ECLI:CY:AD:2014:A21
(2014) 1 ΑΑΔ 118
[*118]13 Ιανουαρίου, 2014
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 319/2011)
1. PENDERHILL HOLDINGS LIMITED,
2. ALFO SERVICES LIMITED,
3. ALFO SECRETARIAL LIMITED,
Εφεσείoντες-Εναγόμενοι 1, 2 και 3,
1. DARYA ABRAMCHYK,
2. FIDUCITRUST SERVICES LTD,
3. ΧΡΙΣΤΌΦΟΡΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ,
4. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,
5. OBTAIN ΑΚΙΝΗΤΩΝ Α.Ε.,
6. SALIX ΑΚΙΝΗΤΩΝ Α.Ε.,
Εναγόμενοι 4-9,
v.
ΙΩΑΝΝΗ ΚΛΟΥΚΙΝΑ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 320/2011)
1. FIDUCITRUST SERVICES LTD,
2. XΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 5 και 6,
3. PENDERHILL HOLDINGS LIMITED,
4. ALFO SERVICES LIMITED,
5. ALFO SECRETARIAL LIMITED,
6. DARYA ABRAMCHYK,
7. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,
8. OBTAIN ΑΚΙΝΗΤΩΝ Α.Ε.,
9. SALIX ΑΚΙΝΗΤΩΝ Α.Ε.,
Εναγόμενοι 1, 2, 3, 4 και 7-9,
[*119]v.
ΙΩΑΝΝΗ ΚΛΟΥΚΙΝΑ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 319/2011, 320/2011)
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Διάταγμα Norwich Pharmacal ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκδόθηκαν διατάγματα της φύσεως Norwich Pharmacal ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Απαιτούμενες προϋποθέσεις ― Το πολύπλοκο των συναλλαγών, η χρήση μεθόδων και ενεργειών που παρέπεμπαν σε δύσκολα ανιχνεύσιμους μηχανισμούς με δοσοληψίες και μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων σε τρίτες εταιρείες, όπως στην Κύπρο, με διαφορετικά συστήματα, καθιστούσαν επιβεβλημένη τη χρήση του διατάγματος Norwich ως βοηθητικό μέσο για την ανεύρεση και εξιχνίαση εκείνων των αναγκαίων πληροφοριών για τη διαπίστωση της ταυτότητας των αδικοπραγούντων όσο και την υποβοήθηση ενδεχόμενης έγερσης αγωγής.
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Διάταγμα Norwich Pharmacal – Αποκλείεται η έκδοση του, όταν οι απαιτούμενες πληροφορίες μπορούν ληφθούν με άλλο τρόπο ή όταν προκύπτει ότι δεν υπάρχει πρόθεση έγερσης αγωγής.
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Διάταγμα Norwich Pharmacal ― Αναγνωρίζεται η ύπαρξη δικαιοδοσίας που επιβάλλει το καθήκον σε πρόσωπο που έχει αναμιχθεί σε αδικοπραξία άλλων, παρά το γεγονός ότι μπορεί το ίδιο να μην είχε προσωπική ευθύνη, να δώσει βοήθεια με παροχή πληροφοριών και αποκάλυψη των ονομάτων των αδικοπραγούντων ― Επέκταση αρχής ώστε η αποκάλυψη εναντίον εναγομένων να προσφέρει στον ενάγοντα τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει όλα τα αποκαλυφθέντα στοιχεία για να εγερθεί αγωγή εναντίον τρίτου προσώπου.
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Διάταγμα Norwich Pharmacal ― Εμπίπτουν στη γενικότερη δυνατότητα της παροχής πληροφοριών και αποκάλυψης εγγράφων και στοιχείων ― Απαραίτητη η συνδρομή των αρμοδίων αρχών ― Το Δικαστήριο δεν εκδίδει κατά κανόνα τέτοιο διάταγμα επί αλλοδαπού ή επί αλλοδαπής τράπεζας που είναι ή μπορεί να είναι μέρος της επί Δικαστηρίω αγωγής και που βρίσκεται εκτός δικαιοδοσίας ― Δεν υπάρχει όμως κώλυμα ως θέμα αρχής τέτοιο διάταγμα να εκδοθεί και προς υποβοήθηση λήψης στοιχείων και [*120]πληροφοριών για έγερση αγωγής εκτός δικαιοδοσίας.
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Διάταγμα Norwich Pharmacal ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Το συμφέρον της δικαιοσύνης ως έκφανση του δημοσίου συμφέροντος υπερτερεί της προστασίας των εμπιστευτικών δεδομένων των αδικοπραγούντων ― Νομολογιακή επισκόπηση.
Τραπεζικό δίκαιο ― Το δημόσιο συμφέρον υπερέχει έναντι της εμπιστευτικής σχέσης Τράπεζας - πελάτη ή Πελάτη - παροχέα υπηρεσιών.
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Παροχή ταυτόσημων θεραπειών με την αγωγή, δεν αποκλείεται ― Το ανεπιθύμητο όμως δεν εξισούται με απαγόρευση.
Μαρτυρία ― Ένορκη δήλωση από δικηγόρο ― Επιτρεπτή υπό προϋποθέσεις.
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Τα Δικαστήρια της Κύπρου λειτουργούν με βάση την ευρύτατη εξουσία που τους παρέχεται από το Άρθρο 32 του Νόμου 14/60 ― Ακολουθώντας την πορεία των Αγγλικών Δικαστηρίων, αντιμετώπισαν τις ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνολογία και στον τομέα της επικοινωνίας καθώς, και τη σύγχρονη μεταβολή στους τρόπους συναλλαγής των ανθρώπων.
Οι εφεσείοντες, επιδίωξαν με την έφεση τον παραμερισμό πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκδόθηκαν διατάγματα τύπου Norwich, εναντίον των εναγομένων 1-3 και των εναγομένων 5-6 στο πλαίσιο αγωγής που καταχώρησε ο εφεσίβλητος.
Την ως άνω απόφαση εφεσίβαλαν οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 στην Πολιτική Έφεση Αρ.319/2011 και οι εναγόμενοι 5 και 6 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 320/2011 αντιστοίχως.
Σύμφωνα με τα εκτεθέντα γεγονότα, ο εφεσίβλητος, (Έλληνας υπήκοος) καταχώρησε στις 10.7.2011 την αγωγή υπ' αρ. 2047/2011 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον εννέα εναγομένων (1-6 από την Κύπρο και 7, 8, 9 από την Ελλάδα) στην οποία ήγειρε διάφορους ισχυρισμούς για διάπραξη αδικοπραξιών εναντίον του και ιδιαιτέρως εκ μέρους του εναγομένου 7, καθώς και για άλλες ενέργειες τις οποίες χαρακτήριζε ως καταδολιευτικές λόγω διαδοχικών μεταβιβάσεων όλης της ακίνητης περιουσίας του σε νομικά πρόσωπα από την Ελλάδα (τους εναγομένους 8 και 9), με σκοπό την παρεμπόδιση της ικανοποίησης απόφασης που είχε εκδοθεί εναντίον του από Ελληνικό Δικαστήριο.
[*121]Ο εφεσίβλητος είχε προσφύγει προς εξασφάλιση του λαβείν του και στα Ελληνικά Δικαστήρια για διάρρηξη της καταδολιευτικής μεταβίβασης, έτσι ώστε να προχωρούσε με κατάσχεση της περιουσίας που δολίως μεταβιβάστηκε σε τρίτους. Στα πλαίσια αυτά εξασφάλισε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών προσωρινή διαταγή απαγόρευσης της πραγματικής νομικής μεταβολής της ακίνητης περιουσίας των εναγομένων 9. Οι εναγόμενοι 2 - 6 βασικά συνενώθησαν «ως ανυπαίτια τρίτα μέρη», οι οποίοι όμως σύμφωνα με τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου/ενάγοντα είναι υπόχρεοι και είναι σε θέση να δώσουν σχετικές πληροφορίες που θα υποβοηθήσουν τον εφεσίβλητο να εντοπίσει την περιουσία που έχει μεταβιβαστεί αλλά και τα πρόσωπα που ευθύνονται για τις πιο πάνω δόλιες ενέργειες. Ως διαχειριστές των επίδικων εταιρειών έχουν υποβοηθήσει τους εφεσείοντες Penderhill στο άνοιγμα και τη διατήρηση τραπεζικών λογαριασμών στην Κύπρο.
Ταυτόχρονα με την καταχώρηση της αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, καταχωρίστηκε και μονομερής αίτηση για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων τύπου Norwich για αποκάλυψη πληροφοριών και διατάγματος φίμωσης (gagging order) εναντίον των εναγομένων 1-3 και 5-6.
Το Δικαστήριο στη βάση της μονομερούς αίτησης, εξέδωσε τα διατάγματα φίμωσης ενώ διέταξε την επίδοση της αίτησης στην άλλη πλευρά αναφορικά με τα Διατάγματα τύπου Norwich, λόγω της δραστικότητας του μέτρου, καθιστώντας την με τον τρόπο αυτό δια κλήσεως. Περαιτέρω, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας ακύρωσε το διάταγμα φίμωσης.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε με ιδιαίτερη λεπτομέρεια τη σχετική νομολογία που διέπει την έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich, και αφού παρέθεσε τις νομολογιακές προϋποθέσεις, τα τρία καθιερωμένα κριτήρια του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Νόμος 14/60) εξέδωσε τα διατάγματα κρίνοντας ότι η έκδοση τους ήταν αναγκαία. Ο αιτητής, εκρίθη πρωτοδίκως, σκοπούσε στη λήψη στοιχείων και πληροφοριών τέτοιων, που θα του επέτρεπαν να προβεί σε περαιτέρω λήψη και προώθηση δικαστικών μέτρων σε σχέση με ενέργειες καταδολίευσης δανειστή, όπως περιγράφονταν με λεπτομέρεια και που το όχημα αυτών ενδέχεται να αποτελούσαν μεταξύ άλλων φυσικών και νομικών προσώπων και οι εναγόμενοι καθ’ ων η αίτηση.
Το Δικαστήριο εξετάζοντας κατά προτεραιότητα το ζήτημα που ηγέρθη ως προς την επάρκεια ή μη της ένορκης δήλωσης της ωμνύουσας δικηγόρου, με την έννοια ότι προέβαινε στην ένορκη δήλωση υπό την εν λόγω ιδιότητα της, απέρριψε τις θέσεις των εφεσειόντων/καθ΄ [*122]ων η αίτηση, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι με βάση τη νομολογιακή προσέγγιση του θέματος δεν υπάρχει a priori αποκλεισμός κάτι τέτοιου, παρά το ότι τονίζεται το κατ’ αρχήν ανεπιθύμητο.
Είναι θέμα, επεσήμανε, που απτόταν της επάρκειας ή μη της ένορκης δήλωσης ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης.
Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι οι πληροφορίες και τα έγγραφα που αναζητούνταν, ήταν αναγκαία, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «προκειμένου ο ενάγοντας-αιτητής να ανασυνθέσει το μωσαϊκό των περιστατικών της αδικοπραξίας εις βάρος του, αλλά και να αποκαλύψει περαιτέρω τα στοιχεία των αδικοπραγούντων εναντίον αυτού ή περαιτέρω τα αγώγιμα δικαιώματα του, εφόσον είναι σε θέση να γνωρίσει πλήρως τις ενέργειες τούτων και τις επιπτώσεις του.
Υπήρχε έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο σοβαρή ένδειξη ανάμειξης στα δρώμενα που αφορούσαν και επηρέαζαν αφενός τις σχέσεις των προσώπων μεταξύ τους αλλά και στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων.
Απέρριψε επίσης τις θέσεις των εφεσειόντων που κινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, καταλήγοντας ότι δεν επρόκειτο γενικά για μια προσπάθεια αλίευσης μαρτυρίας.
Έκρινε ότι τεκμηριώθηκε η θέση του εφεσίβλητου-αιτητή ότι αδυνατούσε να αντιμετωπίσει πλήρως τις συνέπειες από τις ισχυριζόμενες ενέργειες προσώπων, μεταξύ των οποίων και οι καθ’ ων η αίτηση και ότι ήταν αδύνατον να προσδιορίσει πλήρως την έκταση και τις συνέπειες εναντίον του αν δεν του δίδονταν κάποιες αναγκαίες πληροφορίες που σαφώς πηγάζουν ή σχετίζονται με τις θέσεις που συνιστούσαν την ισχυριζόμενη βάση αγωγής.
Οι επιπτώσεις της αδικοπραξίας, απεφάνθη, έχουν άμεση συνάφεια με τις αποδιδόμενες πράξεις. Η επικαλούμενη βλάβη των εναγομένων, έκρινε το πρωτόδκο Δικαστήριο, από την άλλη προβλήθηκε αόριστα ως «ενδεχόμενη βλάβη», των παροχέων υπηρεσιών γενικώς.
Κάτω από την ίδια οπτική γωνία, έκρινε ότι και το ισοζύγιο της ευχέρειας, έκλινε υπέρ του εφεσίβλητου.
Με την Πολιτική Έφεση Αρ. 319/11 προβλήθηκαν 19 λόγοι με τους οποίους υποστηρίχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:
α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε και εφάρμοσε λανθα[*123]σμένα τις προϋποθέσεις της νομολογίας που αφορούν στην έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich καταλήγοντας λανθασμένα ότι πληρούνται στην υπόθεση.
β) Εφάρμοσε λανθασμένα τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.
γ) Λανθασμένα αποδέχθηκε και θεώρησε επαρκή και/ή κανονική την ένορκη δήλωση της δικηγόρου που συνόδευε την αίτηση.
δ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να επιβάλει όρους στον εφεσίβλητο αλλά παρέλειψε να το πράξει.
ε) Παραβλάφθηκε το δικαίωμα των εναγόντων για δίκαιη δίκη από την έκδοση του διατάγματος φίμωσης.
Με την Πολιτική Έφεση Αρ. 320/11 προβλήθηκαν ταυτόσημοι λόγοι με την Έφεση 319/11.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ήταν ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με την ένορκη δήλωση της ωμνύουσας δικηγόρου η οποία συνόδευε την αίτηση.
2. Με βάση την αρχή της νομολογίας αναφορικά στο θέμα παροχής εξήγησης ως προς το γιατί ομνύων είναι δικηγόρος και όχι διάδικος ή άλλο πρόσωπο, δεν απαιτείτο στην προκειμένη περίπτωση, οποιαδήποτε ρητή εξήγηση. Από τον τίτλο και μόνο της αγωγής, ο ενάγων φερόταν εξ Ελλάδος, επιχειρηματίας με επιχειρηματικές δραστηριότητες στον Ελληνικό χώρο και οι όποιες αναφορές στις δικαστικές διαδικασίες προέρχονταν από έγγραφα του Πρωτοδικείου των Αθηνών και άλλες σχετικές διαδικασίες που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου, η θέση περί αντικανονικότητας της ένορκης δήλωσης και μη πλήρους αποκάλυψης δεν μπορούσε να επιτύχουν ως λόγοι έφεσης.
3. Ήταν ορθή η παρατήρηση και κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος έχει ήδη επιτύχει σε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων παρέμενε χωρίς σημασία εφόσον οι διαδικασίες στην ημεδαπή δεν αφορούν τους ίδιους εναγόμενους και προφανέστατα δεν μπορεί να επωφεληθεί από τη διαδικασία αυτή.
[*124]4. Ήταν ορθή επίσης η παρατήρηση ότι ο ενάγοντας εφεσίβλητος με την καταχώρηση αυτοτελούς αγωγής, επιζητούσε να εξακριβώσει γεγονότα που ενδέχοντο να οδηγήσουν στην έγερση νέας διαδικασίας εναντίον των εναγομένων Κυπριακής καταγωγής, εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
5. Προσεκτική εξέταση όλων των γεγονότων και δεδομένων της υπόθεσης, καταδείκνυε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξάσκησε ορθώς τη διακριτική του ευχέρεια. Τα γεγονότα όπως είχαν τεθεί ενώπιον του, επέτασσαν την χρήση του διατάγματος Norwich Pharmacal, ως βοηθητικού μέσου για την ανεύρεση και εξιχνίαση εκείνων των σχετικών πληροφοριών που ήταν αναγκαίες, τόσο για τη διαπίστωση της ταυτότητας του ή των αδικοπραγούντων, όσο και την υποβοήθηση και ανεύρεση γεγονότων και μαρτυρίας για την πιθανότητα έγερσης αγωγής στην ημεδαπή.
6. Εκείνο που προσμετρά είναι η αναγκαιότητα λήψης των πληροφοριών κρινόμενο πάντοτε κάτω από τα γεγονότα της εκάστοτε υπόθεσης. H δυνατότητα έκδοσης του διατάγματος τελεί πάντοτε υπό την αίρεση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, το οποίο δεν θα πρέπει να ικανοποιήσει το αίτημα εάν οι πληροφορίες μπορούν να ληφθούν με άλλο διαθέσιμο τρόπο, ή εκεί όπου το Δικαστήριο δεν έχει πεισθεί ότι υπάρχει πραγματική πρόθεση έγερσης αγωγής εναντίον του αδικοπραγούντος, πράγμα που δεν συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση.
7. Εκ των πραγμάτων ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η αγωγή ήταν σύνθετη αγωγή εντοπισμού ιχνηλάτησης και αποκάλυψης, όπως έχει αναλυθεί από την νομολογία.
8. Αναφορικά με το ζήτημα παροχής ταυτόσημων θεραπειών με την αγωγή, αυτό δεν αποκλείεται. Δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας αποκλεισμού της θεραπείας ενδιαμέσως, αν αυτή ορθά και δίκαια ζητείται, επειδή και η αγωγή ουσιαστικά επιδιώκει το ίδιο πράγμα. Η ενδιάμεση θεραπεία παραμένει ενδιάμεση και αναθεωρήσιμη ανά πάσα στιγμή αν θεωρηθεί ότι οι περιστάσεις έχουν διαφοροποιηθεί προς τροποποίηση ή ακόμη και ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος.
9. Πρόσθετα, ενώ το εκδοθέν διάταγμα παραχωρείται ως λύση επείγουσας και παρεμπίπτουσας μορφής, οι ίδιες οι θεραπείες που ζητούνται με το κλητήριο, εάν επιτύχουν, χορηγούνται τελεσίδικα και στο διηνεκές. Εξαρτάται πάντοτε από την κρίση του Δικαστηρίου, αναλόγως των περιστάσεων.
[*125]10. Όσον αφορούσε στην εισήγηση για το λεκτικό και την ευρύτητα των εκδοθέντων διαταγμάτων προέκυπτε από το λεκτικό των διαταγμάτων πως δεν υπήρχε οποιαδήποτε ασάφεια ή αοριστία, ή ότι προκαλείτο οποιαδήποτε σύγχυση ή η διατύπωση του ήταν τόσο ευρεία ώστε να προκαλείτο οποιαδήποτε δυσκολία στο πρόσωπο προς το οποίο στρέφεται, να συμμορφωθεί με αυτό.
11. Αναφορικά με τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε λανθασμένα το θέμα της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών των οποίων η αποκάλυψη διατάχθηκε με το επίδικο διάταγμα, δεν χωρούσε αμφιβολία ότι το δημόσιο συμφέρον υπερέχει έναντι της αρχής του απορρήτου όταν σκοπείται η αποκάλυψη πληροφοριών ή δεδομένων που αφορά σε δόλιες πράξεις ή εγκληματικές συμπεριφορές όπως και στην υπό κρίση υπόθεση αποδίδονται στους εφεσείοντες.
12. Οι αιτιάσεις περί ισχυριζόμενης καθυστέρησης που επέδειξε ο ενάγοντας/εφεσίβλητος τόσο για την καταχώριση της αγωγής όσο και της ενδιάμεσης αίτησης ήταν παντελώς αβάσιμες και αστήριχτες.
13. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνοντας γνώση όλων των γεγονότων στη βάση της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του ορθώς διαπίστωσε ότι συνέτρεχε το κατεπείγον.
14. Οι κίνδυνοι από τη μη έκδοση των διαταγμάτων με εξανεμισμό των οποιωνδήποτε στοιχείων, ή οι κίνδυνοι μεταβίβασης περαιτέρω της περιουσίας ήσαν ορατοί.
15. Η πρωτόδικη δικαστική προσέγγιση δεν στέρησε από τους εφεσείοντες το δικαίωμα να υπερασπιστούν πλήρως ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και να θέσουν εκτεταμένα τις αντιρρήσεις τους ώστε το διάταγμα να μην εκδοθεί.
16. Παρόλο που η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν είναι δυνατή η έκδοση θεραπειών σε σχέση με ποινική διαδικασία, εν τούτοις ήταν ορθότερο όπως ετίθεντο όροι ώστε να υπήρχε απόλυτη σαφήνεια των ορίων εντός των οποίων μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τον εφεσίβλητο οι εν λόγω πληροφορίες και έγγραφα.
17. Οι περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογούσαν την επίκληση των προνοιών του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60 όπως τροποποιήθηκε.
18. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε με την επιβολή όρων όπως ο [*126]εφεσείων θα αναλάμβανε να μην χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε έγγραφα και πληροφορίες ήθελε αποκαλυφθούν στα πλαίσια των διαταγμάτων, για σκοπούς ποινικής διαδικασίας εκκρεμούσης στην Ελλάδα ή έγερσης νέας ποινικής διαδικασίας ή δίωξης εναντίον των εφεσειόντων ή για σκοπούς έγερσης ή προώθησης αστικής φύσεως διαδικασίας εκτός δικαιοδοσίας παρά μόνο κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1 Α.Α.Δ. 82,
British Steel Corporation Respondends v. Cranado Tev. Ltd [1980] 3 W.L.R.,
Avila Management Services Ltd ν. Frantisek Stepanek κ.ά. (2012) 1(Β) 1403,
Seamark Consultancy Services Limited v. Joseph P. Lasala κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 162,
ΑBP Holdings Ltd κ.ά. ν. Κιταλίδη (Αρ.2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694,
Upmann v. Elkan [1871] L.R. 12 Eq. 140,
Norwich Pharmacal Co a.o. v. Commissioners and Custom Excise [1973] 2 All E.R. 943,
Mitsui & Co Ltd v. NexenPetroleum UK Ltd [2005] EWHC 625,
Parico Aluminium Designs v. Muskita Aliminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1 A.A.Δ. 2015,
Kουνούνα ν. F & A Simonos (2002) 1 A.A.Δ. 1361,
Michael v. Brevinos(1969) 1 C.L.R. 578,
Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ 1848,
Τournier ν. Νational Provincial and Union Bank of England Ltd [1923] All E.R. 550,
[*127]Ι.Β.L. v. Planet [1990] J.L.R. 294,
Omar v. Omar [1995] 1 W.L.R. 1428.
Εφέσεις.
Εφέσεις από τους εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηριου Λεμεσού (Ψαρά-Μιλτιάδου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2047/11), ημερομηνίας 16/7/2011.
Μ. Δράκος για Δράκο & Ευθυμίου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση Αρ. 319/11.
Μ. Μακλάσκυ για Καρύδη & Καρύδη ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση Αρ. 320/11.
Π. Κούρτελλος για Π. Παύλου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο και στις δύο εφέσεις.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Ο Ιωάννης Κλουκίνας, εφεσίβλητος, από την Ελλάδα («ο Κλουκίνας») καταχώρησε στις 10.7.2011 την αγωγή υπ’ αρ. 2047/2011 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον εννέα εναγομένων (1-6 από την Κύπρο και 7, 8, 9 από την Ελλάδα) στην οποία εγείρει διάφορους ισχυρισμούς για διάπραξη αδικοπραξιών εναντίον του και ιδιαιτέρως εκ μέρους του εναγομένου 7, Παναγιώτη Ευθυμίου, καθώς και για άλλες ενέργειες τις οποίες χαρακτηρίζει ως καταδολιευτικές λόγω διαδοχικών μεταβιβάσεων όλης της ακίνητης περιουσίας του σε νομικά πρόσωπα από την Ελλάδα (τους εναγομένους 8 και 9) με σκοπό την παρεμπόδιση της ικανοποίησης απόφασης που είχε εκδοθεί εναντίον του από Ελληνικό Δικαστήριο.
Είναι ισχυρισμός του Κλουκίνα, όπως προκύπτει από τις ένορκες δηλώσεις που καταχωρίστηκαν και συνόδευαν την αίτηση, ότι το Δεκέμβριο του 2008 ο εναγόμενος 7, Παναγιώτης Ευθυμίου, υπογραφέας των επιταγών και ένας εκ των Συμβούλων, του παρέδωσε μια σειρά μεταχρονολογημένων επιταγών της οικογενειακής του εταιρείας Ekstasis Development A.E (Ekstasis) συνολικού ποσού ευρώ 1.073.976,19 τις οποίες όταν πα[*128]ρουσίασε για πληρωμή δεν τιμήθηκαν και σφραγίστηκαν λόγω «έλλειψης υπολοίπου». Στη συνέχεια ο εναγόμενος 7 ενεργώντας κακόπιστα και καταδολιευτικά πώλησε όλη του την ατομική ακίνητη περιουσία προς αποφυγήν είσπραξης, στην εταιρεία Obtain Ακινήτων Α.Ε., εναγόμενη 8, το διοικητικό συμβούλιο της οποίας αποτελούνταν κατά τον ουσιώδη χρόνο από συγγενικά πρόσωπα του εναγομένου 7.
Στη συνέχεια η εναγόμενη 8, περί το Φεβρουάριο του 2009 μεταβίβασε την ίδια ακίνητη περιουσία της στην εταιρεία SALIX Ακινήτων Α.Ε., εναγομένη 9 («η SALIX»).
Η Κυπριακή εταιρεία Penderhil Holdings Ltd, εναγομένη 1/εφεσείουσα 1 είναι σύμφωνα με τον εφεσίβλητο/ενάγοντα ο μοναδικός μέτοχος των εναγομένων 9 Salix Ακινήτων Α.Ε.
Με βάση το Ελληνικό δίκαιο σε περίπτωση εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από ανώνυμη εταιρεία, η οποία εκπροσωπήθηκε κατά την έκδοση της επιταγής αυτής από τον νόμιμο εκπρόσωπό της που υπέγραψε επί του σώματος της επιταγής και την παρέδωσε στο δικαιούχο της επιταγής, εν γνώσει της έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, είτε κατά τον χρόνο της εκδόσεως είτε κατά τον χρόνο της πληρωμής, ευθύνεται το φυσικό πρόσωπο ατομικά προς αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας του κομιστή ισόποσης με το ποσό της ακάλυπτης επιταγής.
Στις 31.8.2009 δυνάμει σχετικού Συμφωνητικού η «Ιωάννης Κλουκίνας – Ιωάννης Λάππας Τεχνική Α.Ε.» εκχώρησε και μεταβίβασε διάφορες απαιτήσεις της, μεταξύ των οποίων και η απορρέουσα από την έκδοση των ακάλυπτων επιταγών στον εφεσίβλητο, ο οποίος κατέστη πλέον ο νόμιμος δικαιούχος.
Ο εφεσίβλητος προσέφυγε προς εξασφάλιση του λαβείν του και στα Ελληνικά Δικαστήρια για διάρρηξη της καταδολιευτικής μεταβίβασης έτσι ώστε να χωρίσει με κατάσχεση της περιουσίας που δολίως μεταβιβάστηκε σε τρίτους. Στα πλαίσια αυτά εξασφάλισε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών προσωρινή διαταγή απαγόρευσης της πραγματικής νομικής μεταβολής της ακίνητης περιουσίας των εναγομένων 9. Οι εναγόμενοι 2 - 6 βασικά συνενώθησαν «ως ανυπαίτια τρίτα μέρη», οι οποίοι όμως σύμφωνα με τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου/ενάγοντα είναι υπόχρεοι και είναι σε θέση να δώσουν σχετικές πληροφορίες που θα υποβοηθήσουν τον εφεσίβλητο να εντοπίσει την περιουσία που έχει μεταβιβαστεί αλ[*129]λά και τα πρόσωπα που ευθύνονται για τις πιο πάνω δόλιες ενέργειες. Ως διαχειριστές των επίδικων εταιρειών έχουν υποβοηθήσει τους εφεσείοντες Penderhill στο άνοιγμα και τη διατήρηση τραπεζικών λογαριασμών στην Κύπρο.
Ταυτόχρονα με την καταχώρηση της αγωγής καταχωρίστηκε και η υπό κρίση μονομερής αίτηση για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων τύπου Norwich για αποκάλυψη πληροφοριών και διατάγματος φίμωσης (gagging order) εναντίον των εναγομένων 1-3 και 5-6, ώστε να απαγορευθεί στους εναγομένους να πληροφορήσουν τους Παναγιώτη Ευθυμίου και Salix, εναγόμενους 7 και 9 για την καταχώριση της αγωγής. Η αίτηση εναντίον του εναγομένου 4, Darya Abramchyk, ως αποκλειστικού μετόχου της εφεσείουσας στην Έφεση 319/2011, εναγομένης 1, δεν προχώρησε γιατί δεν έγινε κατορθωτή η επίδοση της αίτησης. Σύμφωνα με τον εφεσίβλητο ο εν λόγω εναγόμενος 4 ενδέχεται να αποτελεί τον ονομαστικό και μόνο μέτοχο (αχυράνθρωπο) αντί του πραγματικού δικαιούχου ο οποίος ενδέχεται να είναι ο Παναγιώτης Ευθυμίου, εναγόμενος 7.
Η εναγόμενη 5/Εφεσείουσα 1 στην Έφεση 320/2011 ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο Γραμματέας της Εναγομένης 1/εφεσείουσας στην Έφεση 319/2011, ενώ ο εναγόμενος 6/εφεσείων στην Έφεση 320/2011, Χριστόφορος Δημητριάδης, Διευθυντής της εφεσείουσας Penderhill.
Η υπεράκτια εταιρεία «Gardelake Holdings Ltd» με έδρα τα British Virgin Islands ήταν μέτοχος της Fiducitrust Services Ltd, εφεσείουσας στην Έφεση 320/2011. Η Fiducitrust και ο εφεσείων Δημητριάδης έχουν συνενωθεί στην Αγωγή, η μεν πρώτη ως όχημα παροχής εταιρικών υπηρεσιών, ενώ ο δεύτερος ως γραμματέας και διευθυντής της εφεσείουσας Penderhill.
Το Δικαστήριο στη βάση της μονομερούς αίτησης εξέδωσε τα διατάγματα φίμωσης ενώ διέταξε την επίδοση της αίτησης στην άλλη πλευρά αναφορικά με τα Διατάγματα τύπου Norwich, στη βάση της δραστικότητας του μέτρου, καθιστώντας την με τον τρόπο αυτό δια κλήσεως. Η Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας ακύρωσε το διάταγμα φίμωσης. Είχε προηγηθεί δήλωση του δικηγόρου του αιτητή εφεσίβλητου ότι δεν επέμενε στη συνέχισή του. Εξέδωσε όμως τελικά διατάγματα τύπου Norwich, εναντίον των εναγομένων 1-3 ως η παράγραφος Α της αίτησης, εναντίον των εναγομένων 5-6 ως η παράγραφος Β, καθορίζοντας ως χρόνο συμμόρφωσης των εναγομένων 30 ημέρες, αντί επτά που ζητούνταν με την αίτηση.
[*130]Συνοπτικά μεταφέρουμε το διατακτικό: οι αιτητές/εναγόμενοι διατάχθησαν να προβούν σε ένορκη αποκάλυψη όλων των εγγράφων που είναι στην κατοχή και/ή εξουσία και/ή έλεγχό τους τα οποία αφορούν ή έχουν σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εναγομένων 1 και/ή πραγματικό και/ή τελικό δικαιούχο των εναγομένων 1. Στο ίδιο πλαίσιο υποχρεώνονταν να αποκαλύψουν ταυτότητες, διευθύνσεις, έγγραφα καταπιστεύματος, τραπεζικούς λογαριασμούς των εναγομένων 1 ή των εναγομένων 7 και 9 αλλά και να δώσουν αντίγραφα στους δικηγόρους του ενάγοντα/εφεσίβλητου.
Την ως άνω απόφαση εφεσίβαλαν οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 στην Πολιτική Έφεση Αρ.319/2011 και οι εναγόμενοι 5 και 6 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 320/2011 αντιστοίχως. Παραλλήλως όλοι αποτάθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για αναστολή εκτέλεσης απόφασης μέχρι την ακρόαση των εφέσεων, αίτημα όμως που απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο, το οποίο ταυτοχρόνως με την απόρριψη παρέτεινε το χρόνο συμμόρφωσης για ακόμα επτά μέρες από τη λήξη του. Οι εφεσείοντες καταχώρισαν στα πλαίσια των εν λόγω εφέσεων σχετικές αιτήσεις για αναστολή εκτέλεσης της υπό κρίση απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού μέχρι την εκδίκαση των εφέσεων. Το Εφετείο με απόφαση του, ημερομηνίας 2 Νοεμβρίου 2011, εξέδωσε διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της υπό κρίσης απόφασης μέχρι το πέρας των εφέσεων.
Στην Πολιτική Έφεση Αρ. 319/11 προβάλλονται 19 λόγοι οι οποίοι μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως ακολούθως:
- Οι λόγοι έφεσης 1-7 προβάλλουν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού παρερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα τις προϋποθέσεις της νομολογίας που αφορούν την έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich καταλήγοντας λανθασμένα ότι πληρούνται στην υπόθεση.
- Οι λόγοι έφεσης 8-10 και 12 προβάλλουν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εφάρμοσε λανθασμένα τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.
- Ο λόγος 11 προβάλλει ότι τo Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε και θεώρησε επαρκή και/ή κανονική την ένορκη δήλωση της δικηγόρου Ιωάννας Δημητρίου.
- Οι λόγοι 13 και 14 είναι επάλληλοι και αφορούν την έκταση των διαταγμάτων που έχουν εκδοθεί.
- Οι λόγοι 16 και 17 αφορούν τους όρους που το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να επιβάλει στον εφεσίβλητο αλλά παρέλειψε να το πράξει.
- Ο 18ος λόγος προβάλλει ότι παραβλάφθηκε το δικαίωμα των [*131]εναγόντων για δίκαιη δίκη από την έκδοση του διατάγματος φίμωσης.
- Ο 15ος λόγος αφορά στην ανεπάρκεια της εγγύησης αλλά δεν προωθήθηκε και έχει εγκαταλειφθεί.
Η Πολιτική Έφεση Αρ. 320/11 προβάλλει 14 λόγους οι οποίοι είναι ταυτόσημοι και παρακολουθούν ουσιαστικά με διαφορετική αρίθμηση τους λόγους έφεσης στη Έφεση 319/11, ενώ και εδώ έχει εγκαταλειφθεί ο 13ος που αφορά την ανεπάρκεια της εγγύησης.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε με ιδιαίτερη λεπτομέρεια τη σχετική νομολογία που διέπει την έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich όπως εφαρμόσθηκαν αλλά και διερευνήθηκαν σε μεταγενέστερες αποφάσεις, και αφού παρέθεσε τις νομολογιακές προϋποθέσεις, τα τρία καθιερωμένα κριτήρια του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Νόμος 14/60) εξέδωσε τα διατάγματα κρίνοντας ότι η έκδοση τους ήταν αναγκαία: ο αιτητής, έκρινε το Δικαστήριο, σκοπεί στη λήψη στοιχείων και πληροφοριών τέτοιων που θα του επιτρέψουν να προβεί σε περαιτέρω λήψη και προώθηση δικαστικών μέτρων σε σχέση με ενέργειες καταδολίευσης δανειστή, όπως περιγράφονται με λεπτομέρεια και που το όχημα αυτών ενδέχεται να αποτελούν μεταξύ άλλων φυσικών και νομικών προσώπων και οι εναγόμενοι καθ’ ων η αίτηση.
Το Δικαστήριο εξετάζοντας κατά προτεραιότητα το ζήτημα που ηγέρθη ως προς την επάρκεια ή μη της ένορκης δήλωσης της δικηγόρου Δημητρίου, με την έννοια ότι η Δημητρίου είναι δικηγόρος και προβαίνει στην ένορκη δήλωση με την εν λόγω ιδιότητα της, απέρριψε τις θέσεις των εφεσειόντων/καθ’ ων η αίτηση, αναφέροντας τα εξής:
«Η νομολογιακή προσέγγιση του θέματος είναι σαφής. Δεν υπάρχει a priori αποκλεισμός κάτι τέτοιου παρά το ότι τονίζεται το κατ’ αρχήν ανεπιθύμητο (βλ. Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1 Α.Α.Δ. 82). Εν τελευταία αναλύσει είναι θέμα που άπτεται της επάρκειας ή μη της Ένορκης Δήλωσης ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης. Αυτό θα κριθεί κυρίως κατά την εξέταση των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 και των αρχών σε αιτήσεις τέτοιου τύπου.»
Συμφωνούμε απολύτως με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και επαναλαμβάνουμε όσα αναφέρθησαν στην υπόθεση Rybolovlev (ανωτέρω):
[*132]«Με αυτά ως δεδομένα, μπορούμε να δεχθούμε ως αρχή της νομολογίας αναφορικά με το θέμα παροχής εξήγησης ως προς το γιατί ομνύων είναι δικηγόρος και όχι διάδικος ή άλλο πρόσωπο, ότι κάποια εξήγηση προς τούτο απαιτείται, εκεί όπου δεν προκύπτει υπό τις περιστάσεις ένας εμφανής καλός λόγος, όπως είναι η διαμονή του διαδίκου στο εξωτερικό και/ή άλλες εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν θα επέτρεπαν στον ίδιο να είναι ενόρκως δηλών. Στην υπό εξέταση δε περίπτωση, σύμφωνα με τον ομνύοντα δικηγόρο, η αιτήτρια-εφεσείουσα είναι μόνιμη κάτοικος Ελβετίας η οποία έχει την φροντίδα ανήλικου τέκνου του ζεύγους και η οποία επιλαμβανόταν λήψης δικαστικών μέτρων στην Ελβετία και σε άλλες χώρες κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αυτά τα στοιχεία, λαμβανόμενα υπόψη, μαζί με το στοιχείο του επικαλούμενου κατεπείγοντος του θέματος, δεν θα απαιτούσαν, κατά την άποψή μας την παροχή οποιωνδήποτε άλλων εξηγήσεων ως προς το γιατί τα αναγκαία γεγονότα τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου μέσω δικηγόρου ο οποίος αποκάλυψε ικανοποιητικά τις πηγές πληροφόρησής του.»
Στην προκειμένη περίπτωση δεν απαιτείτο οποιαδήποτε ρητή εξήγηση. Από τον τίτλο και μόνο της αγωγής ο ενάγων φέρεται εξ Ελλάδος, επιχειρηματίας με επιχειρηματικές δραστηριότητες στον Ελληνικό χώρο και οι όποιες αναφορές στις δικαστικές διαδικασίες προέρχονταν από έγγραφα του Πρωτοδικείου των Αθηνών και άλλες σχετικές διαδικασίες που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα, τις λεπτομέρειες των οποίων παρέθεσε ο Ελλαδίτης δικηγόρος του αιτητή και έθεσε στη διάθεση των δικηγόρων του στην Κύπρο. Ως εκ τούτου η αντικανονικότητα της ένορκης δήλωσης και η μη πλήρης αποκάλυψη δεν μπορεί να επιτύχουν ως λόγοι έφεσης και απορρίπτονται.
Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι οι πληροφορίες και τα έγγραφα που αναζητούνταν ήταν αναγκαία, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «προκειμένου ο ενάγοντες-αιτητής να ανασυνθέσει το μωσαϊκό των περιστατικών της αδικοπραξίας εις βάρος του, αλλά και να αποκαλύψει περαιτέρω τα στοιχεία των αδικοπραγούντων εναντίον αυτού ή περαιτέρω τα αγώγιμα δικαιώματα του, εφόσον είναι σε θέση να γνωρίσει πλήρως τις ενέργειες τούτων και τις επιπτώσεις του». Το πιο πάνω αιτιολογικό υπόβαθρο είναι η πεμπτουσία, των διαταγμάτων της φύσης που επιδιώκει ο ενάγοντας- αιτητής.»
Υπάρχει έκρινε το Δικαστήριο σοβαρή ένδειξη ανάμειξης στα [*133]δρώμενα που αφορούν και επηρεάζουν αφενός τις σχέσεις των προσώπων μεταξύ τους αλλά και τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων. Φαίνεται εκ πρώτης όψεως δηλαδή η αθώα ή μη εμπλοκή τους στα δεδομένα που αφορούν τις αδικοπραξίες και τις επιπτώσεις αυτών. Ομοίως έχει καταδειχθεί σοβαρή ένδειξη της σχέσης των εναγομένων μεταξύ τους και ειδικά της εναγομένης 1-εφεσείουσας με τους εναγόμενους 7 και 9, αφού είναι δεδομένο ότι ο εναγόμενος 9 έχει ως μοναδικό μέτοχο την εναγόμενη 1, αφού περαιτέρω ληφθούν υπόψη οι σχετικές μεταβιβάσεις περιουσιών ως περιγράφονται:
«Η συνοπτικώς πιο πάνω αποδοθείσα ένορκη δήλωση της κας Δημητρίου στηρίζουσα την αίτηση ομού με τα επισυνημμένα τεκμήρια, επαρκώς θέτουν ενώπιον του Δικαστηρίου σοβαρές ενδείξεις διάπραξης αδικοπραξιών εναντίον του αιτητή και δη απάτης με τη μορφή πρώτα έκδοσης ακάλυπτων επιταγών σε μεγάλα ποσά και μετά την ισχυριζόμενη μετάβαση περιουσιακών στοιχείων κυρίως από τον εναγόμενο 7 μέσω προσώπων-εταιρειών που ενήργησαν ως οχήματα ώστε τα περιουσιακά του στοιχεία «να εξανεμισθούν» σε τρίτους, με σκοπό την καταδολίευση του Ενάγοντα-Αιτητή.
Οι λεπτομέρειες που δίδονται στην χρονική και πραγματική τους αλληλουχία στοιχειοθετούν την έννοια σοβαρών ενδείξεων δικαιωμάτων ως η νομολογία ορίζει. Αυτό αφορά και καλύπτει την σύνθετη φύση της αγωγής ως αγωγής ιχνηλάτησης και εντοπισμού όπως επίσης και τύπου αποκάλυψης.»
Το Δικαστήριο απέρριψε επίσης τις θέσεις των εφεσειόντων που εκινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, καταλήγοντας ότι δεν επρόκειτο γενικά για μια προσπάθεια αλίευσης μαρτυρίας, αλλά προσπάθειας αναπαραγωγής στην πλήρη τους διάσταση των αδικοπραξιών που έχουν συντελεσθεί και οι επιπτώσεις τους στον αιτητή. Έκρινε ότι τεκμηριώθηκε η θέση του εφεσίβλητου-αιτητή ότι αδυνατούσε να αντιμετωπίσει πλήρως τις συνέπειες από τις ισχυριζόμενες ενέργειες προσώπων, μεταξύ των οποίων και οι καθ’ ων η αίτηση και ότι ήταν αδύνατον να προσδιορίσει πλήρως την έκταση και τις συνέπειες εναντίον του αν δεν του δίδονταν κάποιες αναγκαίες πληροφορίες που σαφώς πηγάζουν ή σχετίζονται με τις θέσεις που συνιστούν την ισχυριζόμενη βάση αγωγής: Οι επιπτώσεις της αδικοπραξίας έχουν άμεση συνάφεια με τις αποδιδόμενες πράξεις. Η επικαλούμενη βλάβη των εναγομένων, έκρινε το Δικαστήριο, από την άλλη προβλήθηκε αόριστα ως «ενδεχόμενη βλάβη», των παροχέ[*134]ων υπηρεσιών γενικώς. Έτσι υιοθετώντας τις παρατηρήσεις στην υπόθεση British Steel Corporation Respondends v. Cranado Tev. Ltd [1980] 3 W.L.R. έκρινε ότι δεν είχε τεθεί τίποτε από την άλλη πλευρά. Κάτω από την ίδια οπτική γωνία και το ισοζύγιο της ευχέρειας έκρινε ότι σαφώς έκλινε υπέρ του εφεσίβλητου. Εξίσου απορριπτέες κρίθηκαν και οι εισηγήσεις των εφεσειόντων για το ταυτόσημο των αιτουμένων θεραπειών με το παρακλητικό της αγωγής όπως απορρίφθηκαν και οι θέσεις για παραβίαση της αρχής της εμπιστευτικότητας, εφόσον οι εναγόμενοι είναι επαγγελματίες παροχής υπηρεσιών.
Προσεκτική εξέταση όλων των γεγονότων και δεδομένων της υπόθεσης φανερώνει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Το πολύπλοκο των συναλλαγών η χρήση μεθόδων και ενεργειών που παραπέμπουν σε δύσκολα ανιχνεύσιμους μηχανισμούς με δοσοληψίες και μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων σε τρίτες εταιρείες, όπως εδώ στην Κύπρο, με διαφορετικά συστήματα, επιτάσσουν και προβάλλουν την αναγκαιότητα της χρήσης του διατάγματος Norwich ως βοηθητικό μέσο για την ανεύρεση και εξιχνίαση εκείνων των πληροφοριών που είναι αναγκαίες, τόσο για τη διαπίστωση της ταυτότητας του ή των αδικοπραγούντων όσο και την υποβοήθηση στην ανεύρεση γεγονότων και μαρτυρίας για την ενδεχόμενη έγερση αγωγής (Avila Management Services Ltd ν. Frantisek Stepanek κ.ά. (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1403). Οι δικαστικές διαδικασίες στην Ελλάδα δεν απέφεραν οποιουσδήποτε καρπούς και ορθώς επισημαίνει ο εφεσίβλητος, βλέποντας ότι είχε εξαντλήσει τα περιθώρια στα Ελληνικά Δικαστήρια κινήθηκε κρίνοντας αναγκαίο πλέον το μέτρο αυτό, στα Κυπριακά Δικαστήρια ώστε να εξασφαλίσει πληροφορίες που οι εφεσείοντες και άλλοι εναγόμενοι ενδέχεται να έχουν κατοχή τους, έστω και αν η ανάμειξη τους ήταν ανυπαίτια, αθώα. Εκτός αν φυσικά αποδειχθεί διαφορετικά από τα γεγονότα της υπόθεσης, αυτοί τελούσαν κάτω από το καθήκον να βοηθήσουν τον εφεσίβλητο/αιτητή να αποκαταστήσει την αδικία σε βάρος του, μέσω της αποκάλυψης στη βάση των αρχών της Norwich.
Είναι ορθή η παρατήρηση και κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος έχει ήδη επιτύχει σε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων παραμένει χωρίς σημασία εφόσον οι διαδικασίες στην ημεδαπή δεν αφορούν τους ίδιους εναγόμενους και προφανέστατα δεν μπορεί να επωφεληθεί από τη διαδικασία αυτή. Είναι ορθή επίσης η παρατήρηση ότι ο ενάγοντας εφεσίβλητος με την καταχώ[*135]ρηση αυτοτελούς αγωγής επιζητεί να εξακριβώσει γεγονότα που ενδέχονται να οδηγήσουν στην έγερση νέας διαδικασίας εναντίον των εναγομένων Κυπριακής καταγωγής, εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
Το θέμα της βλάβης απασχόλησε το Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι ικανοποιούνται σωρευτικά και στο σύνολό τους οι πρώτες δύο προϋποθέσεις όπως αυτές καθορίζονται από την νομολογία, βάσει του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 αλλά και τα διατάγματα του Norwich, για να καταλήξει ότι η ανεπανόρθωτη βλάβη ή ζημιά που θα προκαλείτο από την μη έκδοση πρωτοδίκως των επιδίκων διαταγμάτων ήταν παρούσα και διάχυτη, όπως προέκυπτε από τα γεγονότα που είχαν τεθεί με την ένορκη δήλωση που υποστήριζαν την αίτηση. Εστιάζοντας έτσι το Δικαστήριο στην απώλεια και εξαφάνιση αλλά και ενδεχόμενη εσκεμμένη απόκρυψη των αναγκαίων για τον εφεσίβλητο στοιχείων ώστε να μπορέσει να προχωρήσει με νέα διαδικασία για προάσπιση των δικαιωμάτων του εξέδωσε τα αιτούμενα διατάγματα. Είναι διαπίστωση μας ότι το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αναντίρρητα πληρούσε τις προϋποθέσεις του νόμου και της νομολογίας.
Η Πρόεδρος του Δικαστηρίου εξετάζοντας τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 κάτω από το πλέγμα των αρχών της Norwich και των συναφών αυθεντιών κατέληξε πως:
«Προκύπτει σαφώς ότι η εναγομένη 1, κυπριακή εταιρεία, δεν είναι διάδικο μέρος στην ελλαδική διαδικασία. Γι’ αυτό η πλευρά του αιτητή έκρινε ως πρόσφορο μηχανισμό την καταχώρηση αυτοτελούς αγωγής. Είναι ορθή η διαπίστωση που διάχυτα προκύπτει από την προσφερθείσα μαρτυρία ότι ζητούμενο στην κρινόμενη διαδικασία «δεν είναι η δίχως άλλο λήψη μαρτυρίας για υποβοήθηση αλλοδαπής δικαστικής διαδικασίας» αλλά ευρύτερα η εξακρίβωση γεγονότων που ενδέχεται να οδηγήσουν στην έγερση νέας διαδικασίας και δη εναντίον της εναγομένης 1 στην Κύπρο. Ομοίως, πρέπει να πω ότι με βρίσκει σύμφωνη η θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι τέτοια έκδοση θεραπειών δεν είναι δυνατή σε σχέση με ποινική διαδικασία (βλ. Rusal v. Debevoise [2011] EWHC 404 (QB)), χωρίς όμως να αποκλείεται να υπάρχει για να βοηθήσει αστικές διαδικασίες ακόμη και στο εξωτερικό, εφόσον βέβαια υπάρχει αγωγή στην Κύπρο.
Το, βάσει των αυθεντιών, θεμελιωτικό της δικαιοδοσίας έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων, κατά την κρίση μου, είναι στο στάδιο εξέ[*136]τασης των δύο πρώτων προϋποθέσεων του Άρθρου 32, κατά το οποίο ο αιτητής έχει το βάρος να καταδείξει «σοβαρές ενδείξεις δικαιωμάτων» και πρωταρχικά ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος του μια αδικοπραξία αφενός και αφετέρου ότι οι εναγόμενοι-καθ’ ων η αίτηση εμπλέκονται σ’ αυτήν – είτε αθώα είτε όχι.
Τα πιο πάνω αγγίζουν τόσο την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση το οποίο ικανοποιείται με την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης όσο και την θεμελίωση «ορατής πιθανότητας επιτυχίας», νομικών εννοιών που έτυχαν ευρείας νομολογιακής αξιολόγησης διαχρονικά στην ιστορία του Κυπριακού Δικαίου.»
Όπως παρατηρήθηκε στην Seamark Consultancy Services Limited v. Joseph P. Lasala κ.ά. (2007) 1 A.A.Δ. 162, με υιοθέτηση της ΑBP Holdings Ltd κ.ά. ν. Κιταλίδη (Αρ.2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694, τα Δικαστήρια της Κύπρου λειτουργούν με βάση την ευρύτατη εξουσία που τους παρέχεται από το Άρθρο 32 του Νόμου 14/60. Τα Κυπριακά Δικαστήρια, ακολουθώντας την πορεία των Αγγλικών Δικαστηρίων, έκριναν ότι θα έπρεπε να υιοθετήσουν τη γραμμή των αποφάσεων ώστε να αντιμετωπίσουν τις ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνολογία και στον τομέα της επικοινωνίας καθώς, όπως παρατηρείται στην Lasala, και της σύγχρονης μεταβολής στους τρόπους συναλλαγής των ανθρώπων. Οι δοσοληψίες που γίνονται σε όλα τα μέρη της γης μέσα σε χρόνο ελάχιστο μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος και η μεταφορά χρημάτων από ένα λογαριασμό σε άλλο, από τη μια χώρα στην άλλη, σε μηδενικό σχεδόν χρόνο απαιτούν νέους χειρισμούς έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων ώστε αυτά να παρέχουν αποτελεσματικό όπλο στα χέρια των διαδίκων μέχρι το πέρας της διαφοράς. Ευρύτατη λοιπόν εξουσία παρέχεται, δυνάμει του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, στο Δικαστήριο που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία να εκδώσει παρεμπίπτοντα διατάγματα τα οποία να καθίστανται αποτελεσματικά. Εκείνο που κρίνεται πάντοτε κάτω από το Άρθρο 32 είναι αν πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις, κανένας άλλος περιορισμός δεν τίθεται.
Προσεκτική εξέταση όλων των γεγονότων και δεδομένων της υπόθεσης υποστηρίζει εμφαντικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήσκησε ορθώς τη διακριτική του ευχέρεια. Τα γεγονότα όπως είχαν τεθεί ενώπιον του επίτασσαν την χρήση του διατάγματος Norwich Pharmacal, ως βοηθητικού μέσου για την ανεύρεση και εξιχνίαση εκείνων των σχετικών πληροφοριών που είναι αναγκαίες, τόσο για τη διαπίστωση της ταυτότητας του ή των αδικοπραγούντων, όσο και την υποβοήθηση και ανεύρεση γεγονότων και μαρτυρίας για την πιθανότητα έγερσης αγωγής στην ημεδαπή. Στην [*137]υπόθεση Upmann v. Elkan [1871] L.R. 12 Eq. 140, στην οποία γίνεται αναφορά στην Avila Management (ανωτέρω), αναγνωρίστηκε η ύπαρξη δικαιοδοσίας που επιβάλλει το καθήκον σε πρόσωπο που έχει αναμιχθεί σε αδικοπραξία άλλων ώστε να διευκολύνει την εκτέλεση τους, παρά το γεγονός ότι μπορεί το ίδιο να μην είχε προσωπική ευθύνη, να δώσει βοήθεια με παροχή πληροφοριών και αποκάλυψη των ονομάτων των αδικοπραγούντων, αρχή που υιοθετήθηκε στην Norwich Pharmacal Co a.o. v. Commissioners and Custom Excise [1973] 2 All E.R. 943, η οποία ακολουθήθηκε σε σειρά άλλων υποθέσεων στις οποίες κάνει αναφορά και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η αρχή που εφαρμόστηκε στην Norwich έχει επεκταθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε η αποκάλυψη εναντίον εναγομένων να προσφέρει στον ενάγοντα τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει όλα τα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν για να εγερθεί αγωγή εναντίον τρίτου προσώπου, έστω και αν δεν θα ήταν δυνατόν να διακριβωθεί, χωρίς τη λήψη των πληροφοριών αυτών, κατά πόσο το τρίτο αυτό πρόσωπο διέπραξε αστικό αδίκημα εναντίον του ενάγοντα. Η ιστορική ανάπτυξη και επέκταση των αρχών της Norwich με λεπτομέρεια περιγράφεται στην Avila (ανωτέρω) την οποία και υιοθετούμε χωρίς να κρίνουμε αναγκαίο να επαναλάβουμε την πορεία που ακολούθησαν οι εν λόγω αποφάσεις.
Παραθέτουμε μόνο την Mitsui & Co Ltd v. NexenPetroleum UK Ltd [2005] EWHC 625 και το πιο κάτω απόσπασμα όπου λέχθηκε ότι:
«(i) a wrong must have been carried out, or arguably carried out, by an ultimate wrongdoer; (ii) there must be the need for an order to enable action to be brought against the ultimate wrongdoer; and (iii) the person against whom the order is sought must: (a) be mixed up in so as to have facilitated the wrongdoing; and (b) be able or likely to be able to provide the information necessary to enable the ultimate wrongdoer to be sued.»
Σε μετάφραση: (όπως καταγράφεται στην Αvila)
«(i) πρέπει να έχει λάβει χώραν ή κατ’ ισχυρισμόν να έχει λάβει χώραν μια αδικοπραξία από ένα τελικό αδικοπραγούντα, (ii) πρέπει να διαπιστώνεται ανάγκη για την έκδοση διατάγματος ώστε να είναι δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος και (iii) το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση πρέπει: (α) να έχει αναμειχθεί κατά τρόπο που να έχει διευκολύνει την αδικοπραξία και (β) να είναι σε θέση ή πιθανόν να είναι σε θέση να παράσχει τις αναγκαίες πλη[*138]ροφορίες που θα καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος.»
Στην Avila (ανωτέρω) όπου εξετάσθηκε επίσης το ζήτημα το οποίο τέθηκε και πρωτοδίκως, ότι διατάγματα Norwich δεν εκδίδονται για υποβοήθηση έγερσης αγωγής εκτός δικαιοδοσίας, το Εφετείο κατέληξε ως ακολούθως:
«Άλλο ουσιαστικό ζήτημα το οποίο εγείρεται με την έφεση και τέθηκε και πρωτοδίκως ήταν ότι τα διατάγματα Norwich Pharmacal δεν εκδίδονται για υποβοήθηση έγερσης αγωγής εκτός δικαιοδοσίας, δηλαδή, σε δικαιοδοσία άλλη από αυτή στην οποία επιδιώκεται και εκδίδεται το διάταγμα. Τα διατάγματα Norwich Pharmacal εμπίπτουν στη γενικότερη δυνατότητα της παροχής πληροφοριών και αποκάλυψης εγγράφων και στοιχείων. Όπως κάθε διάταγμα αποκάλυψης και παρουσίασης εγγράφων, όπως για παράδειγμα διάταγμα που εκδίδεται κάτω από το Bankers’ Books Evidence Act 1879, έτσι και το διάταγμα Norwich Pharamacal χρειάζεται τη συνδρομή των αρμοδίων αρχών, συνήθως των Πρωτοκολλητών των Δικαστηρίων, για την εκτέλεση του. Γι’ αυτό και το Δικαστήριο δεν εκδίδει κατά κανόνα τέτοιο διάταγμα επί αλλοδαπού ή επί αλλοδαπής τράπεζας που είναι ή μπορεί να είναι μέρος της επί Δικαστηρίω αγωγής και που βρίσκεται εκτός δικαιοδοσίας. Ιδιαιτέρως, όταν η επιχείρηση διεξάγεται στο εξωτερικό (Mackinnon v. Donaldson Lufkin & Jenrette Securities Corp. [1986] 1 All E.R. 653).
Δεν υπάρχει όμως κώλυμα ως θέμα αρχής τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal να είναι δυνατόν να εκδοθούν και προς υποβοήθηση λήψης στοιχείων και πληροφοριών για έγερση αγωγής εκτός δικαιοδοσίας. Με την πολυπλοκότητα των σύγχρονων εμπορικών δραστηριοτήτων, κατά τη διεξαγωγή των οποίων δυνατό να εμπλέκονται διάφορα φυσικά και νομικά πρόσωπα εντός και εκτός δικαιοδοσίας, θα ήταν πολύ περιοριστική η εμβέλεια του διατάγματος εάν αποφασιζόταν να ισχύει μόνο για τις εντός της δικαιοδοσίας προτιθέμενες αγωγές. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί πάνω σε οποιαδήποτε νομική ή ακόμη και λογική βάση. Στη Smith Kline & French Laboratories Ltd v. Global Pharmaceuticals [1986] RPC 394, η οποία αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στην United Company Rusal Plc and others v. HSBS Bank Plc and others [2011] EWHC 404 (QB), αναγνωρίστηκε ότι τα διατάγματα αυτού του τύπου εναντίον ενός εναγομένου έχουν σκοπό να δώσουν τη δυνατότητα σε ενάγοντα να εντοπίσει τον αδικοπρα[*139]γούντα ακόμη και σε ξένη χώρα, ώστε να εγερθεί εκεί σχετική διαδικασία χρησιμοποιώντας τα έγγραφα και τις πληροφορίες που αποκαλύφθηκαν σε άλλη δικαιοδοσία. Αρκεί το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει αδικοπραξία από άτομο ή άτομα τρίτα προς τη διαφορά ή τους διαδίκους σε μια αγωγή ώστε ο αιτούμενος το διάταγμα να εγείρει την αγωγή του ακόμη και στο εξωτερικό, (Steven Gee: Commercial Injunctions 5η έκδ. σελ. 689).»
Στο τέλος της ημέρας εκείνο που προσμετρά είναι η αναγκαιότητα λήψης των πληροφοριών κρινόμενο πάντοτε κάτω από τα γεγονότα της εκάστοτε υπόθεσης. H δυνατότητα έκδοσης του διατάγματος τελεί πάντοτε υπό την αίρεση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, το οποίο δεν θα πρέπει να ικανοποιήσει το αίτημα εάν οι πληροφορίες μπορούν να ληφθούν με άλλο διαθέσιμο τρόπο, ή εκεί όπου το Δικαστήριο δεν έχει πεισθεί ότι υπάρχει πραγματική πρόθεση έγερσης αγωγής εναντίον του αδικοπραγούντος, πράγμα που δεν συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση. Δεν είναι δυνατόν να ληφθεί σοβαρά υπόψη η ένσταση των εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθά τις αρχές που διέπουν την έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich, αλλά και ούτε ότι λανθασμένα κατέληξε ότι η έκδοση τους ήταν αναγκαία υπό τας περιστάσεις της υπόθεσης. Εκ των πραγμάτων ορθή ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αγωγή ήταν σύνθετη αγωγή εντοπισμού ιχνηλάτισης και αποκάλυψης όπως έχει αναλυθεί από την νομολογία.
Όπως παρατηρεί ορθώς και το πρωτόδικο Δικαστήριο, με παραπομπή στην Parico Aluminium Designs v. Muskita Aliminium Co Ltd κ.α. (2002) 1 A.A.Δ. 2015 και Kουνούνα ν. F & A Simonos Ltd (2002) 1 A.A.Δ. 1361, το ζήτημα παροχής ταυτόσημων θεραπειών με την αγωγή, δεν αποκλείεται. Το ζήτημα πάντοτε εξετάζεται ως προς τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και αποτελεί ζήτημα ειδικών περιστάσεων. Επίσης είναι ορθό ότι δεν χορηγείται ουσιαστική θεραπεία από το ενδιάμεσο αυτό στάδιο, και κάτω από τον μανδύα της αίτησης για προσωρινό μέτρο (Michael v. Brevinos (1969) 1 C.L.R. 578). Το ανεπιθύμητο όμως δεν εξισούται με απαγόρευση. Δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας αποκλεισμού της θεραπείας ενδιαμέσως, αν αυτή ορθά και δίκαια ζητείται, επειδή και η αγωγή ουσιαστικά επιδιώκει το ίδιο πράγμα. Κατ’ αρχάς η ενδιάμεση θεραπεία παραμένει ενδιάμεση και αναθεωρήσιμη ανά πάσα στιγμή αν θεωρηθεί ότι οι περιστάσεις έχουν διαφοροποιηθεί προς τροποποίηση ή ακόμη και ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος. Πρόσθετα, ενώ το εκδοθέν διάταγμα παραχωρείται ως λύ[*140]ση επείγουσας και παρεμπίπτουσας μορφής, οι ίδιες οι θεραπείες που ζητούνται με το κλητήριο, εάν επιτύχουν, χορηγούνται τελεσίδικα και στο διηνεκές, (Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1848). Εξαρτάται πάντοτε από την κρίση του Δικαστηρίου, αναλόγως των περιστάσεων (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.ά. (ανωτέρω)).
Παραπονούνται οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε λανθασμένα το θέμα της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών των οποίων η αποκάλυψη διατάχθηκε με το επίδικο διάταγμα. Ενώ, εισηγούνται, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά υπέδειξε ότι η νομολογία επιτρέπει παράκαμψη της αρχής εμπιστευτικότητος υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, δεν εξέτασε αν συντρέχει στην συγκεκριμένη περίπτωση. Αν προχωρούσε να εξετάσει το ζήτημα, θα έπρεπε να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι αυτό ελλείπει: δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο και ισχυρισμός διάπραξης αδικοπραξίας από τα πρόσωπα προς τα οποία οι εφεσείοντες 5 και 6 έχουν καθήκον εμπιστοσύνης, δηλαδή από την εφεσείουσα/εναγόμενη 1 και από τον τελικό δικαιούχο της. Οι αποδιδόμενες όπως προκύπτει από το μαρτυρικό υλικό αδικοπραξίες φέρονται να τελέστηκαν αποκλειστικά από τους εναγόμενους 7, 8 και 9. Και τέλος, ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν εξέτασε καθόλου κατά πόσον τα διατάγματα τα οποία ζητούνταν και τελικώς δόθηκαν, ήταν αντίθετα με το Άρθρο 17 του Συντάγματος. Το λεκτικό του διατάγματος όπως εκδόθηκε απαιτεί, εισηγούνται, αποκάλυψη επικοινωνιών μεταξύ των εφεσειόντων και τρίτων προσώπων, παρά το γεγονός ότι τέτοιες επικοινωνίες απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία του Άρθρου 17 του Συντάγματος.
Όσον αφορά το λεκτικό και την ευρύτητα των εκδοθέντων διαταγμάτων κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα και κατέληξε ότι η διατύπωση των παρακλητικών δεν είναι ούτε συγχυστική ούτε επικίνδυνα ευρεία και έτσι τα ενέκρινε ως είχαν. Είναι προαπαιτούμενο πως ένα παρεμπίπτον διάταγμα θα πρέπει να είναι σαφές και συγκεκριμένο έτσι ώστε το πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται να γνωρίζει επακριβώς πως πρέπει να ενεργήσει ή πως θα πρέπει να αποφύγει να ενεργήσει, νοουμένου ότι οι συνέπειες της παρακοής του διατάγματος του Δικαστηρίου επιφέρουν σοβαρές συνέπειες.
Διεξήλθαμε με προσοχή το λεκτικό των διαταγμάτων και καταλήξαμε πως δεν υπάρχει οποιαδήποτε ασάφεια ή αοριστία, ή ότι προκαλεί οποιαδήποτε σύγχυση ή η διατύπωση του είναι τόσο ευρεία ώστε να προκαλέσει οποιαδήποτε δυσκολία στο πρόσωπο [*141]προς το οποίο στρέφεται να συμμορφωθεί με αυτό.
Το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπερέχει έναντι της εμπιστευτικής σχέσης Τράπεζας – πελάτη ή Πελάτη – παροχέα υπηρεσιών καθιερώθηκε στην Τournier ν. Νational Provincial and Union Bank of England Ltd [1923] All E.R. 550, στην οποία παραπέμπει και το Δικαστήριο. Στην τελευταία απόφαση η επιδίωξη σκοπού καταστολής δολίων πράξεων ή εγκλημάτων είναι στοιχείο που συνάδει με το δημόσιο συμφέρον και απαιτεί ή επιβάλλει αποκάλυψη. Το συμφέρον της δικαιοσύνης ως έκφανση του δημοσίου συμφέροντος υπερτερεί της προστασίας των εμπιστευτικών δεδομένων των αδικοπραγούντων. Η υπερίσχυση του δημοσίου συμφέροντος έναντι της αρχής της εμπιστευτικότητας, όπως προκύπτει από την αρχή του τραπεζικού απορρήτου, τονίστηκε, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε, και στην Ι.Β.L. v. Planet [1990] J.L.R. 294. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το δημόσιο συμφέρον υπερέχει έναντι της αρχής του απορρήτου όταν σκοπείται η αποκάλυψη πληροφοριών ή δεδομένων που αφορά σε δόλιες πράξεις ή εγκληματικές συμπεριφορές όπως και στην υπό κρίση υπόθεση αποδίδονται στους εφεσείοντες. Σε πιο πρόσφατη υπόθεση Omar v. Omar [1995] 1 W.L.R. 1428, το Δικαστήριο επέτρεψε τη χρήση των εγγράφων όχι μόνο για τους σκοπούς της αξίωσης των εναγόντων για εντοπισμό των περιουσιακών τους στοιχείων αλλά και για άλλες απαιτήσεις με παράλληλες αγωγές σε άλλες χώρες.
Προβάλλει ακόμη ένα παράπονο των εφεσειόντων σε σχέση με την καθυστέρηση που επέδειξε ο ενάγοντας/εφεσίβλητος τόσο για την καταχώριση της αγωγής όσο και της ενδιάμεσης αίτησης. Οι αιτιάσεις είναι παντελώς αβάσιμες και αστήριχτες. Παραπομπή στην ένορκη δήλωση φανερώνει ότι οι έλεγχοι και οι ενέργειες που έπρεπε να αναλάβει ο εφεσίβλητος/ενάγοντας, και οι διαδικαστικές ενέργειες και τα μέτρα που έλαβε στην Ελλάδα, φανερώνουν ότι η πολυπλοκότητα των καταστάσεων ήταν τέτοια ώστε ο ενάγοντας θα έπρεπε να συλλέξει όλα τα αναγκαία στοιχεία και γεγονότα, να τεκμηριώσει με σχετική μαρτυρία όλα όσα είχε συγκεντρώσει, πριν αποταθεί στο Κυπριακό Δικαστήριο για παροχή θεραπείας. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνοντας γνώση όλων των γεγονότων στη βάση της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του ορθώς διαπίστωσε ότι συντρέχει το κατεπείγον: η αναγκαιότητα έκδοσης του διέπνεε όλο το πλέγμα των περιστατικών της υπόθεσης, σε βαθμό που η όποια καθυστέρηση σημειώθηκε εκ μέρους του εφεσίβλητου πριν την έναρξη της διαδικασίας να μην έχει καταλυτικό χαρακτήρα ως προς το επείγον. Η θέση της άλλης πλευράς ότι τα διατάγματα αυτά θα μπορούσαν να εκδοθούν ως τελικά διατάγ[*142]ματα με την εκδίκαση της αγωγής δεν μπορεί να επιτύχει. Επιζητούνταν άλλωστε σχετικές λεπτομέρειες και στοιχεία ώστε να προωθηθεί ακριβώς η αγωγή στην ημεδαπή. Οι κίνδυνοι από τη μη έκδοση των διαταγμάτων με εξανεμισμό των οποιωνδήποτε στοιχείων, ή οι κίνδυνοι μεταβίβασης περαιτέρω της περιουσίας ήσαν ορατοί. Δεν μπορεί να αποδοθεί αμέλεια ή οποιαδήποτε εσκεμμένη καθυστέρηση εκ μέρους του εφεσίβλητου η οποία θα μπορούσε να του στερήσει το δικαίωμα παροχής θεραπείας.
Το Δικαστήριο εξετάζοντας το ζήτημα της έκδοσης των διαταγμάτων φίμωσης μονομερώς παρατήρησε:
«Η δήλωση του κ. Κούρτελλου ότι δεν επιμένει πια στο διάταγμα φίμωσης, δεν αφήνει στο απυρόβλητο την κρίση του Δικαστηρίου αν καλώς αυτό εξεδόθη στο στάδιο που εξεδόθη.
Γενικά είναι παραδεκτό ότι αιτήσεις για διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal συχνά συνοδεύονται από Διατάγματα Φίμωσης με σκοπό την εξασφάλιση αποδεικτικών στοιχείων ή για αποτροπή του κινδύνου μετακίνησης ή καταστροφής στοιχείων.
Είναι εξίσου σωστό αυτό που τόσο ο κ. Δράκος όσο και η κα Κακαβά επισημαίνουν ότι δέον να εξηγηθεί δεόντως ο κίνδυνος αυτός.
Κατά τις ενστάσεις υπήρξαν εκτεταμένες αναφορές για το λανθασμένο της μονομερούς έκδοσης του διατάγματος ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ο χρόνος και η καθυστέρηση (για ex parte) θεραπείας. Είναι ορθό ότι ex parte θεραπεία δεν θα πετύχαινε μονομερώς για τα διατάγματα Norwich. Το διάταγμα φίμωσης ουσιαστικά προβλήθηκε ως αναγκαίο προαπαιτούμενο της δυνατότητας εξέτασης της αίτησης που προωθήθηκε ως by summons και όχι γενικά ως θέμα που θα μπορούσε συνολικά να δώσει μονομερώς τις αιτούμενες θεραπείες.
Είναι γεγονός ότι εν τελευταία ανάλυση ο κίνδυνος εξαφάνισης των στοιχείων δεν ήταν τέτοιας εμβέλειας ώστε πραγματικά να έπρεπε να προϋπήρχε μονομερώς έκδοση διατάγματος φίμωσης.
Ομολογώ ότι με προβλημάτισε αυτή η πτυχή και η ενδεχόμενη συνέπεια της. Όμως η δήλωση του κ. Κούρτελλου ότι δεν επιμένει επί του μέρους αυτού και η σύμπλευση των λοιπών δικηγόρων ότι αυτό οδηγεί ουσιαστικά σε κατάληξη [*143]απόρριψης του διατάγματος αυτού, θεωρώ ότι δεν μου επιτρέπει να ασχοληθώ περαιτέρω επί του θέματος παρά να προχωρήσω στην ακύρωση του διατάγματος που εξεδόθη μονομερώς στις 10.5.2011.
Αναμφίβολα ωστόσο μπορώ να πω ότι δεν έχω πεισθεί για βλάβη στη δυνατότητα των καθ’ ων η αίτηση να υποβάλουν τις ενστάσεις και να προωθήσουν τις θέσεις τους λόγω της ύπαρξης του διατάγματος φίμωσης. Είναι φανερό ότι το έπραξαν με επάρκεια και με μεγάλη επιμέλεια.»
Θα συμφωνήσουμε με την απόληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Είμαστε πεπεισμένοι ότι η δικαστική προσέγγιση δεν στέρησε από τους εφεσείοντες το δικαίωμα να υπερασπιστούν πλήρως ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και να θέσουν εκτεταμένα τις αντιρρήσεις τους ώστε το διάταγμα να μην εκδοθεί. Φαίνεται τουναντίον ότι ερεύνησαν κάθε πτυχή των ισχυρισμών της ένορκης δήλωσης των αιτητών και έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα απαραίτητα στοιχεία, ώστε να αποφασίσει επί του ζητουμένου χωρίς να παραβιασθούν οι αρχές της δίκαιης δίκης. Το γεγονός ότι λανθασμένα, όπως και το ίδιο το Δικαστήριο, παραδέχεται ότι προχώρησε στην έκδοση μονομερώς και παρέσχε θεραπεία δεν αλλάζει την ορθότητα της τελικής κατάληξης του Δικαστηρίου, την οποία και με τα ενώπιον του στοιχεία καταλήγουμε να επικυρώσουμε ως ορθή.
Παρόλο που κρίνουμε ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν είναι δυνατή η έκδοση θεραπειών σε σχέση με ποινική διαδικασία θα μπορούσε να καλύψει επαρκώς το ζήτημα και να ήταν σαφής καθοδήγηση και περιορισμός της έκτασης των εκδοθέντων διαταγμάτων, εν τούτοις κρίνουμε ότι θα ήταν ορθότερο όπως τεθούν όροι ώστε να υπάρχει απόλυτη σαφήνεια των ορίων εντός των οποίων μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τον εφεσίβλητο οι εν λόγω πληροφορίες και έγγραφα.
Οι περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογούν την επίκληση των προνοιών του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60 όπως τροποποιήθηκε. Ασκώντας την εξουσία που μας παρέχεται και επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση επιβάλλουμε τους κάτωθι όρους:
Ο εφεσείων θα αναλάβει να μην χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε έγγραφα και πληροφορίες ήθελε αποκαλυφθούν στα πλαίσια των διαταγμάτων για σκοπούς ποινικής διαδικασίας εκκρεμού[*144]σης στην Ελλάδα ή έγερσης νέας ποινικής διαδικασίας ή δίωξης εναντίον των εφεσειόντων ή για σκοπούς έγερσης ή προώθησης αστικής φύσεως διαδικασίας εκτός δικαιοδοσίας παρά μόνο κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου.
Ο εφεσίβλητος θα αναλάβει με δήλωση του ενώπιον του Δικαστηρίου να αποζημιώσει τους εφεσείοντες για οποιαδήποτε ζημιά, περιλαμβανομένων εξόδων, ήθελαν αυτοί υποστεί λόγω συμμόρφωσης τους με τα διατάγματα.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο