Λάντου Ανδρέας και Άλλη ν. Γεωργίας Συμεού και Άλλου (2014) 1 ΑΑΔ 572

ECLI:CY:AD:2014:A171

(2014) 1 ΑΑΔ 572

[*572]7 Μαρτίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΝΤΟΥ,

2. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

 

v.

 

1.  ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΣΥΜΕΟΥ,

2.  ΣΥΜΕΩΝ ΣΥΜΕΟΥ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ/Η ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΑΣ ΦΙΛΗΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΣΥΜΕΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 54/2010)

 

 

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Κατά πόσον ορθά Επαρχιακό Δικαστήριο επιλήφθηκε υπόθεσης παράνομης επέμβασης, συνεπεία απόφασης της ΑΗΚ, ληφθείσας με βάση το Άρθρο 31.1 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, ΚΕΦ. 170 ― Επέμβαση Εφετείου λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου ― Η απόφαση της ΑΗΚ ήταν δεκτική  προσβολής μόνο με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και εντός των πλαισίων αυτής, μπορούσε να ελεχθεί και η σχετική συγκατάθεση του Επάρχου.

 

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Ζήτημα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και αν ακόμα δεν έχει εγερθεί, είτε πρωτοδίκως, είτε στην ειδοποίηση έφεσης, ως ζήτημα δημόσιας τάξης που επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας εξετάζεται αυτεπαγγέλτως.

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Εξωτερίκευση διοικητικής πράξης ― Η δήλωση  βουλήσεως της διοίκησης και οι εξωτερικές ενέργειες, δι΄ ων αύτη λαμβάνει χώραν.

 

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης, με την οποία Επαρχιακό Δικαστήριο έκανε δεκτή αγωγή των εφεσιβλήτων - εναγόντων, καταλήγοντας ότι είχε συντελεσθεί παράνομη επέμβαση της εφεσείουσας 2 σε ακίνητο των εφεσιβλήτων.

 

Επιδίκασε προς τούτο, ονομαστικές αποζημιώσεις εκδίδοντας διη[*573]νεκές απαγορευτικό διάταγμα επέμβασης στο επίδικο ακίνητο, σχετική αναγνωριστική δήλωση, καθώς και διάταγμα άρσης της επέμβασης.

 

Στο επίδικο τεμάχιο η εφεσείουσα-εναγόμενη 2, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, είχε προβεί στην τοποθέτηση ηλεκτρικών πασάλων προς εξυπηρέτηση τρίτου προσώπου, του εναγόμενου 1- εφεσείοντος 1.

 

Πριν από την επέμβαση στο ακίνητο των εφεσιβλήτων από την εφεσείουσα 2, είχε εξασφαλιστεί συγκατάθεση του Επάρχου Αμμοχώστου στη βάση των προνοιών του Άρθρου 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, ΚΕΦ. 170, εφόσον οι εφεσίβλητοι είχαν αρνηθεί να δώσουν τη συγκατάθεση τους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη την ύπαρξη της συγκατάθεσης Επάρχου, κατέληξε ότι από τη στιγμή που οι εφεσίβλητοι δεν έλαβαν οποιαδήποτε επιστολή, όπως ήταν εύρημα του, και επειδή η εφεσείουσα 2 παρέλειψε να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για να φέρει σε γνώση των εφεσιβλήτων την πρόθεση της, η γραπτή συγκατάθεση που είχε δοθεί από τον Έπαρχο Αμμοχώστου δεν νομιμοποιούσε την επέμβαση της εφεσείουσας 2 στο επίδικο ακίνητο, την οποία και έκρινε παράνομη.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την επέμβαση στο ακίνητο εκ μέρους της εφεσείουσας 2 ως παράνομη. Υπήρχε έλλειψη δικαιοδοσίας του επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση εφόσον τέτοια απόφαση και/ή συγκατάθεση του Επάρχου Αμμοχώστου δύναται να ανακληθεί και ακυρωθεί μόνο με προσφυγή, ζήτημα το οποίο το ίδιο το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει και να αποφασίσει αυτεπαγγέλτως.

 

β)  Ουσιαστικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στην απόφαση του προχώρησε να εξετάσει και να ελέγξει την απόφαση του Επάρχου και συνεπακόλουθα της ΑΗΚ.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το ζήτημα δεν είχε εγερθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ώστε να αποτελέσει αντικείμενο κρίσης κατά προτεραιότητα.

 

2.  Ζήτημα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και αν ακόμα δεν έχει εγερθεί, είτε πρωτοδίκως, είτε στην ειδοποίηση έφεσης, ως ζήτημα δημόσιας τάξης που επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας εξετάζε[*574]ται αυτεπαγγέλτως.

 

3.  Ουσιαστικά οι εφεσίβλητοι έθεταν ζήτημα ελέγχου της νομιμότητας της απόφασης της εφεσείουσας 2 ΑΗΚ, η οποία με τη συγκατάθεση πλέον του Επάρχου είχε δικαίωμα εισόδου στο ακίνητο των εναγόντων-εφεσιβλήτων.

 

4.  Η ίδια η έκθεση απαιτήσεως έθετε στο προσκήνιο γνώση των ενεργειών των εφεσειόντων από τους εφεσίβλητους, οι οποίοι όπως προέκυπτε από τα αδιαμφισβήτητα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου από την πρώτη στιγμή που αντιλήφθηκαν τις δραστηριότητες της εφεσείουσας 2 προέβαλαν έντονη αντίδραση και αντίρρηση, εξ ου και η αναγκαιότητα λήψης της συγκατάθεσης του Επάρχου.

 

5.  Στην Κύπρο, στη βάση της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ακυρωτική απόφαση προσβαλλόμενης πράξης απόφασης ή παράλειψης από το Δικαστήριο κάτω από την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, είναι αναγκαία προϋπόθεση για αξίωση εύλογης αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας αν δεν ικανοποιηθεί η αξίωση του αιτητή από τη διοίκηση.

 

6.  Καθίστατο φανερό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αγνοώντας παντελώς τη φύση της διαφοράς και κατά συνέπεια το ζήτημα της αρμοδιότητας, προχώρησε να την εξετάσει στα πλαίσια του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης και στο τέλος της ημέρας να περιοριστεί στο ζήτημα της γνωστοποίησης της απόφασης προς τους εφεσίβλητους διοικουμένους για να αποφασίσει να αποδεχθεί την αγωγή και μόνο στη βάση της μη κοινοποίησης της απόφασης της ΑΗΚ.

 

7.  Από τη στιγμή που οι εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση της απόφασης, έστω και δια των υλικών ενεργειών της εφεσείουσας 2, έτρεχε ο χρόνος καταφυγής των στο μόνο αρμόδιο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146.4 του Συντάγματος για έλεγχο της.

 

8.  Η απόφαση της εφεσείουσας 2, σύμφωνα με το Άρθρο 31.1 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, ΚΕΦ. 170, για να επέμβει σε ιδιοκτησία προσώπου ήταν δεκτική προσβολής μόνο με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και εντός των πλαισίων αυτής ελέγχεται και η συγκατάθεση του επάρχου.

 

9.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν αναρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς. Αρμόδιο Δικαστήριο κατά πάντα χρόνο ήταν το Ανώτατο [*575]Δικαστήριο. Η όλη διαδικασία έπασχε από ακυρότητα.

 

Με δεδομένη την επιτυχία του προδικαστικού ζητήματος η έφεση επιτράπηκε με έξοδα τόσο κατ’ έφεση όσο και πρωτοδίκως.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Παπακοκκίνου κ.ά. v. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379,

 

Παναγιώτου v. Χατζηκυριάκου (1991) 1 Α.Α.Δ. 362,

 

Panayides v. Republic (Public Service Commission) (1972) 3 C.L.R. 467,

 

Ιωαννίδης ν. Α.Η.Κ. κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 233.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Θωμά, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 227/06), ημερομηνίας 26/11/2009.

 

Μ. Γιωρκάτζη (κα) για Ιωαννίδης, Δημητρίου, ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες.

 

Αντ. Τερέντης, για Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

MΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι-Eνάγοντες κατεχώρισαν εναντίον των Εφεσειόντων-Εναγομένων αγωγή, αξιώνοντας αποζημιώσεις καθώς και διατάγματα στηριζόμενοι στο αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης στο τεμάχιο τους, εντός των δημοτικών ορίων του Δήμου Παραλιμνίου, στο οποίο η Εφεσείουσα-Εναγόμενη 2, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, προχώρησε στην τοποθέτηση ηλεκτρικών πασάλων προς εξυπηρέτηση τρίτου προσώπου Ανδρέα Λάντου, Εναγόμενου 1-Εφεσείοντος 1.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του δικαίωσε τους Ενάγοντες-Εφεσίβλητους καταλήγοντας ότι είχε συντελεσθεί πα[*576]ράνομη επέμβαση της ΑΗΚ στο επίδικο ακίνητο και προχώρησε να επιδικάσει ονομαστικές αποζημιώσεις στη βάση της Παπακοκκίνου κ.ά. ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379. Εξέδωσε δε διηνεκές απαγορευτικό διάταγμα επέμβασης στο επίδικο ακίνητο, αναγνωριστική δήλωση ότι υπήρξε παράνομη επέμβαση καθώς και διάταγμα άρσης της επέμβασης εντός 30 ημέρων από την επίδοση του διατάγματος.

 

Εναντίον της απόφασης καταχωρίστηκε έφεση στη βάση του ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε την επέμβαση στο ακίνητο εκ μέρους της Εφεσείουσας 2 ως παράνομη. Προβάλλεται ως αιτιολογία η έλλειψη δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδικάσει την απόφαση εφόσον τέτοια απόφαση και/ή συγκατάθεση του Επάρχου Αμμοχώστου δύναται να ανακληθεί και ακυρωθεί μόνο με προσφυγή, ζήτημα το οποίο το ίδιο το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει και να αποφασίσει αυτεπαγγέλτως. Γίνεται όμως αποδεκτό και από τις δύο πλευρές ότι το ζήτημα δεν είχε εγερθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ώστε να αποτελέσει αντικείμενο κρίσης κατά προτεραιότητα. Είναι πάγια νομολογημένο ότι ζήτημα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και αν ακόμα δεν έχει εγερθεί, είτε πρωτοδίκως, είτε στην ειδοποίηση έφεσης, ως ζήτημα δημόσιας τάξης που επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας εξετάζεται αυτεπαγγέλτως (Παναγιώτου ν. Χατζηκυριάκου (1991) 1 Α.Α.Δ. 362).

 

Σύμφωνα με τις οδηγίες που δόθηκαν από το Εφετείο η ακροαματική διαδικασία προχώρησε ώστε να ακουστεί προδικαστικώς το ζήτημα της έλλειψης δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, εν όψει της θέσης ότι η απόφαση της Eφεσείουσας 2 να επέμβει στο ακίνητο των Εφεσιβλήτων συνιστά πράξη Oργάνου ή Aρχής που ασκεί εκτελεστή ή διοικητική λειτουργία, Άρθρο 146.1 του Συντάγματος, και ανάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Είναι ορθό να προταχθεί χωρίς να υπεισέλθουμε στην ουσία της υπόθεσης, αλλά προς διασαφήνιση των γεγονότων, πως πριν την επέμβαση στο ακίνητο των Εφεσιβλήτων από την Εφεσείουσα 2 είχε εξασφαλιστεί συγκατάθεση του Επάρχου Αμμοχώστου στη βάση των προνοιών του Άρθρου 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, ΚΕΦ. 170, εφόσον οι Εφεσίβλητοι είχαν αρνηθεί να δώσουν τη συγκατάθεση τους στην τοποθέτηση των πασάλων για να περάσουν μέσω του επίδικου ακινήτου ηλεκτρικά καλώδια με σκοπό την ηλεκτροδότηση της αντλίας του Εφεσείοντα 1.

 

[*577]Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αυτά τα δεδομένα προχώρησε να εξετάσει την όλη διαφορά στη βάση του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης. Λαμβάνοντας υπόψη την ύπαρξη της συγκατάθεσης του Επάρχου και την εισήγηση της Υπεράσπισης, ότι οποιαδήποτε επέμβαση στο επίδικο ακίνητο δεν ήταν παράνομη για το λόγο ότι είχε εξασφαλιστεί η προηγούμενη συγκατάθεση του, κατέληξε ότι από τη στιγμή που οι Εφεσίβλητοι δεν έλαβαν οποιαδήποτε επιστολή όπως ήταν εύρημα του, και επειδή η Εφεσείουσα 2 παρέλειψε να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για να φέρει σε γνώση των Εφεσιβλήτων την πρόθεση της, η γραπτή συγκατάθεση που είχε δοθεί από τον Έπαρχο Αμμοχώστου δεν νομιμοποιούσε την επέμβαση της Εφεσείουσας 2 στο επίδικο ακίνητο, την οποία και έκρινε παράνομη.

 

Ουσιαστικά, παραπονούνται οι Εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στην απόφαση του προχώρησε να εξετάσει και να ελέγξει την απόφαση του Επάρχου και συνεπακόλουθα της ΑΗΚ.

 

Η πλευρά των Εφεσίβλητων επεσήμανε ότι είναι διαφορετικό το θέμα της εγκυρότητας μιας απόφασης διοικητικού οργάνου και άλλο το θέμα της εφαρμογής της. Η απόφαση της ΑΗΚ και των όρων που έθεσε ο Έπαρχος ως εκτελεστής διοικητικής πράξης, το κύρος και η νομιμότητα της δεν αμφισβητήθηκαν είναι η θέση του, με την αγωγή. Εκείνο το οποίο προβάλλει ο δικηγόρος των Εφεσιβλήτων είναι ότι οι αντιπρόσωποι της ΑΗΚ δεν εφάρμοσαν τη διοικητική πράξη σύμφωνα με τον τρόπο και τους όρους, τόσο του Νόμου, όσο και της απόφασης του Επάρχου για την τοποθέτηση ηλεκτρικών πασάλων στο ακίνητο των Εναγόντων, αλλά έδρασαν παράνομα όπως αποδείχθηκε και ενώπιον του Δικαστηρίου. Διακρίνονται είναι η εισήγηση του με παραπομπή στο σύγγραμμα του Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 375, § 504, οι υλικές ενέργειες της Αρχής για πρακτική εφαρμογή μιας διοικητικής πράξης οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστή διοικητική πράξη από την ίδια την πράξη. Ακόμα και αν υπήρξε διοικητική πράξη με βάση τόσο το τυπικό όσο και το ουσιαστικό κριτήριο, δεν αμφισβητήθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο το κύρος και η νομιμότητα της.  Εξετάστηκε από το Δικαστήριο αν η Διοίκηση, εφαρμόζοντας τους όρους που είχαν τεθεί για τη χορήγηση της άδειας και ιδίως εκείνους του Επάρχου Αμμοχώστου, ενήργησε συννόμως. Επικεντρώθηκε ο συνήγορος των Εφεσίβλητων στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στο εύρημα του ότι η Εφεσείουσα 2 παρέλειψε να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για να φέρει σε γνώση των Εφεσιβλήτων την πρόθεση της να τοποθετήσει πασάλους στο [*578]επίδικο ακίνητο για τη διέλευση ηλεκτρικών καλωδίων μέσω του επίδικου ακινήτου, έτσι ώστε η γραπτή συγκατάθεση που είχε δοθεί από τον Έπαρχο για τη διέλευση των καλωδίων να μην νομιμοποιεί την επέμβαση και να δικαιώνει τους Εφεσίβλητους στην αξίωση τους για παράνομη επέμβαση.

 

Είμαστε της γνώμης ότι ο συνήγορος των Εφεσιβλήτων προσπαθεί να εισάξει μια άλλη εικόνα από αυτήν που προδιέγραψαν τα δικόγραφα και συγκεκριμένα η παράγραφος 3 της έκθεσης απαιτήσεως:

 

«3. Ο εναγόμενος 1 με αίτηση του προς τους εναγόμενους 2 και/ή άλλως πως, ζήτησε να ηλεκτροδοτηθεί το ακίνητο του, που βρίσκεται πίσω και/ή πολύ κοντά στο ακίνητο των εναγόντων. Οι εναγόμενοι 2 ενέκριναν και/ή συναίνεσαν και/ή συνέπραξαν και/ή αποδέχθηκαν ή/και έκαναν δεκτό το αίτημα του εναγομένου 1. Ακολούθως παρέλειψαν ή και χωρίς να εξετάσουν ως όφειλαν και ως μπορούσαν να πράξουν το αν είχε νόμιμο δικαίωμα ο εναγόμενος 1 να χρησιμοποιεί το ακίνητο των εναγόντων για να περάσει από μέσα η ηλεκτροδότηση, προχώρησαν στην αλλοίωση της επιφάνειας του εδάφους και/ή στην εκσκαφή εντός του ακινήτου των εναγόντων και την τοποθέτηση ηλεκτρικών πάσαλων με σκοπό να περάσει ηλεκτρισμός μέσα από το εν λόγω ακίνητο και να εξυπηρετηθεί ο εναγόμενος 1. Προς τούτο προχώρησαν στην έναρξη έργων ή εργασιών τοποθέτησης των πασσάλων αλλοιώνοντας με εκσκαφές την επιφάνεια του εδάφους του ακινήτου των εναγόντων κατά και/ή περί τα μέσα Μαρτίου 2006.»

 

Ουσιαστικά οι Εφεσίβλητοι έθεταν ζήτημα ελέγχου της νομιμότητας της απόφασης της Εφεσείουσας 2 ΑΗΚ, η οποία με τη συγκατάθεση πλέον του Επάρχου είχε δικαίωμα εισόδου στο ακίνητο των Εναγόντων-Εφεσιβλήτων. Η ίδια η έκθεση απαιτήσεως έθετε στο προσκήνιο γνώση των ενεργειών των Εφεσειόντων από τους Εφεσίβλητους, οι οποίοι όπως προκύπτει από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που δεν αμφισβητούνται, από την πρώτη στιγμή που αντιλήφθηκαν τις δραστηριότητες της Εφεσείουσας 2 προέβαλαν έντονη αντίδραση και αντίρρηση, εξ ου και η αναγκαιότητα λήψης της συγκατάθεσης του Επάρχου.

 

Στην Κύπρο, στη βάση της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ακυρωτική απόφαση προσβαλλόμενης πράξης απόφασης ή παράλειψης από το Δικαστήριο κάτω από την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, είναι αναγκαία προϋπόθεση για αξίωση εύ[*579]λογης αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας αν δεν ικανοποιηθεί η αξίωση του αιτητή από τη διοίκηση. Στην Panayides v. Republic (Public Service Commission) (1972) 3 C.L.R. 467, με παραπομπή στο σύγγραμμα του Μιχάλη Δ. Στασινόπουλου «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων», σελ. 359-360, αναφέρεται:

 

«Μόνο όταν η βούλησις δηλωθή, όταν δηλαδή δοθή εις αυτήν εξωτερική κατεύθυνσις προς εν ή πλείονα ωρισμένα πρόσωπα ή προς αόριστον έτι αριθμόν προσώπων, προς τον σκοπόν ίνα διά της βουλήσεως ταύτης επηρεασθή οπωσδήποτε η στάσις των προσώπων τούτων έναντι της εννόμου τάξεως, η βούλησις αποκτά σημασίαν κοινωνικήν και ενδιαφέρεται το δίκαιον δι’ αυτήν και τας συνεπείας της.

 

Η αυτή αρχή ισχύει και διά την βούλησιν την διαμορφουμένην εν τη Διοικήσει. Ίνα αποκτήση την δύναμιν προς προαγωγήν εννόμων αποτελεσμάτων, η βούλησις αύτη οφείλει να παύση ν’ αποτελή internum, ήτοι οφείλει να δηλωθή. Εντεύθεν προκύπτει το πρόβλημα, ποία είναι η αναγκαία, εν τω δικαίω των διοικητικών πράξεων, δήλωσις βουλήσεως και ποίαι αι εξωτερικαί ενέργειαι, δι’ ων αύτη λαμβάνει χώραν.»

 

Στο ίδιο σύγγραμμα, στη σελ. 365, όπου γίνεται αναφορά στη θεωρία της παραλαβής ότι η ατομική πράξη, δηλαδή για να επιφέρει τις έννομες συνέπειες της πρέπει να κοινοποιηθεί προς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, σελ.191, γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της διοικητικής πράξης και κοινοποίησης στο διοικούμενο όταν αυτή δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της πράξης, αλλά τρόπο γνωστοποίησης της, που ακολουθεί την τελείωση της. Σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται δημοσίευση, εάν δεν δημοσιευτεί η πράξη αποτελεί internum της διοίκησης και δεν έχει την ικανότητα παραγωγής εννόμου αποτελέσματος, η δε διοίκηση δικαιούται να την τροποποιήσει και ή να τη ματαιώσει. Στην σελ. 193 των Πορισμάτων Νομολογίας αναφέρεται επίσης:

 

« “Η παράλειψις της κοινοποιήσεως της πράξεως εις τον διοικούμενον ή η ελλειπής κοινοποίησις ταύτης ασκεί επιρροήν επί της ενάρξεως της προθεσμίας προσβολής αυτής επί ακυρώσει, δεν θίγει όμως το κύρος της πράξεως: 189(34), 1117 (39), 199(55), ουδέ την εκτελεστότητα αυτής: 201 (36), διότι η κοινοποίησις δεν αποτελεί συστατικόν στοιχείον της πράξεως, …”»

[*580]Καθίσταται φανερό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αγνοώντας παντελώς τη φύση της διαφοράς και κατά συνέπεια το ζήτημα της αρμοδιότητας, προχώρησε να την εξετάσει στα πλαίσια του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης και στο τέλος της ημέρας να περιοριστεί στο ζήτημα της γνωστοποίησης της απόφασης προς τους Εφεσιβλήτους διοικουμένους για να αποφασίσει να αποδεχθεί την αγωγή και μόνο στη βάση της μη κοινοποίησης της απόφασης της ΑΗΚ. Από τη στιγμή που οι Εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση της απόφασης, έστω και δια των υλικών ενεργειών της Εφεσείουσας 2, έτρεχε ο χρόνος καταφυγής των Εφεσίβλητων στο μόνο αρμόδιο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146.4 του Συντάγματος για έλεγχο της (Ιωαννίδης ν. Α.Η.Κ. κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 233).

 

Η απόφαση της Εφεσείουσας 2, σύμφωνα με το Άρθρο 31.1 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, ΚΕΦ. 170, για να επέμβει σε ιδιοκτησία προσώπου είναι δεκτική προσβολής μόνο με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και εντός των πλαισίων αυτής ελέγχεται και η συγκατάθεση του Επάρχου (Ιωαννίδης (ανωτέρω)). Η αποσπασματική και κατατεμαχισμένη αντίκρυση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εξόφθαλμα λανθασμένη: Το Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν αναρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς. Αρμόδιο Δικαστήριο κατά πάντα χρόνο ήταν το Ανώτατο Δικαστήριο. Η όλη διαδικασία πάσχει από ακυρότητα.

 

Η προδικαστική εξέταση του ζητήματος επιτυγχάνει. Με δεδομένη την επιτυχία του προδικαστικού ζητήματος η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Έξοδα σε βάρος των Εφεσιβλήτων τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.

 

Με δεδομένη την επιτυχία του προδικαστικού ζητήματος η έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο κατ’ έφεση όσο και πρωτοδίκως.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο