εμπορευμάτων ή παροχή υπηρεσιών - αλλά και των αγωγών για εκπλήρωση της εκάστοτε οφειλόμενης χρηματικής αντιπαροχής ή παρεπόμενων συμβατικών υποχρεώσεων. Ταυτόχρονα παρέχεται στα μέρη η δυνατότητα συμφωνίας θεμελίωσης διαφορετικής βάσης διεθνούς δικαιοδοσίας για την επίλυση των συμβατικών τους διαφορών.

 

Δεν διαφεύγει συναφώς της προσοχής μας η θέση του συνηγόρου των εφεσιβλήτων ότι οι διάδικοι έχουν αξιοποιήσει τη ρήτρα διαφυγής του Άρθρου 5.1(β) του Κανονισμού, αφού μεταξύ τους υπάρχει, εισηγείται, συμφωνία ως προς τον τόπο εκπλήρωσης της επίδικης παροχής. Θεωρεί δε ως τέτοια τη συμφωνία των διαδίκων όπως η καταβολή του τιμήματος αγοράς γίνει σε λογαριασμό των εφεσιβλήτων στην Κύπρο.

[*2597]Δεν θα συμφωνήσουμε με το επιχείρημα, το οποίο είναι εντελώς αβάσιμο και αντιστρατεύεται τόσο το πνεύμα και τη φιλοσοφία του Κανονισμού για το ζήτημα που εδώ απασχολεί, όσο και το γράμμα της συγκεκριμένης πρόνοιας.

 

Η θέση των εφεσιβλήτων θα είχε έρεισμα εάν η Σύμβαση δεν αντικαθίστατο από τον Κανονισμό, αφού κατά το Άρθρο 5.1 αυτής, το οποίο επαναλαμβάνεται στο Άρθρο 5.1(α) του Κανονισμού:

 

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος:

 

1.   ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή ...................»

 

Σύμφωνα με νομολογημένες αρχές, στην περίπτωση που η επίδικη διαφορά ήταν η μη καταβολή της οφειλόμενης χρηματικής αντιπαροχής, τότε ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής, θα ήταν αυτός όπου θα έπρεπε να γίνει η καταβολή (βλ., για παράδειγμα, Royal & Sun Alliance FZE (Cyprus) Ltd [2006] EWCA Civ 629 και Cube Lighting and Industrial Design Limited v. Afcon Electra Romania SA [2011] EWHC 2565). Εφόσον δηλαδή, δεν υπήρχε συμφωνία μεταξύ των μερών αναφορικά με τον τόπο εκπλήρωσης, αυτός καθοριζόταν από τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του δικαστηρίου που επιλαμβανόταν της διαφοράς (forum). Όπως όμως έχει ήδη λεχθεί, η θέσπιση του δεύτερου κανόνα, Άρθρο 5.1(β) του Κανονισμού, έχει μεταβάλει την όλη κατάσταση. 

 

Κατάληξη μας λοιπόν είναι ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία για την επίλυση της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς. Ενόψει αυτής της διαπίστωσης, είναι περιττό να ασχοληθούμε με οποιαδήποτε άλλα θέματα εγείρονται με την έφεση.

 

Κατά συνέπεια, η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η αγωγή απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσειόντων-εναγομένων, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.

 

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο