Liberty Life Insurance Public Co Ltd ν. Nada Terzian και τώρα Παναγιώτου, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του Vahan Terzian και Άλλου (2014) 1 ΑΑΔ 558

ECLI:CY:AD:2014:A167

(2014) 1 ΑΑΔ 558

[*558]7 Mαρτίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

LIBERTY LIFE INSURANCE PUBLIC CO LTD,

ΠροηγουμΕνωσ ονομΑζετο Liberty Life Insurance Ltd,

 

Εφεσείουσα-Εναγόμενη Αρ.1,

 

v.

 

1.  NADA TERZIAN ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ωΣ διαχειριστρια τησ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ του Vahan Terzian,

2.  ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ, υΠΟ την ιδΙΟτητα του ωΣ διαχειριστΗΣ τηΣ ΠεριουσΙΑΣ του Vahan Terzian αΠοβιΩσαντα τΕΩΣ εκ ΛεμεσοΥ.

 

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 151/2010)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση εξέτασης προδικαστικού σημείου ― Διάταξη 27 Θ.1 και 2 ― Κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αίτηση για εξέταση προδικαστικών σημείων σχετικά με εγερθέντα σημεία περί ύπαρξης δεδικασμένου και κατάχρησης δικαιοδοσίας ― Επέμβαση Εφετείου, επί τω ότι υπήρχε στερεό υπόβαθρο γεγονότων, από τα οποία μπορούσαν να εξεταστούν οι εγειρόμενες προδικαστικές ενστάσεις η αποδοχή των οποίων θα επέφερε το τέλος της αγωγής.

 

Πολιτική Δικονομία ― Απόρριψη αγωγής, όταν δεν αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής ή είναι επιπόλαιη ή παρενοχλητική ― Διάταξη 27, Θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ― Η διαπίστωση αν η δικογραφία αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα, δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου αλλά συνιστά νομικό ζήτημα και επομένως το Εφετείο είναι σε θέση όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει σε συμπεράσματα σε σχέση με την υπόσταση του δικογράφου.

 

Δεδικασμένο (res judicata) ― Η παράλειψη διαδίκου να εγείρει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία οτιδήποτε θα μπορούσε να στηρίζει την υπόθεση ή υπεράσπιση του, δεν δικαιολογεί ούτε επιτρέπει νέο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο ό,τι παραλείφθηκε.

 

[*559]Δεδικασμένο (res judicata) ― Ποιες οι νομολογιακές αρχές περί της έκτασης του δεδικασμένου σε τρίτα πρόσωπα πέραν των διαδίκων οι οποίοι είτε έλκουν τα δικαιώματα τους από τους τελευταίους και παραλείπουν να παρέμβουν στην αντιδικία, από τη στιγμή που και οι ίδιοι διεκδικούν ταυτόσημα συμφέροντα.

 

Οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση δυνάμει της Δ.27 θ.1-3, Δ.48 Θ.1-4, για να ακουστούν προδικαστικές ενστάσεις και νομικά θέματα, ενώ επιπλέον, αντικείμενο της αίτησης ήταν και η απόρριψη της ίδιας της αγωγής στο αρχικό της στάδιο στην εμβέλεια της Δ.27 Θ. 3.

 

Οι ζητούμενες προς εξέταση  προδικαστικές ενστάσεις και νομικά θέματα που ηγέρθησαν με τα δικόγραφα πριν από  την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, προς τελική επίλυση της αγωγής ήταν μεταξύ άλλων οι εξής:

 

«(α) Δεδικασμένο λόγω απόρριψης της αγωγής 4953/00 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με ενάγοντες του Haig Terzian και Monica Terzian και εναγόμενη την εναγόμενη 1-εφεσείουσα στην παρούσα αγωγή.

 

  (β) Κατάχρηση της διαδικασίας εν όψει υποβολής στα πλαίσια της αγωγής 4953/00 της αίτησης ημερ. 7.4.05 υπό του εναγόμενου 2, ο οποίος ενεργούσε ως αντιπρόσωπος των εναγόντων και της Monica Terzian, για να προστεθούν ως ενάγοντες, οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι στην παρούσα αγωγή.

 

  (γ) Κώλυμα λόγω του ότι οι ενάγοντες λόγω συμπεριφοράς και συγκεκριμένα συνεπεία αμέλειας ή αδράνειας δεν παρενέβησαν στην αγωγή 4953/00 ώστε να προστεθούν ως διάδικοι.

 

Οι εφεσίβλητοι με την έκθεση απαίτησης τους, διεκδικούν το ποσό των Λ.Κ.2.000.000, ως διαχειριστές για το συμφέρον της περιουσίας  αποβιώσαντος και για τους νόμιμους κληρονόμους και δικαιούχους και/ή για τους εξ εμπιστεύματος δικαιούχους, δυνάμει ασφαλιστηρίου συμβολαίου υπ’ αρ. 842-5137. Σχετικά επικαλούνται τα έγγραφα καταπιστεύματος που είχαν εκτελεστεί στις 11.9.2008 από τον αποβιώσαντα δυνάμει του οποίου κατονομάζονταν ως δικαιούχοι τα αδέλφια του, καθώς και τους νόμιμους κληρονόμους του σε περίπτωση θανάτου του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα μέσα στις παραμέτρους των νομολογιακών αρχών.

 

[*560]Επεσήμανε ότι το απαραίτητο υπόβαθρο γεγονότων διά επίλυση της επίδικης διαφοράς θα μπορούσε να τεθεί είτε από το ίδιο το δικόγραφο είτε να προκύπτει απ’ αυτό (Δ.27 θ.3), ή να αποτελείται από κοινά παραδεκτά γεγονότα (Δ.27 θ.1 και 2) Η Δ.27 θ.3.

 

Έκρινε, ότι η Δ.27 Θ.3 δεν μπορούσε να έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις όπου η διάγνωση του εγειρόμενου προβλήματος απαιτεί πολλή εξέταση, επιχειρηματολογία και περίσκεψη και ότι η εφαρμογή της Δ.27 θ.1 και 2 δικαιολογείται μόνο όπου τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα και παραδεκτά.

 

Οδηγήθηκε στην κατάληξη, ότι στην  υπό εξέταση αίτηση, δεν συνέβαινε καμία από τις ως άνω προϋποθέσεις.

 

Η απόφαση αμφισβητήθηκε με έφεση η οποία στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε ότι υπήρχαν ενώπιον του παραδεκτά γεγονότα όπως προέκυπταν από τα δικόγραφα και όλα τα ενώπιον του έγγραφα ως τεκμήρια.

 

β)  Λανθασμένα αποφάνθηκε ότι η ένορκη δήλωση στην οποία στηριζόταν η αίτηση δεν παρέπεμπε σε δικόγραφα.

 

γ)  Υπήρξε, ξεκάθαρη βάση γεγονότων επί των οποίων όφειλε το Δικαστήριο να προχωρήσει να εξετάσει τις προδικαστικές ενστάσεις και τα νομικά ζητήματα που ηγέρθησαν.

 

δ)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε στη βάση του περιεχομένου του κλητηρίου εντάλματος και των δικογράφων, να αποφανθεί επί του καθαρά νομικού σημείου.

 

ε)  Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προβάλλει ως αιτιολογία της απόρριψης της αίτησης ότι από τα δικόγραφα δεν ήταν ξεκάθαρα παραδεκτό το συμβόλαιο που επικαλούνταν οι εφεσίβλητοι. Όφειλε να εξετάσει ότι από τα δικόγραφα προέβαλλε αναντίλεκτο το γεγονός ότι αντικείμενο και επίδικο θέμα της υπό κρίση αγωγής ήταν ταυτόσημο με την αγωγή 4953/00 και ότι με τις δύο αγωγές αξιωνόταν ποσό Λ.Κ.2.000.000 κατ’ επίκληση του ιδίου ασφαλιστηρίου ζωής.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ήταν ορθή η διαπίστωση των εφεσειόντων ότι η απόφαση του [*561]πρωτόδικου Δικαστηρίου στην αγωγή 4953/00 υιοθετήθηκε από το Εφετείο, το οποίο σημείωσε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε εξετάζοντας την υπόθεση από σκοπιάς διαδικασίας αλλά κυρίως και ως θέμα ουσίας.

 

2.  Η Δ.27 Θ.3 παρέχει κατ’ ουσία στο Δικαστήριο το μηχανισμό και την εξουσία, χωρίς τη διεξαγωγή δίκης, να απορρίψει την αγωγή όταν δεν αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής ή ως επιπόλαια ή παρενοχλητική, εξουσία που αποτελεί εξαιρετικής μορφής μέτρο και ασκείται με φειδώ.

 

3.  Είναι ορθή η αρχή, πως για να ακουστεί προδικαστικά νομικό σημείο θα πρέπει τα γεγονότα με βάση τα οποία θα πρέπει να αποφασιστεί, να μην τίθενται υπό αμφισβήτηση. Επίσης είναι ορθό ότι ένα νομικό σημείο πρέπει να είναι αμιγώς νομικό και ότι η απόφαση υπέρ του αιτητή ουσιαστικά θα πρέπει να επιλύει ολόκληρη την αγωγή.

 

4.  Τυγχάνει νομολογιακά αναγνωρισμένη αρχή που διέπει τα του κωλύματος λόγω δεδικασμένου (res judicata) ή του λεγόμενου «issue estoppel» ότι το εμπόδιο στην έγερση μιας αγωγής εγείρεται όχι μόνο εκεί όπου ένα ή περισσότερα θέματα έχουν εγερθεί στην ίδια μορφή κατά την προηγηθείσα αγωγή, αλλά καλύπτει επίσης και τις διαδικασίες στο πλαίσιο των οποίων θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί τέτοια θέματα ως επίδικα αλλά δεν ηγέρθησαν.

 

5.  Εγειρόταν το ερώτημα κατά πόσο οι εφεσίβλητοι νομιμοποιούνταν να εγείρουν εναντίον των εφεσειόντων στα πλαίσια της αγωγής 4953/00 τα υπόλοιπα ζητήματα και αξιώσεις που ήγειραν με την δεύτερη αγωγή. Τα θέματα δηλαδή των δικών τους αξιώσεων στη βάση του ιδίου ασφαλιστηρίου συμβολαίου υπό άλλη ιδιότητα για λογαριασμό των δικαιούχων.

 

6.  Η αιτιολογία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε αρνούμενο να τα επιληφθεί ήταν λανθασμένη. Στην αίτηση καθορίζονταν με σαφήνεια τα νομικά σημεία, επισυνάπτονταν τόσο η απόφαση στην αγωγή 4953/00 όσο και η κατ΄ έφεση. Βάση του αγώγιμου δικαιώματος και στις δύο αγωγές συνιστούσε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, δυνάμει του οποίου και ως εκ της ιδιότητας τους ως κληρονόμων και δικαιούχων διεκδικούσαν οι ενάγοντες στην αγωγή 4953/00 και στην επίδικη αγωγή.

 

7.  Το δεδικασμένο και η τελεσιδικία ως εκ της περάτωσης της αγωγής 4953/00 συνιστούσαν στερεό υπόβαθρο γεγονότων, στα οποία [*562]το Δικαστήριο μπορούσε να εξετάσει τις εγειρόμενες προδικαστικές ενστάσεις που αποδοχή τους θα επέφερε το τέλος της αγωγής.

 

8.  Με βάση την εξουσία που παρέχεται στο Εφετείο δυνάμει του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60, εκδόθηκε Διάταγμα δυνάμει του οποίου διατασσόταν η εκδίκαση, συναφών  με τις αιτούμενες θεραπείες στην αίτηση, προδικαστικών σημείων.

 

9.  Δεν εκδόθηκε διάταγμα αναφορικά με σημεία (δ) και (ε) της αίτησης, περί δίκαιης δίκης και παραγραφής  τα οποία ήταν αμφισβητούμενα και εξέρχονται της εμβέλειας της Δ.27.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Σιακόλας v. Federal Bank of Lebanon (1998) 1 A.A.Δ. 1338,

 

Παμπορίδης v. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670,

 

Κ.S.R. Commercio S.A. κ.ά. v. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 309,

 

Henderson v. Henderson [1943-60] All E.R. Rep. 378,

 

Theori a.o. v. Djoni a.o. (1984) 1 C.L.R. 296,

 

Nicolaides a.o. v. Yerolemi (1980) 1 C.L.R. 1,

 

Boyadji v. Papachristoforou (1958) 23 C.L.R. 299,

 

Carl-Zeiss-Stiftung v. Rayner & Keeler Ltd a.o. (No.3) [1969] All E.R. 897,

 

Overseas Shipping & Forwarding Co v. Kappa Shipping Co Ltd a.o. (1977) 1 C.L.R. 248,

 

Paikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 C.L.R. 50,

 

In Re Pelmaco Development Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 246.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την εναγόμενη αρ. 1 εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παρπαρίνος, Π.Ε.Δ.), [*563](Αγωγή Αρ. 5594/07), ημερομηνίας 14/5/2010.

 

Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για Εφεσείουσα.

 

Ν. Οικονομίδης για Κ. Μιχαηλίδη και Χρ. Τριανταφυλλίδη, για Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες στις 14.7.2009 υπέβαλαν αίτηση δυνάμει της Δ.27 θ.1-3, Δ.48 θ.1-4, για να ακουστούν οι κατωτέρω προδικαστικές ενστάσεις και νομικά θέματα που ηγέρθησαν με τα δικόγραφα πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, προς τελική επίλυση της αγωγής:

 

«(α) Δεδικασμένο λόγω απόρριψης της αγωγής 4953/00 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με ενάγοντες του Haig Terzian και Monica Terzian και εναγόμενη την εναγόμενη 1-εφεσείουσα στην παρούσα αγωγή.

 

(β) Κατάχρηση της διαδικασίας εν όψει υποβολής στα πλαίσια της αγωγής 4953/00 της αίτησης ημερ. 7.4.05 υπό του εναγόμενου 2, ο οποίος ενεργούσε ως αντιπρόσωπος των εναγόντων και της Monica Terzian, για να προστεθούν ως ενάγοντες, οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι στην παρούσα αγωγή.

 

(γ) Κώλυμα λόγω του ότι οι ενάγοντες λόγω συμπεριφοράς και συγκεκριμένα συνεπεία αμέλειας ή αδράνειας δεν παρενέβησαν στην αγωγή 4953/00 ώστε να προστεθούν ως διάδικοι.

 

(δ) Παραβίαση του δικαιώματος των εναγομένων 1 σε δίκαιη δίκη λόγω υπέρμετρης καθυστέρησης στην έγερση της αγωγής.

 

(ε) Παραγραφή συνεπεία μη έγερσης αγωγής εντός δύο ετών από το τέλος του χρόνου μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση.»

 

Αντικείμενο της αίτησης ήταν όχι μόνο η επιδίωξη διαταγής για εκδίκαση νομικών σημείων που εγείρονται στις έγγραφες προτάσεις, αλλά και η απόρριψη της ίδιας της αγωγής στο αρχικό της στάδιο στην εμβέλεια της Δ.27 θ.3.

 

[*564]Το Δικαστήριο με απόφαση που εξέδωσε στις 14.5.2010 απέρριψε την αίτηση για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή και οι οποίοι εφεσιβάλλονται με την υπό κρίση έφεση.

 

Η αίτηση υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση και τεκμήρια που είχαν επισυναφθεί σ’ αυτήν και τα οποία καταγράφονταν στα δικόγραφα της αγωγής.

 

Οι εφεσίβλητοι με την έκθεση απαίτησης τους διεκδικούν το ποσό των Λ.Κ.2.000.000, ως διαχειριστές για το συμφέρον της περιουσίας του αποβιώσαντος Vahan Terzian και για τους νόμιμους κληρονόμους και δικαιούχους και/ή για τους εξ εμπιστεύματος δικαιούχους, δυνάμει ασφαλιστηρίου συμβολαίου υπ’ αρ. 842-5137. Σχετικά επικαλούνται τα έγγραφα καταπιστεύματος που είχαν εκτελεστεί στις 11.9.2008 από τον Vahan Terzian δυνάμει του οποίου κατονομάζονταν ως δικαιούχοι τα αδέλφια του Haig και Monica Terzian, καθώς και τους νόμιμους κληρονόμους του σε περίπτωση θανάτου του.

 

Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση ο ενόρκως δηλών στηριζόμενος, όπως διαπιστώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, στις αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 13.4.06, στην αγωγή 4953/00 και Εφετείου ημερ. 12.12.07, στην Έφεση 146/06, όπου με την μεν πρώτη απορρίφθηκε αίτηση για επαναφορά της αγωγής και με τη δεύτερη επικυρώθηκε από το Εφετείο η πρωτόδικη απόφαση των φερομένων ως δικαιούχων επί του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, εισηγείται ότι οι πιο πάνω αποφάσεις συνιστούν δεδικασμένο και κώλυμα για έγερση και προώθηση της παρούσας αγωγής και δεσμεύουν και τους εφεσίβλητους-ενάγοντες στην παρούσα διαδικασία.  Ενώ οι εφεσίβλητοι είχαν γνώση της αγωγής 4953/00 και παρόλο που ο εναγόμενος 2 στην εν λόγω αγωγή ανακάλεσε στις 14.9.05 τη συγκατάθεση του για προσθήκη των εφεσιβλήτων, σε κανένα διάβημα για να παρέμβουν δεν προέβησαν οι εφεσίβλητοι μέχρι τις 7.12.05 οπότε και απορρίφθηκε η αγωγή 4953/00.

 

Η καθ’ ης η αίτηση με την ένσταση της προβάλλει σειρά από λόγους μεταξύ των οποίων: η αίτηση είναι κακόπιστη, δεν υπάρχει παραδεκτό υπόβαθρο γεγονότων, τα δικόγραφα των εναγόντων δίνουν πλήρη εικόνα του αγωγίμου δικαιώματος, δεν υπάρχει δεδικασμένο για το λόγο ότι οι ενάγοντες δεν προσετέθηκαν ως ενάγοντες στην αγωγή 4953/00, η ιδιότητα των εναγόντων ως διαχειριστών ουδόλως επηρεάζεται από οποιοδήποτε αποτέλεσμα της αγωγής 4953/00.

[*565]Το Δικαστήριο εξετάζοντας το ζήτημα μέσα στις παραμέτρους των νομολογιακών αρχών που διέπουν την εξουσία του για τον καθορισμό εγερθέντων νομικών ενστάσεων ως νομικών σημείων τα οποία δύνανται να κριθούν προδικαστικά, κατέληξε στα εξής:

 

«Η συνήγορος της αιτήτριας-εναγομένης 1 προέβη σε μια ομολογουμένως εξαίρετη αγόρευση, με την οποία καλύπτει τα επίδικα θέματα. Της διαφεύγει όμως το πιο κρίσιμο σημείο. Όλα σχεδόν τα προδικαστικά σημεία έχουν ως κύριο άξονα την αγωγή αρ. 4953/00 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, τους διαδίκους της, το τι έγινε στη διαδικασία εκείνη, τη βάση αγωγής, την έφεση (146/03), που ακολούθησε και το αποτέλεσμά τους.  Περαιτέρω και ειδικά διά το θέμα της ισχυριζόμενης παραγραφής, γίνεται αναφορά σε ασφαλιστήρια έγγραφα. Όλα αυτά δεν είναι ενώπιον του Δικαστηρίου ενόψει της άρνησης των πρωτογενών γεγονότων που επικαλείται η αιτήτρια, υπό των εναγόντων. Προσέτρεξα στα δικόγραφα προκειμένου να διαπιστώσω κατά πόσο υπάρχει ξεκάθαρη βάση γεγονότων πάνω στην οποία το Δικαστήριο θα μπορούσε να εξετάσει τις εγειρόμενες προδικαστικές ενστάσεις, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι τυχόν κρίση διά τελεσιδικία θα ήταν λυσιτελής διά την αγωγή. Δεν υπάρχει τέτοια ξεκάθαρη βάση και δεν είναι τυχαίο το ότι στην ένορκο δήλωση επί της οποίας στηρίζεται η αίτηση δεν παραπέμπει σε δικόγραφα, αλλά σε τεκμήρια που επισυνάπτονται. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω (α) πουθενά εις τα δικόγραφα είναι ξεκάθαρα παραδεκτό το συμβόλαιο αρ. 842500137 που επικαλούνται οι ενάγοντες. Η εναγόμενη στην Έκθεση Υπεράσπισης άλλοτε δέχεται ότι εξέδωσε το πιο πάνω έγγραφο και άλλοτε ισχυρίζεται το αντίθετο. Επίσης, δεν υπάρχει παραδεκτή σύνδεση του με την αγωγή 4953/00 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ώστε ενδεχομένως να υπάρχει ικανοποιητική βάση για εξέταση θέματος δεδικασμένου, (β) αναφορικά με την καθυστέρηση έγερσης της αγωγής υπό των εναγόντων, εις την παρ. 3 της Απάντησης στην Υπεράσπιση των τελευταίων προβάλλονται διάφορες δικαιολογίες, οι οποίες δεν έχουν συμφωνηθεί και/ή δεν έγιναν παραδεκτές από τους διάδικους ενώπιον του Δικαστηρίου, και (γ) η επικαλούμενη παραγραφή των δύο ετών, ως όρος στο ισχυριζόμενο επίδικο συμβόλαιο, δεν είναι συμφωνημένος ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά ούτε και παραδεκτός.

 

Το απαραίτητο υπόβαθρο γεγονότων διά επίλυση της επί[*566]δικης διαφοράς θα μπορούσε να τεθεί είτε από το ίδιο το δικόγραφο είτε να προκύπτει απ’ αυτό (Δ.27 θ.3), ή να αποτελείται από κοινά παραδεκτά γεγονότα (Δ.27 θ.1 και 2) (βλ. Malachtou και Greenock άνω). Η Δ.27 θ.3 δεν μπορεί να έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις όπου η διάγνωση του εγειρόμενου προβλήματος απαιτεί πολλή εξέταση, επιχειρηματολογία και περίσκεψη. Επίσης η εφαρμογή της Δ.27 θ.1 και 2 δικαιολογείται μόνο όπου τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα και παραδεκτά (βλ. Lioufis & Co. Ltd v. Ανδρόνικα κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 773, 780 (απόφαση κ. Πική) και Βιομηχανία Χαρ. Αλωνεύτη Λτδ κ.ά. ν. Alpha Bank Ltd (2003)1 Α.Α.Δ. 990). Εις την υπό εξέταση αίτηση δεν συμβαίνει κανένα από τα πιο πάνω.»

 

Είναι πρόδηλο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι όλα σχεδόν τα προδικαστικά σημεία έχουν ως κύριο άξονα την αγωγή 4953/00, τους εκεί διαδίκους, το τι έγινε στη διαδικασία εκείνη, την έφεση 146/06 που ακολούθησε και το αποτέλεσμα της.

 

Οι εφεσείοντες με τους λόγους έφεσης 1-4 παραπονούνται ότι το Δικαστήριο παραγνωρίζοντας ότι υπήρχαν ενώπιον του παραδεκτά γεγονότα όπως προέκυπταν από τα δικόγραφα και όλα τα ενώπιον του έγγραφα ως τεκμήρια, την αγωγή 4953/00 και την απόφαση στην έφεση 146/06, λανθασμένα αποφάνθηκε ότι δεν βρίσκονταν ενώπιον του «εν όψει της άρνησης εκ μέρους των εφεσιβλήτων των πρωτογενών γεγονότων που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες». Όπως επίσης λανθασμένα αποφάνθηκε ότι η ένορκη δήλωση στην οποία στηριζόταν η αίτηση δεν παρέπεμπε σε δικόγραφα επειδή εκεί γινόταν παραπομπή στην αγωγή 4953/00. Το γεγονός της έγερσης της 4953/00 με άξονα το πιο πάνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο ήταν παραδεκτό από τους εφεσίβλητους τόσο με την έκθεση απαίτησης τους όσο και με την απάντηση στην υπεράσπιση και ανταπαίτηση των εφεσειόντων. Συνεπώς είναι προδήλως λανθασμένη η αιτιολογία ή κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου: υπήρξε, είναι η θέση των εφεσειόντων, ξεκάθαρη βάση γεγονότων επί των οποίων όφειλε το Δικαστήριο να προχωρήσει να εξετάσει τις προδικαστικές ενστάσεις και τα νομικά ζητήματα που ηγέρθησαν.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε στη βάση του περιεχομένου του κλητηρίου εντάλματος και των δικογράφων να αποφανθεί επί του καθαρά νομικού σημείου: η έκβαση της 4953/00 συνιστούσε δεδικασμένο αλλά και κατάχρηση της διαδικασίας εφόσον η αξίωση των Haig Terzian και Monica Terzian που είχαν εγείρει ως φερόμενοι δικαιούχοι δυνάμει εγγράφου καταπιστεύματος αποφασί[*567]στηκε στην αγωγή 4953/00 που απορρίφθηκε κατ’ ουσία τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση. Η παράλειψη των εφεσιβλήτων να προωθήσουν την προσθήκη τους στην αγωγή 4953/00 και να παρέμβουν υπό την ιδιότητα τους ως επιτρόπων για τα συμφέροντα των φερομένων ως δικαιούχων εξ εγγράφου καταπιστεύματος, τους αποκλείει εν πάση περίπτωση επτά χρόνια μετά να εγείρουν την αγωγή ως επίτροποι για το συμφέρον των νόμιμων δικαιούχων. Στην ουσία οι εφεσίβλητοι επιχειρούν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και της απόρριψης της κατ’ έφεση, ξεκινώντας εξ υπαρχής νέα διαδικασία για το συμφέρον των δικαιούχων. Είναι ορθή η διαπίστωση της ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου υιοθετήθηκε από το Εφετείο, το οποίο σημείωσε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε εξετάζοντας την υπόθεση από σκοπιάς διαδικασίας αλλά κυρίως και ως θέμα ουσίας. Στο σημείο αυτό είναι κρίνουμε καλό να παραθέσουμε σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 13.4.06 στην αγωγή 4953/00, όπως επικυρώθηκε κατ’ έφεση:

 

«Η απόρριψη αγωγής λόγω μη εμφάνισης διαδίκου κατά την ακρόαση, ισοδυναμεί με δικαστική απόφαση απόρριψης της αγωγής επί της ουσίας της («on the merits»), όπως αναφέρει το Annual Practice 1970 στα σχόλια του αντίστοιχου Ο.35 r.1, σελ. 498. Όπως έχει αναφερθεί και στην Παπανικολάου ν. Κότσαπα (2004) 1 Α.Α.Δ. 1800, σελ. 1804 και για την περίπτωση απόρριψης αγωγής λόγω μη προώθησης της ισχύουν οι ίδιες γενικές αρχές, όπως και για παραμερισμό απόφασης και επαναφορά αγωγής.  Ήδη έχει καταγραφεί πιο πάνω το ιστορικό της υπόθεσης που δείχνει την αδιαφορά των εναγόντων στην όλη δικαστική διαδικασία, που δεν θα δικαιολογούσε την επαναφορά της αγωγής. …»

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεφάνθη επί του εγερθέντος καθαρά νομικού σημείου, ότι η αξίωση των εφεσίβλητων ως διαχειριστών για το συμφέρον της περιουσίας του αποβιώσαντος και για το συμφέρον των νομίμων κληρονόμων δεν είναι επιδεκτική θεραπείας από κανένα Δικαστήριο, εφόσον αυτή είναι αντίθετη με την προβαλλόμενη αξίωση για δικαιούχους δυνάμει καταπιστεύματος και γι’ αυτό το λόγο η αξίωση των εφεσίβλητων ως διαχειριστών για το συμφέρον της περιουσίας και των κληρονόμων είναι ενοχλητική και θα έπρεπε να διαγραφεί. Την εν λόγω θεραπεία προς το συμφέρον της διαχείρισης και όχι για το συμφέρον των δικαιούχων από εμπίστευμα όπως οι ίδιοι οι [*568]εφεσίβλητοι επικαλούνται, όφειλαν να προωθήσουν στα πλαίσια της αγωγής 4953/00.

 

Με τον έκτο λόγο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προβάλλει ως αιτιολογία της απόρριψης της αίτησης ότι από τα δικόγραφα δεν είναι ξεκάθαρα παραδεκτό το συμβόλαιο που επικαλούνται οι εφεσίβλητοι και ότι οι εφεσείοντες με την υπεράσπιση τους άλλοτε δέχονται ότι εξέδωσαν το πιο πάνω αναφερόμενο έγγραφο και άλλοτε ισχυρίζονται το αντίθετο. Το Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει ότι από τα δικόγραφα πρόβαλλε αναντίλεκτο το γεγονός ότι αντικείμενο και επίδικο θέμα της υπό κρίση αγωγής ήταν ταυτόσημο με την αγωγή 4953/00 και ότι με τις δύο αγωγές αξιωνόταν ποσό Λ.Κ.2.000.000 κατ’ επίκληση του ιδίου ασφαλιστηρίου ζωής. Δεν είναι νοητό, εισηγούνται, το πρωτόδικο Δικαστήριο να αφήνει να νοηθεί ότι για να εξέταζε προδικαστικά νομικά θέματα θα έπρεπε οι εφεσείοντες να παραδεχθούν ότι εξέδωσαν το επίδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

 

Η Δ.27 θ.3 παρέχει κατ’ ουσία στο Δικαστήριο το μηχανισμό και την εξουσία, χωρίς τη διεξαγωγή δίκης, να απορρίψει την αγωγή όταν δεν αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής ή ως επιπόλαια ή παρενοχλητική, εξουσία που αποτελεί εξαιρετικής μορφής μέτρο και ασκείται με φειδώ (Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1998) 1 A.A.Δ. 1338).

 

Είναι ορθή η αρχή, την οποία άλλωστε αποδέχονται οι διάδικοι, πως για να ακουστεί προδικαστικά νομικό σημείο θα πρέπει τα γεγονότα με βάση τα οποία θα πρέπει να αποφασιστεί να μην τίθενται υπό αμφισβήτηση. Επίσης είναι ορθό ότι ένα νομικό σημείο πρέπει να είναι αμιγώς νομικό και ότι η απόφαση υπέρ του αιτητή ουσιαστικά θα πρέπει να επιλύει ολόκληρη την αγωγή.

 

Τυγχάνει νομολογιακά αναγνωρισμένη αρχή που διέπει τα του κωλύματος λόγω δεδικασμένου (res judicata) ή του λεγόμενου «issue estoppel» ότι το εμπόδιο στην έγερση μιας αγωγής εγείρεται όχι μόνο εκεί όπου ένα ή περισσότερα θέματα έχουν εγερθεί στην ίδια μορφή κατά την προηγηθείσα αγωγή, αλλά καλύπτει επίσης και τις διαδικασίες στο πλαίσιο των οποίων θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί τέτοια θέματα ως επίδικα αλλά δεν ηγέρθησαν (Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670, Κ.S.R. Commercio S.A. κ.α. ν. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 309). Όπως συνοψίστηκε η αρχή στην K.S.R. Commercio (ανωτέρω):

 

[*569]«Σαν θέμα γενικής πολιτικής του δικαίου, η παράλειψη διαδίκου να εγείρει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία στα δικογραφήματα του ή την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε, ή να προσκομίσει μαρτυρία αναφορικά με οτιδήποτε θα μπορούσε να στηρίζει την υπόθεση ή υπεράσπιση του, δεν δικαιολογεί ούτε επιτρέπει νέο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο ό,τι παραλείφθηκε. Αυτό θα σήμαινε την τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ’ επιλογήν του διαδίκου και τη διαιώνιση τους. Έτσι, η αρχή της τελεσιδικίας, που είναι κοινωνικά επιβεβλημένη, θα υφίστατο καίριο πλήγμα…»

 

Το δεδικασμένο μπορεί να είναι γενικής μορφής και να αφορά ολόκληρη τη διαδικασία ή μπορεί να παραπέμπει μόνο σε συγκεκριμένο επίδικο θέμα του οποίου επιχειρείται η εκδίκαση εκ νέου (Henderson v. Henderson [1943-60] All E.R. Rep. 378, Theori a.o. v. Djoni a.o. (1984) 1 C.L.R. 296, Nicolaides a.o. v. Yerolemi (1980) 1 C.L.R. 1). Την έκταση του δεδικασμένου σε τρίτα πρόσωπα πέραν των διαδίκων οι οποίοι είτε έλκουν τα δικαιώματα τους από τους τελευταίους και παραλείπουν να παρέμβουν στην αντιδικία, από τη στιγμή που και οι ίδιοι διεκδικούν ταυτόσημα με τα υπό κρίση συμφέροντα, δίνει η Boyadji v. Papachristoforou (1958) 23 C.L.R. 299.

 

Εγείρεται λοιπόν κατά πάντα χρόνο το ερώτημα κατά πόσο οι εφεσίβλητοι νομιμοποιούνται να εγείρουν εναντίον των εφεσειόντων στα πλαίσια της αγωγής 4953/00 τα υπόλοιπα ζητήματα και αξιώσεις που ήγειραν με την δεύτερη αγωγή. Τα θέματα δηλαδή των δικών τους αξιώσεων στη βάση του ιδίου ασφαλιστηρίου συμβολαίου υπό άλλη ιδιότητα για λογαριασμό των δικαιούχων. Αυτό πάντοτε κρινόμενο ιδιαιτέρως υπό το φως της αίτησης την οποία καταχώρισαν για συνένωση τους ως συνεναγόμενοι και είναι αποδεκτό ότι την απέσυραν, ανεξαρτήτως των λόγω που τους οδήγησαν σε αυτή την απόφαση.

 

Στην υπόθεση Carl-Zeiss-Stiftung v. Rayner & Keeler Ltd a.o. (No.3) [1969] All E.R. 897, σελ. 909, στην οποία παρέπεμψε το Δικαστήριο η συνήγορος των εφεσειόντων, κρίθηκε ότι η διαγραφή ενός δικογράφου δεν είναι επιτακτική αλλά δυνητική και εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο αποφασίζει αν ένα θέμα αποτελεί δεδικασμένο μόνο όταν όλες οι σχετικές πληροφορίες βρίσκονται ενώπιον του διαφορετικά η αίτηση ως πρόωρη απορρίπτεται. Το γεγονός ότι ένα σημείο κρίνεται δύσκολο δεν αποτελεί δικαιολογία γιατί να μην εξεταστεί, νοουμένου όμως ότι όλα τα γεγονότα βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου:

[*570]«I do not think however that because an issue is res judicata, the court in the exercise of its discretion should always strike out an allegation raising that issue the court … might consider in a particular case that the better course would be …to be raised by pleading…and dealt with at the trial…Ord.18 r. 19 is framed in language which is not mandatory but permissive.»

 

………………………………………………………………

 

if as will normally be the case, the relevant information is before the court before which the interlocutory application comes, the judge ought then to decide whether the issue is res judicata or not, however difficult or obscure the point may be, for it will not become less so by waiting for the trial.  If, on the other hand, the necessary information is not before him, the application will be premature and should fail.»

 

Η διαπίστωση αν η δικογραφία αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα, δεν εναπόκειται  στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου αλλά συνιστά νομικό ζήτημα και επομένως το Εφετείο είναι σε θέση όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει σε συμπεράσματα σε σχέση με την υπόσταση του δικογράφου. (Οverseas Shipping & Forwarding Co v. Kappa Shipping Co Ltd a.o. (1977) 1 C.L.R. 248, Paikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 C.L.R. 50, In Re Pelmaco Development Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 246).

 

Η αιτιολογία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε αρνούμενο να τα επιληφθεί είναι λανθασμένη. Στην αίτηση καθορίζονταν με σαφήνεια τα νομικά σημεία, επισυνάπτονταν τόσο η απόφαση στην αγωγή 4953/00 όσο και η κατ’ έφεση. Βάση του αγώγιμου δικαιώματος και στις δύο αγωγές συνιστούσε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, δυνάμει του οποίου και ως εκ της ιδιότητας τους ως κληρονόμων και δικαιούχων διεκδικούσαν οι ενάγοντες στην αγωγή 4953/00 και στην επίδικη αγωγή. Το δεδικασμένο και η τελεσιδικία ως εκ της περάτωσης της αγωγής 4953/00 συνιστούν στερεό υπόβαθρο γεγονότων, στα οποία το Δικαστήριο μπορούσε να εξετάσει τις εγειρόμενες προδικαστικές ενστάσεις που αποδοχή τους θα επέφερε το τέλος της αγωγής.

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω και εξασκώντας την εξουσία που μας παρέχεται δυνάμει του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60, εκδίδουμε Διάταγμα δυνάμει του οποίου διατάσσουμε όπως εξεταστούν ως προδικαστικά θέματα:

 

[*571](α) Δεδικασμένο λόγω απόρριψης της αγωγής 4953/00 όπως επικυρώθηκε κατ’ έφεση στην Έφεση Αρ. 146/06.

 

(β) Κατάχρηση της διαδικασίας εν όψει υποβολής στα πλαίσια της αγωγής 4953/00 της αίτησης ημερ. 7.4.05 υπό του εναγόμενου 2, ο οποίος ενεργούσε ως αντιπρόσωπος των εναγόντων και της Monica Terzian, για να προστεθούν ως ενάγοντες, οι εφεσίβλητοι στην παρούσα αγωγή.

 

(γ) Κώλυμα λόγω του ότι οι εφεσίβλητοι λόγω συμπεριφοράς και συγκεκριμένα συνεπεία αμέλειας ή αδράνειας δεν παρενέβησαν στην αγωγή 4953/00 ώστε να προστεθούν ως διάδικοι.

 

Ως προς τα υπό σημεία (δ) της αίτησης, παραβίαση της δίκαιης δίκης λόγω υπέρμετρης καθυστέρησης στην έγερση της αγωγής και (ε) παραγραφή, δεν θα ακολουθήσουμε την ίδια πορεία. Διαπιστώνουμε ότι τα γεγονότα ως προς αυτά τα σημεία ήταν αμφισβητούμενα και εξέρχονται της εμβέλειας της Δ.27.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Τα έξοδα τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας.

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο