Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μακράσυκας ν. Γερόλεμου Καπετάνιου άλλως Γερόλεμου Γεώργιου Καπετάνιου (2014) 1 ΑΑΔ 32

ECLI:CY:AD:2014:A8

(2014) 1 ΑΑΔ 32

[*32]9 Ιανουαρίου, 2014

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΡΑΣΥΚΑΣ,

 

Εφεσείoντες-Ενάγοντες,

 

v.

 

ΓΕΡΟΛΕΜΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ ΑΛΛΩΣ

ΓΕΡΟΛΕΜΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου 2.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 200/2009)

 

 

Συμβάσεις ― Εγγύηση ― Συμφωνία δανείου ― Κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα τράπεζα δεν μπορούσε να διαθέσει ποσό που δέσμευσε από άλλο λογαριασμό, όπως η ίδια έκρινε, αλλά είχε την υποχρέωση να εξοφλήσει ολόκληρο το επίδικο ποσό από το ποσό της δέσμευσης, ώστε να απαλλαγούν οι εγγυητές, εξ ολοκλήρου ― Κατά πόσον τελούσε σε αντίφαση με άλλο πρωτόδικο εύρημα  ότι η εγγύηση δεν θα επηρεαζόταν από υφιστάμενες ή μελλοντικές εξασφαλίσεις.

 

Συμβάσεις ― Καταλογισμός πληρωμών ― Άρθρα 59-61 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 ― Όταν χρεώστης και πιστωτής δεν προβούν σε καταλογισμό της συγκεκριμένης πληρωμής, τότε εφαρμόζεται νομολογημένος κανόνας σύμφωνα με τον οποίο τεκμαίρεται από το νόμο ότι, το πρώτο ποσό που έχει πληρωθεί είναι το πρώτο που θα αποσυρθεί, ή η πληρωμή προορίζεται στο πρώτο χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού ούτως ώστε αυτό το χρεωστικό υπόλοιπο εξοφλείται είτε πλήρως είτε μερικώς.

 

Έφεση ― Επίδοση έφεσης ― Διάταξη 35 Θ. 5 ― Η υποχρέωση για επίδοση συνιστά συγχρόνως και προσταγή των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

 

Συμβάσεις ― Ερμηνεία σύμβασης ― Οι συμφωνίες μεταξύ των διαδίκων μερών πρέπει να ερμηνεύονται συνολικά και με συμμετρικότητα ώστε να μη δημιουργείται δυσαρμονία στην εξήγησή τους.

 

[*33]Συμβάσεις ― Εγγύηση ― Το κατά πόσο σε μια συγκεκριμένη υπόθεση μια εγγύηση είναι συνεχής ή όχι, είναι ζήτημα που σχετίζεται με την πρόθεση των μερών όπως εκφράζεται μέσα από το λεκτικό που χρησιμοποίησαν, όπως αυτό γίνεται δίκαια αντιληπτό με την έννοια που έχει χρησιμοποιηθεί.

 

Με την αγωγή που καταχώρησε η εφεσείουσα-ενάγουσα αξίωνε εναντίον εναγομένης εταιρείας ως πρωτοφειλέτιδος, ποσό ανερχόμενο σε Λ.Κ.6.653,84 πλέον τόκους, ως υπόλοιπο κεφαλαίου που η εφεσείουσα δάνεισε στην εναγόμενη 1, δυνάμει έγγραφης συμφωνίας δανείου σε τρεχούμενο λογαριασμό, και σε ό,τι αφορούσε τους εγγυητές εναγόμενους 2 - 5 δυνάμει έγγραφης συμφωνίας εγγύησης.

 

Η ακροαματική διαδικασία προχώρησε και διεξήχθη στη βάση κοινού δικογράφου υπεράσπισης και ανταπαίτησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεχόμενο τη μοναδική μαρτυρία του Μ.Ε.1, υπαλλήλου της εφεσείουσας, η οποία κατ΄ ουσία δεν αμφισβητήθηκε, διαπίστωσε  μεταξύ άλλων ότι η αύξηση του ορίου του τρεχούμενου λογαριασμού της εναγομένης εταιρείας η οποία και έλαβε χώρα με βάση τα εκτεθέντα γεγονότα, συνιστούσε μεταβολή των όρων της επίδικης συμφωνίας  και ότι η εφεσείουσα δεν είχε υποχρέωση να εξασφαλίσει, όπως και δεν εξασφάλισε, την προηγούμενη συγκατάθεση των εγγυητών πριν προχωρήσει στην αύξηση του ορίου του λογαριασμού, λόγω του περιορισμένου της ευθύνης τους μέχρι του ποσού των Λ.Κ.5.000, όρος 15 της Συμφωνίας Εγγύησης.

 

Παράλειψη η οποία, έκρινε, δεν μπορούσε να παραβλάψει τα δικαιώματα των εγγυητών, ούτε να τους θέσει σε δυσμενέστερη θέση: οι ενάγοντες διατηρούσαν το δικαίωμα να τερματίζουν ή αυξάνουν το δάνειο προς τον πρωτοφειλέτη χωρίς να επηρεάζεται η ισχύς της εγγύησης, (όρος 17) της Συμφωνίας Εγγύησης.

 

Περαιτέρω, απέρριψε τη θέση της εφεσείουσας ότι η δέσμευση κατάθεσης του εναγομένου 5, συνδεόταν αποκλειστικά με το επιπρόσθετο ποσό των Λ.Κ.15.000, το οποίο είχε παραχωρηθεί σε μεταγενέστερο χρόνο στην εναγομένη εταιρεία, την πληρωμή του οποίου διασφάλιζε, εφόσον δεν αναφερόταν σε συγκεκριμένο ποσό δέσμευσης, αλλά αντιθέτως ότι δεσμευόταν προς όφελος της εφεσείουσας, οποιοδήποτε ποσό του λογαριασμού όψεως καθώς και οποιαδήποτε κατάθεση που θα προερχόταν από την κατάθεση οποιουδήποτε επιπρόσθετου ποσού στο μέλλον ή την ανανέωση της κατάθεσης.

 

Απορρίπτοντας τη θέση της εφεσείουσας ότι σύμφωνα με τον όρο (στ) (γ) (i) της «Συμφωνίας Δέσμευσης Κατάθεσης Προθεσμίας» της [*34]εναγομένης 1 και του εναγόμενου 5 εγγυητή, η υπό αναφορά δέσμευση θα ίσχυε για το τελικό υπόλοιπο που θα καθίστατο πληρωτέο από την εναγομένη εταιρεία, έκρινε ότι η ευθύνη των εγγυητών έπαψε να υφίσταται από την ημερομηνία κατάθεσης στον επίδικο λογαριασμό του ποσού των Λ.Κ.16.120,85 από δεσμευμένο λογαριασμό του εναγόμενου 5. Η συμφωνία δέσμευσης απεφάνθη, διασφάλιζε ολόκληρο τον επίδικο λογαριασμό, χωρίς οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ του αρχικού ποσού των Λ.Κ.5.000,00 και του μετέπειτα παραχωρηθέντος επιπρόσθετου ποσού των Λ.Κ.15.000,00.

 

Κατέληξε όμως, ότι οι εγγυητές δεν ευθύνονταν για το χρεωστικό υπόλοιπο το οποίο προέκυψε μετά τη μεταφορά και πίστωση στον επίδικο λογαριασμό του ποσού των Λ.Κ.16.120,85 και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι σε αυτό περιλαμβάνονται ποσά καθώς και χρεώσεις επί ποσών, τα οποία υπερέβαιναν το ποσό, το οποίο είχαν εγγυηθεί οι εγγυητές.

 

Απέρριψε έτσι την απαίτηση εναντίον των εγγυητών εκδίδοντας απόφαση μόνο εναντίον της εναγομένης 1 εταιρείας. Παράλληλα απέρριψε και την ανταπαίτηση των εναγομένων.

 

Η εφεσείουσα προώθησε έφεση και ο εφεσίβλητος 2 αντέφεση, κατά μέρους της απόφασης με το οποίο απορρίφθηκαν οι θέσεις του.

 

Σε κατοπινό στάδιο και όταν η απόφαση ήταν έτοιμη να εκδοθεί διαπιστώθηκε από έλεγχο του φακέλου ότι η έφεση δεν είχε επιδοθεί στους εναγομένους-εφεσιβλήτους 3, 4 και 5, συνεγγυητές του εφεσίβλητου 2.

 

Το Δικαστήριο διέταξε επανάνοιγμα της υπόθεσης και κάλεσε τους δικηγόρους να τοποθετηθούν επί του ζητήματος.

 

Συνεπεία τούτου, η έφεση αποσύρθηκε  εναντίον των εφεσιβλήτων 3, 4 και 5, με καταγεγραμμένη της θέση της εφεσείουσας, ότι η έφεση μπορούσε να προωθηθεί εναντίον του εφεσίβλητου 2.

 

Η έφεση στηρίχθηκε μεταξύ άλλων στους κάτωθι λόγους:

 

α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την αγωγή κρίνοντας ότι η ευθύνη των εναγομένων 2–5 ως εγγυητών της εναγομένης εταιρείας, έπαυσε να υφίσταται από την ημερομηνία της κατάθεσης στον επίδικο λογαριασμό του ποσού των Λ.Κ.16.120,85 και ότι όφειλε το τραπεζικό ίδρυμα να χρησιμοποιήσει το ποσό που βρισκόταν στο δεσμευμένο λογαριασμό όψεως του εναγόμενου 5 εγγυητή, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξοφληθεί πρώτα ο επίδικος λογαρια[*35]σμός, και μόνο ό,τι παρέμενε ως υπόλοιπο να πιστωθεί στον προσωπικό λογαριασμό του εναγόμενου 5.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνοώντας παντελώς τους όρους 16 και 17 της Σύμβασης Εγγύησης κινήθηκε αντιφατικά: ενώ δέχθηκε ότι η αύξηση του ορίου δεν μπορούσε να απαλλάξει τους εγγυητές, δυνάμει του όρου 16 της εγγύησης, επισημαίνοντας ότι η εγγύηση  δεν θα επηρεάζεται από υφιστάμενες ή μελλοντικές εξασφαλίσεις, την ίδια στιγμή λανθασμένα θεώρησε ότι η εφεσείουσα δεν μπορούσε να διαθέσει το δεσμευθέν ποσό όπως η ίδια έκρινε, αλλά είχε την υποχρέωση να εξοφλήσει ολόκληρο το επίδικο ποσό από το ποσό της δέσμευσης, ώστε να απαλλαγούν οι εγγυητές, εξ ολοκλήρου.

2.  Στην υπό εκδίκαση υπόθεση οι τραπεζικές διευκολύνσεις παραχωρήθηκαν για συγκεκριμένο ποσό μέχρι του ποσού των Λ.Κ.5.000. Το πράγμα όμως δεν αλλάζει τη συλλογιστική που οφείλει να ακολουθείται στην υπό κρίση σχέση. Δεδομένου των όρων 16 και 17 της σύμβασης εγγύησης και της κάλυψης της αύξησης του ορίου του επίδικου λογαριασμού από τις εξασφαλίσεις του εναγόμενου 5, η ευθύνη των εγγυητών παρέμεινε ανεπηρέαστη και μέχρι του ποσού των Λ.Κ.5.000.

3.  Άλλωστε το ίδιο το Δικαστήριο, παραπέμποντας στον όρο 17, δέχεται ότι η εφεσείουσα διατηρούσε το δικαίωμα οποιαδήποτε στιγμή να αυξάνει το δάνειο ή άλλου είδους πιστωτική διευκόλυνση προς τον πρωτοφειλέτη, χωρίς να επηρεάζεται η ισχύς της εγγύησης και ότι η παράλειψή τους να εξασφαλίσουν τη συγκατάθεσή των εγγυητών δεν θα μπορούσε να παραβλάψει τα δικαιώματά τους, αλλά ούτε και θα μπορούσε να απαλλάξει τους εγγυητές.

4.  Όντως με την υπογραφή της Συμφωνίας Δέσμευσης εξασφαλιζόταν το επιπρόσθετο ποσό των Λ.Κ.15.000, αλλά και οι ίδιοι οι εγγυητές των οποίων η θέση δεν επηρεάστηκε προς το χειρότερο από την αύξηση του ορίου της εναγόμενης 1.

 

β) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί, διότι ο επίδικος λογαριασμός περιελάμβανε χρέωση πέραν των Λ.Κ.5.000.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η σχετική κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ορθή για άλλους όμως λόγους: Γιατί δεν ήταν δυνατόν να εξαχθεί με ακρίβεια πώς προέκυψε το χρεωστικό υπόλοιπο όπως ήταν η αξίωσή της εφεσείουσας πέραν του ποσού των Λ.Κ.5.000 που εγγυήθηκαν.

[*36]2.        Ότι ήταν οι εγγυητές υπόλογοι μέχρι του ποσού των Λ.Κ.5.000 πλέον τόκους, προμήθειες, επιβαρύνσεις και άλλα τραπεζικά δικαιώματα επί του εν λόγω ποσού ήταν αδιαμφισβήτητο.

3.  Για να εκδιδόταν όμως εναντίον τους απόφαση στην έκταση της ευθύνης τους θα έπρεπε να υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου ικανή μαρτυρία. Η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει πώς προέκυψε το τελικό υπόλοιπο το οποίο ήταν απότοκο της αύξησης του ορίου του επίδικου λογαριασμού.

4.  Ορθή όμως ήταν η εισήγηση της εφεσείουσας ότι και αν ακόμη ο λογαριασμός περιελάμβανε οποιοδήποτε πρόσθετο ποσό και πάλι το Δικαστήριο όφειλε να μειώσει το ποσό της απόφασης μέχρι του ποσού της ευθύνης των εγγυητών, η οποία παρέμεινε αμετάβλητη και συνεχής και να εκδώσει απόφαση για το ποσό των Λ.Κ.5.000.

 

Με την αντέφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

 

α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι μπορούσε η εφεσείουσα να αυξήσει το όριο του επίδικου λογαριασμού, εφόσον η ευθύνη των εγγυητών παρέμεινε ανεπηρέαστη, παραγνωρίζοντας έτσι ότι αυξήθηκε «το ρίσκο» των εγγυητών.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η εφεσείουσα δυνάμει των όρων 16 και 17 της Σύμβασης Εγγύησης είχε το δικαίωμα να αυξάνει το δάνειο του πρωτοφειλέτη χωρίς να επηρεάζεται η ισχύς της εγγύησης, η οποία ήταν μια πρόσθετη εξασφάλιση που δεν επηρεάζει η επηρεαζόταν από μελλοντικές ή υφιστάμενες εξασφαλίσεις που είχε στη διάθεσή της από τον εναγόμενο 5, όρος 16 και 17.

2.  Με δεδομένο ότι η Συμφωνία Δέσμευσης προνοούσε ότι η δέσμευση και οι καταθέσεις, θα χρησιμοποιούνταν από την εφεσείουσα για τον επίδικο τρεχούμενο λογαριασμό που παραχωρήθηκε ή θα παραχωρηθεί, όπως προνοείται στη συμφωνία της δανειοδότησης τραπεζικής διευκόλυνσης, διαπλέκεται άμεσα με το αποδεκτό από το Δικαστήριο γεγονός, ότι ο λογαριασμός αυτός ήταν ήδη δεσμευμένος με προγενέστερη συμφωνία.

3.  Ως εκ τούτου, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε πρόνοια ότι το πιστωτικό υπόλοιπο των δεσμευμένων λογαριασμών θα χρησιμοποιηθεί κατά προτεραιότητα προς εξόφληση της προγενέστερης συμφωνίας και εφόσον παραμείνει οποιοδήποτε υπόλοιπο να καταλογιστεί έναντι ή προς ικανοποίηση της συμφωνίας, έτσι ώστε να απαλλαγούν από την πίστωση πρώτα οι εγγυητές.

4.  Η εφεσείουσα ήταν ελεύθερη να χρησιμοποιήσει το ποσό της δέ[*37]σμευσης κατά την κρίση της.

5.  Από τη στιγμή δε που ο Μ.Ε. και επί του σημείου αυτού η μαρτυρία του παρέμεινε αναντίλεκτη, δεν αντεξετάστηκε, ανέφερε ότι η συμφωνία δέσμευσης είχε υπογραφεί αποκλειστικά και μόνο για το επιπρόσθετο όριο, το Δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα κρίνοντας ότι έπρεπε να πληρωθεί πρώτα το ποσό που εγγυώνται οι εγγυητές και ύστερα οποιοδήποτε άλλο ποσό.

 

β) Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως δεν έχει εφαρμογή ο κανόνας της υπόθεσης Clayton ( βλ. πιο κάτω) και τα Άρθρα 59-61 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, για το λόγο ότι δεν επρόκειτο για δύο διαφορετικά χρέη.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η αρχή που πηγάζει από την υπόθεση Clayton δεν ετύγχανε εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση, όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμηνεύοντας το Άρθρο 61 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, εφ’ όσον δεν επρόκειτο για διάφορα συγκεκριμένα χρέη της εναγόμενης 1.

2.  Αφορούσαν δέσμευση που κάλυπτε τον επίδικο λογαριασμό της εναγόμενης 1 και προσωπικό χρέος του εναγόμενου 5. Η εφεσείουσα ήταν ελεύθερη να προχωρήσει σε καταλογισμό δυνάμει των Συμφωνιών Δέσμευσης.

 

γ) Οι ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι συμφώνησαν με τους εναγόμενους 1 στην αύξηση του ορίου του επιδίκου λογαριασμού καθότι η συμφωνία υπογράφεται από τον εφεσίβλητο 5 υπό την προσωπική του ιδιότητα, δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η αναντίλεκτη μαρτυρία του Μ.Ε.1 και τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τεκμήρια κατέρριπταν την πιο πάνω θέση.

2.  Η συμφωνία δέσμευσης η οποία δέσμευε οποιοδήποτε ποσό του λογαριασμού όψεως του εναγόμενου 5, είναι res inter alias actus και με κανένα τρόπο δεν επηρέαζε τους υπόλοιπους εγγυητές.

3.  Ο εναγόμενος 5, υπέγραψε τις συμφωνίες δέσμευσης κατάθεσης προθεσμίας όψεως, υπό διπλή ιδιότητα: ως Διευθυντής της εναγομένης 1 και ως ένας από τους εγγυητές.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένα και αντιφατικά συμπεράσματα και διαπιστώσεις στη βάση της αποδεκτής ενώπιόν του μαρτυρίας.

5.  Εσφαλμένη ήταν επίσης η ερμηνεία των συμφωνιών αλλά και η [*38]εφαρμογή του νόμου και των αρχών δικαίου επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης.

6.  Με δεδομένο ότι η έφεση είχε αποσυρθεί έναντι των εναγομένων-εφεσιβλήτων 3, 4 και 5, δεδομένης της φύσης της υποχρέωσης, το Άρθρο 104 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και λαμβανομένου υπόψη ότι επηρεάστηκε το δικαίωμα του εφεσίβλητου 2 για αναγωγή και συνεισφορά εκ μέρους των συνεγγυητών εφεσιβλήτων 3, 4 και 5, εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου 2 μόνο για το ένα τέταρτο (1/4) των Λ.Κ. 5.000, πλέον νόμιμο τόκο.

 

Εν όψει της κατάληξης στην έφεση, παρείλκε η εξέταση των λοιπών λόγων αντέφεσης.

 

Η έφεση επιτράπηκε με κατ’ αποκοπή έξοδα, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση. Η αντέφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κρονίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1994) 3 Α.Α.Δ. 33,

 

Clayton, Devanes v. Noble Clayton’s Case [1816] 1 Mer. 529,

 

Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (2005) 1 Α.Α.Δ. 38,

 

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Τ.G. & Sons Importing Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 180,

 

Epco v. Lartico (1978) 1 C.L.R. 201,

 

Saab a.o. v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499,

 

Εθνική Τράπεζα ν. Χατζηνέστορος (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 204,

 

Archbold Investments Ltd κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 1084,

 

Nicolson v. Peget [1832] 1 Cr.& M 48,

 

Γεωργίου ν. Τράπεζας Κύπρου (2009) 1 Α.Α.Δ. 862,

 

Banque Populaire de Limassol Ltd v. Theodotou (1971) 1 C.L.R. 307,

[*39]Επίσημος Παραλήπτης υπό την ιδιότητά του ως εκκαθαριστής της υπό διάλυση εταιρείας Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 38.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Θωμά, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1759/06), ημερομηνίας 30/6/2009.

 

Α. Ποιητής με Φ. Χατζηνικολή (κα), για τους Εφεσείοντες.

 

Κ. Χατζηϊωάννου, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (το «πρωτόδικο Δικαστήριο»), η Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μακράσυκας, (η «Εφεσείουσα-Ενάγουσα»), αξίωνε εναντίον της εναγομένης εταιρείας ως πρωτοφειλέτιδος, ποσό ανερχόμενο σε Λ.Κ.6.653,84 πλέον τόκους, ως υπόλοιπο κεφαλαίου που η εφεσείουσα δάνεισε στην εναγόμενη 1, δυνάμει έγγραφης συμφωνίας δανείου σε τρεχούμενο λογαριασμό, ημερ. 26.5.2003 και σε ό,τι αφορά τους εγγυητές εναγόμενοι 2 - 5 δυνάμει έγγραφης συμφωνίας εγγύησης ημερ. 26.5.2003. Η ακροαματική διαδικασία προχώρησε και διεξήχθη στη βάση κοινού δικογράφου υπεράσπισης και ανταπαίτησης. Πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ο συνήγορος των εναγομένων αποσύρθηκε κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου και την αγωγή συνέχισε να υπερασπίζεται ο εναγόμενος 2, εδώ εφεσίβλητος-αντεφεσείων. Κατόπιν αξιολόγησης της ενώπιόν του μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεχόμενο τη μοναδική μαρτυρία του Μ.Ε.1, υπαλλήλου της εφεσείουσας, η οποία κατ’ ουσία δεν αμφισβητήθηκε, διαπίστωσε τα εξής:

 

Η εφεσείουσα στη βάση γραπτής συμφωνίας ημερ. 26.5.2003, παραχώρησε στην εναγόμενη 1, δάνειο σε τρεχούμενο λογαριασμό ύψους Λ.Κ.5.000, Τεκμ.3. Η συμφωνία υπεγράφη από τον εναγόμενο 5, Διευθυντή της εναγόμενης 1 εταιρείας, και στη συνέχεια ενός εκ των εγγυητών της, κατόπιν εξουσιοδότησης που παραχωρήθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της εναγομένης 1.  [*40]Προς υλοποίηση της πιο πάνω συμφωνίας, ανοίχθηκε προς όφελος της εναγομένης 1, λογαριασμός υπ’ αρ. 4008913-2 στον οποίο και πιστώθηκε το πιο πάνω ποσό. Οι εναγόμενοι 2-5 κατά την ίδια ημερομηνία εγγυήθηκαν γραπτώς τις υποχρεώσεις της εναγομένης 1 προς την εφεσείουσα, οι οποίες απέρρεαν από την πιο πάνω συμφωνία, μέχρι του ποσού των Λ.Κ.5.000, πλέον τόκους, προμήθειες, επιβαρύνσεις και άλλα τραπεζικά δικαιώματα, Σύμβαση Εγγύησης, Τεκμ.4.

 

Σε κατοπινό στάδιο η εφεσείουσα αύξησε το όριο του πιο πάνω τρεχούμενου λογαριασμού της εταιρείας, παραχωρώντας της επιπρόσθετο ποσό Λ.Κ.15.000, δεσμεύοντας το πιστωτικό λογαριασμό του Διευθυντή της, εναγόμενου 5, δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 29.1.2004, Τεκμ.7, (λογαριασμός όψεως 2038009-1) του οποίου ήταν δικαιούχος. Ο πιο πάνω λογαριασμός ήταν ήδη δεσμευμένος στη βάση γραπτής συμφωνίας, ημερ. 16.12.2003, προς εξασφάλιση άλλου χρεωστικού λογαριασμού, τον οποίο διατηρούσε ο ίδιος προσωπικώς με την εφεσείουσα.  Η αύξηση έγινε χωρίς να δοθεί προηγούμενη ενημέρωση ή εξουσιοδότηση των εγγυητών.

 

Στις 2.6.2006 ο πιο πάνω δεσμευμένος λογαριασμός όψεως, παρουσίαζε πιστωτικό υπόλοιπο Λ.Κ.88.016,02. Ήδη η εφεσείουσα με επιστολή της ημερ. 3.5.2006, είχε πληροφορήσει τον εναγόμενο 5, ότι ο επίδικος λογαριασμός της εταιρείας παρουσίαζε καθυστερήσεις: το χρεωστικό υπόλοιπο ανερχόταν σε Λ.Κ.22.774,69. Στις 2.6.2006, η εφεσείουσα κατέσχε από τον πιο πάνω δεσμευμένο λογαριασμό του εναγόμενου 5, ποσό Λ.Κ.16.120,85 το οποίο στη συνέχεια πίστωσε στον επίδικο λογαριασμό.

 

Μετά την πιο πάνω μεταφορά ο επίδικος λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο Λ.Κ.6.653,84. Ακολούθως, η εφεσείουσα προχώρησε και τερμάτισε με επιστολή της, ημερ. 28.6.2006, η οποία κοινοποιήθηκε και προς τους εγγυητές, τη λειτουργία του επίδικου λογαριασμού και τους κάλεσε να εξοφλήσουν το πιο πάνω οφειλόμενο υπόλοιπο, πλέον σχετικό τόκο.

 

Ήταν και είναι σταθερή παράμετρος των αξιώσεων της εφεσείουσας ότι είχαν τη δυνατότητα και το δικαίωμα να παραχωρήσουν στην εταιρεία επιπρόσθετο ποσό δανείου, δεσμεύοντας τις καταθέσεις του εναγομένου 5, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση των εγγυητών, εφόσον οι τελευταίοι ήσαν υπόλογοι μέχρι Λ.Κ.5.000.

 

[*41]Ο εφεσίβλητος αντεφεσείων δεν αμφισβήτησε κατ’ ουσίαν όσα αναφέρθηκαν από το μάρτυρα της εφεσείουσας. Πρόβαλε τη θέση, όπως διαπιστώνει στην απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο, «ότι με τη δέσμευση των καταθέσεων του εναγόμενου 5 έχασε το πλεονέκτημα να εξοφληθεί η δική του υποχρέωση ως εγγυητή. Με την πίστωση του ποσού στον επίδικο λογαριασμό θα έπρεπε να είχε εξοφληθεί η δική του υποχρέωση ως εγγυητή».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσείουσας, προχώρησε να εξετάσει τις θέσεις των εναγομένων, όπως προβλήθηκαν με την υπεράσπιση και ανταπαίτησή τους, όπου σε περίπτωση που γίνονταν αποδεκτές, θα οδηγούσαν σε απαλλαγή από την επίδικη εγγύηση.

 

Στη βάση των ευρημάτων του το Δικαστήριο κατέληξε στα εξής: (α) ότι η αύξηση του ορίου του τρεχούμενου λογαριασμού της εναγομένης εταιρείας συνιστούσε μεταβολή των όρων της επίδικης συμφωνίας. (β) Ότι η εφεσείουσα δεν είχε υποχρέωση να εξασφαλίσει, όπως και δεν εξασφάλισε, την προηγούμενη συγκατάθεση των εγγυητών πριν προχωρήσει στην αύξηση του ορίου του λογαριασμού, λόγω του περιορισμένου της ευθύνης τους μέχρι του ποσού των Λ.Κ.5.000, όρος 15 της Συμφωνίας Εγγύησης (Τεκμ.4). Παράλειψη η οποία, έκρινε, δεν μπορούσε να παραβλάψει τα δικαιώματα των εγγυητών, ούτε να τους θέσει σε δυσμενέστερη θέση: οι ενάγοντες διατηρούσαν το δικαίωμα να τερματίζουν ή αυξάνουν το δάνειο προς τον πρωτοφειλέτη χωρίς να επηρεάζεται η ισχύς της εγγύησης, (όρος 17) της Συμφωνίας Εγγύησης. (γ) Απέρριψε τη θέση της εφεσείουσας ότι η δέσμευση κατάθεσης του εναγομένου 5 συνδέεται αποκλειστικά με το επιπρόσθετο ποσό των Λ.Κ.15.000, το οποίο είχε παραχωρηθεί σε μεταγενέστερο χρόνο στην εναγομένη εταιρεία, την πληρωμή του οποίου διασφάλιζε, εφόσον δεν αναφερόταν σε συγκεκριμένο ποσό δέσμευσης, αλλά αντιθέτως ότι δεσμευόταν προς όφελος της εφεσείουσας, οποιοδήποτε ποσό του λογαριασμού όψεως καθώς και οποιαδήποτε κατάθεση που θα προέλθει από την κατάθεση οποιουδήποτε επιπρόσθετου ποσού στο μέλλον ή την ανανέωση της κατάθεσης. (δ) Απορρίπτοντας τη θέση της εφεσείουσας ότι σύμφωνα με τον όρο (στ) (γ) (i) της «Συμφωνίας Δέσμευσης Κατάθεσης Προθεσμίας» της εναγομένης 1 και του εναγόμενου 5 εγγυητή, η υπό αναφορά δέσμευση θα ίσχυε για το τελικό υπόλοιπο που θα καταστεί πληρωτέο από την εναγομένη εταιρεία, κατέληξε ότι η ευθύνη των εγγυητών έπαψε να υφίσταται από την ημερομηνία κατάθεσης στον επίδικο λογαριασμό του ποσού των Λ.Κ.16.120,85 από το δεσμευμένο λογαριασμό [*42]του εναγόμενου 5. Η συμφωνία δέσμευσης έκρινε, διασφάλιζε ολόκληρο τον επίδικο λογαριασμό, χωρίς οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ του αρχικού ποσού των Λ.Κ.5.000,00 και του μετέπειτα παραχωρηθέντος επιπρόσθετου ποσού των Λ.Κ.15.000,00. (ε) Κατέληξε όμως ότι οι εγγυητές δεν ευθύνονται για το χρεωστικό υπόλοιπο το οποίο προέκυψε μετά τη μεταφορά και πίστωση στον επίδικο λογαριασμό του ποσού των Λ.Κ.16.120,85 και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι «σε αυτό περιλαμβάνονται ποσά καθώς και χρεώσεις επί ποσών, τα οποία υπερβαίνουν το ποσό, το οποίο είχαν εγγυηθεί οι εγγυητές».

 

Απέρριψε έτσι την απαίτηση εναντίον των εγγυητών εκδίδοντας απόφαση μόνο εναντίον της εναγομένης 1 εταιρείας. Απέρριψε όμως και την ανταπαίτηση των εναγομένων εφόσον δεν δέχθηκε καμία από τις θέσεις που προβλήθηκαν με την υπεράσπιση και ανταπαίτηση.

 

Η ορθότητα της πιο πάνω απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει αμφισβητηθεί από την εφεσείουσα με δέκα  λόγους έφεσης. Ο εφεσίβλητος 2 καταχώρισε αντέφεση, κατά μέρους της απόφασης με το οποίο απορρίφθηκαν οι θέσεις του, επτά λόγοι.  Σε κατοπινό στάδιο και όταν η απόφαση ήταν έτοιμη να εκδοθεί διαπιστώθηκε από έλεγχο του φακέλου ότι η έφεση δεν είχε επιδοθεί στους εναγομένους-εφεσιβλήτους 3, 4 και 5, συνεγγυητές του εφεσίβλητου 2. Το Δικαστήριο διέταξε επανάνοιξη της υπόθεσης και κάλεσε τους δικηγόρους να τοποθετηθούν επί του ζητήματος, με δεδομένο ότι η Δ.35 καν. 5 επιβάλλει την επίδοση της ειδοποίησης έφεσης σε όλα τα μέρη που επηρεάζονται άμεσα από αυτή και άμεσα επηρεαζόμενο είναι το μέρος του οποίου τα δικαιώματα θα επηρεαστούν δυσμενώς από την αποδοχή της έφεσης.  Η υποχρέωση όμως για επίδοση συνιστά συγχρόνως και προσταγή των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλουν την παροχή εύλογης ευκαιρίας σε κάθε επηρεαζόμενο από δικαστική διαδικασία να εμφανιστεί κατά τη δίκη και να προβάλει τις θέσεις του όπως επιτάσσει το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος (Κρονίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1994) 3 Α.Α.Δ. 33).

 

Καταχωρίστηκαν έτσι πρόσθετες αγορεύσεις εκ μέρους των συνηγόρων των διαδίκων για την αναγκαιότητα ή μη της επίδοσης προς τους λοιπούς εφεσίβλητους και τις τυχόν συνέπειες στον εφεσίβλητο 2 από τη μη επίδοση της.  Είναι σ΄ αυτό το στάδιο που ο κ. Ποιητής απέσυρε την Έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων 3, 4 και 5, διατηρώντας όμως την αρχική του θέση ότι η Έφεση μπορεί να προωθηθεί μόνο εναντίον του εφεσίβλητου 2.  [*43]Αποδεχόμενος όμως ότι στη χειρότερη περίπτωση για την εφεσείουσα αν η Έφεση επιτύχει ο εφεσίβλητος 2 θα πρέπει να απαλλαγεί κατά τα 3/4 της ευθύνης του.

 

Ο κ. Χατζηϊωάννου από την άλλη εισηγείται ότι η απόσυρση της Έφεσης εναντίον των εφεσίβλητων 3-5 επηρεάζει την ευθύνη του εφεσίβλητου 2 έναντι της εφεσείουσας δυνάμει της συμφωνίας εγγύησης. Μόνο σε περίπτωση που το Δικαστήριο καταλήξει σε αντίθετο συμπέρασμα είναι δυνατόν να εκδοθεί απόφαση εναντίον του εφεσίβλητου 2 αλλά μόνο κατά το 1/4 του ποσού της εγγύησης, εφόσον επηρεάζεται το δικαίωμα σε συνεισφορά μεταξύ των συνεγγυητών.

 

Προέχει να εξεταστούν οι λόγοι έφεσης και στο τέλος να αφεθεί το ζήτημα της μη επίδοσης ώστε να υπάρχει σαφήνεια τόσο ως προς τα γεγονότα όσο και ως προς τις διαφορές των διαδίκων όπως σχηματοποιούνται μέσα από τους λόγους έφεσης και αντέφεσης.

 

Προκύπτει από τα γεγονότα ότι η όλη διαφορά επικεντρώνεται ουσιαστικά στη θέση του εφεσίβλητου-αντεφεσείοντα ότι το ποσό που βρισκόταν στο δεσμευμένο λογαριασμό όψεως του εναγόμενου 5, έπρεπε να καταλογισθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξοφληθεί πρώτα ο επίδικος λογαριασμός και ό,τι παρέμενε ως υπόλοιπο να καταλογισθεί στον προσωπικό λογαριασμό του εναγόμενου 5, όπως και ενώπιόν μας προωθήθηκε, με τον 5ο λόγο αντέφεσης, κατ’ επίκληση της Clayton, Devanes v. Noble Clayton’ s Case [1816] 1 Mer. 529, θέση την οποία το Δικαστήριο απέρριψε, εφόσον δεν επρόκειτο για διαφορετικά χρέη προς την εφεσείουσα αλλά για τον ίδιο επίδικο λογαριασμό. (Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (2005) 1 Α.Α.Δ. 38).

 

Προβάλλει η εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την αγωγή κρίνοντας ότι η ευθύνη των εναγομένων 2–5 ως εγγυητών της εναγομένης εταιρείας, έπαυσε να υφίσταται από την ημερομηνία της κατάθεσης στον επίδικο λογαριασμό του ποσού των Λ.Κ.16.120,85 και ότι όφειλε να χρησιμοποιήσει το ποσό που βρισκόταν στο δεσμευμένο λογαριασμό όψεως του εναγόμενου 5 εγγυητή, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξοφληθεί πρώτα ο επίδικος λογαριασμός, και μόνο ό,τι παρέμενε ως υπόλοιπο να πιστωθεί στον προσωπικό λογαριασμό του εναγόμενου 5. Όταν παραχωρήθηκε η δεύτερη δέσμευση χάριν του επίδικου λογαριασμού, το ίδιο ποσό ήταν ήδη δεσμευμέ[*44]νο χάριν του προσωπικού λογαριασμού του 5ου εναγόμενου.  Επομένως, εισηγείται η εφεσείουσα, ακόμη και χρονολογικά να εξετάζετο η υπόθεση, η πληρωμή του προσωπικού λογαριασμού του εναγόμενου 5, προηγείτο της πληρωμής του επίδικου λογαριασμού. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν θα υπήρχε οποιοδήποτε κώλυμα για να διέθετε η εφεσείουσα μεγαλύτερο ποσό από το δεσμευμένο λογαριασμό, κατά τρόπο ώστε να εξοφλείτο το χρεωστικό υπόλοιπο του επιδίκου λογαριασμού, δεν πηγάζει από οποιαδήποτε διάταξη του Κεφ. 149, ή από οποιαδήποτε πρόνοια των μεταξύ των διαδίκων συμφωνιών. Το Δικαστήριο παρερμήνευσε, κατά τον κ. Ποιητή, τη Συμφωνία Δέσμευσης τροποποιώντας το ίδιο τις πρόνοιες της Συμφωνίας Εγγυήσεως. Σύμφωνα με τον όρο 11 της Συμφωνίας Εγγυήσεως, οι ενάγοντες είχαν δικαίωμα να εισπράξουν οποιοδήποτε ποσό από τον πρωτοφειλέτη ή άλλο πρόσωπο ή από οποιαδήποτε άλλη εξασφάλιση, χωρίς η ευθύνη των εγγυητών να επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο. Σύμφωνα και πάλι με τον όρο 16, η εγγύηση θα ήταν μία πρόσθετη εξασφάλιση και δεν θα επηρεάζει ή επηρεάζεται από πρόσθετες εξασφαλίσεις. Δεν δικαιολογείται λοιπόν η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η εγγύηση αυτή επηρεάστηκε προς όφελος των εγγυητών από την εξασφάλιση της δέσμευσης ή από τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκε το δεσμευμένο ποσό. Η πρόσθετη εξασφάλιση σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσε τροποποίηση της συμφωνίας εγγυήσεως, ώστε το Δικαστήριο να οδηγηθεί σε ευρήματα εξερχόμενα των σαφών όρων της μεταξύ των μερών συμφωνιών, περιλαμβανομένης και της συμφωνίας εγγύησης. (Τεκμ. 4).

 

Όντως φαίνεται ότι το Δικαστήριο αγνοώντας παντελώς τους όρους 16 και 17 της Σύμβασης Εγγύησης  κινήθηκε αντιφατικά: ενώ δέχεται ότι η αύξηση του ορίου δεν μπορούσε να απαλλάξει τους εγγυητές, δυνάμει του όρου 16 της εγγύησης, η εγγύηση κατέληξε δεν θα επηρεάζεται από υφιστάμενες ή μελλοντικές εξασφαλίσεις, την ίδια στιγμή λανθασμένα θεωρεί ότι η εφεσείουσα δεν μπορούσε να διαθέσει το δεσμευθέν ποσό όπως η ίδια έκρινε, αλλά είχε την υποχρέωση να εξοφλήσει ολόκληρο το επίδικο ποσό από το ποσό της δέσμευσης, ώστε να απαλλαγούν οι εγγυητές, εξ ολοκλήρου:

 

«Δεν παραγνωρίζω ότι ο όρος 16 της συμφωνίας εγγύησης προνοεί ότι η επίδικη εγγύηση δεν θα επηρεάζεται από υφιστάμενες ή μελλοντικές εξασφαλίσεις τις οποίες έχουν ή θα έχουν οι ενάγοντες. Από την άλλη όμως δεν θα μπορούσα να μην λάβω υπόψη μου ότι η ευθύνη των εγγυητών είχε παρα[*45]μείνει ανεπηρέαστη από την αύξηση του ορίου του επίδικου λογαριασμού σε Λ.Κ.20.000. Αν οι ενάγοντες επιθυμούσαν την επέκταση της ευθύνης των εγγυητών, κατά τρόπο ώστε η εγγύηση να καλύπτει και την αύξηση του ορίου του επίδικου τρεχούμενου λογαριασμού θα μπορούσαν να είχαν εξασφαλίσει την εκ των προτέρων συγκατάθεση των εγγυητών για την παραχώρηση του επιπρόσθετου ποσού των Λ.Κ.15.000.».

 

«Διερωτώμαι για ποιο λόγο δεν μπορούσε να μεταφερθεί μεγαλύτερο ποσό στον επίδικο λογαριασμό κατά τρόπο ώστε να εξοφλείτο πλήρως. Οι ενάγοντες προτίμησαν να μεταφέρουν το κατά πολύ μεγαλύτερο συγκριτικά ποσό των Λ.Κ.71.395,15 στον λογαριασμό του εναγόμενου 5 χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε πειστική επεξήγηση για την ως άνω επιλογή τους. Δεν παραγνωρίζω ότι ο ως άνω πιστωτικός λογαριασμός του εναγόμενου 5 ήταν ήδη δεσμευμένος με προγενέστερη συμφωνία, προς εξασφάλιση του λογαριασμού του ιδίου εναγομένου υπ’ αρ. 40-08754-0 (βλέπε τη συμφωνία δέσμευσης – τεκμήριο 6). Όμως ούτε και σ’ αυτή τη συμφωνία αναφέρεται συγκεκριμένο ποσό δέσμευσης. Το περιεχόμενο και των δύο συμφωνιών δέσμευσης είναι πανομοιότυπο.  Επιπλέον, στην μεταγενέστερη συμφωνία δέσμευσης (τεκμήριο 7) δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια ότι τα πιστωτικό υπόλοιπο του δεσμευμένου λογαριασμού θα χρησιμοποιηθεί κατά προτεραιότητα προς εξόφληση της προγενέστερης συμφωνίας δέσμευσης – τεκμήριο 6 και εφόσον παραμείνει οποιοδήποτε υπόλοιπο στον δεσμευμένο λογαριασμό, αυτό θα διατίθεται προς ικανοποίηση της συμφωνίας – τεκμήριο 7.  Από τη στιγμή λοιπόν που δικαιούχοι και των δύο ως άνω συμφωνιών δέσμευσης ήταν οι ενάγοντες πιστεύω ότι δεν θα υπήρχε οποιοδήποτε κώλυμα για να διέθεταν μεγαλύτερο ποσό, κατά τρόπο ώστε να εξωφλείτο το χρεωστικό υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού.».

 

Σύμφωνα με την καλά καθιερωμένη αρχή δικαίου μεταβολή των όρων της κύριας Συμφωνίας η οποία δεν καλύπτεται από τη Συμφωνία Εγγύησης και ούτε τυγχάνει της έγκρισης του εγγυητή, νοουμένου πάντοτε ότι συνιστά ουσιώδη μεταβολή, απαλλάσσει τον εγγυητή πλήρως (Άρθρο 91 του Κεφ. 149). Σχετικά βεβαίως είναι πάντοτε τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και κυρίως οι όροι της υπό κρίση σύμβασης (Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Τ.G. & Sons Importing Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 180), η οποία πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά και προς όφελος του εγγυητή.

 

[*46]Οι συμφωνίες μεταξύ των διαδίκων μερών πρέπει να ερμηνεύονται όπως καθορίζει η νομολογία: συνολικά και με συμμετρικότητα ώστε να μη δημιουργείται δυσαρμονία στην εξήγησή τους: Epco v. Lartico (1978) 1 C.L.R. 201, Saab a.o. v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499, Εθνική Τράπεζα ν. Χατζηνέστορος (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 204, Archbold Investments Ltd κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 1084. Στην υπόθεση Archbold (ανωτέρω) αποφασίστηκε ότι «οι αυξήσεις χρεωστικού ορίου που παραχωρήθηκαν είναι στα πλαίσια εφαρμογής και λειτουργίας της συμφωνίας – Τεκμήριο 1, η οποία αποτελεί τη συμφωνία παραχώρησης τραπεζικών διευκολύνσεων σε τρεχούμενο λογαριασμό, χωρίς προκαθορισμένο ποσό και με κανένα τρόπο δεν επηρεάζουν την ευθύνη των εγγυητών.» Στην υπό εκδίκαση υπόθεση η ειδοποιός διαφορά με την πιο πάνω, βρίσκεται στο ότι οι τραπεζικές διευκολύνσεις παραχωρήθηκαν για συγκεκριμένο ποσό μέχρι του ποσού των Λ.Κ.5.000. Το πράγμα όμως δεν αλλάζει τη συλλογιστική που οφείλει να ακολουθείται στην υπό κρίση σχέση. Δεδομένου των όρων 16 και 17 της σύμβασης εγγύησης και της κάλυψης της αύξησης του ορίου του επίδικου λογαριασμού από τις εξασφαλίσεις του εναγόμενου 5, η ευθύνη των εγγυητών παρέμεινε ανεπηρέαστη και μέχρι του ποσού των Λ.Κ.5.000:

 

«16. Η εγγύησή μου αυτή θα είναι μια πρόσθετη εξασφάλιση και δεν επηρεάζει ή θα επηρεάζεται από υφιστάμενες ή μελλοντικές εξασφαλίσεις τις οποίες έχει ή θα έχει η Συνεργατική από τον Πρωτοφειλέτη ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα για τις υποχρεώσεις του Πρωτοφειλέτη είτε αυτές είναι παρούσες, μέλλουσες ή ενδεχόμενες ή προσωπικές ή από κοινού με οποιοδήποτε πρόσωπο ή πρόσωπα.

 

17. Περαιτέρω και χωρίς επηρεασμό της ισχύος οποιασδήποτε από τις πιο πάνω πρόνοιες η Συνεργατική θα έχει το δικαίωμα οποιαδήποτε στιγμή και χωρίς να επηρεάζει την ισχύ της παρούσας εγγύησης και/ή την ευθύνη μου με βάση τη παρούσα εγγύηση να πράττει τα ακόλουθα:

 

(α) Να τερματίζει και/ή ελαττώνει και/ή αυξάνει το παρεχόμενο δάνειο σε τρεχούμενο ή άλλο λογαριασμό, πίστωση, τραπεζική ή άλλου είδους πιστωτική διευκόλυνση προς τον Πρωτοφειλέτη.

(β) Να δίνει προς τον Πρωτοφειλέτη παρατάσεις χρόνου για την εκτέλεση από αυτόν οποιασδήποτε υποχρέωσης.».

 

[*47]Άλλωστε το ίδιο το Δικαστήριο, παραπέμποντας στον όρο 17, δέχεται ότι η εφεσείουσα διατηρούσε το δικαίωμα οποιαδήποτε στιγμή να αυξάνει το δάνειο ή άλλου είδους πιστωτική διευκόλυνση προς τον πρωτοφειλέτη, χωρίς να επηρεάζεται η ισχύς της εγγύησης και ότι η παράλειψή τους να εξασφαλίσουν τη συγκατάθεσή των εγγυητών δεν θα μπορούσε να παραβλάψει τα δικαιώματά τους, αλλά ούτε και θα μπορούσε να απαλλάξει τους εγγυητές. Όντως με την υπογραφή της Συμφωνίας Δέσμευσης εξασφαλιζόταν το επιπρόσθετο ποσό των Λ.Κ.15.000, αλλά και οι ίδιοι οι εγγυητές των οποίων η θέση δεν επηρεάστηκε προς το χειρότερο από την αύξηση του ορίου της εναγόμενης 1.

 

Με τον 3ο και 4ο λόγο αντέφεσης ο εφεσίβλητος αντεφεσείων προσβάλλει ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι μπορούσε η εφεσείουσα να αυξήσει το όριο του επίδικου λογαριασμού, εφόσον η ευθύνη των εγγυητών παρέμεινε ανεπηρέαστη, παραγνωρίζοντας έτσι ότι αυξήθηκε «το ρίσκο» των εγγυητών παραπέμποντας στις Λαϊκή Τράπεζα ν. T.G. Sons Importing Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 180 και Nicolson v. Peget [1832] 1 Cr. & M 48.

 

Στην υπόθεση Αναστασία Γεωργίου ν. Τράπεζας Κύπρου, (2009) 1 Α.Α.Δ. 862, αποφασίστηκαν τα εξής:

 

«Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η εγγύηση που δόθηκε από την εφεσείουσα στις 2.2.1998 μπορεί να χαρακτηριστεί ως συνεχής εγγύηση, έτσι ώστε να καλύψει και την παραχωρηθείσα διευκόλυνση που έγινε προς τον Γ. Γεωργίου στις 17.3.200.».

 

Το θέμα αυτό έτυχε ανάλυσης στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. T.G. & Sons Importing Ltd κ.ά. Α.Α.Δ. (2004) 1(Α) 180 στην οποία μας παρέπεμψαν αμφότεροι οι συνήγοροι και με την οποία συμφωνούμε.

 

Αναφέρεται συγκεκριμένα στη σελίδα 189:

 

«Το κατά πόσο σε μια συγκεκριμένη υπόθεση μια εγγύηση είναι συνεχής ή όχι είναι ζήτημα που σχετίζεται με την πρόθεση των μερών όπως εκφράζεται μέσα από το λεκτικό που χρησιμοποίησαν, όπως αυτό γίνεται δίκαια αντιληπτό με την έννοια που έχει χρησιμοποιηθεί και η πρόθεση αυτή διακριβώνεται με τον καλύτερο τρόπο με το να εξετάζεται η σχετική κατάσταση των μερών κατά το χρόνο συγγραφής του εγγράφου (βλ. Pollock and Mulla Indian contract and Specific Relief Acts, 9η έκδοση, 1972, σελ. 619). Έχει περαιτέρω νομολογηθεί ότι το θέμα δεν μπορεί [*48]να αποφασιστεί με βάση μόνο την απλή ερμηνεία του εγγράφου χωρίς να εξεταστούν οι συνθήκες που το περιβάλλουν για να ανευρεθεί ποιο ήταν το αντικείμενο το οποίο τα μέρη είχαν κατά νουν όταν δόθηκε η εγγύηση (Heffield v. Meadows [1869] L.R. 4 C.P. 595, 599).

 

Η λεκτική διατύπωση των όρων της συμφωνίας εγγυήσεως ημερ. 2.2.1998, όπως ορθά, κατά την άποψή μας, ερμηνεύεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ως προς την πρόθεση των μερών. Να εξασφαλιστούν οι εφεσίβλητοι για τις υπάρχουσες και μελλοντικές διευκολύνσεις που παραχώρησαν ή θα παραχωρήσουν στο μέλλον στον Γ. Γεωργίου.».

 

Οι περιβάλλουσες συνθήκες υπογραφής της συμφωνίας επέκτασης και τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία κρίνονται απολύτως δικαιολογημένα, ενισχύουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, τη θέση ότι οι εναγόμενοι εγγυητές υπέγραψαν το έγγραφο εγγύησης και δεσμεύτηκαν από το εν λόγω έγγραφο, του οποίου η λεκτική διατύπωση είναι σαφής και ξεκάθαρη και δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ως προς την πρόθεση των μερών, έτσι ώστε να προκύπτει ότι η εγγύηση που παραχωρήθηκε ήταν συνεχής. Η εφεσείουσα δυνάμει των όρων 16 και 17 της Σύμβασης Εγγύησης είχε το δικαίωμα να αυξάνει το δάνειο του πρωτοφειλέτη χωρίς να επηρεάζεται η ισχύς της εγγύησης, η οποία ήταν μια πρόσθετη εξασφάλιση που δεν επηρεάζει η επηρεαζόταν από μελλοντικές ή υφιστάμενες εξασφαλίσεις που είχε στη διάθεσή της από τον εναγόμενο 5, όρος 16 και 17.

 

Στην υπόθεση Banque Populaire de Limassol Ltd v. Theodotou (1971) 1 C.L.R. 307, 319-320, εξετάστηκε και αποφασίστηκε ότι με βάση τα εκεί διαπιστωθέντα γεγονότα δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής η υπεράσπιση του Άρθρου 91, όπως ήταν και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Κρίθηκε ότι δεν είχε σημειωθεί τέτοια μεταβολή στους όρους της κύριας συμφωνίας, η οποία να δικαιολογούσε την απαλλαγή του εναγόμενου από την υποχρέωση που αυτός είχε αναλάβει, όσον αφορά το συμφωνηθέν όριο πίστωσης, στη βάση της συμφωνίας εγγύησης:

 

«We have already described the contract earlier in this judgment. We do not think that it can be read as meaning that the parties intended that if the Bank allowed credit to the principal debtor beyond the limit of £500 such conduct would amount to a breach of the contract likely to cause loss or [*49]damage to any of the other parties; or to give them the right to repudiate the contract. What the parties obviously intended was that the Bank would agree and undertake to allow credit to the principal debtor up to £500; for which the guarantor would be answerable to the Bank. That was obviously intended to be the limit of the Bank’s obligation to the other parties during the validity of the contract; and the limit of the guarantor’s liability. But surely it was not intended to limit the Bank’s right, outside the contract, to give credit to a customer as the Bank might decide to do from time to time, at the Bank’s own risk.».

 

Στη συνέχεια το Δικαστήριο εξετάζοντας κατά πόσο η συγκεκριμένη μεταβολή στους όρους της συμφωνίας πίστωσης η οποία είχε σημειωθεί, επηρέασε ή όχι τα δικαιώματα του εγγυητή, κατέληξε:

 

«Such credit would offer facility and advantage to the debtor; with no risk to the guarantor; and in the ordinary course of the parties´ business, it would be useful to the debtor whom the guarantor had agreed to help up to the limit of his guarantee.».

 

Με δεδομένο λοιπόν ότι η Συμφωνία Δέσμευσης προνοούσε ότι η δέσμευση και οι καταθέσεις, θα χρησιμοποιούνταν από την εφεσείουσα για τον επίδικο τρεχούμενο λογαριασμό που παραχωρήθηκε ή θα παραχωρηθεί, όπως προνοείται στη συμφωνία της δανειοδότησης τραπεζικής διευκόλυνσης, διαπλέκεται άμεσα με το αποδεκτό από το Δικαστήριο γεγονός, ότι ο λογαριασμός αυτός ήταν ήδη δεσμευμένος με προγενέστερη συμφωνία, Τεκμ.6. Ως εκ τούτου, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, καταλήγει ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε πρόνοια ότι το πιστωτικό υπόλοιπο των δεσμευμένων λογαριασμών θα χρησιμοποιηθεί κατά προτεραιότητα προς εξόφληση της προγενέστερης συμφωνίας και εφόσον παραμείνει οποιοδήποτε υπόλοιπο να καταλογιστεί έναντι ή προς ικανοποίηση της συμφωνίας, Τεκμ.7, έτσι ώστε να απαλλαγούν από την πίστωση πρώτα οι εγγυητές. Με δεδομένο ότι η συμφωνία εγγυήσεως αναφέρει ρητά ότι οποιαδήποτε πρόσθετη εξασφάλιση δεν επηρέαζε την εγγύηση, με δεδομένο ότι οι σχέσεις μεταξύ εγγυητών και εφεσείουσας καθορίζονταν από τη συμφωνία εγγυήσεως και όχι από τη συμφωνία δέσμευσης, η εφεσείουσα ήταν ελεύθερη να χρησιμοποιήσει το ποσό της δέσμευσης κατά την κρίση της. Από τη στιγμή δε που ο Μ.Ε.1 όπως είπαμε πιο πάνω, και επί του σημείου αυτού η μαρτυρία του παρέμεινε αναντίλεκτη, δεν αντεξετάστηκε, ανέφερε ότι η συμφωνία δέσμευσης είχε υπογραφεί αποκλειστικά και μό[*50]νο για το επιπρόσθετο όριο, το Δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα κρίνοντας ότι έπρεπε να πληρωθεί πρώτα το ποσό που εγγυώνται οι εγγυητές και ύστερα οποιοδήποτε άλλο ποσό. Ουσιαστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο, αγνοώντας τους όρους της εγγύησης, προχώρησε σε αυθαίρετη ερμηνεία των όρων της συμφωνίας δέσμευσης για να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα.

 

Το αμέσως πιο πάνω ζήτημα διαπλέκεται άμεσα με τον 5ο λόγο αντέφεσης: Λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε πως δεν έχει εφαρμογή ο κανόνας της Clayton και τα Άρθρα 59-61 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, για το λόγο ότι δεν επρόκειτο για δύο διαφορετικά χρέη. Αντιθέτως υποστήριξε ο κ. Χατζηϊωάννου και για δύο διαφορετικά χρέη επρόκειτο και κανένα από τα μέρη δεν προέβηκε σε καταλογισμό πληρωμής, με αποτέλεσμα να έχει εξοφληθεί πρώτιστα το αρχικό ποσό των Λ.Κ.5.000 που παραχωρήθηκε στην εναγόμενη 1 εταιρεία:

 

59. Αν οφειλέτης χρέους, ο οποίος χρωστεί διάφορα συγκεκριμένα χρέη στο ίδιο πρόσωπο, διενεργήσει οποιαδήποτε πληρωμή σε αυτό, είτε ορίζοντας ρητά είτε υπό περιστάσεις από τις οποίες συνάγεται ότι η πληρωμή πρέπει να καταλογιστεί προς εξόφληση ειδικού χρέους, η πληρωμή, αν γίνει αποδεκτή, πρέπει να καταλογιστεί προς εξόφληση τους χρέους αυτού.

 

60. Αν ο οφειλέτης δεν ορίσει το χρέος το οποίο αφορά η πληρωμή που έγινε και αυτό δεν δύναται να συναχθεί από άλλες περιστάσεις, ο πιστωτής δύναται κατά βούληση να καταλογίσει την πληρωμή αυτή σε οποιοδήποτε νόμιμο χρέος του οφειλέτη αυτού, το οποίο είναι πληρωτέο προς αυτόν και απαιτητό, ανεξάρτητα αν η ανάκτηση αυτού εμποδίζεται η όχι από τον εκάστοτε σε ισχύ νόμο που αφορά την παραγραφή.

 

61. Αν κανένας από τους ενδιαφερόμενους δεν προβεί στον καταλογισμό πληρωμής που έγινε, αυτή καταλογίζεται προς εξόφληση των χρεών κατά σειρά αρχαιότητας, ανεξάρτητα αν αυτά δύνανται ή όχι να ανακτηθούν κατ’ εφαρμογή του εκάστοτε σε ισχύ νόμου που αφορά την παραγραφή. Αν τα χρέη έχουν την ίδια σειρά αρχαιότητας, ο καταλογισμός της πληρωμής γίνεται συμμετρικά.».

 

Στην υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης υπό την ιδιότητά του ως εκκαθαριστής της υπό διάλυση εταιρείας Εμπορική Εταιρεία [*51]Λούκος Λτδ κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 38, εξετάστηκαν ανάμεσα σ’ άλλα και οι πρόνοιες των Άρθρων 59-61 του Κεφ. 149 και το πεδίο εφαρμογής του κανόνα της Clayton:

 

«Τα Άρθρα 59-61 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 ενσωματώνουν το αγγλικό κοινοδίκαιο που αφορά στον καταλογισμό των πληρωμών (appropriation of payments) περιλαμβανομένου και του κανόνα Clayton. Η αρχή, είναι ότι ένας χρεώστης ο οποίος οφείλει διάφορα χρέη στον ίδιο πιστωτή έχει δικαίωμα να καθορίσει κατά το χρόνο που πληρώνει για ποιο από τα χρέη του θέλει να πιστωθεί η πληρωμή. Και εφόσον συμφωνεί και ο πιστωτής, η πληρωμή καταλογίζεται έναντι ή προς εξόφληση του συγκεκριμένου χρέους. Αν όμως ο χρεώστης δεν καθορίσει το χρέος έναντι του οποίου επιθυμεί να πιστωθεί το ποσό της πληρωμής τότε ο πιστωτής δύναται να χρησιμοποιήσει την πληρωμή έναντι ή διά την εξόφληση οποιασδήποτε προς αυτόν οφειλής του ιδίου χρεώστη. Όταν όμως κανένας από αυτούς δεν προβεί σε καταλογισμό της συγκεκριμένης πληρωμής τότε εφαρμόζεται ο κανόνας της υπόθεσης Clayton σύμφωνα με τον οποίο τεκμαίρεται από το νόμο ότι,

 

(α) το πρώτο ποσό που έχει πληρωθεί είναι το πρώτο που θα αποσυρθεί (first in, first out)

 

ή

 

(β) η πληρωμή προορίζεται στο πρώτο χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού ούτως ώστε αυτό το χρεωστικό υπόλοιπο εξοφλείται είτε πλήρως είτε μερικώς.

 

Στην κρινόμενη υπόθεση δεν τίθεται θέμα διαφόρων συγκεκριμένων χρεών των εφεσειόντων προς την Τράπεζα έτσι ώστε να προκύπτει ζήτημα καταλογισμού πληρωμών για το ένα ή το άλλο χρέος. Εδώ το θέμα προς εξέταση είναι κατά πόσο η Τράπεζα είχε δικαίωμα να καταλογίζει πληρωμές των εφεσειόντων που αφορούσαν ένα συγκεκριμένο δάνειο, πρώτα έναντι των τόκων του δανείου και αν υπήρχε υπόλοιπο, να καταλογίζει τούτο έναντι του κεφαλαίου.».

 

Η αρχή που πηγάζει από την υπόθεση Clayton δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση, όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμηνεύοντας το Άρθρο 61 του περί Συμ[*52]βάσεων Νόμου, Κεφ. 149, εφ’ όσον δεν επρόκειτο για διάφορα συγκεκριμένα χρέη της εναγόμενης 1. Αφορούσαν δέσμευση που κάλυπτε τον επίδικο λογαριασμό της εναγόμενης 1 και προσωπικό χρέος του εναγόμενου 5. Η εφεσείουσα ήταν ελεύθερη να προχωρήσει σε καταλογισμό δυνάμει των Συμφωνιών Δέσμευσης.

 

Με τον 11ο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί, διότι ο επίδικος λογαριασμός περιελάμβανε χρέωση πέραν των Λ.Κ.5.000:

 

«Επιπλέον δεν υπάρχει καμμία μαρτυρία για την ημερομηνία που παρεχωρήθη το επιπρόσθετο ποσό των Λ.Κ.15.000. Ούτε από την κατάσταση λογαριασμού θα μπορούσε να εξαχθεί η ακριβής ημερομηνία παραχώρησης του ως άνω ποσού. Με βάση τις εγγραφές της υπό αναφορά κατάστασης (βλέπε τη σελίδα 3) κατά την 12/7/03 το χρεωστικό υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού ανήλθε στις Λ.Κ.7.266,69 ενώ στις 21/8/03 έφτασε στις Λ.Κ.12.664,82 (βλέπε τη σελίδα 8 της κατάστασης).».

«Με βάση τα όσα περιγράφω αμέσως πιο πάνω καταλήγω ότι το χρεωστικό υπόλοιπο των Λ.Κ.6.653,84 δεν εμπίπτει στο όριο της ευθύνης των εγγυητών. Πρόκειται για το τελικό υπόλοιπο, το οποίο προέκυψε μετά την αύξηση του ορίου του επίδικου λογαριασμού, στο οποίο περιλαμβάνονται χρεώσεις ποσών τα οποία υπερβαίνουν το περιορισμένο όριο της ευθύνης των εγγυητών.».

 

Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι δεν περιλαμβάνονταν τέτοιες χρεώσεις, παρά μόνο ότι αναφέρεται στον όρο 15 του Τεκμ.4: κεφάλαιο, τόκους, προμήθειες, επιβαρύνσεις και άλλα δικαιώματα. Η πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου είναι ορθή για άλλους όμως λόγους: Γιατί δεν ήταν δυνατόν να εξαχθεί με ακρίβεια πώς προέκυψε το χρεωστικό υπόλοιπο όπως ήταν η αξίωσή της εφεσείουσας πέραν του ποσού των Λ.Κ.5.000 που εγγυήθηκαν. Ότι ήταν οι εγγυητές υπόλογοι μέχρι του ποσού των Λ.Κ.5.000 πλέον τόκους, προμήθειες, επιβαρύνσεις και άλλα τραπεζικά δικαιώματα επί του εν λόγω ποσού είναι αδιαμφισβήτητο (όρος 15 Τεκμ.4). Για να εκδοθεί όμως εναντίον τους απόφαση στην έκταση της ευθύνης τους θα έπρεπε να υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου ικανή μαρτυρία. Εδώ η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει πώς προέκυψε το τελικό υπόλοιπο το οποίο ήταν απότοκο της αύξησης του ορίου του επίδικου λογαριασμού. Ορθή όμως είναι η εισήγηση της εφεσείουσας ότι και αν ακόμη ο λογαριασμός περιελάμβανε οποιοδήποτε πρόσθετο [*53]ποσό και πάλι το Δικαστήριο όφειλε να μειώσει το ποσό της απόφασης μέχρι του ποσού της ευθύνης των εγγυητών, η οποία παρέμεινε αμετάβλητη και συνεχής και να εκδώσει απόφαση για το ποσό των Λ.Κ.5.000.

 

Το παράπονο του κ. Χατζηϊωάννου (7ος λόγος έφεσης), ότι οι ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι συμφώνησαν με τους εναγόμενους 1 στην αύξηση του ορίου του επιδίκου λογαριασμού καθότι η συμφωνία υπογράφεται από τον εφεσίβλητο 5 υπό την προσωπική του ιδιότητα, δεν μπορεί να επιτύχει. Η αναντίλεκτη μαρτυρία του Μ.Ε.1 και τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεκμήρια καταρρίπτουν την πιο πάνω θέση και επιβεβαιώνουν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Είναι ορθή άλλωστε η παρατήρηση του κ. Ποιητή ότι η συμφωνία δέσμευσης η οποία δέσμευε οποιοδήποτε ποσό του λογαριασμού όψεως του εναγόμενου 5, είναι res inter alias actus και με κανένα τρόπο δεν επηρέαζε τους υπόλοιπους εγγυητές. Ο εναγόμενος 5, υπέγραψε τις συμφωνίες δέσμευσης κατάθεσης προθεσμίας όψεως, Τεκμ. 6 και 7 υπό διπλή ιδιότητα: ως Διευθυντής της εναγομένης 1 και ως ένας από τους εγγυητές.

 

Το Δικαστήριο με τα όσα έχουμε παραθέσει πιο πάνω, κατέληξε σε λανθασμένα και αντιφατικά συμπεράσματα και διαπιστώσεις στη βάση της αποδεκτής ενώπιόν του μαρτυρίας.  Eσφαλμένη είναι επίσης η ερμηνεία των συμφωνιών αλλά και η εφαρμογή του νόμου και των αρχών δικαίου επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης.

 

Εν όψει του γεγονότος ότι όλα τα στοιχεία είναι ενώπιον μας στη βάση της μαρτυρίας όπως αξιολογήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και κρίθηκε αξιόπιστη, δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί επανεκδίκαση. Με δεδομένο πλέον ότι η έφεση έχει αποσυρθεί έναντι των εναγομένων-εφεσιβλήτων 3, 4 και 5, με αποτέλεσμα η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία τους έχει απαλλάξει να παραμένει, στο βαθμό και την έκταση που τους αφορά, απρόσβλητη και δεσμευτική, καταλήγουμε, έχοντας κατά νου τη φύση της υποχρέωσης, το Άρθρο 104 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και λαμβανομένου υπόψη ότι επηρεάστηκε το δικαίωμα του εφεσίβλητου 2 για αναγωγή και συνεισφορά εκ μέρους των συνεγγυητών εφεσιβλήτων 3, 4 και 5, να εκδώσουμε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου 2 μόνο για το ένα τέταρτο (1/4) των Λ.Κ. 5.000 (€8.543,01), ήτοι, €2.135,75 πλέον νόμιμο τόκο. Διαφορετική προσέγγιση θεωρούμε ότι θα προκαλούσε [*54]μεγάλη καθυστέρηση και επιπρόσθετα προς βλάβη των συμφερόντων των διαδίκων έξοδα, ενώ δεν θα αλλοίωνε το αποτέλεσμα. Η εφεσείουσα με την απόσυρση της έφεσης εναντίον των εφεσιβλήτων 3, 4 και 5 αποδέχθηκε και ανέλαβε τον κίνδυνο οπότε και δεν επιτρέπεται να παραπονείται. Ως εκ τούτου εκδίδεται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου-εναγόμενου 2 απόφαση για το ποσό των €2.135,75 πλέον νόμιμο τόκο από σήμερα μέχρι εξόφλησης.

 

Εν όψει της κατάληξής μας παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αντέφεσης.

 

Η αντέφεση απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τα έξοδα, αφού λάβαμε υπόψη κάθε τι σχετικό με την υπεράσπιση παράγοντα κρίνουμε ότι το κατ’ αποκοπή ποσό των €800 είναι ορθό και δίκαιο όπως επιδικαστεί και επιδικάζεται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου 2, τόσο για κάλυψη της πρωτόδικης όσο και της κατ’ έφεση διαδικασίας.

 

Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου 2 ακυρώνεται.

 

Η έφεση επιτρέπεται με κατ’ αποκοπή έξοδα, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση. Η αντέφεση απορρίπτεται.

           



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο