Κυπριανού-Μεσαρίτη Μαρία ν. Alpha Bank Cyprus Ltd (2014) 1 ΑΑΔ 483

ECLI:CY:AD:2014:A158

(2014) 1 ΑΑΔ 483

[*483]4 Μαρτίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

ΜΑΡΙΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ-ΜΕΣΑΡΙΤΗ,

 

Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

 

v.

 

ALPHA BANK CYPRUS LTD,

 

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 181/2011)

 

 

Πτώχευση ― Αίτηση για έκδοση διατάγματος παραλαβής περιουσίας εξ αποφάσεως χρεώστη ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης περί διάπραξης πράξης πτώχευσης ― Ουσιώδης χρόνος, ο χρόνος καταχώρησης της αίτησης ― Σκοπός της διαδικασίας, η διασφάλιση της περιουσίας του χρεώστη υπέρ όλων των πιστωτών ― Δεν αποτελεί μέτρο εκτέλεσης.

 

Πτώχευση ― Εφαρμοστέες αρχές ― Το Δικαστήριο σε αιτήσεις πτώχευσης δεν έχει υποχρέωση να ασχοληθεί ιδιαίτερα με την πραγματική αγοραία αξία της εξασφάλισης του πιστωτή εφόσον ικανοποιηθεί ότι η εκτίμηση που έχει ενώπιον του είναι πραγματική και όχι εικονική ή κατασκευασμένη.

 

Απόδειξη ― Γενικό και Ειδικό Βάρος Απόδειξης ― Το μαρτυρικό βάρος είναι το μόνο που μεταφέρεται, ανάλογα με την εξέλιξη της δίκης, σε αντίθεση με το νομικό βάρος το οποίο δεν μεταφέρεται.

 

Εναντίον της εφεσείουσας είχε εκδοθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο διάταγμα παραλαβής της περιουσίας της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του Άρθρου 5(1) του περί Πτωχεύσεων Νόμου, Κεφ. 5, αφού το χρέος της εφεσείουσας το οποίο ανερχόταν στο ποσό των €535.085,66, υπερέβαινε κατά πολύ το ποσό που προβλέπεται στο Νόμο, είχε δημιουργηθεί μετά από δικαστική απόφαση, ήταν πληρωτέο αμέσως και τέλος, η εφεσείουσα κατοικούσε κατά το μεγαλύτερο μέρος των έξι μηνών πριν από την καταχώρηση της αίτησης, στη Λευκωσία.

 

[*484]Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα είχε διαπράξει πράξη πτώχευσης, καθότι δεν συμμορφώθηκε με την Ειδοποίηση Πτώχευσης που της είχε σταλεί μέσα στην τρίμηνη περίοδο που προβλέπεται στο Νόμο.

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, η αίτηση δεν ήταν καταχρηστική και σχετική εισήγηση της αιτήτριας, απορρίφθηκε.

 

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση υποστηρίζοντας με τους λόγους έφεσης τα εξής:

 

α) Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου  το οποίο στηρίχθηκε στη Μελέτη Εκτίμησης που κατατέθηκε από τους εφεσίβλητους, ότι δεν ήταν εξασφαλισμένο το εξ αποφάσεως χρέος, ήταν εσφαλμένο.

γ) Εσφαλμένα δεν εξετάστηκε κατά πόσον η αξία των ενυπόθηκων ακινήτων ήταν μεγαλύτερη από την αξία που ισχυρίστηκαν οι εφεσίβλητοι.

δ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τις αρχές στην υπόθεση Πετράκη ν. Κίμωνος (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1311 αναφορικά με την κατάχρηση της διαδικασίας ως και τις αρχές που διέπουν το θέμα του βάρους απόδειξης σε σχέση με τη Μελέτη Εκτίμησης.

ε) Εσφαλμένα υιοθέτησε τη Μελέτη Εκτίμησης η οποία έγινε πέραν του ενός έτους από την ημερομηνία της εκδίκασης της αίτησης πτώχευσης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Πετράκης, (ανωτέρω), στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν στοιχεία δόλου ή αθέμιτης εξασφάλισης χρήματος ή πλεονεκτήματος προς όφελος του πιστωτή και εις βάρος του χρεώστη και των άλλων πιστωτών του, η αίτηση δεν θεωρείται ότι γίνεται για αθέμιτο σκοπό.

 

2.  Η πρωτόδικη κατάληξη ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχαν στοιχεία δόλου ή αθέμιτης εξασφάλισης πλεονεκτήματος, ήταν απόλυτα ορθή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόλου δεν παραγνώρισε τα γεγονότα που περιστοίχιζαν την αίτηση και τις προϋποθέσεις του Νόμου.

 

3.  Σημείωσε ότι στην προκειμένη περίπτωση, η αξία των δύο υποθηκευμένων κτημάτων, δεν ήταν αρκετή για να καλύψει ολόκληρο το χρέος, αφού παρέμενε ένα ποσό €84.000 για το οποίο δεν υπήρχαν εξασφαλίσεις.

 

[*485]4.      Εν πάση περιπτώσει, η εξέταση του θέματος αυτού γινόταν μεταξύ άλλων για να διαφανεί αν υπήρχε κατάχρηση της διαδικασίας και τέτοια δεν προέκυπτε από τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

5.  Περαιτέρω σημείωσε ότι η αίτηση πτώχευσης σύμφωνα με το Άρθρο 5 του Κεφ. 5 και τη σχετική νομολογία, δεν συνιστά μέτρο εκτέλεσης ώστε να εφαρμόζονται οι αρχές που αφορούν στην προώθηση παράλληλων ένδικων μέσων. Όπως εξήγησε, σκοπός των μέτρων εκτέλεσης και δη της πώλησης της περιουσίας, είναι η πληρωμή του οφειλόμενου χρέους, σε αντίθεση με τον σκοπό της διαδικασίας πτώχευσης που είναι η διασφάλιση της περιουσίας του χρεώστη υπέρ όλων των πιστωτών.

 

6.  Δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε αυθεντία που να υποστήριζε την εισήγησή  της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να δεχθεί την Εκτίμηση που κατατέθηκε εκ μέρους της  για το ένα από τα δύο κτήματα, η οποία ήταν πιο πρόσφατη  και πλησιέστερη στο χρόνο της ακρόασης.

 

7.  Ο ουσιώδης χρόνος δεν μπορεί να είναι άλλος από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης. Αυτό εξάλλου υποστηρίζεται και από το λεκτικό του Νόμου.

 

8.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στην Εκτίμηση των εφεσιβλήτων η οποία ήταν πλησιέστερη προς την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και ορθά κατέληξε ότι το χρέος δεν ήταν εξασφαλισμένο κατά €84.000.

 

9.  Δεν διαπιστωνόταν ούτε εσφαλμένη εφαρμογή των αρχών που διέπουν το βάρος απόδειξης.

 

10. Στην προκειμένη περίπτωση η εφεσείουσα παρουσίασε τη δική της Εκτίμηση η οποία δεν κρίθηκε ικανοποιητική από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η πρωτόδικη προσέγγιση ήταν ορθή και σύμφωνη με τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Πετράκη ν. Κίμωνος (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1311,

 

Πελεκάνος κ.ά. ν. Πελεκάνου κ.ά. (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1746,

[*486]Σταυρινίδης ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 645.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Καθ’ ης η αίτηση εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Στυλιανίδης, Α.Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 26/10), ημερομηνίας 22/3/2011.

 

Α. Κουκούνη (κα) για Γ. Τριανταφυλλίδη, για την Εφεσείουσα.

 

Δ. Καρή (κα), για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔικαστΗριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Εναντίον της Εφεσείουσας είχε εκδοθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο διάταγμα παραλαβής της περιουσίας της.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του Άρθρου 5(1) του περί Πτωχεύσεων Νόμου, Κεφ. 5, αφού το χρέος της Εφεσείουσας το οποίο ανερχόταν στο ποσό των €535.085,66, υπερέβαινε κατά πολύ το ποσό που προβλέπεται στο Νόμο, είχε δημιουργηθεί μετά από δικαστική απόφαση, ήταν πληρωτέο αμέσως και τέλος, η Εφεσείουσα κατοικούσε κατά το μεγαλύτερο μέρος των έξι μηνών πριν την καταχώρησης της αίτησης, στη Λευκωσία. Περαιτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η Εφεσείουσα είχε διαπράξει πράξη πτώχευσης, καθότι δεν συμμορφώθηκε με την Ειδοποίηση Πτώχευσης που της είχε σταλεί μέσα στην τρίμηνη περίοδο που προβλέπεται στο Νόμο.

 

Η Εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση και με έξι λόγους έφεσης παραπονείται ότι.-

 

1.  Είναι εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το εξ αποφάσεως χρέος που προκύπτει από τη δικαστική απόφαση στην αγωγή 847/05 δεν είναι εξασφαλισμένο.

2.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο στήριξε το εύρημα του ότι το χρέος δεν ήταν εξασφαλισμένο στη Μελέτη Εκτίμησης που κατατέθηκε από τους Εφεσίβλητους.

3.  Εσφαλμένα δεν εξέτασε κατά πόσον η αξία των ενυπόθηκων ακινήτων είναι μεγαλύτερη από την αξία που ισχυρίζονται οι Εφεσίβλητοι και ως εκ τούτου το εύρημα του ότι το χρέ[*487]ος δεν ήταν εξασφαλισμένο, καθίσταται τρωτό και για τούτο το λόγο.

4.  Το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τις αρχές στην Πετράκη ν. Κίμωνος (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1311 αναφορικά με την κατάχρηση της διαδικασίας.

5.  Εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές που διέπουν το θέμα του βάρους απόδειξης σε σχέση με τη Μελέτη Εκτίμησης.

6.  Εσφαλμένα υιοθέτησε τη Μελέτη Εκτίμησης η οποία έγινε πέραν του ενός έτους από την ημερομηνία της εκδίκασης της αίτησης πτώχευσης.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσείουσα, στο περίγραμμα αγόρευσής της πέραν των λόγων εφέσεως εγείρει και θέμα απόκρυψης ουσιώδους γεγονότος αναφορικά με την κατάθεση εκ μέρους των Εφεσιβλήτων αίτησης πώλησης των ενυπόθηκων ακινήτων, με αποτέλεσμα να παραπλανήσει το πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο κατέληξε σε εσφαλμένο εύρημα.

 

Δεν προτιθέμεθα να εξετάσουμε τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, εφόσον δεν εγείρεται ως ξεχωριστός λόγος έφεσης. Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά υποδεικνύει η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Εφεσίβλητους, τα όσα αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 5 της απόφασής του, δεν αποτελούν δικές του διαπιστώσεις, αλλά αποτελούν σύνοψη των όσων η ίδια η Εφεσείουσα ισχυρίζεται στην παράγραφο 3 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένστασή της και επομένως το δικαστήριο δεν κατέληξε σε κανένα εσφαλμένο εύρημα.

 

Προτού προχωρήσουμε, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το Άρθρο 5(1) του Κεφ. 5, το οποίο αποτέλεσε τη βάση για την αίτηση πτώχευσης που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο δικαστήριο:-

 

«5.—(1) Πιστωτής δεν θα δικαιούται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης εναντίον χρεώστη, εκτός αν—

(α) το χρέος που οφείλεται από το χρεώστη προς τον αιτητή πιστωτή, ή, αν δύο ή περισσότεροι πιστωτές υποβάλλουν από κοινού την αίτηση, το συνολικό ποσό των χρεών που οφείλεται στους διάφορους αιτούντες πιστωτές συμποσούται σε δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15.000), και,

(β) το χρέος είναι εκκαθαρισμένο ποσό, πληρωτέο είτε αμέσως είτε σε καθορισμένο μελλοντικό χρόνο, και

(γ) η πράξη πτώχευσης στην οποία στηρίζεται η πτώχευση συνέβηκε μέσα σε τρεις μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης, και

[*488](δ) ο οφειλέτης κατοικεί στην Κύπρο ή, μέσα σε περίοδο ενός χρόνου πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, είχε τη συνήθη διαμονή, ή είχε τόπο διαμονής ή τόπο εργασίας στην Κύπρο ή διεξήγαγε εργασίες στην Κύπρο προσωπικά, ή με αντιπρόσωπο ή διευθυντή, ή είναι ή μέσα στην περίοδο που αναφέρθηκε ήταν μέλος οίκου ή συνεταιρισμού που διεξήγαγε εργασίες στην Κύπρο μέσω εταίρου ή εταίρων ή αντιπροσώπου ή διευθυντή.

 

(2) Αν ο αιτητής πιστωτής είναι ασφαλισμένος πιστωτής, οφείλει στην αίτηση του είτε να δηλώσει ότι προτίθεται να παραιτηθεί από την ασφάλεια του προς όφελος των πιστωτών σε περίπτωση που ο χρεώστης κηρυχτεί σε πτώχευση, ή να δώσει εκτίμηση της ασφάλειας του. Στην τελευταία περίπτωση μπορεί να γίνει δεκτός ως αιτητής πιστωτής στην έκταση του υπόλοιπου του προς αυτόν οφειλόμενου χρέους, που προκύπτει μετά την αφαίρεση της εκτιμημένης αξίας, κατά τον ίδιο τρόπο ωσάν να ήταν μη ασφαλισμένος πιστωτής.»

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του Άρθρου 5(1) του Νόμου και ότι η αίτηση δεν ήταν καταχρηστική, όπως ισχυρίζετο η Αιτήτρια.

 

Θα αρχίσουμε με το λόγο έφεσης 4, με τον οποίο η Εφεσείουσα παραπονείται ότι είναι εσφαλμένο το συγκεκριμένο εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο παρερμήνευσε τα όσα αναφέρθηκαν στην Πετράκης, ανωτέρω.

 

Δεν συμφωνούμε. Όπως αναφέρθηκε στην Πετράκης, ανωτέρω, στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν στοιχεία δόλου ή αθέμιτης εξασφάλισης χρήματος ή πλεονεκτήματος προς όφελος του πιστωτή και εις βάρος του χρεώστη και των άλλων πιστωτών του, η αίτηση δεν θεωρείται ότι γίνεται για αθέμιτο σκοπό. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχαν στοιχεία δόλου ή αθέμιτης εξασφάλισης πλεονεκτήματος, είναι απόλυτα ορθή. Το πρωτόδικο δικαστήριο καθόλου δεν παραγνώρισε τα γεγονότα που περιστοιχίζουν την αίτηση και τις προϋποθέσεις του Νόμου. Το δικαστήριο έκαμε αναφορά σε όλες τις εξασφαλίσεις που υπήρχαν προς όφελος των Εφεσίβλητων, καθώς και στο εκδοθέν διάταγμα για πώληση των ενυπόθηκων κτημάτων, σημειώνοντας ότι είναι όντως επιθυμητό όπου το χρέος ικανοποιείται με εκποίηση υποθηκευμένων ακινήτων, να προχωρούν πρώτα αυτές οι διαδικασίες. Όμως, το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ότι στην προκειμένη περίπτωση η αξία των δύο υπο[*489]θηκευμένων κτημάτων δεν ήταν αρκετή για να καλύψει ολόκληρο το χρέος, αφού παρέμενε ένα ποσό €84.000 για το οποίο δεν υπήρχαν εξασφαλίσεις. Δεν έμεινε όμως ως εδώ. Προχώρησε και εξέτασε και κατά πόσον θα ήταν συμφερότερο και δικαιότερο να άφηνε τις διαδικασίες εκποίησης να ολοκληρωθούν, οπότε ίσως να υπήρχε κάποια δυνατότητα να καλυφθεί η διαφορά των €84.000.  Ορθά κατά την κρίση μας κατέληξε τελικά ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά ένα ευχολόγιο. Εν πάση περιπτώσει, η εξέταση του θέματος αυτού γινόταν μεταξύ άλλων για να διαφανεί αν υπήρχε κατάχρηση της διαδικασίας και κατά την άποψή μας τέτοια δεν προέκυπτε από τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Περαιτέρω σημείωσε ότι η αίτηση πτώχευσης σύμφωνα με το Άρθρο 5 του Κεφ. 5 και τη σχετική νομολογία, δεν συνιστά μέτρο εκτέλεσης ώστε να εφαρμόζονται οι αρχές που αφορούν στην προώθηση παράλληλων ένδικων μέσων. Όπως εξήγησε, σκοπός των μέτρων εκτέλεσης και δη της πώλησης της περιουσίας, είναι η πληρωμή του οφειλόμενου χρέους, σε αντίθεση με τον σκοπό της διαδικασίας πτώχευσης που είναι η διασφάλιση της περιουσίας του χρεώστη υπέρ όλων των πιστωτών.

 

Ερχόμαστε τώρα στους υπόλοιπους λόγους έφεσης που αποτελούν τον πυρήνα της έφεσης και οι οποίοι αφορούν στην αποδοχή εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου της Μελέτης Εκτίμησης της αξίας των δύο κτημάτων, η οποία παρουσιάστηκε από πλευράς Εφεσιβλήτων. Η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο:- (α) εσφαλμένα στηρίχθηκε στη συγκεκριμένη Μελέτη για να καταλήξει ότι το χρέος δεν ήταν εξασφαλισμένο, (β) εσφαλμένα έλαβε υπόψη τη Μελέτη, αφού αυτή έγινε πέραν του ενός έτους από την ημερομηνία που εκδικάστηκε η αίτηση και δεν ήταν αντιπροσωπευτική των αξιών των ακινήτων και (γ) ότι το πρωτόδικο δικαστήριο σε σχέση με τη Μελέτη εφάρμοσε εσφαλμένα το βάρος απόδειξης.

 

Ούτε αυτοί οι λόγοι έφεσης ευσταθούν. Η δικηγόρος της Εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι η Μελέτη Εκτίμησης που παρουσιάστηκε εκ μέρους των Εφεσιβλήτων δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, δεν ήταν αντιπροσωπευτική και ως εκ τούτου ήταν εσφαλμένη. Όπως ανέφερε, η Εκτίμηση έγινε στις 23.12.2009, ενώ η ακρόαση της αίτησης τον Φεβρουάριο του 2011. Σύμφωνα με την κα Κουκούνη, το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να δεχθεί την Εκτίμηση που κατατέθηκε εκ μέρους της Εφεσείουσας για το ένα από τα δύο κτήματα, η οποία ήταν πιο πρόσφατη (Οκτώβριος 2010) και πλησιέστερη στο χρόνο της ακρόασης (Φεβρουάριος 2011).

 

Είναι φανερό ότι η συνήγορος της Εφεσείουσας θεωρεί ως ουσιώδη χρόνο την ημέρα της ακρόασης. Όμως δεν έχει παρουσιάσει οποιαδήποτε αυθεντία που να υποστηρίξει την εισήγησή της. Τα γεγονότα της υπόθεσης Πελεκάνος κ.ά. ν. Πελεκάνου κ.ά. (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1746 στην οποία έκαμε αναφορά, όχι μόνο είναι διαφορετικά, αλλά και η απόφαση δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Κατά την άποψή μας, ο ουσιώδης χρόνος δεν μπορεί να είναι άλλος από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης. Αυτό εξάλλου υποστηρίζεται και από το λεκτικό του εδαφίου (1) του Άρθρου 5, το οποίο συνδέει την ικανοποίηση των κριτηρίων με την υποβολή αίτησης.  Η ίδια διασύνδεση γίνεται και στις παραγράφους (γ) και (δ) του Άρθρου 5(1) του Νόμου. Επομένως ορθά κατά την κρίση μας το πρωτόδικο δικαστήριο στηρίχθηκε στην Εκτίμηση των Εφεσιβλήτων η οποία ήταν πλησιέστερη προς την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και ορθά κατέληξε ότι το χρέος δεν ήταν εξασφαλισμένο κατά €84.000.

 

Πέραν των πιο πάνω, η Εφεσείουσα παραπονείται στα πλαίσια του πέμπτου λόγου έφεσης ότι σε σχέση με την Εκτίμηση, το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις βασικές αρχές που αφορούν στο βάρος απόδειξης. Δεν διαπιστώνουμε εσφαλμένη εφαρμογή των αρχών που διέπουν το βάρος απόδειξης. Το νομικό βάρος (legal burden) για να αποδειχθεί ότι το χρέος δεν ήταν σύμφωνα με το Άρθρο 5(2) του Νόμου εξασφαλισμένο, το έφεραν καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης οι Εφεσίβλητοι, οι οποίοι για να το αποσείσουν προσκόμισαν τη Μελέτη Εκτίμησης. Από τη στιγμή που τέθηκε αυτή η μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου, το «μαρτυρικό βάρος» το οποίο στο αγγλικό δίκαιο είναι γνωστό ως «evidential burden», μεταφέρεται στους ώμους της Εφεσείουσας η οποία θα πρέπει με μαρτυρία να αντικρούσει τη μαρτυρία των Εφεσιβλήτων. Το μαρτυρικό βάρος είναι το μόνο που μεταφέρεται, ανάλογα με την εξέλιξη της δίκης, σε αντίθεση με το νομικό βάρος το οποίο δεν μεταφέρεται.*

 

Στην προκειμένη περίπτωση η Εφεσείουσα παρουσίασε τη δική της Εκτίμηση η οποία όμως για τους λόγους που εξηγήσαμε δεν κρίθηκε ικανοποιητική από το πρωτόδικο δικαστήριο. Κατά την κρίση μας η προσέγγιση του δικαστηρίου ήταν ορθή και σύμφωνη με τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα. Εν πάση περιπτώσει, όπως αναφέρθηκε στην Σταυρινίδης ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 645, το δικαστήριο σε αιτήσεις πτώχευσης δεν έχει υποχρέωση να ασχοληθεί, ιδιαίτερα με την πραγματική αγο[*491]ραία αξία της εξασφάλισης του Πιστωτή «εφόσον ικανοποιηθεί ότι η εκτίμηση που έχει ενώπιον του είναι πραγματική και όχι εικονική ή κατασκευασμένη». Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο όχι μόνο προέβη ως όφειλε στη διαπίστωση ότι η Εκτίμηση των Εφεσιβλήτων, η οποία τέθηκε υπό αμφισβήτηση, δεν ήταν εικονική αλλά προχώρησε και λίγο πιο πέρα για να αναφέρει ότι αυτή ήταν πλησιέστερη στον ουσιώδη χρόνο παρά η Εκτίμηση της Εφεσείουσας.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο