Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Miroslaw Mrukwa (2014) 1 ΑΑΔ 495

ECLI:CY:AD:2014:A160

(2014) 1 ΑΑΔ 495

[*495]5 Mαρτίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ., ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ Δ., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ 133(1)/2004,

 

ΜεταξΥ:

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

 

v.

 

ΜΙROSLAW MRUKWA,

Εφεσιβλήτου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 41/2014)

 

 

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Έκδοση διατάγματος εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης ― Νομολογία Ε.Δ.Α.Δ. ― Ένας εκζητούμενος εμποδίζεται να επικαλείται καθυστέρηση στην υποβολή αιτήματος για παράδοση του, όταν ενώ γνωρίζει πως του επιβλήθηκε ποινή την οποία θα καλείτο να εκτίσει, ή ενώ γνώριζε πως υπάρχει εναντίον του ποινική δίωξη, τρέπεται σε φυγή από τη δικαιοδοσία της αιτήτριας χώρας ― Η καθυστέρηση και η εξ αυτής μεταβολή των προσωπικών συνθηκών ενός εκζητούμενου αφ’ εαυτών, δεν είναι αρκετό να δικαιολογήσουν άδικη και καταπιεστική μεταχείριση ― Πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για έκδοση διατάγματος εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης κρίθηκε λανθασμένη και ακυρώθηκε κατ’ έφεση.

 

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Έκδοση διατάγματος εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης με βάση τις πρόνοιες του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 (Ν.133(Ι)/2004) ― Η άρνηση παράδοσης ενός εκζητούμενου κατ’ επίκληση του Άρθρου 2(2) του Νόμου είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση που η εκτέλεση ΕΕΣ προσκρούει στις θεμελιώδεις αρχές και δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΕ. ― Η Ευρωπαϊκή Ένωση, βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστο[*496]σύνη ― Εφαρμοστέες αρχές ― Το πνεύμα και η φιλοσοφία της σχετικής Απόφασης Πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

 

Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε αίτημα των Πολωνικών Αρχών για παράδοση του εφεσίβλητου ως εκζητούμενου προσώπου προς το σκοπό άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον του ως επίσης και για να εκτίσει ποινές φυλάκισης που του επιβλήθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2003.

 

Ο εκζητούμενος είναι υπήκοος Πολωνίας, εθνικό Δικαστήριο της οποίας, τον βρήκε ένοχο σε κατηγορίες κλοπής αυτοκινήτων και στις 23 και 26.9.2003 – στην παρουσία του – του επέβαλε ποινές φυλάκισης 1 έτους και 3 μηνών και 2 ετών αντίστοιχα.

 

Σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας της Πολωνίας, οι επιβληθείσες ποινές δεν ήταν άμεσα εκτελεστές επειδή δεν υπερέβαιναν τα 3 έτη και για έκτιση τους, ο εκζητούμενος, κλήθηκε να παρουσιαστεί με επιστολή του Δικαστηρίου 4 μήνες μετά, στις 24.1.04.

 

Δεν παρουσιάστηκε και αφού οι Αρχές της χώρας του ικανοποίησαν στις 19.3.04 αίτημα του για έκδοση διαβατηρίου, το χρησιμοποίησε για να έλθει στην Κύπρο.

 

Έκτοτε εγκαταστάθηκε μόνιμα  και εργάζεται νόμιμα σε κυπριακή εταιρεία, καταβάλλοντας κανονικά και τις εισφορές του στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

Στις 3.8.09 το Regional Court of Gliwice της Πολωνίας έκδωσε εναντίον του εκζητούμενου Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ) για τις προαναφερθείσες υποθέσεις, καθώς και για να εκτίσει τις δύο ποινές φυλακίσεως που του επιβλήθηκαν στις 23 και 26.9.2003.

 

Παρά το γεγονός ότι το ΕΕΣ εκδόθηκε τον Αύγουστο του 2009, εντούτοις διαβιβάστηκε στις Κυπριακές Αρχές για εκτέλεση στις 3.1.2014 και στις 9.1.14 εκδόθηκε εναντίον του εκζητούμενου ένταλμα σύλληψης δυνάμει του Άρθρου 16(2) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 (Ν.133(1)/2004.

 

Συνελήφθη στις 13.1.14 και την επομένη οδηγήθηκε ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου το οποίο όρισε την υπόθεση για ακρόαση  αφού ο εκζητούμενος δεν συγκατατέθηκε στην παράδοση του.

 

Έκτοτε, όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, η ακρόαση [*497]αναβλήθηκε αρκετές φορές εν αναμονή επιπρόσθετων και συμπληρωματικών στοιχείων και διευκρινίσεων που τόσο η Κεντρική Αρχή όσο και το ίδιο το Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 21(2) του Νόμου, ζήτησαν επανειλημμένως από τις Πολωνικές Αρχές αναφορικά με το ΕΕΣ.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι είχε υποχρέωση να εξετάσει κατά πόσο η ικανοποίηση του αιτήματος για παράδοση του εκζητούμενου θα συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος δίκης εντός εύλογου χρόνου, ενόψει της καθυστέρησης των διωκτικών Αρχών της Πολωνίας τόσο στην έκδοση του ΕΕΣ όσο και στη διαβίβαση του στις Κυπριακές Αρχές για εκτέλεση.

 

Κατέληξε, ότι όντως θα παραβιαζόταν το υπό αναφορά δικαίωμα, δεδομένου ότι, τα χρονικά διαστήματα που διέρρευσαν ήταν πολύ μεγάλα και η μεταβολή στις προσωπικές συνθήκες του εκζητούμενου, τα τελευταία 10 περίπου χρόνια που διαμένει μόνιμα και νόμιμα στην Κύπρο, ήταν τεράστια.

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, δεν είχε δοθεί καμία εξήγηση από τις Πολωνικές Αρχές αναφορικά με τον χρόνο που παρήλθε από την περίοδο 1998-2003 μέχρι την έκδοση του ΕΕΣ το 2009 και επομένως το χρονικό αυτό διάστημα παρέμενε αδικαιολόγητο.

 

Έκρινε δε ότι ήταν γενική και αόριστη η εξήγηση που δόθηκε από τις Πολωνικές Αρχές σε σχέση με τον χρόνο που διέρρευσε από την έκδοση του ΕΕΣ το 2009 μέχρι τη διαβίβαση του στην Κύπρο το 2014, ότι δεν είχαν προηγουμένως πληροφορίες ότι ο εκζητούμενος ήταν στην Κύπρο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι ο εκζητούμενος ήρθε στην Κύπρο προ δεκαετίας, είναι παντρεμένος και έχει μια κόρη 8 χρονών η οποία γεννήθηκε στην Κύπρο και φοιτά σήμερα στο δημοτικό σχολείο, προέβη σε αγορά στέγης με δάνειο, διατηρεί σταθερή εργασία, και χαίρει της εκτίμησης του εργοδότη του.

 

Συνυπολογίζοντας τα δεδομένα αυτά, κατέληξε ότι το μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της τέλεσης των αδικημάτων για τα οποία επιζητείτο η παράδοση του εκζητούμενου μέχρι σήμερα και η μεταβολή στις προσωπικές του συνθήκες από τότε, θα καθιστούσαν αναμφίβολα καταπιεστική και άδικη την παράδοση του στις Πολωνικές αρχές.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αμφισβήτησε ως εσφαλμένη την απορριπτική απόφαση και επιδίωξε με έφεση την ανατροπή της προβάλλοντας τους κάτωθι λόγους:

[*498]α)     Ήταν εσφαλμένη η κρίση του Δικαστηρίου ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην έκδοση του ΕΕΣ που καθιστούσε την παράδοση άδικη και καταπιεστική,

 

β)  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε ότι δεν εφαρμόστηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 4(1)(στ) του Νόμου και εσφαλμένα έκρινε ότι οι Πολωνικές Αρχές δεν έδωσαν σαφείς διευκρινήσεις.

 

γ)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε αυθαίρετα και αντίθετα με τη μαρτυρία που δόθηκε, συμπεράσματα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το Δικαστήριο, ανταποκρινόμενο σε βασικό στόχο της διαδικασίας, επελήφθη τάχιστα του αιτήματος παράδοσης και ορθώς έκρινε ότι η περίπτωση του εκζητούμενου δεν ενέπιπτε στα Άρθρα 13 και 14 του Νόμου, τα οποία ορίζουν τις περιπτώσεις όπου η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση ΕΕΣ είτε οφείλει να αρνηθεί την εκτέλεση του, είτε δύναται να την αρνηθεί. Όπως ορθώς έκρινε, πως θα έπρεπε να περιοριστεί στην εξέταση κατά πόσο το ΕΕΣ περιείχε τα στοιχεία που ορίζει το Άρθρο 4(1) του Νόμου, χωρίς να αγνοεί και το Άρθρο 2(2) του Νόμου.

 

2.  Ενόψει δε του γεγονότος ότι το ΕΕΣ περιείχε αδιαμφισβήτητα τα στοιχεία υπό (α)-(ε) του εδαφίου (1) του Άρθρου 4 του Νόμου, ορθώς προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο περιείχε και τα στοιχεία υπό (στ) και (ζ) του εδαφίου (1) του Άρθρου 4 του Νόμου.

 

3.  Έσφαλε όμως, κρίνοντας ότι το ΕΕΣ δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του εν λόγω άρθρου καθότι οι εξηγήσεις που δόθηκαν για τις ποινές των σχετικών υποθέσεων δεν ήταν ικανοποιητικές και ότι εκ τούτου, δεν ικανοποιούνταν οι απαιτήσεις του Άρθρου 4(1)(στ) και (ζ) του Νόμου.

 

4.  Το σφάλμα,  οφείλεται ενδεχομένως στη δυσκολία αντίληψης ενός διαφορετικού από το ημεδαπό δικονομικού συστήματος, στο οποίο η εκτέλεση των ποινών δεν είναι πάντοτε άμεση.

 

5.  Εξ ου και τα ερωτήματα που απασχόλησαν το Δικαστήριο τα οποία, από τη στιγμή που είχε ενώπιον του την επιστολή ημερ. 24.1.04 του Πολωνικού Δικαστηρίου με την οποία καλείτο ο εκζητούμενος να παρουσιαστεί για έκτιση των ποινών, δεν έπρεπε να το απασχολήσουν.

 

[*499]6.      Έσφαλε το Δικαστήριο στο συμπέρασμα του ότι το ΕΕΣ δεν περιείχε τα στοιχεία που ορίζονται από το Άρθρο 4(1)(στ)(ζ) του Νόμου και ο σχετικός λόγος έφεσης  ευσταθούσε.

 

7.  Σε ότι αφορούσε στο Άρθρο 2(2) ορθώς το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ο Νόμος δεν περιλαμβάνει πρόνοιες για παραβίαση του δικαιώματος δίκης εντός εύλογου χρόνου. Λανθασμένα όμως αναφέρθηκε στο Άρθρο 30(2) του Κυπριακού Συντάγματος καθότι αντικείμενο ελέγχου, κατά το Άρθρο 2(2) του Νόμου, είναι το εάν και κατά πόσο η ποινική διαδικασία στο κράτος έκδοσης του εντάλματος ανταποκρίνεται στην ευρωπαϊκή δημόσια τάξη.

 

8.  Επομένως, η άρνηση παράδοσης ενός εκζητούμενου κατ’ επίκληση του Άρθρου 2(2) του Νόμου είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση που η εκτέλεση ΕΕΣ προσκρούει στις θεμελιώδεις αρχές και δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη.

 

9.  Προκύπτει και από τη νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ. ότι (α) θεωρείται δεδομένο ότι όλες οι χώρες – μέλη της ΕΕ διασφαλίζουν δίκαιη δίκη, (β) ένας εκζητούμενος εμποδίζεται να επικαλείται καθυστέρηση στην υποβολή αιτήματος για παράδοση του, όταν ενώ γνωρίζει πως του επιβλήθηκε ποινή την οποία θα καλείτο να εκτίσει, ή ενώ γνώριζε πως υπάρχει εναντίον του ποινική δίωξη, τρέπεται σε φυγή από τη δικαιοδοσία της αιτήτριας χώρας, (γ) η καθυστέρηση και η εξ αυτής μεταβολή των προσωπικών συνθηκών ενός εκζητούμενου αφ’ εαυτών δεν είναι αρκετό να δικαιολογήσουν άδικη και καταπιεστική μεταχείριση, (δ) το Δικαστήριο έχει την ευθύνη να σταθμίσει τα δικαιώματα εκζητούμενου όπως διασφαλίζονται από το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, σε συνάρτηση με το δημόσιο συμφέρον (ε) τα Δικαστήρια της χώρας έκδοσης οφείλουν να επιδεικνύουν σεβασμό στις υποχρεώσεις της χώρας τους έναντι της αιτήτριας χώρας και να συνεκτιμούν και την ανάγκη αποτροπής άλλων επίδοξων φυγοδίκων από το να βρουν καταφύγιο στην χώρα τους.

 

10. Οι πιο πάνω αρχές, οι οποίες εφαρμοζόμενες στα περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης προδιέγραφαν και την επιτυχή έκβαση της έφεσης.

 

Η έφεση επιτράπηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1 Α.Α.Δ. 1546,

[*500]Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1 Α.Α.Δ. 1764,

 

Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1 Α.Α.Δ. 1977,

 

Pomiechowski v. Poland [2012] EWHC 3161,

 

Gomes v. Trinidad and Tobago [2009] 1 W.L.R. 1038,

 

Sciezka v. Poland [2009] EWHC 2748,

 

Oraczko v. Poland [2008] EWHC 904,

 

Borovkov v. Estonia [2009] EWHC 1893,

 

Wiejak v. Poland [2007] EWHC 2123,

 

Supreme Court in HH v. DP of the Italian Republic Genoa [2012] 3 WLR 90,

 

Anna v. Poland [2013] EWHC 2763,

 

Balcer v. District Court of Wroclaw [2013] EWHC 1749,

 

Jachymiak v. Poland [2013] EWHC 1610,

 

Zielinski v. Poland [2013] EWHC 1511,

 

Kurzyk v. Poland [2013] EWHC 350.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Εκζητούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Ε.Δ.), (Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύληψης Αρ. 1/14), ημερομηνίας 17/2/2014.

 

Α. Αριστείδης, για Εφεσείοντα.

 

Θ. Κούμας, για Εφεσίβλητο.

 

Εφεσίβλητος παρών.

 

Cur. adv. vult.

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.

[*501]ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, αρμόδια Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας απέρριψε αίτημα των Πολωνικών Αρχών για παράδοση του Miroslaw Mrukwa (στο εξής ο Εκζητούμενος) προκειμένου να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη και για να εκτίσει ποινές φυλάκισης που του επιβλήθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2003.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας θεωρεί λανθασμένη την απορριπτική απόφαση και με την παρούσα έφεση επιδιώκει την ανατροπή της για τρεις (3) λόγους, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα αναφερθούμε στα γεγονότα και την πρωτόδικη απόφαση.

 

Ο Εκζητούμενος είναι υπήκοος Πολωνίας, εθνικό Δικαστήριο της οποίας τον βρήκε ένοχο σε κατηγορίες κλοπής αυτοκινήτων και στις 23 και 26.9.2003 – στην παρουσία του – του επέβαλε ποινές φυλάκισης 1 έτους και 3 μηνών (Αρ. Υποθ. ΙΙΚ413/03) και 2 ετών (Αρ. Υποθ. ΙΙΚ842/02) αντίστοιχα.

 

Σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας της Πολωνίας, οι επιβληθείσες ποινές δεν ήταν άμεσα εκτελεστές επειδή δεν υπερέβαιναν τα 3 έτη και για έκτιση τους, ο Εκζητούμενος, κλήθηκε να παρουσιαστεί με επιστολή του Δικαστηρίου 4 μήνες μετά, στις 24.1.04. Δεν παρουσιάστηκε και αφού οι Αρχές της xώρας του ικανοποίησαν στις 19.3.04 αίτημα του για έκδοση διαβατηρίου, το χρησιμοποίησε για να έλθει στην Κύπρο. Έκτοτε εγκαταστάθηκε μόνιμα στο νησί μας και εργάζεται νόμιμα σε κυπριακή εταιρεία, καταβάλλοντας κανονικά και τις εισφορές του στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Σ’ ότι δε αφορά τις περαιτέρω προσωπικές του συνθήκες, είναι νυμφευμένος και πατέρας 1 θυγατέρας, η οποία γεννήθηκε στην Κύπρο στις 19.3.06 και για την οποία οι Αρχές της Πολωνίας έκδωσαν, τον Οκτώβριο του 2006 – κατόπιν αίτησης που υπέβαλαν ταχυδρομικώς οι γονείς της – και πιστοποιητικό γεννήσεως. Η εν λόγω ανήλικη φοιτά τώρα σε δημοτικό σχολείο και η οικογένεια διαμένει σε ιδιόκτητη κατοικία που αγόρασε το Δεκέμβριο του 2009 με δάνειο.

 

Δεκαεφτά (17) μήνες μετά την αποστολή από το Δικαστήριο της επιστολής ημερ. 24.1.04, στις 16.6.05, εκδόθηκε εναντίον του Εκζητούμενου εθνικό ένταλμα σύλληψης, το οποίο όπως γίνεται αντιληπτό δεν εκτελέστηκε αφού ο Εκζητούμενος είχε εγκαταλείψει την Πολωνία και έκτοτε διαμένει μόνιμα στην Κύπρο.  Παράλληλα, σχηματίστηκε εναντίον του δικογραφία για τρεις (3) υποθέσεις που αφορούσαν κλοπές αυτοκινήτων την περίοδο 1998 – Αύγουστο του 2003 και σχετικά εκδόθηκαν εναντίον του νέα εθνικά εντάλματα σύλληψης. Πρόκειται για τις υποθέσεις ΙΙΚp154/07, ΙΙΙΚp1085/08 και ΙΙΚp109/09, για τις οποίες τα εθνικά εντάλματα σύλληψης εκδόθηκαν στις 20.4.07, 5.11.08 και 23.4.09 αντίστοιχα.

 

Στις 3.8.09 το Regional Court of Gliwice της Πολωνίας έκδωσε εναντίον του Εκζητούμενου Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ) για τις προαναφερθείσες τρεις (3) υποθέσεις, καθώς και για να εκτίσει τις δύο ποινές φυλακίσεως που του επιβλήθηκαν στις 23 και 26.9.2003. ΓεΜε τη διευκρίνιση, σ’ αυτό το σημείο, ότι σε σχέση με την ποινή των 2 ετών φυλάκισης της υπόθεσης ΙΙΚ842/02 σε άλλο σημείο τού ΕΕΣ υπό τον τίτλο «remaining sentence to be served» αναφέρεται 1 χρόνος 7 μήνες και 1 ημέρα.

 

Παρά το γεγονός ότι το ΕΕΣ εκδόθηκε τον Αύγουστο του 2009, εντούτοις διαβιβάστηκε στις Κυπριακές Αρχές για εκτέλεση στις 3.1.2014 και στις 9.1.14 εκδόθηκε εναντίον του Εκζητούμενου ένταλμα σύλληψης δυνάμει του Άρθρου 16(2) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 (Ν.133(1)/2004, στο εξής «ο Νόμος»). Συνελήφθη στις 13.1.14 και την επομένη οδηγήθηκε ενώπιον αρμόδιας Δικαστού, η οποία τηρώντας ευλαβικά τις πρόνοιες του Νόμου όρισε την υπόθεση για ακρόαση  στις 22.1.14, αφού ο Εκζητούμενος δεν συγκατατέθηκε στην παράδοση του. Έκτοτε, όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, η ακρόαση αναβλήθηκε αρκετές φορές «… εν αναμονή επιπρόσθετων και συμπληρωματικών στοιχείων και διευκρινίσεων που τόσο η Κεντρική Αρχή όσο και το ίδιο το Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 21(2)* του Νόμου, ζήτησαν επανειλημμένως από τις Πολωνικές Αρχές αναφορικά με το ΕΕΣ». Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι ζητήθηκαν εξηγήσεις (α) για τον χρόνο που παρήλθε από την περίοδο 1998-2003 που διαπράχθηκαν τα καταλογιζόμενα στον Εκζητούμενο αδικήματα μέχρι τον Αύγουστο του 2009 που εκδόθηκε το ΕΕΣ, οι οποίες δεν δόθη[*503]καν, (β) για τον χρόνο που διέρρευσε από την έκδοση του ΕΕΣ μέχρι τον Ιανουάριο του 2014 που διαβιβάστηκε στις Κυπριακές Αρχές για εκτέλεση και η μόνη εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι τότε έμαθαν πως ο Εκζητούμενος ήταν στην Κύπρο και (γ) για την διαφορά της ποινής των 2 ετών φυλάκισης της υπόθεσης ΙΙΚ842/02 και της αναφοράς σε άλλο σημείο του ΕΕΣ υπό τον τίτλο «remaining sentence to be served» 1 χρόνο, 7 μήνες και 1 ημέρα, η οποία δεν εξηγήθηκε.

 

Παρά το γεγονός ότι η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε αρκετές φορές εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο (στο εξής το Δικαστήριο) ολοκλήρωσε τάχιστα την ακρόαση της υπόθεσης  - στο πλαίσιο της οποίας κατέθεσαν αρμόδιος λειτουργός της Κεντρικής Αρχής και ο Εκζητούμενος – και στις 17.2.2014 έκδωσε αιτιολογημένη απόφαση (Άρθρο 21(3) του Νόμου), με την οποία απέρριψε το αίτημα των Πολωνικών Αρχών για παράδοση του Εκζητούμενου. Σχετικά, αφού έκανε αναφορά στα Άρθρα 2(2) και 4(1)(στ) και (ζ) του Νόμου και στις υποθέσεις Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1 Α.Α.Δ. 1546, Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1 Α.Α.Δ. 1764 και Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1 Α.Α.Δ. 1977, θεώρησε ότι είχε υποχρέωση να εξετάσει κατά πόσο η ικανοποίηση του αιτήματος για παράδοση του Εκζητούμενου θα συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος δίκης εντός εύλογου χρόνου, ενόψει της καθυστέρησης των διωκτικών Αρχών της Πολωνίας τόσο στην έκδοση του ΕΕΣ όσο και στη διαβίβαση του στις Κυπριακές Αρχές για εκτέλεση. Κατέληξε, ότι όντως θα παραβιαζόταν το υπό αναφορά δικαίωμα και συναφώς παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:-

 

«Στην παρούσα περίπτωση, έχω ήδη αναφέρει πολλές φορές πιο πάνω ότι τα αδικήματα για τα οποία εκδόθηκε το ΕΕΣ αφορούν την περίοδο 1998:2003, ότι το ΕΕΣ εκδόθηκε τον Αύγουστο 2009 και ότι διαβιβάστηκε στις Κυπριακές Αρχές για εκτέλεση τον Ιανουαρίου 2014. Τα χρονικά διαστήματα που διέρρευσαν είναι πολύ μεγάλα και η μεταβολή στις προσωπικές συνθήκες του εκζητούμενου, τα τελευταία 10 περίπου χρόνια που διαμένει μόνιμα και νόμιμα στην Κύπρο, είναι τεράστια.

 

Τόσο με πρωτοβουλία των εκπροσώπων της Κεντρικής Αρχής όσο και κατόπιν αιτημάτων του Δικαστηρίου στάληκε αριθμός επιστολών (Τεκμήρια 7. 9.. 11 14. 16, 18) στην Πολωνία με τις οποίες ζητούνταν διευκρινίσεις σε σχέση με την [*504]καθυστέρηση αυτή.

 

Επαναλαμβάνω την προηγούμενη διαπίστωση μου ότι δεν έχει δοθεί καμία εξήγηση από τις Πολωνικές Αρχές αναφορικά με τον χρόνο που παρήλθε από την περίοδο 1998-2003 μέχρι την έκδοση του ΕΕΣ το 2009 και επομένως το χρονικό αυτό διάστημα παραμένει αδικαιολόγητο.

 

Σε σχέση με τον χρόνο που διέρρευσε από την έκδοση του ΕΕΣ το 2009 μέχρι τη διαβίβαση του στην Κύπρο το 2014, οι Πολωνικές Αρχές, ανέφεραν ότι το ΕΕΣ διαβιβάστηκε στην Κύπρο όταν λήφθηκαν πληροφορίες πως ο εκζητούμενος βρισκόταν εδώ (Τεκμήρια 12 και 13). Θεωρώ ότι η αναφορά αυτή είναι γενική και αόριστη.

 

Σημειώνω ότι στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κωνσταντίνου (Ντίνος) Μιχαηλίδης ν Γενικού Εισαγγελέα (ανωτέρω), το Εφετείο εξέτασε το θέμα της καθυστέρησης βασιζόμενο σε μαρτυρία αναφορικά με συγκεκριμένα γεγονότα και ημερομηνίες κατά τις οποίες λήφθηκαν πληροφορίες από συγκεκριμένα άτομα για τη διάπραξη των αδικημάτων και εμπλοκή του εκζητούμενου και κατέληξε σε εύρημα ότι με βάσει τη μαρτυρία αυτή δεν υπήρχε ολιγωρία ή κ αθυστέρηση σε βαθμό που να προσκρούει στο Άρθρο 2(2) του Νόμου.

 

Στην παρούσα περίπτωση επαναλαμβάνω ότι, αν και ζητήθηκε πολλάκις, η μόνη εξήγηση που δόθηκε από τις Πολωνικές Αρχές ήταν η αόριστη και γενική αναφορά ότι δεν είχαν προηγουμένως πληροφορίες ότι ο εκζητούμενος ήταν στην Κύπρο. Η αναφορά αυτή πόρρω απέχει από τα συγκεκριμένα στοιχεία που είχε ενώπιον του το Εφετείο στην υπόθεση Κωνσταντίνου (Ντίνος) Μιχαηλίδης ν Γενικού Εισαγγελέα (ανωτέρω) και που του επέτρεψαν να αξιολογήσει το θέμα του χρόνου.

 

Επομένως, ελλείψει οποιουδήποτε συγκεκριμένου στοιχείου ή πληροφορίας δεν είμαι σε θέση να καταλήξω ότι η καθυστέρηση μεταξύ της διάπραξης των αδικημάτων για τα οποία εκδόθηκε το ΕΕΣ (1998-2003) και έκδοσης του ΕΕΣ (2009) μέχρι και τη διαβίβαση του στην Κύπρο (2014) είναι δικαιολογημένη.

 

Κατά συνέπεια, το κατά πόσο η τυχόν παράδοση του εκζητού[*505]μενου θα ήταν άδικη και καταπιεστική για το ίδιο πρέπει να εξεταστεί με βάσει το γεγονός ότι ο χρόνος που διέρρευσε και η καθυστέρηση παραμένουν αδικαιολόγητα από την πλευρά της αιτήτριας χώρας.

 

Χωρίς να θέλω να μακρηγορήσω επαναλαμβάνω ότι ο εκζητούμενος ήρθε στην Κύπρο προ δεκαετίας, είναι παντρεμένος και έχει μια κόρη 8 χρονών η οποία γεννήθηκε στην Κύπρο και φοιτά σήμερα στο δημοτικό σχολείο. Αγόρασε σπίτι για το οποίο έχει συνάψει δάνειο. Έχει εδώ και χρόνια σταθερή εργασία, με υπεύθυνα καθήκοντα και φαίνεται ότι χαίρει της εκτίμησης και υποστήριξης του εργοδότη του.

 

Συνυπολογίζοντας τα δεδομένα αυτά καταλήγω ότι το μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της τέλεσης των αδικημάτων για τα οποία επιζητείται η παράδοση του εκζητούμενου μέχρι σήμερα και η μεταβολή στις προσωπικές του συνθήκες από τότε, θα καθιστούσαν αναμφίβολα καταπιεστική και άδικη την παράδοση του στις Πολωνικές αρχές.»

 

Όπως σημειώθηκε η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης. Με τον πρώτο, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του Δικαστηρίου ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην έκδοση του ΕΕΣ που καθιστούσε την παράδοση άδικη και καταπιεστική, με το δεύτερο, καταλογίζεται στο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα δεν αποδέχτηκε ότι δεν εφαρμόστηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 4(1)(στ) του Νόμου και ότι οι Πολωνικές Αρχές δεν έδωσαν σαφείς διευκρινήσεις και, με τον τρίτο, ότι κατέληξε σε αυθαίρετα και αντίθετα με τη μαρτυρία που δόθηκε συμπεράσματα.

 

Οι λόγοι έφεσης αναπτύχθηκαν με ικανότητα τόσο γραπτώς όσο και δια ζώσης και, σε σχέση με τους λόγους έφεσης 1 και 3, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε (α) ότι λανθασμένα το Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι οι Πολωνικές Αρχές επέδειξαν μεγάλη καθυστέρηση στην έκδοση και διαβίβαση προς εκτέλεση του ΕΕΣ, ώστε η παράδοση του Εκζητούμενου να καθίσταται άδικη και καταπιεστική και, αφετέρου, ότι οι σχετικές επί του θέματος εξηγήσεις που έδωσαν δεν ήταν ικανοποιητικές και (β) λανθασμένα το Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα της καθυστέρησης καθότι, ακόμη και στην περίπτωση που οι Πολωνικές Αρχές επέδειξαν την καθυστέρηση που τους καταλογίστηκε, αυτό μπορεί να καταστεί επίδικο ζήτημα κατά την δίκη και όχι στο στάδιο εκτέλεσης ΕΕΣ. Παρέπεμψε σχετικά σε σωρεία αγγλικών αποφάσεων, κυρίως του High Court of Justice (EWHC) που αφορούσαν υποθέσεις* στις οποίες αποφασίστηκε ότι η παράδοση του εκζητούμενου δεν ήταν άδικη και καταπιεστική, παρόλο που από την τέλεση των αδικημάτων μέχρι την διαβίβαση προς εκτέλεση του ΕΕΣ παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα (αρκετά χρόνια) και στο μεταξύ επήλθε μεταβολή των προσωπικών συνθηκών του εκζητούμενου. Σ’ ότι δε αφορά τα περιστατικά της παρούσας περίπτωση επέσυρε την προσοχή του Εφετείου στο γεγονός (α) ότι ο Εκζητούμενος εγκατέλειψε την χώρα του αμέσως μετά που κλήθηκε από το Δικαστήριο να εκτίσει τις ποινές που του επιβλήθηκαν, (β) ότι ενόψει τούτου εκδόθηκε στις 16.6.05 εναντίον του εθνικό ένταλμα σύλληψης και αναζητείτο στη χώρα του και (γ) ότι η έκδοση του ΕΕΣ τον Αύγουστο του 2009 από τις Εισαγγελικές Αρχές της Πολωνίας ήταν προϊόν της ενημέρωσης που είχαν από την εθνική αστυνομία ότι πιθανό ο Εκζητούμενος να είχε εγκαταλείψει τη χώρα. Μέχρι την έκδοση επομένως του ΕΕΣ, εισηγήθηκε ο κ. Αριστείδης, το Δικαστήριο είχε ενώπιον του ικανοποιητικό υλικό που δικαιολογούσε γιατί το ΕΕΣ εκδόθηκε τότε και, σ΄ ότι αφορά, τη διαβίβαση του τον Ιανουάριο του 2014 στην Κύπρο προς εκτέλεση και πάλιν εξηγήθηκε στο Δικαστήριο ότι τότε ήταν που οι Αρχές της Πολωνίας πληροφορήθηκαν ότι βρισκόταν στην Κύπρο.  Επομένως, εισηγήθηκε, λανθασμένα το Δικαστήριο έκρινε πως υπήρξε μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην έκδοση και διαβίβαση προς εκτέλεση του ΕΕΣ και κατά συνέπεια λανθασμένα έκρινε πως η παράδοση του θα ήταν άδικη και καταπιεστική.

 

Σ’ ότι δε αφορά τον 2ο λόγο έφεσης, εισηγήθηκε ότι το ζήτημα των ποινών της υπόθεσης ΙΙΚ842/02 δεν έπρεπε καν να απασχολήσει το Δικαστήριο και οι σχετικές απορίες που διατύπωσε το Δικαστήριο για ποιο λόγο οι ποινές αυτές δεν εκτελέστηκαν άμεσα, δεν είχαν θέση στη διαδικασία. Αυτό, επεσήμανε, αφορά το εσωτερικό Δικονομικό Σύστημα της Πολωνίας και εν πάση περιπτώσει ήταν ξεκάθαρο πως από τα 2 χρόνια που ήταν η ποινή φυλάκισης της εν λόγω υπόθεσης, ο Εκζητούμενος όφειλε να εκτίσει τον 1 χρόνο, 7 μήνες και 1 ημέρα. Επομένως, εισηγήθηκε, δεν έπρεπε να [*507]δημιουργηθούν στο Δικαστήριο ερωτηματικά για το θέμα αυτό και κάλεσε το Εφετείο να ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση και να διατάξει την εκτέλεση του ΕΕΣ ώστε η Κύπρος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που έχει δυνάμει του Νόμου έναντι μιας άλλης χώρας–μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Διαμετρικά αντίθετες είναι οι θέσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εκζητούμενου, ο οποίος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στο σύνολο της. Θεωρούμε επομένως ότι θα συνιστούσε περιττολογία να παραθέσουμε τις εισηγήσεις του, οι οποίες βασικά έχουν στο επίκεντρο τους την ορθότητα του σκεπτικού του Δικαστηρίου για απόρριψη του αιτήματος για παράδοση του Εκζητούμενου, το οποίο παραθέσαμε αυτούσιο πιο πάνω.

 

Έχουμε διεξέλθει με την πρέπουσα προσοχή την πρωτόδικη απόφαση, υπό το πρίσμα και των εισηγήσεων που με ικανότητα ανέπτυξαν ενώπιον του Εφετείου οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών. Όπως ορθά υπενθυμίζεται στην πρωτόδικη απόφαση, το ΕΕΣ προέκυψε από την Απόφαση Πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 13.6.2002 και ο Νόμος θεσπίστηκε προς υλοποίηση της απόφασης αυτής. Σχετικά, στην υπόθεση Μιχαηλίδης (ανωτέρω), τονίστηκε ότι για την ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου «…ουσιώδους σημασίας είναι η απόφαση πλαίσιο   της 13.6.2002 (2002/584/ΔΕΥ που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της 18.7.2002). Σύμφωνα με το πνεύμα και τη φιλοσοφία της εν λόγω απόφασης πλαίσιο, στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) είναι η δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που συνεπάγεται την κατάργηση της διαδικασίας έκδοσης φυγόδικων μεταξύ των Κρατών Μελών και την αντικατάσταση της από ένα σύστημα παράδοσης μεταξύ των Δικαστικών Αρχών, με την εισαγωγή ενός απλουστευμένου τρόπου παράδοσης προσώπων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων στην EE. Η αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων των Κρατών Μελών είναι ο «ακρογωνιαίος λίθος» της προαναφερόμενης δικαστικής συνεργασίας. Αυτό προϋποθέτει υψηλό επίπεδο αμοιβαίας εμπιστoσύνης μεταξύ των Κρατών Μελών».

 

Το Δικαστήριο, ανταποκρινόμενο σε βασικό στόχο της διαδικασίας, επελήφθη τάχιστα του αιτήματος παράδοσης και ορθώς έκρινε ότι η περίπτωση του Εκζητούμενου δεν ενέπιπτε στα Άρθρα 13 και 14 του Νόμου, τα οποία ορίζουν τις περιπτώσεις όπου η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση ΕΕΣ είτε οφείλει να αρνηθεί την εκτέλεση του, είτε δύναται να την αρνηθεί. Όπως ορθώς έκρινε πως θα έπρεπε να περιοριστεί στην εξέταση κατά πόσο το ΕΕΣ περιείχε τα στοιχεία που ορίζει το Άρθρο 4(1) του Νόμου, χωρίς να αγνοεί και το Άρθρο 2(2) του Νόμου (Μιχαηλίδης, ανωτέρω). Ενόψει δε του γεγονός ότι το ΕΕΣ περιείχε αδιαμφισβήτητα τα στοιχεία υπό (α)-(ε) του εδαφίου (1) του Άρθρου 4 του Νόμου, ορθώς προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο περιείχε και τα στοιχεία υπό (στ) και (ζ) του εδαφίου (1) του Άρθρου 4* του Νόμου. Εσφαλε όμως, κατά την  άποψη μας, κρίνοντας ότι το ΕΕΣ δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του εν λόγω Άρθρου καθότι οι εξηγήσεις που δόθηκαν για τις ποινές των υποθέσεων ΙΙΚ413/03 και ΙΙΚ842/02 δεν ήταν ικανοποιητικές και, επομένως, δεν ικανοποιούνταν οι απαιτήσεις του Άρθρου 4(1)(στ) και (ζ) του Νόμου. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό μέρος από την πρωτόδικη απόφαση.

 

«Δεν έχει δοθεί καμία εξήγηση ή πληροφόρηση αναφορικά με το κατά πόσο οι δύο αυτές ποινές κατέστησαν εκτελεστές, και, αν ναι, πότε. Ούτε έχει διευκρινιστεί το κατά πόσο ο εκζητούμενος γνώριζε ότι αυτές κατέστησαν εκτελεστές. Δηλαδή, δεν έχω οτιδήποτε ενώπιον μου που να εισηγείται ότι ο εκζητούμενος γνώριζε ότι οι ποινές που του επιβλήθηκαν κατέστησαν ή θα καθίσταντο εκτελεστές σε συγκεκριμένη ημερομηνία και, εν γνώσει του, εγκατέλειψε την Πολωνία για να αποφύγει την σύλληψη και εκτέλεση των ποινών αυτών». Και, τούτου δοθέντος, κατέληξε ότι δεν «…πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 4 του Νόμου σε σχέση με το περιεχόμενο του ΕΕΣ αφού δεν είμαι σε θέση να έχω σαφή εικόνα αναφορικά με τις ποινές για την έκτιση των οποίων οι Πολωνικές αρχές ζητούν την παράδοση του εκζητούμενου».

 

Το σφάλμα, κατά την άποψή μας, οφείλεται ενδεχομένως στη δυσκολία αντίληψης ενός διαφορετικού από το ημεδαπό (γενικότερα από το αγγλοσαξωνικό) δικονομικού συστήματος, στο οποίο η εκτέλεση των ποινών δεν είναι πάντοτε άμεση. Εξ ου και τα ερωτήματα που απασχόλησαν το Δικαστήριο τα οποία, από τη στιγμή που είχε ενώπιον του την επιστολή ημερ. 24.1.04 του Πολωνικού Δικαστηρίου με την οποία καλείτο ο Εκζητούμενος να παρουσιαστεί για έκτιση των ποινών, δεν έπρεπε να το απασχολήσουν. Όπως δεν έπρεπε να το απασχολήσει και η φαινομενική διαφορά της ποινής των δύο χρόνων της υπόθεσης  ΙΙΚ842/02 με την ποινή που αναγράφηκε κάτω από τον τίτλο «remaining sentence to be served», που σε κάθε περίπτωση ήταν θέμα που ενέπιπτε  αποκλειστικά στις εσωτερικές ρυθμίσεις της έννομης τάξης της Πολωνίας και επομένως ξέφευγε παντελώς του οποιουδήποτε ελέγχου ή προβληματισμού οποιουδήποτε Δικαστηρίου άλλου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Έσφαλε λοιπόν το Δικαστήριο στο συμπέρασμα του ότι το ΕΕΣ δεν περιείχε τα στοιχεία που ορίζονται από το Άρθρο 4(1)(στ)(ζ) του Νόμου και ο σχετικός λόγος έφεσης (2ος λόγος) ευσταθεί.

 

Τώρα, σ’ ότι αφορά το Άρθρο 2(2)* ορθώς το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ο Νόμος δεν περιλαμβάνει πρόνοιες για παραβίαση του δικαιώματος δίκης εντός εύλογου χρόνου (Κυριάκου (ανωτέρω). Λανθασμένα όμως αναφέρθηκε στο Άρθρο 30(2) του Κυπριακού Συντάγματος καθότι αντικείμενο ελέγχου, κατά το Άρθρο 2(2) του Νόμου, είναι το εάν και κατά πόσο η ποινική διαδικασία στο κράτος έκδοσης του εντάλματος ανταποκρίνεται στην ευρωπαϊκή δημόσια τάξη. Επομένως, η άρνηση παράδοσης ενός εκζητούμενου κατ’ επίκληση του Άρθρου 2(2) του Νόμου είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση που η εκτέλεση ΕΕΣ προσκρούει στις θεμελιώδεις αρχές και δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΕ. (βλ. σύγγραμμα «Το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, του Δ. Μουζάκη, Έκδοση 2009, σελ. 546). Η Ευρωπαϊκή Ένωση όμως, όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Κυριάκου (ανωτέρω), βασίζεται «… στην αμοιβαία εμπιστοσύνη (confidence and trust) η οποία είναι απαραίτητο να υπάρχει μεταξύ των κρατών-μελών, δεδομένου του κοινού νομικού πολιτισμού των κρατών – μελών αλλά και της τήρησης των ελαχίστων ευρωπαϊκών επιπέδων που ισχύουν σε όλα τα κράτη μέλη στα ζητήματα απονομής της δικαιοσύνης». Θεωρούμε, επομένως, δεδομένο ότι οι δικαστικές αρχές της Πολωνίας θα διασφαλίσουν κατά την δίκη τον πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων του Εκζητούμενου, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να εγείρει [*510]προς εξέταση ζήτημα καθυστέρησης είτε στην έκδοση του ΕΕΣ είτε στη διαβίβαση του για εκτέλεση. Εξαιρετικά χρήσιμες και διαφωτιστικές επί του προκειμένου είναι οι αποφάσεις του ΕWHC, στις οποίες μας παρέπεμψε ο κ. Αριστείδης και τις οποίες αναφέρουμε πιο πάνω. Επιγραμματικά, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από τις εν λόγω αυθεντίες, (α) θεωρείται δεδομένο ότι όλες οι χώρες – μέλη της ΕΕ διασφαλίζουν δίκαιη δίκη, (β) ένας εκζητούμενος εμποδίζεται να επικαλείται καθυστέρηση στην υποβολή αιτήματος για παράδοση του, όταν ενώ γνωρίζει πως του επιβλήθηκε ποινή την οποία θα καλείτο να εκτίσει, ή ενώ γνώριζε πως υπάρχει εναντίον του ποινική δίωξη, τρέπεται σε φυγή από τη δικαιοδοσία της αιτήτριας χώρας, (γ) η καθυστέρηση και η εξ αυτής μεταβολή των προσωπικών συνθηκών ενός εκζητούμενου αφ΄ εαυτών δεν είναι αρκετό να δικαιολογήσουν άδικη και καταπιεστική μεταχείριση, (δ) το Δικαστήριο έχει την ευθύνη να σταθμίσει τα δικαιώματα εκζητούμενου όπως διασφαλίζονται από το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, σε συνάρτηση με το δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει ότι κάθε παραβάτης πρέπει να οδηγείται ενώπιον της δικαιοσύνης και, (ε) τα Δικαστήρια της χώρας έκδοσης οφείλουν να επιδεικνύουν σεβασμό στις υποχρεώσεις της χώρας τους έναντι της αιτήτριας χώρας και να συνεκτιμούν και την ανάγκη αποτροπής άλλων επίδοξων φυγοδίκων από το να βρουν καταφύγιο στην χώρα τους.

 

Υιοθετούμε και ως δικές μας τις πιο πάνω αρχές, οι οποίες εφαρμοζόμενες στα περιστατικά της υπό κρίση  υπόθεσης είναι φανερό ότι προδιαγράφουν και την επιτυχή έκβαση της έφεσης.  Ολοκληρώνουμε συναφώς την κατάληξη μας με τα πιο κάτω αποσπάσματα από τις υποθέσεις Pomiechowski και Gomes (ανωτέρω), τα οποία βρίσκουν πλήρη εφαρμογή και στην παρούσα.

 

«The meaning of 'unjust and oppressive' was authoritatively determined by the House of Lords in Gomes v. Government of the Republic of Trinidad and Tobago [2009] 1 WLR 1038; [2009] UKHL 21 drawing on and developing the reasoning in Kakis v. Government of the Republic of Cyprus [1978] 1 WLR 779 . In short, 'unjust' is directed primarily to the risk of prejudice to the accused and the conduct of the trial itself. Oppressive' is directed towards hardship to the accused resulting from changes in his circumstances that have occurred during the period to be taken into consideration. There is room for some overlap. Between them they would cover all cases where to return the requested person would not be fair. Category 1 countries are all members of the European Union and parties to the European [*511]Convention on Human Rights . It can therefore ordinarily be assumed that the requesting state will ensure a fair trial. Where a person has fled from the jurisdiction of the requesting state he cannot rely upon delay which follows, even if the requesting state has been slow to start extradition proceedings. Oppression is a concept which imports a good deal more than hardship, which is a commonplace consequence of extradition.

 

-----------

If_an accused like Goodver deliberately flees the jurisdiction in which he has been bailed to appear, it simply does not lie in his mouth to suggest that the requesting state should share responsibility for the ensuing delay in bringing him to justice because of some subsequent supposed fault on their part ....  Only a deliberate decision by the requesting state communicated to the accused not to pursue the case against him, or some other circumstance which would similarly justify a sense of security on his part notwithstanding his own flight from justice, could allow him properly to assert that the effects of further delay were not "of his own choice and making".

 

Ως εκ περισσού, σε σχέση με τις αρχές που διατυπώνονται στην υπόθεση Gomes (ανωτέρω), να παρατηρήσουμε ότι η έκδοση διαβατηρίου στον Εκζητούμενο, μετά που κλήθηκε να παρουσιαστεί για έκτιση των ποινών όπως και η έκδοση πιστοποιητικού γέννησης για τη θυγατέρα του, σε καμία περίπτωση δεν ισοδυναμούν με συνειδητή απόφαση των Πολωνικών Αρχών να τον απαλλάξουν από την υποχρέωση να εκτίσει τις ποινές, ή ότι δεν θα προχωρούσαν σε ποινική δίωξη εναντίον του. Η έκδοση των δύο αυτών εγγράφων μόνο με εσωτερικές ρυθμίσεις που αφορούν την αλληλοενημέρωση των διαφόρων αρχών της χώρας αυτής μπορεί να συνδεθεί και με τίποτα περισσότερο.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη  απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 29(1) του Νόμου, το αργότερο εντός 10 ημερών από σήμερα.

 

Ο Εκζητούμενος στο μεταξύ να τεθεί υπό κράτηση.

 

Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες Εισαγγελικές Αρχές της Πολωνίας.

 

Η έφεση επιτρέπεται.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο