Αρσιώτου Νεοφύτα (Αρ. 1) (2014) 1 ΑΑΔ 378

ECLI:CY:AD:2014:D110

(2014) 1 ΑΑΔ 378

[*378]13 Φεβρουαρίου, 2014

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 15, 17 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,

ΤΟΝ ΝΟΜΟ 183(Ι)/07 ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΟΜΟ 51(Ι)/2010,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΙΣ 3/12/2012 ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜΟ 71/12,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΦΥΤΑΣ ΑΡΣΙΩΤΟΥ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 38/2013)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari προς ακύρωση διατάγματος Επαρχιακού Δικαστηρίου που εκδόθηκε στο πλαίσιο διερεύνησης ποινικής υπόθεσης, και με το οποίο εξασφαλίστηκε πρόσβαση σε συγκεκριμένα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα της αιτήτριας ― Απορριπτική κατάληξη.

 

Συνταγματικό Δίκαιο ―– Συνταγματικότητα νόμων ― Κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός αν αποφασισθεί το αντίθετο, πέρα από κάθε λογική αμφιβολία ― Τα Δικαστήρια ασχολούνται μόνο με τη συνταγματικότητα των νόμων και όχι με τα κίνητρα, την πολιτική ή τη σοφία τους ή τη συμφωνία τους με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης ή τις θεμελιώδεις αρχές της διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος.

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμων ― Τα Δικαστήρια δεν αποφασίζουν επί ζητημάτων συνταγματικής φύσεως εκτός αν αυ[*379]τό είναι απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς.

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Έλεγχος συνταγματικότητας ― Περιορίζεται στη διαπίστωση συγκρούσεων ή αντιθέσεων προς το Σύνταγμα ― Μεθοδολογία ελέγχου.

 

Τηλεπικοινωνιακά Δεδομένα ― Η πρόθεση του νομοθέτη κατά την Έκτη Τροποποίηση του Συντάγματος (Ν. 51(Ι)/2010).

 

Η αιτήτρια καταχώρησε κατόπιν εξασφάλισης σχετικής άδειας, αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, προς ακύρωση διατάγματος Επαρχιακού Δικαστηρίου, το οποίο εκδόθηκε στο πλαίσιο διερεύνησης ποινικής υπόθεσης, και με το οποίο εξασφαλίστηκε πρόσβαση σε συγκεκριμένα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα της αιτήτριας που αφορούσαν στον αριθμό τηλεφώνου που η ίδια κατείχε.

 

To υπό διερεύνηση ποινικό αδίκημα αφορούσε απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, και η Αστυνομία εξασφάλισε το εν λόγω διάταγμα κατόπιν μονομερούς αίτησης.

 

Η αίτηση καταχωρήθηκε από τις ανακριτικές αρχές με βάση τον περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων και Δικτύων με σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμο του 2007 (Ν. 183(Ι)/07.

 

Το διάταγμα διέτασσε το Γενικό Διευθυντή ιδιωτικής εταιρείας τηλεφωνίας, όπως αποκαλύψει τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που περιγράφονταν στην αίτηση της Αστυνομίας, ειδικότερα  ονοματεπώνυμα, διευθύνσεις κ.α., σε συγκεκριμένη περίοδο που αφορούσε στο επίδικο αδίκημα.

 

Η συμμόρφωση του παροχέα τηλεπικοινωνιακών δεδομένων με το επίδικο διάταγμα και η αποκάλυψη των δεδομένων, οδήγησαν στην έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης της αιτήτριας, που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν η κάτοχος του εν λόγω αριθμού, και έρευνας των υποστατικών και οικίας της.

 

Με την αίτηση για προνομιακό ένταλμα υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

 

  α)  Οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου 183(Ι)/2007, όπως και αυτές του Νόμου 51(Ι)/2010, οι οποίες αποτελούν και τη νομική βάση της αί[*380]τησης στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα «είναι αντισυνταγματικές και/ή δεν καλύπτονται από το δίκαιο της ανάγκης και/ή τις πρόνοιες του Άρθρου 1Α του Συντάγματος, αντιβαίνουν την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας και δεν διασφαλίζουν επαρκώς το δικαίωμα στην ελεύθερη επικοινωνία και το δικαίωμα της ακρόασης ενδιαφερομένων προσώπων.

 

  β)  Εφόσον με το Ν. 51(Ι)/2010 τροποποιείται άρθρο του Συντάγματος και συγκεκριμένα το Άρθρο 17, το οποίο διασφαλίζει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες, οι πρόνοιες του εν λόγω Νόμου προσκρούουν στο Άρθρο 33(1)[ του Συντάγματος. Στην προκείμενη περίπτωση ο σκοπός για τον οποίο ψηφίστηκε ο Ν. 51(Ι)/2010 δεν ανάγεται σε άμεση και πιεστική κοινωνική ανάγκη, ούτε σε θέμα επιβίωσης της συνταγματικής τάξης.

 

  γ)  Το άτομο που υπέβαλε την αίτηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού παραπλάνησε το Δικαστήριο, δηλώνοντας ψευδώς και/ή προσποιούμενος πως ήταν ο ανακριτής της υπό εξέταση υπόθεσης και/ή πως ενεργούσε στη βάση έγκυρης έγκρισης από το Γενικό Εισαγγελέα.

 

  δ)  Το επίμαχο διάταγμα εκδόθηκε χωρίς το Δικαστήριο να έχει διασφαλίσει τα δικαιώματα των επηρεαζόμενων από την έκδοση του διατάγματος προσώπων, χωρίς να έχει τεθεί ενώπιον του, το όνομα οποιουδήποτε ύποπτου προσώπου.

 

  ε) Απουσίαζε η έγκριση του ίδιου του Γενικού Εισαγγελέα, που ήταν απαραίτητη προϋπόθεση κατά το Άρθρο 4(2) του Νόμου.

 

στ) Με το διάταγμα εξουσιοδοτείτο η αποκάλυψη δεδομένων πολύ περισσότερο από ότι ήταν απολύτως αναγκαίο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το Άρθρο 17 του Συντάγματος, αν και περιλαμβάνεται στο περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών, Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, δεν περιλαμβάνεται στα προβλεπόμενα από το Παράρτημα ΙΙΙ του Συντάγματος θεμελιώδη άρθρα, τα οποία δεν μπορούν να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν με οποιονδήποτε τρόπο (βλ. Άρθρο 182 του Συντάγματος).

 

2.  Επομένως, αν και οι πρόνοιες του συγκεκριμένου άρθρου, διασφαλίζουν ανθρώπινο δικαίωμα, παρέχεται στη Βουλή η δυνατότητα συνταγματικής αναθεώρησης τους.

[*381]3.      Αναφορικά με την άλλη πτυχή που αφορά στην εμβέλεια του δικαίου της ανάγκης, το δίκαιο της ανάγκης, όπως έχει ερμηνευθεί διαχρονικά από τη νομολογία, δικαιολογεί την άσκηση της αναθεωρητικής εξουσίας της Βουλής ώστε να προσαρμόζεται το Σύνταγμα στις μεταβαλλόμενες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Ο έλεγχος του Δικαστηρίου δεν επεκτείνεται στην αναγκαιότητα ή στο επιθυμητό της συνταγματικής τροποποίησης ούτε μπορεί να οριοθετήσει το Δικαστήριο την εμβέλεια του νομοθετήματος που ψηφίζει η νομοθετική εξουσία κατ’ επίκληση του δικαίου της ανάγκης. Σε αντίθετη περίπτωση, θα παραβιαζόταν ευθέως η αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

 

4.  Ούτε η επίκληση από την αιτήτρια του Άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. χωρούσε στην περίπτωση. Είναι προφανές ότι η διερεύνηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων που εξυπηρετεί η αποκάλυψη των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων κατά τις πρόνοιες του Νόμου, όσο και η πρόθεση του νομοθέτη κατά την Έκτη Τροποποίηση του Συντάγματος (Ν. 51(Ι)/2010), με την κάλυψη υπό την παράγραφο 17.2(Γ) των περιπτώσεων αδικημάτων για τα οποία είχε τεθεί σε ισχύ ο Νόμος (Ν. 183(Ι)/2007), στην έκταση που αφορά στην πρόσβαση και διατήρηση των δεδομένων και όχι στο περιεχόμενο ηλεκτρονικής επικοινωνίας, εμπίπτουν στους επιτρεπόμενους λόγους επέμβασης επί του δικαιώματος σύμφωνα με το Άρθρο 8.2 της ΕΣΔΑ.

 

5.  Η προβαλλόμενη από την αιτήτρια θέση ότι τα Άρθρα 4 και 5 του Νόμου καλύπτουν μόνο τις περιπτώσεις πτωχευσάντων και φυλακισμένων, δεν ήταν ορθή. Αντίθετα, οι πρόνοιες του Ν.183(Ι)/2007 μετά τη ψήφιση του περί της Έκτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 2010 (Ν. 51(Ι)/2010), ο οποίος τροποποίησε το Άρθρο 17, παράγραφος 2 του Συντάγματος, συνάδουν απόλυτα με το περιεχόμενο του εν λόγω άρθρου.

 

6.  Συνεπώς, το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε κατ’ επίκληση των Άρθρων 4(1), (2), (3) και (4) του Νόμου και βρίσκει έρεισμα στην παράγραφο 2(Γ) του Άρθρου 17 του Συντάγματος.

 

7.  Περαιτέρω δεν ευσταθούσε η θέση περί παραπλάνησης του Δικαστηρίου από τον ενόρκως δηλούντα αστυνομικό στην αίτηση. Ο Αστ. 2313 ήταν ανάμεσα στους ανακριτές της υπόθεσης.

 

8.  Σχετικά με την εισήγηση για τα δικαιώματα των επηρεαζόμενων, δεν είναι απαραίτητο η αίτηση για αποκάλυψη δεδομένων να αναφέρεται πάντα σε «ύποπτο» πρόσωπο, αλλά μπορεί να αφορά και σε τηλεφωνικό αριθμό προς ταυτοποίηση. Σε αυτή την περίπτωση [*382]βεβαίως η αποκάλυψη εκτείνεται και στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα των προσώπων με τους οποίους συνδιαλέχθηκε, αφού μια τέτοια επικοινωνία είναι πάντα αμφίδρομη.

 

9.  Η αποκάλυψη των δεδομένων κατά το Νόμο ωστόσο, δεν επεκτείνεται στο περιεχόμενο της ιδιωτικής επικοινωνίας/συνδιάλεξης, ώστε να παραβιάζονται οι πρόνοιες του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων) Ν. 92(Ι)/96.

 

10. Αναφορικά με την  εισήγηση για προϋπόθεση έγκρισης του ίδιου του Γενικού Εισαγγελέα, που ήταν απαραίτητη προϋπόθεση κατά το άρθρο 4(2) του Νόμου, τέτοια έγκριση στην προκείμενη περίπτωση δόθηκε από Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας και ήταν  επιτρεπτή από το Άρθρο 111.2 του Συντάγματος.

 

11. Όλα τα δεδομένα που ζητήθηκαν ήταν συναφή κατά την έννοια του Νόμου.

 

12. Σε ό,τι αφορούσε υποχρέωση επίδοσης της αίτησης κατά το Κεφ. 6, όπως στις περιπτώσεις έκδοσης μονομερών διαταγμάτων, ο Νόμος δεν προβλέπει τέτοια επίδοση κατά τη διαδικασία έκδοσης του διατάγματος τηλεπικοινωνιακών δεδομένων.

 

13. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεν είναι απαραίτητο να γνωστοποιείται στο επηρεαζόμενο πρόσωπο η επέμβαση στο δικαίωμα επικοινωνίας του, εφόσον αυτό δικαιολογείται από την ανάγκη προστασίας του διερευνητικού έργου και μπορεί κάτι τέτοιο να δικαιολογείται και μετά το πέρας της επέμβασης αυτής.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (1973) 3 C.L.R. 125,

 

Νικολάου ν. Νικολάου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338,

 

Πιτσιλλίδης κ.ά. ν. Επιτρ. Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7,

 

Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640,

 

[*383]Μάτσιας (2011) 1(Α) Α.Α.Δ 152,

 

Αναφορικά με την Αίτηση Μιχαήλ Κωνσταντινίδης, Αίτηση Αρ. 54/2000, ημερομηνίας 27/4/2000,

 

Γιάγκου (1998) 3 Α.Α.Δ. 2276,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μαλιώτη (Αρ. 1) (1998) 2 Α.Α.Δ. 148,

 

Δημοκρατία ν. Κυριάκου (2003) 2 Α.Α.Δ. 479,

 

Klass a.o. v. Germany, ECHR, Apl. No. 5029/71, ημερομηνίας 6/9/1978.

 

Αίτηση.

 

Ε. Πουργουρίδης, για την Αιτήτρια.

 

Δ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ων η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στα πλαίσια διερεύνησης του αδικήματος της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, η Αστυνομία, με διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που εκδόθηκε στις 3/12/2012 κατόπιν μονομερούς αίτησης, εξασφάλισε πρόσβαση σε συγκεκριμένα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που αφορούσαν τον αριθμό κλήσης 96684896. Η αίτηση καταχωρήθηκε από τις ανακριτικές αρχές με βάση τον περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων και Δικτύων την Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμο του 2007 (Ν. 183(Ι)/07).

 

Το διάταγμα διέτασσε το Γενικό Διευθυντή της ΜΤΝ όπως αποκαλύψει τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που περιγράφονται στην αίτηση της Αστυνομίας, ειδικότερα τα ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις των συνδρομητών του εν λόγω αριθμού, προκειμένου για αριθμούς προπληρωμένης τηλεφωνίας, καθώς και κατάσταση εισερχόμενων, εξερχόμενων, αναπάντητων κλήσεων και μηνυμάτων του συγκεκριμένου αριθμού, όπως επίσης και τα στοιχεία των συνδρομητών των αριθμών με τους οποίους είχαν επικοινωνία οι κάτοχοι των αριθμών κλήσεων και άλλες πληροφορίες για την περίοδο 1/1/2012 - 30/11/2012.

 

[*384]Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του Αστ. 2313 Προκοπίου, του Αστυνομικού Σταθμού Επισκοπής, η οποία υποστήριζε την αίτηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, στις 30/11/2012 καταγγέλθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Επισκοπής από την Αντρούλλα Σωτηρίου, 72 ετών, από την Επισκοπή, ότι στις 26/11/2012 και περί ώρα 11.00, δέχθηκε τηλεφώνημα στο σταθερό της τηλέφωνο, το οποίο είχε αναγνώριση κλήσης, από τον αριθμό τηλεφώνου 96684896. Στη γραμμή ήταν γυναίκα, η οποία ισχυρίστηκε ότι είναι η «εγγονή» της Χρυσάνθη, από τη Λάρνακα και ότι χρειάζεται το χρηματικό ποσό των €20.000 για να μεταβεί στην Αθήνα για σκοπούς ιατρικών εξετάσεων λόγω προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε και το οποίο της ζήτησε να παραδώσει σε οδηγό ταξί που θα μεταβεί στην οικία της.

 

Η παραπονούμενη πίστεψε την άγνωστη γυναίκα, ότι ήταν πράγματι η εγγονή της και την ίδια μέρα και περί ώρα 15.30, παρέδωσε το χρηματικό ποσό των €20.000 σε οδηγό ταξί, με σκοπό να το παραδώσει σε οδηγό λεωφορείων για να το μεταφέρει στο αεροδρόμιο Λάρνακας όπου θα βρισκόταν η «εγγονή» της για να το παραλάβει.

 

Την 27/11/2012 η παραπονούμενη δέχθηκε εκ νέου τηλεφώνημα από την ίδια άγνωστη γυναίκα, η οποία της ισχυρίστηκε ότι υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και ότι θα της τηλεφωνήσει ξανά όταν θα νοιώσει καλύτερα από την επέμβαση που υποβλήθηκε.

 

Την 29/11/2012 το πρωΐ, σε άγνωστο χρόνο, η παραπονούμενη δέχθηκε εκ νέου τηλεφώνημα από την ίδια γυναίκα, η οποία ισχυρίστηκε ότι χρειάζεται να γίνει δεύτερη επέμβαση λόγω προβλήματος υγείας της που παρουσιάστηκε μετά την πρώτη επέμβαση και της ζήτησε επιπλέον το χρηματικό ποσό των €10.000, το οποίο την ίδια μέρα η παραπονουμένη παρέδωσε σε οδηγό ταξί, χρώματος άσπρου, αγνώστων αριθμών εγγραφής.

 

Την 30/11/2012 και ώρα 9.30, η παραπονουμένη δέχθηκε τηλεφώνημα από την πραγματική εγγονή της Χρυσάνθη, από τη Λάρνακα, για να της ευχηθεί για την ονομαστική της εορτή και διαπίστωσε ότι τα πιο πάνω δεν ευσταθούν και ότι εξαπατήθηκε από άγνωστη γυναίκα και της αποσπάστηκε συνολικά το ποσό των €30.000.

 

Στην ένορκη δήλωση προβάλλεται παράλληλα ο ισχυρισμός ότι η εξασφάλιση των αναφερόμενων τηλεπικοινωνιακών δεδομένων είναι ουσιαστικής σημασίας για τις αστυνομικές έρευνες.

 

Η συμμόρφωση του παροχέα τηλεπικοινωνιακών δεδομένων με το επίδικο διάταγμα και η αποκάλυψη των δεδομένων, οδήγησαν στην έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης της αιτήτριας, που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν η κάτοχος του εν λόγω αριθμού, και έρευνας των υποστατικών και οικίας της.

 

Η αιτήτρια, αφού εξασφάλισε την απαιτούμενη άδεια του Δικαστηρίου, καταχώρισε την παρούσα αίτηση επιδιώκοντας την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με απώτερο σκοπό την ακύρωση του διατάγματος που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στα πλαίσια της μονομερούς αίτησης με αριθμό 71/12.

 

Βασική θέση του κ. Πουργουρίδη, γύρω από την οποία περιστρέφεται η ουσία της επιχειρηματολογίας του, αποτελεί η θέση ότι οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου 183(Ι)/2007, όπως και αυτές του Νόμου 51(Ι)/2010, οι οποίες αποτελούν και τη νομική βάση της αίτησης στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα «είναι αντισυνταγματικές και/ή δεν καλύπτονται από το δίκαιο της ανάγκης και/ή τις πρόνοιες του Άρθρου 1Α του Συντάγματος ..... και/ή αντιβαίνουν την αρχή της αναγκαιότητας και/ή της αναλογικότητας και/ή δεν διασφαλίζουν επαρκώς το δικαίωμα στην ελεύθερη επικοινωνία και/ή το δικαίωμα της ακρόασης ενδιαφερομένων προσώπων».

 

Ειδικότερα, ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας εισηγείται, ότι, εφόσον με το Ν. 51(Ι)/2010 τροποποιείται άρθρο του Συντάγματος και συγκεκριμένα το Άρθρο 17, το οποίο διασφαλίζει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες, οι πρόνοιες του εν λόγω Νόμου προσκρούουν στο Άρθρο 33(1)* του Συντάγματος. Ο κ. Πουργουρίδης αφενός, αμφισβητεί την εξουσία της Βουλής να επεμβαίνει περιοριστικά τροποποιώντας τέτοια άρθρα και αφετέρου την επίκληση του δικαίου της ανάγκης το οποίο, πρέπει, σύμφωνα με το συνήγορο, να καλύπτει όχι μόνο τη διαδικασία τροποποίησης του Συντάγματος (κατά παράκαμψη της συμμετοχής, δηλαδή των Τ/Κ Βουλευτών), αλλά και τους σκοπούς της τροποποίησης. Στην προκείμενη περίπτωση ο συνήγορος ισχυρίζεται ότι ο σκοπός για τον οποίο ψηφίστηκε ο Ν. 51(Ι)/2010 δεν ανάγεται σε άμεση και πιεστική κοινωνική ανάγκη, ούτε σε θέμα επιβίωσης της συνταγματικής τάξης.

Εκ διαμέτρου αντίθετες ήταν οι θέσεις της κας Κυπριανού, η οποία επικαλούμενη την Έκτη Τροποποίηση του Συντάγματος (Ν. 51(Ι)/2010), υποστήριξε ότι το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε νομότυπα και σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου 183(Ι)/2007, οι οποίες, κρινόμενες στη βάση του δικαίου που βρισκόταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο, είναι απόλυτα συμβατές με την παράγραφο 2Γ* του Άρθρου 17 του Συντάγματος.

 

Αναφορικά με τη μια και συγκεκριμένα την πρώτη από τις δύο πτυχές της πιο πάνω βασικής θέσης του κ. Πουργουρίδη, περιορίζομαι να επισημάνω ότι το Άρθρο 17 του Συντάγματος, αν και περιλαμβάνεται στο περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών, Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, δεν περιλαμβάνεται στα προβλεπόμενα από το Παράρτημα ΙΙΙ του Συντάγματος θεμελιώδη άρθρα, τα οποία δεν μπορούν να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν με οποιονδήποτε τρόπο (βλ. Άρθρο 182 του Συντάγματος). Επομένως, αν και οι πρόνοιες του συγκεκριμένου άρθρου, διασφαλίζουν ανθρώπινο δικαίωμα, παρέχεται στη Βουλή η δυνατότητα συνταγματικής αναθεώρησης τους.

 

Αναφορικά με την άλλη πτυχή της πιο πάνω βασικής θέσης του                   κ. Πουργουρίδη, δηλαδή αυτή που αφορά στην εμβέλεια του δικαίου της ανάγκης, παρατηρώ τα εξής: Συνιστά πάγια αρχή της νομολογίας μας ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, όταν κρίνει τροποποιητικό του Συντάγματος Νόμο, δεν υπεισέρχεται στη σοφία και σκοπιμότη τα του αναθεωρητικού νομοθέτη. Το δίκαιο της ανάγκης, όπως έχει ερμηνευθεί διαχρονικά από τη νομολογία, δικαιολογεί την άσκηση της αναθεωρητικής εξουσίας της Βουλής ώστε να προσαρμόζεται το Σύνταγμα στις μεταβαλλόμενες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Ο έλεγχος του Δικαστηρίου δεν επεκτείνεται στην αναγκαιότητα ή στο επιθυμητό της συνταγματικής τροποποίησης ούτε μπορεί να οριοθετήσει το Δικαστήριο την εμβέλεια του νομοθετήματος που ψηφίζει η νομοθετική εξουσία κατ’ επίκληση του δικαίου της ανάγκης. Σε αντίθετη περίπτωση, θα παραβιαζό[*387]ταν ευθέως η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. (Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (1973) 3 C.L.R. 125 και Νικολάου ν. Νικολάου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338). Οι αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων τέθηκαν στην Πιτσιλλίδης κ.ά. ν. Επιτρ. Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7, με αναφορά στην Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την υπόθεση Πιτσιλλίδης:

 

“Η εισήγηση περί αντισυνταγματικότητας θα εξετασθεί με βάση τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των Νόμων. Έχουν τεθεί στην Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640 (απόφαση Ιωσηφίδη, Δ.). Τις παραθέτουμε:

 

1. Κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός αν αποφασισθεί το αντίθετο «πέρα από κάθε λογική αμφιβολία». Καμιά νομοθετική διάταξη δεν κηρύσσεται άκυρη, εκτός αν είναι αντισυνταγματική πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.

 

2. Τα δικαστήρια ασχολούνται μόνο με την συνταγματικότητα των νόμων και όχι με τα κίνητρα, την πολιτική ή τη σοφία τους ή τη συμφωνία τους με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης ή τις θεμελιώδεις αρχές της διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος.

 

3. Αν είναι δυνατόν τα δικαστήρια θα ερμηνεύσουν το Νόμο έτσι ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος.

 

4. Η δικαστική εξουσία δεν επεκτείνεται στην εξέταση αφηρημένων ζητημάτων, με άλλα λόγια τα δικαστήρια δεν αποφασίζουν επί ζητημάτων συνταγματικής φύσεως εκτός αν αυτό είναι απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς.

 

Βλ. και Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 339 (απόφαση Πική, Π.): «Η μεθοδολογία ελέγχου της συνταγματικότητας νόμου, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύγκειται στην αντιπαραβολή των κρίσιμων διατάξεων του νόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Η έρευνα αποβλέπει στη διαπίστωση κατά πόσο οι διατάξεις του νόμου συγκρούονται με το Σύνταγμα ή συνάδουν με αυτό. Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται και δεν εξετάζει τη σκοπιμότητα ή τη σοφία του νομοθετή[*388]ματος. Ο συνταγματικός έλεγχος περιορίζεται στη διαπίστωση συγκρούσεων ή αντιθέσεων προς το Σύνταγμα» (βλ. επίσης The Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967)               1 C.L.R. 167, ΡΙΚ ν. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 252, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441 και Miliotis v. Police (1966) 2 C.L.R. 62).”

 

Η αιτήτρια, προκειμένου να υποστηρίξει τη θέση της ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει τεκμηριωθεί, με βάση το Νόμο, η επέμβαση στο απόλυτα κατοχυρωμένο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και του απόρρητου της αλληλογραφίας ως μέτρο το οποίο, κατά το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου ‘‘εις μιαν δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίον δια…. την προάσπιση της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων,.. ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων’’, επικαλείται επίσης το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

 

Ούτε η αμέσως πιο πάνω θέση με βρίσκει σύμφωνο. Είναι προφανές ότι η διερεύνηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων που εξυπηρετεί η αποκάλυψη των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων κατά τις πρόνοιες του Νόμου, όσο και η πρόθεση του νομοθέτη κατά την Έκτη Τροποποίηση του Συντάγματος (Ν. 51(Ι)/2010), με την κάλυψη υπό την παράγραφο 17.2(Γ) των περιπτώσεων αδικημάτων για τα οποία είχε τεθεί σε ισχύ ο Νόμος (Ν. 183(Ι)/2007), στην έκταση που αφορά την πρόσβαση και διατήρηση των δεδομένων και όχι στο περιεχόμενο ηλεκτρονικής επικοινωνίας, εμπίπτουν στους επιτρεπόμενους λόγους επέμβασης επί του δικαιώματος σύμφωνα με το Άρθρο 8.2 της ΕΣΔΑ.

 

Ο συνήγορος της αιτήτριας παραπέμποντας στην υπόθεση  Αναφορικά με την αίτηση του Χρίστου Μάτσια κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 152 (απόφαση Πλήρους Ολομέλειας), υποστηρίζει επίσης ότι τα Άρθρα 4 και 5 του Νόμου (Ν. 183(Ι)/2007) καλύπτουν μόνο τις περιπτώσεις πτωχευσάντων και φυλακισμένων και συνεπώς δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση της εδώ αιτήτριας. Ούτε η εν λόγω θέση με βρίσκει σύμφωνο. Θα πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινιστεί ότι στην εν λόγω υπόθεση δεν διαπιστώθηκε ότι ο συγκεκριμένος Νόμος ή συγκεκριμένες πρόνοιες του είναι αντισυνταγματικές. Εκείνο που διαπιστώθηκε από την Ολομέλεια, ήταν ότι «η συμπερίληψη διατάξεων στο Νόμο οι οποίες προβλέπουν για τον τρόπο πρόσβασης των αστυνομικών ανακριτών στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα τα οποία οι πάροχοι είναι υποχρεωμένοι να διατηρούν, έγινε, όχι για σκοπούς εναρμόνισης με το ευρωπαϊ[*389]κό δίκαιο αφού τέτοια υποχρέωση δεν απορρέει ούτε επιβάλλεται από την Οδηγία». Η Ολομέλεια αφού προέβη στη συγκεκριμένη διαπίστωση κατέληξε: «Έπεται, ότι τα υπό κρίση Άρθρα 4 και 5 του Νόμου, δεν καλύπτονται από τις πρόνοιες του Άρθρου 1Α του Συντάγματος που προστέθηκε με την Πέμπτη Τροποποίηση (ανωτέρω)». Την παρούσα όμως περίπτωση, χαρακτηρίζει μια ειδοποιός διαφορά καθοριστικής σημασίας. Τα διατάγματα στην υπόθεση Μάτσια, σε αντίθεση με την παρούσα περίπτωση, εκδόθηκαν, όπως έχω ήδη επισημάνει, πριν από τη δημοσίευση (4/6/2010) του περί της Εκτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 2010, δυνάμει της οποίας η παράγραφος 2 του Άρθρου 17 του Συντάγματος αντικαταστάθηκε από νέα παράγραφο, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται σε ορισμένες περιπτώσεις η επέμβαση στο απόρρητο της επικοινωνίας κλπ των πολιτών. Συνεπώς, η προβαλλόμενη από την αιτήτρια θέση ότι τα Άρθρα 4 και 5 του Νόμου καλύπτουν μόνο τις περιπτώσεις πτωχευσάντων και φυλακισμένων, δεν είναι ορθή. Αντίθετα, οι πρόνοιες του Ν.183(Ι)/2007 μετά τη ψήφιση του περί της Έκτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 2010 (Ν. 51(Ι)/2010), ο οποίος τροποποίησε το Άρθρο 17, παράγραφος 2 του Συντάγματος, συνάδουν απόλυτα με το περιεχόμενο του εν λόγω άρθρου, το οποίο έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω.

 

Συνεπώς, το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε κατ’ επίκληση των Άρθρων 4(1), (2), (3) και (4) του Νόμου και βρίσκει έρεισμα στην παράγραφο 2(Γ) του Άρθρου 17 του Συντάγματος.

 

Πέραν των νομικών επιχειρημάτων που εστιάζονται στη θέση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ενήργησε καθ’ υπέρβαση του Συντάγματος και/ή της δικαιοδοσίας του και/ή χωρίς δικαιοδοσία, με τα οποία έχω ασχοληθεί πιο πάνω και απορρίψει, η αιτήτρια εγείρει και επιμέρους λόγους ακύρωσης που αφορούν τις δικαιοδοτικές προϋποθέσεις έκδοσης του διατάγματος.

 

Ισχυρίζεται ότι «το άτομο που υπέβαλε την αίτηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού παραπλάνησε το Δικαστήριο, δηλώνοντας ψευδώς και/ή προσποιούμενος πως ήταν ο ανακριτής της υπό εξέταση υπόθεσης και/ή πως ενεργούσε στη βάση έγκυρης έγκρισης από το Γενικό Εισαγγελέα». Το Άρθρο 2 του Νόμου 183(Ι)/2007 ορίζει ως «αστυνομικό ανακριτή» ο οποίος υποβάλλει αρμοδίως την αίτηση για έκδοση διατάγματος «μέλος της αστυνομίας που διερευνά σοβαρό ποινικό αδίκημα και/ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που εξουσιοδοτείται να διενεργεί ανακρίσεις προς διερεύνηση σοβαρού ποινικού αδικήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του Άρθρου 4 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου». Ο Αστ. 2313 ήταν ανάμεσα στους ανακριτές του Αστυνομικού Σταθμού Επισκοπής Λεμεσού που διερευνούσε την ποινική υπόθεση, σύμφωνα με την ένορκη του δήλωση στην αίτηση για έκδοση του διατάγματος και αποκάλυψε την πλήρη ιδιότητα του. Το ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου εμφανίζεται ως εξεταστής/ερευνητής της υπόθεσης ο Αστ. 1585, δεν αναιρεί την παράλληλη εξουσία του Αστ. Προκοπίου ως ένας από τους αστυνομικούς ανακριτές στην υπό εξέταση υπόθεση, να ζητήσει το εκκαλούμενο διάταγμα.

 

Ήταν επίσης η θέση του κ. Πουργουρίδη ότι το επίμαχο διάταγμα εκδόθηκε χωρίς το Δικαστήριο να έχει διασφαλίσει τα δικαιώματα των επηρεαζόμενων από την έκδοση του διατάγματος προσώπων, χωρίς να έχει τεθεί ενώπιον του το όνομα οποιουδήποτε ύποπτου προσώπου. Η θέση αυτή παραγνωρίζει τα περιστατικά της υπόθεσης και τον ίδιο το λόγο για τον οποίο ζητήθηκε το διάταγμα. Το όνομα και οποιαδήποτε στοιχεία του κατόχου του εν λόγω αριθμού καρτοκινητής, από τον οποίο το θύμα δέχτηκε το ύποπτο τηλεφώνημα, ήταν άγνωστα στην Αστυνομία και ο σκοπός της έκδοσης του διατάγματος ήταν ακριβώς αυτός. Τα στοιχεία που αναφέρονται στο Άρθρο 4(3)(β), μεταξύ των οποίων και η ταυτότητα του υπόπτου, καταγράφονται στην αίτηση, όταν αυτά βεβαίως είναι διαθέσιμα. Εδώ δεν ήταν.

 

Τα δεδομένα που εν προκειμένω ζητήθηκαν από την Αστυνομία σε σχέση με τον «ύποπτο» αριθμό, σχετίζονται άμεσα με την ταυτότητα του ή των συνδρομητών και εγγεγραμμένων χρηστών αυτού του αριθμού και εμπίπτουν μέσα στον ορισμό των δεδομένων κατά την έννοια του Άρθρου 2 του Νόμου*. Συνεπώς, δεν είναι απαραίτητο η αίτηση για αποκάλυψη δεδομένων να αναφέρεται πάντα σε «ύποπτο» πρόσωπο, αλλά μπορεί να αφορά και σε τηλεφωνικό αριθμό προς ταυτοποίηση. Σε αυτή την περίπτωση βεβαίως η αποκάλυψη εκτείνεται και στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα των προσώπων με τους οποίους συνδιαλέχθηκε, αφού μια τέτοια επικοινωνία είναι πάντα αμφίδρομη. Η αποκάλυψη των δεδομένων κατά το Νόμο ωστόσο δεν επεκτείνεται στο περιεχόμενο της ιδιωτικής επικοινωνίας/συνδιάλεξης, ώστε να παραβιάζονται οι πρόνοιες του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επι[*391]κοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων) Ν. 92(Ι)/96.

 

Σύμφωνα με μια άλλη εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας, στην παρούσα περίπτωση ελλείπει η έγκριση του ίδιου του Γενικού Εισαγγελέα, που ήταν απαραίτητη προϋπόθεση κατά το Άρθρο 4(2) του Νόμου. Τέτοια έγκριση στην προκείμενη περίπτωση δόθηκε από Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας. Το Άρθρο 111.2 του Συντάγματος ορίζει ο Γενικός Εισαγγελέας προΐσταται της Νομικής Υπηρεσίας και εκτός εάν προκύπτει διαφορετικά από συγκεκριμένο Νόμο ή σε συγκεκριμένη περίπτωση, ενυπάρχει εγγενής εξουσιοδότηση των λειτουργών της Νομικής Υπηρεσίας να λειτουργούν εξ ονόματος του και στο πλαίσιο των οδηγιών του. (Βλ. σύγγραμμα Α.Ν. Λοϊζου, Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, σελ. 287 επ.). Εξάλλου, δυνάμει του Άρθρου 113 του Συντάγματος, οποιαδήποτε από τις αναφερόμενες εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα σε σχέση με ποινικές διώξεις, προς τις οποίες έμμεσα συναρτάται και η εν λόγω εξουσία έγκρισης αίτησης για αποκάλυψη τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, ασκούνται και «δια υπαλλήλων υπαγόμενων εις αυτόν» (Αναφορικά με την Αίτηση Κωνσταντινίδης, Αίτηση Αρ. 54/2000, ημερομηνίας 27/4/2000, Γιάγκου (1998) 3 Α.Α.Δ. 2276, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μαλιώτη (Αρ. 1) (1998) 2 Α.Α.Δ. 148 και Δημοκρατία ν. Κυριάκου (2003) 2 Α.Α.Δ. 479).

 

Ήταν περαιτέρω η θέση του κ. Πουργουρίδη ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού «εξέδωσε το επίδικο διάταγμα χωρίς να ικανοποιηθεί ότι αυτό αφορούσε σε ηλεκτρονική επικοινωνία και/ή σε αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης 5 ετών και άνω». Ούτε η εν λόγω θέση με βρίσκει σύμφωνο. Είναι αρκετό να επισημάνω ότι αναγράφεται ρητά στην αίτηση (Μέρος ΙΙ) ότι αφορούσε τα αδικήματα των Άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, καθώς επίσης και ότι στην ένορκη δήλωση ρητά αναφέρεται ότι η προβλεπόμενη ποινή είναι πενταετής φυλάκιση.

 

Τέλος, ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας ισχυρίζεται ότι με το διάταγμα εξουσιοδοτείτο «η αποκάλυψη δεδομένων πολύ περισσότερον από ότι ήταν απολύτως αναγκαίο για τη διερεύνηση της υπόθεσης και/ή από ότι δικαιολογούσαν τα περιστατικά της υπόθεσης». Συγκεκριμένα, παραπονείται ότι η απουσία οποιωνδήποτε όρων για γνωστοποίηση του διατάγματος στα θιγέντα από αυτό πρόσωπα, παραβιάζει ευθέως το Άρθρο 8 της Συνθήκης. Για τους πιο κάτω λόγους, ούτε η εν λόγω θέση με βρίσκει σύμφωνο.

 

Από τη στιγμή που ο Δικαστής που εκδίδει το διάταγμα πείθε[*392]ται στη βάση του πραγματικού υλικού που τίθεται ενώπιον του και τη μαρτυρία της Αστυνομίας, ότι τα δεδομένα προς αποκάλυψη συνδέονται ή είναι συναφή με το υπό διερεύνηση ποινικό αδίκημα και στην προκείμενη περίπτωση δόθηκε τέτοια μαρτυρία, η δικαιοδοσία του ασκήθηκε σύννομα.

 

Το γεγονός ότι η αποκάλυψη των δεδομένων του επίδικου διατάγματος αφορούσε και σε τρίτα πρόσωπα δεν ενέχει οποιαδήποτε αντισυνταγματικότητα, στο βαθμό που η αποκάλυψη αφορούσε μόνο στην αναγνώριση της ταυτότητας των χρηστών των αριθμών με τους οποίους επικοινώνησε η αιτήτρια ως κάτοχος του εκζητούμενου αριθμού. Συνεπώς, όλα τα δεδομένα που ζητήθηκαν ήταν συναφή κατά την έννοια του Νόμου.

 

Τέλος, σε ό,τι αφορά την υποχρέωση επίδοσης της αίτησης κατά το Κεφ. 6, όπως στις περιπτώσεις έκδοσης μονομερών διαταγμάτων, ο Νόμος δεν προβλέπει τέτοια επίδοση κατά τη διαδικασία έκδοσης του διατάγματος τηλεπικοινωνιακών δεδομένων και δεν χωρεί τέτοια αναλογική εφαρμογή των διατάξεων της Πολιτικής Δικονομίας. Εξάλλου, τέτοιο δικαίωμα ακρόασης θα ήταν πρόωρο. Οποιαδήποτε παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος μπορεί να εγερθεί μεταγενέστερα στα πλαίσια ποινικής υπόθεσης, όπου τίθεται στη διάθεση οποιουδήποτε θιγόμενου από το εν λόγω διάταγμα το ανακριτικό υλικό.

 

Εξάλλου, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεν είναι απαραίτητο να γνωστοποιείται στο επηρεαζόμενο πρόσωπο η επέμβαση στο δικαίωμα επικοινωνίας του, εφόσον αυτό δικαιολογείται από την ανάγκη προστασίας του διερευνητικού έργου και μπορεί κάτι τέτοιο να δικαιολογείται και μετά το πέρας της επέμβασης αυτής. (Klass a.o.  v. Germany, Apl. No. 5029/71, ημερομηνίας 6/9/1978).

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ’ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο