ECLI:CY:AD:2014:A1
(2014) 1 ΑΑΔ 1
[*1]3 Ιανουαρίου, 2014
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΠΕΤΡΟΣ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος Αρ. 1,
v.
ΠΑΝΟΥ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 110/2010)
Αστικά Αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Επικύρωση πρωτόδικης οριστικοποίησης προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος που εκδόθηκε στο πλαίσιο αγωγής δυσφήμησης ― Απόφανση Εφετείου περί πλήρωσης των ειδικών προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοση ενδιάμεσων απαγορευτικών διαταγμάτων σε υποθέσεις δυσφήμησης.
Αστικά Αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Είναι αποδεκτό ότι η έκταση του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης περιορίζει το δικαίωμα στη φή[*2]μη ― Ο περιορισμός, όμως, αυτός δεν μπορεί να φτάνει σε σημείο κατάργησής του, όταν, μάλιστα, η φήμη ανθρώπων σε θέσεις και αξιώματα αποκτάται μετά από σκληρή εργασία και προσήλωση σε αρχές.
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Ενδιάμεσα απαγορευτικά διατάγματα σε υποθέσεις δυσφήμησης ― Ποιες οι επιπρόσθετες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται πέραν των τριών προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του Ν. 14/60.
Αστικά Αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Γενικά, δημοσίευμα θεωρείται δυσφημιστικό, όταν, με αυτό, καταλογίζεται σε κάποιον που κατέχει οποιοδήποτε αξίωμα ή θέση, ανέντιμη ή δόλια συμπεριφορά, ή οποιαδήποτε άλλη μη αποδεκτή συμπεριφορά, ή ανεπάρκεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
Αστικά Αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Το κριτήριο εάν ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό, είναι η έννοια που αποδίδεται σ’ αυτό από λογικά σκεπτόμενα πρόσωπα και όχι η φύση της πρόθεσης του εναγομένου.
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά Διατάγματα ― Η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα, μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά ― Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση την ορθότητα προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος, το οποίο εξεδόθη στο πλαίσιο αγωγής δυσφήμησης που καταχωρήθηκε από τον εφεσίβλητο, αναφορικά με δημοσίευμα εφημερίδας με γράφοντα τον εφεσείοντα.
Η αγωγή στρεφόταν εναντίον του εφεσείοντα και δύο άλλων νομικών προσώπων. Το επίδικο διάταγμα εξεδόθη ύστερα από μονομερή αίτηση που προώθησε ο εφεσίβλητος και στη συνέχεια οριστικοποιήθηκε.
Εφεσείων και εφεσίβλητος ανήκαν κατά τον επίδικο χρόνο στο ακαδημαϊκό προσωπικό πανεπιστημιακού ιδρύματος, υπηρετώντας από διαφορετικές βαθμίδες.
Το δημοσίευμα τιτλοφορείτο «‘Περί ελεφάντων και άλλων χορτοφάγων θηλαστικών της πανεπιστημιακής ζούγκλας» και αναφερόταν μεταξύ άλλων σε πρόσφατες καταγγελίες που είχαν γίνει στη Βουλή, αναφορικά με ισχυριζόμενες αναξιοκρατικές ανελίξεις καθηγητών που έγιναν στον ακαδημαϊκό τομέα.
[*3]Ο εφεσείων απευθυνόμενος στο δημοσίευμα του προς τον Πρύτανη του εκπαιδευτικού ιδρύματος, του έθετε σειρά ερωτημάτων στα οποία γινόταν ονομαστική αναφορά στον εφεσίβλητο σε ισχυριζόμενη αναξιοκρατική του ανέλιξη και σε ισχυριζόμενες παράτυπες διαδικασίες που ακολουθήθηκαν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από τις αρχές της νομολογίας που διέπουν το ζήτημα της έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων, έκρινε ότι τηρούνταν οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις για την έκδοση του.
Στη συνέχεια, λαμβάνοντας υπόψη το δημοσίευμα, το οποίο έκρινε δυσφημιστικό, και όσα προηγήθηκαν αυτού, κατέληξε ότι το ενδεχόμενο επανάληψης από τον εφεσείοντα δυσφημιστικών δημοσιευμάτων ήταν ορατό. Εξετάζοντας την προβαλλόμενη από τον εφεσείοντα υπεράσπιση της αλήθειας του περιεχομένου του δημοσιεύματος, η οποία αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα διατήρησης ενός διατάγματος, διαπίστωσε μεταξύ άλλων ότι ήταν παραπλανητικός ο τρόπος με τον οποίο εγειρόταν το ερώτημα με το οποίο αφηνόταν να νοηθεί ότι ο αιτητής δεν είχε τα προσόντα και/ή δεν πληρούσε τα κριτήρια για διορισμό στη θέση αναπληρωτή καθηγητή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη του ότι οι αναφερόμενες παρατυπίες διαπιστώθηκαν από τον εσωτερικό ελεγκτή, ωστόσο τα ζητήματα αυτά εξετάστηκαν από τα αρμόδια όργανα του εκπαιδευτικού ιδρύματος, τα οποία αποφάνθηκαν ότι δεν ευθυνόταν αυτός.
Η επαναφορά των θεμάτων αυτών από τον καθ’ ου με το επίδικο δημοσίευμα, αφήνοντας να αιωρείται και το ενδεχόμενο διάπραξης πειθαρχικών αδικημάτων από τον αιτητή, δεν μπορούσε να είχε άλλο στόχο από του να τον πλήξει προσωπικά, κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο θέτοντας και το ερώτημα γιατί ο εφεσείων έθετε δημόσια τα ερωτήματα, εφόσον εξετάζονταν από ερευνώντα λειτουργό.
Εκτίμησε ακόμα, στον επιτρεπτό σε εκείνο το στάδιο βαθμό, ότι οι υπερασπίσεις που προτίθετο να εγείρει ο καθ’ ου, δεν είχαν ορατή προοπτική επιτυχίας. Η υπεράσπιση της αλήθειας δεν παρουσιαζόταν ισχυρή, ενώ οι άλλες προτεινόμενες υπερασπίσεις, προσέκρουσαν στην εκ πρώτης όψεως διαπιστωθείσα κακοπιστία του καθ’ ου.
Έκρινε ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης έκλιναν την πλάστιγγα υπέρ της ανάγκης προστασίας του δικαιώματος της φήμης του εφεσίβλητου και οριστικοποίησε το προσωρινό διάταγμα.
[*4]Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
Λόγοι έφεσης 1 - 5:
α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις νομικές αρχές που σχετίζονται με την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος και, ιδιαίτερα, τις αρχές που εφαρμόζονται στην περίπτωση που, σε αγωγή για δυσφήμιση, προβάλλεται ως υπεράσπιση ο ισχυρισμός της αλήθειας.
β) Το δημοσίευμα, ασκούσε κριτική στις Αρχές του Πανεπιστημίου για τη στάση τους έναντι των παρατυπιών στη διαδικασία ανέλιξης του εφεσίβλητου. Το ότι οι παρατυπίες εξετάστηκαν από το Πανεπιστήμιο, δεν εμπόδιζε το σχολιασμό τους, αφού το ζητούμενο ήταν ο τρόπος που αυτές εξετάστηκαν.
γ) Δεν δικαιολογείτο η κατάληξη, ότι το δημοσίευμα ήταν συκοφαντικό δεδομένου ότι έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να ικανοποιείτο ότι το δημοσίευμα ήταν ξεκάθαρα αναληθές.
δ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέκλεισε, ως είχε καθήκον, το ενδεχόμενο επιτυχίας της υπεράσπισης της αλήθειας, προτού προχωρήσει στην οριστικοποίηση του Προσωρινού Διατάγματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στις περιπτώσεις έκδοσης απαγορευτικών ενδιάμεσων διαταγμάτων σε υποθέσεις έκδοσης δυσφημιστικών κειμένων ή δηλώσεων δεν αρκεί η πλήρωση των τριών προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του Ν. 14/60, και όλων όσα νομολογιακά καθορίστηκαν, αλλά θα πρέπει τα κείμενα ή οι δηλώσεις να είναι αναμφίβολα δυσφημιστικά, εάν προβάλλεται η υπεράσπιση της αλήθειας, αυτή να μην μπορεί να ευσταθήσει, να μην υπάρχει άλλη υπεράσπιση που μπορεί να επιτύχει, εκτός από τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ενεργεί κακόπιστα, και, τέλος, να υπάρχει μαρτυρία πρόθεσης επανάληψης της δυσφήμισης.
2. Εξετάζοντας το δημοσίευμα - λαμβανομένου υπόψη ότι, στο στάδιο έκδοσης ενδιάμεσου διατάγματος, δε γίνονται οριστικές διαπιστώσεις- αυτό αντικειμενικά κρινόμενο, ήταν δυσφημιστικό.
3. Ήταν φανερό ότι, με το δημοσίευμα, ο εφεσείων επιδίωκε να μειώσει το κύρος και την υπόληψη του εφεσίβλητου ως ακαδημαϊκού.
[*5]4. Διαβάζοντάς το κάποιος, σχηματίζει την εντύπωση ότι ο εφεσίβλητος δεν είναι άξιος να κατέχει τη θέση του Καθηγητή και ότι, σ’ αυτήν, έχει ανελιχθεί παράτυπα και αναξιοκρατικά.
5. Για τους πιο πάνω ισχυρισμούς αλλά και για όσα ο εφεσείων απέδιδε στον εφεσίβλητο και στη διαδικασία ανέλιξής του, ο τελευταίος πρόβαλε απαντήσεις, τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και έδωσε λόγους γιατί η υπεράσπιση της αλήθειας των ισχυρισμών του εφεσείοντα δεν μπορούσε να επιτύχει.
6. Χωρίς τελικές διαπιστώσεις, έχοντας υπόψη τη μαρτυρία και όσα με τα ερωτήματα έθετε ο εφεσείων, προέκυπτε ότι η υπεράσπιση της αλήθειας απείχε πολύ από την επιτυχία.
7. Όσα ο εφεσείων σχολίαζε εξετάστηκαν, από δικές του καταγγελίες, από όργανα του Πανεπιστημίου και αποφασίστηκαν. Εάν οι αποφάσεις των οργάνων αυτών δεν τον ικανοποιούσαν, δε σημαίνει ότι αυτός, υπό το πρόσχημα των ερωτήσεων προς τις πανεπιστημιακές Αρχές, μπορούσε να αφήνει αιχμές για το κύρος και την υπόληψη του εφεσίβλητου.
8. Στην παρούσα περίπτωση, έχοντας υπόψη τα όσα προηγήθηκαν του δημοσιεύματος, τα οποία ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε, και τον κίνδυνο επανάληψης της δυσφήμισης, ήταν ορθή η πρωτόδικη θέση ότι προείχε η προστασία του δικαιώματος της φήμης του εφεσίβλητου.
Λόγοι έφεσης 6 και 7:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν εντόπισε την απόκρυψη και/ή μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων, και λανθασμένα έλαβε υπόψη του προηγούμενα δημοσιεύματα, από τη στιγμή που αυτά δεν ήταν επίδικα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε διεξοδικά με όλα όσα ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι αυτός απέκρυψε. Εξέτασε κάθε έναν από τους αντίθετους ισχυρισμούς που τέθηκαν ενώπιόν του, προτού καταλήξει τόσο σε σχέση με την υπεράσπιση της αλήθειας που πρόβαλε ο εφεσείων όσο και σε σχέση με τη διαπίστωση της κακοπιστίας του.
2. Ο εφεσείων δεν αρνήθηκε τα δημοσιεύματα που προηγήθηκαν, [*6]απλά, πρόβαλε ότι αυτά δεν ήταν επίδικα και ότι, για τα εν λόγω δημοσιεύματα, εκκρεμούσε άλλη αγωγή.
3. Ορθά κατέληξε ότι τα προηγηθέντα δημοσιεύματα, όπως και το ίδιο το δημοσίευμα, οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων, εάν δεν εμποδιζόταν, θα συνέχιζε τη δυσφημιστική εκστρατεία εναντίον του εφεσίβλητου, οπόταν θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.
Λόγοι έφεσης 8, 9 και 10:
Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση ότι, αν δεν εκδιδόταν το προσωρινό διάταγμα, θα ήταν αδύνατο ή δύσκολο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο και ότι η συνέχιση της ισχύος του δε θα μπορούσε να προκαλέσει στον εφεσείοντα ζημιά.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού καταλήξει, συνυπολόγισε όλα τα ενώπιόν του τεθέντα. Εάν ο εφεσείων δεν εμποδιζόταν να δημοσιοποιεί ό,τι θεωρούσε μεμπτό σε σχέση με την ανέλιξη του εφεσίβλητου, ο τελευταίος δε θα μπορούσε, σε μεταγενέστερο στάδιο, να δικαιωθεί μόνο με χρηματική αποζημίωση.
2. Ποιες επιπτώσεις θα υπήρχαν στον εφεσίβλητο δεν ήταν εύκολο να προβλεφθούν. Με τα όσα ο εφεσείων του καταλόγιζε, του αφαιρούσε αξίες και αρχές, που εξυπακούεται ότι χαρακτηρίζουν έναν ακαδημαϊκό, μειώνοντάς τον, πρωτίστως, στο χώρο του, έναντι των συναδέλφων του και των φοιτητών του.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Odysseos v. Pieris Estates a.o. (1982) 1 C.L.R. 557,
Πουργουρίδη κ.ά. ν. Μέζου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201,
Κύριλλου ν. Λάμπρου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1528,
Ιπποδρομιακή Αρχή ν. Χ" Βασίλη (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 152,
Εκδ. Αρκτίνος Λτδ ν. Παπαευσταθίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 856,
[*7]Quartz Hill Consolidated Gold Mining Co v Beall [1882] 20 Ch D 501,
Harakas a.o. v Baltic Mercantile and Shipping Exchange Ltd a.o. [1982] 2 All ER 701,
Greene v. Associated Newspapers Ltd [2005] 1 All ER 30,
Παναγιώτου ν. Μουλαζίμη (2007) 1 Α.Α.Δ. 78,
C.T. Tobacco Limited ν. Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 853,
Agathangelou v. Mousoulides & Sons (1980) 1 C.L.R. 272,
Κυρισάββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο 1 εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Καλογήρου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 76/10), ημερομηνίας 30/3/2010.
Ε. Κορακίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Μακρίδης, για Α. Μαρκίδη, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στις 30/3/2010, στα πλαίσια της Αγωγής Αρ. 76/2010, που καταχώρισε ο εφεσίβλητος εναντίον του εφεσείοντα και δύο άλλων νομικών προσώπων για ισχυριζόμενη δυσφήμιση, η οποία περιέχεται σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Χαραυγή» ημερομηνίας 13/12/2009, (το «δημοσίευμα»), οριστικοποίησε Προσωρινό Διάταγμα, το οποίο εξέδωσε στις 8/1/2010, (το «Προσωρινό Διάταγμα»), μετά από μονομερή αίτηση του εφεσίβλητου. Το δημοσίευμα έχει ως ακολούθως:-
«‘Περί ελεφάντων και άλλων χορτοφάγων θηλαστικών της πανεπιστημιακής ζούγκλας’ του Πέτρου Κωμοδρόμου*.
Μετά τις πρόσφατες καταγγελίες του κ. Θεμιστοκλέους, από [*8]το βήμα της Ολομέλειας της Βουλής στις 19/11/2009, αναφορικά με το Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΠΚ), ο Πρύτανης, κ. Σταύρος Ζένιος, δήλωσε στη σύναξη του διοικητικού και ακαδημαϊκού προσωπικού, που έγινε στις 9/12/2009, για να μας ενημερώσει δήθεν για τα ‘πραγματικά γεγονότα’, ότι οι καταγγελίες που είδαν το φως της δημοσιότητας είναι τελείως ‘ασαφείς και αόριστες’ και ότι ‘είναι δύσκολο να αποδείξεις ότι ‘δεν είσαι ελέφαντας’ όταν γι’ αυτό περίπου κατηγορείσαι’.
Ο κ. Θεμιστοκλέους δεν θα μπορούσε να αναφερθεί με απόλυτη λεπτομέρεια σε όσα κατάγγελλε, ούτε και κάτι τέτοιο επιβαλλόταν να γίνει. Ο κ. Θεμιστοκλέους προφανώς δεν κατάγγελλε κάτι που ήταν άγνωστο στις Πρυτανικές Αρχές, αλλά κατάγγελλε γεγονότα που έλαβαν χώραν και ήταν γνωστά στις Πρυτανικές Αρχές.
Προφανώς οι καταγγελίες δεν αφορούσαν μόνο τα όσα είχαν συμβεί και συμβαίνουν, αλλά αφορούσαν και την παράλειψη των Πρυτανικών Αρχών να πράξουν οτιδήποτε σε σχέση με αυτά.
Εάν ο κ. Ζένιος θεωρεί ότι είναι τελείως ‘ασαφείς και αόριστες’ οι τόσο λεπτομερείς καταγγελίες και τα τεκμηριωμένα στοιχεία που του έχουν εδώ και δύο χρόνια ενυπόγραφα κατατεθεί, αποδεικνύοντας σωρεία παρανομιών και παρατυπιών, αναξιοκρατικές και παράνομες ανελίξεις, συστηματικές καταχρήσεις και υπερβάσεις εξουσίας, μέχρι και διασπαθίσεις δημοσίου χρήματος, τότε ίσως όντως να τίθεται θέμα απόδειξης του ότι δεν είναι ‘ελέφαντας’, γιατί το τελευταίο ενδεχόμενο υποτιμά πολύ λιγότερο τη νοημοσύνη μας από το πρώτο.
Κάποιος που θα ενδιαφερόταν για το μέλλον του Πανεπιστημίου δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τις καταγγελίες ‘ασαφείς και αόριστες’, αλλά θα έσπευδε να τις διερευνήσει και εάν ακόμα δεν ήταν γνώστης των λεπτομερειών.
Αναφορικά με την καταγγελία του κ. Θεμιστοκλέους που αφορούσε αναξιοκρατικές ανελίξεις ακαδημαϊκών κατά παράβαση των Νόμων, Κανόνων και Κανονισμών και του Κώδικα Δεοντολογίας, θα κάνω πιο κάτω ενδεικτική αναφορά σε μια μόνο περίπτωση, αυτή της διαδικασίας ανέλιξης του κ. Πάνου Παπαναστασίου, στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος (ΠΜΜΠ) του ΠΚ, ζητώντας από τον κ. Πρύτανη να απαντήσει στα πιο κάτω ερωτήματα.
[*9]- Αληθεύει, κ. Πρύτανη, ότι ο κ. Παπαναστασίου προσλήφθηκε στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή στο Τμήμα ΠΜΜΠ χωρίς να έχει ούτε μια μέρα πανεπιστημιακής εμπειρίας (μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του) και προτού συμπληρώσει (ούτε καν συνολικά) 4 χρόνια (που κατ’ ελάχιστον απαιτεί ο Νόμος) σε εκείνη τη βαθμίδα, ξεκίνησε η διαδικασία ανέλιξης του στη βαθμίδα του Καθηγητή, χωρίς ποτέ να υποβληθεί σχετική αίτηση ανέλιξής του στο Συμβούλιο του Τμήματος;
- Αληθεύει, κ. Πρύτανη, ότι το Συμβούλιο του Τμήματος ΠΜΜΠ, το οποίο, βάσει του Νόμου, είναι αποκλειστικά αρμόδιο γι’ αυτό, ποτέ δεν συνεδρίασε για να προτείνει τα μέλη της Ειδικής Επιτροπής για την αξιολόγηση του κ. Παπαναστασίου;
- Αληθεύει, κ. Πρύτανη, ότι το Συμβούλιο της Πολυτεχνικής Σχολής ποτέ δεν συνεδρίασε για να εγκρίνει (όπως απαιτεί ο Νόμος και οι σχετικοί Κανόνες) την πρόταση του Τμήματος ΠΜΜΠ για τα μέλη της Ειδικής Επιτροπής για την αξιολόγηση του κ. Παπαναστασίου;
- Αληθεύει, κ. Πρύτανη, ότι ο κ. Παπαναστασίου ισχυρίστηκε ότι ήταν επιβλέπων ή συνεπιβλέπων δύο επιτυχώς ολοκληρωθεισών διδακτορικών διατριβών (που αποτελεί ένα από τα απαραίτητα ελάχιστα προσόντα για την ανώτατη βαθμίδα του Καθηγητή), ενώ δεν ήταν ούτε επιβλέπων ή συνεπιβλέπων, αλλά ούτε καν μέλος της εξεταστικής ή συμβουλευτικής επιτροπής των συγκεκριμένων διατριβών;
- Αληθεύει, κ. Πρύτανη, ότι ο κ. Παπαναστασίου δεν έχει επιβλέψει επιτυχώς ολοκληρωθείσες διδακτορικές διατριβές, ούτε καν επιτυχώς ολοκληρωθείσες μεταπτυχιακές διατριβές (M.Sc.) και ακόμη ούτε και επιτυχώς ολοκληρωθείσες διατριβές προπτυχιακού επιπέδου;
- Αληθεύει κ. Πρύτανη, ότι για όλα τα πιο πάνω, παρά το ότι σας έχουν υποβληθεί ενυπόγραφες καταγγελίες και σας έχουν δοθεί λεπτομερέστατα στοιχεία, κρίνατε ότι δεν υπήρχε ούτε καν εκ πρώτης όψεως υπόθεση για διερεύνηση ενδεχόμενων πειθαρχικών παραπτωμάτων;
- Αληθεύει κ. Πρύτανη, ότι με σχετική έκθεσή του ο Εσωτερικός Ελεγκτής έχει ήδη δώσει σαφείς απαντήσεις σε κάποια από τα πιο πάνω ερωτήματα;
Πιστεύω ότι η πανεπιστημιακή κοινότητα θα σας ευγνωμονούσε εάν απαντούσατε στα πιο πάνω ερωτήματα με σαφή και συγκεκριμένο τρόπο και για τις προθέσεις των Πρυτανικών Αρχών για τη θεραπεία των πιο πάνω.
[*10]* Ο Πέτρος Κωμοδρόμος είναι Λέκτορας Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος.»
Ο εφεσίβλητος, στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησής του για το Προσωρινό Διάταγμα, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ο εφεσείων, από τα τέλη του 2007, καταφερόταν δυσφημιστικά εναντίον του, καταλογίζοντάς του, μεταξύ άλλων, ότι ήταν αυταρχικός, δεν τηρούσε τους Κανονισμούς, διέπραξε πειθαρχικά και/ή ποινικά αδικήματα, κυρίως, όμως, ότι ανελίχθηκε στη θέση του Καθηγητή παράτυπα και αναξιοκρατικά. Σημειώνεται ότι εφεσείων και εφεσίβλητος ανήκουν στο ακαδημαϊκό προσωπικό του Πανεπιστημίου Κύπρου, (το «Πανεπιστήμιο»). Ο εφεσείων είναι Λέκτορας και ο εφεσίβλητος Καθηγητής και, από το 2008, ο τελευταίος, μετά από εκλογική διαδικασία, Κοσμήτορας της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Ο εφεσείων, με την ένστασή του, πρόβαλε ότι το δημοσίευμα, αφενός, δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως δυσφημιστικό και, αφετέρου, ήταν αληθινό. Αφορούσε, ισχυρίστηκε καλόπιστη κριτική σε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος, η οποία, ως τέτοια, καλυπτόταν από το προνόμιο του εντίμου σχολίου. Τα ερωτήματα που ετίθεντο με αυτό αναφέρονταν σε γεγονότα αληθή. Προς υποστήριξη της αλήθειας τους, ανέφερε τα εξής:-
Στο Βιογραφικό Σημείωμα του εφεσίβλητου, δεν αναφερόταν πανεπιστημιακή εμπειρία πριν από την πρόσληψή του στη θέση Αναπληρωτή Καθηγητή. Ως προς την ανέλιξη του εφεσίβλητου, παρέπεμψε στις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας, που απαιτούν, για την υποβολή αίτησης στη θέση του Καθηγητή, ο υποψήφιος να έχει συμπληρώσει τέσσερα χρόνια στη θέση Αναπληρωτή Καθηγητή και υποστήριξε ότι αυτός δεν τα συμπλήρωσε, αφού η διαδικασία ανέλιξής του είχε αρχίσει πριν από τις 27/3/2006, ενώ, όπως ήταν παραδεκτό, στη θέση Αναπληρωτή Καθηγητή είχε προσληφθεί την 1/6/2002. (Πρώτο ερώτημα)
Στην Έκθεση του Εσωτερικού Ελεγκτή του Πανεπιστημίου, αναφερόταν ότι δεν υπήρχαν πρακτικά στο αρχείο του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος (το «ΠΜΜΠ»), για τη σύσταση Ειδικής Επιτροπής. (Δεύτερο ερώτημα)
Από την Έκθεση του Εσωτερικού Ελεγκτή, προέκυπτε ότι το Συμβούλιο της Πολυτεχνικής Σχολής δε συνεδρίασε, καθ’ οιονδήποτε χρόνο, για να εγκρίνει την πρόταση του Τμήματος ΠΜΜΠ για τα μέλη της Ειδικής Επιτροπής, που θα αξιολογούσαν τον εφεσίβλητο. (Τρίτο ερώτημα)
Αληθή ήταν και τα υπόλοιπα ερωτήματα. Ο εφεσίβλητος δεν επέβλεψε διδακτορικές διατριβές οποιουδήποτε επιπέδου ή άλλη διατριβή. Οι δε καταγγελίες του αναφορικά με πειθαρχικά παραπτώματα του εφεσίβλητου σε σχέση με τη διαδικασία ανέλιξής του, παρά τις προσπάθειες των Πρυτανικών Αρχών να τις καλύψουν, δεν έπεσαν στο κενό, αφού διορίστηκε Ερευνών Λειτουργός για να τις εξετάσει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από τις αρχές της νομολογίας* που διέπουν το ζήτημα της έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων δυνάμει του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), έκρινε ότι τηρούνται οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις, δηλαδή ότι ο εφεσίβλητος κατέδειξε ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής του και αδυναμία, σε περίπτωση που δεν υπήρχε το Προσωρινό Διάταγμα, πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Στη συνέχεια, λαμβάνοντας υπόψη το δημοσίευμα, το οποίο έκρινε δυσφημιστικό, και όσα προηγήθηκαν αυτού, κατέληξε ότι το ενδεχόμενο επανάληψης από τον εφεσείοντα δυσφημιστικών δημοσιευμάτων ήταν ορατό. Εξετάζοντας την προβαλλόμενη από τον εφεσείοντα υπεράσπιση της αλήθειας του περιεχομένου του δημοσιεύματος, η οποία αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα διατήρησης ενός διατάγματος, κατέληξε ως εξής:-
«Έχω ήδη επισημάνει τον παραπλανητικό τρόπο με τον οποίο εγείρεται το πρώτο ερώτημα, με το οποίο αφήνεται να νοηθεί ότι ο αιτητής δεν είχε τα προσόντα και/ή δεν πληρούσε τα κριτήρια για διορισμό στη θέση αναπληρωτή καθηγητή. Κατά παρόμοιο τρόπο, εκτιμώ, ότι εγείρονται και τα ερωτήματα 4 και 5. Με βάση τη μαρτυρία (βλ. Τεκμήρια 5, 18 και 19). Ο αιτητής δεν ισχυρίστηκε ότι ήταν επιβλέπων και τούτο είχε τεθεί και σχολιαστεί, τόσο σε συνεδρία του Συμβουλίου του ΠΚ όσο και της Συγκλήτου (Τεκμήρια 18 και 19 αντίστοιχα). Τα γεγονότα αυτά ήταν σε γνώση του καθ’ ου, όπως και το γεγονός ότι η εποπτεία διδακτορικών διατριβών δεν ήταν ανάμεσα στα προαπαιτούμενα για την ανέλιξη του αιτητή στη θέση καθηγητή.
[*12]Είναι, βέβαια, γεγονός ότι διαπιστώνονται κάποιες παρατυπίες σε σχέση με το χρόνο έναρξης της διαδικασίας ανέλιξης του αιτητή (προτού συμπληρωθούν τα 4 χρόνια που απαιτούνται από το Νόμο) καθώς και με τις διαδικασίες σύστασης των ειδικών επιτροπών. Οι παρατυπίες αυτές διαπιστώθηκαν από τον εσωτερικό ελεγκτή και καταγράφονται στην έκθεση του Τεκμήριο 17β. Τα ζητήματα, όμως αυτά εξετάστηκαν από τα αρμόδια όργανα του ΠΚ, τα οποία αποφάνθηκαν ότι δεν ευθύνεται ο αιτητής για τις διαπιστωθείσες παρατυπίες (Τεκμήρια 16, 17 α, β, και γ, 18, 19).
Η επαναφορά των θεμάτων αυτών από τον καθ’ ου με το επίδικο δημοσίευμα, αφήνοντας να αιωρείται και το ενδεχόμενο διάπραξης πειθαρχικών αδικημάτων από τον αιτητή, δεν μπορεί να είχε άλλο στόχο από του να τον πλήξει προσωπικά. Ας σημειωθεί ότι στην ένορκη του δήλωση ο καθ’ ου υποστηρίζει ότι διορίστηκε ερευνών λειτουργός για να διερευνήσει τις καταγγελίες του για τα πειθαρχικά παραπτώματα του αιτητή στη διαδικασία ανέλιξης του (παράγραφος 117). Γιατί λοιπόν θέτει δημόσια τα ερωτήματα ο καθ’ ου, εφόσον εξετάζονται από ερευνώντα λειτουργό;
Εν όψει των ανωτέρω και αφού στάθμισα όλα τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, εκτιμώ, στο βαθμό που μου επιτρέπεται σ’ αυτό το στάδιο, ότι οι υπερασπίσεις που προτίθεται να εγείρει ο καθ’ ου δεν έχουν ορατή προοπτική επιτυχίας. Όπως επεξηγείται πιο πάνω, η υπεράσπιση της αλήθειας δεν παρουσιάζεται ισχυρή, ενώ οι άλλες προτεινόμενες υπερασπίσεις, προσκρούουν στην εκ πρώτης όψεως διαπιστωθείσα κακοπιστία του καθ’ ου.»
Ακολούθως, καθοδηγούμενο από την απόφαση στην υπόθεση Εκδ. Αρκτίνος Λτδ ν. Παπαευσταθίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 856, όπου υποδεικνύεται ότι η σύγχρονη τάση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, (το «Ε.Δ.Δ.Α.»), είναι να περιορίζεται το δικαίωμα στη φήμη προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, στο οποίο αναγνωρίζεται υψηλή αξία, έκρινε ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης έκλιναν την πλάστιγγα υπέρ της ανάγκης προστασίας του δικαιώματος της φήμης του εφεσίβλητου και οριστικοποίησε το Προσωρινό Διάταγμα.
Ο εφεσείων, με έντεκα λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πρωτόδικη κατάληξη.
Λόγοι έφεσης 1 - 5:
Θα εξετάσουμε τους πιο πάνω λόγους ταυτόχρονα, λόγω της συνάφειάς τους, αλλά και γιατί υπάρχουν σ’ αυτούς επαναλαμβανόμενοι ισχυρισμοί. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις νομικές αρχές που σχετίζονται με την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος και, ιδιαίτερα, τις αρχές που εφαρμόζονται στην περίπτωση που, σε αγωγή για δυσφήμιση, προβάλλεται ως υπεράσπιση ο ισχυρισμός της αλήθειας. Το δημοσίευμα, αναφέρει, αποτελούσε κριτική των Αρχών του Πανεπιστημίου για τη στάση του έναντι των παρατυπιών στη διαδικασία ανέλιξης του εφεσίβλητου. Το ότι οι παρατυπίες εξετάστηκαν από το Πανεπιστήμιο δεν εμπόδιζε το σχολιασμό τους, αφού το ζητούμενο ήταν ο τρόπος που αυτές εξετάστηκαν. Το δημοσίευμα αποτελούσε απάντηση σε δηλώσεις του Πρύτανη του Πανεπιστημίου, (ο «Πρύτανης»), ότι όλα όσα αυτός ανέφερε ήταν αληθή. Το γεγονός ότι ο ίδιος έθεσε τα ζητήματα τα οποία πραγματεύεται στο δημοσίευμά του ενώπιον των Αρχών του Πανεπιστημίου δεν οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι αυτός, όταν ζητούσε απαντήσεις που τα αφορούσαν, ήταν κακόπιστος. Απλά, μετά τη δημοσιοποίηση του θέματος στη Βουλή των Αντιπροσώπων και των απαντήσεων του Πρύτανη, δημοσιοποίησε την απραξία του Πανεπιστημίου για ό,τι είχε συμβεί. Λανθασμένη, εισηγείται, είναι και η κατάληξη ότι το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό. Για να δικαιολογείτο τέτοια κατάληξη, θα έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να ικανοποιείτο ότι το δημοσίευμα ήταν ξεκάθαρα αναληθές. Δηλαδή, να απέκλειε την πιθανότητα ο ίδιος να μπορούσε να αποδείξει ότι αυτό ήταν αληθές. Με αναφορά σε αγγλική και κυπριακή νομολογία*, εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέκλεισε, ως είχε καθήκον, το ενδεχόμενο επιτυχίας της υπεράσπισης της αλήθειας, προτού προχωρήσει στην οριστικοποίηση του Προσωρινού Διατάγματος. Η αναφορά του ότι η «υπεράσπιση της αλήθειας δεν παρουσιάζεται ισχυρή, ενώ οι άλλες προτεινόμενες υπερασπίσεις, προσκρούουν στην εκ πρώτης όψεως διαπιστωθείσα κακοπιστία του καθ’ ου» δεν αρκεί. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, υπέβαλε, ούτε η διαπίστωσή του αυτή είναι ορθή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ισχυρίζεται, επειδή δεν μπορούσε να αποφασίσει, όπως επιβάλλεται από τη νομολογία, ότι όσα αναφέρονταν στο δημοσίευμα ήταν αληθή, κατέληξε ότι αυτά προβάλλονταν με παραπλανητικό τρόπο. Λανθασμένη θεωρεί και τη διαπίστωση ότι αυτός, επειδή τα αρμόδια όργανα του Πανεπιστημίου, μετά από εξέταση των καταγγελιών του, κατέληξαν ότι δεν υπήρξαν παρατυπίες, εμποδίζεται να αναφέρεται στα θέματα αυτά. Με αναφορά στα Τεκμήρια 5, 18 και 19, υποστηρίζει την αλήθεια των ισχυρισμών του σε σχέση με το εάν ο εφεσίβλητος είχε ισχυριστεί ότι αυτός ήταν επιβλέπων ή συνεπιβλέπων διδακτορικών διατριβών. Με το δημοσίευμα, υπέβαλε, ο ίδιος, απλά, απάντησε σε ασαφείς και αόριστες δηλώσεις στη Βουλή των Αντιπροσώπων από τον Πρύτανη. Ζητούσε απαντήσεις σε σχέση με τη διαδικασία ανέλιξης του εφεσίβλητου, χωρίς οποιαδήποτε κακοπιστία, όπως εσφαλμένα διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το θέμα της έκδοσης απαγορευτικών ενδιάμεσων διαταγμάτων σε περιπτώσεις δυσφημιστικών κειμένων ή δηλώσεων έχει, κατ’ επανάληψη, απασχολήσει τα δικαστήρια. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν αρκεί η πλήρωση των τριών προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του Ν. 14/60, και όλων όσα νομολογιακά* καθορίστηκαν, αλλά θα πρέπει τα κείμενα ή οι δηλώσεις να είναι αναμφίβολα δυσφημιστικά, εάν προβάλλεται η υπεράσπιση της αλήθειας, αυτή να μην μπορεί να ευσταθήσει, να μην υπάρχει άλλη υπεράσπιση που μπορεί να επιτύχει, εκτός από τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ενεργεί κακόπιστα, και, τέλος, να υπάρχει μαρτυρία πρόθεσης επανάληψης της δυσφήμισης. Στην Παναγιώτου ν. Μουλαζίμη (2007) 1 Α.Α.Δ. 78, σε σχέση με το ζήτημα αυτό, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 85-87)
«Στην Κύπρο το θέμα εξετάστηκε πρόσφατα στην υπόθεση C.T. Tobacco Limited ν. Της Εταιρείας Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 853, στην οποία καθορίστηκαν οι προϋποθέσεις οι οποίες επιτρέπουν την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων σε περιπτώσεις δυσφήμισης, οι οποίες είναι οι ακόλουθες:
(i) Η δήλωση που θα επακολουθήσει πρέπει να είναι αναμφίβολα δυσφημιστική.
[*15]...............................................................................................................
(ii) Η υπεράσπιση που θα προβληθεί από τον εναγόμενο είναι εκείνη της αλήθειας (Justification).
Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εκδίδει προσωρινά διατάγματα σε περιπτώσεις δυσφημιστικών κειμένων, όταν ο αιτητής ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι το επίδικο κείμενο είναι ψευδές (Quartz Hill Consolidated Gold Mining company v. Beall [1882] Ch. D. 501).
Όταν ο εναγόμενος θα προβάλει τον ισχυρισμό ότι οι δηλώσεις είναι αληθείς, το Δικαστήριο δεν θα εκδώσει το προσωρινό διάταγμα εκτός αν πειστεί ότι η υπεράσπιση αυτή της αλήθειας δεν μπορεί να επιτύχει. ...
...............................................................................................................
(iii) Δεν υπάρχει άλλη υπεράσπιση που μπορεί να επιτύχει.
Το Δικαστήριο δεν θα εκδώσει ένα προσωρινό διάταγμα για τη μη επανάληψη μιας δυσφήμισης, όταν η απειλούμενη δυσφήμιση μπορεί να είναι προνομιούχος, εκτός από περιπτώσεις στις οποίες υποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος ενεργεί κακόπιστα (maliciously). ...»
Το κατά πόσο κάποια λέξη ή φράση ή ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικά είναι θέμα γεγονότων, εκεί, μάλιστα, που υπάρχουν ένορκοι, αποφασίζεται από αυτούς - (βλ. "Gatley on Libel and Slander", Eighth Ediτion, by Philip Lewis, M.A., London, Sweet & Maxwell, 1981, παράγραφο 95, σελ. 49-51). Το δε κριτήριο εάν ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό είναι η έννοια που αποδίδεται σ’ αυτό από λογικά σκεπτόμενα πρόσωπα και όχι η φύση της πρόθεσης του εναγομένου - (βλ. Agathangelou v. Mousoulides & Sons (1980) 1 C.L.R. 272). Γενικά, δημοσίευμα θεωρείται δυσφημιστικό, όταν, με αυτό, καταλογίζεται σε κάποιον που κατέχει οποιοδήποτε αξίωμα ή θέση ανέντιμη ή δόλια συμπεριφορά, ή οποιαδήποτε άλλη μη αποδεκτή συμπεριφορά, ή ανεπάρκεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
Έχουμε και εμείς εξετάσει το δημοσίευμα, έχοντας υπόψη ότι, στο παρόν στάδιο, δε γίνονται οριστικές διαπιστώσεις και, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε ότι αυτό, αντικειμενικά κρινόμενο, είναι δυσφημιστικό. Είναι φανερό ότι, [*16]με το δημοσίευμα, ο εφεσείων επιδιώκει να μειώσει το κύρος και την υπόληψη του εφεσίβλητου ως ακαδημαϊκού. Τα ερωτήματα που θέτει στοχεύουν τον εφεσίβλητο και τον τρόπο ανέλιξής του στο Πανεπιστήμιο, αφήνοντας να νοηθεί ότι αυτή έγινε παράτυπα και ο ίδιος διέπραξε πειθαρχικά παραπτώματα. Διαβάζοντάς το κάποιος, σχηματίζει την εντύπωση ότι ο εφεσίβλητος δεν είναι άξιος να κατέχει τη θέση του Καθηγητή και ότι, σ’ αυτήν, έχει ανελιχθεί παράτυπα και αναξιοκρατικά. Προβάλλεται ότι προσλήφθηκε στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή χωρίς να έχει ούτε μια μέρα πανεπιστημιακής εμπειρίας και ότι η διαδικασία ανέλιξής του άρχισε παράτυπα.
Για τους πιο πάνω ισχυρισμούς αλλά και για όσα ο εφεσείων απέδιδε στον εφεσίβλητο και στη διαδικασία ανέλιξής του, ο τελευταίος πρόβαλε απαντήσεις, τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και έδωσε λόγους γιατί η υπεράσπιση της αλήθειας των ισχυρισμών του εφεσείοντα δεν μπορούσε να επιτύχει.
Χωρίς να προβαίνουμε σε τελικές διαπιστώσεις, θεωρούμε και εμείς, έχοντας υπόψη τη μαρτυρία και όσα με τα ερωτήματα έθετε ο εφεσείων, ότι η υπεράσπιση της αλήθειας απέχει πολύ από την επιτυχία. Ο εφεσίβλητος δεν είχε ισχυριστεί ότι ο ίδιος ήταν επιβλέπων ή συνεπιβλέπων δύο διδακτορικών διατριβών. Αυτό, άλλωστε, είχε σχολιαστεί από το Συμβούλιο και τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου και ο εφεσείων το γνώριζε πολύ καλά, όπως γνώριζε και ότι η εποπτεία διδακτορικών διατριβών δεν ήταν προαπαιτούμενο για την ανέλιξη του εφεσίβλητου. Οι παρατυπίες που διαπιστώθηκαν από τον Εσωτερικό Ελεγκτή του Πανεπιστημίου σε σχέση με το χρόνο ανέλιξης του εφεσίβλητου δε δικαιολογούσαν τον εφεσείοντα να επαναφέρει τα θέματα, αφήνοντας να νοηθεί ότι ο εφεσίβλητος, ενδεχόμενα, διέπραξε πειθαρχικά παραπτώματα, όταν, μάλιστα, όπως ο ίδιος δέχτηκε, για τα κατ’ ισχυρισμό πειθαρχικά παραπτώματα του εφεσίβλητου, μετά από καταγγελίες του, διορίστηκε Ερευνών Λειτουργός, ο οποίος δεν είχε ακόμη ολοκληρώσει το έργο του. Ο εφεσείων, αντί να αναμένει το αποτέλεσμα της έρευνας, συνέχιζε να θέτει ερωτήματα δημόσια, κατά τρόπο που η υπόληψη του εφεσίβλητου πληττόταν.
Όσα ο εφεσείων σχολίαζε εξετάστηκαν, μετά από δικές του καταγγελίες, από όργανα του Πανεπιστημίου και αποφασίστηκαν. Εάν οι αποφάσεις των οργάνων αυτών δεν τον ικανοποιούσαν, δε σημαίνει ότι αυτός, υπό το πρόσχημα των ερωτήσεων προς τις πανεπιστημιακές Αρχές, μπορούσε να αφήνει αιχμές [*17]για το κύρος και την υπόληψη του εφεσίβλητου. Όπως εύστοχα παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο:-
«Η αναφορά σε ένα ακαδημαϊκό, πως προσλήφθηκε στη θέση αναπληρωτή καθηγητή χωρίς να έχει ούτε μια μέρα πανεπιστημιακής εμπειρίας, χωρίς αναφορά στον παράγοντα ερευνητικής εμπειρίας, που ήταν ένα από τα διαζευκτικά κριτήρια για την πλήρωση της θέσης, δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί διαφορετικά. Το ίδιο ισχύει και για τα δύο ερωτήματα σε σχέση με την επίβλεψη διδακτορικών διατριβών, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη και η αναφορά για ‘διατριβές προπτυχιακού επιπέδου’.
Οι πιο πάνω αναφορές αλλά και τα ερωτήματα (2 και 3), με τον τρόπο που τίθενται, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι υπήρξαν καταγγελίες και έγινε διερεύνηση όλων των θεμάτων που εγείρονται με τα ερωτήματα από τα αρμόδια όργανα του ΠΚ, δημιουργούν, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, την εντύπωση ότι εγείρονται κακόπιστα από τον καθ’ ου, με στόχο να μειώσουν τον αιτητή, λόγω και της ‘εχθρικής’, όπως την χαρακτηρίζει ο ίδιος, στάσης που έχει τηρήσει στη διαδικασία της δικής του ανέλιξης.»
Είναι γεγονός ότι σήμερα είναι αποδεκτό ότι η έκταση του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης περιορίζει το δικαίωμα στη φήμη. Ο περιορισμός, όμως, αυτός δεν μπορεί να φτάνει σε σημείο κατάργησής του, όταν, μάλιστα, η φήμη ανθρώπων σε θέσεις και αξιώματα αποκτάται μετά από σκληρή εργασία και προσήλωση σε αρχές.
Στην παρούσα περίπτωση, έχοντας υπόψη τα όσα προηγήθηκαν του δημοσιεύματος, τα οποία ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε, και τον κίνδυνο επανάληψης της δυσφήμισης, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι προείχε η προστασία του δικαιώματος της φήμης του εφεσίβλητου.
Λόγοι έφεσης 6 και 7:
Υποστηρίζει ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν εντόπισε την απόκρυψη και/ή μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων, όπως και ότι λανθασμένα έλαβε υπόψη του προηγούμενα δημοσιεύματα, από τη στιγμή που αυτά δεν ήταν επίδικα. Ο εφεσίβλητος, για τα ζητήματα που ο εφεσείων έθεσε ερωτήματα, απάντησε κατά τρόπο παραπλανητικό, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην αντιληφθεί ότι αυτός απέκρυβε γεγονότα. Προς [*18]υποστήριξη των πιο πάνω, ουσιαστικά, επαναλαμβάνονται οι ισχυρισμοί που προβάλλονται με τους λόγους έφεσης 1 - 5.
Ούτε αυτοί οι λόγοι ευσταθούν. Ως προς το ζήτημα των, κατ’ ισχυρισμό, γεγονότων που απέκρυψε ο εφεσίβλητος, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε διεξοδικά με όλα όσα ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι αυτός απέκρυψε. Εξέτασε κάθε έναν από τους αντίθετους ισχυρισμούς που τέθηκαν ενώπιόν του, προτού καταλήξει τόσο σε σχέση με την υπεράσπιση της αλήθειας που πρόβαλε ο εφεσείων όσο και σε σχέση με τη διαπίστωση της κακοπιστίας του. Ο εφεσείων δεν αρνήθηκε τα δημοσιεύματα που προηγήθηκαν, απλά, πρόβαλε ότι αυτά δεν ήταν επίδικα και ότι, για τα εν λόγω δημοσιεύματα, εκκρεμούσε άλλη αγωγή. Ορθά κατέληξε ότι τα προηγηθέντα δημοσιεύματα, όπως και το ίδιο το δημοσίευμα, οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων, εάν δεν εμποδιζόταν, θα συνέχιζε τη δυσφημιστική εκστρατεία εναντίον του εφεσίβλητου, οπόταν θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Προτού καταλήξει, συνεκτίμησε όλα τα ενώπιόν του τεθέντα, μεταξύ των οποίων και τη θέση του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος μεθόδευε εναντίον του καταστάσεις και ότι, εάν ο ίδιος εμποδιζόταν να τις καταγγέλλει, θα καταπατούνταν τα δικαιώματά του, θέση, όμως, που δεν είναι ορθή. Παραβλέπει ο εφεσείων ότι αυτός, με το Διάταγμα, εμποδίζεται όχι να καταγγέλλει την καταπάτηση των δικαιωμάτων του αλλά μόνο να μην προβαίνει σε δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο δημοσιεύματα.
Λόγοι έφεσης 8, 9 και 10:
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης αφορούν στο λανθασμένο, κατά τον εφεσείοντα, τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, αν δεν εκδιδόταν το Προσωρινό Διάταγμα, θα ήταν αδύνατο ή δύσκολο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο και ότι η συνέχιση της ισχύος του δε θα μπορούσε να προκαλέσει στον ίδιο ζημιά. Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξειδικεύει τι έλαβε υπόψη του, για να καταλήξει ότι θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Οι παρατυπίες που διαπιστώθηκαν στη διαδικασία ανέλιξης του εφεσίβλητου δε δικαιολογούσαν ο ίδιος να εμποδιστεί να δημοσιεύει οτιδήποτε σχετικό με την ανέλιξή του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού καταλήξει, συνυπολόγισε όλα τα ενώπιόν του τεθέντα. Στην Κυρισάββα κ.ά. ν. Κύζη [*19](2001) 1 Α.Α.Δ. 1245, αναφέρθηκαν τα εξής:- (σελ. 1253)
«..., η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα, μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη ...»
Εάν ο εφεσείων δεν εμποδιζόταν να δημοσιοποιεί ό,τι θεωρούσε μεμπτό σε σχέση με την ανέλιξη του εφεσίβλητου, ο τελευταίος δε θα μπορούσε, σε μεταγενέστερο στάδιο, να δικαιωθεί μόνο με χρηματική αποζημίωση. Ποιες επιπτώσεις θα υπήρχαν στον εφεσίβλητο δεν είναι εύκολο να προβλεφθούν. Με τα όσα ο εφεσείων του καταλόγιζε, του αφαιρούσε αξίες και αρχές, που εξυπακούεται ότι χαρακτηρίζουν έναν ακαδημαϊκό, μειώνοντάς τον, πρωτίστως, στο χώρο του, έναντι των συναδέλφων του και των φοιτητών του.
Ενόψει της κατάληξής μας, ο τελευταίος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά στα έξοδα, δε χρήζει εξέτασης.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, υπέρ του εφεσίβλητου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο