Τσούντα Παναγιώτης Φοίβου ν. Νίκης Χρίστου Δημητριάδη (2014) 1 ΑΑΔ 413

ECLI:CY:DOD:2014:2

(2014) 1 ΑΑΔ 413

[*413]20 Φεβρουαρίου, 2014

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΦΟΙΒΟΥ ΤΣΟΥΝΤΑ,

 

Εφεσείων-Καθ’ ου η αίτηση,

 

v.

 

ΝΙΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ,

 

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

 

(Έφεση Αρ. 29/2010)

 

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/91), όπως τροποποιήθηκε ― Κατά πόσον ήταν ορθό εύρημα Οικογενειακού Δικαστηρίου με το οποίο θεωρήθηκε ως δεδομένο, ότι επίδικο ακίνητο ήταν μέρος της περιουσίας εν τη εννοία του νόμου Ν. 232/91, χωρίς αναζήτηση σχετικού ευρήματος ως προς την ημερομηνία της διάστασης των διαδίκων.

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Αύξηση της περιουσίας των συζύγων ― Υπολογίζεται στη βάση της διαφοράς της αξίας της κατά το χρόνο του διαζυγίου ή της διάστασης και της αξίας που είχε όταν αποκτήθηκε ― Αντικείμενο του μερισμού είναι η αύξηση της περιουσίας και όχι αυτή τούτη η περιουσία.

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Ο χρόνος της λύσης ή ακύρωσης του γάμου ή της διάστασης είναι καθοριστικός για τα δικαιώματα των συζύγων ― Περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν μετά τη λύση ή ακύρωση του γάμου ή διάστασης είναι εκτός των προνοιών του Ν. 232/1991 ως τροποποιήθηκε και εκτός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

 

Η εφεσίβλητη ήγειρε ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου αίτηση περιουσιακών διαφορών, ύστερα από τη διάσταση της με τον εφεσείοντα, διεκδικώντας να της αποδοθεί το μερίδιο της από την αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα μετά το γάμο, που κατά τη θέση της, της αναλογούσε.

 

[*414]Η αίτηση της στηρίχθηκε στο Άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1971 (Ν. 232/91, όπως τροποποιήθηκε).

 

Μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων που αξίωσε η εφεσίβλητη/αιτήτρια ήταν συγκεκριμένο  ακίνητο το οποίο σύμφωνα με την ίδια, της ανήκει καθ’ ότι το απέκτησε εξ ολοκλήρου, δυνάμει δωρεάς από τον πατέρα της, κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον εφεσείοντα και στη συνέχεια το μεταβίβασε στον εφεσείοντα, επίσης δυνάμει δωρεάς.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή της κρίνοντας ότι η μεταβίβαση του ½ μεριδίου στον εφεσείοντα την 19/7/05 χωρίς αντάλλαγμα, θα έπρεπε ν’ ακυρωθεί και ως αποκλειστικός ιδιοκτήτης να εγγραφεί η εφεσίβλητη.

 

Ο εφεσείων/καθ’ ου η αίτηση αμφισβήτησε την πιο πάνω κατάληξη.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α) Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεδέχθη την εκδοχή του εφεσείοντα αναφορικά με την ημερομηνία διάστασης των διαδίκων και που ήταν σύμφωνα με τον ίδιο, η 1/7/05.

 

β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν προέβη σε εύρημα αναφορικά με το χρόνο διάστασης των διαδίκων. Αυτό ήταν αναγκαίο προκειμένου να διακριβωθεί κατά πόσο η μεταβίβαση του ½ μεριδίου του ακινήτου στον εφεσείοντα την 19/7/05, ως το σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ενέπιπτε ή όχι στην εμβέλεια των όσων ρυθμίζει το Άρθρο 14 του Ν. 232/91.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο λόγος έφεσης θα έπρεπε να πετύχει. Η εφεσίβλητη πουθενά στα δικόγραφα της δεν αναφερόταν σε ημερομηνία διάστασης με τον εφεσείοντα.

2.  Σ’ αυτά αρνείτο την εκδοχή του εφεσείοντα ότι ο χρόνος διάστασης τους ήταν η 1/7/05 και παρέπεμπε σε χρόνο διάστασης μετά το χρόνο μεταβίβασης του ½ μεριδίου του ακινήτου που ήταν η 19/7/05, αλλά πουθενά δεν καθόριζε το χρόνο της διάστασης.

3.  Προέβαλε για πρώτη φορά ως χρόνο διάστασης τον Οκτώβριο 2005, κατά την ακρόαση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνοντας ότι το ακίνητο αποκτήθηκε από την αιτήτρια/εφεσίβλητη δυνάμει δωρεάς από τον πατέρα της [*415]θεώρησε ότι το θέμα εξαντλείτο. Θεώρησε λανθασμένα ως δεδομένο, ότι το επίδικο ακίνητο ήταν μέρος της περιουσίας εν τη εννοία του νόμου, Ν. 232/91. Αυτό όμως δεν ήταν δυνατό χωρίς το σχετικό εύρημα ως προς την ημερομηνία της διάστασης.

5.  Η επιτυχία του πρώτου λόγου έφεσης ήταν καθοριστική για την έκβαση ολοκλήρου της έφεσης.

6.  Η αντέφεση αναφορικά με την  επιδίκαση νόμιμου τόκου επί των δικηγορικών εξόδων που επιδικάστηκαν υπέρ της εφεσίβλητης, παρέμεινε χωρίς αντικείμενο, δεδομένης της ακύρωσης από το Εφετείο της έκδοσης διαταγής για έξοδα στην πρωτόδικη διαδικασία και της έκδοσης διαταγής όπως  ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας δίκης που διατάχθηκε.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Καμία διαταγή για έξοδα στην αντέφεση. Διατάχθηκε επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Σοφοκλέους v. Σοφοκλέους (2005) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1030,

 

Ορφανίδη v. Ορφανίδη (1998) 1 (Α) Α.Α.Δ. 179.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Καθ’ ου η αίτηση εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιασίδης, Δ. Οικ. Δικ.), (Αίτ. Περ. Διαφ. 146/06), ημερομηνίας 10/9/2010.

 

Α. Παπαχαραλάμπους με Σ. Νικολάου (κα), για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Σκαρπάρη (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

δώσει ο Δικαστής Παρπαρίνος.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η διάσταση του εφεσείοντα και εφεσίβλητης μετά από αρκετά χρόνια έγγαμου βίου, οδήγησε, ελλείψει συνεννόησης, την εφεσίβλητη στην καταχώρηση αίτησης στο Οικογενειακό Δικαστήριο για να της αποδοθεί το μερίδιο της αύξησης περιουσίας του εφεσείοντα μετά το γάμο, που κατά τη γνώμη της, τής αναλογούσε. Η αίτηση της στηρίχθηκε στο Άρθρο 14 του περί Ρυθ[*416]μίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1971 (Ν. 232/91, όπως τροποποιήθηκε). Οι αιτούμενες, με την αίτηση, θεραπείες είναι αρκετές πλην όμως δεν θα απασχολήσουν το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο. Θα μας απασχολήσουν όσα θίγονται με την έφεση και όσα σχετίζονται με τους λόγους έφεσης.

 

Μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων που αξιοί η εφεσίβλητη/αιτήτρια είναι το ακίνητο με αρ. εγγραφής 3/126, Φ/Σχ. 30/14Ε2, Τεμ. 123, Τμήμα 3, Τοποθεσία Κόκκινες, Ενορία Αγ. Γεώργιος στα Λατσιά, ½ μερίδιο, το οποίο σύμφωνα με την εφεσίβλητη της ανήκει καθ’ ότι το απέκτησε εξ ολοκλήρου δυνάμει δωρεάς από τον πατέρα της, κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον εφεσείοντα και στη συνέχεια το μεταβίβασε στον εφεσείοντα, επίσης δυνάμει δωρεάς.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο τη δικαίωσε.  Αποδεχόμενο την εκδοχή της, έκρινε ότι η μεταβίβαση του ½ μεριδίου στον εφεσείοντα την 19/7/05 χωρίς αντάλλαγμα θα πρέπει ν’ ακυρωθεί και ως αποκλειστικός ιδιοκτήτης να εγγραφεί η εφεσίβλητη.

 

Ο εφεσείων/καθ’ ου η αίτηση με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ότι λανθασμένα δεν απεδέχθη την εκδοχή του αναφορικά με την ημερομηνία διάστασης των διαδίκων και που ήταν σύμφωνα με τον ίδιο η 1/7/05. Συνεπώς η μεταβίβαση του ½ μεριδίου του άνω ακινήτου που έγινε προς τον ίδιο τον Οκτώβριο του 2005 δεν μπορούσε ν’ αποτελέσει αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν προέβη σε εύρημα αναφορικά με το χρόνο διάστασης των διαδίκων. Αυτό ήταν αναγκαίο προκειμένου να διακριβωθεί κατά πόσο η μεταβίβαση του ½ μεριδίου του ακινήτου στον εφεσείοντα την 19/7/05, ως το σχετικό εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο να σημειωθεί δεν αμφισβητείται με την έφεση, ενέπιπτε ή όχι στην εμβέλεια των όσων ρυθμίζει το Άρθρο 14 του Ν. 232/91.  Σύμφωνα με τον εφεσείοντα η διάσταση επήλθε την 1/7/05.

 

Αντίθετη ήταν η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης. Σύμφωνα με αυτή το Δικαστήριο με την απόφαση έκανε αποδεκτή την εκδοχή της εφεσίβλητης περί του χρόνου της διάστασης, που ήταν ο Οκτώβρης 2005 και συνεπώς το ακίνητο υπό εξέταση ενέπιπτε στις πρόνοιες του Άρθρου 14.

 

Ο λόγος έφεσης θα πρέπει να πετύχει. Παρατηρούμε κατ’ αρχή [*417]ότι η εφεσίβλητη πουθενά στα δικόγραφα της δεν αναφέρει ημερομηνία διάστασης με τον εφεσείοντα. Σ’ αυτά αρνείται την εκδοχή του εφεσείοντα ότι ο χρόνος διάστασης τους ήταν η 1/7/05 και παραπέμπει σε χρόνο διάστασης μετά το χρόνο μεταβίβασης του ½ μεριδίου του ακινήτου που ήταν η 19/7/05 αλλά πουθενά δεν καθορίζει το χρόνο της διάστασης. Πρόβαλε για πρώτη φορά ως χρόνο διάστασης τον Οκτώβριο 2005, κατά την ακρόαση ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του αφού παραθέτει σε γενικές γραμμές τις εκδοχές των δυο διαδίκων αναφορικά με τον τρόπο απόκτησης του επιδίκου ακινήτου, εν συνεχεία προβαίνει σε αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα και καταλήγει ως ακολούθως:

 

«΄Όλα τα πιο πάνω, πλήττουν, αναπόφευκτα, την αξιοπιστία του Καθ’ ου η αίτηση επί του θέματος της απόκτησης του ακινήτου στα Λατσιά. Αποδέχομαι επ’ αυτού την εκδοχή της Αιτήτριας. Το ακίνητο αυτό το απέκτησε η Αιτήτρια ως δωρεά από τον πατέρα της και ο Καθ’ ου η αίτηση ουδεμία συνεισφορά είχε στην αγορά του. Συνακόλουθα, η μεταβίβαση σ’ αυτόν του ½ μεριδίου στις 19/07/2005 (σύμφωνα και με τη μαρτυρία του Αιμ. Τσίγκη (ΜΑ4) η οποία γίνεται αποδεκτή) δεν αντικατοπτρίζει την αλήθεια των πραγμάτων. Ως εκ τούτου, η μεταβίβαση που έγινε σ’ αυτόν θα πρέπει να ακυρωθεί, ούτως ώστε αποκλειστικός ιδιοκτήτης να φέρεται η Αιτήτρια.»

 

Παρενθετικά αναφέρεται ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αιμ. Τσίγκη (Μ.Α.4) το ½ μερίδιο του πιο πάνω ακινήτου μεταβιβάστηκε στον εφεσείοντα την 14/7/05 και όχι την 19/7/05, όπως είναι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν είναι όμως αντικείμενο της έφεσης και συνεπώς δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.

 

Η εισήγηση της συνηγόρου της εφεσίβλητης ότι με τα όσα έχει αναφέρει πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται ότι αποδέχθηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης ότι δηλαδή η διάσταση επήλθε τον Οκτώβρη 2005 δεν είναι ορθή. Η αναφερόμενη αποδοχή της εκδοχής της αιτήτριας από το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται στο θέμα της απόκτησης του ακινήτου στα Λατσιά και τίποτε περισσότερο. Εξάλλου είναι ξεκάθαρο από όλη την ενότητα που εξέτασε το πρωτόδικο Δικαστήριο με τίτλο «Ακίνητο στα Λατσιά».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφορικά με το χρόνο διάστασης των διαδίκων αρκέστηκε να πει στην προηγούμενη ενότητα της [*418]απόφασης του με τίτλο «Υπήρξε συμφωνία διακανονισμού των περιουσιακών διαφορών». μόνο τ’ ακόλουθα:

 

«Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι πριν την καταχώρηση της αίτησης οι διάδικοι βρίσκονταν σε διάσταση. Ο καθένας φυσικά ισχυρίζεται διαφορετική ημερομηνία, η αιτήτρια ότι ήταν τον Οκτώβρη του 2005 ενώ ο καθ’ ου η αίτηση την 01/07/2005. Κατά συνέπεια, πληρούται η πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 14. Αυτό που απομένει, είναι η διαπίστωση της αύξησης της περιουσίας ενός εκάστου εξ αυτών και η συνεισφορά του καθενός στην αύξηση αυτή.»

 

Το Άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 έως 1999, προβλέπει:

 

«Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.

 

(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.

 

(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:

 

(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία

 

(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.»

(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Στην Σοφοκλέους ν. Σοφοκλέους (2005) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1030, 1033, λέχθηκε ότι «η αύξηση της περιουσίας υπολογίζεται στη βάση της διαφοράς της αξίας της κατά το χρόνο του διαζυγίου ή διάστασης και της αξίας που είχε όταν αποκτήθηκε».

 

Υπενθυμίζεται επίσης ότι το αντικείμενο του μερισμού είναι η αύξηση της περιουσίας και όχι αυτή τούτη η περιουσία. (βλ. Ορφανίδη ν. Ορφανίδη (1998) 1 (Α) Α.Α.Δ. 179).

[*419]Ο χρόνος της λύσης ή ακύρωσης του γάμου ή της διάστασης είναι καθοριστικός για τα δικαιώματα των συζύγων. Ο καθορισμός του είναι απαραίτητος προκειμένου να διακριβωθεί ποια περιουσιακά στοιχεία συνθέτουν την περιουσία εν τη εννοία του νόμου, κατά τον ουσιώδη χρόνο αλλά και για τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν μετά τη λύση ή ακύρωση του γάμου ή διάστασης είναι εκτός των προνοιών του Ν. 232/1991 ως τροποποιήθηκε και εκτός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνοντας ότι το ακίνητο απεκτήθη από την αιτήτρια/εφεσίβλητη δυνάμει δωρεάς από τον πατέρα της θεώρησε ότι το θέμα εξαντλείτο. Θεώρησε λανθασμένα ως δεδομένο, ότι το επίδικο ακίνητο ήταν μέρος της περιουσίας εν τη εννοία του νόμου, Ν. 232/91. Αυτό όμως δεν ήταν δυνατό χωρίς το σχετικό εύρημα ως προς την ημερομηνία της διάστασης.

 

Μας απασχόλησε περαιτέρω κατά πόσο το θέμα αυτό καλύπτεται από το πρώτο λόγο έφεσης, θέμα το οποίο θέσαμε και στον δικηγόρο του εφεσείοντα κατά την ακρόαση.

 

Προσεγγίσαμε με μεγάλη προσοχή το θέμα και καταλήξαμε ότι αν και ο λόγος έφεσης διατυπώνεται με κάποια ασάφεια, στην αιτιολογία του, διασαφηνίζεται επαρκώς. Εκείνο που επιζητείται ήταν να εξετασθεί κατά πόσο το ακίνητο μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο της διαδικασίας επίλυσης των περιουσιακών διαφορών.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

 

Η επιτυχία του πρώτου λόγου έφεσης είναι καθοριστική για την έκβαση ολοκλήρου της έφεσης διότι ο δεύτερος λόγος έφεσης όπως και ο τέταρτος, σε μεγάλο μέρος τους αφορούν το ίδιο ακίνητο.

 

Τέλος όσον αφορά τον τρίτο λόγο, παρατηρούμε ότι δεν προωθήθηκε κατά την ακρόαση και συνεπώς κρίνουμε ότι εγκαταλείφθηκε. Πέραν τούτου διαπιστώνουμε ότι δεν είναι μέρος της πρωτόδικης απόφασης τα όσα με το λόγο αυτό δήθεν προσβάλλονται.  Συνεπώς δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.

 

Ενόψει των ανωτέρω η πρωτόδικη απόφαση και διάταγμα ημερ. 10/9/10, αναφορικά με το ακίνητο στα Λατσιά, ½ μερίδιο του τεμ. 123 που είναι εγγεγραμμένο επ’ ονόματι του εφεσείοντα, ακυρούται όπως και η απόφαση υπέρ του εφεσείοντα για το ποσό των [*420]€14.830 για την περίφραξη και ανώρυξη γεωτρήσεως στο ίδιο ακίνητο. Μας έχει απασχολήσει κατά πόσο θα πρέπει η αίτηση να επανεκδικαστεί στο σύνολο της ή μόνο κατά το μέρος που αφορά το ακίνητο στα Λατσιά από άλλο Δικαστή στην πρώτη περίπτωση ή από τον ίδιο Δικαστή στη δεύτερη περίπτωση. Αφού συνεκτιμήσαμε όλους τους παράγοντες και ιδιαίτερα ότι ο πρωτόδικος Δικαστής προέβη σε αξιολόγηση μεγάλου μέρους της μαρτυρίας και έκανε ευρήματα, αναφορικά με την αξιοπιστία των διαδίκων, κρίνουμε ότι θα ήταν ορθό και δίκαιο η όλη αίτηση να επανεκδικαστεί από άλλο Δικαστή. Η πρωτόδικη απόφαση ημερ. 10/9/10 ακυρούται στο σύνολο της όπως και η διαταγή για έξοδα. Σύμφωνα με τις εξουσίες μας δυνάμει του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) εκδίδουμε διαταγή για την επανεκδίκαση της αίτησης επί όλων των θεμάτων, εκτός εάν επέλθει συμβιβασμός όλων ή μέρους τους από άλλο Δικαστή.

 

Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας ν’ ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας δίκης. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Αντέφεση

Η αντέφεση αφορά ένα και μοναδικό λόγο. Τη επιδίκαση νόμιμου τόκου επί των δικηγορικών εξόδων που επιδικάστηκαν υπέρ της εφεσίβλητης.

 

Λαμβάνοντας υπόψη την ακύρωση της Διαταγής για έξοδα στην πρωτόδικη διαδικασία για τους λόγους που έχουμε αναφέρει και έκδοση διατάγματος για νέα δίκη, η αντέφεση παρέμεινε χωρίς αντικείμενο και συνεπώς απορρίπτεται.

 

Καμιά διαταγή γι’ έξοδα στην αντέφεση.

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Καμία διαταγή για έξοδα στην αντέφεση. Διατάσσεται επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο